ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Μετα–δημοκρατία: Η δημοκρατία «αλλού»"

 «Με τον όρο «μεταδημοκρατία» εννοώ μια κοινωνία στην οποία όλες οι μορφές δημοκρατίας – εκλογές, κόμματα, κυριαρχία του νόμου, κριτική, διαμαρτυρίες – συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά στην οποία η πολιτική ενέργεια του συστήματος δεν καταναλώνεται σ’ αυτούς τους θεσμούς, καθώς έχει «χαθεί» μέσα σε μικρούς κύκλους των ελίτ, όπως οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί. Έτσι, ο όρος δεν ταυτίζεται με τις έννοιες της «μη δημοκρατίας» ή της «αντιδημοκρατίας»…», (ColinCrouch).

 

 

Τις τελευταίες δεκαετίες το λεξιλόγιό μας και ιδιαίτερα το πολιτικό εμπλουτίστηκε με όρους και έννοιες που αντανακλούν και τις αλλαγές που διαπερνούν το πολιτικό σύστημα και τους όρους άσκησης της πολιτικής και λειτουργίας της δημοκρατίας. Κυρίαρχες έννοιες μεταξύ άλλων η μετα–αλήθεια και η μετα–δημοκρατία. Έννοιες που χαρτογραφούν το πολιτικό πεδίο που τείνει να κυριαρχήσει στο μέλλον.

Η μετα–αλήθεια

Η «μετα–αλήθεια» (posttruth) ψηφίστηκε ως η λέξη της χρονιάς (2016). Είναι η «κατασκευασμένη» αλήθεια και συνιστά το τελικό προϊόν από το μείγμα της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης. Άλλοτε προστίθενται στοιχεία μιας εικονικής πραγματικότητας κι άλλοτε αποκρύπτονται με στόχο την πολιτική ποδηγέτηση του λαού. Ο όρος υπόρρητα δηλώνει πως δεν υφίσταται απόλυτη αλήθεια και πως οι εκδοχές της είναι πολλές. Το ερώτημα «και τι εστίν αλήθεια» δύσκολα απαντιέται. Έτσι ο καθένας – και ιδιαίτερα οι πολιτικοί – κατασκευάζουν τη δική τους αλήθεια και την προβάλλουν ως την καλύτερη εκδοχή.

 

Βέβαια η αλήθεια ορίζεται ως η σχέση ανάμεσα στη λέξη «λόγο» και την πραγματικότητα. Ωστόσο η περιγραφή και η κατανόηση της πραγματικότητας χρειάζεται τη «λέξη». Κι εδώ ακριβώς εδράζεται η μετα–αλήθεια. Ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί δικές του λέξεις για να αποδώσει την πραγματικότητα με αποτέλεσμα να κατασκευάζεται μία άλλη πραγματικότητα, άκρως υποκειμενική. Έτσι αυτός ο χωρισμός, η διάσταση ανάμεσα στα πράγματα και τις λέξεις συνιστά το υπόβαθρο της μετα–αλήθειας δικαιώνοντας τη θέση του Γοργία: «Ο γαρ μηνύομεν εστί λόγος, ο έτερός εστί των υποκειμένων», (Άλλο , δηλαδή, είναι το ίδιο το πράγμα και άλλο η λέξη που το αποδίδει)

Η μετα-δημοκρατία

Γεννήτορας του όρου μετα–δημοκρατία θεωρείται ο Βρετανός κοινωνιολόγος ΚόλινΚράουτς. Σύμφωνα, λοιπόν, με το νοηματικό φορτίο του όρου σε μια δημοκρατική κοινωνία φαίνεται να υφίστανται όλες οι βασικές λειτουργίες του πολιτεύματος, όπως τα κόμματα, οι εκλογές, οι νόμοι, η βουλή, ο πολιτικός διάλογος, ο αντιπολιτευτικός λόγος, ο συνδικαλισμός. Ωστόσο οι αποφάσεις και ιδιαίτερα οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από άλλα κέντρα, εξωθεσμικά και εν πολλοίς απρόσωπα, όπως: οικονομικές επιχειρήσεις, πολεμικές βιομηχανίες, κλειστές ομάδες «ειδικών», απρόσωπα και αδιαφανή κέντρα πληροφόρησης και σιγά – σιγά οι χειριστές των «αλγόριθμων» και της «τεχνητής νοημοσύνης».

Στη μετα–δημοκρατία η πολιτική υποχώρησε και την πραγματική εξουσία την ασκούν οι νόμοι της αγοράς και τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα. Αυτή η γιγάντωση των αγορών στο όνομα μιας «οικονομικής αναγκαιότητας» -που προβάλλει ως φυσικός νόμος/νομοτέλεια – αποδυνάμωσε τις πολιτικές λειτουργίες και απονεύρωσε κάθε πολιτική σκέψη. Έτσι στη μεταδημοκρατία ανιχνεύεται μια αποπολιτικοποίηση και απο–ιδεολογικοποίηση των λειτουργιών της δημοκρατίας. Αυτή η δημοκρατική δυσανεξία αντανακλά και την υπολειτουργία της «πολιτικής κοινωνίας» αφού οι θεσμοί τυπικά λειτουργούν, αλλά η πραγματική εξουσία και οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται από εξωθεσμικά κέντρα χωρίς πολιτική νομιμοποίηση.


Στο πλαίσιο της μετα–δημοκρατίας η έννοια πολίτης έχει διαφορετικό περιεχόμενο, αφού έπαψε να είναι το υποκείμενο των πολιτικών διεργασιών ή δεν του δίνονται ευκαιρίες για παραγωγή πολιτικής σκέψης. Ο ΚόλινΚράουτς σημειώνει σχετικά: «Όλα τα συστατικά μέρη της δημοκρατίας επιβιώνουν, ωστόσο οι πολίτες περιορίζονται στον ρόλο παθητικών και χειραγωγημένων ατόμων». Ο πολίτης στη μετα–δημοκρατία διακρίνεται από έναν διάχυτο φαταλισμό και γι’ αυτό αρέσκεται στο ρόλο του θεατή, του οπαδού και του χειροκροτητή. Έτσι καθίσταται εύκολο θύμα της κολακείας των ισχυρών και των λαϊκιστών.

 

Τα γνωρίσματα – πληγές της μετα-δημοκρατίας

Αν μπορούσε κάποιος να συμπυκνώσει στο ελάχιστο τις «πληγές» της σύγχρονης δημοκρατίας, της μετα–δημοκρατίας θα κατέληγε στα τρία παρακάτω προβλήματα.

Ως πρώτιστο πρόβλημα – γνώρισμα της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η κυριαρχία των νόμων της αγοράς και η αυτονόμησή τους από την πολιτική. Τα οικονομικά φαινόμενα, δηλαδή, και οι συντελούμενες οικονομικές διεργασίες δεν καθορίζονται πλέον από την πολιτική και τους φορείς της, αλλά από διάφορα ιδιωτικά συμφέροντα που στοχεύουν στο μέγιστο δυνατό υλικό κέρδος. Έτσι το κοινωνικό συμφέρον υποχωρεί μπροστά στην απληστία του ιδιωτικού κέρδους αποδομώντας το βασικό υπόβαθρο της δημοκρατίας.

Τη φθοροποιό δύναμη των νόμων της αγοράς συμπληρώνει και η παραπληροφόρηση με την επιλεκτική διοχέτευση ψευδών ειδήσεων, των γνωστών fakenews. Ο πολίτης καθημερινά είναι εκτεθειμένος σε ένα χείμαρρο πληροφοριών που χαλκεύονται από ανθρώπους και συμφέροντα που ελέγχουν ασφυκτικά τους κρουνούς της ενημέρωσης. Οικονομικά συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις μέσα από μία αγαστή συνεργασία – διαπλοκή ορίζουν το πλαίσιο και την εικόνα της πραγματικότητας. Ο ανυποψίαστος πολίτης υφίσταται μία λοβοτομή και ωθείται στην αποδοχή μιας ψευδούς εικόνας της πραγματικότητας. Έτσι χάνει την αυτοβουλία του, αφού η ελευθερία της σκέψης έχει μολυνθεί από τους ιούς των ψευδών ειδήσεων.

 

 

Στα γνωρίσματα – πληγές της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσε να προστεθεί και η εκχώρηση πολλών εξουσιών στους ειδικούς και τους τεχνοκράτες. Παρατηρείται, δηλαδή, μία τεχνικοποίηση και υπερλογίκευση ή και εργαλειοποίηση της πολιτικής με αποτέλεσμα να κινδυνεύει το πολιτικό κριτήριο ως ύπατο κριτήριο αποφάσεων. Έτσι η πολιτική χάνει την αυτονομία της και τη δυνατότητά της να προκαλέσει ριζικούς μετασχηματισμούς στο σύστημα. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως αριθμοί κι έτσι ακυρώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο της δημοκρατίας. Οι ειδικοί αντικαθιστούν τις αποφάσεις του λαού, χάνεται η συλλογικότητα και οι ευθύνες μετακομίζουν στην αυθεντία των ολίγων. Μπορεί, βέβαια, σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη: «το ελέσθαι ορθώς, των ειδότων έργον εστί», (οι σωστές αποφάσεις, είναι έργο των ειδικών), αυτό όμως δεν μπορεί να είναι η αιτία και η αφορμή για την εκχώρηση όλων των εξουσιών στους ολίγους και τους ειδικούς.

Στα παραπάνω γνωρίσματα της μετα–δημοκρατίας θα μπορούσαν να προστεθούν συνοπτικά και τα ακόλουθα: Αδυναμία του πολίτη να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της «πληροφορικής επανάστασης», αδυναμία στην κριτική επεξεργασία των κοινωνικών μεταβλητών και δεδομένων, αδυναμία ή απροθυμία να σκέφτεται και να δρα συλλογικά, η εξιδανίκευση της ατομικότητάς του σε συνδυασμό με την αγελαία νοοτροπία του, η απουσία ιδεολογιών, ο λαϊκισμός και η συνθηματολογία και τέλος ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός σε συνδυασμό με το άγχος της υλικής επιβίωσης.

 

Να νομίζουμε ότι έχουμε…

Όλα αυτά μετατρέπουν τον πολίτη σε ένα άνευρο κύτταρο της δημοκρατίας που εκφυλίζεται σε ένα πολίτευμα εναλλαγής της εξουσίας και διαχείρισης της καθημερινότητας, αφού οι «σπουδαίες» αποφάσεις λαμβάνονται «αλλού». Κι αυτό είναι το πυρηνικό στοιχείο της μετα–δημοκρατίας και ιδιαίτερα της δυτικής δημοκρατίας. Δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς παράγοντες (στρατό, δικτατορίες…) αλλά από έναν εσωτερικό εκφυλισμό.

Στο πολυθρύλητο «Τέλος των ιδεολογιών» και στη σκιά της «μελαγχολικής δημοκρατίας» η δημοκρατία απονευρώνεται, υποχωρεί και εκφυλίζεται, χωρίς αυτό να φοβίζει κανέναν, αφού λίγοι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την διολίσθηση της παραδοσιακής δημοκρατίας σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της μετα–δημοκρατίας. Έτσι κανείς δεν αντιδρά γιατί επιφανειακά η δημοκρατία λειτουργεί και η απουσία της δεν είναι αισθητή.

 

 

Όλα αυτά θυμίζουν το διάλογο των τεσσάρων πρεσβευτών (Άγγλων, Γάλλων, Ρώσων, Αυστριακών) για την εκχώρηση συντάγματος ή όχι στους Έλληνες (Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Το μεγάλος μας τσίρκο»):

«Να έχουμε δημοκρατία, αλλά στην ουσία να μην έχουμε, αλλά να νομίζουμε ότι έχουμε αυτό που δεν έχουμε…»

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/ 








ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πίνακας : Apostolos Holevas

Μελιτοφόρος (Δ)

30-4-2020

Μόλις είχε ανθίσει η νιότη,
μόλις η κόρη είχε πρωτοβγεί,
αμύγδαλο φρέσκο,
της γης και του ουρανού πνοή, 
ψίχα μαλακή από ολόφρεσκο ζυμωτό ψωμί. 
Ανώριμη και μικρή,
κύπειρος το σώμα της,
λωτοί στην ψυχή.
Και ο έρωτας πήγε να της μπήξει το βέλος σε μια χαραμάδα που μόλις είχε πρωτομπεί ο ήλιος ένα πρωί,
το ατίθασο χτύπο της καρδιάς να νιώσει,
το γλυκό μέλι στο φιλί. 

Κελαηδούσαν τα ακροβολάλητα τα αηδόνια
και η σκέψη φτερούγιζε πεταλούδα αχαλίνωτη πότε εδώ και πότε εκεί,
σκεφτόταν που να καθήσει,
τι στον κόσμο να πρωτογευτεί
και η καρδιά χτυπούσε στου μπούστου της την απλάδα όλο πυγμή. 
Ήλιοι στα μάτια, πόθοι στην καρδιά
και αυτή να ανταγωνίζεται τα αηδόνια σε τιτιβίσματα και γλυκολαλιά.

Τα μάτια λίμνες βαθιές,
που μέσα χανόσουν στον χρόνο,
χωρίς σκέψη, χωρίς ενοχές.
Και εκεί σαν ελάφι τρυφερό,
χαμένη στα θέλω και στης φύσης τον οργασμό,
ένιωσε να χάνεται από το μέταλλο το αιχμηρό.
Πόθος, πάθος και ζωή,
πόνος και χαρά σε έναν στίχο,
σε μια στροφή,
ξέπλεκα μαλλιά ανακατεμένα,
με άνθη και χώμα μυρωμένα,
η φύση είναι σε οίστρο και ροή.

Και εκεί παραδίπλα ένας νιος,
σαν Απολλώνιος Θεός,
ταύρος γερός και δυνατός,
από μυς και σάρκα,
αίμα να ρέει στις φλέβες σαν ποταμός.
Καταρράκτες τα χέρια του τα αποφασιστικά,
σίδερο και ατσάλι στο κορμί και στην ματιά,
πύρινο βλέμμα και μυαλό να τρέχει αβυσσαλέα στην κοπελιά.
Έρωτας, έρωτας με την φωτιά.

"Θα καείς...
Θα καείς..." 
Σιγοψιθύριζε ο αγέρας...
Μια στο νιο, μια στην κοπελιά.
Φλόγα στα μάτια, φλόγα στην ματιά,
πύρινη σάρκα,
αναψοκοκκινισμένα μάγουλα,
καυτή αγκαλιά.
Και ο ταύρος ρουθούνιζε άγρια,
ζωώδη και δυνατά.
Χτύπαγε το πόδι του με ντόρο στο χώμα,
σκληρά και ρυθμικά.

"Σσσσσσσσσ"
"Άκου, άκου, τα πουλιά,
σταμάτησαν να τραγουδούν από της έξαψης την πυρκαγιά."
Λάλησε ο Ζέφυρος σιγά
και έφερε μυρωδιές από λουλούδια,
από ιδρώτα και από γαρυφαλλένια μυρωδάτα φιλιά.
Ίσως και από κανέλα και από σανταλόξυλο, άρωμα βαρύ,
μαζί με θαλασσινό νερό και βροχή.
Ποτίστηκε το χώμα λίγο πριν ο ήλιος χαθεί.

Πίνακας : Vassilis Michailidis

Μελιτοφόρος (Ε)

3-5-2020

Σταγόνα, λεπτό και ο χρόνος έτρεχε ποτάμι δυνατό,
γλυκόπικρο και ξινό,
μα κάποιες φορές και απίστευτα νόστιμο και θεϊκό το κάθε δευτερόλεπτο στο κάθε εκατοστό.

Πόνος και χαρά σε κάθε μία σταυροβελονιά,
πλούσιοι και φτωχοί,
νέοι, γέροι, άγιοι και αρματωλοί
κάτω από τον ίδιο ουρανό,
πάνω στην ίδια γη.

Μόχθος και κρασί,
άδικο και αγώνας την κάθε στιγμή,
σε ένα ατέρμονο παιχνίδι για το δικαίωμα στην ζωή.
Τι να πρωτογευτείς, για τι να ζήσεις, τι να κάνεις, γιατί πραγματικά αξίζει να μοχθήσεις.

Και το λάδι έτρεχε πράσινο και γευστικό, με ψωμί ζεστό και χέρια με ρόζους και με ρυτίδες στο πρόσωπο και το λαιμό
από του αγέρα και των θεριών το αστείρευτο τρανταχτό.

Γιατί τραντάζονταν οι πέτρες και οι κίονες οι κουρμπαριστοί,
ατσάλια και ριπές που χτύπαγαν μαζί με της φύσης τη δύναμη αυτή τη γη,
και το βουητό έφτανε όλο και πιο μακριά,
γέννα που αγκομαχούσε να φέρει στον κόσμο την ελπίδα, την αγάπη, της ψυχής την ομορφιά.

Και η ψυχή δεν έκλαιγε ήθελε να γίνει δυνατή,
να πετάξει σαν αετός πάνω από τους κίονες, να μιλήσει για θάρρος, για πυγμή.
Και όταν έκλαιγε ήθελε να γίνει τρυφερή,
ευαίσθητη και δίκαιη,
να σκουπίσει το δάκρυ σε κάθε άλλη πονεμένη ψυχή.

Να, λένεεε...
Αυτό είναι ο άνθρωπος...
Μια πέτρα, μια ψίχα από ψωμί,
σε ζυγαριά να μετράει τον πλούτο που βγαίνει από αυτή. 
Και έβαλε τη μουσική, τη τέχνη,
το μεράκι στα χέρια και στο μυαλό,
για σμιλεύει την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την ίδια τη καρδιά, το κάθε υπέρτατο αγαθό.
Και να αναπνέει ΕΛΕΥΘΕΡΑ πάνω σε βράχους και σε κατάρτια ψηλά,
να τραγουδάει για το παρόν, με το παρελθόν στα τρίσβαθα μυαλά.
Και εκεί, πάνω στους κίονες,
να αγναντεύει το μέλλον που έρχεται γοργά και να ελπίζει να δώσει καρπούς μόνο από τα δέντρα που μιλούν για ιδανικά.

Για αυτό τα δέντρα κοιτάνε ψηλά.
Χέρια, χέρια που ζητάνε όλα τα ουράνια και τα θεϊκά.
Να δώσουν τροφή αλλά και να πάρουν από τις ρίζες που έχουν χωθεί βαθιά.

Γιατί χωρίς ρίζες δεν μπορούν να αναπτυχθούν,
να παίξουν στις φυλλωσιές κρυφτό με τον ήλιο να αναρριχηθούν.
Με το πρώτο δυνατό αγέρι θα κοπούν,
θα γίνουν κλαδιά χωρίς αναπνοή,
θα χαθούν.

Ένας παππούς κάθησε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει, 
χρόνια στον μόχθο της επιβίωσης,
κάτω από το ίσκιο του να κάτσει.
Είχε γίνει νιος και πατέρας,
είχε ζήσει κακουχίες και καταστροφές,
αλλά χαιρόταν το κάθε λεπτό, της κάθε ημέρας.
Σιγοτραγουδούσε με τα μάτια μισόκλειστα σαν να ονειρευόταν,
αλλά το κάθε λεπτό το ζούσε και το σεβόταν.

Μα πώς περνάει ο χρόνος, μακρολογούσε και οι μέλισσες του βούιζαν και τις κοιτούσε.
"Σαν νέες κοπέλες είσαστε, γυναίκες με φτερά,
μέλι το φιλί σας, κεντρί κεντάτε στην καρδιά..."
Μάλλον θυμόταν τα παλιά...


Painting : Βιργιννια Μπακογιωργου

Μελιτοφόρος (ΣΤ)

6-5-2020

"Πόσο πολυλογούδες είναι αυτές οι μέλισσες, πόσο εργατικές!! Μου θυμίζουν την κυρά μου! Εκρηκτικές..."
Ο παππούς αυτά σκεφτόταν και αναλογιζόταν 
και ο ήχος από την πλάση σαν ψιθύρα να παίζει ερωτικά θροΐσματα ακουγόταν.
Με τις μέλισσες να τραγουδούν και να χορεύουν
και την Ελενθώ να δημιουργεί ωδίνες για της φύσης τους τοκετούς που πορεύουν...

Γεμάτη και στρογγυλή η γη,
έτοιμη με τα στήθη της να βυζάξει. 
Γάλα, νέκταρ και ζωή,
να τραφούν όλα τα στόματα, όλα τα ζωντανά,
στάχυα χρυσά, με καρπούς,
κρόταλα αληθινά.
Και οι ανεμώνες να λικνίζονται πονηρά,
κλείνοντας του αγέρα το μάτι και στα φτερωτά, 
για το μοίρασμα του πλούτου στην πρώτη τη σπορά.

"Πώς από τον έρωτα, πας στον τοκετό?? Αράδα αράδα τα χρόνια σε έναν κυκλικό χορό... Πόσο θα ήθελα να ζω αιώνια, να πίνω, να γλεντώ...
Να κάνω έρωτα στα αλώνια,
με το φεγγάρι να τραγουδώ...
Να ρίχνω νερό στα αυλάκια,
να ποτίζω τα δέντρα και να παίρνω καρπούς,
να κοιμάμαι τη νύχτα βλέποντας τους αστερισμούς...
Αλλά ο κόσμος πώς έγινε??!!
Ζωή με ακούς???!!! ..."

" Μέσα σε τσιμεντένια τείχη, μόνος με χίλιους γνωστούς...
Σαν πολύ ευαίσθητος έγινα...
Ίσως από τα γεράματα και τα άσπρα μαλλιά αλλά σοφός δεν αισθάνομαι,
έχω νεανική καρδιά...
Η φύση όμως εγκυμονή...
Φωνάζει για αγαθά, κοιλοπονή...
Κραυγάζει να πάω κοντά,
να σπαθίσω το γήρας,
να νιώσω νέος ξανά....
Αλλά αυτές εδώ οι μικρές με περιγελούν,
μου θυμίζουν ότι το σώμα και η καρδιά έχουν διαφορετικούς ρυθμούς...
Αχ καρδιά μου με ακούς??!!! "

Τα στάχυα σείστηκαν ρυθμικά και ο αγέρας του ανακάτεψε τα άσπρα του μαλλιά.
Ένα κοράκι φώναξε..." Κρα κρα "...
και κάτι πεταλούδες πέταξαν στριφογυριστά...
Λουλούδια και μυρωδιές,
μαργαρίτες κάτασπρες, ανθιστές...

Και ο ταύρος, νέος, γέρος ή παιδί,
έδειχνε τα κέρατα, έσκαβε τη γη...
Και το κελάρρυσμα της καρδιάς είχε γιγαντωθεί....
Αχ αυτή η Άνοιξη στην καρδιά και τη ψυχή...
Είναι τρελή και αδυσώπητα ζωηρή.
 
Μεθύσι, μεθύσι ζωηρό,
ποτάμι που ξεχύνεται, άγριο και δυνατό...
Η καρδιά έχει τον δικό της σκοπό...
Και οι μέλισσες την κέντριζαν όλο και πιο δυνατά,
την χτύπαγαν κατακούτελα και έτρεχε εξωφρενικά ...
Φώναζε, κραύγαζε,
ξεχυνόταν διθυραμβικά...

Πίνακας : Μιχάλης Μαγκάκης


Μελιτοφόρος (Ζ)

15-5-2020

Ξεπηδούσαν οι μνήμες,
χόρευαν οι σκηνές...
Ρυτίδες, χαμόγελα, δάκρυα και λακκάκια του χτες.
Και ένας αυλός πιο πέρα κένταγε εικόνες παλιές,
σαν μια αράχνη πάνω στο κλαδί του δέντρου, ύφαινε και φυλάκιζε αισθήματα, χαρές και πληγές.

Αλκυόνη την έλεγε τη γυναίκα του και γέλαγε το φυλλοκάρδι του...
Νια, άγουρο κεράσι,
έγινε μεγάλος αγώνας ποιος την σάρκα της θα πρωτοπιάσει.
Ροδαλή και σκληρή,
καρύδι που δεν έσπαγε σε κάθε της τριβή.
Και πείσμα...!! Τέτοιο πείσμα δεν είχε στην ζωή του ματαδεί...
Αλλά... Αλλά την αγάπαγε πολύ...

Ξεκάλτσωτη να πλένει και να σκουπίζει,
να ταΐζει τα ζώα, να θερίζει.
Τύλιγε το μαντήλι της στο κεφάλι
και ο ίδιος ο αγέρας μαζί της δεν μπορούσε να τα βάλει....
Ζζζζζζ.... Όλη την ημέρα...
Σκάφη, φασίνα και φτυάρι,
πόδια ξεκάλτσωτα και δυνατά,
χέρια δρεπάνια και ζωηρά
και η ματιά της να τον θερίζει χωρίς τελεία καμιά.

Αχ η δικιά του Αλκυόνη...!!! 
Ο αγέρας του την έφερε ξαφνικά,
να του δώσει ζέση στην ψυχή και την καρδιά...
Την ερωτεύτηκε μεμιάς...
Λαλιά, ματιά και στην καρδιά μεγάλος σεβντάς.
Σαν κάρβουνο στην θράκα,
σαν κάστανο σκληρό και γεμάτο γλύκα από μέσα,
άγριο με τερτίπια πολλά,
αφράτο και γευστικό στην κάθε του μπουκιά.

Δεν μπορούσε να παραπονεθεί...!! 
Της τραγουδούσε καμία φορά με την αυγούλα, πρωί, πρωί...
Ακόμα και τώρα που είχε πετάξει με ανοιχτά φτερά,
στα λιμάνια τα ουράνια, τα μακρινά, τα αγγελικά...Τι σου είναι η ζωή!! 
Γιατί η ψυχή της ήταν γαρδένια λευκή
και μοσχομύριζε
όπως τα λουλούδια που πότιζε με το σούρουπο στην ασβεστωμένη της αυλή.
Αεικίνητη και εργατική...
Δυόσμο, αρμπαρόριζα, ρίγανη και ηλιανθοί...

Το μόνο παράπονο που είχε μέσα του ήταν που δεν της άρεσε ο χορός,
ήτανε χορευταράς ο κυρ Γιάννης,
Κύριος αληθινός.
Παληκάρι όμορφο και ευθυτενές,
που στο χορό και στο γλέντι ήταν ο καλύτερος μπαξές.
Αχ... Βγήκε ένα παράπονο γλυκό,
από τα μύχια όσα της καρδιάς,
σαν παιχνίδι παλιό κουρδιστό, 
μιας παλιάς κοπιάς αρσενικό. 

"Αχ βρε χρόνε πως τρέχεις έτσι σαν τρελός,
μόνο παρωπίδες ξέρεις να φοράς και είσαι όπως λένε και γιατρός...
Πέταξε η Αλκυόνη μου με ανοιχτά τα φτερά,
άραγε σε τι λιμάνια είναι,
άραγε θα την δω ξανά??!!
Ένα παράπονο που μου κεντά τα σωθικά."

Τι αγέρας, τι σεβντάς,
τι χρόνος, τι ζευγάς...
Ασύστολα ορμητικός,
ταύρος αφηνιασμένος,
άμυαλος και νευρικός...
Αυτό είναι ο χρόνος!!!
Θεότρελος, χωρίς πυξίδα
με ρυτίδες και μνήμες για βιός. 
Μποφόρια και τρικυμίες,
νηνεμίες και ταξίδια ονειρικά
και ο άνθρωπος καπετάνιος ή ναυαγός, 
σε κάθε διαφορετική στιγμή και άλλη πορεία ξαφνικά...

Πίνακας : Olivia Afionis

Μελιτοφόρος (Η)

15-5-2020

Φωνές και χαχανίσματα γλυκά,
από μέλι της κηρήθρας στολισμένα.
Κοτσίδες στα χρυσά μαλλιά,
με φιόγκους και κορδέλες ηλιοποικιλτοπλεγμένα.
"Ελάτε, ελάτε να παίξουμε κρυφτό...
Ποιος τα φυλάει???
Όχι εγώ!!!"

Χεράκια λεπτεπίλετα και λουλουδένια,
κορμοί αιθέρινοι από άνθη καμωμένα.
Φουστάνι σαν ντάλια που καμαρώνει,
πόδια από δύναμη που γιγαντώνει.
Και ένα γέλιο να αχνοφέγγει πονηρό,
να γελάει το βλέμμα σε ένα ξεκαρδιστικό σκοπό.
" Ήρθα πρώτη. Αποφασίζω εγώ. "

"Μελίνα τι κάνεις εδώ??!!
Πού είναι η μαμά?!
Ξέρει ότι ήρθες τόσο μακριά?!"
Και ένα γέλιο να πλέκει στον αγέρα ξεκαρδιστικά...
"Καλέ παππού τι λόγια είναι αυτά!!!
Ένα βήμα είμαι από το σπίτι,
μια δρασκελιά...
Αχ παππού μου τα χρόνια σου είναι πολλά...
Και τα βλέπεις όλα διαφορετικά...
Έλα να σου δώσω μια αγκαλιά. "

" Παππού θέλεις να τα φυλάς εσύ??!!"
Και το βλέμμα να σπινθηρίζει πονηριά περισσή...
" Αχ γατούλα μου πονηρή!!
Θέλεις να βρεις το κοροϊδάκι γιατί κανένας άλλος δεν θέλει να μπει.
Για να δω την παρέα σου!!
Τι κάνετε παιδιά...??!! 
Έχετε οργώσει όλο τον κάμπο βλέπω και όλη τη γειτονιά...
Να ξέρετε ότι είσαστε ακόμα τυχερά...
Παίζετε δίπλα στο χώμα, στην φύση και στου καθαρού αγέρα τα προικιά... "

" Ζζζζζζ...
Η μελισσούλα μου η μικρή...
Μελινάκι μου έλα να σου δώσω ένα φιλί...
Να χαρείς τη νιότη όσο μπορείς ... Στο έχω πει...
Γουλιά, γουλιά να χαίρεσαι, την κάθε σου στιγμή... "
"Έλα παππού γρήγορα γιατί θέλω να παίξω.... Φιλί... "









Κωνσταντίνος Λίχνος "Η συνέντευξη" Διήγημα

 

Να που καλούμαι και πάλι, να πράξω κάτι που το αποφεύγω μετά βδελυγμίας. Μα θα το κάνω αδιαμαρτύρητα τη φορά ετούτη, γιατί, καθώς βλέπετε, το απαιτεί η περίσταση. «Γράψτε μία σύντομη περιγραφή του χαρακτήρα σας, επισημάνετε τα δυνατά σας σημεία και όσα θεωρείτε σημαντικά μειονεκτήματά σας», αυτό λέγει το χαρτί τούτο που τώρα κρατώ και μουτζουρώνω· κι αφού δεν μπορώ παρά να υπακούσω στις προσταγές του, θα πρέπει να μιλήσω για μένα.

Παρά την σαφήνεια της απαίτησης που πραγματοποιήθηκε, δελεάζομαι να γράψω κάτι ελαφρώς διαφορετικό από ότι μου ζητείτε. Μα μην δίνετε και σημασία πολύ στην λέξη “δελεάζομαι” που χρησιμοποίησα μόλις, γιατί η αλήθεια είναι πως το έχω αποφασίσει ήδη. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου, λοιπόν, αν αυτός που θα καλεστεί να αξιολογήσει τα όσα γράφω - εκ μέρους της εταιρείας που πραγματοποιεί αυτή τη συνέντευξη εργασίας - αποστρέψει το βλέμμα του ευθύς, μόλις διαπιστώσει πως βγαίνω εκτός θέματος. Να τον αναγκάσω να τα διαβάσει δεν είναι στο χέρι μου, μα κι αν μπορούσα δεν είμαι σίγουρος ότι όσα γράφω αξίζουν να διαβαστούν. Ούτε εμένα τιμούν, ούτε το χαρτί τούτο που πλημμύρισε ήδη από λόγια ρευστά και ταραγμένα.

Σαν λεπίδες που τις ακονίζεις μέχρι να σου ματώσουν τα χέρια, έτσι πρέπει να ξεδιαλέγονται οι λέξεις κι ύστερα να ηχούν αιχμηρές για να γδέρνουν το νου, καθώς στυλώνονται με πυγμή στο δέοντα τόπο· Όχι σε τούτο το ευτελές χαρτί που μόλις μου δόθηκε να συμπληρώσω! Εγκαταλείπω την κενόδοξη επιθυμία να σας εντυπωσιάσω, όμως, καθώς δεν έχει τίποτα να μου προσφέρει και θα μιλήσω με τον ανεπαρκή εκείνο τρόπο που έχω μάθει από παλιά να μιλώ. Πότε κατάφερα να εκφραστώ χωρίς περιστροφές άλλωστε, πότε έδειξα πως μπορώ να αντέξω την πίεση; Ποια πίεση, θα ρωτούσατε ίσως. Αυτή την γενικευμένη που υφιστάμεθα όλοι μας, την προερχόμενη από παντού, μα από τα έσω εκπορεύουσα. Αυτήν που εξωθεί τον καθένα μας να διαμορφώνεται εύπλαστος, επιλήσμονας και ευπειθής.

Ξεχάστηκα όμως, δε μιλώ για εσάς, δε μιλώ για την πίεση, μιλάω για μένα. Για μένα λοιπόν! Βρίσκομαι τώρα στα γραφεία μιας εταιρίας που ανακοίνωσε προσλήψεις και έχω ώρες ολάκερες που με περνούν από κόσκινο. Γραπτή εξέταση, ομαδική εργασία, συνέντευξη και ύστερα κι άλλη συνέντευξη! Σε κάθε βήμα της διαδικασίας ετούτης, αποχωρούν και καμιά δεκαριά υποψήφιοι, μα ακόμη και τώρα, στο τέλος κοντά, έχουμε απομείνει πιότεροι από πολλοί.

Μόλις απομείναμε μονάχα μια δράκα, μας δόθηκε τούτο το ερωτηματολόγιο να το συμπληρώσουμε και στο τέλος, στις κενές του σελίδες, να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας με τρόπο θελκτικό. Να απαριθμήσουμε τα δυνατά μας σημεία και να αναδείξουμε τα προσόντα μας. Κι αφού έχω περάσει ώρες ολάκερες να συνομιλώ στα διαλείμματα των συνεντεύξεων με επίδοξους εργαζόμενους και ανταγωνιστές μου, δύο και τρεις φορές πιο καταρτισμένους από μένα για τη θέση που προσφέρεται, αποφάσισα να εγκαταλείψω την μάταιη προσπάθεια να περιαυτολογήσω και να μιλήσω για κάτι που με τρώει περισσότερο.

Ας τα πάρω τα πράγματα με τη σειρά όμως, γιατί το δίχως άλλο θα σας έχω μπερδέψει. Δούλευα για μερικά χρόνια σε μία βιοτεχνία όπου κουβαλούσα κιβώτια. Χαμαλοδουλειά δηλαδή. Σχέση καμία δεν είχε με αυτό που σπούδασα, αλλά ήταν κάτι το σίγουρο και σταθερό. Όλα έβαιναν καλώς, όπως είθισται να λέμε ακόμη κι όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, μέχρι ότου μου παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα υγείας που αδυνατούσα να αγνοήσω. Δισκοπάθεια ήταν και διαγνώστηκε ύστερα από ένα μικρό ατύχημά που είχα στο χώρο δουλειάς. Όπως αποφάνθηκαν οι αρμόδιοι, υπεύθυνος ήμουν εγώ που δεν τηρούσα τους κανόνες ασφαλείας, αυτούς που είχα ο ίδιος υπογράψει κατά την πρόσληψή μου. Υπήρχαν, βλέπετε, ειδικά καροτσάκια για τη μεταφορά των κιβωτίων, μόνο που δεν τα χρησιμοποιούσε κανείς. Τρέχαμε όλοι να εξοικονομήσουμε χρόνο, ώστε να πιάσουμε τον εταιρικό στόχο και να αποδειχθούμε άξιοι της θέση μας. Ο φταίχτης λοιπόν ήμουν εγώ και λίγο έλειψε να απειληθώ με αγωγή για αθέτηση των συμπεφωνημένων, κάτι που απέφυγα εφόσον συμφώνησα να οδηγηθώ σε παραίτηση. Εγκαταλείφθηκα, έτσι, άνεργος, αδέκαρος και τραυματίας. Σε μία περίοδο που διήρκεσε μήνες δέκα και απαίτησε να αξιοποιήσω μέχρι και την τελευταία εφεδρεία της αντοχής μου για να τη διανύσω.

Νομίζω, όμως, είναι πρέπον να διηγηθώ την ιστορία μου αρχίζοντας από λιγάκι πρωτύτερα. Να σας παρουσιάσω δηλαδή κάποιες πληροφορίες για μένα, όχι βέβαια επειδή προσάγουν απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτω, αλλά επειδή έτσι το κρίνω καλύτερο. Την εξήγηση ωστόσο, την πιο σωστή που μπορώ, για τούτο το αίνιγμα που αποτελεί η τελευταία περίοδος της ζωής μου δε θα τη δώσω αμέσως, γιατί στο κάτω κάτω μερικώς μου διαφεύγει και με ξεπερνά. Να με συγχωρείτε μονάχα, γιατί όπως θα αποδειχθεί, έχω πια ξεμείνει από επιτηδευμένη ευγένεια και προφασισμούς. Μα θα απέμενα, υπό κάθε έννοια, υπόλογος αν παρέλειπα να συμπληρώσω στα παραπάνω πως, παρά την αγένειά μου, δεν έχω μάθει ακόμη να μιλώ δίχως περιστροφές ή να αποφεύγω την μακρολογία.

Ο εφησυχασμός, τέκνο της βολής και της υλικής αφθονίας, είχε εγκαταλείψει το τόπο τούτο προ πολλοῦ. Η εξασφάλιση ενός καλού εισοδήματος που θα οδηγούσε σε μια ευδαιμονιστική ζωή, συνιστούσε ήδη πλάνη μεγίστη. Το μόνο ζητούμενο ήταν η επιβίωση και για το λόγο αυτό είχα εγκαταλείψει το πατρικό μου και είχα εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ζούσα, και δεν υπερβάλλω, σε μία σύγχρονη τρώγλη και είχα αποδυθεί σε εκστρατεία εξεύρεσης εργασίας, μα δίχως επιτυχία μεγάλη. Οι μήνες περνούσαν, η θέση μου δυσχέραινε και το απευκταίο ενδεχόμενο να επιστρέψω στη βάση μου, άρχισε σταδιακά να παρουσιάζεται ολοένα και πιο πιθανό. Ένιωθα να βυθίζομαι σε ένα χαίνον κενό, σε ένα βυθό αβλέμονα και πως θα παρέμενα για πάντα εγκαταλελειμμένος στης αβύσσου το ζόφος. Κι όταν τελικά αναδύθηκα στην επιφάνεια, παρόλο που ανάσανα, δεν κατόρθωσα να απολαύσω όσα είχα στερηθεί. Ίσως επειδή καλλιεργούσα την πλάνη πως θα ήμουν πλέον ικανός να επιπλέω εσαεί.

Παρόλα αυτά αναδύθηκα και δεν πρέπει να λυπάται κανείς τους κόπους που ξόδεψε όταν δίνουν αποτελέσματα τέτοια. Βρήκα εργασία για να το πω πιο ξεκάθαρα και κόντεψα, μάλιστα, να φτάσω στο σημείο του να πιστεύω πως το μέλλον μου προδιαγράφεται λαμπρό. Η οποιαδήποτε δουλειά φάνταζε τότε πραγματική ευλογία, τα σχεδόν 500 ευρώ ακούγονταν θησαυρός και όλα έβαιναν καλώς, για λιγάκι.

Ο άνθρωπος, βέβαια, δεν ευχαριστιέται με τίποτα θα πουν μερικοί και κάποιοι άλλοι θα υποστηρίξουν πως καλά κάνει και δεν ικανοποιείται στα λίγα. Μα δεν είναι θέμα ποσότητας νομίζω εγώ. Θα ήθελε ο καθένας μας, φαντάζομαι, να έρχονται νύχτες που θα πλαγιάζει ανέμελος, να ξημερώνουνε μέρες που δεν θα ξυπνά χολωμένος, να αφουγκράζεται αλλαγές γύρω του που θα σταλάζουν μια δόση γαληνής στο νου. Να νιώθει πως το βιοπάλεμα του ανοίγει προοπτικές για καλύτερες μέρες, ώστε να πάψει να τρέμει του καιρού τα γυρίσματα και να αισθάνεται διαρκώς γελασμένος. Μα τέτοιες χαρές η ζωή δεν μας δίνει.

Οι λογαριασμοί είχαν συσσωρευτεί από το προηγούμενο διάστημα, οι ανάγκες μου έτρεχαν και ο μισθός εξανεμιζόταν δίχως κόπο μεγάλο. Είχα μετατραπεί σ' έναν άπορο εργαζόμενο, που ήταν μετά βιας ικανός να συντηρηθεί. Η απόγνωση και η αγωνία της ανεργίας, είχαν τώρα δώσει τη θέση τους στην βαρυθυμία και την κόπωση. Μονάχα οι έγνοιες μου ανήκαν σε πλησμονή, όλα τα υπόλοιπα τα χαιρόμουν με το σταγονόμετρο. Το άγχος είχε αντικαταστήσει τον εσωτερικό μου ρυθμό και πια δεν το αναγνώριζα διόλου. Είχα μάθει να το αξιοποιώ, μάλιστα, να το βλέπω ως ελατήριο, ως κινητήρια δύναμη· απουσία της οποίας θα καταποντιζόμουν από τις καθηλωτικές δυνάμεις της δυσανασχέτησης. Κι αυτό έκανα, αγχωνόμουν και δούλευα, μέχρι που είχα εκείνο το μικρό ατύχημα που σας ανέφερα κι έχασα τη δουλειά μου, τόσο εύκολα όσο έχανα ύστερα και τον ύπνο μου από την ανησυχία.

Δέκα μήνες έκατσα άνεργος μετά από αυτό, μα εξέτισα την ποινή μου στο έπακρο κι έμαθα το μάθημά μου καλά. Με το μεροκάματό μας δεν παίζουμε! Γιατί αν όταν εργάζεσαι είσαι σαν άπορος, όταν είσαι άνεργος, απομένεις δίχως αξιοπρέπεια. Μην με ρωτήσετε να σας πω ποιος είναι σήμερα ο ορισμός της αξιοπρεπής διαβίωσης, όμως, θαρρώ έχει να κάνει με τις ειδικές ανάγκες του καθενός. Αυτό που ξέρω, και το λέγω δίχως καμία ντροπή, είναι πως στους δέκα μήνες που εγώ έκατσα άνεργος, μονάχα αξιοπρεπής δεν ένιωθα. Τρόπος του λέγειν έκατσα δηλαδή, γιατί ούτε να καθίσω δεν μπορούσα από τους πόνους στη μέση μου. Άντε τώρα να σηκώσεις ξανά κεφάλι Μενέλαε, σκεφτόμουν, άντε να βρεις άκρη στον άνυδρο και στείρο από προσδοκίες τούτο ορίζοντα που αντικρίζεις. Άντε να απαλλαγείς από τις τροχοπέδες του φόβου και του δισταγμού, ώστε να ακούσεις τις σκέψεις σου καθώς καταπλακώνονται από τον αδιάλειπτο σάλαγο των ενοχών και της αγωνίας.

Καταδύθηκα ξανά στο βυθό μου λοιπόν, εγκάθειρκτος και μονήρης. Παραδομένος στη διαβρωτική μανία του νερού και ανίκανος να αναφλογίσω την νοτισμένη θρυαλλίδα της προσδοκίας. Αφέθηκα εκεί, όχι γιατί μου έλειπε η πυγμή, αυτή ούτε λόγος πως μου έλειπε τότε, αλλά επειδή δεν έβλεπα προοπτική. Θα πιστεύατε ίσως πως ο χρόνος που κάποιος περνά σ' απομόνωση, είναι χρόνος ωφέλιμος, χρόνος που τον διαμορφώνει πιο ώριμο, πιο ευθύ, πιο σοφό. Χρόνος που σου δίνει τη δυνατότητα να κατασιγάσεις τον απόηχο των απόρρητων σκέψεων και να βάλεις το μυαλό σου σε τάξη. Μα για μένα τέτοιος δε στάθηκε. Ο ταπεινός σας αφηγητής ένιωθε χαμένος, ανίκανος να τακτοποιήσει τις ανάερες σκέψεις του και να σταθμίσει τα όσα συνέβησαν. Να γυρέψω τις αφορμές και τις αιτίες που με κατακρημνίσαν έμοιαζε αδύνατο, κατέληξα οπότε να τα χρεώσω όλα σε μένα. Θεώρησα πως τίποτα δεν είχα καταφέρει στη ζωή μου, ότι απλώς σφετερίστηκα για λίγο την άνωση και αναδύθηκα πρόσκαιρα, μα κάθε προσπάθεια επιπόλαιη έχει μονάχα οφέλη βραχύβια.

Παρόλο που με καταδίκασα έτσι αμείλικτα, όμως, αναδύθηκα ξανά, βρήκα πάλι δουλειά και ανάσανα. Μα κατάφερα να ανανήψω πριν καν βρω εργασία, μία βροχερή μέρα που βάδιζα στα χαμένα με το κεφάλι γειρτό, κοιτώντας ανώφελα το υγρό πεζοδρόμιο. Απρόσμενα συνέβη, χωρίς τυμπανοκρουσίες και ηρωικές αναμετρήσεις κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα αναίτια το βάρος που με καταπλάκωνε να αφανίζεται κι εμένα ικανό να αρθώ στο ύψος των περιστάσεων. Είχα κάνει άλλωστε όλα όσα μπορούσα να κάνω. Είχα ρωτήσει όλους τους φίλους και γνωστούς, είχα απευθυνθεί σε συγγενείς και είχα τρέξει σε κάθε αγγελία. Δεν ευθυνόμουν εγώ για την κατάστασή μου, λοιπόν, είχε γίνει ξάφνου ξεκάθαρο τούτο σε μένα και κάπως έτσι αλάφρωσα. Μπορεί να άγγιξα τις παρυφές της απελπισίας, μα δεν εκμηδενίστηκα. Γνώρισα, μπορώ πλέον να καυχιέμαι, τις αμέτρητες ανείδωτες πράξεις που πρέπει να κάνει ο κάθε κοινός άνθρωπος για να τα φέρει βόλτα στη ζωή, πράξεις που δίχως άλλο ξεπερνούν τη μπόρεσή του· και τούτο με γιομίζει περηφάνια ακόμη.

Καθώς βάδιζα, για πρώτη φορά ανάλαφρος μετά από καιρό, ένιωσα πως επιτέλους έπαιρνα το δρόμο κάπου να πάω, βαδίζοντας όπως ήθελα εγώ. Τότε ήταν που συνάντησα έναν παλιό μου συνάδελφο, είχε αλλάξει δουλειά με ενημέρωσε και δήλωσε πως θα μπορούσε να με βολέψει κι εμένα. Κι έτσι ακριβώς έγινε! Αρχή της επομένης εβδομάδας, άρχισα να δουλεύω και πάλι. Περιττό να σας πω πως εκτινάχθηκα σαν πιεσμένο ελατήριο που ξαφνικά λευτερώθηκε, κινούμουν σαν να είχα αστείρευτη συσσωρευμένη ενέργεια ή σα να ξυπνούσα από κάποιο τρομαχτικό εφιάλτη και παραπατούσα με κεκτημένη ταχύτητα έως ότου να ξανά βρω την ισορροπία μου. Βέβαια, ο ενθουσιασμός αυτός και η ευφορία που ένιωσα, ξεθυμάναν απότομα στο τέλος του μήνα, όταν με επισκέφτηκε η κούραση και ο πρώτος μισθός. Τουλάχιστον είχα σταματήσει να νιώθω ανάξιος όμως και μπορούσα πια να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Ήμουν αδιαμφισβήτητα σε καλύτερη μοίρα κι ας ένιωθα πως ανήκα εξολοκλήρου σε μένα μονάχα όταν γυρνούσα στο σπίτι μου. Τις ώρες εκείνες και μόνο, ένιωθα πως πως ήμουν ο εαυτός μου ατόφιος, ότι είχε απομείνει από κείνον τουλάχιστον.

Η δουλειά που έκανα στο εργοστάσιο ήταν χειρωνακτική και απαιτητική. Η κούραση ήταν μεγάλη, μα δεν ήταν το πρόβλημά μου αυτό. Ήταν κάτι που η λέξη κούραση δεν αρκεί για να το αποδώσει, γιατί σαν λέξη υποβάλλει κάτι το παθητικό, κάτι το στερημένο από αιτία και βούληση. Δεν ήταν ο φυσικός μόχθος που με επιβάρυνε, αλλά όλα τα υπόλοιπα. Αυτά που πρέπει κανείς να υποστεί, για να μην καταλήξει άνεργος και πάλι. Τις μικροπροσβολές από τους ανωτέρους, τους μικροεκβιασμούς, τις υποχωρήσεις, την αίσθηση πως δεν είσαι κύριος του εαυτού σου όσο εργάζεσαι μα ένα εργαλείο αναλώσιμο. Το αίσθημα αδικίας που σε κατακλύζει όταν εισπράττεις στο τέλος του μήνα το μισθό, που σε διαμορφώνει εργαζόμενο άπορο. Αυτόν που σε καταδικάζει να πασχίζεις ύστερα να αποσπάσεις οικονομικές μικροαπολαύσεις και συγκινήσεις φευγαλέες, που δήθεν θα γιομίσουν το αδηφάγο κενό που στεγάζεται μέσα σου· εκεί που στοιβάζονται τα ερείπια όλων των ειδών, στην εσχατιά της δυσελπιστίας. Εκεί που συσσωρεύονται άτακτα τα όνειρα, συμπιεσμένα από το βάρος των αποσυρμένων προσδοκιών και της αναθεματισμένης απροσδιόριστης πίεσης.

Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να θεωρεί κάποιος πως μπορεί να ξεπεράσει τέτοιο τέλμα με υπεκφυγές και τεχνάσματα. Ακόμη και με αυτά τα αποτελεσματικότερα φάρμακα κατά της απόγνωσης, που προσφέρονται αφειδώς σε όσους μεθοδικά οδηγούνται στο περιθώριο. Τα ναρκωτικά και το τζόγο δηλαδή, αυτές τις ελκυστικές ανθρώπινες επινοήσεις που προορίζονται για καταφύγια των απελπισμένων. Έχεις ανάγκη επειγόντως από χρήματα; Μπορείς να αγοράσεις ένα Λαϊκό λαχείο, την ελπίδα του χρήματος δηλαδή και να περιμένεις εναγωνίως την κλήρωση και ύστερα την επόμενη. Να περάσεις έτσι μια ζωή παραδομένη στη τύρβη της καθημερινότητας, που σταδιακά μαραίνεται στης φθοράς τα απόνερα. Μια ζήση που εισπνέει επανάληψη και εκπνέει μαρασμό. Αρτιμελής, μα γεμάτος θρεμμένες λαβωματιές, να γιομίσεις φρούδες ελπίδες και φόβους που θεριεύουν με του χρόνου το πέρασμα· μέχρις ότου να κατακυριεύσουν το νου.

Που αλλού θα μπορούσες αλήθεια να εναποθέσεις τις ελπίδες σου; Στο συνδικαλισμό μήπως; Αυτή η έννοια έχασε παντελώς το ανάστημα της εφόσον την έζεψαν στης χρησιμοθηρίας το άρμα, τούτο δα είναι τόπος κοινός. Στην εργατικότητα, την τιμιότητα και την επιμονή σου ίσως; Θα γελούσα μέχρι να τρίξουν τα δόντια μου αν υποστηρίζατε στα σοβαρά κάτι τέτοιο. Γιατί, όπως μπορείτε εύκολα να κατανοήσετε, κάποιος με το δικό μου πόστο, ένας απλός εργάτης δηλαδή σε κάποιο εργοστάσιο, δεν δύναται να τρέφει ελπίδες αύξησης, προαγωγής και ανέλιξης. Το ύπατο και οριστικό διακύβευμα, ήταν μονάχα το να κρατήσω τη θέση μου. Να κρατηθώ όρθιος, γιατί ανά πάσα στιγμή τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν και χειρότερα. Να ξυπνώ κάθε πρωί ρωμαλέος, επικεφαλής των ματαιώσεων και των φόβων μου και να τραβώ για δουλειά. Να κινητοποιούμαι, δηλαδή, από μια ώση μιαρή, να αντλώ για τη ζωή ζήλο, μόνο και μόνο από τον τρόμο του ολοκληρωτικού ξεπεσμού της.

Όπως ήδη σας είπα όμως, είχα μάθει το μάθημά μου καλά ύστερα απ' την προηγούμενη μου παραίτηση κι εκτός από αυτό είχα διαρκώς και τα λόγια του παππού μου να με συντροφεύουν. «Η ζωή είναι ένας αγώνας Μενέλαε», μου έλεγε, κι από τότε τούτη τη φράση την ακούω συχνά, μα φαίνεται πως βγαίνει συνήθως από τα χείλη εκείνων που δεν αγωνιστήκαν ποτέ. Μπορεί να υπομείναν τα πάνδεινα και σχεδόν να μαρτύρησαν, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, μα δεν αγωνιστήκαν και συνεπώς ούτε έζησαν, με βάση τον ορισμό τον δικό τους. Για αυτούς αγώνας και συμμόρφωση καταλήγουν δυο όροι μη αντινομικοί, δυο συστατικά αναγκαία για να παράξουν το απαραίτητο για την παραγωγική διαδικασία ανθρώπινο κράμα, εθελοδουλίας και ἐθελουργίας, τον σημερινό εργαζόμενο. Παρ' όλ' αυτά, έχουν και κάποιο δίκιο μέσα στην πλάνη τους, η ζωή είναι πράγματι αγώνας, δεν το αρνούμαι αυτό. Μα δεν είναι αγώνας για να υπομείνεις τη ζωή κι ούτε προβάλλει η πάλη για μιά ζήση καλύτερη σαν πράξη ηρωική, αλλά σαν στυγνή αναγκαιότητα. Κι αυτό είναι ένα μάθημα που το έμαθα εξίσου καλά και θα σας το αποδείξω σε λίγο.

Στο εργοστάσιο που είχα προσληφθεί, με προσέγγισε από την πρώτη κιόλας βδομάδα, ο Κυριάκος. Αυτός ήταν αυτό που λέμε άνθρωπος του συνδικαλισμού και πίεζε τους πάντες να γραφτούν στο σωματείο, μα δεν ήταν γραφτό να στεριώσει και πολύ στη δουλειά. Δύο ή τρεις μήνες τον ανεχτήκαν μέχρι να τον μεταφέρουν σε άλλη μονάδα κι ύστερα να συνειδητοποιήσουμε πως απολύθηκε. Όταν μου είχε πιάσει την κουβέντα εμένα, είχε αναφερθεί στην εντατικοποίηση της δουλειάς και την κούραση που συσσωρεύαν οι εργάτες, στα ελλιπή μέτρα ασφαλείας, το μειωμένο προσωπικό στις βάρδιες, την ανακύκλωση εργολαβικών εργατών και άλλα πολλά που όμως δε μου έλεγαν τίποτα τότε, αφού ως καινούριος το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως είχα και πάλι δουλειά. Όποτε μας πλησίαζε συνωμοτικά για να συζητήσει μαζί μας, κρατώντας φυλλάδια που προειδοποιούσαν για τα ακατάστατα ωράρια και την επακόλουθη έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης των οδηγών των βαρέων οχημάτων, τον αποφεύγαμε. Νιώθαμε κάτι το απειλητικό στην προσέγγισή του, σαν να γύρευε από μας κάτι που δε ήμασταν ικανοί να προσφέρουμε. Αυτός βέβαια επέμενε και μας πρότεινε να συνδικαλιστούμε, να ενισχύσουμε το σωματείο και να δράσουμε για να αποτρέψουμε την καταστρατήγηση των εργασιακών μας δικαιωμάτων. Μα όλα τούτα ηχούσαν στα αυτιά μας μακρινά κι αδιάφορα και δεν ήταν λίγες οι φορές που πραγματικά ενοχλούμασταν απ' το πείσμα του.

Λίγο μετά την απόλυσή του, τον πέτυχα τυχαία στο δρόμο ενώ είχα σχολάσει από τη δουλειά και γύριζα σπίτι μου μαζί με τον Γιώργο, έναν συνάδελφο με τον οποίο ζούσαμε στην ίδια γειτονία. «Τι έγινε ρε Κυριάκο; Μπορείς χωρίς αφεντικά τελικά;» του φώναξε ο Γιώργος περιπαιχτικά μόλις τον είδε στο πεζοδρόμιο απέναντι. «Να δούμε αν θα μπορείς εσύ χωρίς μεροκάματο Γιώργη. Γιατί όσες θυσίες κι αν κάνεις, τη δουλειά σου δεν την εξασφαλίζεις ποτέ», αποκρίθηκε ο Κυριάκος και επιτάχυνε με τσαντίλα το βήμα του. Αυτό που υποστήριξε ο Κυριάκος, αποδείχθηκε μια αλήθεια ακαταγώνιστη, μα τότε δεν είχε ακόμη μεστώσει στο νου μου. Πήρε χρόνο για να κατανοήσω, πως όσο οι γνώσεις μου για το κόσμο γίνονται όλο και πιο ακριβείς, τόσο οι διάφορες κοινές αλήθειες και προγονικές διδαχές αποδεικνύονται ολοένα και πιότερο αστήριχτες.

Ακόμη δεν με αγγίζαν οι προτροπές εναντίωσης στο καθεστώς της εργοδοσίας, όμως, για τον απλούστατο λόγο πως θυμόμουν αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου όταν ήμουν νεότερος, τότε που ως φοιτητής είχα επιπόλαια ασχοληθεί με τον συνδικαλισμό. «Μενέλαε να είσαι προσγειωμένος. Δεν είναι αυτός ο κόσμος πλασμένος στα μέτρα μας, εμείς είμαστε φτιαγμένοι στα δικά του». Άλλο ένα αυταπόδεικτο αξίωμα, μια αλήθεια αυτόχρημα βγαλμένη από τη ζωή. Μία δήλωση που εμπεριέχει έναν καθηλωτικό υπαινιγμό μοιρολατρίας και μια ανεκδήλωτη παραίτηση που τόσο περίτρανα φανερώνεται ύστερα στη ζωή μας. Γιατί το να προφυλαχτείς σήμερα από κάθε επιβουλή κρίνεται αδύνατο. Όσο κι αν υποκύψεις στην εργοδοσία και τα μίσθαρνα όργανά της, πειθήνια σα φαντάρος νεοσύλλεκτος, παραμένεις διαρκώς αναλώσιμος. Αποτελεί κι αυτό ένα μάθημα που το έχω μάθει καλά, γιατί απλούστατα έφερα τούμπα την συμβουλή του πάτερα μου και κατανόησα πως όσο δεν φέρνουμε εμείς τον κόσμο στα μέτρα μας, θα συνεχίζει να μας πλάθει αυτός στα δικά του. Όντως ζωή σημαίνει αγώνας λοιπόν, μα δεν κάνει ο αγώνας τη ζήση δυσβάσταχτη όπως κάποιοι διατείνονται, κάνει αντίθετα τον αγώνα απαραίτητο ένας βίος που καθίσταται αβίωτος.

Τούτο το αναποδογύρισμα των προγονικών νουθεσιών, των συμβουλών που μου έδωσαν ο παππούς κι ο πατέρας μου, έκλωθε εντός μου από καιρό. Τα νέα αξιώματα που προέκυψαν, αρχικά αναδεύονταν μέσα μου ασύνταχτα, στυλώνονταν στο μυαλό μου αγύμναστα έως ότου αναπόφευκτα να αναμετρηθούν με τη ζωή και να χαλυβδωθούν. Όταν συνέβη αυτό ανασκαλευτήκαν τα πιο βαθιά μου θεμέλια και κλονιστήκαν παμπάλαιες εσωτερικές βεβαιότητες. Πώς έγινε αυτό; Απρόσμενα, όπως και κάθε αλλαγή στη ζωή.

Βρισκόμουν στη δουλειά, ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, όταν ένα κλαρκ παρέσυρε μία συνάδελφο που κατευθυνόταν στο κυλικείο. Βρισκόταν σε διάλειμμα βλέπετε, και το θλιβερό τούτο συμβάν, δεν ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ατύχημα εργατικό. Αυτό μας το ανακοίνωσε, μερικά μόλις λεπτά μετά το περιστατικό, η εργοδότρια εταιρία, διά στόματος του προϊσταμένου μας που δεν παρέλειψε να εκφράσει τη συμπάθεια και τη θλίψη του. Μη φανταστείτε πως έφερα και τον τόπο ανάποδα τότε. Δυο, τρεις αυτονόητες ερωτήσεις κατόρθωσα να κάνω και την πρόταση να πραγματοποιήσουμε στάση εργασίας ως διαμαρτυρία, μα ήταν αρκετά για να στιγματιστώ. Η προθυμοποίηση των συναδέλφων μου ήταν μηδαμινή. Η ερώτηση της γηραιάς επιστάτριας μας ήταν αφοπλιστική “γιατί να θέσουμε χωρίς λόγο σε κίνδυνο το ψωμί των παιδιών μας;”. Άλλωστε, τι στάση εργασίας θα ήταν αυτή; Διαμαρτυρία απέναντι σε τι; Απέναντι στην κακιά στιγμή και την ατυχία; Όλοι δήλωναν συντετριμμένοι από το τραγικό γεγονός και αλληλέγγυοι με την οικογένεια της αδικοχαμένης, μα κανείς δε φαινόταν διατεθειμένος να ριψοκινδυνεύσει τον πολύτιμο μισθό απορίας που παίρναμε. Εν τέλει, με πρωτοβουλία της ίδιας της εταιρίας, οι μηχανές σίγασαν μονάχα για μερικές ώρες την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια που κηδευόταν η τέως συνάδελφός μας. Μια κίνηση ολοκληρωτικά τυπική, που μας έδινε απλώς το περιθώριο να συλλυπηθούμε την οικογένεια της εκλιπούσας και να επιστρέψουμε αλαφρωμένοι στις δουλειές μας.

Τις επόμενες μέρες, η εργοδοσία απέτρεψε, με χονδροειδέστατους χειρισμούς, την επιθεώρηση του χώρου ώστε να μην εξακριβωθούνε ποτέ οι συνθήκες του ατυχήματος. Ο οδηγός του κλαρκ, εκτός του ότι δε διέθετε την κατάλληλη άδεια οδήγησης βαρέου οχήματος, δεν ανήκε καν στο προσωπικό της επιχείρησης αλλά είχε προσληφθεί με εργολαβία. Η συγκάλυψη του ατυχήματος δε με εξέπληξε και τόσο, ο ιδιοκτήτης της εταιρίας έπραξε το αναμενόμενο και προστάτεψε τα συμφέροντά του. Ο οδηγός του κλαρκ ήρθε, καθώς φαίνεται, αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επιλογών του και έπραξε και εκείνος κατά συνείδηση. Μερικές μέρες αργότερα ενημερωθήκαμε πως βρισκόταν στο νοσοκομείο ύστερα από διπλή απόπειρα αυτοκτονίας. Εμείς οι υπόλοιποι πράξαμε επίσης το αναμενόμενο και συνεχίσαμε τις δουλειές μας ακάθεκτοι.

Δε χρειάστηκε παρά να περάσουν μερικές ημέρες μονάχα και η ομαλότητα αποκαταστάθηκε. Μόνη αλλαγή στάθηκε μια μικρή παρέκκλιση από το συνηθισμένο δρομολόγιο μας κατά το διάλειμμα. Κανείς δεν ήθελε, βλέπετε, να περνά από το χώρο του ατυχήματος και να έρχεται αντιμέτωπος με το ισχνό αποτύπωμα του θανάτου. Κανείς δεν ήθελε πλέον ούτε καν να θυμάται τη Κατερίνα γενικώς κι αυτή η παγερή αποφυγή με επιβάρυνε περισσότερο κι από το τραγικό γεγονός αυτό καθαυτό. Όλα πλέον είχαν τυλιχτεί με το παγερό γνόφο της απάθειας και είχαν διαμορφωθεί απρόσωπα και ξένα. Η λέξη συνάδελφος είχε δεχτεί πλήγμα τεράστιο και έχανε το ανάστημα της ταχύτατα. Μα εγώ αναρωτιόμουν συνέχεια το τι θα είχε πράξει ο Κυριάκος αν δούλευε ακόμη εδώ. Το όλο μέρος έμοιαζε αποθηριωμένο χωρίς την ενοχλητική παρουσία του κι εμείς απροστάτευτοι ολότελα, μην έχοντας πια πουθενά να στραφούμε. Γιατί η συναδελφοσύνη, όπως κι εσείς θα γνωρίζετε, δεν είναι παρά μια ιδέα κι όταν ο άνθρωπος χρειάζεται στήριγμα εστιάζει στα πρόσωπα κι όχι στις έννοιες. Αν κι αυτό ίσως να αποτελεί μονάχα μια πλάνη, γιατί οι ιδέες ενσαρκώνονται στ' άτομα.

Τον αναζητούσα απεγνωσμένα τον Κυριάκο εκείνες τις κρίσιμες ώρες και δεν με απογοήτευσε. Μας περίμενε όταν σχολάσαμε, την επομένη του ατυχήματος, στην έξοδο του εργοστασίου μαζί με μια αντιπροσωπία αδελφών σωματείων. Τα νέα είχαν διαδοθεί, βλέπετε, και αποδείχθηκε εκ του πρακτέου πως δεν ήμασταν ολότελα μόνοι. Αυτό που επακολούθησε, όμως, ήταν από κάθε άποψη αποκαρδιωτικό. Το προσωπικό του εργοστασίου απέφευγε τους συνδικαλιστές, επιτάχυνε το βήμα, διέρχονταν αγχωμένα το δρόμο και εξαφανίζονταν. Κάποιοι καταφέραν να ψελλίσουν δυο λόγια μόνο και μονό για να πουν: “Ένα ατύχημα ήταν! Μην προσπαθείτε να επωφεληθείτε πολιτικά”.

Ο Κυριάκος με είδε που αποχωρούσα μαζί με το Γιώργο και ζύγωσε να μας μιλήσει.“Στο είχα πει Γιώργη, πως δύσκολα θα κρατούσες τη δουλειά σου, όσες θυσίες κι αν έκανες. Μα πλέον διακυβεύονται οι ζωές σας οι ίδιες κι ακόμη μυαλά δεν αλλάζεις”. Είπε ο Κυριάκος, κι αφού έβγαλε τα γυαλιά του βάλθηκε να τα τρίβει με την άκρη της μπλούζας του, μα ο Γιώργος δεν απάντησε τίποτα, συνέχισε να περπατάει μονάχα και μπήκε βιαστικά στ' αυτοκίνητό του. Εγώ, που είχα για λίγο σαστίσει, έτρεξα να τον προλάβω πριν φύγει, για να με πετάξει στο σπίτι μου.

Το επόμενο πρωί, φτάσαμε στο εργοστάσιο και σχεδόν ανακουφιστήκαμε που δεν μας περίμενε κανείς, για να μας ζητήσει ευθύνες ή να απαιτήσει από εμάς πράγματα ανέφικτα. Πήγαμε στα πόστα μας δίχως προβλήματα και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Τίποτα δε φαινόταν να είχε αλλάξει, μα είχαν ήδη δρομολογηθεί αλλαγές. Τον επόμενο μήνα καλέστηκα να επισκεφτώ το γραφείο του προϊσταμένου, εγώ και μερικοί ακόμη που είχαμε εκφράσει κάποιες χλιαρές διαμαρτυρίες για το θάνατο της εργάτριας. Μεθοδεύονταν η συγκαλυμμένη απόλυσή μας, βλέπετε, και το σχέδιο είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή. Μεταφερθήκαμε αθόρυβα σε μια παρακείμενη εργοστασιακή μονάδα, ένα τμήμα το οποίο έμελλε να κλείσει λίαν συντόμως, κι όταν έφτασε η ώρα εκείνη εισπράξαμε μια αποζημίωση απόλυσης, υπογράψαμε μια εμπιστευτική σύμβαση εχεμύθειας και γυρίσαμε σπίτια μας.

Πράξαμε όλοι μας το μόνο που μπορούσαμε, θα μου πείτε, και ίσως να θεωρείτε πως έχετε και δίκιο λέγοντάς το αυτό. Τι άλλες επιλογές είχαμε άλλωστε; Καμία, θα απαντούσε ο κάθε νομοταγής και σώφρων πολίτης, και είναι πραγματικά τεράστια ανακούφιση τούτη η σκέψη. Και πώς να μην είναι, αφού κάθε άλλη μου προκαλεί τρομαχτική δυσφορία; Μα ήταν τόσο συνειδητά διαδραστική η συνθηκολόγησή μας, τόσο σκόπιμος ο ενδοτισμός μας, που προκύπτει αδιαφιλονίκητα το συμπέρασμα πως φέρουμε πλήρη ευθύνη για τις επιλογές μας.

Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί δεν έχω πλέον διάθεση καμία να σας εντυπωσιάσω και το γεγονός πως έχω απομείνει πια τελευταίος στην αίθουσα ετούτη, να συμπληρώνω ευλαβικά αυτό το χαρτί, δεν πρέπει να θεωρήσετε πως συνηγορεί για τ' αντίθετο. Δε θα αρνηθώ πως τη δουλειά τη χρειάζομαι, μα πια έχω μάθει τα μαθήματά μου καλά. Το ενδεχόμενο της ανεργίας αποτελεί τελικά φόβητρο μικρότερο, από εκείνο του να προσληφθώ. Έχω κουραστεί να παραβλέπω αυτό που καθημερινά προβάλει όλο και πιο επιτακτικά αναγκαίο. Η ζωή είναι αγώνας, δεν θα το αμφισβητήσει κανένας αυτό, το τι είδους αγώνας θα γίνει, όμως, ας το επιλέξει ο καθένας. Μπορεί να γίνει αγώνας κατάδυσης, όπου πρέπει να κρατάς την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις ή πάλη για να αναδυθείς στην επιφάνεια και να ανασάνεις σαν άνθρωπος. Εμένα, καλώς ή κακώς, για το πρώτο είδος αγώνα δεν μου έχουν απομείνει πια αντοχές.

Όπως είδατε, αποδείχτηκα αληθής σε αυτό που είχα πει στην αρχή. Μήτε οργανωμένο χαρακτήρα είχαν τα όσα σας είπα, μήτε κρίνονται αρμοστά για να καταγραφούν στο φυλλάδιο ετούτο. Βέβαια, ποσώς με ενδιαφέρει το πως θα σας φανούν, γιατί ομολογώ πως μου είναι αδύνατον πλέον να περάσω την είσοδο ενός ακόμη εργοστασίου κάνοντας από το πρώτο μου βήμα υποχωρήσεις ντροπής. Κυρίως τρέμω, είναι η αλήθεια, να ενσωματωθώ σ' ένα χώρο εργασίας που δεν θα υπάρχει κάποιος Κυριάκος κι αν με προσλάβετε, ίσως αναγκαστώ εγώ αυτή τη φορά να παίξω το ρόλο του.

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. (Αφιερωμένο στον άδικο χαμό της εργάτριας στις 30 Ιουλίου 2019)



















Μήδεια Χουρσουλίδου / Γιάννης Λεκόπουλος - Live @ Micraasia-Fez - Τετάρτη 30 Ιουνίου


 

ΜΗΔΕΙΑ ΧΟΥΡΣΟΥΛΙΔΟΥ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΚΟΠΟΥΛΟΣ
Live

Τετάρτη 30 Ιουνίου
«Micraasia-Fez»
-----
Φιλική συμμετοχή
Μαριάνθη Σιγάλα

Η Μήδεια Χουρσουλίδου, ερμηνεύτρια με μια ιδιαίτερη διαδρομή τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, συναντά επί σκηνής τον αγαπημένο ερμηνευτή Γιάννη Λεκόπουλο .

Οι δυο καλλιτέχνες μετά από σχεδόν ένα χρόνο απουσίας λόγω καραντίνας, ανταμώνουν επί σκηνής στην όμορφη ταράτσα του Mikcraasia-FEZ και μας παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα με αγαπημένα τραγούδια του έντεχνου, ethnik και λαϊκού μας τραγουδιού, καθώς και επιλογές από τη δισκογραφία τους.
Περιμένουμε να γίνουμε μια όμορφη παρέα ,να τραγουδήσουμε και να ταξιδέψουμε όλοι μαζί.
------------
-Καλλιτεχνική επιμέλεια-κιθάρα : Αρετή Κοκκίνου
-Ακκορντεόν: Άννα Λάκη

Έναρξη: 20.30 μ.μ
Είσοδος : 8 ευρώ



Micraasia-Fez : Κωνσταντινουπόλεως 70 & Ευμολπιδών 41,
Κεραμεικός / (Σταθμός μετρό: Κεραμεικός)
Τηλ. Κρατήσεων : 6947 942075 (Μετά τις 19.00)
(Απαραίτητη η κράτηση θέσεων)


















ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ ( 6 Ιουνίου 1905 - 17 Δεκεμβρίου1932)

 


Ο Μίνως Ζώτος (1905–1932) ήταν Έλληνας ποιητής.

Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1905 στο Νεοχώρι Μεσολογγίου, όπου και παρακολούθησε τα πρώτα του σχολικά μαθήματα. Στη συνέχεια, παρακολούθησε τα μαθήματα του Σχολαρχείου στο Αιτωλικό και του Γυμνασίου στο Μεσολόγγι. Το 1922 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ με τη συμβολή του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε ταμίας του Δήμου Αθηναίων.

Οι σπουδές του δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ μιας και είχε αρχίσει να ασχολείται με τη συγγραφή ποιητικών έργων. Γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία αποτέλεσε έρωτα της ζωής του, το 1928. Μετά τον θάνατό της το 1930, η υγεία του επιβαρύνθηκε. Για τον λόγο αυτό επέστρεψε στη γενέτειρά του το φθινόπωρο του 1932, ωστόσο πέθανε από φυματίωση στις 17 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

Εργογραφία

Η πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση έγινε το 1923 με τη δημοσίευση ποιημάτων στο περιοδικό Μούσα. Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα και σε άλλα περιοδικά, όπως τα Βίγλα (Μεσολόγγι), Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία και Ελληνική Επιθεώρησις μεταξύ άλλων. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, ενώ έγραψε και μερικά κριτικά άρθρα και μετέφρασε λογοτεχνικά έργα στα ελληνικά. Τοποθετείται στους νεώτερους εκπροσώπους της μεσοπολεμικής ποίησης επηρεασμένος από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού αλλά και το έργο των Μιλτιάδη Μαλακάση και Κώστα Καρυωτάκη. Στα έργα του χρησιμοποιεί κυρίως λυρική και ρομαντική γραφή. Τα έργα του ήταν τα εξής:
Βήματα, 1929
Αφιέρωμα, 1930
Άπαντα, επιμέλεια Κ. Σ. Κώνστας, 1972 (εκδόθηκε μετά τον θάνατό του)



Την πιο παραστατική εικόνα του Ζώτου εκείνα τα χρόνια, τη δίνει ο Γιώργος Κοτζιούλας στο άρθρο που αφιέρωσε στον ποιητή και που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρυθμός ένα χρόνο μετά τον θάνατό του: «Κοντό ανάστημα, πρόσωπο μελαχρινό, ωραία μαλλιά. Το μάτι τού γλύκαινε πιο πολύ την ήμερη όψη, μα κι’ έκοβε μαζί, διαπεραστικό. Φοριόταν πάντα του καλά και συχνά γύριζε ξεσκούφωτος. Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα, κι’ όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα, κουβέντιαζε μ’ ευκολία και χάρη, σωστός τεχνίτης του λόγου, κι’ ήταν ευχαρίστηση να τον ακούς, καθώς μάλιστα σπάνια θα τον έβλεπες ερεθισμένο. Σύχναζε ταχτικά στα καφενεία. Μαγερειό δεν άλλαζε – ήταν ανοικονόμητος, και με όλο το μισθό που έπαιρνε έμενε ολοένα χρεωμένος. Δεν πήγαινε σε διαλέξεις, ούτε σ’ εκδρομές. Προτιμούσε τα φιλολογικά κέντρα των νέων –όταν υπήρχαν– και τις λέσχες των καλλιτεχνών, όπου βρίσκονται το περισσότερο κυρίες […]. Η ποίηση όμως τον είχε αφοσιωμένο της πιστό. Απ’ όλα τ’ αφηρημένα ονόματα που μοιράζουνται τη λόξα μας, μονάχα εκείνη κυβερνούσε την ψυχή του. Αυτό το τέρας που λέγεται φιλολογία αμφιβάλλω αν απομύζησε τόσο αίμα απ’ την καρδιά άλλων ομοτέχνων του. Άλλοι μπορεί να τύπωσαν περσότερα βιβλία, να δούλεψαν την τέχνη μ’ εφόδια μεγαλύτερα, να γέρασαν και ν’ άσπρισαν απάνου σε χειρόγραφα. Ο Ζώτος, αν δεν έχει να παρουσιάσει πολύχρονη εργασία και τίτλους πολυσήμαντους, δεν πέρασε όμως ούτε μέρα χωρίς να δώσει μια σκέψη του στην ποίηση. Την αγαπούσε με το πάθος των νεανικών του χρόνων, με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση, και ας μην είχε να περιμένει ανταπόδοση ικανή…».

https://www.catisart.gr/



Δύο άγνωστοι

Στην αίθουσα, που λίγο πριν το γέλιο αντιλαλούσε,
χώρια καθένας, έμειναν στερνοί μονάχα δύο·
εκείνη τάχα εδιάβαζε σκυμμένη ένα βιβλίο
κι αυτός βαριά στα χέρια του την κεφαλή ακουμπούσε.
Μίλημα δεν εξύπνησε τη σιγαλιά κανένα·
μα ενώ ήταν ξένοι και κοινό δεν είχαν τίποτε άλλο
παρά, ο καθένας άλλονε, τον πόνο τον μεγάλο
στραφήκαν και κοιτάχτηκαν βουβά κι απελπισμένα.
Ώρα πολλή κοιτάζονταν βουβά, κατάματα έως
που υψώσανε με απόγνωση τα χέρια ξάφνου αντάμα·
τότε κι οι δύο αναλύθηκαν στα δάκρυα και στο κλάμα·
Κι αυτή ήταν νέα κι ωραία κι αυτός επίσης νέος κι ωραίος.

(Μίνου Ζώτου Άπαντα, επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας, Αθήνα, Εκδ. Κοινότητος Νεοχωρίου
Παραχελωίτιδος, 1972)


https://www.catisart.gr/

ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ


Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
Μια γλύκα θηλυκιά.


Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.


Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
Τον άγρυπνο φρουρό.


Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
Και μέλπει σιγανά:


«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».


Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.


Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ

Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω·
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω,
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω.

Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα.

Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω,
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω…

Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα…

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/