Μιχαήλ Εμινέσκου - Mihai Eminescu ( 15 Ιανουαρίου 1850 - 15 Ιουνίου 1889 )

 

Portrait of Mihai Eminescu - photograph taken by Jan Tomas in Prague, 1869

Το 1850 στις 15 Ιανουαρίου γεννήθηκε το έβδομο παιδί τού Γκεόργκε Εμίνοβιτς και της Ραλούκα Ράρεσα από τό Ζολντεστι, μιας σχετικά εύπορης αγροτικής οικογένειας, στο Ιποτέστι, χωριό κοντά στο Μποτοσάνι της Μολδαβίας. Ήταν ο Μιχάι Εμίνοβιτς. Από μικρό παιδί είχε μια πανθεϊστική δίψα να μάθει τι είναι ο κόσμος και το σύμπαν. Δεν τον χωράει το σπιτικό του, το σχολείο, το χωριό του. Από δέκα χρονών τον απασχολεί το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Σε περιπλανήσεις στα γύρω χωριά, στις κατασκηνώσεις των γύφτων νομάδων, στις όχθες ποταμών και λιμνών,στις στρούγκες, «αόρατες δυνάμεις» του εμπιστεύτηκαν τα λαϊκά τραγούδια, τους θρύλους, τα παραμύθια. Ακούει τους βιβλικούς γέροντες, ιστορικά γεγονότα μακρινά, νιώθει την ανάγκη της ενότητας των ρουμάνικων λαών πού είναι χωρισμένοι από αυστριακές, τούρκικες και άλλες ηγεμονίες.


Μια από τις αρετές του Εμινέσκου ήταν η παθιασμένη αγάπη του για τον λαό και την πατρίδα του. Με την ποίησή του έπλασε μια γλώσσα ωραία πού την τραγούδησε ο λαός του, πέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο. Η αγάπη του για την πατρίδα είναι ίσια με το μίσος πού έτρεφε για τους με κάθε τρόπο εκμεταλλευτές του λαού χωρίς να λογαριάζει συνέπειες και οφέλη. Η πέννα του πού άφησε σε μας εικόνες αξεπέραστες σε ομορφιά για τη φύση και τα συναισθήματα του είναι εξίσου αξεπέραστη στην σκιαγράφηση με σαρκαστικό τρόπο όλων των κακών πού μαστίζανε την κοινωνία του καιρού του. Τη μεγάλη του αγάπη εκφράζει στο ποίημα του 

«Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία»

«Τι σου εύχομαι εγώ γλυκιά μου Ρουμανία,
νεαρή νυφούλα, μάνα αγαπητή!
Πάντα αδερφωμένα ας ζούνε τα παιδιά σου
σαν της νύχτας τ’ άστρα, της μέρας την αυγή!

Σε ζωή αιώνια, δόξες να χαρώ,
όπλα με δυνάμεις, Ρουμάνικη ψυχή
Όνειρο ανδρείας, καύχημα, περηφάνια
Γλυκιά μου Ρουμανία αυτή είναι η ευχή!»


Στην εφηβεία του, οι φυγές έγιναν μεγαλύτερες Κατά την διάρκεια των περιπλανήσεών του ο Εμινέσκου έμαθε τόσα πράγματα όσα δεν ήταν σε θέση να του μάθει κανένα σχολείο. Μέσα στην οργιαστική φύση της Μολδαβίας ακονίζει την ακοή του με ήχους των στοιχείων της φύσης. Ο Εμινέσκου πλούτισε το ρουμάνικο λεξιλόγιο, κατάφερε να εκτοπίσει τις ξένες γλώσσες πού μιλούσαν και έγραφαν οι εύπορες τάξεις και οι διανοούμενοι στις πόλεις και να επιβάλει στην λογοτεχνία την ντόπια γλώσσα.
Στις περιπλανήσεις του στα δάση συμφιλιώνεται με τα ζώα, ήμερα και άγρια, δένεται με τους λατόμους τους νομάδες, τους βοσκούς τους εργάτες. Για τα δάση έγραψε αργότερα:

«Ήμουν αγόρι, τα δάση τριγυρνούσα
και ξάπλωνα συχνά πλάι σε πηγή
έβαζα προσκεφάλι το δεξί
να ακούω το ρυάκι πώς ηχεί
ένα σούσουρο ήρεμο περνούσε από κλώνους
και ένα άρωμα με κοίμιζε γλυκά»

Ο Εμινέσκου χαρακτηριζότανε «αθάνατος με ψύχος» γιατί έτσι ένιωθε. Όπως αθάνατος και αμετάλλακτος θα μείνει για τους αιώνες ο μίσχος, ο βλαστός, το δεντράκι και πιο πέρα το δάσος:

«Ακούς απ’ τα δάση πώς αναποδογυρίζουν πηγές
όταν έρχεται μπόρα
και η ηρεμία πού όλα τα σκεπάζει
όταν η μπόρα τελειώνει»

Λέει αλλού μιλώντας με τα στοιχεία της φύσης:

«Γαλήνεψε κρύο σκοτάδι του χρόνου
Και τ’ αστέρια γι’ αυτόν είναι φίλοι
έτσι που τα βλέπει να πηγάζουν
στου ουρανού την μεγαλοπρέπεια.»

Τον ουρανό τον παρομοιάζει με:

«Κάμπους ουράνιους που ανοίγουν καλοκαιριάτικα
με αστραπές και βροντές και να σταματάνε
λες και κάποιος θεός τους καλεί να σωπάσουν
μέσα από τη σκιά του»


Στα δεκαέξι του έστειλε μια επιστολή με στίχους του στην εφημερίδα του Ιωσήφ Βουλκάν, «ΦΑΜΙΛΙΑ». Ο εκδότης στην απαντητική του επιστολή του δίνει το όνομα Μιχάι Εμινέσκου πολιτογραφώντας έτσι τον εθνικό ποιητή της Ρουμανίας.
Ανάμεσα στα πάθη του ήταν και η βιβλιοφιλία και είχε ζωηρή έλξη για το θέατρο. Συχνά ακολουθεί τσιγγάνικους μικροθιάσους. Ήξερε να ψάχνει και να ανακαλύπτει σπανία βιβλία και ντοκουμέντα. Γνωρίζεται με τον Σλάβος με τον οποίο οργάνωσε στα 1871 την Γιορτή για την Πούντα., γύρω από την ανάμνηση του θανάτου του Πρίγκιπα Στεφάνου του Μεγάλου, μιας θρυλικής μορφής της Ρουμάνικης Ιστορίας. Τόσο στη Βιέννη όσο και στο Βερολίνο ο Εμηνέσκου δεν περιορίστηκε μόνο στην μελέτη των προσφιλών του φιλοσόφων Πλάτωνα, Σπινόζα, Καντ και Σοπενχάουερ στον θεοσοφικό ορφισμό στον Ζωροάστρη στον Βούδα. Διαποτισμένος από τον Γερμανικό ιδεαλισμό και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του, ευσυγκίνητος στην νεοφανέρωτη μαρξιστική φιλοσοφία και στον απελευθερωτικό άνεμο του αιώνα του δεν περιορίζεται στα πανεπιστημονικά προγράμματα
Στό Ιάσιο διευθύνει την εφημερίδα «Ταχυδρόμος» και γίνεται μέλος της φιλολογικής Λέσχης «Ζουνίμεα».
Ο Μαγιορέσκου τόν καλεί στό Βου­κουρέστι στήν σύνταξη τής εφιμερίδας «Τιμπουλ» (ο ΧΡΟΝΟΣ).
Στα 1876 συμβαίνουν δύο σημαντικά γεγονότα γιά τόν Εμινέσκου χάνει τήν λατρευτή του μητέρα Ραλούκα καί γνωρίζεται μέ τήν ποιήτρια τού Ιασίου Βερόνικα Μίκλε.
Στίς 3 Ιουλίου 1883 έπαυσε να συγκαταλέγεται μεταξύ τού συντακτικού προσωπικού της εφημερίδας «Τιμπουλ». Οι αντίπαλοι του τόν πληγώνουν μέ βελη φαρμακερά καί ανέντιμα. Ο μελαγχολικός του χαρακτήρας και η αδύναμη κράση του τον οδηγούν το 1883 για σοβαρή θεραπεία στην Αυστρία, όπου η υγειά του φαινομενικά σταθεροποιήθηκε. Επιστρέφοντας στην Ρουμανία εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Ιάσιο μέχρι το 1887, όταν η φρενοβλάβεια του επιδεινώθηκε
Στίς 6 Αυγούστου 1879 πέθανε ο Στέφανος Μίκλε, σύζυγος της αγαπημένης του ποιήτριας και ο έρωτάς τους δοκίμασε να υπερπηδήσει τό πλατωνικό φράγμα.
Από τότε, ο καταπιεσμένος ερωτικός τους πόθος ξέσπασε μιά θεία μέθη ευτυχίας και τρέλας στο λυρικο-δραματικό έργο τού ποιητή. Έργο που καθρεπτίζει όλη του η ζωή. Σαν ανθρώπινος χαρακτήρας ήταν τρυφερός και βίαιος, ευαίσθητος και σαρκαστής λογικός και παράλογος, τυπικός και ασυμβίβαστος.
Το 1889 κατέφυγε σε ένα σανατόριο. Εκεί ένας νοσηλευόμενος έσπασε το κρανίο αυτού του μεγάλου μυαλού, του μεγάλου πνεύματος στις 15 Ιουνίου του 1889 σε ηλικία μόλις 39 ετών.
Ο Μιχάι Εμινέσκου είναι ο Αυγερινός της Ρουμάνικης Λογοτεχνίας. Το αριστούργημά του με τον τίτλο αυτόν κάνει την αρχή όπως στους λαϊκούς μύθους, αλλά μπαίνει αμέσως στην πλοκή που διαδραματίζεται στα πλαίσια της ζωής.
Μια πανωραία κόρη από βασιλική γενιά ζούσε περήφανη. Όταν αντίκρισε τον Αυγερινό ερωτεύτηκε. Αυγερινός είναι η ονομασία του πλανήτη Αφροδίτη, γνωστό το βράδι ως Αποσπερίτης και το πρωί ως Αυγερινό. Στα Καρπάθια, στους γύρω χώρους τους παραδουνάβιους και στο χώρο τους Εύξεινου Πόντου ήταν το άστρο που οδηγούσε τους ποιμένες στα ψηλά βουνά και τους ναυτικούς με τα καράβια τους. Δεν πρόκειται για τον Εωσφόρο –τον έκπτωτο άγγελο που στην λατινογεννή λογοτεχνία ονομάζεται LUCIFER και Μεφίστο –κατά την ελληνική παράδοση Μεφιστοφελής, ονομασία του πνεύματος του κακού και του δαίμονα του έκπτωτου άγγελου –του Σατανά.
Ο Αυγερινός ήταν αγαπητός από τον λαό που τον έβλεπε με κάποια ελπίδα όταν έλαμπε αναβοσβήνοντας σαν τους πλανήτες, όχι σταθερά όπως τ’ άστρα.

ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ

Σαν παραμύθι ζούσε εδώ
σαν τα ψηλά τα όρη
από βασιλική γενιά
μια πανωραία κόρη.

Κι ήταν μονάχη στους γονείς
περήφανη, όλο χάρη
μες στους αγίους Παναγιά
μες στ’ άστρα το φεγγάρι.

Μέσα από θόλους σκιερούς
το βήμα της πηγαίνει
στου παραθύρου την γωνιά
ο Αυγερινός προσμένει.

Τον βλέπει στον ορίζοντα
Λαμπρός να ξεκινάει
στους δρόμους τους αεικίνητους
καράβια μαύρα πάει.

Θωρεί τον μια θωρεί τον δυο
με πόθο τον ζητάει
τόσο καιρό πού την θωρεί
την κόρη αγαπάει.

Και μέσα στους αγκώνες της
τους κρόταφούς της βάζει
Ο πόθος της και η καρδιά
και η ψυχή ρεμβάζει.

Πιο δυνατά κάθε βραδιά
το φως του λαμπαδιάζει
Στην σκιά του μαύρου πύργου της
η κόρη τον κοιτάζει.

Στα ίχνη των βημάτων της
στην κάμαρά της μπαίνει
με σπίθες που φεγγοβολούν
φλόγας πλεμάτη υφαίνει.

Όταν στην κλίνη έρχεται
Την νιά για να κοιμήσει
Της δίνει χάδι απαλό
Τα βλέφαρα να κλείσει.

Καθρέπτη αντιφέγγισμα
το σώμα της σκεπάζει
τα μάτια της σαν πάλλονται
η όψη της αλλάζει.

Χαμογελώντας τον κοιτά
πώς τρέμει στο γυαλί της
στο όνειρο την ακολουθεί
να δέσει στην ψυχή της.

Στον ύπνο της μιλώντας του 
στενάζει η κοπέλα
«Της νύχτας γλυκέ αφέντη μου!
γιατί δεν έρχεσαι; Έλα!»


LUCEAFĂRUL

A fost odată ca-n poveşti,
A fost ca niciodată, 
Din rude mari împărăteşti, 
O prea frumoasă fată.Şi era una la părinţi
Şi mîndră-n toate cele, 
Cum e Fecioara între sfinţi
Şi luna între stele. 
Din umbra falnicelor bolţi
Ea pasul şi-l îndreaptă
Lîngă fereastră, unde-n colţ
Luceafărul aşteaptă. 
Privea în zare cum pe mări
Răsare şi străluce, 
Pe mişcătoarele cărări
Corăbii negre duce.
Îl vede azi, îl vede mîni, 
Astfel dorinţa-i gata; 
El iar, privind de săptămîni, 
Îi cade dragă fata. 
Cum ea pe coate-şi răzima
Visînd ale ei tîmple, 
De dorul lui şi inima
Şi sufletu-i se împle. 
Şi cît de viu s-aprinde el
În orişicare sară,
Spre umbra negrului castel
Cînd ea o să-i apară.

Şi pas cu pas pe urma ei
Alunecă-n odaie, 
Ţesînd cu recile-i scîntei
O mreajă de văpaie.

Şi cînd în pat se-ntinde drept
Copila să se culce,
I-atinge mînile pe piept, 
I-nchide geana dulce;Şi din oglindă luminiş
Pe trupu-i se revarsă, 
Pe ochii mari, bătînd închişi
Pe faţa ei întoarsă. 
Ea îl privea cu un surîs,
El tremura-n oglindă,
Căci o urma adînc în vis
De suflet să se prindă. 
Iar ea vorbind cu el în somn,
Oftînd din greu suspină:
- O, dulce-al nopţii mele domn,
De ce nu vii tu ? Vină ! 

Μήτσης Πέτρος

Αναδημοσίευση από http://eminescumihai.blogspot.gr/



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Νικολά Πουσέν ( 15 Ιουνίου 1594 - 19 Νοεμβρίου 1665 )

 

The Empire of Flora, 1631 


Ο Νικολά Πουσέν (Nicolas Poussin, 15 Ιουνίου 1594 - 19 Νοεμβρίου 1665) ήταν Γάλλος ζωγράφος, ο σημαντικότερος του κλασικού γαλλικού μπαρόκ, αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Ρώμη. Γεννήθηκε κοντά στην πόλη Λεζ Αντελύ της βορειοδυτικής Γαλλίας το 1594 και πέθανε το 1665 στη Ρώμη. Εκτός από τα δύο χρόνια που υπηρέτησε ως αυλικός ζωγράφος του Λουδοβίκου ΙΓ΄ στο Παρίσι, έζησε και εργάστηκε στη Ρώμη.

Ο Πουσσέν, αν και ήταν γιος φτωχών αγροτών, απέκτησε επιμελημένη μόρφωση. Το ενδιαφέρον του για την τέχνη αφυπνίστηκε από τον ζωγράφο Κεντέν Βαρέν (Quentin Varin, 1570 – 1634) το 1612. Έφυγε για τη Ρουέν και μετά για το Παρίσι, όπου γνώρισε την τέχνη της ώριμης ιταλικής Αναγέννησης μέσα από τα χαρακτικά αντίγραφα έργων του Ραφαήλ. Μετά από μια περίοδο μεγάλης φτώχειας, εγκαταστάθηκε το 1624 στη Ρώμη, με τη βοήθεια του Ιταλού αυλικού ποιητή της Μαρίας των Μεδίκων Τζανμπατίστα Μαρίνο, ο οποίος παρήγγειλε στον Πουσσέν να φιλοτεχνήσει μια σειρά μυθολογικών σχεδίων για την εικονογράφηση των «Μεταμορφώσεων» του Οβιδίου.

Κατά το διάστημα της παραμονής του στη Ρώμη (1624 – 1640), ο Πουσσέν γνωρίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες της Ρώμης. Μέσω του γραμματέα του καρδιναλίου Μπαρμπερίνι, τον Κασιάνο νταλ Πότσο, ο Πουσσέν έγινε ένθερμος θαυμαστής του αρχαίου ρωμαϊκού πολιτισμού και της κλασικής τέχνης. Το 1630, ο Πουσσέν νυμφεύθηκε με την κόρη ενός Γάλλου ζαχαροπλάστη στη Ρώμη, την Αν-Μαρί Ντυγκέ, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό της, δίχως να κάνουν παιδιά.

Μεταξύ των ετών 1638 και 1639, τα επιτεύγματα και η εκτίμηση της τέχνης του Πουσσέν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Ρώμης τράβηξαν την προσοχή της γαλλικής βασιλικής Αυλής. Ο υπουργός του Λουδοβίκου ΙΓ΄ καρδινάλιος Ρισελιέ προσπάθησε να πείσει τον Πουσσέν Να επιστρέψει στο Παρίσι και να γίνει μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής και Γλυπτικής. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, ο Πουσσέν υποχώρησε στις συνεχείς πιέσεις του Ρισελιέ και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄και στα τέλη του 1640 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές και ονομάστηκε «πρώτος ζωγράφος του βασιλιά».

Σύντομα, λόγω της μεγαλομανίας και της αλαζονικής συμπεριφοράς του, ο Πουσσέν άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με τους υπουργούς του βασιλιά και τους Γάλλους καλλιτέχνες. Οι δημιουργίες του δεν απέσπασαν τους αναμενόμενους επαίνους και τον Σεπτέμβριο του 1642, απογοητευμένος και ταπεινωμένος, εγκατέλειψε το Παρίσι και για δεύτερη φορά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Κατά την περίοδο αυτή, ο Πουσσέν έζησε ως «καλλιτέχνης – φιλόσοφος», απέκτησε πολλούς θαυμαστές, προς τους οποίους διατύπωνε τις ιδέες του για τη ζωή και την τέχνη.

Από το 1660 και μετά, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και στις αρχές του 1665 έπαψε να ζωγραφίζει. Πέθανε το φθινόπωρο του ίδιου έτους και ενταφιάστηκε στον Σαν Λορέντζο ιν Λουτσίνα, την εκκλησία της ενορίας του στη Ρώμη.

Καλλιτεχνική εξέλιξη

Ο Πουσσέν έζησε σε μιαν εποχή άνθησης της τέχνης του Μπαρόκ, όταν οι καλλιτέχνες ακολουθούσαν το γενικό ρεύμα του ρωμαϊκού μπαρόκ, με σκοπό να διακριθούν στη γενική τάση της εποχής. Αντίθετα, ο Πουσσέν, εμπνεόμενος από το μεγαλείο των έργων του Μαντένια και του Ραφαήλ, επιδίωξε να ξεπεράσει την τεχνοτροπία της μόδας και να ανανεώσει την αισθητική φιλοσοφία της εποχής του.

Τα πρώιμα έργα του Πουσσέν είναι εμπνευσμένα από την παλαιά Διαθήκη, την Καινή Διαθήκη και τη μυθολογία, αντλώντας τη θεματολογία του από τις βιβλικές περιγραφές και την αρχαιότητα. Αργότερα, στράφηκε σε μια τεχνοτροπία, βασισμένη στη σπουδή των ανθρώπινων παθών, όπου κυριαρχεί το γυμνό ανθρώπινο σώμα και επιβεβαιώνει το νέο αισθητικό προσανατολισμό του. Σε ορισμένους πίνακες με θρησκευτικό περιεχόμενο χρησιμοποιεί αρχιτεκτονικά στοιχεία και αστική σκηνογραφία, εμπνευσμένα από τον Πάολο Βερονέζε. Την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Πουσσέν φιλοτέχνησε μια θαυμαστή σειρά πινάκων με τον τίτλο «Οι Τέσσερις Εποχές» (1660 – 1664, Μουσείο του Λούβρου), που αποτελεί ένα είδος πνευματικής διαθήκης του καλλιτέχνη.


Νύμφη που ιππεύει σάτυρο, 1626 

Κέφαλος και Ηώς, 1630 

Άκις και Γαλάτεια, 1628 

Η έμπνευση του ποιητή, 1629 

Παρνασσός, 1632 

Η Αρπαγή των Σαβίνων, 1634 

Η λατρεία του Χρυσού Μόσχου, 1634, 

Θρίαμβος του Βάκχου, 1636 

Et in Arcadia ego (Οι Βοσκοί της Αρκαδίας), 1639 

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Χόρχε Λουίς Μπόρχες ( 24 Αυγούστου 1899 - 14 Ιουνίου 1986 )

 

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (ισπανικά: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo,Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 24 Αυγούστου 1899 - Γενεύη, Ελβετία, 14 Ιουνίου 1986) ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες ("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δεν τα κατάφερε"), είπε κάποτε ο Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα"). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.

Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.

Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολύ νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.

Αφού τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες έζησε τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα", γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia ("Ελλάδα"). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.

Πρώτα συγγραφικά χρόνια

Το 1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού* και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η "τέχνη για την τέχνη" προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συν-ίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο και έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.

Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939.

Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: "προήχθηκε" στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ' αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε "Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών"). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι "Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα."

Ο θάνατος του πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν βαρύ πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ' ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά του "Ο Νότος" του 1944 βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα "Ο Νότος", ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε "ίσως η καλύτερή μου ιστορία." Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.


Ο Μπόρχες στο Hotel Beaux, 1969

Τα χρόνια της ωριμότητας

Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους) το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.

Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός "μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα".

Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ο Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.

Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.

Διεθνής αναγνώριση

Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε ο Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια πολλών για να μάθουν ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.

Το 1967 ο Μπόρχες ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης συνέχισε να εκδίδει βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερρέρο), El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).

Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού. Παρόλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε "αναρχο-ειρηνισμό," τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στον οποίο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ' όλα αυτά, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.

Adolfo Bioy Casares, Victoria Ocampo , Jorge Luis Borges en Mar del Plata en 1935

Τα τελευταία χρόνια

Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και επανεξελέγηκε πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Ο Μπόρχες νυμφεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για δεκαετίες.

Μετά το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντινή ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, όπου αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδίκασαν την όλη στάση της Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για την πρόσβαση στα γραπτά του Μπόρχες (βλ. άρθρα σε Le Nouvel Observateur, El País και La Nación, μεταξύ άλλων).

Το έργο του

Εκτός από τα διηγήματά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, ο Μπόρχες έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια, διάφορα σενάρια, και σημαντικό όγκο λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες, και μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από αρχαία αγγλικά και αρχαία σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως και ο πατέρας του, ενώ ήταν ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και, ως προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες για τη λογοτεχνία ως ψυχαγωγία — όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε ως παιγνίδι και άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.

Ο Μπόρχες έζησε το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και έτσι επηρεάστηκε από την περίοδο του Μοντερνισμού και ιδιαίτερα από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του αναδεικνύει τη σε βάθος μόρφωση του συγγραφέα και είναι πάντοτε περιεκτική. Όπως τον σύγχρονό του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τον κάπως παλιότερο Τζέιμς Τζόυς, συνδύασε το ενδιαφέρον του για την πατρίδα του με πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν και αυτός επίσης πολύγλωσσος και παιχνιδιάρης με τη γλώσσα, αλλά ενώ τα έργα των Ναμπόκοφ και Τζόις έτειναν να γίνονται όλο και πιο μεγάλα με την πάροδο του χρόνου, ο Μπόρχες παρέμεινε οπαδός του μικρού. Επίσης σε αντίθεση με τους Τζόις και Ναμπόκοφ, το έργο του Μπόρχες σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "το μπαρόκ", ενώ των πρώτων κινήθηκε προς αυτό: τα τελευταία έργα του Μπόρχες δείχνουν ένα ύφος πολύ πιο διάφανο και νατουραλιστικό από ό,τι έδειξε στα πρώτα του έργα.

Πολλές από τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων ("Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ"), κάποιος που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως ("Φούνες ο μνημονικός"), μία οπή μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα στο σύμπαν ("Το άλεφ"), και ένα έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ("Το μυστικό θαύμα"). Ο ίδιος Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Νότια Αμερική, ιστορίες που αναφέρονταν σε λαϊκούς ήρωες, μάγκες το δρόμου, στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό, και σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα πρώτα του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ από κάποιου είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.

Η πληθώρα του μη λογοτεχνικού έργου του Μπόρχες συνίσταται σε κριτικές ταινιών και βιβλίων, σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη φύση του διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό πάνθεον του Μπόρχες, θεωρούσε τον Μεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων θεμάτων Αλφόνσο Ρέγεςως "τον καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των εποχών". Στα μη λογοτεχνικά του κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία του. Δοκίμια όπως "Η ιστορία του τανγκό" ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα "Μαρτίν Φιέρρο" εξερευνούν συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα των Αργεντινών και των διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες αρκετές συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι το 1967, συχνά με διαφορετικά ψευδώνυμα (βλέπε άρθρο: Μπούστος Ντομέκ).

Ο Μπόρχες έγραφε ποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς η όρασή του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην ποίηση, καθώς μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του, καθώς και με θέματα που προκύπτουν από το κριτικό του έργο, τις μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το εύρος ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη λογοτεχνικά του κείμενα. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό αντανακλάται στον φανταστικό κόσμο του Τλον στο "Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους", στο δοκίμιο "Νέα διάψευση του χρόνου" και στο ποίημα "Πράγματα". Ομοίως, ένα κοινό θέμα υπάρχει στο διήγημα "Τα κυκλικά ερείπια" και το ποίημα "Το Γκόλεμ".

Εκτός από τα δικά του έργα, ο Μπόρχες είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Όσκαρ Ουάιλντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φραντς Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Αντρέ Ζιντ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Γουόλτ Γουίτμαν, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπράουν και Γ. Κ. Τσέτσερτον. Σε διάφορα άρθρα και διαλέξεις ο Μπόρχες αξιολογεί την τέχνη της μετάφρασης και αρθρώνει τη δική του άποψη για το θέμα: μια μετάφραση μπορεί να αποτελέσει βελτίωση του πρωτότυπου, εναλλακτικές ή και αντιφατικές εκδοχές του ιδίου έργου μπορούν να έχουν την ίδια ισχύ, και μία πρωτότυπη ή κυριολεκτική μετάφραση μπορεί να απέχει πολύ από το πρωτότυπο έργο.

Ο Μπόρχες χρησιμοποίησε επίσης δύο πολύ ασυνήθιστα λογοτεχνικά στοιχεία: την παραποίηση της πραγματικότητας αναφορικά με την ιστορία κειμένων και την κριτική ανύπαρκτων έργων. Και τα δύο αποτελούν μορφές σύγχρονων ψευδεπιγράφων. Παρόλο που ο Μπόρχες χρησιμοποίησε πολύ και διέδωσε την κριτική ανύπαρκτων έργων, εντούτοις αυτό δεν αποτέλεσε δική του επινόηση. Πιθανόν να συνάντησε αυτή την ιδέα για πρώτη φορά στο μακρύ κείμενο "Ο ράφτης ξανά ραμμένος" του Τόμας Κάρλαϊλ, το οποίο ήταν κριτική ενός ανύπαρκτου γερμανικού φιλοσοφικού έργου και βιογραφία του επίσης φανταστικού του συγγραφέα. Στην εισαγωγή της πρώτης συλλογής διηγημάτων που εξέδωσε, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται, ο Μπόρχες αναφέρει: "Είναι μεγάλη τρέλα και άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία – αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα η οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλύτερο πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να δίνεις μια σύνοψη ή κάποιο σχόλιο."



Νόμισμα 2 πέσο Αργεντινής, αφιερωμένο στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (αριστερά) και παράσταση με μίξη στοιχείων από τα διάφορα διηγήματα του (δεξιά), 1999


Ο Μπόρχες ως Αργεντίνος και ως πολίτης του κόσμου

Το έργο του Μπόρχες έχει χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, κάτι που αποτελεί αντανάκλαση της πολυ-πολιτισμικής Αργεντινής, της έκθεσής του από νωρίς στη μεγάλη συλλογή παγκόσμιας λογοτεχνίας που διέθετε ο πατέρας του, και τα πολλά ταξίδια που έκανε στη ζωή του. Νεαρός, επισκέφθηκε περιοχές των πάμπας όπου τα σύνορα της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας θολώνουν, και έζησε και πήγε σχολείο στην Ελβετία και την Ισπανία. Μεσήλικας, ταξίδεψε σε όλη την Αργεντινή για να δώσει διαλέξεις και σε διάφορα μέρη του κόσμου ως επισκέπτης καθηγητής. Συνέχισε να γυρίζει τον κόσμο στα γεράματά του, πεθαίνοντας στη Γενεύη, όπου είχε πάει λύκειο (δεν πήγε ποτέ πανεπιστήμιο).

Ο Μπόρχες ήρθε σε επαφή με λογοτεχνία από αργεντίνικα, ισπανικά, βορειοαμερικανικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και βορειοευρωπαϊκά/ισλανδικά συγγράμματα. Διάβασε επίσης πολλές μεταφράσεις έργων από τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Η παγκοσμιότητα που τον έκανε να ενδιαφερθεί για την παγκόσμια λογοτεχνία — και αναγνώστες σε όλο τον κόσμο να ενδιαφερθούν για αυτόν — αντανακλούσε μία στάση η οποία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον ακραίο εθνικισμό της κυβέρνησης του Περόν. Όταν ακραίοι Αργεντίνοι εθνικιστές, οι οποίοι ταυτίζονταν - τουλάχιστον εν μέρει - με τους Ναζί, υποστήριξαν ότι ο Μπόρχες ήταν Εβραίος — υπονοώντας ότι δεν ήταν αρκετά Αργεντίνος — ο Μπόρχες αποκρίθηκε "Yo Judío" ("Εγώ, Εβραίος"), υποδεικνύοντας ότι θα ήταν περήφανος αν ήταν Εβραίος, και παρουσίασε το χριστιανικό του γενεαλογικό δέντρο, υπενθυμίζοντας όμως ότι οποιοσδήποτε "βέρος Ισπανός" θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάποια εβραϊκή καταγωγή.

Πολυ-πολιτισμικές επιρροές στα κείμενα του Μπόρχες

Η Αργεντινή του Μπόρχες ήταν πολυ-πολιτισμική και το Μπουένος Άιρες, η πρωτεύουσα, μια κοσμοπολίτικη πόλη. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο κατά την εποχή της σχετικής ευημερίας των παιδικών και νεανικών χρόνων του Μπόρχες, παρά σήμερα. Κατά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αργεντινής το 1816 ο πληθυσμός ήταν μικτός, κυρίως ισπανικής καταγωγής, αλλά και με πολλούς μιγάδες. Η εθνική ταυτότητα των Αργεντίνων διαμορφώθηκε σταδιακά, με την πάροδο πολλών δεκαετιών μετά την ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήρθαν πολλοί μετανάστες από Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Συρία και Λίβανο (τότε μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστροουγγαρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ελβετία, Γιουγκοσλαβία, Βόρεια Αμερική, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία και Κίνα, με τους Ιταλούς και τους Ισπανούς να αποτελούν τις μεγαλύτερες ομάδες. Η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων και κουλτούρων στην Αργεντινή φαίνεται έντονα στα Έξι προβλήματα για τον Δον Ισίδρο Παρόδι, το οποίο ο Μπόρχες συνέγραψε με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, και στην ανώνυμη πολυ-εθνοτική πόλη στην οποία εκτυλίσσεται το "Ο θάνατος και η πυξίδα", η οποία μπορεί να είναι ή να μην είναι το Μπουένος Άιρες. Στα κείμενα του Μπόρχες υπάρχουν επίσης επιδράσεις και πληροφορίες από χριστιανικά, βουδιστικά, ισλαμικά και εβραϊκά κείμενα.

Ο Μπόρχες ως ειδικός στην ιστορία, την κουλτούρα και τη λογοτεχνία της Αργεντινής

Παρά το ότι ο Μπόρχες επικεντρωνόταν συχνά σε παγκόσμια θέματα, ασχολήθηκε επίσης με το φολκλόρ, την ιστορία και άλλα θέματα της Αργεντινής. Το πρώτο του βιβλίο, Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες), εκδόθηκε το 1923. Λαμβάνοντας υπ' όψη την ενασχόληση του Μπόρχες με αργεντίνικα θέματα — από αργεντίνικη κουλτούρα ("Ιστορία του τανγκό", "Επιγραφές σε άμαξες"), φολκλόρ ("Χουάν Μουράνια", "Η νύχτα των δώρων"), λογοτεχνία ("Ο Αργεντίνος συγγραφέας και η παράδοση", "Αλμαφουέρτε", "Εβαρίστο Καριέγο") και σύγχρονα θέματα — μοιάζει μάλλον ειρωνικό που οι υπερ-εθνικιστές αμφισβήτησαν την αργεντίνική του ταυτότητα.

Το ενδιαφέρον του Μπόρχες σε αργεντίνικα θέματα αντανακλά εν μέρει την έμπνευσή του από το γενεαλογικό του δέντρο. Η γιαγιά του Μπόρχες από την πλευρά του πατέρα του ήταν Αγγλίδα και παντρεύτηκε, γύρω στο 1870, τον ισπανικής καταγωγής Φρανσίσκο Μπόρχες, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και είχε ιστορικό ρόλο στους εμφύλιους πολέμους που έγιναν στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνουν η Αργεντινή και η Ουρουγουάη. Περήφανος για την ιστορική κληρονομιά της οικογένειάς του, ο Μπόρχες χρησιμοποίησε αρκετές φορές αυτούς τους εμφύλιους πολέμους σε πεζά (π.χ. "Η ζωή του Ταδέο Ισιδόρο Κρους", "Ο νεκρός", "Αβελίνο Αρεδόντο") και ποίηση ("Ο Στρατηγός Κιρόγα οδεύει προς τον θάνατο με άμαξα"). Ο προπάππος του Μπόρχες από την πλευρά της μητέρας του ήταν επίσης ήρωας του στρατού, και ο Μπόρχες τον απαθανάτισε στο ποίημα "Μια σελίδα στη μνήμη του Συνταγματάρχη Σουάρες, νικητή στο Χουνίν".



Η πρώτη έκδοση διηγημάτων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην ελληνική γλώσσα. Λαβύρινθοι, μετάφραση Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Πλειάς, 1974.

Εργογραφία στα ελληνικά

*1930: Evaristo Carriego (Εβαρίστο Καριέγκο), δοκίμια για τον Αργεντινό ποιητή Εβαρίστο Καρίεγκο 
μτφ.Τάσος Δενέγρης (εκδ. "Ύψιλον", 1984)
*1935: Historia universal de la infamia (Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας), συλλογή «αφηγηματικών πειραμάτων κάτι μεταξύ φάρσας και ψευτοδοκιμίου»  
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1982)
*1944: Ficciones (Μυθοπλασίες),συλλογή διηγημάτων που έχει τιμηθεί με το «Prix Formentor International» το 1961 
μτφ.Βαγγέλης Κατσάνης, ως «Λαβύρινθοι» (εκδ. "Καστανιώτη", 1986)
*1949: El Aleph (Το Άλεφ), δοκίμια και μικρά αφηγήματα 
μτφ.Κάτια Γουίλσον, ως «Ιστορίες» (εκδ. "Ερμής", 1981) 
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1991, 2004)
*1952: Otras inquisiciones 1937-1952 (Διερευνήσεις), δοκίμια και λογοτεχνική κριτική μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1990)
*1953: Historia de la eternidad (Ιστορία της αιωνιότητας), συλλογή δοκιμίων και μικρών αφηγημάτων 
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1998)
*1953: El "Martín Fierro" (Το «Μαρτίν Φιέρρο), δοκίμιο για το ομώνυμο λαϊκό ποίημα της Αργεντινής 
μτφ.Ιφιγένεια Σταροπούλου (εκδ. "Libro", 2007)
*1960: El Hacedor (Ο δημιουργός), ποιήματα και μικρά αφηγήματα
μτφ.Τάσος Δενέγρης και Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. "Ύψιλον", 1985)
*1967: El libro de los seres imaginarios (Το βιβλίο των φανταστικών όντων), αφηγήματα για μυθολογικές μορφές της παγκόσμια λογοτεχνίας
μτφ.Γιώργος Βέης (εκδ. "Libro", 1982, 1991, 2005 και εκδ. "Πατάκη" 2016)
*1969: Elogio de la Sombra (Το εγκώμιο της σκιάς), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
*1970: El informe de Brodie (Η αναφορά του Μπρόντι), ένδεκα μικρά αφηγήματα
μτφ.Κλειώ Νταβέλη και Χρύσα Τσαμαδού (εκδ. "Εξάντας", 1974)
*1972: El oro de los tigres (Το χρυσάφι των τίγρεων), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1988)
*1972: Crónicas de Bustos Domecq (Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ), μικρά πεζά κείμενα που έγραψε μαζί με τον Αντόνιο Μπιόι Κασάρες (βιβλιοκριτική, εδώ)[22]
μτφ.Τάσος Δενέγρης (εκδ. "Ύψιλον", 1989)
*1975: El libro de arena (Το βιβλίο της αρένας), μικρά πεζά κείμενα
μτφ.Σπύρος Τσακνιάς, ως «Το βιβλίο της άμμου» (εκδ. "Νεφέλη", 1982)
*1976: Que es el budismo? (Τι είναι ο Βουδισμός;), συλλογή διαλέξεων
μτφ.Ε. Κ. Γαζής (εκδ. "Printa", 1998, 2011)
*1976: Diálogos (Διάλογοι), διάλογος με τον Ερνέστο Σάμπατο
μτφ.Δήμητρα Παπαβασιλείου (εκδ. "Printa", 2010)
*1977: Rosa y Azul (Ρόδινο και γαλάζιο), συλλογή μικρών αφηγημάτων
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1986)
*1977: Historia de la noche (Η ιστορία της νύχτας και άλλα ποιήματα), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1988)
*1980: Siete noches (Εφτά νύχτες), συλλογή από διαλέξεις του
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1987)
*1982: Nueve ensayos dantescos (Εννέα δοκίμια για τον Δάντη), δοκίμια για τον ποιητή
μτφ.Φοίβος Γκικόπουλος (εκδ. "University Studio Press", 2003)
*2000: This Craft of Verse (Η τέχνη του στίχου), σειρά διαλέξεων του Μπόρχες στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1967
μτφ.Μαρία Τόμπρου ("Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης", 2006)



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/