"Η Κραυγή" του Έντβαρτ Μουνκ

 

Η Κραυγή είναι το δημοφιλές όνομα που δίνεται σε μια σύνθεση που δημιούργησε ο Νορβηγός εξπρεσιονιστής καλλιτέχνης Έντβαρτ Μουνκ το 1893. Ο αρχικός γερμανικός τίτλος που έδωσε ο Μουνκ στο έργο του ήταν Der Schrei der Natur (Η Κραυγή της Φύσης) και ο νορβηγικός τίτλος είναι Skrik (Shriek). Το αγωνιώδες πρόσωπο του πίνακα έχει γίνει μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες της τέχνης, που θεωρείται ότι συμβολίζει το άγχος της ανθρώπινης κατάστασης.

Ο Μουνκ θυμόταν ότι βγήκε για μια βόλτα στο ηλιοβασίλεμα όταν ξαφνικά το φως του ήλιου που έδυε έκανε τα σύννεφα "κόκκινα σαν το αίμα". Ένιωσε μια "άπειρη κραυγή που διαπερνούσε από τη φύση" Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει το σημείο σε ένα φιόρδ με θέα στο Όσλο  και έχουν προτείνει άλλες εξηγήσεις για τον αφύσικα πορτοκαλί ουρανό, που κυμαίνονται από τα αποτελέσματα μιας ηφαιστειακής έκρηξης έως μια ψυχολογική αντίδραση από τον Μουνκ στον εγκλεισμό της αδερφής του σε ένα κοντινό φρενοκομείο.

Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε γράψει στο ημερολόγιο του περιγράφοντας την στιγμή της έμπνευσης του: «Ένα δειλινό περπατούσα σ’ ένα δρομάκι με δυο φίλους, την ώρα που ο ήλιος άρχισε να δύει. Ο ουρανός, ξαφνικά, έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα σ’ έναν φράχτη. Έβλεπα αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιορδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν κι εγώ έμεινα εκεί, τρέμοντας από την αγωνία. Κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση». Μάλιστα, ο πρώτος τίτλος του έργου ήταν «Η Κραυγή της Φύσης».

Ο Μουνκ δημιούργησε τέσσερις εκδοχές του πίνακα, οι δύο σε παστέλ, καθώς και μια λιθογραφία σε πέτρα, από την οποία σώζονται πολλές εκτυπώσεις. Η Κραυγή έχει υπάρξει στόχος πολλών διάσημων κλοπών. Το 1994 κλάπηκε η εκδοχή της Εθνικής Πινακοθήκης. Ανακτήθηκε αρκετούς μήνες μετά. Μία από τις παστέλ εκδοχές πέτυχε την τέταρτη υψηλότερη ονομαστική τιμή που έχει καταβληθεί για ένα έργο τέχνης σε δημόσια δημοπρασία.

Μεταξύ των θεωριών που αναπτύχθηκαν για να εξηγήσουν τον κοκκινωπό ουρανό στο φόντο είναι η μνήμη του καλλιτέχνη των αποτελεσμάτων της ισχυρής ηφαιστειακής έκρηξης του Κρακατόα, που χρωμάτισε έντονα κόκκινα τους ουρανούς του ηλιοβασιλέματος σε τμήματα του δυτικού ημισφαιρίου επί μήνες το 1883 και το 1884, περίπου μια δεκαετία πριν ο Μουνκ ζωγραφίσει την Κραυγή.  Αυτή η εξήγηση αμφισβητήθηκε από μελετητές, που σημειώνουν ότι ο Mουνκ ήταν εκφραστικός ζωγράφος και δεν ενδιαφερόταν πρωτίστως για την κατά γράμμα απόδοση όσων έβλεπε. Μια άλλη εξήγηση για τον κόκκινο ουρανό είναι ότι οφείλεται στην εμφάνιση σύννεφων που εμφανίζονται στο γεωγραφικό πλάτος της Νορβηγίας και που μοιάζουν εξαιρετικά με τον ουρανούς που απεικονίζεται στην Κραυγή. Εναλλακτικά έχει υποστηριχθεί ότι η γειτνίαση τόσο ενός σφαγείου όσο και ενός φρενοκομείου με την τοποθεσία που απεικονίζεται στον πίνακα μπορεί να του έδωσε κάποια έμπνευση.  Το σκηνικό έχει αναγνωριστεί ως η θέα από ένα δρόμο με θέα στο Όσλο, δίπλα στο Οσλοφιορδ και στο νησί Χοβέντεγια, από το λόφο του Εκεμπεργκ. Οταν ζωγράφισε το έργο, η μανιοκαταθλιπτική αδερφή του Μουνκ, Λάουρα Κατερίνε, ήταν ασθενής στο φρενοκομείο στους πρόποδες του Εκεμπεργκ.


Περουβιανή μούμια στο Λα Σπέκολα της Φλωρεντίας.


Το 1978 ο μελετητής του Μουνκ Ρόμπερτ Ρόζενμπλουμ υποστήριξε ότι το παράξενο, άφυλο πλάσμα στο προσκήνιο του πίνακα το εμπνεύστηκε από μια περουβιανή μούμια, που ο Μουνκ μπορεί να είχε δει στην Παγκόσμια Εκθεση του 1889 στο Παρίσι. Αυτή η μούμια, που ήταν θαμμένη σε εμβρυϊκή στάση με τα χέρια της παράλληλα με το πρόσωπό της, κέντρισε επίσης τη φαντασία του φίλου του Μουνκ Πωλ Γκωγκέν: αποτέλεσε πρότυπο για μορφές σε περισσότερους από είκοσι πίνακες του Γκωγκέν, μεταξύ αυτών της κεντρικής μορφής στον πίνακα του Ανθρώπινη δυστυχία (Τρύγος σταφυλιών στην Αρλ) και για την ηλικιωμένη γυναίκα στα αριστερά στον πίνακά του Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;  Το 2004 ένας Ιταλός ανθρωπολόγος ισχυρίστηκε ότι ο Μουνκ ίσως είχε δει μια μούμια στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Φλωρεντίας, που έχει ακόμη πιο εντυπωσιακή ομοιότητα με τον πίνακα.  Ωστόσο μεταγενέστερες μελέτες αμφισβήτησαν την ιταλική θεωρία, καθώς ο Μουνκ δεν επισκέφτηκε τη Φλωρεντία, παρά μόνο μετά τη ζωγραφική της Κραυγής. 

Οι εικόνες της Κραυγής έχουν συγκριθεί με εκείνες που βιώνει ένα άτομο που πάσχει από διαταραχή αποπροσωποποίησης, ένα αίσθημα παραμόρφωσης του περιβάλλοντος και του εαυτού του. 

Ο Αρθουρ Λιούμποβ περιέγραψε την Κραυγή ως «εικόνα της σύγχρονης τέχνης, μια Μόνα Λίζα της εποχής μας». Έχει ερμηνευθεί ευρέως ως αντιπροσωπευτική του παγκόσμιου άγχους της σύγχρονης ανθρωπότητας. 

Εκδοχές

Ο Μουνκ δημιούργησε τέσσερις εκδοχές, δύο με χρώμα και δύο με παστέλ. Η πρώτη ήταν με χρώμα το 1893. Ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Νορβηγίας στο Οσλο. Αυτή είναι η εκδοχή που έχει τη μόλις διακρινόμενη επιγραφή με μολύβι "θα μπορούσε να είχε ζωγραφιστεί μόνο από έναν τρελό. Μία παστέλ εκδοχή της ίδιας χρονιάς, που ίσως να ήταν μια προκαταρκτική σπουδή, βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Μουνκ. Η δεύτερη παστέλ εκδοχή του 1895 πουλήθηκε 119.922.600 $ στη δημοπρασία του Sotheby's Ιμπρεσιονιστικής και Μοντέρνας Τέχνης στις 2 Μαίου 2012 στον επενδυτή Λέον Μπλακ. Η δεύτερη εκδοχή με χρώμα χρονολογείται από το 1910, σε μια περίοδο που ο Μουνκ επανεξέτασε μερικές από τις προηγούμενες συνθέσεις του και βρίσκεται επίσης στη συλλογή του Μουσείου Μουνκ. Αυτές οι εκδοχές σπάνια έχουν τσξιδέψει, όπως το παστέλ του 1895, που εκτέθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης από τον Οκτώβριο του 2012 ως τον Απρίλιο του 2013 και το παστέλ του 1893, που εκτέθηκε στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ το 2015.

Επί πλέον ο Μουνκ δημιούργησε μια λιθογραφική πλάκα της σύνθεσης το 1895, από την οποία σώζονται αρκετές εκτυπώσεις που παρήχθησαν από το Μουνκ.Μόνο περίπου 50 εκτυπώσεις έγιναν, προτού η αρχική πλάκα υποστεί επανεπεξεργασία από τον τυπογράφο, απουσία του Μουνκ.

Η σύνθεση του υλικού της ζωγραφισμένης εκδοχής του 1893 εξετάστηκε το 2010. Η χρωματική ανάλυση αποκάλυψε τη χρήση του κίτρινου του κάδμιου, κόκκινου του κινναβαρίτη, βαθύ γαλάζιου και βιριδιανού, μεταξύ άλλων χρωμάτων εν χρήσει το 19ο αιώνα.


H επιγραφή με μολύβι στην Κραυγή της Εθνικής Πινακοθήκης της Νορβηγίας

Επιγραφή με μολύβι

Ο πίνακας που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει μια επιγραφή με μολύβι με πεζά γράμματα στην άνω αριστερή γωνία, που αναφέρει "θα μπορούσε να έχει ζωγραφιστεί μόνο από έναν τρελό". Μπορεί να διακριθεί μόνο με εγγύτατη εξέταση του πίνακα. Θεωρήθηκε ότι ήταν σχόλιο κριτικού ή επισκέπτη σε μια έκθεση. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά όταν ο πίνακας εκτέθηκε στην Κοπεγχάγη το 1904, έντεκα χρόνια μετά τη δημιουργία του. Με τη χρήση της υπέρυθρης φωτογραφίας η μελέτη του γραφικού χαρακτήρα δείχνει σήμερα ότι το σχόλιο προστέθηκε από το Μουνκ. Εχει υποστηριχθεί ότι ο Μουνκ πρόσθεσε την επιγραφή μετά τα επικριτικά σχόλια που έγιναν όταν ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά στη Νορβηγία τον Οκτώβριο του 1895. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο Μουνκ πληγώθηκε πολύ από αυτές τις επικρίσεις, όντας ευαίσθητος για την ψυχική ασθένεια που επικρατούσε στην οικογένειά του.


Στη λαϊκή κουλτούρα

Η μάσκα από την ταινία Scream (1996) εμπνευσμένη από τον πίνακα.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα Η Κραυγή έγινε αντικείμενο μίμησης, παρωδίας και (μετά τη λήξη των πνευματικών δικαιωμάτων) πλήρους αντιγραφής, γεγονός που την έκανε να αποκτήσει μια εμβληματική θέση στη λαϊκή κουλτούρα. Χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο ορισμένων εκδόσεων του βιβλίου Η Πρωτογενής Κραυγή του 1970 του Aρθουρ Γιάνοφ. 


Το 1983–1984 ο ποπ καλλιτέχνης Άντι Γουόρχολ έφτιαξε μια σειρά μεταξοτυπιών αντιγράφων έργων του Μουνκ, συμπεριλαμβανομένης της Κραυγής. Η δηλωμένη πρόθεσή του ήταν να αποαγιοποιήσει τον πίνακα, καθιστώντας τον μαζικά αναπαραγώγιμο αντικείμενο. Ο Μουνκ είχε ήδη όμως ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία, κάνοντας μια λιθογραφία του έργου για αναπαραγωγή. Η ειρωνική και ασεβής μεταχείριση από τον Ερρό του αριστουργήματος του Μουνκ στους ακρυλικούς του πίνακες Η Δεύτερη Κραυγή (1967) και Ντινγκ Ντονγκ (1979) θεωρείται χαρακτηριστική της μεταμοντέρνας τέχνης.  Η έκφραση του Κέβιν ΜακΚάλιστερ (Μακόλεϊ Κάλκιν) στην αφίσα για την ταινία Μόνος στο Σπίτι είναι εμπνευσμένη από την Κραυγή.

Η μάσκα Ghostface που φορούσαν οι πρωταγωνιστές της σειράς ταινιών τρόμου Scream βασίζεται στον πίνακα και δημιουργήθηκε από την Μπρίτζιτ Σλέιερτιν, υπάλληλο του Fun World, ως κοστούμι του Χαλοουίν, πριν ανακαλυφθεί από τη Μάριαν Μανταλένα και τον Γουές Κρέιβεν για την ταινία.  Οι κυριότεροι εξωγήινοι πρωταγωνιστές που εμφανίζονται στη σειρά του BBC Doctor Who του 2011, που ονομάζονται "The Silence", έχουν μια εμφάνιση εν μέρει βασισμένη στην Κραυγή. 

Το 2013 Η Κραυγή ήταν ένας από τους τέσσερις πίνακες που επέλεξε η Νορβηγική ταχυδρομική υπηρεσία για μια σειρά γραμματοσήμων για την 150η επέτειο από τη γέννηση του Eντβαρτ Μουνκ.  Το 2018 το Νορβηγικό κωμικό ντουέτο Ylvis έκανε ένα μιούζικαλ με βάση την κλοπή του πίνακα με πρωταγωνιστή τον Πολ Ενγκερ που τον έκλεψε το 1994.

Μια ομάδα βοήθειας ασθενών νευραλγίας τριδύμου (που έχει περιγραφεί ως η πιο επώδυνη κατάσταση πόνου που υπάρχει) έχει επίσης υιοθετήσει τον πίνακα ως σύμβολο της πάθησης. 
Η Κραυγή του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ

Μια απλοποιημένη εκδοχή του θέματος της ζωγραφικής είναι ένα από τα εικονογράμματα που θεωρήθηκε από το Υπουργείο Ενέργειας των Η.Π.Α. ως μη-γλωσσικό σύμβολο κινδύνου για να προειδοποιήσει τους μελλοντικούς ανθρώπινους πολιτισμούς για την παρουσία ραδιενεργών αποβλήτων.









Carpe "Τεκμηρίωση..."


 Έντβαρτ Μουνκ  - Η Κραυγή 

Αδάμαστα κύματα

χτυπούν τη ρυτιδωμένη σάρκα.

Οι λέξεις παραμέρισαν,

χώθηκαν στα καταγώγια της ψυχής.

Τις νύχτες φυτρώνουν οι πίκρες,

καταπατούν το αμυδρό φως.

Τα μάτια σφαλίζουν

μπροστά στην ανυποληψία των καιρών.

Αλαφιασμένος από τα σαλπίσματα της καρδιάς

τρέχω στις ερημιές.

Οι ανάγκες γίνονται κραυγές

και οι κραυγές σκοτάδι.

Το βλέμμα άπλωσε

αναζητά την τεκμηρίωση,

την επιθυμία της ζωής.

Carpe
.




ΒΟΥΛΑ ΜΕΜΟΥ "ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ ΛΟΓΟΙ." Ποιητική Συλλογή

 

ΒΟΥΛΑ ΜΕΜΟΥ : ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
Εκδόσεις : Κύμα
Ετος έκδοσης : 2021
Είδος : Ποιητική Συλλογή
Πίνακας εξωφύλλου : Gaby.j Moussa



ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

Έτσι γεννήθηκα


Έτσι γεννήθηκα.
Με μια σφραγίδα κυνοκέφαλου στο μέτωπο.
Σταγόνες ιδρώτα Βεδουίνας μάνας
μεταγγίστηκαν στις φλέβες μου,
αργανασταίνοντας την ωχρά κηλίδα τσιγγάνικων βιολιών.
Έτσι γεννήθηκα.
Καταμεσής στη θάλασσα.
Αλμύρα βύζαξα
και κοράλλια έβαλαν για αρμούς
στων χεριών μου τα παρθενόπλαστα αλάβαστρα.
Έτσι γεννήθηκα…
Στο χάραμα της καταιγίδας λευτέρωσα την ανάσα μου.
Για σπάργανα είχαν από πάντα υφάνει δίχτυ ανεμότρατας,
να θολώνει την λαίμαργη μοίρα της αποκοτιάς μου.
Έτσι γεννήθηκα.
Στο αμπάρι της κατάρας του Μίδα στέριωσα την ζωή μου.
Έτσι γεννήθηκα.
Μέχρι χθες, γεννήθηκα έτσι.
Αχ, θάλασσά μου, με κυοφορείς…
Και θα Υπάρχω.


Ψευδαισθήσεις

Το πανωφόρι το νυφιάτικο
εκείνο με την παρθενιά….
Αλέκιαστο… να αιωρείται στην αποβάθρα,
δίπλωσε στα τρία… στα πέντε… στα χίλια,
μέχρι να γίνει νιφάδα χιονιού.
Υβρίδιο…
Νοσηρών μυαλών πρόπλασμα,
κάπου στης Βεγγάζης τα καταγώγια
βολοδέρνει την ανυποληψία της.
Ο άνεμος πεισματικά αντίθετος,
τράβαγε το πλεούμενο στ’ ανοιχτά…
Αχ τούτο το ανάλγητο φεγγάρι…
Αχ πόσο τη βασανίζει με την πανσέληνο.
Στο υγρό καμαράκι,
το υπόγειο, το σκοτεινό,
φυτρώνουν οι παλιές ενοχές
και σαν περικοκλάδα της σφίγγουν το λαιμό,
κάθε που βραδιάζει.
Απόκληρη πια… αποκηρυγμένη από τις φιλήδονες στοές,
κουμαντάρει την απομόνωση, της ρυτιδωμένης της σάρκας.
Ληγμένο το κατακόκκινο κραγιόν
και η μάσκαρα, άχρηστη πια.
Ο σπόρος νοθευμένος και στείρος,
στην εσθήτα της αβύζαχτης θηλής,
που δεν άνθισε ποτέ, στην σχισμάδα των υποσχέσεων.
Στην πολυκοσμία στεγνώνει την μοναξιά της,
με τις εφήμερες ηδονές,
να κατακρεουργούν κάθε της ίνα αθωότητας.
Οι πληρωμένες ζωές μαράθηκαν
και οι περιφρονημένες υπολήψεις,
στη μέση του τώρα… του τότε, ή του ποτέ,
με το σαλεμένο της μυαλό,
να γυροφέρνει στα πανάκριβα-κάποτε- στέγαστρα αδηφάγων ερώτων.
Τώρα σιωπή… Νεκρική σιωπή,
στην σάπια βάρκα της σπιλωμένης ανυπαρξία της,
σε μια ζωή…
Που βούλιαξε σε ψευδαισθήσεις…


Παροπλισμένος ποιητής

Πότιζες πληγιασμένα δάκρυα,
το μήνα του ανένταχτου πάθους,
με μια ωδή απάτητων όρκων,
σαν σπουδαστής,
σε στύλους αρχαίων ναών.
Παρασημοφόρησες χοηφόρους ανένταχτους
και καρβούνιασες τις πλάνες ορμήνιες,
αλητεύοντας,
στ’ αλώνια των Αθανάτων.
Μπόλιαζες αιωνόβια φύτρα,
με κεντράδια απρόσκλητης μοναξιάς,
σε αρχινισμένα λιανοτράγουδα,
για να περάσεις τον τοίχο,
τα τείχη, των αδέσποτων αιχμαλώτων.
Έκρινες άπραγες μονωδίες.
με αετίσια μάτια
σαν επιστράτευες,
κοχυλιού αναστενάγματα, σε αμμουδιές μοναξιάς.
Τώρα πια… ταριχεύεις πόρνες ιδέες,
και πλουμιστές πεταλούδες,
στο στεφάνωμα
του στημένου νικητή,
με ψαλμωδίες πλάγιων ήχων.
Η νύχτα, στοχαστική,
παραμέρισε τις πυγολαμπίδες,
στων γρύλων τον θρήνο.
Μείνε ακίνητος και άλαλος, όπως σου πρέπει.
Οι καιροί απαιτούν…
κορώνες δακρύων.


Ικέτες των Θεών των φτωχών

Είναι τόσο ψηλά ο Θεός να με ακούσει
και είμαι τόσο μικρός και αλύτρωτος,
που πλάγιασα στη ρίζα της ελιάς,
δίπλα στο γκρεμισμένο σχολειό του πολέμου.
Ήθελα να ονειρευτώ
πως φυτρώνουν κρίνα στο χάλασμα.
Ήθελα το αίμα να ήταν παραίσθηση,
μα έτρεμα σύγκορμη.
Στ’ αυτιά μου το κλάμα της xamza,
για την ματωμένη της πάνινη κούκλα.
Οι κύκλωπες είχαν στήσει τον αιώνιο χορό τους.
Οι μοίρες είχαν αλλοτριωθεί, από εγκατάλειψη,
σαν τα καράβια που αργοπεθαίνουν
στις πλανεμένες θύμησες.
Σκουριασμένα παλιοσίδερα,
αλλοτινών παραμυθιών.
Και εσύ… Ηνίοχε,
γητευτή του ταξιδιού,
στους Δελφούς να με τάξεις προσκυνητή
και προξενήτρα της ειρήνης.
Ζέψε το άρμα, να τραβήξουμε από Ανατολή και Δύση,
ίσαμε τη γη του Δράκου,
να ράνουμε τους λαούς της αδικίας, με σπόρους ελπίδας.
Να χτίσουμε αποικίες αδελφοσύνης.
Ασάνδαλη, στων δυνατών τις αυλές θα διαβώ,
με γιασεμιά τους πυραύλους της ενοχής θα γεμίσω.
Μα είμαι τόσο μικρός,
μπροστά στον μεγάλο θεό των αναμάρτητων θυμάτων.


Ακροστιχίδα

Σύρθηκες, με κουρελιασμένη την υπόληψή σου,
στα μονοπάτια που αδικοέσκαψες.
Απάντησες τις ποδοστριφωμένες ψυχές που λεηλάτησες
όταν φόρεσες την χλαμύδα που αιματοκύλησες,
πριν σαλπίσουν την περιφορά της Μετάληψης.

Ύστατη ώρα καρτέρεσες
να ξεψυχήσεις τα μπουμπούκια της άνοιξης,
σαν από άλλοτε
παρασημοφορημένος καταδότης
άζυμων άρτων.

Γνωστός, γνώριμος
στα κολαστήρια των παθών,
στηλίτευες όλες τις πεθυμιές των ημίθεων
και αθανάτων θνητών.

Νωρίς κατευόδωσες τις αναρίθμητες ομορφιές,
γνέφοντας στους σταλαγμίτες του ηλιοσκέπαστου νάρθηκα,
να διαβούν μακριά δίχως επιστροφές.

Ω! Άμοιρε άνθρωπε των καιρών μας!
Προσκυνητή των νοθευμένων νηστειών
και της πληγιασμένης προσευχής!

Μόλυνες τον λόγο της γέννησης,
την φλόγα των σεπτών αγιασμάτων,
ροκανίζοντας πλάνες ηδονές,
δίχως μελετημένες αναστολές.

Ήμαρτον Κύριε!
Σύραμε αδιάντροπα,
τη συγγνώμη
στα πεζοδρόμια,
εκδιδόμενη πόρνη!


Ανθεστήρια του έρωτα.

Περίτεχνα έπλεξα τα χέρια μου,
στους καταρράκτες των ματιών σου,
ζωντανεύοντας τα απολιθώματα των στεναγμών,
στα λιβάδια της σταυρωμένης Περσεφόνης.
Οι καμηλιέρηδες της ερήμου,
βρήκαν το προσκυνητάρι των μαργαριταριών
και έγιναν τρόφιμοι
στα γκρεμνά του λαοδίκη, ποντοπόρου Έρωτα.
Σε κοίταξα κατάματα,
σχεδόν υπνωτισμένη,
εγώ ο ταξιδευτής της αγάπης,
κρύβοντας χιλιάδες δάκρυα,
σε κατακόμβες αποκρυφισμού.
Η γέννηση,
ή μάλλον
η αναγέννηση,
έμοιαζε πατημένο μονοπάτι,
στου κορμιού σου την αλαβάστρινη πανοπλία.
Στρατιές Αγγέλων
λούστηκαν τα χρώματα του ουρανο
το λιόγερμα,
σαν φτωχοί προσκυνητές των Μεγάλων ψαλμών
ενός επίγειου θεού,
μεγάλων θαυμάτων.
Έγειρα στο στήθος σου,
κράτησα την ανάσα μου,
αφουγκράστηκα της καρδιάς σου τον χτύπο
και με σφαλιστά μάτια
κίνησα για τον πύργο του έρωτα.
Στο περιστύλιο του ωραίου,
οι χελιδονοφωλιές,
άνθισαν πάλι με καινούριες ζωές
.

Προλογικό Σημείωμα

Ένα ακόμη «πνευματικό παιδί» της Βούλας Μέμου μόλις ήρθε στο φως, για να κατακλύσει με φως τόσο το πνεύμα όσο και την ψυχή όλων εκείνων που θα το «αγκαλιάσουν», όπως ακριβώς έχουν «αγκαλιάσει» και όλα τα προηγούμενα «πνευματικά παιδιά» αυτής της αξιόλογης, αξιέπαινης, αξιοθαύμαστης κι αξιολάτρευτης ποιήτριας!
«Ανυπόταχτοι Λόγοι» είναι ο τίτλος του καινούργιου αυτού ποιητικού βιβλίου.
Και ο αναγνώστης νοιώθει αναμφίβολα ανυπόταχτη την ανάγκη να συμπορευθεί με τους στοχασμούς και τα συναισθήματα της Βούλας, να κοινωνήσει του μεγαλείου των «Ανυπόταχτων Λόγων» της, των μαγικών στίχων της, των ζωγραφισμένων με όλα εκείνα τα ανεξίτηλα, τα ξεχωριστά χρώματα του ποιητικού της χρωστήρα…
Τα ποιήματα της Συλλογής, άλλα άτιτλα κι άλλα τιτλοφορούμενα, άλλα σύντομα, ακόμη και δίστιχα, κι άλλα μεγαλύτερης έκτασης, καθρεφτίζουν ολοκάθαρα, για μία ακόμη φορά, την ποιητική δεινότητα της Βούλας Μέμου, ήδη γνωστής και καταξιωμένης στον ευρύ χώρο της νεοελληνικής ποίησης.
Πολλά και ποικίλα είναι τα θεματικά μοτίβα που πραγματεύεται η ποιήτρια στους μεστούς νοημάτων στίχους της. Το θέμα της κοινότητας της ανθρώπινης μοίρας εκφράζεται θαυμάσια στον επίλογο μιας άτιτλης σύνθεσης (Ο άγνωστος μέχρι χθες / τηλεοπτικός επισκέπτης μου / αγωνιά και φοβάται μαζί μου. / Έγινε φίλος μου ο Τζουζέπε, ο Φρανκ, ο Τζον, ο Ντούτεκ. Κοινή η μοίρα μας. / Ένα ηλιοτρόπιο χλευάζει την απληστία μας.).
Μέσα σε τρεις μόνον στίχους, στο ίδιο ποίημα, η Βούλα Μέμου εκφράζει με τρόπο κυριολεκτικά θαυμαστό το θέμα της ανεκτίμητης αξίας της ανθρώπινης ζωής
(Η γη σείεται και εκλιπαρεί για ζωή. / Τα χρώματα πανικοβλήθηκαν και αποχρωματίστηκαν. / Άσπρο και μαύρο δίνουν την μάχη της Ανάστασης.). Θα έλεγα πως ο Άνθρωπος, ο νους και η ψυχή του απασχολούν κατά κύριο λόγο την ποιήτρια και σ’ αυτό το εξαιρετικό έργο της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπέροχη σύνθεσή της με τίτλο «Φίλε μου Άνθρωπε», όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε: Ένα πρώιμο κυκλάμινο / στην άκρη της σκηνής, / φυγαδεύει τον πόνο. / Φίλε μου Άνθρωπε… / Φίλε μου πρόσφυγα… / Υπάρχει ζωή στη ζωή σου.
Στο θέμα της μοναξιάς επανέρχεται συχνά η Βούλα Μέμου, με στίχους που πραγματικά μένουν ανεξίτηλοι στη μνήμη των αναγνωστών (Η μοναξιά δεν έχει χώρο στον λόγο // Στην πολυκοσμία στεγνώνει την μοναξιά της, / με τις εφήμερες ηδονές… // …σε αμμουδιές μοναξιάς // Την πλήξη του στένεψε / και την έζεψε στο άροτρο της μοναξιάς… // Αυτή η φλυαρία της σιωπής, με καθηλώνει στο σκοτάδι της άστοργης μοναξιάς... // Η μοναξιά, / σαν αλλόφυλων θεών θυγατέρα, / βαριανασαίνει ελπιδοφόρα μηνύματα / και μοιράζει χαρταετούς…).
Κι όμως δίπλα σ’ αυτό το γκρίζο της μοναξιάς, η ποιήτρια ζωγραφίζει, με την ίδια πάντα ευαισθησία, καταπράσινα λιβάδια ελπίδας. Για παράδειγμα το αριστουργηματικό ποίημα με τίτλο «Φως ελπίδας», μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημήτρη Φίλια, αλλά και κάποιοι άλλοι στίχοι όπως: Ένα παράθυρο χάσκει ελπίδα, / λίγο φως εκλιπαρεί το αντάμωμα… / Πέταξαν μακριά οι ελπίδες / και τούτο το καλοκαίρι… // Ο σπόρος / ελπίδα…
Ο έρωτας, βασική κι αστείρευτη πηγή έμπνευσης των ποιητών από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα κι από σήμερα μέχρις ότου υπάρχει λόγος ποιητικός, αποτελεί ένα κυρίαρχο θέμα και στους «Ανυπόταχτους Λόγους» της Βούλας Μέμου. Αναφέρομαι σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Στων ματιών σου την άνοιξη / άνθισα. / Σ’ αγαπώ, / σαν την νίκη της λεπίδας στο δόρυ… // …σμίξε με το αχ του έρωτα / και κράτα το χέρι τυφλής κορασίδας / στο λόφο / με την άμωμη γύρη της γνώσης… // Έρωτα, / πάνγυμνε ικέτη της ομίχλης, / της Σειρήνας ανέπαφο ντέφι / της Τροίας ελαφοκέντητε μύστη, / έρωτά μου, εσύ!... Και βέβαια στα «Ανθεστήρια του έρωτα», σ’ αυτό το ξεχωριστό ποίημα των «Ανυπόταχτων Λόγων», το φως, η
ιερότητα, η τρυφερότητα και η τιτάνια δύναμη του έρωτα εκφράζονται από την  Βούλα Μέμου με στίχους, που συγκινούν και συγκλονίζουν τον κάθε αναγνώστη…
(…Έγειρα στο στήθος σου, / κράτησα την ανάσα μου, / αφουγκράστηκα της καρδιάς σου τον χτύπο / και με σφαλιστά μάτια / κίνησα για τον πύργο του έρωτα. / Στο περιστύλιο του ωραίου, / οι χελιδονοφωλιές, / άνθισαν πάλι με καινούριες ζωές.).
Και, βέβαια, για την Αγάπη, αυτή την υπέρτατη, ζωογόνο δύναμη που κρύβεται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, πώς θα ήταν δυνατόν να μη γράψει η Βούλα Μέμου, αφού μέσ’ από τη δική της ψυχή ρέει ασταμάτητα Αγάπη και μόνον Αγάπη για τον Άνθρωπο, για τη φύση, για καθετί όμορφο κι ευγενικό; Τι κι αν σουρουπώνει στο πέλαγος; / Αδάμαστη γέρνει στην κουβέρτα η αγάπη, / ροκανίζοντας του τυφώνα την μαεστρία, / μια νύχτα πλάνης, / ή υπαρξιακής αναζήτησης. Και, γράφοντας για την Αγάπη, πως θα μπορούσε να μην αφιερώσει και κάποιους άφατης τρυφερότητας στίχους στη μητέρα της; Μανούλα μου. / Άπτερε άγγελέ μου… / … Μανούλα μου. / Ζωή της ζωής μας, / μόνη σου, χωρίς τον πατέρα, / τραβάς τώρα την ανηφόρα / στα αστρόφεγγα μαλλιά σου, / κρατώντας μας το χέρι σαν τότε, / ποτίζοντάς μας / μελιστάλακτες ευχές. / Ναι, Μανούλα μου. / Οι βιολέτες μας… // Θα έχουν πάντα το άρωμά σου.
Πολύ συχνά στους «Ανυπόταχτους λόγους», όπως άλλωστε και στα προηγούμενα ποιητικά έργα της Βούλας Μέμου, συναντάμε μυθολογικά στοιχεία. Η ποιήτρια, γνώστρια και λάτρισσα του αρχαιοελληνικού ποιητικού λόγου και των μυθολογικών παραδόσεων, αρέσκεται να αναφέρεται σε ονόματα θεών (Διόνυσος, Περσεφόνη), ομηρικών ηρώων (Οδυσσέας), ηρώων των αθάνατων αρχαιοελληνικών τραγωδιών (Οιδίποδας, Ανδρομάχη) και νήσων, πόλεων ή τοποθεσιών (Δήλος, Τροία, Δελφοί). Η Βούλα Μέμου καταφέρνει, με το απαράμιλλης αξίας ποιητικό τάλαντό της, να συνδέει το απώτατο παρελθόν με το παρόν, αποδεικνύοντας αυτή την υπέρλαμπρη, εντυπωσιακή συνέχιση του ελληνικού μεγαλείου σε πνευματικό, καλλιτεχνικό και πολιτισμικό επίπεδο (…Έφτασε η μέρα των μυστηρίων. / Βιάσου. / Θα χάσουμε πάλι του Διόνυσου τα συμπόσια. // …Της Περσεφόνης τα μυστήρια αποστήθισα / και κατηφόρισα στην απραξία / που πλάθει σταυρούς αποκαθήλωσης… // …Ο Οδυσσέας… έστησε την σκακιέρα ... / Ο στρατηγός στα χέρια σου… // …Κι η μάνα του άγνωστου φίλου μου, / σαν Ανδρομάχη εκλιπαρεί για έλεος… // …Ο βωμός άναψε στην Τροία. / Οι Θνητοί αποδίδουν σπονδές στην οδό της ηδονής, ακέφαλοι… // …Και εσύ… Ηνίοχε, / γητευτή του ταξιδιού, / στους Δελφούς να με τάξεις προσκυνητή / και προξενήτρα της ειρήνης…).
Ενίοτε, στους «Ανυπόταχτους Λόγους», συναντάμε στίχους που εκφράζουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ένα έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Αναφέρω ενδεικτικά: …Σίμωσε η ώρα. / Εδώ είμαι, / Κύριέ μου. / Η μεγαλοψυχία σου ένδυμά μου. / Με τα ανάξια δάκρυά μου / προσκυνώ την θυσία σου. / Σίμωσε η ώρα. / Η προσμονή της Ανάστασης / σίμωσε Θεέ μου. // Κύριε ! / Ανάμεσα σε ληστές, / σαν κοινός εγκληματίας, / σήκωσες το Σταυρό των σπαραγμών, / από το φιλί του αγαπημένου σου φίλου. / Η κραυγή του πόνου σου / τάραξε συθέμελα την γη και έδυσε τον Ήλιο… / …Ήμαρτον Κύριε! / Θυμήσου μας / και / δείξε έλεος /στην Ανάστασή Σου.
Όπως και στα προηγούμενα ποιητικά βιβλία της Βούλας Μέμου, έτσι και στους «Ανυπόταχτους Λόγους» συναντάμε την έντονη και εντυπωσιακή παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου, που αναμφισβήτητα επιτείνει το κάλλος και την γλαφυρότητα των στίχων, στους οποίους εμπεριέχεται (…Το βουητό της μέλισσας / με καθηλώνει… / … Χρώματα, χρώματα, χρώματα / και η άνοιξη θ’ αντέξει την σταύρωση. // … Μετράω τις ώρες / με του χελιδονιού τις τσακισμένες φτερούγες / σε λιβάδι που καθρεφτίζεται η πανσέληνος / δέσμια… // … Έτσι γεννήθηκα. / Καταμεσής στη θάλασσα. / Αλμύρα βύζαξα / και κοράλλια έβαλαν για αρμούς / στων χεριών μου τα παρθενόπλαστα αλάβαστρα… // … Ένα κλαδί ελιάς, από την γη μου θα φυτέψω, / σιμά στις πικροδάφνες των δακρύων / και θα χτίσω το σπίτι της ελπίδας, με κόκκινες, / κατακόκκινες ανεμώνες…).
Αξιοσημείωτος είναι, επίσης, τόσο ο αποφθεγματικός λόγος (π.χ. Όταν λες αλήθειες ... / Ή αποκτάς φίλους ... / Ή τα τσακάλια φοράνε τα βελούδα και χορεύουν πάνω στους τάφους τους) όσο και ο παραινετικός χαρακτήρας κάποιων στίχων (Σσσσσσσσ... τα παιδιά κοιμούνται στο Μάτι... / αγκαλιά με μια κουρελιασμένη σημαία... / κλείσε τα μάτια... κοίτα το δικό σου αγγελούδι στην κούνια... / και κλάψε... ούρλιαξε... / οι δικές τους μανάδες… μια χούφτα στάχτη... /ΤΕΛΙΚΑ ΣΩΠΑ… / ΜΑΘΕ ΝΑ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ...).
Σ’ ένα αριστουργηματικό τρίστιχό της γράφει η ποιήτρια Βούλα Μέμου: καμιά φορά αναρωτιέμαι... / πώς χώρεσε η ζωή μου / σε ένα τόσο δα κουκούλι σιωπής...
Κι εγώ, έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη των «Ανυπόταχτων Λόγων» της, αναρωτιέμαι… πώς χώρεσαν όλοι αυτοί οι βαθείς στοχασμοί της κι όλος αυτός ο απέραντος ψυχικός πλούτος της μέσα σ’ ένα βιβλίο… Κι έπειτα χαμογελάω, απαντώντας στον εαυτό μου: Όπως ακριβώς χωράει όλη η ομορφιά του κόσμου μέσα σ’ ένα «Σ’ Αγαπώ», όπως αυτό που απευθύνω, γι’ άλλη μια φορά, στην Ακριβή μου Φίλη Βούλα, στην οποία και εύχομαι από καρδιάς να είναι ΚαλοΤάξιδο το νέο της βιβλίο κι Ευλογημένη η κάθε στιγμή της ζωής της…
Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου,
Καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής
του Εθνικού και Καποδιστριακού
του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Παρασκευή Μέμου {1961}

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σκεπαστό Καλαβρύτων.
Τελείωσα την Σχολή Σκηνοθεσίας Σταυράκου.
Το 1984 και 1985 δημοσιεύονται ποιήματά μου, στην Υδρία και στα Όστρακα.
Πρώτη μου σκηνοθετική δουλειά η ταινία μικρού μήκους «ALTAMIRA», μια ελεύθερη διασκευή του ποιήματος ΓΥΝΑΙΚΑ, από τη συλλογή ΤΡΑΒΕΡΣΟ του Νίκου Καββαδία.
Συνεργάστηκα με σπουδαίους Έλληνες Ηθοποιούς, όπως: Ρίζος, Γκιωνάκης, Μπριόλας, Σαμιωτάκη...
Σκηνοθέτησα video clip τραγουδιστών ή συνθετών… Ζαμπέτας, Βοσκόπουλος, Χατζόπουλος, Δάκης, Μενιδιάτης…
Ως μοντέρ, πήρα μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με την ταινία μεγάλου μήκους «Βιογραφίες», της Στέλλας Μπελέση.
Στο Φεστιβάλ Δράμας, με τις ταινίες, «EL BARTI¨», «Μεταμορφώσεις», «Ο Δράκος που τρώει μικρά κοριτσάκια», «Buggy».
Στο κρατικό κανάλι, συνεργάστηκα σε παιδικές ψυχαγωγικές εκπομπές, επίσης σκηνοθέτησα ντοκιμαντέρ οικολογικού περιεχομένου. « Μέγα το της Θαλάσσης Κράτος». 
Μια ταινία βασισμένη σε ποίηση δική μου, γυρίζεται το 2008.
Απόψεις, φιλοξενούνται σε πολλές εφημερίδες..
Συνεργάστηκα ως χρονογράφος σε τοπικές εφημερίδες, στον «Πολίτη των Πατρών» , στο περιοδικό «Π», στον{ Φιλόδημο}
Επίσης πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές στο Ράδιο Αίγιο…
Ανήκω στην ΠΕΛ [Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών] από το 2015. Και στην Ε.Ε.Λ.[Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών ]από το 2020
Έχω αποσπάσει πρώτα βραβεία σε Ελληνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς ποίησης.
1985 πρώτη ποιητική συλλογή με τίτλο «Διαβαίνοντας».
Το 2006 η Νομαρχία Αχαΐας, εκδίδει ένα βιβλίο με χρονογραφήματα, με τον τίτλο « ΑΦΩΝΟΝ ΔΙΑΓΕΙΝ ».
Το 2015 η ΟΥΝΕΣΚΟ περιλαμβάνει ποιήματά μου  σε ανθολογία που εκδίδει.
Το 2018 εκδίδεται ποιητική συλλογή με τίτλο «Στο βράχο της Ανδρομέδας»
Το 2019 εκδίδεται η ποιητική μου συλλογή με τίτλο’../ Ίδε ο Άνθρωπος.
Το 2021 εκδιδεται η ποιητική μου συλλογή ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΙ ΛΟΓΟΙ.
INTΕLLIGENTSIΑ ο κύκλος των ποιητών… έκδοση 2015 φιλοξενεί ποιήματά μου…
Συμμετοχή σε παγκόσμιες ανθολογίες ποίησης..European women poets, Love in the city, Anthologia SRBIJA 2021 PESNICI SVETA.
Συμμετοχή σε παγκόσμια φεστιβάλ ποίησης.








Poems of Stefania Miola - Poet from IItaly

 



Like a prayer


You treasure of humanity
Rain that brings water into the sand of time.

Let you recognize yourself in the flower that breaks the cement.
In the suffering eyes of a stranger.
In the roar of the waves that erode the rocks.

Make you feel in the hands of a child
who touches the snow
in a thrill of wonder
or in the liberating smile
that relaxes the face.

Let me rest in that embrace suspended
between earth and heaven
When I close my eyes.

I will walk through the stalk of the rose among thorns
to lull myself in love.
Smile in the universe.
And the humanity stepped into the light.

***


The Song of the Waters.


The waters sparkle,
chatter among small rocks,
the roar of waterfalls among seas of stone.

They light up the path
of the rugged mountain
in the darkness of the night.

They flow, until they find comfort
in a wave of unspeakable sweetness
that spreads far away e
persistent over time.

A music in his
continuous renewal
LOVE.

*****
                                                   
SOUL gypsy


I see and go forward
in this narrow square
Ruins, masks and
flowers ...

… Flowers that bold
up to stubborn insolence
they always turn to the sun.

What will remain of these uncertain days?
An aborted magnificence
and only incomparable destruction?

Oppressed and crushed
by masses of things
that act on us
canceling us.

Everything so far from you
All close to you
ONLY in your feeling.

And in the evening you are tired, exhausted
for having seen too much
too understood
not very close to you.

My soul,
you just belong to me.
Relapse into your being a flower
Helpless
you also sold the thorns.

Every day you give me
zephyrs that take away
with it the leaves and maybe
even the snow.

In your secret room
rains.

Poor words
who no longer have the courage
to say nothing a day
placing flowers upon flowers

disguised as prayer
to opposed
Street.

When I fall
you will hold tight
my hands?



Stefania Miola is an eccentric and multifaceted writer, poet and journalist passionate about art in all its many expressions. She defines herself as a truth seeker. He lives with his family in a small town on the outskirts of Turin - Italy. She has always loved reading the soul of art and giving voice to the soul through the words of her narration. She is mainly interested in the relationship between art and spirit following a dynamic path that embraces multiple disciplines: psychology, philosophy, spirituality, well-being.
Fascinated by direct confrontation, she prefers the form of observation and artist / work dialogue as an opportunity for inner enrichment.

Since 2015, three books have been published:

One sky the only true one – 2015 :
Internationally award city of Florence Pictura et Poesis 2017
First classification literary International contest. ” Lose yourself in Love ” Centre Study for arts and
literary Atlantis – Italy 2020
Second classification National Literary contest city of Ascoli – Italy 2019
Award “ALFIERE DELL’Arte e della poesia”- 2021 Academy dei Bronzi Italy
Violets in the desert - 2018. Presented at the Turin International Book Fair of Turin city – Italy with mention honor Pictura et poesis 2019 city of Florence
The scent of the white rabbit – 2019 presented at the Turin International Book Fair of Turin city - Italy
Many poems are present in anthologies of various publishing houses:

 World poetry day 100 thousand poets for change Rome 2018
 World poetry day 100 thousand poets for change Rome 2017
 World poetry day 100 thousands poets for change Rome 2019
 Festival of two parks 2017
 Reflections 2014
Words under tree 2018 e 20190
 Anthology Emotions poetry 2019 e 2020
 Poetry 2018- 150 poets in anthology
 Poetry 2019 _150 poets in anthology
 Ten drops of author 2017
 Il modernismo – dedicato a Ezra Pound ediz. 2018
 Skin do not forget 2018
 Where the bird song is lost 2020
 Poetic voices for Alda Merini 2020
 In 2020 I signed the preface of an important catalog of Contemporary Art artist Pino Cannata’.
Mention of merit International award “ voice for Alda Merini” with the poem :” flower that standing out of the grain ” 2020
First classification award National literary contest Emotions 2020 with the poem:
“The ring of life”
Fourth classification - literary national contest dedicate Italian poet Leopardi 2021
Critical award _ Association Eternal with the poem “Carillon”2019
Award Emotions 2019 literary contest - Words under tree - with the poem “ a divine children”
Award “best poetry”- writers Festival Cape Comorin India 2020 with translation poem “shim”
2020 Member World Nations Writers Union.
2021 critical analysis poetry by Dr. JAWAZ Jaffri _ Lahore










Τρία ποιήματα του ποιητή Αλμπέρτο Λοπέζ Σεράνο από το Ελ Σαλβαδόρ, μεταφρασμένα στα Ελληνικά από τον ποιητή Χρίστο Ρ. Τσιαήλη

 


ΌΧΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μην με αγκαλιάζεις, Διόνυσε.
Δεν έχεις την παγίδα των ημερών στη φωνή σου.


Θα ήθελα να επινοήσω απ’ την αρχή το ημερολόγιο,
να δαγκώσω τους μήνες, να μασήσω την κλεψύδρα,
ίσως να εικάσω έναν νέο αιώνα εγκαταλείψεων.
Θα ήταν καλύτερα αν η νύκτα διαρκούσε για πάντα.
Το έναστρο νανούρισμα πάντα μας κάνει πρωτόγονους.
Ο γαλαξιακός ήχος των πραγμάτων μας διεκδικεί και μας σαγηνεύει.

Δεν είσαι απαραίτητος, Διόνυσε, για το άλμα.
Δεν έχεις την παγίδα των ημερών στη φωνή σου.
Άσε με να αδειάσω τους κρατήρες των ωρών,
να κυνηγήσω τους δείκτες και τους αριθμούς ξανά,
να αδειάσω τα μάτια μου και να θωπεύσω, Διόνυσε,
να κυνηγήσω τα χέρια που με τραβάνε στην έρημο,
να αδειάσω τα χέρια μου από άνυδρες λέξεις,
να κυνηγήσω χρυσούς όναγρους μέσα στις αμμώδεις ερήμους.

Καλύτερα θα ήταν να πιώ το κρασί μέσα από την παράσταση του σκότους
ή τουλάχιστον να τραγουδήσω την ισχύ του Κυνός.


ΕΛΕΝΗ


Δεν είναι η Ελένη που σε περιμένει
με χρυσούς βρόχους στο εύθυμο της πρόσωπο
καθώς σκαρφαλώνεις ψηλά στα ηττημένα τείχη.
Θα δεις τη σκιά μιας ιδέας,
το φάντασμα ενός παρανοϊκού σκύλου που σε κυνηγάει.
Θα πλησιάσεις για να το πολιορκήσεις
και τα ομιχλώδη του δόντια θα σε διατρυπήσουν.

Η Ελένη δεν σε περιμένει.
Πρέπει να έχει παραμείνει στην Πάφο, την Τύρο ή την Μέμφιδα.
Δεν θα βρεθείς ποτέ στην Τροία.
Τα τείχη της οφείλουν να πέφτουν πάντα κάτω από το τυφλό μαστίγωμα
των ένδοξών σου ημερών.

Δεν είναι η Ελένη.
Ούτε θα σε αγαπήσει θανάσιμα. Δεν είναι η Ελένη.
Θα είναι το δάγκωμα μιας μνήμης,
η φαντασίωση ενός συναπαντήματος που σχεδίαζες μόνος σου,
μια αγέλη λύκων στην μπλε οροφή,
στα μαύρα τους στόματα θα δεις την Κασσάνδρα επιτέλους σιωπηλή από τρελές προειδοποιήσεις,
στα μαύρα τους στόματα θα δεις την Εκάβη να κλαίει πικρά για σένα.

Δεν είναι αυτή.
ένα μασημένο αντανακλαστικό,
η αμυδρή ηχώ μιας κραυγής κατά του τείχους,
ο μουντός γδούπος πέπλων που πέφτουν στο μάρμαρο,
ένα απόμακρο κύμβαλο που παγώνει,
σκιές που χορεύουν όταν το λάδι στο λυχνάρι κοντεύει να τελειώσει.

Όχι.
Και μετά την πτώση;
Μυρμήγκια που καταβροχθίζουν τις καινούριες σου αποσκευές.
Εις υγείαν!
Και ο σκύλος χαμογελάει σαν κοιμώμενος θεός που δεν αποδέχεται σπονδές ή κομπασμούς.
Όταν διαβείς τις Σκαιές Πύλες,
όταν αφήσεις πίσω τα πέπλα για να δεις κάτω στην πεδιάδα,
όταν φως καεί στο πρόσωπό σου
και θαυμάσεις τη θαμπή σκιά της ιδέας που περίμενες να βρεις μετά τη νίκη,
θα γνωρίζεις τότε ότι δεν είναι η Ελένη που σε περιμένει.


Η κάθε ώρα πληγώνει, η τελευταία σκοτώνει

Είκοσι-τέσσερα άλογα καλπάζουν στην πλάτη σου.
Κάποια τρέχουν αλαφιασμένα, σου σπάνε τα πλευρά
όποτε η τρομπέτα αντηχεί φυσώντας στους μηρούς τους.
Κι εσύ πίστευες ότι το τάισμα θα ηρεμούσε το τρέξιμό τους!
Κτυπάνε τα πλευρά τους, βίαια, το ένα εναντίον όλων.
Το δέρμα σου ελάχιστα αντιστέκεται στον ήχο των οπλών.
Κάποια κτυπάνε με τις πατούσες τους απαλά, αργά τραγούδια
και έχουν δαγκώσει τις φλέβες σου και τον αέρα στον λαιμό
ενώ το αυτί σου ονειρεύεται ένα έκπληκτο μπλε.
Κλωτσάνε τα πλευρά σου ξανά κάθε μέρα.
Είκοσι-τέσσερα άλογα καλπάζουν στην πλάτη σου.
Δεν θα μείνει κανένα μετά το ξέσπασμα;
Το ένα μετά το άλλο, σου σφυροκοπούν την πλάτη.
Το ένα μετά το άλλο, βαρούν και σωριάζεσαι στο πάτωμα.
Το ένα μετά το άλλο, καθημερινά επιστρέφουν και σε ιππεύουν,
κρυφοκοιτάζουν πίσω απ’ τους ώμους σου και φτύνουν στα μάτια σου
και με τις γλώσσες τους απομυζούν τα φιλιά που δεν έδωσες
μια πράσινη βραδιά. Εκείνη η πράσινη βραδιά!
Τα άλογα κοιμήθηκαν και η πόλη κοιμήθηκε…
Περνούν, ζυγίζουν και πατούν, σου σπάνε τα πλευρά
όποτε η τρομπέτα αντηχεί κόβοντας τα πλευρά τους.
Το ένα μετά το άλλο, θα πέσουν στη λάσπη
των φιλιών και των πλευρών. Το τελευταίο άλογο,
Κάτω, θα σου πει να το ιππεύσεις, ότι είσαι έτοιμος.

Μετάφραση : Χρίστος Ρ. Τσιαήλης


Βιογραφικό του ποιητή Αλμπέρτο Λοπέζ Σεράνο, από το Ελ Σαλβαδόρ:


Ο ποιητής Αλμπέρτο Λοπέζ Σεράνο, γεννημένος το 1983, είναι δάσκαλος Αγγλικών και Μαθηματικών. Είναι μέλος του Πολιτιστικού Ιδρύματος Αλχημεία και συντονιστής του προγράμματος Ποίηση την Τετάρτη από τον Ιανουάριο του 2008. Διευθύνει το Writer’sHouse στο Μουσείο Salarrue του Υπουργείου Πολιτισμού του Ελ Σαλβαδόρ. Είναι διοργανωτής του διεθνούς φεστιβάλ ποίησης “AmadaLibertad” και του διεθνούς φεστιβάλ ποίησης του Ελ Σαλβαδόρ.






ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ - Giacomo Leopardi ( 29 Ιουνίου 1798 – 14 Ιουνίου 1837)

 

Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι (Giacomo Leopardi, 29 Ιουνίου 1798–14 Ιουνίου1837) ήταν Ιταλός ρομαντικός ποιητής και φιλόσοφος, ένας από τους μεγάλους Ιταλούς ποιητές του 19ου αιώνα.
Από πλούσιους και μορφωμένους γονείς που, σε συνδυασμό με το ασφυκτικό επαρχιακό περιβάλλον της γενέτειρας του, επιδρούν αρνητικά στη μετέπειτα ζωή του, μελετά από μικρός αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και, σε νεαρή ακόμη ηλικία, γράφει δοκίμια, πραγματείες και ποιήματα. Με εύθραυστη υγεία, μοναχικός χαρακτήρας και ασυμβίβαστος, ταξίδεψε σε πολλές πόλεις της Ιταλίας, στην προσπάθειά του να αποκοπεί από το περιβάλλον της γενέτειράς του. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών
θεωρείται ο σημαντικότερος Ιταλός ποιητής μετά τον Πετράρχη. Πολυμαθέστατος, πολύγλωσσος, φιλόσοφος και αρχαιογνώστης, ήταν απόγονος παλαιάς οικογένειας ευγενών γαιοκτημόνων η οποία, αρχικά, τον προόριζε για τον εκκλησιαστικό βίο. Από την πρώτη νεότητά του, διακατείχε τον φιλάσθενο κόμη το συναίσθημα της μοναξιάς και της απαισιοδοξίας. Έβρισκε καταφύγιο στη μελέτη και εκπόνησε πλήθος εργασιών σε επιστημονικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα. Έζησε κατά διαστήματα στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Νεάπολη. Ένιωθε εξόριστος στον κόσμο, τον οποίο ο ίδιος ονόμαζε: "τάφο των ζωντανών" και στιγμάτισε την ηθική, διανοητική και πολιτική παρακμή αντιτάσσοντας το σκεπτικισμό, την ειρωνεία, την αφοσίωση στην τέχνη του
 Με τα ποιήματά του, που συγκέντρωσε στον τόμο Άσματα (1835) «ρομαντικοποίησε την καθαρότητα του αρχαίου ελληνικού συναισθήματος». Άλλα κύρια έργα του: Ηθικά έργα (1827) Σκέψεις (1845), Zibaldone (Ανάλεκτα, 1898-1900).


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.
μτφρ. Νάσος Βαγενάς

❀    ❀    ❀    ❀

Από το ελληνικό του Σιμωνίδη

Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.

❀    ❀    ❀    ❀
Του ιδίου

Όλα τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.
❀    ❀    ❀    ❀

Το βράδυ της γιορτής
 
Νύχτα γλυκιά και ξάστερη, χωρίς αέρα
Πάνω από τις σκεπές και μέσα στις αυλές
Ήσυχη στέκεται η σελήνη, και φαίνονται μακριά
Γαλήνια τα βουνά. Αγαπημένη μου
Τώρα σιωπούν τα μονοπάτια, και στα μπαλκόνια
Έμειναν λίγα φώτα, εδώ κι εκεί.
Εσύ κοιμάσαι, με εύκολο ύπνο
Στα ήσυχα δωμάτιά σου, χωρίς έγνοιες
Κι ούτε φαντάζεσαι ούτε ξέρεις την πληγή
Που μου άνοιξες στο στήθος.
Κοιμάσαι. Βγαίνω να χαιρετήσω
Αυτόν τον ουρανό, που μοιάζει τόσο ευγενικός
Και την αρχαία φύση, την παντοδύναμη
Που μ’ έπλασε για πόνο.
Σε σένα αρνούμαι την ελπίδα, μου λέει
Και την ελπίδα ακόμα, και τα μάτια σου
Θα λάμπουν μόνο από το κλάμα.
Ήταν μια μέρα γιορτινή. Τώρα από τα παιχνίδια
Αναπαύεσαι, κι ίσως στα όνειρά σου
Θυμάσαι πόσους γοήτευσες, και πόσους θαύμασες
Εμένα όχι, δεν το ελπίζω
Να βρίσκομαι στη σκέψη σου. Κι ενώ ρωτώ
Πόση ζωή μου μένει, εδώ στο χώμα πέφτω
Φωνάζω, τρέμω. Αχ, μαύρες μέρες, τρομερές
Σε τόσο πράσινη ηλικία! Από το δρόμο
Ακούω του εργάτη το μοναχικό τραγούδι
Που αργά τη νύχτα στο φτωχό του πανδοχείο
Επιστρέφει μετά τις διασκεδάσεις
Και σφίγγεται η καρδιά μου, σκέφτομαι
Πως όλα στον κόσμο περνούν
Και δεν αφήνουν πίσω σχεδόν τίποτα.
Έφυγε η γιορτή, κι έρχεται αμέσως
Η μέρα η κοινή, κι ο χρόνος παίρνει
Ό, τι έχει συμβεί. Πού είναι τώρα ο ήχος
Των αρχαίων λαών; Πού είναι η κραυγή
Των διάσημων προγόνων μας, η Ρώμη εκείνη
Η αυτοκρατορία, πού είναι οι στρατοί
Ο αχός τους, που ταξίδεψε σε γη και ωκεανό;
Όλα είναι ειρήνη και σιωπή, ακίνητος ο κόσμος
Κανείς πια δεν μιλά γι’ αυτούς.
Όταν ήμουν παιδί και με λαχτάρα
Περίμενα τη μέρα της γιορτής
Έμενα ξύπνιος, αφού είχε τελειώσει
Κι υπέφερα, πάνω στο μαξιλάρι. Αργά τη νύχτα
Ένα τραγούδι που ακουγόταν απ’ το δρόμο
Μακριά, και να πεθαίνει λίγο-λίγο
Μου έσφιγγε όπως τώρα την καρδιά.
Μετάφραση Λένα Καλλέργη
❀    ❀    ❀    ❀


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Three poems of James Tian - Poet from China



 Pride And Prejudice

By James Tian

Once I thought that I’m the best only too,
This planet will not turn because of my anger and move.
Until one day I found the weakness of life,
Just realized what my shadow before was absolutely fool.

Also knew that everyone likes to put themselves on the most unique sides,
Always stand in their own point of view
to defend themselves and avoid the truth.
But if you can feel others’ feelings the same time?
Perhaps you think just to get your own benefits
is already in perfect good.

In fact that we’re still exploring what we really are,
Humans have common weaknesses and feelings,
Needn’t any proofs.
Why the comings we just hoped,
It’s full of the conquest and arrogance?
Maybe who pretended to be sleeping, That we'll never wake up those!

©®James Tian 


🌿🌿🌿🌿🌿



I'm Afraid That I’ll Be The Ivory Tower Too Tomorrow 

By James Tian

A new day is just around the corner,
Can old beauty reappear even some cold?
So much sorrows left with silent,
And the laughter has no spare time to hold,
Sometimes the heart will be lost and showed.

Have you ever questioned it,
Why there’ll have only a dream
can be left in one's life like a grove?
May all will turn into the air?
There is no room to turn back now,
The life seems to be in place but with an animal’s coat.

Every day stand by one’s side,
So novelty for those needy souls.
Spinning the day and the earth,
Well no more memories dear,
I'm afraid that I’ll be the ivory tower too tomorrow.

©®JAMES TIAN 


🌿🌿🌿


Hero 

By James Tian

If someday we do believe,
No one can live as we always imaged.
Through the time and space we know,
The sound of our souls are fixed.

There’s only one heroism in this world,
To see the world as it is and to love it.
I just like a persistent believer,
Following in this since I grew up,
And would never change the case.

We’re our own heroes,
Who can save ourselves in times of crisis.
Just don’t to make a pretext,
Really can’t in brave.

Hold the life on a face to face basis,
And beyond the top of the dreams.
There’ll be more discoveries there,
It’s right to say,
Each next can be a miracle of recovery.

©®JAMES TIAN