Πίνακας : Apostolos Holevas
Μελιτοφόρος (Δ)
30-4-2020
Μόλις είχε ανθίσει η νιότη,
μόλις η κόρη είχε πρωτοβγεί,
αμύγδαλο φρέσκο,
της γης και του ουρανού πνοή,
ψίχα μαλακή από ολόφρεσκο ζυμωτό ψωμί.
Ανώριμη και μικρή,
κύπειρος το σώμα της,
λωτοί στην ψυχή.
Και ο έρωτας πήγε να της μπήξει το βέλος σε μια χαραμάδα που μόλις είχε πρωτομπεί ο ήλιος ένα πρωί,
το ατίθασο χτύπο της καρδιάς να νιώσει,
το γλυκό μέλι στο φιλί.
Κελαηδούσαν τα ακροβολάλητα τα αηδόνια
και η σκέψη φτερούγιζε πεταλούδα αχαλίνωτη πότε εδώ και πότε εκεί,
σκεφτόταν που να καθήσει,
τι στον κόσμο να πρωτογευτεί
και η καρδιά χτυπούσε στου μπούστου της την απλάδα όλο πυγμή.
Ήλιοι στα μάτια, πόθοι στην καρδιά
και αυτή να ανταγωνίζεται τα αηδόνια σε τιτιβίσματα και γλυκολαλιά.
Τα μάτια λίμνες βαθιές,
που μέσα χανόσουν στον χρόνο,
χωρίς σκέψη, χωρίς ενοχές.
Και εκεί σαν ελάφι τρυφερό,
χαμένη στα θέλω και στης φύσης τον οργασμό,
ένιωσε να χάνεται από το μέταλλο το αιχμηρό.
Πόθος, πάθος και ζωή,
πόνος και χαρά σε έναν στίχο,
σε μια στροφή,
ξέπλεκα μαλλιά ανακατεμένα,
με άνθη και χώμα μυρωμένα,
η φύση είναι σε οίστρο και ροή.
Και εκεί παραδίπλα ένας νιος,
σαν Απολλώνιος Θεός,
ταύρος γερός και δυνατός,
από μυς και σάρκα,
αίμα να ρέει στις φλέβες σαν ποταμός.
Καταρράκτες τα χέρια του τα αποφασιστικά,
σίδερο και ατσάλι στο κορμί και στην ματιά,
πύρινο βλέμμα και μυαλό να τρέχει αβυσσαλέα στην κοπελιά.
Έρωτας, έρωτας με την φωτιά.
"Θα καείς...
Θα καείς..."
Σιγοψιθύριζε ο αγέρας...
Μια στο νιο, μια στην κοπελιά.
Φλόγα στα μάτια, φλόγα στην ματιά,
πύρινη σάρκα,
αναψοκοκκινισμένα μάγουλα,
καυτή αγκαλιά.
Και ο ταύρος ρουθούνιζε άγρια,
ζωώδη και δυνατά.
Χτύπαγε το πόδι του με ντόρο στο χώμα,
σκληρά και ρυθμικά.
"Σσσσσσσσσ"
"Άκου, άκου, τα πουλιά,
σταμάτησαν να τραγουδούν από της έξαψης την πυρκαγιά."
Λάλησε ο Ζέφυρος σιγά
και έφερε μυρωδιές από λουλούδια,
από ιδρώτα και από γαρυφαλλένια μυρωδάτα φιλιά.
Ίσως και από κανέλα και από σανταλόξυλο, άρωμα βαρύ,
μαζί με θαλασσινό νερό και βροχή.
Ποτίστηκε το χώμα λίγο πριν ο ήλιος χαθεί.
Πίνακας : Vassilis Michailidis
Μελιτοφόρος (Ε)
3-5-2020
Σταγόνα, λεπτό και ο χρόνος έτρεχε ποτάμι δυνατό,
γλυκόπικρο και ξινό,
μα κάποιες φορές και απίστευτα νόστιμο και θεϊκό το κάθε δευτερόλεπτο στο κάθε εκατοστό.
Πόνος και χαρά σε κάθε μία σταυροβελονιά,
πλούσιοι και φτωχοί,
νέοι, γέροι, άγιοι και αρματωλοί
κάτω από τον ίδιο ουρανό,
πάνω στην ίδια γη.
Μόχθος και κρασί,
άδικο και αγώνας την κάθε στιγμή,
σε ένα ατέρμονο παιχνίδι για το δικαίωμα στην ζωή.
Τι να πρωτογευτείς, για τι να ζήσεις, τι να κάνεις, γιατί πραγματικά αξίζει να μοχθήσεις.
Και το λάδι έτρεχε πράσινο και γευστικό, με ψωμί ζεστό και χέρια με ρόζους και με ρυτίδες στο πρόσωπο και το λαιμό
από του αγέρα και των θεριών το αστείρευτο τρανταχτό.
Γιατί τραντάζονταν οι πέτρες και οι κίονες οι κουρμπαριστοί,
ατσάλια και ριπές που χτύπαγαν μαζί με της φύσης τη δύναμη αυτή τη γη,
και το βουητό έφτανε όλο και πιο μακριά,
γέννα που αγκομαχούσε να φέρει στον κόσμο την ελπίδα, την αγάπη, της ψυχής την ομορφιά.
Και η ψυχή δεν έκλαιγε ήθελε να γίνει δυνατή,
να πετάξει σαν αετός πάνω από τους κίονες, να μιλήσει για θάρρος, για πυγμή.
Και όταν έκλαιγε ήθελε να γίνει τρυφερή,
ευαίσθητη και δίκαιη,
να σκουπίσει το δάκρυ σε κάθε άλλη πονεμένη ψυχή.
Να, λένεεε...
Αυτό είναι ο άνθρωπος...
Μια πέτρα, μια ψίχα από ψωμί,
σε ζυγαριά να μετράει τον πλούτο που βγαίνει από αυτή.
Και έβαλε τη μουσική, τη τέχνη,
το μεράκι στα χέρια και στο μυαλό,
για σμιλεύει την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ίδια τη καρδιά, το κάθε υπέρτατο αγαθό.
Και να αναπνέει ΕΛΕΥΘΕΡΑ πάνω σε βράχους και σε κατάρτια ψηλά,
να τραγουδάει για το παρόν, με το παρελθόν στα τρίσβαθα μυαλά.
Και εκεί, πάνω στους κίονες,
να αγναντεύει το μέλλον που έρχεται γοργά και να ελπίζει να δώσει καρπούς μόνο από τα δέντρα που μιλούν για ιδανικά.
Για αυτό τα δέντρα κοιτάνε ψηλά.
Χέρια, χέρια που ζητάνε όλα τα ουράνια και τα θεϊκά.
Να δώσουν τροφή αλλά και να πάρουν από τις ρίζες που έχουν χωθεί βαθιά.
Γιατί χωρίς ρίζες δεν μπορούν να αναπτυχθούν,
να παίξουν στις φυλλωσιές κρυφτό με τον ήλιο να αναρριχηθούν.
Με το πρώτο δυνατό αγέρι θα κοπούν,
θα γίνουν κλαδιά χωρίς αναπνοή,
θα χαθούν.
Ένας παππούς κάθησε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει,
χρόνια στον μόχθο της επιβίωσης,
κάτω από το ίσκιο του να κάτσει.
Είχε γίνει νιος και πατέρας,
είχε ζήσει κακουχίες και καταστροφές,
αλλά χαιρόταν το κάθε λεπτό, της κάθε ημέρας.
Σιγοτραγουδούσε με τα μάτια μισόκλειστα σαν να ονειρευόταν,
αλλά το κάθε λεπτό το ζούσε και το σεβόταν.
Μα πώς περνάει ο χρόνος, μακρολογούσε και οι μέλισσες του βούιζαν και τις κοιτούσε.
"Σαν νέες κοπέλες είσαστε, γυναίκες με φτερά,
μέλι το φιλί σας, κεντρί κεντάτε στην καρδιά..."
Μάλλον θυμόταν τα παλιά...
Painting : Βιργιννια Μπακογιωργου
Μελιτοφόρος (ΣΤ)
6-5-2020
"Πόσο πολυλογούδες είναι αυτές οι μέλισσες, πόσο εργατικές!! Μου θυμίζουν την κυρά μου! Εκρηκτικές..."
Ο παππούς αυτά σκεφτόταν και αναλογιζόταν
και ο ήχος από την πλάση σαν ψιθύρα να παίζει ερωτικά θροΐσματα ακουγόταν.
Με τις μέλισσες να τραγουδούν και να χορεύουν
και την Ελενθώ να δημιουργεί ωδίνες για της φύσης τους τοκετούς που πορεύουν...
Γεμάτη και στρογγυλή η γη,
έτοιμη με τα στήθη της να βυζάξει.
Γάλα, νέκταρ και ζωή,
να τραφούν όλα τα στόματα, όλα τα ζωντανά,
στάχυα χρυσά, με καρπούς,
κρόταλα αληθινά.
Και οι ανεμώνες να λικνίζονται πονηρά,
κλείνοντας του αγέρα το μάτι και στα φτερωτά,
για το μοίρασμα του πλούτου στην πρώτη τη σπορά.
"Πώς από τον έρωτα, πας στον τοκετό?? Αράδα αράδα τα χρόνια σε έναν κυκλικό χορό... Πόσο θα ήθελα να ζω αιώνια, να πίνω, να γλεντώ...
Να κάνω έρωτα στα αλώνια,
με το φεγγάρι να τραγουδώ...
Να ρίχνω νερό στα αυλάκια,
να ποτίζω τα δέντρα και να παίρνω καρπούς,
να κοιμάμαι τη νύχτα βλέποντας τους αστερισμούς...
Αλλά ο κόσμος πώς έγινε??!!
Ζωή με ακούς???!!! ..."
" Μέσα σε τσιμεντένια τείχη, μόνος με χίλιους γνωστούς...
Σαν πολύ ευαίσθητος έγινα...
Ίσως από τα γεράματα και τα άσπρα μαλλιά αλλά σοφός δεν αισθάνομαι,
έχω νεανική καρδιά...
Η φύση όμως εγκυμονή...
Φωνάζει για αγαθά, κοιλοπονή...
Κραυγάζει να πάω κοντά,
να σπαθίσω το γήρας,
να νιώσω νέος ξανά....
Αλλά αυτές εδώ οι μικρές με περιγελούν,
μου θυμίζουν ότι το σώμα και η καρδιά έχουν διαφορετικούς ρυθμούς...
Αχ καρδιά μου με ακούς??!!! "
Τα στάχυα σείστηκαν ρυθμικά και ο αγέρας του ανακάτεψε τα άσπρα του μαλλιά.
Ένα κοράκι φώναξε..." Κρα κρα "...
και κάτι πεταλούδες πέταξαν στριφογυριστά...
Λουλούδια και μυρωδιές,
μαργαρίτες κάτασπρες, ανθιστές...
Και ο ταύρος, νέος, γέρος ή παιδί,
έδειχνε τα κέρατα, έσκαβε τη γη...
Και το κελάρρυσμα της καρδιάς είχε γιγαντωθεί....
Αχ αυτή η Άνοιξη στην καρδιά και τη ψυχή...
Είναι τρελή και αδυσώπητα ζωηρή.
Μεθύσι, μεθύσι ζωηρό,
ποτάμι που ξεχύνεται, άγριο και δυνατό...
Η καρδιά έχει τον δικό της σκοπό...
Και οι μέλισσες την κέντριζαν όλο και πιο δυνατά,
την χτύπαγαν κατακούτελα και έτρεχε εξωφρενικά ...
Φώναζε, κραύγαζε,
ξεχυνόταν διθυραμβικά...
Πίνακας : Μιχάλης Μαγκάκης
Μελιτοφόρος (Ζ)
15-5-2020
Ξεπηδούσαν οι μνήμες,
χόρευαν οι σκηνές...
Ρυτίδες, χαμόγελα, δάκρυα και λακκάκια του χτες.
Και ένας αυλός πιο πέρα κένταγε εικόνες παλιές,
σαν μια αράχνη πάνω στο κλαδί του δέντρου, ύφαινε και φυλάκιζε αισθήματα, χαρές και πληγές.
Αλκυόνη την έλεγε τη γυναίκα του και γέλαγε το φυλλοκάρδι του...
Νια, άγουρο κεράσι,
έγινε μεγάλος αγώνας ποιος την σάρκα της θα πρωτοπιάσει.
Ροδαλή και σκληρή,
καρύδι που δεν έσπαγε σε κάθε της τριβή.
Και πείσμα...!! Τέτοιο πείσμα δεν είχε στην ζωή του ματαδεί...
Αλλά... Αλλά την αγάπαγε πολύ...
Ξεκάλτσωτη να πλένει και να σκουπίζει,
να ταΐζει τα ζώα, να θερίζει.
Τύλιγε το μαντήλι της στο κεφάλι
και ο ίδιος ο αγέρας μαζί της δεν μπορούσε να τα βάλει....
Ζζζζζζ.... Όλη την ημέρα...
Σκάφη, φασίνα και φτυάρι,
πόδια ξεκάλτσωτα και δυνατά,
χέρια δρεπάνια και ζωηρά
και η ματιά της να τον θερίζει χωρίς τελεία καμιά.
Αχ η δικιά του Αλκυόνη...!!!
Ο αγέρας του την έφερε ξαφνικά,
να του δώσει ζέση στην ψυχή και την καρδιά...
Την ερωτεύτηκε μεμιάς...
Λαλιά, ματιά και στην καρδιά μεγάλος σεβντάς.
Σαν κάρβουνο στην θράκα,
σαν κάστανο σκληρό και γεμάτο γλύκα από μέσα,
άγριο με τερτίπια πολλά,
αφράτο και γευστικό στην κάθε του μπουκιά.
Δεν μπορούσε να παραπονεθεί...!!
Της τραγουδούσε καμία φορά με την αυγούλα, πρωί, πρωί...
Ακόμα και τώρα που είχε πετάξει με ανοιχτά φτερά,
στα λιμάνια τα ουράνια, τα μακρινά, τα αγγελικά...Τι σου είναι η ζωή!!
Γιατί η ψυχή της ήταν γαρδένια λευκή
και μοσχομύριζε
όπως τα λουλούδια που πότιζε με το σούρουπο στην ασβεστωμένη της αυλή.
Αεικίνητη και εργατική...
Δυόσμο, αρμπαρόριζα, ρίγανη και ηλιανθοί...
Το μόνο παράπονο που είχε μέσα του ήταν που δεν της άρεσε ο χορός,
ήτανε χορευταράς ο κυρ Γιάννης,
Κύριος αληθινός.
Παληκάρι όμορφο και ευθυτενές,
που στο χορό και στο γλέντι ήταν ο καλύτερος μπαξές.
Αχ... Βγήκε ένα παράπονο γλυκό,
από τα μύχια όσα της καρδιάς,
σαν παιχνίδι παλιό κουρδιστό,
μιας παλιάς κοπιάς αρσενικό.
"Αχ βρε χρόνε πως τρέχεις έτσι σαν τρελός,
μόνο παρωπίδες ξέρεις να φοράς και είσαι όπως λένε και γιατρός...
Πέταξε η Αλκυόνη μου με ανοιχτά τα φτερά,
άραγε σε τι λιμάνια είναι,
άραγε θα την δω ξανά??!!
Ένα παράπονο που μου κεντά τα σωθικά."
Τι αγέρας, τι σεβντάς,
τι χρόνος, τι ζευγάς...
Ασύστολα ορμητικός,
ταύρος αφηνιασμένος,
άμυαλος και νευρικός...
Αυτό είναι ο χρόνος!!!
Θεότρελος, χωρίς πυξίδα
με ρυτίδες και μνήμες για βιός.
Μποφόρια και τρικυμίες,
νηνεμίες και ταξίδια ονειρικά
και ο άνθρωπος καπετάνιος ή ναυαγός,
σε κάθε διαφορετική στιγμή και άλλη πορεία ξαφνικά...
Πίνακας : Olivia Afionis
Μελιτοφόρος (Η)
15-5-2020
Φωνές και χαχανίσματα γλυκά,
από μέλι της κηρήθρας στολισμένα.
Κοτσίδες στα χρυσά μαλλιά,
με φιόγκους και κορδέλες ηλιοποικιλτοπλεγμένα.
"Ελάτε, ελάτε να παίξουμε κρυφτό...
Ποιος τα φυλάει???
Όχι εγώ!!!"
Χεράκια λεπτεπίλετα και λουλουδένια,
κορμοί αιθέρινοι από άνθη καμωμένα.
Φουστάνι σαν ντάλια που καμαρώνει,
πόδια από δύναμη που γιγαντώνει.
Και ένα γέλιο να αχνοφέγγει πονηρό,
να γελάει το βλέμμα σε ένα ξεκαρδιστικό σκοπό.
" Ήρθα πρώτη. Αποφασίζω εγώ. "
"Μελίνα τι κάνεις εδώ??!!
Πού είναι η μαμά?!
Ξέρει ότι ήρθες τόσο μακριά?!"
Και ένα γέλιο να πλέκει στον αγέρα ξεκαρδιστικά...
"Καλέ παππού τι λόγια είναι αυτά!!!
Ένα βήμα είμαι από το σπίτι,
μια δρασκελιά...
Αχ παππού μου τα χρόνια σου είναι πολλά...
Και τα βλέπεις όλα διαφορετικά...
Έλα να σου δώσω μια αγκαλιά. "
" Παππού θέλεις να τα φυλάς εσύ??!!"
Και το βλέμμα να σπινθηρίζει πονηριά περισσή...
" Αχ γατούλα μου πονηρή!!
Θέλεις να βρεις το κοροϊδάκι γιατί κανένας άλλος δεν θέλει να μπει.
Για να δω την παρέα σου!!
Τι κάνετε παιδιά...??!!
Έχετε οργώσει όλο τον κάμπο βλέπω και όλη τη γειτονιά...
Να ξέρετε ότι είσαστε ακόμα τυχερά...
Παίζετε δίπλα στο χώμα, στην φύση και στου καθαρού αγέρα τα προικιά... "
" Ζζζζζζ...
Η μελισσούλα μου η μικρή...
Μελινάκι μου έλα να σου δώσω ένα φιλί...
Να χαρείς τη νιότη όσο μπορείς ... Στο έχω πει...
Γουλιά, γουλιά να χαίρεσαι, την κάθε σου στιγμή... "
"Έλα παππού γρήγορα γιατί θέλω να παίξω.... Φιλί... "