Ο Λέων Θεολογίτης ήταν αξιωματούχος του θέματος της Ελλάδος. Υπηρετούσε στην δυτική έδρα του θέματος, στην Ναύπακτο. Η κύρια αρμοδιότητά του, ήταν η καταγραφή των φόρων από τις δυτικές περιοχές του θέματος, συγκεκριμένα την Ακαρνανία. Κάποιες φορές ανελάμβανε ο ίδιος τη συλλογή των φόρων, κυρίως όταν υπήρχε κάποια ηθελημένη καθυστέρηση. Έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στις αποστολές του και ήταν γνωστός στους ντόπιους κατοίκους για την «δίκαιη» σκληρότητά του.
Στη Ναύπακτο είχε πάνω από δέκα χρόνια, και η κρυφή του φιλοδοξία ήταν να μπορέσει να φύγει από το θέμα της Ελλάδας και να βρει μια ανάλογη θέση στην Θεσσαλονίκη ή στην Βασιλεύουσα. Γι’ αυτό τον ενδιέφερε να είναι (και να φαίνεται) αδέκαστος και αποτελεσματικός στα ζητήματα της διοίκησης. Τα ήσυχα απογεύματα καθόταν στον εξώστη του σπιτιού και νοσταλγούσε το νησί του, την Αμοργό, ευτυχώς η θάλασσα του πατραϊκού κόλπου, εξωράιζε κάπως την νοσταλγία του. Είχε και σχέση με την ορθόδοξη πίστη, περισσότερο σαν κοσμικός άρχοντας και λιγότερο σαν κάτοικος κάποιας μοναστικής πολιτείας. Κρατούσε κάποιες νηστείες κι έλεγε στους υπηρέτες του να τηρούν την μεγάλη νηστεία της Τεσσαρακοστής.
Τούτες τις μέρες του Μαΐου, ο Λέων έλαβε την εντολή από τον επικεφαλής του Θέματος, τον στρατηγό Νικήτα, να μεταβεί στην ορεινή Ακαρνανία και να ελέγξει τη μη καταβολή των φόρων, από έναν μεγάλο οικισμό που λεγόταν «Παλαιόν Χωρίον». Οι κάτοικοι του, καθυστερούσαν, εδώ κι έναν χρόνο, να αποδώσουν τα οφειλόμενα. Έπρεπε να πληρώσουν οπωσδήποτε.
Ο Λέων αποφάσισε να μην καθυστερήσει ούτε λεπτό και να επισκεφθεί άμεσα το Παλαιόν Χωρίον. Διέταξε τους υπηρέτες να του ετοιμάσουν το καλύτερο άλογο. Θα ξεκινούσε λίγο πριν το χάραμα, συνοδεία δεν επιθυμούσε. Δεν υπήρχε κάποιος φόβος. Ξεκίνησε τις ώρες του όρθρου και προς το δειλινό έφτασε στους πρόποδες των Ακαρνανικών ορέων. Άφησε το άλογο του να ξεκουραστεί σ’ ένα πανδοχείο που βρισκόταν στο σταυροδρόμι μεταξύ ορεινού όγκου και παράλιας περιοχής, και ετοιμάστηκε ν’ ανέβει πεζός στο χωριό, χωρίς να χάσει χρόνο. Ο πανδοχέας του συνέστησε να ξεκουραστεί και να πάει στους χωρικούς αύριο, γιατί σήμερα γιορτάζουν τον πολιούχο του χωριού, τον Άγιο Χριστόφορο. Ο Λέων γελώντας είπε πως δεν ενδιέφεραν το κράτος οι πανηγύρεις των Αγίων και πως η αποστολή του έπρεπε να ολοκληρωθεί άμεσα. Ξεστόμισε και την ευαγγελική φράση, «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» και πήρε το καλντερίμι για το Παλαιόν Χωρίον, πριν τον πιάσει το βράδυ, για καλά.
Ο ανηφορικός δρόμος ήταν ζωσμένος κι από τις δύο πλευρές με βελανιδιές και μεγάλα πουρνάρια. Τα δέντρα έμοιαζαν με σιδερένια στεφάνια που έκρυβαν το λίγο φως του δειλινού. Ο Λέων Θεολογίτης δεν είχε υπολογίσει καλά την ώρα. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είδε πολλά μαύρα σύννεφα που πύκνωναν επικίνδυνα. Αμέσως, ξέσπασε δυνατή καταιγίδα. Οι αστραπές χαράκωναν την νύχτα και το καλντερίμι μεταβλήθηκε σε χείμαρρο. Καταβρεγμένος, στεναχωρημένος και εξαθλιωμένος προσπάθησε να προφυλαχθεί σ’ ένα ξωκκλήσι, που το είδε μπροστά του. Ήταν όμως μανταλωμένο. Έμεινε απ’ έξω, κάνοντας αυθόρμητα την προσευχή του. Η καταιγίδα ύστερα από λίγο σταμάτησε. Ο Λέων πήγε να σηκωθεί και να συνεχίσει προς το χωριό, θα ζητούσε βοήθεια και έλεος, μα ένα κοπάδι πεινασμένων λύκων ξεπρόβαλε μέσα από τις βελανιδιές. Ερχόταν γρήγορα προς το μέρος του, έτοιμο να του επιτεθεί. Πριν λιποθυμήσει από τον φόβο και την εξάντληση, άκουσε σφυρίγματα πολεμικού όπλου, σαν κάποιος να εκτόξευε πολλά βέλη.
Το πρωί οι χωρικοί τον περιποιούνταν, μέσα στο ξωκκλήσι. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε στο προαύλιο της εκκλησίας σωριασμένους τρεις- τέσσερεις λύκους, χτυπημένους με βέλη.
Αναστέναξε και ψέλλισε στους συγκεντρωμένους χωρικούς, «Ποιος μ’ έσωσε, καλοί μου Χριστιανοί ;».
Ο ιερέας του χωριού τού απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα «Ο Άγιος Χριστόφορος, ο πολιούχος και ο προστάτης μας».
Γύρισε και κοίταξε την εικόνα του Αγίου, κρατούσε στα χέρια του, τόξο και στα πόδια του είχε σκοτωμένους λύκους.
Υ. Γ : Μετά το περιστατικό, ο Λέων Θεολογίτης παραιτήθηκε από το αξίωμά του, δώρισε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσία του στους κατοίκους του Παλαιού Χωρίου. Ένα μέρος της περιουσίας του, το έδωσε στους υπηρέτες του. Έχτισε στη δυτική είσοδο χωριού ναό αφιερωμένο στον Άγιο Χριστόφορο. Τέλος, έφυγε για την πατρίδα του την Αμοργό, όπου έγινε μοναχός στο Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.
Give me popped paddy and rice. Give a kite in the festive day. Give me a playground and a market place on holiday.
Give me all kind of folk songs and a platter full with betel leaves. Give flowers and fruits and water in thirst.
Give me the path, give me the pier. Give me the golden fiber of jute. Give intact Hilsa fish and values and respects.
Give me granary filled with paddy. Give a good thesaurus. Give ink of fountain pen. Appraise me on good jobs with hand claps.
Give me canals and swamps and rainbow in the blue sky, Give me a house with a door and morning with chirping birds.
Translated by Tuwa Noor
Rezauddin Stalin is a well-known poet in Bangladesh and beyond and is born on 22nd November 1962 in Jessore, Bangladesh.He has done his Bachelor's degree in Economics and MA in Political Science from Dhaka University. He is the former Deputy Director of Nazrul Institute where he was employed for 35 years. Stalin’s poems got translated into most languages in the world and he is also a well-known TV anchor and media personality in Bangladesh. Stalin is the founder and chairman of the Performing Art Center andis also the senior editor of Magic Lonthon - a literary organization.
He has received many awards and some accolades are:
Darjeeling Natto Chokhro Award India (1985), Bangla Academy (2006),
MichealModhushudhan Dutta Award (2009), ShobhoShachi Award West Bengal (2011),
Torongo of California Award USA(2012), Writers club Award California USA
(2012), Badam Cultural Award California USA (2012), City Ananda Alo
Award(2015), West Bengal, India, Centre Stage Barashat Award (2018), Journalist
Association Award UK (2018) and Silk Road Poet Laureate Award Xi’an China
(2020).
"Τα δέντρα είναι η ατελείωτη προσπάθεια της γης να μιλήσει στον ακούοντα ουρανό."
Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Rabîndranâth Tagore, Μπενγκάλι γλώσσα:রবীন্দ্রনাথ ঠাকুর) (7 Μαΐου 1861 - 7 Αυγούστου 1941), ήταν Ινδός συνθέτης, συγγραφέας και φιλόσοφος, του οποίου το έργο είχε σημαντική επίδραση στη λογοτεχνία και τη μουσική της Βεγγάλης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνακαι στον οποίο απονεμήθηκε τοΒραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913.
Γεννήθηκε στην Καλκούτα, στη δυτική Βεγγάλη. Ήταν το δέκατο τέταρτο παιδί του Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ, ενός εκ των ιδρυτών του κινήματος Μπράχμο Σαμαζ (Brahmo Samaj), και εγγονός του Ντβαρκανάθ Ταγκόρ. Μεγάλωσε σε οικογένεια καλλιτεχνών και κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμιστών που αντιτίθονταν στο σύστημα των καστών και προωθούσαν βελτιώσεις στη θέση της γυναίκας ινδής. Ο Ραμπιντρανάθ ήταν επίσης χορτοφάγος.
Ο Ταγκόρ σπούδασε στην Καλκούτα και την Αγγλία. Είναι γνωστός τόσο ως ποιητής όσο και ως φιλόσοφος, αν και οι δύο αυτές τέχνες είναι συχνά συνεκτικά δεμένες στον ινδικό πολιτισμό, και ενυπάρχει μία υπονοούμενη φιλοσοφία εντός της ποίησης του Ταγκόρ. Επίσης ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση και την παιδαγωγική και, το 1921, απεκατέστησε το πανεπιστήμιο Vishbabharati στη Σαντινικετάν όπου παραδίδεται εκπαίδευση πάνω στον ινδικό πολιτισμό τόσο σε Ινδούς όσο και σε ξένους.
Ο Ταγκόρ υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας από την Ασία στον οποίο απενεμήθη το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913 "για τον βαθειά ευαίσθητο, φρέσκο και όμορφο στίχο του, με τον οποίο, με μεγάλη ικανότητα, έχει καταστήσει την ποιητική του σκέψη, εκφρασμένη στις δικές του Αγγλικές λέξεις, μέρος της λογοτεχνίας της Δύσης"
Επιλεγμένη εργογραφία
Ελληνικές μεταφράσεις
Γκιταντζάλι
Λαμπυρίδες
Το σπίτι και ο κόσμος ― μετάφρ.Ειρ.Καλκάνη ("Γ.Παπαδημητρίου")
Οι New York Times είχαν δημοσιεύσει μια φωτογραφία τους, με υπότιτλο: “Ένας μαθηματικός κι ένας μύστης συναντιούνται στο Μανχάταν”.Κι είναι φιλοσοφικά κειμήλια οι συναντήσεις του με τον άνθρωπο που καθόρισε τη Φυσική στον εικοστό αιώνα, το άλλο ποπ είδωλο, τον Αλβέρτο Αϊνστάιν.
Ο δημοσιογράφος που κατέγραψε την πρώτη συζήτηση γράφει: “Ήταν πολύ ενδιαφέρον να τους βλέπεις μαζί. Τον Ταγκόρ, τον ποιητή, με το κεφάλι του διανοούμενου. Και τον Αϊνστάιν, τον διανοούμενο, με το κεφάλι του ποιητή […] Σ’ έναν παρατηρητή φαίνονταν σαν δυο πλανήτες, απασχολημένοι σε φιλική κουβεντούλα.”
Μαζί οι δυο τους , στην κουβέντα τους είχαν διατυπώσει συνοπτικά βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις που διαδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Ταγκόρ είχε καταλάβει ότι δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το ενορατικό απ’ το λογικό, τα μαθηματικά απ’ την ποίηση. Το πνεύμα εξελίσσεται καθώς γυρεύει το ανείπωτο.
“Η φαντασία είναι πιο σημαντική απ’ τη γνώση, γιατί η γνώση έχει όρια”.
Ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι ( 7 Μαΐου 1840 – 6 Νοεμβρίου 1893 γρηγ. ημ. / 25 Απριλίου 1840 – 25 Οκτωβρίου 1893 ιουλ. ημ.) ήταν Ρώσος συνθέτης της ρομαντικής εποχής. Όσο το ύφος του διευρυνόταν, ο Τσαϊκόφσκι έγραψε μουσική σε ένα μεγάλο φάσμα ειδών, συμπεριλαμβανομένων συμφωνίας, όπερας, μπαλέτου, οργανικής μουσικής, μουσικής δωματίου και τραγουδιού. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή ορχηστρικά και θεατρικά μουσικά έργα στο σύγχρονο κλασικό ρεπερτόριο, όπως τα μπαλέτα Η λίμνη των κύκνων, Η Ωραία Κοιμωμένη και Ο Καρυοθραύστης, η Ουβερτούρα 1812, το Πρώτο Κοντσέτο για Πιάνο, επτά συμφωνίες και η όπερα Ευγένιος Ονέγκιν.
Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια. Η εκπαίδευση που έλαβε τον προετοίμασε για δημόσιο υπάλληλο παρά την πρώιμη μουσική ανάπτυξη που είχε επιδείξει. Ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειάς του αποφάσισε να ακολουθήσει σταδιοδρομία στη μουσική και το 1862 μπήκε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, από όπου αποφοίτησε το 1865. Αυτή η τυπική εκπαίδευση με πολλές επιρροές από τη Δύση, τον ξεχώρισε από τη σύγχρονή του εθνικιστική κίνηση, υλοποιημένη από μια ομάδα νεαρών Ρώσων συνθετών γνωστοί ως Η Ομάδα των Πέντε, με τους οποίους ο Τσαϊκόφσκι είχε μία ανάμεικτη επαγγελματική σχέση καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.
Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε το 1840 στο Βότκινσκ, μια μικρή πόλη στη σημερινή Δημοκρατία των Ουντμούρτ. Ο πατέρας του, Ίλυα Πέτροβιτς Τσαϊκόφσκι, ήταν κυβερνητικός μηχανικός ορυχείων ουκρανικής εθνικότητας, ο οποίος δούλευε ως διευθυντής εργοστασίων σε διάφορες ρώσικες πόλεις. Η μητέρα του συνθέτη, Αλεξάνδρα Αντρέγιεβνα ντ' Ασσιέ, είχε εν μέρει γαλλική καταγωγή και ήταν η δεύτερη από τις τρεις συζύγους του Ίλυα.
Ο Πιοτρ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του. Είχε τέσσερεις αδελφούς (τον Νικολάι, τον Ιππόλυτο και τους δίδυμους Ανατόλι και Μόντεστ, με τον τελευταίο να είναι μεταφραστής, δραματουργός και λιμπρετίστας) και μια αδερφή, την Αλεξάνδρα. Είχε επίσης μια ετεροθαλή αδερφή, τη Ζιναΐδα, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του.
Το 1843 οι γονείς του Τσαϊκόφσκι προσέλαβαν μια Γαλλίδα γκουβερνάντα, τη Φαννύ Ντουρμπάχ. Η αγάπη και η τρυφερότητά της προς τα παιδιά λέγεται πως ερχόταν σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα, η οποία περιγράφεται από ένα βιογράφο ως ένας ψυχρός, δυστυχισμένος, απόμακρος γονιός που δεν ήταν καθόλου επιρρεπής σε εκδηλώσεις τρυφερότητας. Παρόλ' αυτά, άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η Αλεξάνδρα λάτρευε τον γιο της.
Ο Τσαϊκόφσκι ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην ηλικία των πέντε ετών. Ως ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής ο Τσαϊκόφσκι μπορούσε να διαβάζει μουσική τόσο καλά όσο και ο δάσκαλος του μέσα σε τρία χρόνια. Οι γονείς του υποστήριζαν πάρα πολύ το μουσικό ταλέντο του, προσλαμβάνοντας για εκείνον έναν καθηγητή, αγοράζοντάς του ένα όργανο και ενθαρρύνοντας τις σπουδές του στο πιάνο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των γονιών του για το μουσικό ταλέντο του σύντομα υποχώρησε. Το 1850, η οικογένεια αποφάσισε να στείλει τον Τσαϊκόφσκι στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Αυτό το ίδρυμα εξυπηρετούσε τους λιγότερο αριστοκράτες και μεγαλοαστούς, και θα τον προετοίμαζε για μια σταδιοδρομία δημοσίου υπαλλήλου. Καθώς η κατώτατη ηλικία αποδοχής σε αυτή τη σχολή ήταν τα δώδεκα, ο Τσαϊκόφσκι έπρεπε να περάσει δύο χρόνια εσώκλειστος στο προκαταρκτικό σχολείο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής 1.300 χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια, ο Τσαϊκόφσκι μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή για να ξεκινήσει έναν επταετή κύκλο μαθημάτων.
Στις 25 Ιουνίου 1854 ο Τσαϊκόφσκι υπέστη το σοκ του πρόωρου θανάτου της μητέρας του Αλεξάνδρας, από χολέρα. Επηρεάστηκε τόσο, ώστε δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει τη Φαννύ Ντουρμπάχ πριν περάσουν δύο χρόνια. Μολαταύτα, μέσα σε ένα μήνα από το θάνατο της μητέρας του έκανε τις πρώτες του σοβαρές προσπάθειες στη σύνθεση, ένα βαλς στη μνήμη της. Αρκετοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως η απώλεια της μητέρας του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη σεξουαλική ανάπτυξη του Τσαϊκόφσκι, μαζί με την εμπειρία του στην υποτιθέμενη εκτεταμένη ομοφυλοφιλική άσκηση ανάμεσα στους μαθητές της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, κάποιες φιλίες με συμφοιτητές, όπως με τον Αλεξέι Ακπούτιν και τον Βλαντίμιρ Γκέραρντ, ήταν αρκετά έντονες ώστε να διαρκέσουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Η μουσική δεν εθεωρείτο προτεραιότητα στη Σχολή, αλλά ο Τσαϊκόφσκι παρακολουθούσε συχνά όπερα και θέατρο με άλλους φοιτητές. Αγαπούσε τα έργα τού Ροσσίνι, τού Μπελίνι, τού Βέρντι και τού Μότσαρτ. Ο κατασκευαστής πιάνων Φράντζ Μπέκερ επισκεπτόταν περιστασιακά τη σχολή ως δάσκαλος μουσικής. Αυτή ήταν η μόνη επίσημη μουσική εκπαίδευση που έλαβε ο Τσαϊκόφσκι εκεί. Από το 1855 ο Ίλυα Τσαϊκόφσκι χρηματοδότησε ιδιαίτερα μαθήματα με τον Ρούντολφ Κούντινγκερ, έναν πασίγνωστο δάσκαλο πιάνου από τη Νυρεμβέργη. Ο Ίλυα ρώτησε, επίσης, τον Κούντινγκερ σχετικά με τη μουσική σταδιοδρομία του γιου του. Ο Κούντινγκερ απάντησε πως τίποτα δεν υποδείκνυε έναν μελλοντικό συνθέτη ή έστω έναν καλό ερμηνευτή.
Αν και απόλαυσε πολλές επιτυχίες, δεν ήταν ποτέ συναισθηματικά ασφαλής και η ζωή του ήταν γεμάτη με προσωπικές κρίσεις και περιόδους κατάθλιψης. Παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία και ο φόβος της διαπόμπευσης, ο καταστροφικός του γάμος και η ξαφνική κατάρρευση της μοναδικής μεγάλης διάρκειας σχέσης στην ενήλικη ζωή του, της δεκατριάχρονης σχέσης του με την πλούσια χήρα Ναντέζντα φον Μεκ. Εν μέσω προσωπικών αναταραχών η φήμη του Τσαϊκόφσκι μεγάλωνε. Τιμήθηκε από τον Τσάρο, του χορηγήθηκε ισόβια σύνταξη και εγκωμιαζόταν στα μουσικά μέγαρα όλου του κόσμου. Ο ξαφνικός του θάνατος σε ηλικία 53 ετών αποδίδεται γενικά σε χολέρα αλλά κάποιοι τον αποδίδουν σε αυτοκτονία.
Ο Τσαϊκόφσκι και η σύζυγός του
Η σχέση του με τη Ναντέζντα Φον Μεκ
Στις 10 Δεκεμβρίου 1876, η πλούσια χήρα Ναντέζντα Φιλαρέτοβνα Φον Μεκ, παρακολούθησε για πρώτη φορά στη ζωή της στο Δημοτικό Θέατρο της Μόσχας μια συναυλία του Τσαϊκόφσκι κι ενθουσιάστηκε πάρα πολύ. Την επομένη το πρωί του έγραψε ένα γράμμα με το οποίο τον ευχαρίστησε και του είπε πως η μουσική του κάνει πολύ ευχάριστη τη ζωή. Μόλις ο Τσαϊκόφσκι πήρε αυτό το γράμμα της και το διάβασε, της απάντησε αμέσως κι εκείνη περίπου 20 μέρες αργότερα του έστειλε νέο γράμμα, στο οποίο έγραψε πως του ήταν πολύ ευγνώμων και αν ποτέ τύχαινε να βρεθεί σε δύσκολη θέση, να της το έλεγε αμέσως και εκείνη θα τον βοηθούσε όπως μπορούσε. Στις 28 Οκτωβρίου του έτους εκείνου, η Ναντέζντα Φιλαρέτοβνα Φον Μεκ έχασε τον σύζυγό της, τον πλούσιο Βαυαρό επιχειρηματία Κάρολο Γεώργιο Όθωνα Φον Μεκ, ο οποίος ήταν ο κατασκευαστής και ιδιοκτήτης των δυο πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών της Ρωσίας. Μαζί του είχε αποκτήσει 12 παιδιά. Ο Φον Μεκ, σύμφωνα με πληροφορίες, λίγες μέρες ενωρίτερα, ανακάλυψε πως εκείνος ήταν πατέρας μόνο των 11 παιδιών της Ναντέζντα. Το 12ο και τελευταίο, το οποίο ήταν κορίτσι, η Ναντέζντα το είχε κάνει με έναν υπάλληλο του συζύγου της. Η ανακάλυψη αυτή πείραξε πάρα πολύ τον Κάρολο Φον Μεκ, έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε. Από τότε η Ναντέζντα αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή της στην ανατροφή των 12 παιδιών της και στη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Στις 6 Μαρτίου 1877 ο Τσαϊκόφσκι έλαβε ένα ερωτικό γράμμα από κάποια Αντονίνα Ιβάνοβνα Μιλιούκοβα, την οποία είχε μαθήτρια στο Ωδείο. Αρχικά την απέρριψε, όμως μόλις η κοπέλα τού δήλωσε πως θα αυτοκτονούσε, αποφάσισε και της έκανε πρόταση γάμου. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα γι' αυτόν να νυμφευθεί εκείνη την κοπέλα χωρίς έρωτα, επειδή με αυτό τον τρόπο θα έμπαινε ένα τέλος στις φήμες για τις ερωτικές προτιμήσεις του, οι οποίες κάποια στιγμή θα έφθαναν στα αυτιά της Φον Μεκ. Η Αντονίνα δέχτηκε και στις 6 Ιουλίου του έτους εκείνου, εκείνη κι ο Τσαϊκόφσκι παντρεύτηκαν. Δυστυχώς όμως για τον Τσαϊκόφσκι αυτός ο γάμος ήταν από την πρώτη ημέρα σκέτη κόλαση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του μέλιτος, εκείνος κοιμόταν σε μια πολυθρόνα επειδή δεν ήθελε να μοιράζεται το κρεβάτι με τη θερμή σύζυγό του και μόλις επέστρεψαν στη Μόσχα, προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στον ποταμό Νέβα, μα σώθηκε την τελευταία στιγμή. Βρήκε τον Νικολάι Ρουμπινστάιν, ο οποίος πλήρωσε την Αντονίνα προκειμένου να δεχτεί να χωρίσουν και ύστερα πήρε τον Τσαϊκόφσκι μαζί του στην Ευρώπη σε ένα ταξίδι ανάρρωσης. Μόλις πέρασε ένας μήνας, ο Τσαϊκόφσκι ήταν καλύτερα κι επέστρεψαν στη Μόσχα. Εκείνη τη στιγμή επανήλθε στο προσκήνιο η Ναντέζντα Φον Μεκ, η οποία στις αρχές Οκτωβρίου του 1877 του έστειλε ένα γράμμα, στο οποίο ανέφερε πως από εκείνη τη στιγμή θα του χορηγούσε ένα επίδομα 6.000 ρουβλιών. Αυτή η καταβολή του επιδόματος συνεχίστηκε μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 1890. Στις 17 εκείνου του μήνα, η Ναντέζντα έστειλε στον Τσαϊκόφσκι ένα γράμμα στο οποίο ανέφερε πως ήταν αναγκασμένη να σταματήσει τη χορήγηση του επιδόματος αυτού και να διακόψει κάθε σχέση μαζί επικαλούμενη λόγους υγείας. Επίσης του έγραψε πως αυτή η διακοπή των σχέσεών τους επιθυμούσε να ήταν οριστική και αμετάκλητη. Μόλις ο Τσαϊκόφσκι πήρε το γράμμα αυτό και το διάβασε, έμεινε εμβρόντητος. Πλέον δεν είχε ανάγκη αυτά τα ρούβλια της προστάτιδάς του επειδή ήταν πλούσιος κι ευκατάστατος. Εκείνο το οποίο τον εξόργισε ήταν το γεγονός πως η Ναντέζντα Φον Μεκ ξαφνικά περιφρόνησε τη μουσική του. Της έστειλε γράμματα στα οποία διαμαρτυρήθηκε εντονότατα, όμως εκείνη δεν έδωσε απολύτως καμία σημασία. Ένα βράδυ λοιπόν, ο Τσαϊκόφσκι όπως ήταν ξαπλωμένος άρρωστος στο κρεβάτι του πόνου, φώναξε: Η καταραμένη! Η καταραμένη! Βλέπετε, ένιωσε να γκρεμίζεται μέσα του ένας ολόκληρος κόσμος.
Απήχηση
Αν και είναι διαχρονικά δημοφιλής στο φιλόμουσο κοινό όλου του κόσμου, ο Τσαϊκόφσκι έχει κατά καιρούς επικριθεί σκληρά από κριτικούς, μουσικούς και συνθέτες. Παρόλ' αυτά, η φήμη του ως σημαντικού και αξιόλογου συνθέτη θεωρείται πλέον γενικά απρόσβλητη.Στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα, οι δυτικοί κριτικοί απέρριπταν τη μουσική του ως κοινή και με έλλειψη υψηλού πνεύματος, αλλά αυτή η περιφρόνηση έχει κατά ένα μεγάλο μέρος εξαλειφθεί.
Σημαντικότερα έργα
Η Λίμνη των Κύκνων, ερ. 20
Συμφωνία Νο. 6 σε Σι ελάσσονα ''Παθήτικη'', ερ. 74
Ο Καρυοθραύστης, ερ. 71
Η Ωραία Κοιμωμένη, ερ. 66
Πρώτο Κοντσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα σε Σι ύφεση ελάσσονα, ερ. 23
Ουβερτούρα 1812 σε Μι ύφεση μείζονα, ερ. 49
Τρίο για Πιάνο, Βιολί και Τσέλο σε Λα ελάσσονα («στη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη»), ερ. 50
Ουβερτούρα-φαντασία Ρωμαίος και Ιουλιέττα σε Σι ελάσσονα
Το πρωτότυπο σκηνικό της δεύτερης πράξης, από την πρεμιέρα της παράστασης το 1892
Ο Καρυοθραύστης
Ο Καρυοθραύστης είναι μπαλέτο σε δύο πράξεις και τρεις σκηνές του ρώσου συνθέτη Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι. Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε το έργο το 1892, ενώ το λιμπρέτο βασίστηκε στη διασκευή του παραμυθιού Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικών του Ε. Τ. Α. Χόφμαν από τον Αλέξανδρο Δουμά. Η πρωτότυπη χορογραφία είναι του Λεβ Ιβανόφ. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στο θέατρο Μαριίνσκι στην Αγία Πετρούπολη την Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 1892, σε μια διπλή παράσταση μαζί με την όπερα του Τσαϊκόφσκι, Γιολάντα.
Το παραμύθι
Η ιστορία αναφέρεται στο δώρο που έκανε στη μικρή Κλάρα ο νονός της, ο Ντροσελμάγιερ, την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια μικρή Γερμανική πόλη. Ήταν ένας κινούμενος στρατιώτης, που λειτουργεί ως καρυοθραύστης. Όταν η γιορτή τελειώνει και οι καλεσμένοι φεύγουν, η Κλάρα μπαίνει στο ήσυχο σαλόνι για να κοιμίσει τον καρυοθραύστη. Καθώς το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα, το κορίτσι αποκοιμάται και μεταφέρεται σε έναν παραμυθένιο κόσμο. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μεγαλώνει μαγικά, όλα τα παιχνίδια, ανάμεσά τους και ο καρυοθραύστης, ζωντανεύουν και ρίχνονται στη μάχη με μεγάλα ποντίκια που εισβάλλουν στο δωμάτιο. Τελικά ο καρυοθραύστης κερδίζει τη μάχη και μεταμορφώνεται σε έναν όμορφο πρίγκιπα.
Στη δεύτερη πράξη η Κλάρα και ο πρίγκιπας - Καρυοθραύστης ξεκινούν για ένα μαγικό ταξίδι. Περνούν από την Βασίλισσα του Χιονιού αλλά και από την χώρα των Ζαχαρωτών με την νεράιδα Ζαχαρένια. Η Κλάρα δεν θέλει να αποχωριστεί τον Καρυοθραύστη της, όμως την ημέρα των Χριστουγέννων καθώς ξυπνά κοντά στην οικογένειά της, το μόνο που κρατά στα χέρια της είναι ο Καρυοθραύστης, η κούκλα που της είχε χαρίσει ο νονός της.
Η πρεμιέρα
Η πρεμιέρα της παράστασης δόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1892 στο θέατρο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Η πρώτη παράσταση στο εξωτερικό δόθηκε 42 χρόνια αργότερα, στο Λονδίνο το 1934. Από τότε έχουν γίνει πολλές παραστάσεις σε όλο τον κόσμο, με αρκετές διασκευές στη χορογραφία, καθώς ο κάθε χορογράφος προσπαθεί να δώσει τη δική του εκδοχή της ιστορίας, πάντα μέσα στα πλαίσια του πρωτότυπου κειμένου.
Το μπαλέτο
Το μπαλέτο έχει χορογραφηθεί επίσης και από δύο εκ των κορυφαίων χορευτών του 20ου αιώνα. Από τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ για τα Βασιλικά Μπαλέτα της Σουηδίας και τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ για το American Ballet Theater. Η συνηθέστερη εποχή που ανεβαίνει είναι τα Χριστούγεννα, καθώς τότε είναι κατάλληλο το ρεαλιστικό σκηνικό για τη φανταστική αυτή ιστορία και παρουσιάζεται κάθε χρόνο.
Γεννήθηκε στο Αίγιο. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1976 μέχρι το 1981 με δασκάλους τους: Δημήτρη Μυταρά, Γιάννη Μόραλη και Γιώργο Μαυροΐδη. Αρχικά ξεκίνησε με μια περιορισμένη κλίμακα γαιωδών χρωμάτων και ενδιάμεσων γκρίζων τόνων, φιλοτεχνώντας πίνακες μεγάλης ευαισθησίας και λιτότητας, στους οποίους κυρίαρχο ρόλο παίζει η ένταση της γραφής. Το 1995 πλούτισε την παλέτα του με ζωηρές αποχρώσεις του κόκκινου και του πράσινου ενώ δημιούργησε και μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις. Όμως η πίστη του στην απαλότητα της ζωγραφικής τεχνικής και στην αναγκαία αμεσότητα της εκφραστικής προσπάθειας δεν άλλαξε. Οι πίνακές του στοχεύουν στην πειθαρχία του φωτός και του χώρου μέσα από τις καθαρά χρωματικές σχέσεις. Στον κατάλογο των πινάκων του, την 1η θέση κατέχουν οι προσωπογραφίες, τη 2η τα τοπία και την 3η όλοι οι άλλοι. Ο Φειδάκης παρουσίασε τους πίνακες που φιλοτέχνησε σε πολλές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Πέθανε στην Ανάβυσσο Αττικής στις 7 Μαΐου του 2003. Η κηδεία του έγινε στο νεκροταφείο της Βούλας το απόγευμα της Δευτέρας 12 Μαΐου 2003. Ήταν παντρεμένος από το 1982 με τη γλύπτρια Νατάσσα Ηλιοπούλου και είχαν τρία παιδιά.