Ένα ακόμη «πνευματικό παιδί» της Βούλας Μέμου μόλις ήρθε στο φως, για να κατακλύσει με φως τόσο το πνεύμα όσο και την ψυχή όλων εκείνων που θα το «αγκαλιάσουν», όπως ακριβώς έχουν «αγκαλιάσει» και όλα τα προηγούμενα «πνευματικά παιδιά» αυτής της αξιόλογης, αξιέπαινης, αξιοθαύμαστης κι αξιολάτρευτης ποιήτριας!
«Ανυπόταχτοι Λόγοι» είναι ο τίτλος του καινούργιου αυτού ποιητικού βιβλίου.
Και ο αναγνώστης νοιώθει αναμφίβολα ανυπόταχτη την ανάγκη να συμπορευθεί με τους στοχασμούς και τα συναισθήματα της Βούλας, να κοινωνήσει του μεγαλείου των «Ανυπόταχτων Λόγων» της, των μαγικών στίχων της, των ζωγραφισμένων με όλα εκείνα τα ανεξίτηλα, τα ξεχωριστά χρώματα του ποιητικού της χρωστήρα…
Τα ποιήματα της Συλλογής, άλλα άτιτλα κι άλλα τιτλοφορούμενα, άλλα σύντομα, ακόμη και δίστιχα, κι άλλα μεγαλύτερης έκτασης, καθρεφτίζουν ολοκάθαρα, για μία ακόμη φορά, την ποιητική δεινότητα της Βούλας Μέμου, ήδη γνωστής και καταξιωμένης στον ευρύ χώρο της νεοελληνικής ποίησης.
Πολλά και ποικίλα είναι τα θεματικά μοτίβα που πραγματεύεται η ποιήτρια στους μεστούς νοημάτων στίχους της. Το θέμα της κοινότητας της ανθρώπινης μοίρας εκφράζεται θαυμάσια στον επίλογο μιας άτιτλης σύνθεσης (Ο άγνωστος μέχρι χθες / τηλεοπτικός επισκέπτης μου / αγωνιά και φοβάται μαζί μου. / Έγινε φίλος μου ο Τζουζέπε, ο Φρανκ, ο Τζον, ο Ντούτεκ. Κοινή η μοίρα μας. / Ένα ηλιοτρόπιο χλευάζει την απληστία μας.).
Μέσα σε τρεις μόνον στίχους, στο ίδιο ποίημα, η Βούλα Μέμου εκφράζει με τρόπο κυριολεκτικά θαυμαστό το θέμα της ανεκτίμητης αξίας της ανθρώπινης ζωής
(Η γη σείεται και εκλιπαρεί για ζωή. / Τα χρώματα πανικοβλήθηκαν και αποχρωματίστηκαν. / Άσπρο και μαύρο δίνουν την μάχη της Ανάστασης.). Θα έλεγα πως ο Άνθρωπος, ο νους και η ψυχή του απασχολούν κατά κύριο λόγο την ποιήτρια και σ’ αυτό το εξαιρετικό έργο της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπέροχη σύνθεσή της με τίτλο «Φίλε μου Άνθρωπε», όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε: Ένα πρώιμο κυκλάμινο / στην άκρη της σκηνής, / φυγαδεύει τον πόνο. / Φίλε μου Άνθρωπε… / Φίλε μου πρόσφυγα… / Υπάρχει ζωή στη ζωή σου.
Στο θέμα της μοναξιάς επανέρχεται συχνά η Βούλα Μέμου, με στίχους που πραγματικά μένουν ανεξίτηλοι στη μνήμη των αναγνωστών (Η μοναξιά δεν έχει χώρο στον λόγο // Στην πολυκοσμία στεγνώνει την μοναξιά της, / με τις εφήμερες ηδονές… // …σε αμμουδιές μοναξιάς // Την πλήξη του στένεψε / και την έζεψε στο άροτρο της μοναξιάς… // Αυτή η φλυαρία της σιωπής, με καθηλώνει στο σκοτάδι της άστοργης μοναξιάς... // Η μοναξιά, / σαν αλλόφυλων θεών θυγατέρα, / βαριανασαίνει ελπιδοφόρα μηνύματα / και μοιράζει χαρταετούς…).
Κι όμως δίπλα σ’ αυτό το γκρίζο της μοναξιάς, η ποιήτρια ζωγραφίζει, με την ίδια πάντα ευαισθησία, καταπράσινα λιβάδια ελπίδας. Για παράδειγμα το αριστουργηματικό ποίημα με τίτλο «Φως ελπίδας», μεταφρασμένο θαυμάσια από τον Καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημήτρη Φίλια, αλλά και κάποιοι άλλοι στίχοι όπως: Ένα παράθυρο χάσκει ελπίδα, / λίγο φως εκλιπαρεί το αντάμωμα… / Πέταξαν μακριά οι ελπίδες / και τούτο το καλοκαίρι… // Ο σπόρος / ελπίδα…
Ο έρωτας, βασική κι αστείρευτη πηγή έμπνευσης των ποιητών από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα κι από σήμερα μέχρις ότου υπάρχει λόγος ποιητικός, αποτελεί ένα κυρίαρχο θέμα και στους «Ανυπόταχτους Λόγους» της Βούλας Μέμου. Αναφέρομαι σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Στων ματιών σου την άνοιξη / άνθισα. / Σ’ αγαπώ, / σαν την νίκη της λεπίδας στο δόρυ… // …σμίξε με το αχ του έρωτα / και κράτα το χέρι τυφλής κορασίδας / στο λόφο / με την άμωμη γύρη της γνώσης… // Έρωτα, / πάνγυμνε ικέτη της ομίχλης, / της Σειρήνας ανέπαφο ντέφι / της Τροίας ελαφοκέντητε μύστη, / έρωτά μου, εσύ!... Και βέβαια στα «Ανθεστήρια του έρωτα», σ’ αυτό το ξεχωριστό ποίημα των «Ανυπόταχτων Λόγων», το φως, η
ιερότητα, η τρυφερότητα και η τιτάνια δύναμη του έρωτα εκφράζονται από την Βούλα Μέμου με στίχους, που συγκινούν και συγκλονίζουν τον κάθε αναγνώστη…
(…Έγειρα στο στήθος σου, / κράτησα την ανάσα μου, / αφουγκράστηκα της καρδιάς σου τον χτύπο / και με σφαλιστά μάτια / κίνησα για τον πύργο του έρωτα. / Στο περιστύλιο του ωραίου, / οι χελιδονοφωλιές, / άνθισαν πάλι με καινούριες ζωές.).
Και, βέβαια, για την Αγάπη, αυτή την υπέρτατη, ζωογόνο δύναμη που κρύβεται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, πώς θα ήταν δυνατόν να μη γράψει η Βούλα Μέμου, αφού μέσ’ από τη δική της ψυχή ρέει ασταμάτητα Αγάπη και μόνον Αγάπη για τον Άνθρωπο, για τη φύση, για καθετί όμορφο κι ευγενικό; Τι κι αν σουρουπώνει στο πέλαγος; / Αδάμαστη γέρνει στην κουβέρτα η αγάπη, / ροκανίζοντας του τυφώνα την μαεστρία, / μια νύχτα πλάνης, / ή υπαρξιακής αναζήτησης. Και, γράφοντας για την Αγάπη, πως θα μπορούσε να μην αφιερώσει και κάποιους άφατης τρυφερότητας στίχους στη μητέρα της; Μανούλα μου. / Άπτερε άγγελέ μου… / … Μανούλα μου. / Ζωή της ζωής μας, / μόνη σου, χωρίς τον πατέρα, / τραβάς τώρα την ανηφόρα / στα αστρόφεγγα μαλλιά σου, / κρατώντας μας το χέρι σαν τότε, / ποτίζοντάς μας / μελιστάλακτες ευχές. / Ναι, Μανούλα μου. / Οι βιολέτες μας… // Θα έχουν πάντα το άρωμά σου.
Πολύ συχνά στους «Ανυπόταχτους λόγους», όπως άλλωστε και στα προηγούμενα ποιητικά έργα της Βούλας Μέμου, συναντάμε μυθολογικά στοιχεία. Η ποιήτρια, γνώστρια και λάτρισσα του αρχαιοελληνικού ποιητικού λόγου και των μυθολογικών παραδόσεων, αρέσκεται να αναφέρεται σε ονόματα θεών (Διόνυσος, Περσεφόνη), ομηρικών ηρώων (Οδυσσέας), ηρώων των αθάνατων αρχαιοελληνικών τραγωδιών (Οιδίποδας, Ανδρομάχη) και νήσων, πόλεων ή τοποθεσιών (Δήλος, Τροία, Δελφοί). Η Βούλα Μέμου καταφέρνει, με το απαράμιλλης αξίας ποιητικό τάλαντό της, να συνδέει το απώτατο παρελθόν με το παρόν, αποδεικνύοντας αυτή την υπέρλαμπρη, εντυπωσιακή συνέχιση του ελληνικού μεγαλείου σε πνευματικό, καλλιτεχνικό και πολιτισμικό επίπεδο (…Έφτασε η μέρα των μυστηρίων. / Βιάσου. / Θα χάσουμε πάλι του Διόνυσου τα συμπόσια. // …Της Περσεφόνης τα μυστήρια αποστήθισα / και κατηφόρισα στην απραξία / που πλάθει σταυρούς αποκαθήλωσης… // …Ο Οδυσσέας… έστησε την σκακιέρα ... / Ο στρατηγός στα χέρια σου… // …Κι η μάνα του άγνωστου φίλου μου, / σαν Ανδρομάχη εκλιπαρεί για έλεος… // …Ο βωμός άναψε στην Τροία. / Οι Θνητοί αποδίδουν σπονδές στην οδό της ηδονής, ακέφαλοι… // …Και εσύ… Ηνίοχε, / γητευτή του ταξιδιού, / στους Δελφούς να με τάξεις προσκυνητή / και προξενήτρα της ειρήνης…).
Ενίοτε, στους «Ανυπόταχτους Λόγους», συναντάμε στίχους που εκφράζουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ένα έντονο θρησκευτικό συναίσθημα. Αναφέρω ενδεικτικά: …Σίμωσε η ώρα. / Εδώ είμαι, / Κύριέ μου. / Η μεγαλοψυχία σου ένδυμά μου. / Με τα ανάξια δάκρυά μου / προσκυνώ την θυσία σου. / Σίμωσε η ώρα. / Η προσμονή της Ανάστασης / σίμωσε Θεέ μου. // Κύριε ! / Ανάμεσα σε ληστές, / σαν κοινός εγκληματίας, / σήκωσες το Σταυρό των σπαραγμών, / από το φιλί του αγαπημένου σου φίλου. / Η κραυγή του πόνου σου / τάραξε συθέμελα την γη και έδυσε τον Ήλιο… / …Ήμαρτον Κύριε! / Θυμήσου μας / και / δείξε έλεος /στην Ανάστασή Σου.
Όπως και στα προηγούμενα ποιητικά βιβλία της Βούλας Μέμου, έτσι και στους «Ανυπόταχτους Λόγους» συναντάμε την έντονη και εντυπωσιακή παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου, που αναμφισβήτητα επιτείνει το κάλλος και την γλαφυρότητα των στίχων, στους οποίους εμπεριέχεται (…Το βουητό της μέλισσας / με καθηλώνει… / … Χρώματα, χρώματα, χρώματα / και η άνοιξη θ’ αντέξει την σταύρωση. // … Μετράω τις ώρες / με του χελιδονιού τις τσακισμένες φτερούγες / σε λιβάδι που καθρεφτίζεται η πανσέληνος / δέσμια… // … Έτσι γεννήθηκα. / Καταμεσής στη θάλασσα. / Αλμύρα βύζαξα / και κοράλλια έβαλαν για αρμούς / στων χεριών μου τα παρθενόπλαστα αλάβαστρα… // … Ένα κλαδί ελιάς, από την γη μου θα φυτέψω, / σιμά στις πικροδάφνες των δακρύων / και θα χτίσω το σπίτι της ελπίδας, με κόκκινες, / κατακόκκινες ανεμώνες…).
Αξιοσημείωτος είναι, επίσης, τόσο ο αποφθεγματικός λόγος (π.χ. Όταν λες αλήθειες ... / Ή αποκτάς φίλους ... / Ή τα τσακάλια φοράνε τα βελούδα και χορεύουν πάνω στους τάφους τους) όσο και ο παραινετικός χαρακτήρας κάποιων στίχων (Σσσσσσσσ... τα παιδιά κοιμούνται στο Μάτι... / αγκαλιά με μια κουρελιασμένη σημαία... / κλείσε τα μάτια... κοίτα το δικό σου αγγελούδι στην κούνια... / και κλάψε... ούρλιαξε... / οι δικές τους μανάδες… μια χούφτα στάχτη... /ΤΕΛΙΚΑ ΣΩΠΑ… / ΜΑΘΕ ΝΑ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ...).
Σ’ ένα αριστουργηματικό τρίστιχό της γράφει η ποιήτρια Βούλα Μέμου: καμιά φορά αναρωτιέμαι... / πώς χώρεσε η ζωή μου / σε ένα τόσο δα κουκούλι σιωπής...
Κι εγώ, έχοντας ολοκληρώσει τη μελέτη των «Ανυπόταχτων Λόγων» της, αναρωτιέμαι… πώς χώρεσαν όλοι αυτοί οι βαθείς στοχασμοί της κι όλος αυτός ο απέραντος ψυχικός πλούτος της μέσα σ’ ένα βιβλίο… Κι έπειτα χαμογελάω, απαντώντας στον εαυτό μου: Όπως ακριβώς χωράει όλη η ομορφιά του κόσμου μέσα σ’ ένα «Σ’ Αγαπώ», όπως αυτό που απευθύνω, γι’ άλλη μια φορά, στην Ακριβή μου Φίλη Βούλα, στην οποία και εύχομαι από καρδιάς να είναι ΚαλοΤάξιδο το νέο της βιβλίο κι Ευλογημένη η κάθε στιγμή της ζωής της…
Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου,
Καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής
του Εθνικού και Καποδιστριακού
του Πανεπιστημίου Αθηνών.