Η ιστορία μιας σύγχρονης τραγωδίας για τη βαθιά νοσούσα κοινωνία.
Με λόγο αιχμηρό παρουσιάζεται το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας με σκληρότητα αλλά και ψυχρό χιούμορ για να ενοχλήσει να προκαλέσει, να ταρακουνήσει συνειδήσεις για εκείνους που δίχως αιδώ αφήνουν τη σεξουαλική διαστροφή τους να γίνεται ο απόλυτος νόμος.
Εκείνη:
Η Δανάη, ένα κορίτσι δεκατριών ετών ήταν που δεν πρόλαβε να καταλάβει καλά τον κόσμο και δέχτηκε όλες τις απειλές από εκείνους που τον είχαν φτιάξει.
Εκείνος:
Ο πατέρας, το απόλυτο διαταραγμένο σεξουαλικά κτήνος. Ένα ολοκληρωμένο διαστροφικό ον.
Εκείνη:Η μάνα, η απόλυτη ένοχη σιωπή.
Ιστορία που αγγίζει το σημείο μηδέν του σύγχρονου πολιτισμού μας.
Ένα έργο για την ψυχική καταπάτηση, τον φόβο και τα αδιέξοδα μιας σαθρής κοινωνίας όπου κανένας νόμος και καμιά τιμωρία δεν καταφέρνει να φέρει την λύτρωση στο θύμα, παρά μόνο ο θάνατος του θύτη.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Παράτα με, ο τίτλος του έργου κι ας πούμε ότι είναι ένα παράτολμο παιχνίδι της ψυχής. Ανοίγει η αυλαία έτσι, γίνεται η αρχή στην εισαγωγή της πρώτης πράξης μιας διαχρονικής τραγωδίας. Οι πρωταγωνιστές έχουν ήδη ετοιμαστεί και περιμένουν να βγουν στη σκηνή.
Η μικρή Δανάη, κεντρική ηρωίδα, σηκώνει το βάρος ανομολόγητων μυστικών.
Ο αδελφός Αγγελής παραδέρνει στον δικό του κόσμο.
Προσωποποίηση του καλού η γιαγιά Δανάη ή Ισαβέλλα ή Κυκλάμινο.
Ο κακός παΤέρας Γαρούφαλος Μαρούκας ή Φαλλός.
Η μάνα-Ευδοκία, ή Παράτα με, το απόλυτο τίποτα ή ο γυναικείος πριαπισμός.
Δευτεραγωνιστές, ο χορός. Όλοι έτοιμοι στις θέσεις τους να βγουν στη σκηνή. Εκτός απ’ το Κακό. Αυτό κρύβεται πίσω απ’ την κουΐντα και κουβαλάει όλες τις συμφορές του κόσμου. Θα εμφανιστεί όταν θα έχει ξεκινήσει το έργο. Πάντα έτσι εμφανίζεται, εκεί που δεν το περιμένεις. Εκεί που νομίζεις ότι η ευτυχία σε έχει αγκαλιάσει, νάσου αυτό να στην αρπάξει.
Μια ιστορία άγρια τρυφερή, στοργικά ρεαλιστική, παράτολμα δυνατή, σχεδόν ελκυστικά πικρή, γεμάτη θηρία και θαύματα.
Απόσπασμα
Η μάνα:
Η Ευδοκία, μόλις στα δεκαοκτώ της, γνώρισε τη θολή στοργή του έρωτα. Είχε μια προκλητική αναίδεια που κέντριζε κάθε αρσενικό σαν έριχνε το βλέμμα της επάνω του. Γραπώθηκε σαν κισσός στο αντρικό κορμί και ταξίδευε σωμάτινα σε μέρη ηδονικά, αδιακρίτως. Μόνο αυτά τα ταξίδια την άρεσαν. Το εφηβαίο της ήταν η πλώρη που έσκιζε τα βαθιά, ανεξιχνίαστα νερά της ηδονής. Κανένας ανεμοστρόβιλος δεν σταματούσε το μεθύσι της. Καμιά αστραπή δεν έκαιγε τα όριά της. Καμιά πράξη, όσο λάθος ή υπερβολική κι αν ήταν, δεν φρέναρε τις ανάγκες της για απόλαυση. Η δεξιότητά της στον έρωτα ήταν το χάρισμά της. Είχε αναγάγει την ηδονή σε επιστήμη.
Περπατούσε στην κόψη του ξυραφιού κι όσο ματωνόταν τόσο πιο πολύ της άρεσε να παίρνει τα μονοπάτια της φυγής και να ζει τις ακραίες στιγμές που της πρόσφερε η κάθε είδους νέα επαφή. Ρουφούσε κάθε στάλα της. Ό,τι κι αν έκρυβε μέσα της, γλυκό ή πικρό, το κατάπινε με βουλιμία ανθρώπου πεινασμένου. Αυτή ήταν η Ευδοκία, δεν λογάριαζε κανέναν και τίποτα.
Κι ο χρόνος κυλούσε, όπως εκείνη τον όριζε. Ηδονικά.
Η κόρη
«Μπαμπά, δεν είναι αυτό το κρεβάτι σου».
Νόμιζε ότι θα καταλάβαινε ο Μαρούκας πως είχε πέσει σε λάθος κρεβάτι.
Η ανάσα του μύριζε σαν ξεραμένο πατητήρι και της έφερνε αναγούλα. Για να γλιτώσει από τη παρουσία του, αναγκάστηκε να επαναλάβει δυνατά αυτή τη φορά.
«Έχεις κάνει λάθος κρεβάτι. Δεν χωράμε. Μη με σπρώχνεις».
Γεμάτος θράσος, που έδειχνε πόσο αποφασισμένος ήταν, της απάντησε προκλητικά μέσα στο αφτί της.
«Σουτ! Θα τους ξυπνήσεις. Δεν έκανα λάθος. Απόψε κάνει κρύο, θα κοιμηθούμε μαζί».
«Μα δε χωράμε. Με πιέζεις», τσίριξε ενοχλημένη από την επιμονή του.
«Οι καλοί παντού χωράνε», είπε κι αμέσως την αγκάλιασε με πόθο που του έφερνε τρεμούλα.
«Μα τι κάνεις… μα τι κάνεις, θα μου σκίσεις τα ρούχα!» τόλμησε να πει μόνο και δεν πρόλαβε να συνεχίσει, γιατί η τραχιά παλάμη του φίμωσε το στόμα της.
«Σώπασε, μικρό μου λουλουδάκι! Άντρας είμαι και ξέρω να φέρνω βόλτα τις γυναίκες», πρόσθεσε γεμάτος σαρκαστικό πανικό που γεννούσε η απαλή σάρκα της στον ανώμαλο πόθο του.
Ο πατέρας
Ανόσια παθογένεια ο πειρασμός, τρύπωσε στους συλλογισμούς του. Σάπισε τη συνείδηση του Γαρούφαλλου Μαρούκα. Του Φαλλού. Ακαταλόγιστες σκέψεις επέδρασαν σε κάθε λογική, όπως επιδρά η χολέρα στη σάρκα. Ποτέ δεν είχε υπολογίσει αξίες κι αρετές, αλλά τώρα ένας λόγος παραπάνω που φύτρωνε αυτός ο ανίερος πόθος για το ίδιο του το παιδί. Αδιάφορος για τη σοβαρότητα του ζητήματος, επιδόθηκε λιγωμένος στην πραγματοποίηση του φοβερού κι άνομου στόχου του, χωρίς να σκιάζεται θεούς και να υπολογίζει ανθρώπους.
Σαν σαράκι χώθηκε μέσα του η ιδέα να κάνει τη Δανάη απόλυτο κτήμα του, όπως την Ευδοκία. Θα τις είχε και τις δύο. Πόση δύναμη μα την αλήθεια έκρυβε ένα λιανό κλαράκι που μέρα τη μέρα φούντωνε το άγουρο κορμάκι του, σχηματίζοντας επάνω του γυναικείες καμπύλες να του παίρνουν το νου.
Κάθε φόβος κρύβει μια κραυγή
Η σεξουαλική παρενόχληση σε παιδιά, είναι ένα σοβαρό θέμα που ταλανίζει την κοινωνία μας.
Όσες-όσοι το διαβάσετε επικοινωνείστε μαζί μου, να αποτελέσουμε μια ομάδα ανθρώπων που θα αντιδράσει σε κάθε άδικό σεξουαλικό ενδοοικογενειακό παραλογισμό.
ddimitris51@yahoo.com
Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας "awarded by the writing school" και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Θεατρικά έργα: "Υπατία" από την θεατρική ομάδα Ανάδρασις 2013. "Λιεσάνορες" Θέατρο Βαφείο 2015-2016. "Τύψεις". "Ο έρωτας και ο θάνατος". Από τη θεατρική ομάδα "ΔΙΟΔΟΣ" ανέβηκαν τα έργα: "Οι ανάγκες των αισθήσεων". "Το όνειρο μιας αγάπης", διασκευές από τα αντίστοιχα διηγήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου: "Η Καλαμιά τ' Αναπλιού" και "Το ψυχικό της Γατομάτως". "Ένας Παππούς μα τι παππούς" από τη μουσική θεατρική σκηνή. "Τρεις Βάλτοι" στο Life & Art theater 2016-2017. "Μήδεια Λαγνεύουσα"
Βιβλία: Από τις εκδόσεις Ν.Σ Μπατσιούλα κυκλοφορούν: "Υπατία" ιστορικό μυθιστόρημα, 10η έκδοση, Το βιβλίο Υπατία παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007. Γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο, agora. και ανέβηκε θεατρικό έργο 2013 στο θέατρο Ακαδήμια. "Λιπεσάνορες", ιστορικό μυθιστόρημα 3η έκδοση, εκδόσεις Ν.Σ Μπατσιούλα, ανέβηκε το 2018-2019, στο Θέατρο Βαφείο. Από εκδόσεις Άγκυρα: "Το υστερόγραφο μιας συγνώμης" μυθιστόρημα. "Ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε" Τα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία: "Θεοδώρα, μια αληθινή αυτοκράτειρα". "Διγενής Ακρίτας, ο ήρωας που έγινε θρύλος". "Κωνσταντίνος Παλαιολόγος - Ο τελευταίος Αυτοκράτορας". "Η στάση του Νίκα - Η Μεγάλη εξέγερση". Ακολουθούν: "Η γοητεία της δεύτερης φύσης", μυθιστόρημα. "Πάθος" εκδόσεις Όμβρος, νουβέλα. "Με το ίδιο χρώμα η νύχτα και η σιωπή". "Γυναίκες του Κόσμου". "Είναι δύσκολη η αγάπη". "Αδιέξοδοι έρωτες", από τις εκδόσεις Χρήστος Ε. Δαρδανός. Το βιβλίο: "Ίμερος και Αστραία - Το μυστικό της σιωπηλής χώρας" από τις εκδόσεις Χατζηλάκος. "Σ' έχω", εκδόσεις Ελληνική πρωτοβουλία "Η Μαγική τρέλα της Δημιουργίας" Δοκίμιο Δημιουργικής Γραφής. "Anima mia", μυθιστόρημα, από τις εκδόσεις Εν τύποις. Ποίηση: "Πιστοποιητικό Ανυπαρξίας" Χρ. Δαρδανός. "Carpe diem & Amour fou", εκδόσεις Λυκόφως. "Πίστη και Περηφάνια", μυθιστόρημα, εκδόσεις 24 γράμματα. Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην εκπομπή "Μέσα από Σένα" στο Symban World Radio Australia. Μέλος των "Ιστορικών συγγραφέων". Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού "Ρωγμές" Συντάκτης της εφημερίδας, "Μορφωτικός της Πετρούπολης". Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον (πηγή)
Παλιός σεβντάς με τυραννά, παλιός σεβντάς με σφάζει κι ο γεροχρόνος προσπερνά, σκύβοντας το κεφάλι. Γιατί αυτός κι αν προσπερνά κι όλα μαζί τα παίρνει, τέτοιο σεβντά δε το μπορεί μαζί του να τον πάρει κι αφήνει στεναγμό βαρύ μαζί με μένα ο δόλιος. Μη με λυπάσαι χρόνε μου και μη βαριά στενάζεις. Σκληρό καρύδι ήμουνα μ' απόγινα σφουγγάρι που σφίγγοντάς το ο σεβντάς στάζει βροχή το δάκρυ.
Mε καταγωγή από την Κρήτη, η Ελένη Βασιλείου-Αστερόσκονη, είναι αυτοδίδακτη ζωγράφος και ποιήτρια.
Με ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και συμμετοχές σε ομαδικές, κυρίως φιλανθρωπικού χαρακτήρα, σε Ελλάδα και Γερμανία.
Έχουν εκδοθεί τρείς ποιητικές συλλογές της, ένα θεατρικό έργο της, μια σειρά παιδικού εικονογραφημένου βιβλίου, αφιερωμένη στον αγώνα κατά του παιδικού καρκίνου.
Έχει διακριθεί σε Λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει βραβευτεί για το έργο της στον Πολιτισμό.
Δημοπρατεί ζωγραφικά της έργα, για περιπτώσεις παιδιών που χρίζουν άμεσης ανάγκης, για θέματα υγείας.
Έχει δημιουργήσει την "Ομάδα της Καλοσύνης" που βοηθάει τα "δυνατά" παιδιά που ζουν αντιμετωπίζοντας με γενναιότητα, τις πιο δύσκολες καταστάσεις υγείας και παλεύουν με τον καρκίνο.
Η ποιητική συλλογή "Άγγελοι"γράφτηκε κατά την περίοδο της πανδημίας του covid-19. Κυκλοφορεί και σε αγγλόφωνη συλλογή σε eBook
Όλα της τα βιβλία είναι εικονογραφημένα από την ίδια.
Το 2014 μετοίκησε στη Γερμανία όπου συνεχίζει την πορεία της στον καλλιτεχνικό χώρο.
Περισσότερα για το έργο της στο blog: asteroskoni.wordpress.com
Ο Τιντορέττο (Tintoretto, περ. 1518 ή 1519 - 31 Μαΐου 1594), πραγματικό όνομα Γιάκοπο Ρομπούστι (Jacopo Robusti) ή, σύμφωνα με νεότερες έρευνες Γιάκοπο Κομίν (Jacopo Comin)[7] ήταν σημαντικός ζωγράφος της Βενετικής Σχολής, ο οποίος έζησε και δημιούργησε στη Βενετία του 16ου αιώνα. Εκτός από θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα, ο Τιντορέττο ολοκλήρωσε αρκετές προσωπογραφίες επιφανών Βενετών, αν και ο ίδιος ουδέποτε έγινε καθολικά δεκτός από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Βενετίας, όπως αποτυπώνεται στις παραγγελίες έργων που δέχτηκε. Ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο ολοκλήρωνε τα έργα του προκάλεσε διχασμό μεταξύ των σύγχρονων κριτικών, καθώς για πολλούς συνιστούσε δείγμα προχειρότητας, ενώ κοινή σε πολλούς κριτικούς υπήρξε και η άποψη πως παρέκκλινε των αποδεκτών ορίων της καλλιτεχνικής παράδοσης. Σήμερα συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους ζωγράφους της Αναγέννησης.
Self-Portrait as a Young Man
Ο Τιντορέττο γεννήθηκε στη Βενετία το 1518 ή 1519, ωστόσο η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι εξακριβωμένη. Ήταν το μεγαλύτερο από 21 αδέλφια. Ο πατέρας του, Τζοβάννι, ήταν βαφέας υφασμάτων (ιταλ. tintore) απ' όπου και προέρχεται το προσωνύμιο του Τζάκοπο: Τιντορέττο (tintoretto = ο μικρός βαφέας ή ο γιος του βαφέα).Παλαιότερα πιστευόταν ότι η οικογένεια καταγόταν από την πόλη Λούκα (Lucca) στην Τοσκάνη, νεότερες έρευνες όμως αποκάλυψαν ότι η καταγόταν από τη Μπρέσια. Το πραγματικό όνομα της οικογένειας ήταν Κομίν, (προερχόμενο πιθανόν από το μπαχαρικό κύμινο), αλλά ο πατέρας έλαβε το προσωνύμιο Robusti (= ρωμαλέος) λόγω της συμμετοχής του στην υπεράσπιση των πυλών της πόλης στην πολιορκία της Πάδοβα. Ο ίδιος ο Τιντορέττο απέκτησε το προσωνύμιο Furioso (ακάθεκτος, έξαλλος, μαινόμενος) λόγω του μανιώδους τρόπου με τον οποίο ζωγράφιζε. Όταν οι συμπολίτες του τον ρώτησαν γιατί ζωγραφίζει με τόσο φρενιτιώδεις ρυθμούς, σε αντίθεση με τους άλλους συναδέλφους του, ο καλλιτέχνης απάντησε: «Επειδή αυτοί δεν έχουν γύρω τους τόσα πολλά ζωύφια που να τους τρελαίνουν» Εν γένει παραμένουν άγνωστες οι λεπτομέρειες οι σχετικές με την εκπαίδευσή του. Πρώιμες πηγές παραδίδουν πως εκδιώχτηκε από το εργαστήριο του Τιτσιάνο είτε, κατά τον Ριντόλφι, από ζήλια, είτε, κατά τον Μάρκο Μποσκίνι, από αδυναμία κατανόησής του εκ μέρους του δασκάλου του. Η μελέτη του έργου του οδηγεί στο συμπέρασμα πως διδάχτηκε στο πλευρό ενός Βενετού καλλιτέχνη της εποχής, επηρεασμένος παράλληλα έντονα από τον ιταλικό μανιερισμό. Υποθέτουμε πως μαθήτευσε κοντά στον Αντρέα Μελντόλλα (Andrea Meldolla), ο οποίος είναι γνωστός με το προσωνύμιο Il Schiavone, από τον οποίο επηρεάστηκε, και επίσης με τους Μπονιφάτσο Βερονέζε (Bonifacio Veronese, 1487 – 1557), και Πάρις Μπορντόνε (Paris Bordone).Παρόλ' αυτά, ο Τιντορέττο ανέπτυξε δικό του στυλ και δεν αποκάλυπτε τις μεθόδους του.
Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει τον Δράκοντα
Στον τοίχο του εργαστηρίου του, σύμφωνα με τον ζωγράφο και βιογράφο Κάρλο Ριντόλφι, υπήρχε χαραγμένο το "μότο": «Σχεδίαζε σαν τον Μιχαήλ Άγγελο και χρωμάτιζε όπως ο Τιτσιάνο». Αντίθετα από τον Τιτσιάνο, ο οποίος είχε ταξιδέψει πολύ και στην πελατεία του συγκαταλέγονταν πλούσιοι συλλέκτες της εποχής, ο Τιντορέττο δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Βενετία, εκτός από μια επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Μάντοβα το 1580. Ζωγράφιζε περισσότερο για τους απλούς πολίτες της Βενετίας, ορισμένες φορές με αμοιβή μόνο το κόστος των υλικών του και κάποιες φορές χωρίς καθόλου χρήματα, επιδιώκοντας κυρίως να αναγνωριστεί το έργο του. Συνέπεια των χαμηλών αμοιβών του ήταν να λαμβάνει πολλές παραγγελίες, ωστόσο δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, καθώς ήταν πολύ αμελής στην παράδοσή τους. Η χρωματική του παλέτα είναι επηρεασμένη από αυτή του Τιτσιάνο και η αρχική τεχνοτροπία του από αυτή του "Schiavone". Λέγεται ότι χρησιμοποιούσε μοντέλα από πηλό ή από κερί, τα οποία έλιωνε, αφού τα φώτιζε όπως επιθυμούσε μέσα σε ένα είδος κουτιού για να μελετήσει τις αλλαγές του φωτός επάνω τους. Αυτή η τεχνική, επίσης, εξηγεί γιατί στους πίνακές του συχνά απεικονίζονται παρόμοιες μορφές, φωτισμένες όμως από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Διασώζονται ελάχιστα σχέδια και προσχέδιά του, γι' αυτό πιστεύεται ότι ζωγράφιζε χωρίς να προσχεδιάζει.
Ο Τιντορέττο απεβίωσε στη Βενετία στις 31 Μαΐου 1594. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ντομένικο, στον οποίο αποδίδονται - χωρίς βεβαιότητα - πολλά από τα πορτρέτα του έργου του καλλιτέχνη. Η επίδραση της ζωγραφικής του είναι εμφανής στη Βενετική ζωγραφική, αν και ο ζωγράφος που εμπέδωσε καλύτερα την ένταση και την ενέργεια του έργου του ήταν ο Ελ Γκρέκο.
Έργο
Mary Magdalene
Όταν ο Τιτσιάνο απεβίωσε, ο Τιντορέττο, μαζί με τον Πάολο Βερονέζε αναγνωρίστηκαν ως οι σημαντικότεροι ζωγράφοι της εποχής. Ο Τιντορέττο δημιούργησε το δικό του εργαστήριο, στο οποίο απασχόλησε, ως βοηθούς του, δύο από τους γιους του, τον Ντομένικο και τον Μάρκο, καθώς και την κόρη του Μαριέττα. Τα περισσότερα έργα του έγιναν σε τοιχογραφίες και κτίρια της πόλης του και παραμένουν ακόμη εκεί: Ύστερα από τις καταστροφικές πυρκαγιές στο Παλάτι των Δόγηδων (1574 και 1577) οι Καναλέττο και Βερονέζε ήταν αυτοί στους οποίους ανατέθηκε η ανακατασκευή του εσωτερικού. Ο Τιντορέττο ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, το γιγαντιαίο πίνακα "Παράδεισος" στον κεντρικό χώρο υποδοχής, ο οποίος θεωρείται ως ο μεγαλύτερος πίνακας σε καμβά που έχει ποτέ δημιουργηθεί.
Ο καλλιτέχνης έγινε ευρύτερα γνωστός για τους θρησκευτικού περιεχομένου πίνακές του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ζωγράφισε και αρκετά πορτρέτα. Από τις σημαντικότερες εργασίες του είναι η σειρά πινάκων που δημιούργησε για τη Σχολή του San Rocco (Scuola Grande di San Rocco) στη Βενετία κατά το χρονικό διάστημα 1565 - 1587, αν και εκεί συνέχισε να εργάζεται ως το θάνατό του το 1594. Ζωγράφισε, επίσης, σκηνές από τη ζωή του Ιησού Χριστού καθώς και αρκετές σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στον ισόγειο χώρο υποδοχής απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή της Παρθένου Μαρίας. Σημαντικό έργο επίσης είναι η "Σταύρωση" (1565). Στα έργα αυτά αξιοσημείωτα και ανορθόδοξα ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε πολύ αδρές πινελιές, γεγονός για το οποίο επικρίθηκε από τον Τζόρτζο Βαζάρι. Αργότερα, όμως, εκτιμήθηκε ότι η τεχνική αυτή είχε επίτηδες χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να τονιστεί τόσο η ένταση όσο και το δράμα των σκηνών που απεικονίζονταν.
Γενικότερα ο Τιντορέττο θεωρείται ως ο Βενετός ζωγράφος που υιοθέτησε όσο κανείς συμπατριώτης του τις συναισθηματικές απόψεις του Μανιερισμού, καθώς ήταν φανατικός θαυμαστής του Μιχαήλ Αγγέλου, η επίδραση του οποίου είναι έντονη στο έργο του.
Ο Ουώλτ Ουίτμαν (31 Μαΐου 1819 - 26 Μαρτίου 1892) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές. Κυριότερο έργο του αποτελεί η ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass).
Ο Ουίτμαν γεννήθηκε το 1819 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο δεύτερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας με συνολικά εννέα παιδιά. Το 1823 η οικογένειά του αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν όπου ο πατέρας του δουλεύει ως μαραγκός και ο ίδιος φοιτά για έξι χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Από την ηλικία των δώδεκα ετών, εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και στα δεκατέσσερά του γίνεται μαθητευόμενος σε τυπογραφείο. Την ίδια περίπου περίοδο εγγράφεται σε κάποιο αναγνωστήριο βιβλιοθήκης, όπου έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει πολλούς κλασικούς αλλά και νεότερους συγγραφείς. Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ όπου εργάζεται ως δάσκαλος. Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του ως δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, χρονιά που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστεί ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο, αλλά και ως δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως, λαμβάνει ενεργό μέρος στην πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος. Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του στο τυπογραφείο και αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος διαδοχικά στις Daily Aurora και Brooklyn Eagle. Σε αυτό το διάστημα δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με την παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848 διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagle και γίνεται συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για ένα χρόνο στο διάστημα του οποίου ταξιδεύει σχεδόν σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο.
Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), η οποία εκδίδεται το 1855 με προσωπικά έξοδα του Ουίτμαν. Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει την δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των Φύλλων Χλόης συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Thayer and Eldridge.
Την περίοδο του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ο Ουίτμαν εργάζεται ως εθελοντής νοσοκόμος και περιθάλπει τραυματισμένους στρατιώτες κυρίως στην περιοχή της Ουάσινγκτον. Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και ειδικότερα στο τμήμα Υποθέσεων των Ινδιάνων. Λίγο αργότερα ωστόσο, ο νέος υπουργός Τζέιμς Χάρλαν (James Harlan), πρώην ιεροκήρυκας των Μεθοδιστών, απολύει τον Ουίτμαν επειδή αποτελεί τον συγγραφέα των Φύλλων Χλόης. Παρόλα αυτά, ένα μήνα αργότερα, διορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το καλοκαίρι του 1866, ο Ουίτμαν επεξεργάζεται την τέταρτη έκδοση των Φύλλων Χλόης κατά τη διάρκεια διακοπών του στο Μπρούκλιν. Στα πλαίσια αυτής της νέας επανεξέτασής τους, διαφοροποιεί ορισμένους τίτλους και προχωρεί σε κάποια αρίθμηση ώστε το έργο να αποκτήσει μια ενότητα. Δημοσιεύεται τελικά το 1867 με προσωπικά του έξοδα. Ακολουθούν άλλες τέσσερις εκδόσεις και το 1891 η τελευταία κατά σειρά, είναι αρκετά ογκώδης περιλαμβάνοντας περισσότερα από τετρακόσια ποιήματα, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από μία ευρύτερη αποδοχή του Ουίτμαν που σταδιακά έχει επιτευχθεί.
Ήδη από το 1870 η υγεία του Ουίτμαν είχε αρχίσει να κλονίζεται σημαντικά. Πέθανε το 1892 και στον τάφο του (που ο ίδιος σχεδίασε) αναγράφεται απόσπασμα από ένα ποίημά του:My foothold is tenon'd and mortis'd in granite;I laugh at what you call dissolution;And I know the amplitude of time.
Τέσσερα τραγούδια για το θεό και για το θάνατο, Paul Verlaine, George Gram Cook, Walt Whitman, Victor Hugo. Μεταφραστής Νίκος Προεστόπουλος, Αθήνα : Σακελλάριος 1929
Ἐκλογή ἀπό τά φύλλα χλόης. Μετάφραση Νίκου Προεστόπουλου. Πεχλιβανίδης [195-] και "Βιβλιοπωλείον της Εστίας" (χωρίς χρονολογία).
Walt Whitman, μετάφραση εισαγωγής Γιώργος Σπανός. Μετάφραση ποιημάτων Χάρης Βλαβιανός, Αθήνα : Πλέθρον 1986
Το τραγούδι του εαυτού μου, μετάφραση Ζωή Ν. Νικολοπούλου. Πρόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος. Αθήνα : Ηριδανός 2006
Αφιερώματα ; Ξεκινώντας από το Πωμανόκ : Ποιήματα, μετάφραση Ζωή Ν. Νικολοπούλου. Αθήνα : Ηριδανός 2007 https://el.wikipedia.org/
Walt Whitman by Robert Lacy
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Έξω από αυτήν τη Μάσκα
(παίρνοντας θέση μπροστά σ' ένα πορτρέτο)
Μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
1
Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα, (Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,) Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν, (Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ! Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!) Αυτό το λούστρο απ' του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό, Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο, O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα• Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας, Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη• Αυτή η συμπύκνωση του Σύμπαντος—(μάλιστα, να εδώ το μόνο Σύμπαν, Εδώ η ιδέα—όλη σ' αυτή τη μυστηριακή αδραξιά σφιγμένη•) Αυτά τα σκαλισμένα μάτια, που αστράφτουν προς τα σένα, να περαστούν στους μέλλοντες καιρούς, Να εκτοξευτούν και να στροβιλιστούν πέρα για πέρα στο γειρτό,περιστρεφόμενο διάστημα—από αυτά για να πηγάσει, Προς Εσένα, όποιος και νά 'σαι—ένα Βλέμμα.
2
Ένας Ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων—ειρήνης και πολέμων, Νεότητας από καιρό εξοδεμένης, και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει, (Όπως ο πρώτος τόμος μιας ιστορίας που μελετήθηκε κι αφέθηκε στην άκρη, και αυτός εδώ ο δεύτερος, Τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, που πάνε για να κλείσουν,) Αργοπορώντας μια στιγμή, εδώ και τώρα, σ' Εσένα αγνάντια Εγώ γυρίζω, Όπως στο δρόμο, ή σε μια πόρτα κουφωτή, τυχόν, ή παραθύρι ανοιχτό, Στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή μου, ειδικά Εσένα χαιρετώ, Να σύρω και να σφίξω την Ψυχή σου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική μου, Κι έπειτα να ταξιδέψω, να ταξιδέψω εμπρός. Ω Εαυτέ μου! Ω Ζωή!
Ω εαυτέ μου! ω ζωή!... των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται• Των ατελείωτων τρένων των απίστων— πόλεων έμπλεων με τους ανόητους• Του εαυτού μου αδιάκοπα που μέμφεται τον εαυτό μου, (καθώς ποιός περισσότερο ανόητος από εμένα, και ποιός περισσότερο άπιστος;) Ματιών που μάταια ποθούν το φως— των επονείδιστων στόχων—του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει, Των φτωχών εκβάσεων των πάντων— των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων που βλέπω γύρω μου• Των αδειανών και άχρηστων χρόνων της αδράνειας— με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων, Το ερώτημα, ω εαυτέ μου! τόσο λυπητερό, επανέρχεται—Τί το καλό μέσα σε αυτά, ω εαυτέ μου, ω ζωή; Απάντηση. Ότι είσαι εδώ—ότι ζωή υπάρχει, και ταυτότητα• Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.
Η Τελευταία Επίκληση
Στα τελευταία, με τρόπο μαλακό, Από τους τοίχους της σθεναρής οχυρωτής εστίας, Από την πόρπη των πλεγμένων κλειδαριών, από τη φύλαξη των καλά κλεισμένων θυρών, Άσε με να εκπνευστώ.
Άσε με να γλιστρήσω αθόρυβα προς τα μπροστά• Με το κλειδί της απαλότητας ξεκλείδωσε τις κλειδαριές—με έναν ψίθυρο, Θέσε ορθάνοιχτες τις πόρτες ω ψυχή.
Μαλακά—μην ανυπόμονη φανείς, (Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω σάρκα εφήμερη, Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω αγάπη).https://www.vakxikon.gr/
Το τραγούδι του εαυτού μου, μτφ. Ζωή Νικολοπούλου
6 (απόσπασμα) Ένα παιδί είπε Τί είναι η χλόη; Φέρνοντάς τη μου στα γεμάτα χέρια του. Πως μπορούσα να απαντήσω στο παιδί; Δεν ξέρω τι είναι περισσότερο από εκείνο.
Φαντάζομαι πως πρέπει να είναι η σημαία της διάθεσής μου, με ελπιδοφόρα πράσινη ύλη υφασμένη.
Ή φαντάζομαι είναι το ρινόμακτρον του Κυρίου, Ένα ευώδες χάρισμα και ενθύμημα σκόπιμα ριγμένο, Φέρει του κατόχου το διακριτικό κάπου στις άκρες, για να κοιτούμε και να παρατηρούμε,και να λέμε Ποιανού;
Ή φαντάζομαι η χλόη είναι ίδια ένα παιδί,το σχηματισμένο βρέφος της βλάστησης [...]
21 (απόσπασμα) Είμαι ο ποιητής του Σώματος και είμαι ο ποιητής της Ψυχής, Οι απολαύσεις του παραδείσου είναι μαζί μου και οι οδύνες της κόλασης είναι μαζί μου, Τις πρώτες τις ενοφθαλμίζω και τις πληθαίνω πάνω μου, τις δεύτερες τις μεταφράζω σε μια νέα γλώσσα [...]
39 (απόσπασμα) Ο φιλικός και αυθόρμητος πρωτόγονος, ποιός είναι; Περιμένει τον πολιτισμό, ή πέρασε και τον γνώρισε; [....] http://www.poiein.gr/
O CAPTAIN! MY CAPTAIN!
O Captain! my Captain! our fearful trip is done, The ship has weather’d every rack, the prize we sought is won, The port is near, the bells I hear, the people all exulting, While follow eyes the steady keel, the vessel grim and daring; But O heart! heart! heart! O the bleeding drops of red, Where on the deck my Captain lies, Fallen cold and dead.
O Captain! my Captain! rise up and hear the bells; Rise up—for you the flag is flung—for you the bugle trills, For you bouquets and ribbon’d wreaths—for you the shores a-crowding, For you they call, the swaying mass, their eager faces turning; Here Captain! dear father! This arm beneath your head! It is some dream that on the deck, You’ve fallen cold and dead.
My Captain does not answer, his lips are pale and still, My father does not feel my arm, he has no pulse nor will, The ship is anchor’d safe and sound, its voyage closed and done, From fearful trip, the victor ship comes in with object won; Exult O shores, and ring O bells! But I with mournful tread, Walk the deck my Captain lies, Fallen cold and dead.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Το φοβερό ταξίδι μας έχει τελειώσει· Το πλοίο βάσταξε κάθε βιτσιά, το έπαθλο που αποζητήσαμε το έχουμε σηκώσει· Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις καμπάνες, συνεπαρμένο κόσμο, Ενώ τα μάτια τους ακολουθούν τη σταθερή καρίνα, το σκάφος βλοσυρό και θαρραλέο: Μα ω καρδιά! καρδιά! καρδιά! Ω οι αιμοσταγείς στάλες του κόκκινου, Εκεί στη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει Πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ω Καπετάνιε! Καπετάνιε μου! Ορθώσου κι άκου τις καμπάνες· Ορθώσου – για σένα τη σημαία κυματίζουν – για σένα η σάλπιγγα ηχεί· Για σένα ανθοδέσμες και μετάξινα στεφάνια – για σένα στις ακτές μαζεύονται τα πλήθη· Σένα ζητούν, οι μάζες οι παλλόμενες, στρέφοντας τα ανυπόμονα πρόσωπά τους· Να Καπετάνιε! πατέρα αγαπημένε! Το χέρι αυτό κάτω από το κεφάλι σου· Όνειρο είναι πως πάνω στο κατάστρωμα, Είσαι πεσμένος κρύος και νεκρός.
Ο Καπετάνιος μου δε μ' απαντά, τα χείλη του ακούνητα κι ωχρά· Ο πατέρας μου το χέρι μου δε νιώθει, σφιγμό δε θα 'χει πια ποτέ ξανά· Το πλοίο έδεσε άγκυρα σώο και αβλαβές, η πλεύση του ανήκει πια στο χθες· Από ταξίδι φοβερό, το πλοίο νικητής, εισπλέει με σκοπό επιτυχή· Πανηγυρίστε, ω ακτές, χτυπάτε, ω καμπάνες! Όμως εγώ, με πάτημα θρηνητικό, Γυρνώ τη γέφυρα που ο Καπετάνιος μου ξαπλώνει Πεσμένος κρύος και νεκρός. (μετάφραση Μαρία Θεοφιλάκου)