ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ " ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ" - ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 

Edward Henry Potthast- A Summer Vacation

 ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
 Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
 Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
 Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
 Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
 Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
 Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού.

Edward Henry Potthast-In the Summertime

Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
 Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα.
 Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
 Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
 Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
 Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
 Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
 Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
 Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
 Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
 Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.
 Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας.

 Colin Campbell Cooper-Summer


                                      
 Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
 Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.
 Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
 Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.
 Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που
παίζουνε στον κάμπο.
 Φέρε το ξύλινο αλογάκι με την κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους
ίσκιους των νερών προτού μας προφτάσει το βράδυ με τα μεγάλα
παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς.
 Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες
του δάσους.
 Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδιά τους και λουζόνταν κρυφά
στο ποτάμι.

Sally Swatland- Summer on Long Island
 Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι
αγκάλιαζαν τα δέντρα.
 Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.
 Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι
σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες
πίσω απ’ τις πέτρες.
 Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη.
 Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.

Pino-Summer Retreat
 ΕΙΧΑΜΕ φτιάξει ένα αμάξι με καρυδότσουφλο. Μια κουβαρίστρα
βάλαμε για ρόδες. Ζέψαμε δυό μυρμήγκια και φορτώσαμε τριφύλλι.. σε
κανέναν μην πεις που πηγαίνουμε.
 Ο αντίλαλος του πηγαδιού ακούει κι οι σπηλιές ξαναλέν τη φωνή μας.
 Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
 Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
 Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες.
 Μπαίνουμε στη μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα που ‘ναι γιομάτη
αγριόχορτα και ξύλινους σταυρούς, και ψάχνουμε αν βρούμε άγριες
βιολέτες να πλέξουμε στεφάνια για τα μαλλιά των κοριτσιών.
 Ο δρόμος από κει και πέρα είναι ίσιος κι οι αγωγιάτες τραγουδάνε το
τραγούδι του τρύγου μες στο μεσημεριάτικο λιοπύρι.
 Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
 Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος,
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια.
 Δεν ήξερες την αρχιτεκτονική των τριαντάφυλλων, μήτε τον τρόπο
που περπατάνε τα πουλιά στον αέρα.
 Καλημέριζες τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά, όπως καλημέριζες και
τα κορίτσια.


Summer Lake-Donald Zolan

 Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι
μαργαρίτες να χαιρετήσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς
φορτίο σκιάς και θύμησης.
 Αργότερα έμαθες να χαιρετάς μονάχα τους ανθρώπους βγάζοντας το
καπέλο, κι έλεγες μόνο τα λουλούδια «ευχαριστώ» κάθε φορά που δεν σ’
άκουγε κανένας.
 Ύστερα βιάστηκες πολύ να μεγαλώσεις, να φορέσεις μακριά
παντελόνια, να μάθεις γράμματα, για να πάψεις να λες «ευχαριστώ», να
χτίσεις ένα τριαντάφυλλο όπου κοιμάται μια λυπημένη αχτίνα στην
άδεια κάμαρα της ευωδιάς.
 Τώρα ζητάς να ξαναπείς με τα ίδια χείλη εκείνο το ίδιο «ευχαριστώ»
που τόσα χρόνια ζήταγες να ξεχάσεις.
 Κοιμηθήκαμε την ώρα που δε νυστάζαμε. Φάγαμε την ώρα που δεν
πεινούσαμε.
 Μετρούσαμε τις ώρες μας με το ρολογάκι του χεριού που μας
χαρίσαν στη γιορτή μας, ξεχνώντας το ρολόι του κήπου που ‘δειχνε
καλοκαίρι.
 Τώρα θέλουμε να βάλουμε μαζί το ρολογάκι του χεριού με το
σφυγμό μας, κοιτάζοντας την ώρα που δείχνουν οι ωροδείχτες των
σκιών πάνου στη χρυσοπράσινη πλάκα της χλόης.
 Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν τα
χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.

Edward Hopper – Summertime

 ΤΗ ΝΥΧΤΑ οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα
χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή
3εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε,
χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο,
μακρινά κι ευτυχισμένα.
 Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
 Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό
παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.
 ΑΠΟΨΕ κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης, ακουμπώντας το
κεφάλι στην καρδιά της.
 Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των πουλιών και την καρδιά μας.
 Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να περπατάει στην
κάμαρα μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα
των σκιών που ‘χαν μείνει από χτες βράδυ στο πάτωμα.
 Μια στιγμή, να νιφτούμε, και φτάσαμε.

. Geogres Seurat, Une baignade à Asnières 1883-84

ΧΡΙΣΤΕ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά
τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;
 Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε
θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;
 Μη χαμογελάς που ‘χω κι εγώ δεμένο το κεφάλι.
 Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.
 Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς
να σε μάθω φλογέρα.
 Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπο σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν
ανοίγει μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο
φεγγάρι.
 Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι
που κουρεύουν τα πρόβατα.
 Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα
πόδια του και θα χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα
μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.
 Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι
θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου
στον κάμπο.

Field of poppies, Monet, 1873

 ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.
 Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και
τις στέγες.
 Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.
 Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν
πρωτόβγαλτα πουλιά.
 Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.
Θέ μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις
κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου
τα μάτια της.
 Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το
νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα
χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.
 Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς
θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.
 Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα
χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε
χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά
τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης.

Γερανιώτης Δημήτριος-Κοπέλα σε Αγρό, 1905
 ΟΛΟΣ ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
 Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
 Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
 Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
 Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
 Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
 Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
 Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.
 ΚΑΝΑΜΕ τόπι εμείς κείνη τη σφαίρα που ‘χε ο δάσκαλος για το
μάθημα της γεωγραφίας και την κυλάμε στον πράσινο κάμπο με τα
μικρά χαμομήλια.
 Τη νύχτα σκαρφαλώσαμε κρυφά, εκεί στο κοιμητήρι του χωριού,
πήραμε κάμποσα γυμνά κεφάλια και τα γιομίσαμε με χόρτο και
λουλούδια.
 Στη θέση τω άδειων ματιών βάλαμε δυό τριαντάφυλλα.
 Τώρα είναι όλα φωτεινά και ρόδινα.
 Εμείς το ξέραμε από πριν πως γρήγορα θα ‘ρχότανε το καλοκαίρι κι
ας μην το ‘γραφε το ημερολόγιο.
Γερανιώτης Δημήτριος-Κόρη με Παπαρούνες, 1948

 ΜΙΚΡΑ κορίτσια σαπουνίζουν το κεφάλι του ήλιου, κι ο ήλιος
βλαστημάει σαν κακομαθημένο αγόρι που του χώνουν το κεφάλι μες
στη γούρνα για να το λούσουν.
 Χιλιάδες σαπουνόφουσκες ανηφορίζουν στον αέρα, σάμπως μικρά
ουράνια τόξα πάνου από τον ορίζοντα μιας μαγεμένης πεταλούδας.
 Τα περιστέρια κυνηγούν τις σαπουνόφουσκες.
 Το φως χειρονομεί μαλώνοντας τ’ αγουροξυπνημένα χελιδόνια.
 Κι όμως με τόσο θόρυβο, κοιμούνται ακόμα οι μεγάλοι.
 Θα χώσουμε λοιπόν κι εμείς από ‘να τζιτζίκι στα ρουθούνια του
παππού για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα.

Bespruzhnaya Ludmila "In the summer"

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Ο λαβύρινθος του εαυτού και της κοινωνίας" Άρθρο



Η ελληνική οικογένεια ως χώρος των προσωπικών δεδομένων, της ιδιωτικής λύσης και κάθε προσωπικού προβλήματος ,νοσεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό και δεν θα ιαθεί, απλώς, γιατί δεν αποδέχεται την ασθένεια.

Κι αν θεραπαινίδα των νοσηρών καταστάσεων της κοινωνίας θεωρείται η παιδεία ,έφτασε ο καιρός που εμμέσως πλην σαφώς μας λέει: απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.

Έτσι,η κοινωνία που συναπαρτίζεται από μέλη και οικογένειες κατάντησε αχαλίνωτη ,ένας λαβύρινθος στον οποίο μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις σώος και αβλαβής.

Όταν λοιπόν οι ιθύνοντες θα αντιληφθούν ότι το σχολείο δεν προετοιμάζει μόνο μυαλά για εξετάσεις και διακρίσεις, όταν θα αντιληφθούν ότι στις υπάρχουσες εξουσιαστικές σχέσεις -τάσεις, χάνεται ο άνθρωπος,μπροστά στο το καλά προετοιμασμένο, για συγκεκριμένους σκοπούς, πνεύμα ,ίσως επιστρέψουν στο άτομο. Στο άτομο, που για δέκα-δεκαπέντε χρόνια μετά το σχολείο θα παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα ,θα παλέψει με τα συναισθήματά του, θα δει το πλοίο «κοινωνία» στο οποίο επιβαίνει να βουλιάζει ,θα δει ακόμα και τον εαυτό του και λόγω φόρτου ευθυνών ,δουλειάς αρνητικών σωρευμένων καταστάσεων να μην τον αναγνωρίζει φτάνοντας σε ακρότητες που βλάπτουν τους πάντες, άλλους πολύ ,άλλους λίγο.

Μπροστά στον εφιάλτη που όλοι ζούμε ,στον εφιάλτη του εγκλήματος, αντί να «διαγκωνιζόμαστε» ποιος πρόβλεψε τι, ας σταθούμε στο πρόβλημα, στο γιατί συμβαίνει αυτό!

Ο λαβύρινθος του χαμένου εαυτού! Τα πολλά χρόνια στην εκπαίδευση-που χρόνο με το χρόνο αποψιλώνεται από τους υπουργούς, με καινοτομίες του τύπου :οι έφηβοι δεν χρειάζονται θρησκευτικά αλλά θρησκειολογία, δεν χρειάζονται κοινωνιολογία, δεν χρειάζονται ψυχολογία, δεν χρειάζονται ιστορία ως ένα σημείο-δεν βοηθούν συναισθηματικά, ατομικά ,κοινωνιολογικά το άτομο. Αυτοί οι έφηβοι, θα περάσουν από χίλιες δυσκολίες κι όταν θα κάνουν οικογένεια θα βρεθούν ανίκανοι να χειριστούν όσα τυχόν, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είδαν και δεν έζησαν.

Τα μέχρι στιγμής δεδομένα, συνηγορούν στο ότι η επίλυση τέτοιων τραγικών καταστάσεων που κατά καιρούς ζει η κοινωνία, βρίσκεται στην ψυχική υγεία του ατόμου, η οποία το θωρακίζει, πρέπει να το θωρακίζει, ώστε να μπορεί να τιθασεύει τα αρνητικά συναισθήματα.

Ποιος άραγε ενδιαφέρθηκε μέχρι σήμερα, για το πώς βιώνουν οι έφηβοι τον ανταγωνισμό;

Ποιος έδωσε βάση στην αξία των ψυχοκοινωνικών μαθημάτων;

Γιατί τρέχουν μετά το έγκλημα να συμμαζέψουν, με τους ειδικούς ,τα κομμάτια του παζλ;

Γιατί φταίει η οικογένεια; Ποιος γονιός θέλει να βιώσει την τραγικότητα, το δράμα ,τον θάνατο του παιδιού του;

Ναι, τα παιδιά δεν είναι μηχανές, για να προσθέτετε κύριοι, κάθε χρόνο όλο και περισσότερα.

Δεν θέλουμε έξυπνους αλλά άρρωστους. Δεν θέλουμε ένα λαμπρό οικοδόμημα με σαθρά θεμέλια. Όλα χτίζονται νωρίς.Καμιά ανακαίνιση δεν είναι ίδια με το αρχικό νεόδμητο κτίριο. Τι κι αν λάμπει εξωτερικά!

Οι μαθητές μας ,δεν μπορούν να μας πουν όχι. Τους ρωτήσαμε πώς μας βλέπουν;

Αγνοείτε τα οικογενειακά δράματα ,τις ενδοοικογενειακές προστριβές για τα οικονομικά, για τα λίγα τετραγωνικά, για την έλλειψη ανέσεων για τη φτώχεια ,για τις κοινωνικές ανισότητες !

Γρηγορείτε!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός


Η φωτογραφία είναι από https://adrcyprus.com/










Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 


«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»

Επτά εβδομάδες μετά την ημέρα του Πάσχα, η Πεντηκοστή σε χρόνο που θεωρείται σαν ένα και που σε όλες τις ακολουθίες των ημερών δεν γονατίζαμε, όπως δεν γονατίζουμε στην Αναστάσιμη ακολουθία κάθε Κυριακής. Την Κυριακή της Πεντηκοστής μετά τη λειτουργία, στον “εσπερινό της γονατιστής”, ευλογείται η πρώτη μετά το Πάσχα γονυκλισία, εξ ου και η μεγάλη γιορτή λέγεται και “της Γονατιστής”.
Μιά μέρα μετά το μέγα Ψυχοσάββατο του “ροσαλιού το Σάββατο” που “να πάει και να μην έρθει”, οι ψυχές, που ήταν κατά τη θρησκευτική παράδοση κοντά μας, γυρνάνε στη θέση τους, στον άλλο κόσμο.
Κυριακή της Πεντηκοστής. Πενήντα ημέρες από το Πάσχα. Μια από τις μεγαλύτερες Δεσποτικές εορτές της Εκκλησίας που θεωρείται και ως η γενέθλιος ημέρα της, διότι με τον ερχομό και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές, ξεκίνησε το μεγάλο ιεραποστολικό έργο του Ευαγγελισμού των Εθνών, της διάδοσης του Ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο.
Συγχρόνως εγκαινιάζεται η Αγιοπνευματική περίοδος στη ζωή της Εκκλησίας, διότι το Πνεύμα το Άγιο καθοδηγεί τα βήματα των Αποστόλων και όλων των μαθητών του Χριστού «εις πάσαν την αλήθειαν». Είναι η εποχή όπου δρα, φωτίζει, οδηγεί το Τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, το Άγιο Πνεύμα.
Αυτήν την Κυριακή οι παλαιότερες γυναίκες την αποκαλούσαν ως Κυριακή της «γονατιστής» διότι έπρεπε να γονατίσουν όταν ο ιερέας διάβαζε τις ευχές της γονυκλισίας στα μισά περίπου της ακολουθίας του Εσπερινού της Εορτής.


Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος - Λόγος μα΄ εις την Πεντηκοστή

Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.

El Greco, Η Πεντηκοστή. 
Γύρω στα 1600.
Ε. Την Πεντηκοστή εορτάζουμε καί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καιί την πραγματοποίηση της υποσχέσεως καιί την εκπλήρωση της ελπίδας. Το μυστήριο, πόσο και μεγάλο είναι και σεβαστό! Τελειώνουν λοιπόν όσα έχουν σχέση με το σώμα του Χριστού, ή μάλλον με τη σωματική παρουσία Του. Διότι διστάζω να πω τα σωματικά, εφ' όσον κανένας λόγος δεν μπορεί να με πείσει ότι θα ήταν καλύτερα να είχε απαλλαγεί από το σώμα [ο Χριστός] Αρχίζουν δε όσα έχουν σχέση με το Άγιο Πνεύμα. Ποια δε ήταν όσα έχουν σχέση με το Χριστό; Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη, το σπαργάνωμα, οι άγγελοι που τον δοξάζουν, οι ποιμένες που τρέχουν προς Αυτόν, η διαδρομή του αστέρα, η προσκύνηση και η προσφορά των δώρων από τους μάγους, ο φόνος των νηπίων από τον Ηρώδη, ο Ιησούς που φεύγει στην Αίγυπτο, που επιστρέφει από την Αίγυπτο, που περιτέμνεται, που βαπτίζεται, που δέχεται την μαρτυρία από τον ουρανό, που πειράζεται, που λιθάζεται για μας (για να μας δώσει υπόδειγμα κακοπάθειας υπέρ του Λόγου) που προδίνεται, που προσηλώνεται [στον Σταυρό], που θάπτεται, που ανασταίνεται, που ανεβαίνει [στους ουρανούς]. Από αυτά και τώρα υφίσταται πολλά από τους μισόχριστους μεν, αυτά που Τον ατιμάζουν και τα υπομένει (διότι είναι μακρόθυμος)• από τους φιλόχριστους δε, αυτά που Του αποδίδουν τιμή. Και αναβάλλει να ανταποδώσει όπως σ' εκείνους την οργή, έτσι σε μας την αγαθότητα• επειδή ίσως σ' εκείνους μεν δίνει καιρό μετανοίας, σε μας δε δοκιμάζει τον πόθο, εάν δεν λιποψυχούμε και δεν αποκάμουμε στις θλίψεις και στους αγώνες για την ευσέβεια• όπως ακριβώς ορίζεται από την θεία οικονομία και τα ανεξιχνίαστα κρίματά Του, με τα οποία κυβερνά με σοφία τη ζωή μας. Όσα λοιπόν αναφέρονται στο Χριστό είναι αυτά' και τα πέρα απ' αυτά θα τα δούμε ενδοξότερα [στη βασιλεία των ουρανών] και μακάρι και μεις να φανούμε [δοξασμένοι από το Θεό]. Όσα δε αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα, παρακαλώ το Πνεύμα να έλθει εντός μου και να μου δώσει λόγο όσον επιθυμώ κι' αν όχι τόσον, αλλ' όσος απαιτείται σ' αυτή την περίπτωση. Πάντως όμως θα έλθει με εξουσία δεσποτική, και όχι με τρόπο δουλικό, ούτε περιμένοντας πρόσταγμα, όπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει όπου θέλει, καί σ' όσους θέλει, και όποτε και όσο θέλει. Μ' αυτόν τον τρόπο εμείς εμπνεόμαστε να νοούμε και να μιλούμε για το Άγιο Πνεύμα.

ΣΤ. Το Άγιο Πνεύμα όσοι Το υποβιβάζουν στην τάξη των κτισμάτων είναι υβριστές και δούλοι κακοί κι' απ' τους κακούς χειρότεροι. Διότι των κακών δούλων είναι (γνώρισμα) το να αθετούν την [θεία] δεσποτεία και να επαναστατούν κατά της κυριότητας [του Θεού] και να θεωρούν όμοιο με αυτούς δούλο το ελεύθερο [Πνεύμα]. Όσοι όμως Το πιστεύουν ως Θεό είναι θεοφόρητοι και φωτισμένοι στο νου. Εκείνοι όμως που και Το ομολογούν [ως Θεό], εάν μεν το κάνουν σε ανθρώπους με ευσεβές φρόνημα, θεωρούνται μεγάλοι• αλλ' εάν το κάνουν σ' όσους έχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωρούνται όχι φρόνιμοι• διότι εμπιστεύονται το μαργαριτάρι στον πηλό [δηλ. την αλήθεια της πίστεως σ' εκείνους που δεν έχουν την διάθεση να την δεχθούν] και σε ακοή ασθενική ήχο βροντής και σε αδύνατους οφθαλμούς ηλιακό φως και στερεά τροφή σ' εκείνους που πίνουν ακόμα γάλα. Αυτούς πρέπει να κατευθύνει κανείς σιγά-σιγά προς τα εμπρός και να τους ανεβάζει προς τα υψηλότερα, ώστε από το φως να ζητούν [περισσότερο] φως και στην αλήθεια να προσθέτουν αλήθεια( Γι'αυτό κι' εμείς αφήνοντας για λίγο τον τελειότερο λόγο (γιατί δεν είναι ακόμα καιρός) έτσι θα μιλήσουμε προς αυτούς.

Ζ. Άνθρωποί μου, εάν μεν θεωρείτε ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε άκτιστο ούτε άχρονο, αυτό είναι καθαρά ενέργεια του πονηρού πνεύματος• επιτρέψτε στο ζήλο μου να πω αυτό το τολμηρό. Εάν όμως έχετε τόση τουλάχιστον υγεία [ψυχής], ώστε ν' αποφεύγετε την φανερή ασέβεια και θέτετε έξω απ' την δουλεία Αυτό [το Άγιο Πνεύμα] που κι' εμάς κάνει ελευθέρους, εξετάστε και σεις στην συνέχεια μαζί με το Άγιο Πνεύμα και μας. Διότι δέχομαι ότι σε κάποιο βαθμό μετέχετε Αυτού και σεις, και στο εξής θα συνεξετάσω με σας ως με οικείους πλέον [στην πίστη]. Ή παραχωρήστε μου το μέσον μεταξύ της δουλείας και της δεσποτείας, για να θέσω εκεί την αξία του Πνεύματος• ή εφ' όσον αποφεύγετε την δουλεία δεν είναι άδηλο, πού θα τοποθετήσετε αυτό το οποίο ζητούμε. Αλλά στενοχωρείσθε για τις συλλαβές και σκοντάφτετε επάνω στον λόγο και αυτό [το να ονομάζει κανείς το Άγιο Πνεύμα Θεό] γίνεται για σας «λίθος προσκόμματος» και «πέτρα σκανδάλου», αφού και ο Χριστός γίνεται για μερικούς. Ανθρώπινο είναι να πάθει κανείς κάτι τέτοιο. Ας σταθούμε κοντά ο ένας στον άλλο πνευματικά. Ας γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρά φίλαυτοι. Αναγνωρίστε την δύναμη της θεότητας κι'εμείς θα σας δώσουμε την συγκατάθεση για τη λέξη• ομολογείστε την [θεία] φύση με άλλες λέξεις, που συμπαθείτε περισσότερο, κι'εμείς θα σας γιατρέψουμε ως ασθενείς• αφού υποκλέψουμε με τρόπο αυτά που σας είναι ευχάριστα. Διότι είναι άξιο ντροπής και αρκετά παράλογο, ενώ είστε εύρωστοι στην ψυχή, να δείχνετε μια νοσηρή μικρολογία γύρω απ' τις λέξεις και να κρύβετε τον θησαυρό [της αλήθειας], ακριβώς σαν να φθονείτε τους άλλους ή να φοβάστε μήπως αγιάσετε και την γλώσσα σας [με την ομολογία της θεότητας του Αγίου Πνεύματος]. Ακόμα δε πιο άξιο ντροπής για μας είναι να πάθουμε αυτό που κατηγορούμε, και ενώ καταδικάζουμε την μικρολογία στους άλλους, να μικρολογούμε εμείς γύρω απ' τα γράμματα. ( Απόσπασμα ) 




ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 

Πενήντα μέρες μετά την Ανάσταση του Χριστού , είναι η Κυριακή της Π ε ν τ η κ ο σ τ ή ς η της Γ ο ν α τ ι σ τ ή ς , όπως τη λένε αλλοιώς . Ακριβώς μιά μέρα πριν , δηλαδή το Σάββατο , είναι το Ψ υ χ ο σ σ ά β α τ ο του Μ ά η η το Σάββατο του Ρ ο υ σ α λ ι ο ύ . Βαριά μέρα γιά ζωντανούς και πεθαμένους , το λέει και το παραπάνω δίστιχο .

Όλα τα Σάββατα να παν , να παν και να γυρίσουν ,
του Ρουσαλιού το Σάββατο να πάει , να μη γυρίσει .

Την Κυριακή λοιπόν της Πεντηκοστής , οι ψυχές των νεκρών , που είχαν αφεθεί ελεύθερες με την Ανάσταση του Κυρίου και τριγύριζαν ανάμεσα σούς ζωντανούς , πρέπει να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους .Θρηνούν και κλαίνε , κατά τη λαική άποψη . Γι' αυτό οι συγγενείς το Ψυχοσάββατο πηγαίνουν κόλλυβα στην εκκλησιά και στα μνήματα , η αντί γιά κόλλυβα πηγαίνουν ψωμί , τυρί και φαγητά , που τα μοιράζουν στους φτωχούς . Στη Μάνη , την παραμονή του Ψυχοσάββατου , χύνουν έξω απ' το σπίτι κρασί και νερό η βάζουν ψωμί , κερί και σπερνά ( κόλλυβα ) και συγχρόνως χύνουν κρασί και νερό . Στη Θράκη πιστεύουν πως οι ψυχές των πεθαμένων όλο αυτό το διάστημα κάθονται πάνω στα δέντρα και στα βλαστάρια των αμπελιών . Γιά τούτο δεν κόβουν βλαστάρια , μήπως και πέσουν κάτω οι ψυχές των νεκρών . Του Ρουσαλιού το Σάββατο , δεν πρέπει καμιά δουλειά ν' αρχίσεις ούτε και να δουλέψεις . Αν οι γυναίκες πιάσουν βελόνα , τρυπούν , λένε , τις ψυχές των πεθαμένων .

Στην λειτουργία της Κυριακής της Πεντηκοστής , οι χριστιανοί γονατίζουν τρεις φορές , γι΄αυτό και τη λένε Γ ο ν α τ ι σ τ ή Γ ο ν υ κ λ ι σ ι ά . Κι' αυτή τη μέρα υπάρχουν έθιμα παρόμοια με του Σαββάτου , σχετικά δηλαδή με τους νεκρούς . Στην Καστοριά , " της Πεντηκοστής φέρνουν λουλούδια απ' το σπίτι τους και κρατούν κερί . Πέφτουν στα γόνατα , αφήνοντας τα λουλούδια μπροστά τους . Ανάβουν το κερί , γιά να φωτίζουν τους νεκρούς που περνάνε ". Σε μερικά μέρη οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία κρατώντας τριαντάφυλλα ( λουλούδια των νεκρών ) , που δεν αποχωρίζονται ούτε την ώρα που γονατίζουν . Στην Καστοριά , " της Πεντηκοστής φέρνουν λουλούδια απ' το σπίτι τους και κρατούν κερί . Πέφτουν στα γόνατα , αφήνοντας τα λουλούδια μπροστά τους . Ανάβουν το κερί , γιά να φωτίζουν τους νεκρούς που περνάνε ". Ωστόσο οι ζωντανοί δεν παραλείπουν τα πανηγύρια στην εξοχή με φαγοπότι , τραγούδια , χορούς και τολμηρά πειράγματα . Συνηθίζουν επίσης να χτυπιούνται μεταξύ τους με χλωρά κλαριά , γιά το καλό , όπως λένε .

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ η ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ .

Η Δευτέρα της Πεντηκοστής είναι αφιερωμένη στο Άγιο Πνεύμα και την Αγία Τριάδα . Ευκαιρία γιά ένα ακόμα πανηγύρι , γιά ένα κοινο τραπέζι στους τόπους που υπάρχει εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδας . Στη Θράκη σφάζουν αρνιά και τρώνε όλοι μαζί , ενώ στην Κύπρο το 'χουν έθιμο απ' την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου να κ α τ α κ λ ύ ζ ο υ ν , να καταβρέχουν , ο ένας τον άλλον , γι' αυτό και το έθιμο ονομάζεται κ α τ α κ λ υ σ μ ό ς . Ας μη ξεχνάμε την εξαγνιστική και καθαρτική δύναμη που ο λαός αποδίδει στα δυό στοιχεία της φύσης , τη φωτιά και το νερό .

Αυτά γιά τους ζωντανούς , γιατί οι πεθαμένοι παίρνουν κι αυτοί το μερίδιό τους απ' τη γιορτή . Στον Πόντο π.χ. έφερναν πάνω στους τάφους - προσφορά στους νεκρούς - ρυζόγαλο , αυγό σφουγγάτο ( ομελέτα ) και ξυνόγαλα . Μετά το τρισάγιο που διάβαζε ο παπάς , κάθονταν οι ζωντανοί γύρω απ' τους τάφους και έτρωγαν τα φαγητά 



Tα ρασάλια, έθιμο της πεντηκοστής στην Ήπειρο

Του αρασαλιού ή «τα ρασάλια»

τριαντάφυλλο της πεντηκοστής
Τ΄αρασαλιού ή τα ρασάλια είναι μια δοξασία που έχει τις ρίζες της στη Ρωμαϊκή εποχή. Σύμφωνα με τη δοξασία αυτή, που την πίστευαν περισσότερο οι γυναίκες, οι ψυχές των νεκρών έβγαιναν από τον κάτω κόσμο πάνω στη γη και κυκλοφορούσαν από τη Μεγάλη Πέμπτη ως το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή. Έβγαιναν έξω κι αλήτευαν, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν οι γυναίκες, τριγυρνούν στα μέρη που πέρασαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής και θυμούνται όλα όσα πέρασαν καλά και κακά. Το Σάββατο πριν από την Πεντηκοστή, ξαναεπιστρέφουν στον κάτω κόσμο ευχαριστημένες για το ταξίδι τους αυτό στο παρελθόν κι ικανοποιημένες γιατί μπόρεσαν να ξαναϊδούνε τα επίγεια πράγματα. Το Σάββατο αυτό όλες ανεξαίρετα οι νοικοκυρές του χωριού έβραζαν σιτάρι και ζύμωναν με ιδιαίτερη ευλάβεια την λειτουργιά(πρόσφορο) για να τα πάνε στην εκκλησία. Μέσα στο πιάτο που βάζουν το σιτάρι και τη λειτουργιά έγραφαν κι ένα σημείωμα με τα ονόματα όλων των νεκρών της οικογένειας για να τα μνημονεύσει ο παπάς, να ευχηθεί για την αιώνια ανάπαυσή τους. Ειδικά στο μνημόσυνο αυτό, ο παπάς με τις ευχές του και τα τρισάγιά του, καλόπιανε τις ψυχές των νεκρών και τις παρακαλούσε να ξαναγυρίσουν στον τάφο. Γιατί, λέει, μπορεί καμιά απ΄αυτές να παρασυρθεί από τις γλύκες της επίγειας ζωής, να ζηλέψει και να μη θέλει να ξαναγυρίσει στον κάτω κόσμο, οπότε είναι καταδικασμένη να τριγυρνάει εδώ κι εκεί όλο το χρόνο.
«Μεγάλη Πέμπτη να ΄ρχεται/πέντε φορές το χρόνο/κι αυτό το έρμο τΆρσαλιού/καμιά φορά το χρόνο…»
Μαζί με τν επίκλησή τους οι χωρικοί για επιστροφή των ψυχών στον κάτω κόσμο, περίμεναν τα΄Αρσαλιού και σα γιορτή του στομαχιού τους. Θα έτρωγαν το νόστιμο και θρεπτικό σιτάρι, που τόσο το ποθούσαν γιατί ήταν δυσέβρετο στα χρόνια της φτώχιας.

φωτο:σελίδα fb,epirushotels.gr



Εmil Nolde, Η Πεντηκοστή. 1909. 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

Nίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Απόλογος. Πρόσθετα Φύλλα 

Aπό το Πάσχα έως την εορτή του Aγίου Πνεύματος ημέρες Πενήντα.
Tην Πεντηκοστή οι ευρισκόμενοι απ' εδώθε μεριά, επιβιούντες εν τοις φαινομένοις, εύχονται υπέρ των μεταστάντων από την άλλη μεριά του χάσματος, του φοβερού λάκκου.
Mετέχουν στην κοινή προσευχή της Eκκλησίας, γονατίζοντας πάνω σε πράσινα φύλλα καρυδιάς.
Tα υποδιαιρούμενα σε ευάριθμα φυλλίδια μεγάλα φύλλα της καρυδιάς, που εκτός του ότι ο θρεπτικός της και νοστιμώτατος καρπός, παρομοιάζει με τον εγκέφαλο, κέντρο της ατομικής ενός εκάστου σκέψης, περιέχει και ποικίλες ωφέλιμες και ιαματικές ουσίες.
Eπίσης δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετο, το ότι τον έσω ξυλώδη φλοιό του καρυδοεγκεφάλου, τον παρομοιάζουμε με το μικρότερο των πλεούμενων, με τα οποία ο άνθρωπος, αντιμετωπίζει τις τύχες του ταξιδίου, επί του ετέρου των φυσικών στοιχείων, του μορφοποιού του φωτός ύδατος, αποκτώντας την επιβαλλομένη πείρα, πριν κενούμενος παντός ορατού, πληρωθεί ως ο άνεμος.
Eκτός τούτου, η καρυδιά, που πάνω στα ελάσματα των σχημάτων που η χλωροφύλλη της φωτοσυνθέσεως επιβάλλει, γονατίζουμε ευχόμενοι για τους προσφιλείς κεκοιμημένους, έχει ως δέντρο ξύλο, εκτιμώμενο όχι μόνο στην επιπλοποιΐα, αλλά και στην κατασκευή σεντουκιών των μεταστάντων σωμάτων.
Eπίσης λέγονται σεντούκια, τα μπαούλα όπου φυλάγεται η προίκα του γάμου. Eξ άλλου η φυσιολογία του δέντρου, που δίκαια σχετίσθηκε προς τον ύπατο θεό των ανθρωπίνων μύθων φθάνει στην καρποφορία δι' ενός γάμου ασυνήθους εις την καθ' ημέραν τάξη των φυτών.
Γονατίζοντας πάνω στα φύλλα της καρυδιάς την Πεντηκοστή, είναι δυνατόν λοιπόν να ισχυριστούμε, ότι επιτελούμε έναν γάμο παράξενο, με τις ψυχές των προσφιλών, που ξημερώνοντας το Σάββατο του Pουσαλιού, ξανά κλείνονται στον κάτω κόσμο, μετά που επί τόσες ημέρες η χαρά της Aναστάσεως του Xριστού, τις αφήκε ελεύθερες νά 'ρθουν κοντά μας.

2. H επανάληψη του "Xριστός Aνέστη", μέχρι το βράδυ της Aναλήψεως, μου επέτρεψε γυρνώντας πίσω και αναδιπλούμενος, να κατανοήσω τις ποικίλες άλλες και την βασιλική πτυχή του ανθρωπίνου είδους.
Eπληρώθην αγάπης, για το σχήμα που μου δόθηκε και χαρούμενος επαναλάμβανα: "Eικών ειμί, της αρρήτου δόξης σου, ει και στίγματα φέρω πταισμάτων".
Tο σώμα του Θεού που κατέστη άνθρωπος, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τον άνθρωπο. Ως άρρηκτος δεσμός, ενοποιεί τους πολλούς.
Δεν φαντάζομαι, αλλά αισθάνομαι και ζω την αλήθεια.
Aγγίζω με το χέρι μου και τον κόσμον όλον, τριγύρω. Tούτο όχι μόνο εν ονόματι των όσων καταλαβαίνω, αλλά εν ονόματι και μιας άλλης προσθήκης, αδήλωτης.
Πώς μπορώ να εκφράσω το εις πάντα αδήλωτο, δίχως να χάσω με τις μέρες που κυλούν, την χαρά της ημέρας της Aναστάσεως;
Σκύβω και γράφω.
Θα 'θελα να διηγόμουνα τα του νέου κόσμου της χαράς.
Tριγύρω όπου κι' αν πάω περπατώντας, μορφές ιδανικές με συνοδεύουν.
Δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του πατέρα μου ή της μάννας και του φίλου. Kανενός συγκεκριμένου προσώπου ιδιαίτερα.
Δεν είναι ονόματα και προσδιοριστικά, οι ιδανικές μορφές, αλλά επίθετα. Eπίθετα που προστίθενται ως αίγλη φωτός, σε όλα τα σχήματα που βλέπω τριγύρω μου να υφίστανται και με τον καιρό να παρέρχονται.
Θέλω να εκφρασθώ και μένω βουβός, όπως εκείνος που αγαπά, βλέποντας το αγαπημένο πρόσωπο.


Θεοφάνης ο Κρητικός -  Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΉ


Γ. Ιωάννου 

Τῆς Γονατιστῆς, ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα,σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παρα- μικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.

* της Γονατιστής· πρόκειται για την Κυριακή της Πεντηκοστής, κατά την οποία διαβάζεται ο εσπερινός μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο εσπερινός λέγεται «Γονατιστή» γιατί περιέχει ευχές γονυκλισίας (ο ιερέας παροτρύνει τους πιστούς να γονατίσουν). Στον εσπερινό αυτό υπάρχουν ειδικές ευχές για ζωντανούς και νεκρούς. Η παραμονή της Πεντηκοστής, το Σάββατο, είναι των ψυχών. Σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, από το Μεγάλο Σάββατο οι ψυχές ελευθερώνονται από τον Άδη και έρχονται στον κόσμο λόγω της Αναστάσεως. Μετά τη Γονατιστή τελειώνει η περίοδος χάριτος των νεκρών και αρχίζει ο θρήνος των ψυχών.
* γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα· Στη Θράκη την ημέρα της Πεντηκοστής πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας κλώνους καρυδιάς και γονάτιζαν πάνω στα φύλλα. Πίστευαν ότι η καρυδιά εξασφαλίζει υγεία και αποδιώχνει τα κακά πνεύματα. Γι' αυτό και την εβδομάδα που προηγείται της Πεντηκοστής έβαζαν στον κόρφο τους φύλλα καρυδιάς. (Βλ. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμος ΙΗ ', ΙΘ ', 1965-1966, σελ. 313-314).
«…Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής χρησιμοποιούσαν καρυδόφυλλα για να κλείνουν τα μάτια τους, να μην τα δουν οι ψυχές των νεκρών, αναγνωρίσουν τους δικούς τους και δεν μπορούν μετά να τους αποχωριστούν». (Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1985).
* σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο βόμβο· Η κάθοδος των ψυχών και η επιστροφή τους στον Αδη είναι αρχαιοελληνική δοξασία, καθώς δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κόλασης και παραδείσου. Αρχαιοελληνικές γιορτές σαν την Πεντηκοστή: τα Λεμούρια — 9, 11, 13 Μαΐου — (οι ψυχές έρχονταν απ' τον Αδη) και τα Ανθεστήρια. Και για τις δύο περιπτώσεις πιστεύεται ότι οι ψυχές είναι τόσο λεπτές στην υφή (σαν να έχουν μια υλικότητα), ώστε μπορούν να κρεμαστούν από έναν ιστό αράχνης... Γι' αυτό εκείνες τις μέρες οι ζωντανοί δεν πρέπει να κινούνται έντονα γιατί μια κίνησή τους μπορεί να τραυματίσει μια ψυχή. (Βλ. Γ.Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί, Αθήνα 1956). http://ebooks.edu.gr/




Στίχοι: Κ.Χ Μύρης Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής πάν' οι ψυχές και κάθονται βουβές στα περιβόλια. Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές μαζί με τις αράχνες και μας κοιτούν αμίλητες αθώρητες και μόνες. Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής πάν' οι ψυχές και κρέμονται στα ρούχα και στο φράχτη. Φωλιάζουν στο καλό κρασί και στο παλιό πυθάρι γεμίζουν τις ραγισματιές κι ανοίγουν τους φεγγίτες. Τη μέρα της Πεντηκοστής, τη νύχτα της γονατιστής μη κόψετε ξερό κλαρί ούτε χλωρό βλαστάρι. Μη μάσετε τ' ασπρόρουχα και διώξετε τσ' αράχνες μην πίνετε γλυκό κρασί και φοβηθούν και φύγουν.

https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ "Πείσμα για ζωή "


Σου είπανε για λίγο ζεις ακόμα. Κι εσύ σε πένθησες και έκλαψες πικρά. Μα ύστερα εστράφηκες στο χώμα... Και τότε σε άκουσα που έλεγες αυτά: “ΕΓΩ ΘΑ ΖΗΣΩ! Και όχι μόνο... ΘΑ ΕΥΤΥΧΗΣΩ! Θα γίνω αιτία για να γενούνε ανατροπές! Θα σκάει τ΄ ατσάλι από ζήλια κι από φθόνο και τα φεγγάρια θα κάνουν σαν τους δερβίσηδες στροφές. Κι εγώ θα ζω...! Ωσάν τα δένδρα τα ψηλά εγώ θα ζω... Θα παίρνω ολόκληρα τα δώρα της ημέρας. Τη μια μια πέτρα, την άλλη λάβα, μια άλλη βάλσαμο... πρόπολη... γύρη, αγριλιά... Εσύ να κάθεσαι να πελεκάς τη πέτρα, κι εγώ από τη λάβα θα σου φτιάχνω σκουλαρίκια για τα αυτιά. Θα το ζυμώνω το βαλσάμι μ΄ όλα τ΄ άλλα, κι ό,τι μου βγει θα στο χαρίζω να γελάς! Θα σου μαζεύω τους ανθούς απ΄ τα νεράτζια, και τα ανθάκια από αγιόκλημα και γιασεμιά, για να σου πλέκω στεφανάκια να σου στολίζω τα υπέροχα μαλλιά. Και θα φυλάω τις φλούδες από μανταρίνα, από λεμόνια, πορτοκάλια και από του κήπου τη κιτριά. Θα φτιάχνω ένα γιατροσόφι για τους άλλους και ό,τι απομένει θα αλείφουμε μ΄ αυτό τα πρόσωπά μας να του τη σπάσουμε του χάρου τη μαγκιά. Ψήνεσαι;

Ποίηση και φωτογραφία Κατερίνα Γαβριλάκη