Χόρχε Λουίς Μπόρχες ( 24 Αυγούστου 1899 - 14 Ιουνίου 1986 )

 

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (ισπανικά: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo,Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 24 Αυγούστου 1899 - Γενεύη, Ελβετία, 14 Ιουνίου 1986) ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες ("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δεν τα κατάφερε"), είπε κάποτε ο Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα"). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.

Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.

Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολύ νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.

Αφού τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες έζησε τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα", γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia ("Ελλάδα"). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.

Πρώτα συγγραφικά χρόνια

Το 1921 ο Μπόρχες επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού* και ξεκίνησε την καριέρα του ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Μπόρχες ήταν η Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η "τέχνη για την τέχνη" προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συν-ίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922 και Proa (1922–1926). Ήταν τακτικός συνεργάτης, από το πρώτο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο και έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, ο οποίος έγινε τακτικός συνεργάτης του Μπόρχες και σημαντική φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.

Το 1933 ο Μπόρχες έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανίστηκαν τα γραπτά του που αργότερα περιλήφθηκαν στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé και είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, η οποία κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939.

Το 1937 ο Μπόρχες έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοί του του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία την ημέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: "προήχθηκε" στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (από την οποία παραιτήθηκε αμέσως· όταν αναφερόταν σ' αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε "Επιθεωρητής Πουλερικών και Κουνελιών"). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι εκείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι "Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα· πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα."

Ο θάνατος του πατέρα Μπόρχες το 1938 ήταν βαρύ πλήγμα γιατί είχαν πολύ στενή σχέση. Την παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ' ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία — το διήγημά του "Ο Νότος" του 1944 βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε διάσημος και η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα "Ο Νότος", ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία, και την οποία ο συγγραφέας αργότερα αποκάλεσε "ίσως η καλύτερή μου ιστορία." Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται δεν κατάφερε να αποσπάσει τα λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί έγραψαν κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.


Ο Μπόρχες στο Hotel Beaux, 1969

Τα χρόνια της ωριμότητας

Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους) το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.

Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, ο Θεός "μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα".

Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ο Μπόρχες ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους.

Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του το Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα του, με την οποία είχε πάντοτε στενή σχέση και η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.

Διεθνής αναγνώριση

Η διεθνής φήμη του Μπόρχες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε ο Μπόρχες παρέμενε άγνωστος και αμετάφραστος, κίνησε την περιέργεια πολλών για να μάθουν ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τον κάλεσε για ένα χρόνο. Αυτό οδήγησε στην πρώτη περιοδεία διαλέξεων του Μπόρχες στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι πρώτες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και την περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως τη γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.

Το 1967 ο Μπόρχες ξεκίνησε μια πενταετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης συνέχισε να εκδίδει βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερρέρο), El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (Εφτά Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (Εννιά δαντικά δοκίμια).

Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στον Μπόρχες δεν δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της δεκαετίας του '80, όταν ο Μπόρχες είχε ήδη γεράσει και η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή στον Μπόρχες ήταν εμφανής παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν απονεμήθηκε ποτέ στον Μπόρχες λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη και αλλού. Παρόλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε "αναρχο-ειρηνισμό," τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, στον οποίο βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ' όλα αυτά, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.

Adolfo Bioy Casares, Victoria Ocampo , Jorge Luis Borges en Mar del Plata en 1935

Τα τελευταία χρόνια

Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία και επανεξελέγηκε πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Ο Μπόρχες νυμφεύτηκε για πρώτη φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, η οποία είχε περάσει τα 90 και ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί την πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι ο Μπόρχες δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια και ο γάμος κράτησε λιγότερο από τρία χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό της, στα 99 της. Μετά από αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τον φρόντιζε η οικιακή βοηθός την οποία είχαν για δεκαετίες.

Μετά το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, μια Αργεντινή ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, όπου αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, τα οποία υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδίκασαν την όλη στάση της Κοδάμα, την οποία θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για την πρόσβαση στα γραπτά του Μπόρχες (βλ. άρθρα σε Le Nouvel Observateur, El País και La Nación, μεταξύ άλλων).

Το έργο του

Εκτός από τα διηγήματά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, ο Μπόρχες έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια, διάφορα σενάρια, και σημαντικό όγκο λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες, και μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από αρχαία αγγλικά και αρχαία σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως και ο πατέρας του, ενώ ήταν ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και, ως προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες για τη λογοτεχνία ως ψυχαγωγία — όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε ως παιγνίδι και άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.

Ο Μπόρχες έζησε το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και έτσι επηρεάστηκε από την περίοδο του Μοντερνισμού και ιδιαίτερα από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του αναδεικνύει τη σε βάθος μόρφωση του συγγραφέα και είναι πάντοτε περιεκτική. Όπως τον σύγχρονό του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και τον κάπως παλιότερο Τζέιμς Τζόυς, συνδύασε το ενδιαφέρον του για την πατρίδα του με πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν και αυτός επίσης πολύγλωσσος και παιχνιδιάρης με τη γλώσσα, αλλά ενώ τα έργα των Ναμπόκοφ και Τζόις έτειναν να γίνονται όλο και πιο μεγάλα με την πάροδο του χρόνου, ο Μπόρχες παρέμεινε οπαδός του μικρού. Επίσης σε αντίθεση με τους Τζόις και Ναμπόκοφ, το έργο του Μπόρχες σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "το μπαρόκ", ενώ των πρώτων κινήθηκε προς αυτό: τα τελευταία έργα του Μπόρχες δείχνουν ένα ύφος πολύ πιο διάφανο και νατουραλιστικό από ό,τι έδειξε στα πρώτα του έργα.

Πολλές από τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων ("Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ"), κάποιος που δεν ξεχνάει τίποτα απολύτως ("Φούνες ο μνημονικός"), μία οπή μέσα από την οποία μπορεί κανείς να δει τα πάντα στο σύμπαν ("Το άλεφ"), και ένα έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ("Το μυστικό θαύμα"). Ο ίδιος Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Νότια Αμερική, ιστορίες που αναφέρονταν σε λαϊκούς ήρωες, μάγκες το δρόμου, στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό, και σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα πρώτα του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ από κάποιου είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.

Η πληθώρα του μη λογοτεχνικού έργου του Μπόρχες συνίσταται σε κριτικές ταινιών και βιβλίων, σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη φύση του διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό πάνθεον του Μπόρχες, θεωρούσε τον Μεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων θεμάτων Αλφόνσο Ρέγεςως "τον καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των εποχών". Στα μη λογοτεχνικά του κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία του. Δοκίμια όπως "Η ιστορία του τανγκό" ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα "Μαρτίν Φιέρρο" εξερευνούν συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα των Αργεντινών και των διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες αρκετές συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι το 1967, συχνά με διαφορετικά ψευδώνυμα (βλέπε άρθρο: Μπούστος Ντομέκ).

Ο Μπόρχες έγραφε ποίηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Καθώς η όρασή του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στην ποίηση, καθώς μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του, καθώς και με θέματα που προκύπτουν από το κριτικό του έργο, τις μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το εύρος ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη λογοτεχνικά του κείμενα. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό αντανακλάται στον φανταστικό κόσμο του Τλον στο "Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους", στο δοκίμιο "Νέα διάψευση του χρόνου" και στο ποίημα "Πράγματα". Ομοίως, ένα κοινό θέμα υπάρχει στο διήγημα "Τα κυκλικά ερείπια" και το ποίημα "Το Γκόλεμ".

Εκτός από τα δικά του έργα, ο Μπόρχες είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Όσκαρ Ουάιλντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φραντς Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Αντρέ Ζιντ, Γουίλιαμ Φόκνερ, Γουόλτ Γουίτμαν, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπράουν και Γ. Κ. Τσέτσερτον. Σε διάφορα άρθρα και διαλέξεις ο Μπόρχες αξιολογεί την τέχνη της μετάφρασης και αρθρώνει τη δική του άποψη για το θέμα: μια μετάφραση μπορεί να αποτελέσει βελτίωση του πρωτότυπου, εναλλακτικές ή και αντιφατικές εκδοχές του ιδίου έργου μπορούν να έχουν την ίδια ισχύ, και μία πρωτότυπη ή κυριολεκτική μετάφραση μπορεί να απέχει πολύ από το πρωτότυπο έργο.

Ο Μπόρχες χρησιμοποίησε επίσης δύο πολύ ασυνήθιστα λογοτεχνικά στοιχεία: την παραποίηση της πραγματικότητας αναφορικά με την ιστορία κειμένων και την κριτική ανύπαρκτων έργων. Και τα δύο αποτελούν μορφές σύγχρονων ψευδεπιγράφων. Παρόλο που ο Μπόρχες χρησιμοποίησε πολύ και διέδωσε την κριτική ανύπαρκτων έργων, εντούτοις αυτό δεν αποτέλεσε δική του επινόηση. Πιθανόν να συνάντησε αυτή την ιδέα για πρώτη φορά στο μακρύ κείμενο "Ο ράφτης ξανά ραμμένος" του Τόμας Κάρλαϊλ, το οποίο ήταν κριτική ενός ανύπαρκτου γερμανικού φιλοσοφικού έργου και βιογραφία του επίσης φανταστικού του συγγραφέα. Στην εισαγωγή της πρώτης συλλογής διηγημάτων που εξέδωσε, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται, ο Μπόρχες αναφέρει: "Είναι μεγάλη τρέλα και άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία – αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα η οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλύτερο πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να δίνεις μια σύνοψη ή κάποιο σχόλιο."



Νόμισμα 2 πέσο Αργεντινής, αφιερωμένο στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (αριστερά) και παράσταση με μίξη στοιχείων από τα διάφορα διηγήματα του (δεξιά), 1999


Ο Μπόρχες ως Αργεντίνος και ως πολίτης του κόσμου

Το έργο του Μπόρχες έχει χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, κάτι που αποτελεί αντανάκλαση της πολυ-πολιτισμικής Αργεντινής, της έκθεσής του από νωρίς στη μεγάλη συλλογή παγκόσμιας λογοτεχνίας που διέθετε ο πατέρας του, και τα πολλά ταξίδια που έκανε στη ζωή του. Νεαρός, επισκέφθηκε περιοχές των πάμπας όπου τα σύνορα της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας θολώνουν, και έζησε και πήγε σχολείο στην Ελβετία και την Ισπανία. Μεσήλικας, ταξίδεψε σε όλη την Αργεντινή για να δώσει διαλέξεις και σε διάφορα μέρη του κόσμου ως επισκέπτης καθηγητής. Συνέχισε να γυρίζει τον κόσμο στα γεράματά του, πεθαίνοντας στη Γενεύη, όπου είχε πάει λύκειο (δεν πήγε ποτέ πανεπιστήμιο).

Ο Μπόρχες ήρθε σε επαφή με λογοτεχνία από αργεντίνικα, ισπανικά, βορειοαμερικανικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και βορειοευρωπαϊκά/ισλανδικά συγγράμματα. Διάβασε επίσης πολλές μεταφράσεις έργων από τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Η παγκοσμιότητα που τον έκανε να ενδιαφερθεί για την παγκόσμια λογοτεχνία — και αναγνώστες σε όλο τον κόσμο να ενδιαφερθούν για αυτόν — αντανακλούσε μία στάση η οποία ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον ακραίο εθνικισμό της κυβέρνησης του Περόν. Όταν ακραίοι Αργεντίνοι εθνικιστές, οι οποίοι ταυτίζονταν - τουλάχιστον εν μέρει - με τους Ναζί, υποστήριξαν ότι ο Μπόρχες ήταν Εβραίος — υπονοώντας ότι δεν ήταν αρκετά Αργεντίνος — ο Μπόρχες αποκρίθηκε "Yo Judío" ("Εγώ, Εβραίος"), υποδεικνύοντας ότι θα ήταν περήφανος αν ήταν Εβραίος, και παρουσίασε το χριστιανικό του γενεαλογικό δέντρο, υπενθυμίζοντας όμως ότι οποιοσδήποτε "βέρος Ισπανός" θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάποια εβραϊκή καταγωγή.

Πολυ-πολιτισμικές επιρροές στα κείμενα του Μπόρχες

Η Αργεντινή του Μπόρχες ήταν πολυ-πολιτισμική και το Μπουένος Άιρες, η πρωτεύουσα, μια κοσμοπολίτικη πόλη. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο κατά την εποχή της σχετικής ευημερίας των παιδικών και νεανικών χρόνων του Μπόρχες, παρά σήμερα. Κατά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αργεντινής το 1816 ο πληθυσμός ήταν μικτός, κυρίως ισπανικής καταγωγής, αλλά και με πολλούς μιγάδες. Η εθνική ταυτότητα των Αργεντίνων διαμορφώθηκε σταδιακά, με την πάροδο πολλών δεκαετιών μετά την ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήρθαν πολλοί μετανάστες από Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Συρία και Λίβανο (τότε μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστροουγγαρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ελβετία, Γιουγκοσλαβία, Βόρεια Αμερική, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία και Κίνα, με τους Ιταλούς και τους Ισπανούς να αποτελούν τις μεγαλύτερες ομάδες. Η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων και κουλτούρων στην Αργεντινή φαίνεται έντονα στα Έξι προβλήματα για τον Δον Ισίδρο Παρόδι, το οποίο ο Μπόρχες συνέγραψε με τον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, και στην ανώνυμη πολυ-εθνοτική πόλη στην οποία εκτυλίσσεται το "Ο θάνατος και η πυξίδα", η οποία μπορεί να είναι ή να μην είναι το Μπουένος Άιρες. Στα κείμενα του Μπόρχες υπάρχουν επίσης επιδράσεις και πληροφορίες από χριστιανικά, βουδιστικά, ισλαμικά και εβραϊκά κείμενα.

Ο Μπόρχες ως ειδικός στην ιστορία, την κουλτούρα και τη λογοτεχνία της Αργεντινής

Παρά το ότι ο Μπόρχες επικεντρωνόταν συχνά σε παγκόσμια θέματα, ασχολήθηκε επίσης με το φολκλόρ, την ιστορία και άλλα θέματα της Αργεντινής. Το πρώτο του βιβλίο, Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες), εκδόθηκε το 1923. Λαμβάνοντας υπ' όψη την ενασχόληση του Μπόρχες με αργεντίνικα θέματα — από αργεντίνικη κουλτούρα ("Ιστορία του τανγκό", "Επιγραφές σε άμαξες"), φολκλόρ ("Χουάν Μουράνια", "Η νύχτα των δώρων"), λογοτεχνία ("Ο Αργεντίνος συγγραφέας και η παράδοση", "Αλμαφουέρτε", "Εβαρίστο Καριέγο") και σύγχρονα θέματα — μοιάζει μάλλον ειρωνικό που οι υπερ-εθνικιστές αμφισβήτησαν την αργεντίνική του ταυτότητα.

Το ενδιαφέρον του Μπόρχες σε αργεντίνικα θέματα αντανακλά εν μέρει την έμπνευσή του από το γενεαλογικό του δέντρο. Η γιαγιά του Μπόρχες από την πλευρά του πατέρα του ήταν Αγγλίδα και παντρεύτηκε, γύρω στο 1870, τον ισπανικής καταγωγής Φρανσίσκο Μπόρχες, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και είχε ιστορικό ρόλο στους εμφύλιους πολέμους που έγιναν στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνουν η Αργεντινή και η Ουρουγουάη. Περήφανος για την ιστορική κληρονομιά της οικογένειάς του, ο Μπόρχες χρησιμοποίησε αρκετές φορές αυτούς τους εμφύλιους πολέμους σε πεζά (π.χ. "Η ζωή του Ταδέο Ισιδόρο Κρους", "Ο νεκρός", "Αβελίνο Αρεδόντο") και ποίηση ("Ο Στρατηγός Κιρόγα οδεύει προς τον θάνατο με άμαξα"). Ο προπάππος του Μπόρχες από την πλευρά της μητέρας του ήταν επίσης ήρωας του στρατού, και ο Μπόρχες τον απαθανάτισε στο ποίημα "Μια σελίδα στη μνήμη του Συνταγματάρχη Σουάρες, νικητή στο Χουνίν".



Η πρώτη έκδοση διηγημάτων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες στην ελληνική γλώσσα. Λαβύρινθοι, μετάφραση Βαγγέλης Κατσάνης, εκδόσεις Πλειάς, 1974.

Εργογραφία στα ελληνικά

*1930: Evaristo Carriego (Εβαρίστο Καριέγκο), δοκίμια για τον Αργεντινό ποιητή Εβαρίστο Καρίεγκο 
μτφ.Τάσος Δενέγρης (εκδ. "Ύψιλον", 1984)
*1935: Historia universal de la infamia (Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας), συλλογή «αφηγηματικών πειραμάτων κάτι μεταξύ φάρσας και ψευτοδοκιμίου»  
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1982)
*1944: Ficciones (Μυθοπλασίες),συλλογή διηγημάτων που έχει τιμηθεί με το «Prix Formentor International» το 1961 
μτφ.Βαγγέλης Κατσάνης, ως «Λαβύρινθοι» (εκδ. "Καστανιώτη", 1986)
*1949: El Aleph (Το Άλεφ), δοκίμια και μικρά αφηγήματα 
μτφ.Κάτια Γουίλσον, ως «Ιστορίες» (εκδ. "Ερμής", 1981) 
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1991, 2004)
*1952: Otras inquisiciones 1937-1952 (Διερευνήσεις), δοκίμια και λογοτεχνική κριτική μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1990)
*1953: Historia de la eternidad (Ιστορία της αιωνιότητας), συλλογή δοκιμίων και μικρών αφηγημάτων 
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1998)
*1953: El "Martín Fierro" (Το «Μαρτίν Φιέρρο), δοκίμιο για το ομώνυμο λαϊκό ποίημα της Αργεντινής 
μτφ.Ιφιγένεια Σταροπούλου (εκδ. "Libro", 2007)
*1960: El Hacedor (Ο δημιουργός), ποιήματα και μικρά αφηγήματα
μτφ.Τάσος Δενέγρης και Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. "Ύψιλον", 1985)
*1967: El libro de los seres imaginarios (Το βιβλίο των φανταστικών όντων), αφηγήματα για μυθολογικές μορφές της παγκόσμια λογοτεχνίας
μτφ.Γιώργος Βέης (εκδ. "Libro", 1982, 1991, 2005 και εκδ. "Πατάκη" 2016)
*1969: Elogio de la Sombra (Το εγκώμιο της σκιάς), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
*1970: El informe de Brodie (Η αναφορά του Μπρόντι), ένδεκα μικρά αφηγήματα
μτφ.Κλειώ Νταβέλη και Χρύσα Τσαμαδού (εκδ. "Εξάντας", 1974)
*1972: El oro de los tigres (Το χρυσάφι των τίγρεων), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1988)
*1972: Crónicas de Bustos Domecq (Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ), μικρά πεζά κείμενα που έγραψε μαζί με τον Αντόνιο Μπιόι Κασάρες (βιβλιοκριτική, εδώ)[22]
μτφ.Τάσος Δενέγρης (εκδ. "Ύψιλον", 1989)
*1975: El libro de arena (Το βιβλίο της αρένας), μικρά πεζά κείμενα
μτφ.Σπύρος Τσακνιάς, ως «Το βιβλίο της άμμου» (εκδ. "Νεφέλη", 1982)
*1976: Que es el budismo? (Τι είναι ο Βουδισμός;), συλλογή διαλέξεων
μτφ.Ε. Κ. Γαζής (εκδ. "Printa", 1998, 2011)
*1976: Diálogos (Διάλογοι), διάλογος με τον Ερνέστο Σάμπατο
μτφ.Δήμητρα Παπαβασιλείου (εκδ. "Printa", 2010)
*1977: Rosa y Azul (Ρόδινο και γαλάζιο), συλλογή μικρών αφηγημάτων
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1986)
*1977: Historia de la noche (Η ιστορία της νύχτας και άλλα ποιήματα), ποιήματα
μτφ.Δημήτρης Καλοκύρης (εκδ. "Ύψιλον", 1988)
*1980: Siete noches (Εφτά νύχτες), συλλογή από διαλέξεις του
μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης (εκδ. "Ύψιλον", 1987)
*1982: Nueve ensayos dantescos (Εννέα δοκίμια για τον Δάντη), δοκίμια για τον ποιητή
μτφ.Φοίβος Γκικόπουλος (εκδ. "University Studio Press", 2003)
*2000: This Craft of Verse (Η τέχνη του στίχου), σειρά διαλέξεων του Μπόρχες στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1967
μτφ.Μαρία Τόμπρου ("Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης", 2006)



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Ο ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ ( 14 Ιουνίου 1928 – 9 Οκτωβρίου 1967 ) ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

 " Ο Τσε ήταν κάτι ανάμεσα σε αθλητή και σε ασθματικό· ενάλλασσε τον Στάλιν με τον Μπωντλέρ, την ποίηση με το μαρξισμό"

Φιντέλ Κάστρο
πηγή 


O Τσε και η ποίηση

Ο Ερνέστο Γκεβάρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του, ήταν αδηφάγος αναγνώστης ποίησης. Υπάρχουν εκατοντάδες ανέκδοτα που το επιβεβαιώνουν. Ήταν ένα πάθος που ανακάλυψε στην εφηβεία, μια περίοδο συνεχών κρίσεων άσθματος, όταν ο Τσε, υποχρεωμένος να υπομένει πολλές ώρες ακινησίας, έβρισκε στα βιβλία ένα συγγενικό κόσμο όπου μπορούσε να καταφεύγει. Οι πρώτοι του έρωτες ήσαν ο Πάμπλο Νερούδα και τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ, που παραδόξως τα διάβασε στα γαλλικά. Σε ηλικία 15 ετών είναι η σειρά του Βερλέν και του Αντόνιο Ματσάδο. Πέρα από την ανακάλυψη του Γκάντι που τον εντυπωσιάζει βαθιά, οι φίλοι του τον θυμούνται να απαγγέλλει Νερούδα, αλλά και ισπανούς ποιητές.

Το 1952, σε ηλικία 24 ετών, και ενώ βρίσκεται στη Μπογκοτά, ο Τσε κάνει τη γνωριμία ενός κολομβιανού ηγετικού στελέχους του φοιτητικού κινήματος. Μιλάνε για πολιτική, λογοτεχνία, και ο Τσε ισχυρίζεται ότι έχει αποστηθίσει όλα τα ποιήματα του Νερούδα. Ο κολομβιανός φοιτητής τον προκαλεί αρχίζοντας να απαγγέλλει κάποιο ποίημα του Νερούδα και σταματά. Ο Γκεβάρα συνεχίζει χωρίς δισταγμό: «...μπορώ να γράψω απόψε τους πιο λυπημένους στίχους/ Να γράψω για παράδειγμα…» και συνεχίζει. Κάπου δύο χρόνια αργότερα, από μια μεξικάνικη φυλακή, θα έγραφε στους γονείς του: «Εάν για έναν οποιοδήποτε λόγο, παρόλο που μου φαίνεται απίθανο, δεν θα μπορούσα πλέον να γράψω και τα πράγματα πήγαιναν προς το χειρότερο, δεχτείτε αυτές τις γραμμές σαν αποχαιρετισμό, όχι δραματικό αλλά ειλικρινή. Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μία κόρη που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν θα θεωρήσω το θάνατό μου σαν αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, «Στον τάφο θα φέρω μονάχα / την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού». […]


Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε κατόρθωσε να οργανώσει ένα δίκτυο επαφών, ικανό να μπορεί να στέλνει στο βουνό τα βιβλία του Χοσέ Μαρτί, τις ποιητικές συλλογές του Χοσέ Μαρία Ερέδα, του Χερτρούδες ντε Αβεγιανέδα, του Γκαμπ­ριέλ δε λα Κονθεπθιόν και του Ρούμπεν Νταρίο. Ανάμεσα σ’ αυτά έβλεπες και τη βιογραφία του Γκέτε από τον Εμίλ Λούντβιχ, που διάβασε (όπως φαίνεται σε φωτογραφία), ξαπλωμένος σε μια καλύβα από κλαδιά, σκεπασμένος με κουβέρτα και καπνίζοντας ένα τεράστιο πούρο.
Τον Ιούνιο του 1961, όταν ήταν Υπουργός Βιομηχανίας της νικηφόρας επανάστασης, ο Τσε αποκάλυπτε στον Ίγκορ Μαν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης: «γνωρίζω τον Νερούδα απέξω, και στο κομοδίνο μου έχω τον Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά». Ο Γκεβάρα είχε προσθέσει ότι από τα ποιήματα του Νερούδα αγαπούσε πιο πολύ «Το ερωτικό άσμα στο Στάλινγκραντ». Η Αλέιδα Μάρτς, η σύντροφός του, θυμάται: «διάβαζε όλες τις ώρες, σε οποιαδήποτε ελεύθερη στιγμή, ανάμεσα σε δύο συσκέψεις, ή στη διάρκεια των ταξιδιών του».

Ο Τσε ως ποιητής

Ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν μόνο δεινός αναγνώστης. Όλη τη ζωή ερωτοτροπούσε με την ποίηση ως δημιουργός, την είχε πλησιάσει και είχε απομακρυνθεί, αντιμετωπίζοντάς την με απόλυτο σεβασμό. Ποτέ δεν αισθάνθηκε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των προσπαθειών του και πιστεύοντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν μεγάλη αξία, δεν θέλησε ποτέ να τους δημοσιεύσει.
Είναι πιθανόν να έγραφε ποίηση σε όλη τη διάρκεια της εφηβείας του και της πρώτης νιότης του, όμως τα λίγα κείμενα που γνωρίζουμε σήμερα γράφτηκαν μεταξύ του 1954 και του 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Πρόκειται για ποιήματα ενός ατόμου σε μεταβατική περίοδο, γοητευμένου από το απέραντο σύμπαν (που κατά κάποιον τρόπο τον περίμενε) και από τα προκολομβιανά ερείπια. Το 1955 ο Τσε έγραφε: «Η θάλασσα με καλεί με το φιλικό της χέρι/ το λιβάδι μου – μια ήπειρος – / ανοίγει απαλό και ανεξίτηλο / σαν κωδωνοκρουσία στο δειλινό». Θα επιστρέψει με τα ίδια θέματα σε ένα άλλο ποίημα: «Βρίσκομαι μόνος απέναντι στην αμείλικτη νύχτα / με το ελαφρό άρωμα των εισιτηρίων / η Ευρώπη με φωνή παλιού κρασιού / πνοή ξανθής σάρκας, μουσειακά αντικείμενα. / Με το χαρούμενο κουδούνισμα των νέων χωρών / βρίσκομαι μπροστά στις συγκρούσεις / που έφερε το τραγούδι του Μαρξ και του Ένγκελς».
Όταν ασκούσε την ιατρική στο Μεξικό, ο Τσε χρειάστηκε να θεραπεύσει μια γυναίκα ονόματι Μαρία, με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα εξαιτίας του άσθματος. Θεωρώντας την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσε η γυναίκα αυτή και το φρικτό θάνατό της σαν προσωπική προσβολή, ο Γκεβάρα έγραψε ένα ποίημα: «Γριά Μαρία, πρόκειται να πεθάνεις / θέλω να σου μιλήσω σοβαρά /η ζωή σου ήταν γεμάτη αγωνίες / δεν είχες εραστή, ούτε υγεία ούτε χρήματα / μόνο την πείνα είχες να μοιραστείς...».
Είναι πιθανόν ότι συνέχισε να γράφει στίχους κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.

Διαβάστε περισσότερα H προσωπική ανθολογία του Τσε


Ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, 1961.


Hasta la poesía de la revolución − Ο Τσε και η ποίηση

Τα ποιήματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από την Μποτίλια Στον Άνεμο . Ξαναδουλεμένα και σχολιασμένα, υπό τον γενικό τίτλο Ο ΤΣΕ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ παρουσιάστηκαν στη μεγάλη εκδήλωση στο σινέ Αλκυονίς, που διοργάνωσε η New Starγια τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε, στις 14 Ιουνίου 2017.

Τα ποιήματα των Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον και Γκιγιέν μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.


TΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ -  ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ


Το πρώτο ποίημα, Τραγούδι για τον Φιντέλ, ανήκει στον Τσε. Γράφτηκε στο Μεξικό, πιθανόν τον Ιούνιο του 1956, στο ράντσο που είχαν νοικιάσει οι επαναστάτες για την εκπαίδευσή τους, ή τον Ιούλιο στη φυλακή Μιγκέλ Σουλτς, από όπου στις 6 του μήνα, ο Τσε γράφει στους γονείς του:
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά, δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Ορισμένες πηγές δίνουν ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος την επομένη της επιστολής (7 Ιουλίου 1956). Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι ομοιότητες του ποιήματος με την επιστολή (υπογραμμίσεις).
Στις 25 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς θα ξεκινήσουν με το κότερό τους για την κρίσιμη αναμέτρηση με την αθανασία.


Πάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτόν τον πράσινο αλιγάτορα που τόσο αγαπάς.

Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμε
οπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτί
κι ας πάρουμε όρκο πως μας περιμένει ο θρίαμβος ή που το θάνατο θα βρούμε.

Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.

Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.

Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.

Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.

(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους κι ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).

Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016

Che Guevara Portrait by Arun Sivaprasad

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ - ΘΛΙΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ

(Από τη συλλογή Το Τέλος Του Κόσμου, 1969)

Εκείνοι που έζησαν αυτή την ιστορία, το θάνατο και την ανάσταση της πεθαμένης μας ελπίδας,
αυτοί που τον αγώνα διάλεξαν κι είδαν να ξεδιπλώνονται σημαίες, ήξεραν
πως οι πιο αθόρυβοι ήταν οι αληθινοί μας ήρωες, κι αυτοί που καπηλεύτηκαν
τις νίκες ήταν οι φαφλατάδες με τα παχιά τα λόγια και τα σάλια τους.

Κούνησε το κεφάλι του ο λαός:
και γύρισε ο ήρωας στη σιωπή του.
Μα μαυροφόρεσε η σιωπή, ώσπου κι εμείς βουλιάξαμε στο πένθος, σαν έσβησε απάνω στα βουνά η πυρκαγιά κι η δόξα του Γκεβάρα.
O Κομαντάντε είναι νεκρός, σ’ ένα φαράγγι σκοτωμένος.

Κανείς δεν βρήκε λέξη για να πει.
Κανείς δεν έκλαψε στα ινδιάνικα χωριά.
Κανείς δεν χτύπησε καμπάνες.
Κανείς δεν σήκωσε ντουφέκι, και πήρανε την επικήρυξη αυτοί που ο δολοφονημένος κομαντάντε είχε πάει για να τους σώσει.

Τι να συνέβη, συντετριμμένος συλλογιέμαι, με τούτα τα γεννούμενα;
Και η αλήθεια δεν ειπώθηκε, σκεπάστηκε όμως σε μια κόλα από χαρτί αυτή η δυστυχία η ασήκωτη.
Μόλις που είχε χαράξει ο δρόμος και ήταν για μας η ήττα του
μια τσεκουριά που γκρέμισε τη στέρνα της σιωπής.

Η Βολιβία γύρισε στην έχθρα της, στους διαβρωμένους γοριλάνθρωπους, μες στην αγιάτρευτή της φτώχεια,
και τότε σαν τρομαγμένες μάγισσες, οι λοχίες της ντροπής, οι δολοφόνοι στρατηγίσκοι,
κρύψαν καλά καλά το σώμα του αντάρτη, λες και τους έκαιγε ο νεκρός.
Κατάπιε η άγρια ζούγκλα τα μονοπάτια, τα οράματα, κι εκεί που άλλοτε διάβαιναν οι αποδεκατισμένοι άντρες
τώρα οι γλυσίνες ρίζωσαν, με πράσινη φωνή μοιρολογούν κι αθόρυβα στις φυλλωσιές τ’ άγριο ελάφι επιστρέφει.

(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)


ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ - ΤΣΕ

ΕΙΧΑ έναν αδερφό.
Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.

Είχα έναν αδελφό
που τράβαγε μες στα βουνά
όσο εγώ κοιμόμουν.

Αγάπησα τον τρόπο του
και πήρα τη φωνή του
ελεύθερη όπως το νερό.
Κάποιες φορές περπάτησα
μαζί με τη σκιά του.

Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.
Ο αδερφός μου έμενε ξάγρυπνος
όσο εγώ κοιμόμουν.
Ο αδερφός που μου ’δειχνε
πίσω απ’ τη μαύρη νύχτα
το διαλεχτό του αστέρι.
Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4 Ιουνίου 2016


Painting by Alexander Schäd from Germany

ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ - ΓΕΜΑΤΟΙ ΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΙ

Προχωράμε,
αποκρούοντας επιθέσεις. 

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

ΈΤΣΙ είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
αν και αυτό το φονικό
ήταν παράλογα προβλέψιμο

νιώθω ντροπή κοιτάζοντας
τους πίνακες
τις πολυθρόνες
τα χαλιά
ακόμα και να πάρω ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο
και να χτυπήσω τα τρία παγκόσμια γράμματα του ονόματός σου
στην παγωμένη γραφομηχανή
εκείνη που ποτέ
ποτέ δεν ήταν άλλοτε
τόσο η ταινία της χλωμή

και που κρυώνω ντρέπομαι
μα και που πάω κοντά στη σόμπα όπως συνήθως
και που πεινάω και τρώγω
αυτό το τόσο απλό 
και που ανοίγω το πικάπ ν’ ακούσω κάτι στη σιωπή
ιδίως ένα του Μότσαρτ κουαρτέτο

νιώθω ντροπή για τις ανέσεις μου
και ντρέπομαι για το άσθμα μου
όταν εσύ κομαντάντε σωριάζεσαι
από τις σφαίρες θερισμένος
υπέροχος
λαμπρός

είσαι η συνείδησή μας η διάτρητη

λένε πως σ’ έκαψαν
μα ποια φωτιά
μπορεί να κάψει το καλό
τα καλά νέα
αυτή την οργισμένη τρυφερότητα
που έγινε μεταδοτική
μέσα απ’ το βήχα
κι απ’ τις λάσπες

λένε πως αποτέφρωσαν
όλη σου τη ζωή
εκτός από ένα δάχτυλο


μα είναι αρκετό το δρόμο να μας δείξει
το κτήνος να δικάσει και με τη στάχτη του
να σφίξει πάλι τη σκανδάλη


έτσι είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
βέβαια με τον καιρό αυτή η βαριά
κατάπληξη
θα υποχωρήσει
θα μείνει
σκέτη η οργή

είσαι νεκρός,
είσαι ζωντανός,
είσαι πεσμένος καταγής
είσαι ένα σύννεφο
είσαι βροχή,
είσαι αστέρι

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι

μπορείς εντέλει
να ανασάνεις ήσυχος
και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου ουρανό

όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι
κρίμα που δεν υπάρχει και θεός

μα θα υπάρξουν άλλοι
σίγουρο πως θα υπάρξουν άλλοι
άξιοι να σε υποδεχτούνε
κομαντάντε.

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2016

 Che Guevara - Dominique Capocci

ΡΟΚΕ ΝΤΑΛΤΟΝ - ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕ

Ο ΤΣΕ ο Ιησούς Χριστός
αιχμαλωτίστηκε
μετά από την επί του όρους ομιλία του
(στο βάθος των πολυβόλων το κροτάλισμα)
από ρέιντζερς Βολιβιανούς κι Εβραίους
κατ’ εντολή γιάνκηδων εκατόνταρχων
Τον καταδίκασαν Γραμματείς και Φαρισαίοι ρεβιζιονιστές
με τον Καγιάφα Μόνχε εκπρόσωπό τους
ο Πόντιος Μπαριέντος ένιπτε τας χείρας του
μιλώντας στους αμερικανούς στρατιωτικούς
πίσω απ’ την πλάτη του λαού που μασουλούσε φύλλα κόκας
και ούτε καν η εναλλακτική για έναν Βαραββά
(ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν σ’ εκείνους που εγκατάλειψαν το αντάρτικο
και άνοιξε στους ρέιντζερς το δρόμο)
Ύστερα φόρεσαν στο Χριστό Γκεβάρα
ένα στεφάνι αγκάθινο κι έναν ζουρλοχιτώνα
και μια ταμπέλα για εμπαιγμό κρεμάσαν στο λαιμό του
ΙΝΒΙ: Ιδανικός Νοηματοδότης των Βασανισμένων απ’ τον Ιμπεριαλισμό
Κατόπιν του φόρτωσαν το σταυρό πάνω απ’ το άσθμα του
και τον καρφώσαν με ριπές από Μ-2
του έκοψαν το κεφάλι και τα χέρια
κι έκαψαν ό,τι απόμεινε ώσπου να γίνει στάχτη
και να σκορπίσει με τον άνεμο.
Κατά συνέπεια δεν έμεινε άλλος δρόμος για το Τσε
παρά ν’ αναστηθεί
και στα αριστερά να στέκει των ανθρώπων
ζητώντας τους ν’ ανοίξουνε το βήμα
εις τους αιώνες των αιώνων
Αμήν.
(Από τη συλλογή Παράνομα Ποιήματα, 1980)

Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015

Διαβάστε περισσότερα : http://www.katiousa.gr/


Art Sketch by Kim Wang

Νικολάς Γκιγιέν - 4 Ποιήματα για τον Τσε

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

ΟΠΩΣ του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει
κι ως τα νερά στον κάμπο ο Πλάτα ξετυλίγει
και με του Κάουτο τα νερά ζωή έχει φέρει,

έτσι ο Γκεβάρα, ο γκάουτσο, φωνή γενναία,
με τον Φιντέλ τ’ αντάρτικό αίμα του έχει δέσει,
κι όταν η νύχτα μας τρισκότεινη είχε πέσει
φαρδιά η παλάμη του μας κράτησε παρέα.

Ανίκητος. Από φαρμάκι, από θηρίο,
κι από λερή σκιά θανάτου, και μαχαίρι,
που μόνο η μνήμη η βάρβαρη δεν θα αποφύγει.

Σε μια λαμπρή ψυχή ενώθηκαν οι δύο,
όπως του Σαν Μαρτίν το τιμημένο χέρι
με του Μαρτί το αδερφικό το χέρι σμίγει.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν, Ιανουάριος 1959


CHE GUEVARA

COMO si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera,
como si el Plata vegetal viniera
con el Cauto a juntar agua y ternura,

así Guevara, el gaucho de voz dura,
brindó a Fidel su sangre guerrillera,
y su ancha mano fue más compañera
cuando fue nuestra noche más oscura.

Huyó la muerte. De su sombra impura,
del puñal,del veneno,de la fiera,
sólo el recuerdo bárbaro perdura.

Hecha de dos un alma brilla entera,
como si San Martín la mano pura
a Martí familiar tendido hubiera.
Guillen Nicolás, Enero 1959


Ο Ερνέστο Γκεβάρα σε ηλικία 37 ετών στο Κονγκό1965.

ΤΣΕ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤΕ

ΚΙ ΑΣ έπεσες
το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα.
Άλογο καμωμένο από φωτιά
καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου
μες στους ανέμους και τα σύννεφα
της Σιέρρας.
Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου.
Κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου
σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια
η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου
στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα
από δολάρια. Το γέλιο της
μια παγωμένη μάσκα τώρα,
και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο
ανυψώνεται, διασκορπίζεται,
σαν ντάβανος κεντρίζει τους αντάρτες,
και το τρανό όνομά σου λαβωμένο
απ’ τους στρατιώτες
λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια,
σαν ένα πεφταστέρι
στη μέση μιας απαίσιας γιορτής.
Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες,
μα από σεμνότητα δεν το ’πες
για να μην καυχηθείς,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον.
Κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου

και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις
φυτείες του καφέ,
εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει. Πρόσωπο
με τη φωτεινή γενειάδα. Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου.
Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές
μα δεν προστάζει,
μια προσταγή συντροφική, μια φιλική
διαταγή,
σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και
σύντροφου.
Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό,
καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά
άνθρωπο απλό, και δύσκολη
η κάθε μέρα.
Κι άδολος είσαι σαν παιδί
σαν ένας άντρας άδολος,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη,
τρύπια σου στολή της μάχης.
Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε
στη Σιέρα. Μισόγυμνο
το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του
τουφεκιού,
ένας τυφώνας πύρινος, κι αμάραντο
τριαντάφυλλο.
Χωρίς ανάπαυλα.
Γεια σου Γκεβάρα!
Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί
στο αμερικάνικο φαράγγι:
Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.
Θέλουμε
να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως
πέθανες εσύ,
να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτ. 2015
Νικολάς Γκιγιέν,
8 - 15 Οκτωβρίου 1967


CHE COMANDANTE

NO porque hayas caído
tu luz es menos alta.
Un caballo de fuego
sostiene tu escultura guerrillera
entre el viento y las nubes
de la Sierra.
No por callado eres silencio.
Y no porque te quemen,
porque te disimulen bajo tierra,
porque te escondan
en cementerios, bosques, páramos,
van a impedir que te encontremos,
Che Comandante,
amigo.

CON sus dientes de júbilo
Norteamérica ríe. Mas de pronto
revuélvese en su lecho
de dólares. Se le cuaja
la risa en una máscara,
y tu gran cuerpo de metal
sube, se disemina
en las guerrillas como tábanos,
y tu ancho nombre herido
por soldados
ilumina la noche americana
como una estrella súbita, caída
en medio de una orgía.
Tú lo sabías, Guevara,
pero no lo dijiste por modestia,
por no hablar de ti mismo,
Che Comandante,
amigo.

ESTÁS en todas partes. En el indio
hecho de sueño y cobre. Y en
el negro
revuelto en espumosa muchedumbre,
y en el ser petrolero y salitrero,
y en el terrible desamparo
de la banana, y en la gran pampa de
las pieles,
y en el azúcar y en la sal y en los
cafetos,
tú, móvil estatua de tu sangre como
te derribaron,
vivo, como no te querían,
Che Comandante,
amigo.

CUBA te sabe de memoria. Rostro
de barbas que clarean. Y marfil
y aceituna en la piel de santo joven.
Firme la voz que ordena
sin mandar,
que manda compañera, ordena
amiga,
tierna y dura de jefe
camarada.
Te vemos cada día ministro,
cada día soldado, cada día
gente llana y difícil
cada día.
Y puro como un niño
o como un hombre puro,
Che Comandante,
amigo.

PASAS en tu descolorido, roto,
agujereado traje de campaña.
El de la selva, como antes
fue el de la Sierra. Semidesnudo
el poderoso pecho de fusil
y palabra,
de ardiente vendaval y lenta
rosa.
No hay descanso.
¡Salud, Guevara!
O mejor todavía desde el hondón
americano:
Espéranos. Partiremos contigo.
Queremos
morir para vivir como tú has
muerto,
para vivir como tú vives,
Che Comandante,
amigo.
Nicolás Guillen,
8 - 15 de Οctubre de 1967


Ο Ερνέστο Γκεβάρα στη Βολιβία λίγο πριν το θάνατο του, 1967


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΛΥΤΡΑΣ

 

Φωτογραφία του Νικηφόρου Λύτρα με την παλέτα στο χέρι
από το περιοδικό 
Εστία του 1893

Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους τηςζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα τρία τέταρτα του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης
Τα κάλαντα 

Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Νικηφόρος Λύτρας ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, ο οποίος περιπλανήθηκε σ' όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη του και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία και ο Νικηφόρος Λύτρας από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν.
Αυτοπροσωπογραφία

Το 1850, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Στο Σχολείο των Τεχνών, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανόδιευθυντή της Σχολής, Λουδοβίκο Θείρσιο (Λούντβιχ Τιρς, Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον ΙταλόΡαφφαέλο Τσέκκολι (Raffaelo Ceccoli). Ο Θείρσιος συγκινημένος από το πρώιμο φούντωμα της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του Νικηφόρου Λύτρα, τον πήρε υπό την ιδιαίτερη και πατρική προστασία του και τον καθοδήγησε με επιτυχία στο δρόμο της μεγάλης καριέρας. Με την αποφοίτησή του, το 1856, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέλαβε να διδάξει το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Την εποχή εκείνη, στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας ζωντάνευε ξανά ο αθηναϊκός 5ος αιώνας π.Χ.. Η τέχνη, που είχε πηγή τον αρχαίοκλασικισμό, βρισκόταν στην ακμή της. Μέσα σ' αυτή τη Σχολή και με δάσκαλό του τον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), ο οποίος ήταν βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στη Γερμανία, ο Νικηφόρος Λύτρας ανέπτυξε στερεές ρίζες για την κατοπινή του εξέλιξη.

Επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης
Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρώνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, συντροφιά με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, όπου πλούτισε το ταλέντο του με ισχυρές και φωτεινές εντυπώσεις και με το ρυθμό ενός άλλου κόσμου. Εκεί προσπάθησε να γνωρίσει την επίδραση που είχε η Ανατολή πάνω στον κλασικισμό, ώστε να μπορέσει να μελετήσει το βυζαντινό ρυθμό που γεννήθηκε από την ένωση του κλασικισμού με την αραβική τέχνη. Τον επόμενο χρόνο (1874) πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. ΤονΣεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη, αναχώρησε και πάλι για το Μόναχο και το Παρίσι.

Προσμονή
Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν τέσσερις ακόμα γιοι — ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος — και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο.
Ο Λύτρας εργάστηκε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Οι ανεξάντλητοι θησαυροί της ψυχής του, η ευαισθησία και η ευρύτητα της καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασίας, έκαναν γόνιμη τη διδασκαλία του και τα αποτελέσματά της λαμπρά, δεδομένου ότι οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες της νεότερης Ελλάδας υπήρξαν μαθητές του. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος.

Ο γαλατάς (1895)
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.

Το ζωγραφικό του έργο.

Στο πλούσιο και απέραντο έργο του Νικηφόρου Λύτρα, από τα πρώτα παιδικά σχεδιαγράμματά του μέχρι τον τελευταίο του πίνακα, βλέπει κανείς μια διαρκή εξέλιξη. Συνεχώς ανεβαίνει, προσπαθώντας να φτάσει στην ιδανική τελειότητα. Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη.

Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865)


Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855186718781889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βιοτικές ανάγκες ήταν που υποχρέωσαν τον Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει προσωπογραφίες εξεχόντων προσώπων. Έτσι, μολονότι είναι αριστουργηματικές, δεν ήταν αυτές στις οποίες ο Λύτρας έκλεινε μέσα τη ψυχή του.

Το ψαριανό μοιρολόι

Η καλλιτεχνική δύναμη του Νικηφόρου Λύτρα βρίσκεται μέσα στους ηθογραφικούς του πίνακες, στις εκπληκτικές εκείνες συνθέσεις, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και τη φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι.
Προσωπογραφία
Μαριάνθης Λ. Χαριλάου
,
 Τα γραφικά έθιμα και τα στιγμιότυπα ενέπνευσαν μερικά από τα πλέον γνωστά ηθογραφικά έργα του: Ψαριανό μοιρολόι, Παιδί που στρίβει τσιγάρο, Η αναμονή, Ο κακός έγγονος, Η κλεμμένη, το Μετά την πειρατείαν, Η αρραβωνιασμένη, Το λιβάνισμα, Η ορφανή, Τα άνθη του επιταφίου, Ο όρθρος, Ο γαλατάς, Το φίλημα, Το αυγό του Πάσχα, Ο μάγκας και κυρίως Τα κάλαντα αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Λύτρα. Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στηΜικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/