ΠΑΝΟΣ ΦΕΙΔΑΚΗΣ ( 31 Μαΐου 1956 - 7 Μαΐου 2003 )

 

Γυναίκα με μπουζούκι, 1999

Ο Πάνος Φειδάκης (31 Μαΐου 1956 - 7 Μαΐου 2003) ήταν σημαντικός Έλληνας ζωγράφος του μέσου του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα.

πηγή φωτογραφίας 
Γεννήθηκε στο Αίγιο. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1976 μέχρι το 1981 με δασκάλους τους: Δημήτρη Μυταρά, Γιάννη Μόραλη και Γιώργο Μαυροΐδη. Αρχικά ξεκίνησε με μια περιορισμένη κλίμακα γαιωδών χρωμάτων και ενδιάμεσων γκρίζων τόνων, φιλοτεχνώντας πίνακες μεγάλης ευαισθησίας και λιτότητας, στους οποίους κυρίαρχο ρόλο παίζει η ένταση της γραφής. Το 1995 πλούτισε την παλέτα του με ζωηρές αποχρώσεις του κόκκινου και του πράσινου ενώ δημιούργησε και μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις. Όμως η πίστη του στην απαλότητα της ζωγραφικής τεχνικής και στην αναγκαία αμεσότητα της εκφραστικής προσπάθειας δεν άλλαξε. Οι πίνακές του στοχεύουν στην πειθαρχία του φωτός και του χώρου μέσα από τις καθαρά χρωματικές σχέσεις. Στον κατάλογο των πινάκων του, την 1η θέση κατέχουν οι προσωπογραφίες, τη 2η τα τοπία και την 3η όλοι οι άλλοι. Ο Φειδάκης παρουσίασε τους πίνακες που φιλοτέχνησε σε πολλές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Πέθανε στην Ανάβυσσο Αττικής στις 7 Μαΐου του 2003. Η κηδεία του έγινε στο νεκροταφείο της Βούλας το απόγευμα της Δευτέρας 12 Μαΐου 2003. Ήταν παντρεμένος από το 1982 με τη γλύπτρια Νατάσσα Ηλιοπούλου και είχαν τρία παιδιά.

 01

02



" Τ"

 Ερωτευμένα πουλιά



Child’s portrait

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Μαρία Μοντεσσόρι - Maria Tecla Artemisia Montessori ( 31 Αυγούστου 1870 - 6 Μαΐου 1952 )

 

«Η διαμόρφωση του χαρακτήρα δεν διδάσκεται. Προέρχεται από την εμπειρία και όχι από την εξήγηση».
Μαρία Μοντεσσόρι, η παιδαγωγός που άλλαξε την εκπαίδευση


Η Μαρία Θέκλα Αρτεμισία Μοντεσσόρι, η Ιταλίδα γιατρός και παιδαγωγός που ταυτίστηκε με τη μέθοδο που φέρει το όνομα της, προσέφερε στα 40 χρόνια της αδιάκοπης δράσης κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Άλλαξε την κουλτούρα και την αντίληψη της εκπαίδευσης. 
Γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1870 στο Κιαραβάλε της Ανκόνα.

Ο πατέρας της Αλεσάντρο Μοντεσσόρι ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και διηύθυνε ένα κρατικό καπνεργοστάσιο και η μητέρα της Ρενίλντε Στοπάνι ήταν μία ιδιαιτέρως μορφωμένη και καλλιεργημένη γυναίκα.

Σε ηλικία τριών ετών η Μαρία μετακομίζει με την οικογένειά της στη Φλωρεντία και το 1875 στη Ρώμη, λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Τελειώνει το δημοτικό το 1883 και εγγράφεται στο Τεχνικό Σχολείο «Μικελάντζελο Μπουοναρότι», όπου διδάσκεται, μαθηματικά, λογιστικά, ιστορία και γεωγραφία. Το 1886 συνεχίζει τις σπουδές της στο Τεχνικό Σχολείο «Λεονάρντο Ντα Βίντσι».

Παίρνει πτυχίο το 1890 με δίπλωμα στη φυσική και τα μαθηματικά και τον ίδιο χρόνο επιχειρεί να γραφτεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου «Λα Σαπιέντσα» της Ρώμης.

Δεν γίνεται αμέσως δεκτή και παρακολουθεί ένα πρόγραμμα σπουδών που περιελάμβανε φυτολογία, ζωολογία, πειραματική φυσική, ιστολογία, ανατομία, χημεία, Ιταλικά και Λατινικά.

Το 1893 πλέον, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις οπότε δεν μπόρεσαν να της αρνηθούν την εγγραφή στην Ιατρική Σχολή.

Το 1896 ολοκληρώνει τις σπουδές της στην Ιατρική με τις ειδικότητες της παιδιάτρου και της ψυχιάτρου έχοντας, ήδη, κλινική εμπειρία: Επί δύο χρόνια εργάστηκε στη ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου μελετώντας τη συμπεριφορά νέων με νοητική υστέρηση.

Λίγο μετά την αποφοίτηση της διορίζεται καθηγήτρια του πανεπιστημίου, γρήγορα, όμως, αντιλαμβάνεται ότι η αγάπη της για τα παιδιά υπερτερεί. 

Η Μαρία είναι 26 χρονών και η διαπίστωση ότι οι νέοι αυτοί δεν έχουν στη διάθεση τους κάποιο παιχνίδι ή δράση που θα μπορούσε να «ξεκλειδώσει» την αντιληπτική ικανότητα τους, τη συγκλονίζει.

Συνεχίζει τις σπουδές της στη Φιλοσοφία και την Ψυχολογία, κατανοώντας πλέον, ότι για τη θεραπεία των παιδιών με νοητική υστέρηση απαιτείται η συνεργασία παιδαγωγικής και ιατρικής.

Το 1907 ανοίγει στη λαϊκή συνοικία της Ρώμης, Σαν Λορέντζο, το πρώτο «Σπίτι των παιδιών» (Casa dei bambini) όπου εφαρμόζει τη μέθοδό της σε φτωχά, εγκαταλειμμένα παιδιά.

Όταν ιδρύει την πρώτη «Casa dei Bambini» η Μοντεσσόρι είναι ήδη γνωστή στην πατρίδα της. Επρόκειτο άλλωστε, για την πρώτη γυναίκα πτυχιούχο Ιατρικής στην Ιταλία, αλλά και για μια μάχιμη φεμινίστρια.

Στο Casa dei Bambini δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα εποπτικά μέσα διδασκαλίας δικής της εμπνεύσεως προκειμένου τα μαθήματα -θετικά και θεωρητικά- να γίνονται κατανοητά μέσω των αισθήσεων. Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα παιδιά μεταμορφώνονται, μαθαίνουν μόνα τους να γράφουν και να διαβάζουν, να φροντίζουν τον χώρο τους, να εργάζονται με ηρεμία, να συνεργάζονται.

Το βιβλίο «Η μέθοδος της επιστημονικής παιδαγωγικής», που δημοσιεύθηκε στην Περούτζια (1909), μεταφράζεται και σιγά σιγά αγκαλιάζεται από όλο τον κόσμο με ενθουσιασμό.

Αλλά, στην αρχή ταράζει τα νερά…



Για πρώτη φορά παρουσιάζεται μια διαφορετική και ως εκ τούτου θετική εικόνα του παιδιού, μέσω μίας μεθόδου πρόσφορης για την ομαλή φυσική του ανάπτυξη.

Από το 1913 η Μοντεσσόρι αρχίζει ένα επιστημονικό οδοιπορικό, με ταξίδια σε Αμερική, Ισπανία, Ολλανδία και αλλού, διαδίδοντας τη μέθοδο της.

Το 1922 αναλαμβάνει επικεφαλής επιθεώρησης των σχολείων της Ιταλίας,

To 1929 ιδρύεται ο Διεθνής Οργανισμός Μοντεσσόρι.

Αλλά το 1934 εξορίζεται στην Ισπανία από τη φασιστική κυβέρνηση Μουσολίνι.


Λόγω της στάσης και των απόψεων της, τα βιβλία της ρίχνονται στην πυρά ως μη συμβατά με την ιδεολογία του καθεστώτος. Με την επικράτηση του Φράνκο, δεν μπορεί να ζήσει ούτε στην Ισπανία, οπότε εγκαθίσταται στην Ολλανδία. 

Το 1939, καθώς η Ολλανδία βρίσκεται υπό ναζιστική κατοχή φεύγει ξανά και μεταναστεύει στην Ινδία, αποδεχόμενη την πρόσκληση της Θεοσοφικής Εταιρείας της Ινδίας.

Εγκαθίσταται στο Μαντράς (σημερινό Τσενάι), περιμένοντας το τέλος του πολέμου.

Στην Ιταλία επέστρεψε το 1947, με τον γιο της Μάριο -ο οποίος έμελε να είναι και ο συνεχιστής του έργου της- μετά από απουσία δεκατριών ετών, όμως το 1949 επιστρέφει στην Ολλανδία όπου και θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. 

Η ακούραστη Μοντεσσόρι ήταν παρούσα όχι μόνο όσον αφορά στη διάδοση της μεθόδου της, αλλά και στην επιστημονική έρευνα, πάντα με όραμα την απελευθέρωση της παιδικής ηλικίας και την υπεράσπιση του παιδιού.

Η Μαρία Μοντεσσόρι έθεσε τις βάσεις για μία νέα αγωγή, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ελευθερία στην έκφραση, ανανέωσε και προώθησε τις εκπαιδευτικές αντιλήψεις, μιλώντας για τη δυνατότητα του παιδιού να διδάσκεται μόνο του. Κατάφερε να μετατρέψει τη διδασκαλία σε παιχνίδι ενδιαφέροντος ανάμεσα στο διδάσκοντα και τον διδασκόμενο.

Τη δράση της είχαν εξάρει μεταξύ άλλων ο Γκάντι, αλλά και ο Φρόιντ, ο οποίος θαύμαζε το έργο της και διατηρούσε αλληλογραφία μαζί της, ενώ η κόρη του, Αννα Φρόιντ, επίσης ψυχαναλύτρια, υπήρξε ένθερμη υποστηρίκτρια της. Όπως της είχε γράψει ο ίδιος ο Φρόιντ σε μία από τις επιστολές του «…. η κόρη μου θεωρεί τον εαυτό της μαθήτρια σας».

Η Μοντεσσόρι είχε προταθεί τρεις φορές για το Νόμπελ Ειρήνης.

Απεβίωσε το 1952, σε ηλικία 82 ετών στο Noordwijk της Oλλανδίας στην οποία είχε εγκατασταθεί. 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/



ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ( 6 Μαΐου 1895 – 26 Νοεμβρίου 1983 )

 

Ο Στρατής Δούκας ζωγραφισμένος από τον Φώτη Κόντογλου


Ο Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια Μικράς Ασίας, ήταν Έλληνας συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος.
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Αιολικής Σχολής, όπως αυτή προσδιορίζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Γενιάς του 1930.
Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί.
Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με το Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία και τραυματίστηκε.
Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Με τους δυο τελευταίους υπήρξε επίσης συνιδρυτής του Συλλόγου Μουσικών Τεχνών της Μυτιλήνης (μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη) και της Εταιρείας Διακοσμητικής Τέχνης της Αθήνας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιρεία και Φραγγέλιο και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Μακεδονία και Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκης) και Ελεύθερος Λόγος (Μυτιλήνης).
Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα Πρωία (σειρά ανταποκρίσεων με τον γενικό τίτλο «Η ορεινή Ελλάδα»), για κάποια εικαστικά έργα του, καθώς επίσης για το αφήγημα Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες Πρωία, Πολιτεία και Νέος Κόσμος ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό Κύκλος.
Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνεργάστηκε επίσης στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό 1935-1937) και το περιοδικό Νεολαία (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της Τουριστικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-41 υπηρέτησε ως αξιωματικός.
Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μαγγανά που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Μετά την απελευθέρωση, υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα(1949-1950 διευθυντής), Ο Αιώνας μας, Ποιητική Τέχνη και Ζυγός. Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Συνεργάστηκε τότε με το περιοδικό Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τα λογοτεχνικά του έργα Οδοιπόρος και Ενώτια, καθώς και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλουκαι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του πρόλαβε να αναγορευτεί επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Ο Δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδια του Στρατή Δούκα στο πνευματικό του κέντρο.
Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του Μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση της λαϊκής γλώσσας και το βιωματικό στοιχείο.
Ο αδελφός του Αλέκος μετανάστευσε από το 1927 στην Αυστραλία όπου αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων και του εκεί εργατικού κινήματος. Σκοτώθηκε επιστρέφοντας από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης. 
Στην Αυστραλία εγκαταστάθηκε τουλάχιστον από το 1938 και η αδελφή του Ελένη Δούκα-Ανδρονίκου με την οικογένειά της.

Όρθιοι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και ο Στρατής Δούκας


Έργο

Έργα του Στρατή Δούκα:
Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929),
Εις εαυτόν (1930),
Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948),
Γιαννούλης Χαλεπάς, νέα βιογραφικά (1952),
Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962),
Γράμματα και συνομιλίες (1965),
Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966),
Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967)
Οδοιπόρος (1968),
Υποθέσεις και λύσεις (1970),
Δεσμός (1970),
Ο μικρός αδελφός (1972),
Μαρτυρίες και κρίσεις (1972),
Ενώτια (1974),
Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976),
Γιαννούλης Χαλεπάς (1978),
Οι δώδεκα μήνες (1982),
Θερμοκήπιο (1982).

Σχέδιο του Δημήτρη Μυταρά για την «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», Κέδρος 1977
ΚΕΙΜΕΝΑ 
 Ιστορία ενός Αιχμαλώτου

Ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της πεζογραφίας μας είναι η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Το βιβλίο αμέσως με τη δημοσίευσή του (1929 - Κέδρος, 29η έκδοση, 1998) απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για τις αρετές που το διακρίνουν —τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και μορφής— και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς. Η υπόθεση του έργου αναφέρεται στην αιχμαλωσία, τις περιπέτειες και την τελική διάσωση ενός Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος κατά την καταστροφή της Σμύρνης (1922) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Με τρόπο παραστατικό και ύφος γλαφυρό εξιστορούνται οι κακουχίες, τα δεινά, η φυσική και ηθική ταλαιπωρία του βασικού προσώπου, και αναδεικνύεται το ψυχικό του σθένος, καθώς, στην προσπάθεια για επιβίωση, αναγκάζεται να υποδυθεί τον Τούρκο και, εργαζόμενος για μεγάλο διάστημα σε κάποιο υποστατικό της Μ. Ασίας, καταφέρνει τελικά να δραπετεύσει και να σωθεί. Όπως ομολογεί ο συγγραφέας στο «Ιστορικό της» —ένα είδος παραρτήματος του κύριου έργου—, το περιστατικό το πληροφορήθηκε ο ίδιος από κάποιον πρόσφυγα σ' ένα χωριό της Πιερίας, γι' αυτό και η αφήγηση τελειώνει με το όνομα του αληθινού πρωταγωνιστή και αφηγητή, του Νικόλα Κοζάκογλου.
Έργο φιλειρηνικό και βαθιά αντιπολεμικό, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου αντιμετωπίζει —σχεδόν ταυτόχρονα με τηΖωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη και Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη— τον πόλεμο όχι στην επική, ηρωική του διάσταση, αλλά ως βασικό υπεύθυνο της απώλειας χιλιάδων ατόμων και του εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Παράλληλα, αναδεικνύει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, την παγκόσμια συναδέλφωση, πρόθεση την οποία άλλωστε ο συγγραφέας δηλώνει στην προμετωπίδα: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».
Το χαρακτηριστικότερο ωστόσο γνώρισμα του βιβλίου, που το έχει καταξιώσει διαχρονικά στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και το τοποθετεί ανάμεσα στα κλασικά έργα της αντιπολεμικής πεζογραφίας μας, είναι το ύφος του. Η λιτότητα και η εκφραστική καθαρότητα, ο δωρικός χαρακτήρας της αφήγησης και η παντελής απουσία σχημάτων λόγου ή ωραιοποιημένων εκφράσεων, ο περιεκτικός και εν πολλοίς αφαιρετικός λόγος, είναι μερικά από τα στοιχεία που καταδεικνύουν τη λαϊκή καταγωγή του έργου και τη γνησιότητά του. Η γλώσσα διανθίζεται με πολλές ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, ο μακροπερίοδος λόγος αποφεύγεται και προτιμάται η φυσική ροή της ομιλίας — βασικά γνωρίσματα που συντελούν στο να διατηρηθεί η αμεσότητα και η ζωντάνια του αφηγηματικού προφορικού λόγου. Στο τελευταίο συμβάλλουν η παρατακτική σύνδεση, καθώς και η λειτουργική θέση του διαλόγου, ο οποίος με τη διαβάθμιση των ερωτοαπαντήσεων προσδίδει δραματικότητα, επαυξάνει τη ζωντάνια των περιγραφικών μερών, εμπλουτίζει τη δράση και συνεργεί στη γενικότερη συνοχή του κειμένου.
Η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο (ενικού ή πληθυντικού), με τρόπο αβίαστο και πειστικό, από έναν αφηγητή που όχι μόνο συμμετέχει στα δρώμενα, αλλά αποτελεί τον κεντρικό τους άξονα (ομοδιηγητικός αφηγητής). Ελάχιστα είναι τα περιγραφικά μέρη του κειμένου, ενώ παράλληλα η αφήγηση πολλές φορές επιταχύνεται και αρκετά συμβάντα παραλείπονται όταν δεν θεωρούνται αναγκαία για τη γενικότερη οικονομία. Χάρη σε αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές το έργο αποκτά έντονη δραματικότητα και έξοχη πλοκή. Η αλυσιδωτή κειμενική δράση και η ισορροπία των αφηγηματικών μερών με τα αντίστοιχα διαλογικά, είναι επίσης μερικά από τα χαρακτηριστικά που προκαλούν στον αναγνώστη περιέργεια, αγωνία και, εντέλει, το λυτρωτικό αίσθημα της αριστοτελικής κάθαρσης.
Σε γενικές γραμμές, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου πληροί απόλυτα τις ανάγκες μιας ουσιαστικής αναγνωστικής πρόσληψης, καθώς πετυχαίνει να προβιβάσει τον φιλοπερίεργο αναγνώστη σε κριτικό μελετητή, εξισορροπώντας την αυθεντικότητα του λαϊκού λόγου με την ορθά δομημένη αφήγηση και την προσωπική μαρτυρία με τη μέθεξη στον πόνο του Άλλου.

✿     ✿     ✿     ✿

Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι το κορυφαίο δημιούργημα του μικρασιάτη συγγραφέα Στρατή Δούκα (Μοσχονήσια 1895 - Αθήνα 1983). Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργός με ποικίλα ενδιαφέροντα, ο Στρατής Δούκας διέκοψε τις νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και συμμετείχε ενεργά στις επιχειρήσεις του Α' παγκόσμιου πολέμου και αργότερα του μικρασιατικού μετώπου, όπου και τραυματίστηκε. Η φιλία του με πολλούς ζωγράφους και συγγραφείς της εποχής (Φώτης Κόντογλου, Σπύρος Παπαλουκάς κ.ά.), του έδωσε τη δυνατότητα να επεκτείνει τις αναζητήσεις του σε τομείς της λαϊκής τέχνης (μελέτη της τέχνης του Αγίου Όρους, διοργάνωση εκθέσεων με έργα ανατολίτικων βιοτεχνιών), να προχωρήσει στην έκδοση πρωτοποριακών περιοδικών (Το τρίτο μάτι) και, γενικά, να αναζητήσει τις πηγές έμπνευσής του σε κάθε στοιχείο, χώρο ή πρόσωπο που διακρινόταν από το χαρακτηριστικό της απλότητας και της γνησιότητας. Υπηρέτησε ως αξιωματικός κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41) και στην Κατοχή οργανώθηκε στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) διώχθηκε για τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του. Έζησε σεμνός και ενάρετος, μακριά από κάθε δημοσιότητα και έξω από το φιλολογικό κατεστημένο της εποχής του. Οι έννοιες της απλότητας και της βαθύτερης φιλανθρωπίας είναι ίσως οι δύο κυριότεροι άξονες της προσωπικότητας και του συνολικού του έργου.

Απόσπασμα 

Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.Μέσ' ἀπ' τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.
Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.
Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.
Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.
Ἕνας γραμματικός, πού 'χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ' τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π' ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ' τό Κατιφέ - Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».

Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ' τούς πολίτες· τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης. Μᾶς κοίταξε:
— Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ - ἀγᾶ. Αὐτός σταμάτησε.
— Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
— Τό «κιτάπι» μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.

Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά - Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές ἀπ' τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ' τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
— Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
— Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ' τά κανούλια ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό ἑνός Τούρκου ἀπ' αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
— Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ 'δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
— Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
— Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
— Δῶσ' τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα. 

Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες.
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος.
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων
Οδ.Ελύτης -Προσανατολισμοί


 Walter Crane, Καλοκαίρι. 1895.

Νικηφόρος Βρεττάκος -  Μαργαρίτα

Μαργαρίτα

Άκουσε το αχνοσάλεμα της νύχτας
και κρύφτη φοβισμένη πίσω από τα χέρια μου.
Ανοίγω την πόρτα να ιδώ:

Ο κόσμος λάμπει σαν άστρο.

Ποτέ δεν άνθισε μια τέτοια νύχτα
πέρα ως πέρα στον ουρανό
ποτέ δεν ακουστήκαν τόσο καθαρά
τα τρυφερά βελάσματα των άσπρων
αρνιών απ’ τον παράδεισο σε όλη τη Γη!

Τη στέγη μας ταράζουν κάθε τόσο
οι ξαφνικές εκλάμψεις της αστροφεγγιάς.

Ανοίγω το παράθυρο και παίρνω
τ’ αστροβρεγμένα στάχυα στην αγκαλιά μου.
Χιλιάδες έρωτες είναι ο Θεός!
Χιλιάδες έρωτες είναι ο κόσμος!
Έλα ιδές τ’ άπειρο, Μαργαρίτα!

Ακούμε βαθιά στον ορίζοντα
-σα μουσική που βροντά σ’ υπερπόντιες αχτές-
τους κρυστάλλινους γύρους της καινούριας ημέρας
κι ανεβαίνουμε τρέχοντας στους λόφους
να μπούμε στην ατμόσφαιρα των παγονιών!

Το στήθος μας παλεύει να στηριχτεί
στην άπειρη φωτεινή θάλασσα
μα η ψυχή μας φυσάει από παντού
και φεύγουμε χορεύοντας με χίλια δάχτυλα!

-Ο κόσμος είναι απλός!
-Ο κόσμος είναι απλός!

Γυρίζουμε γύρω σε μια υδάτινη στήλη
καθώς τα πουλιά στις τούφες των δέντρων!
Το κενό μυρίζει καλοκαίρι,
τα βουνά αχνίζουν στοργή.
Περνάμε από λόφο σε λόφο
στύβουμε το χαμόγελό μας στη θάλασσα
πιασμένοι από τα μεθυσμένα φουστάνια του κόσμου
συγκλονίζουμε τη συνείδηση του Θεού
κι αναστατώνουμε τις κοίτες των ποταμιών
τρελά παιδιά της Εύας και του Αδάμ
που απ’ τις παραμυθένιες χώρες τ’ ουρανού
διαλέξαμε της γης τον έρωτα!

-Έλα να φύγουμε, Μαργαρίτα!

Οι πέτρες κι οι ωκεανοί δεν είναι τίποτα!
Περνάμε τη μυθική χώρα!
Κράτησε όσο μπορείς απ’ τη λάμψη του Κόσμου!

Υπάρχουν χώρες που δεν έχει βρέξει ποτέ·
υπάρχουν χώρες που ποτέ δεν τις φώτισε ο ήλιος.
Στη χώρα, λόγου χάρη, των Ιλιλαμά
δε φύτρωσαν ποτέ λουλούδια!
Και κατεβήκαμε από τα βουνά
καβάλα στ’ άσπρα μας άλογα
με κρεμασμένα στους ώμους μας
τη βροχή και τον ήλιο.

Οι σπόροι της ψυχής μας γιόμισαν
με κόκκινους ιριδισμούς το σύμπαν!

Συνωστισμός από φως
στην πηγή που της έδινα
το νερό στην παλάμη μου.

Πιασμένοι απ’ το χέρι
διπλώναμε τη θάλασσα
διπλώναμε τους αγέρες και τα μεγάλα βουνά,
τα ολόγυμνα στήθη μας ανάπνεαν τόσο βαθιά,
που βλέπαμε πέταλα κρίνων
να κατεβαίνουν απ’ τ’ άγνωστο!
Έλιωναν και δρόσιζε τα μαλλιά μας
του παραδείσου το χιόνι!

Τα συντρίμμια του φεγγαριού
πέφτοντας από πέτρα σε πέτρα
χρωματίζουν τη θάλασσα…
Ποτέ δεν άνθισε μια τέτοια νύχτα
πέρα ως πέρα στον ουρανό
ποτέ δεν ακουστήκαν τόσο καθαρά
τα τρυφερά βελάσματα των άσπρων
αρνιών απ’ τον παράδεισο σ’ όλη τη γη!

Η Μαργαρίτα πλέει μέσα στη διάφανη
γάζα των ουρανών. Πια δεν υπάρχει
σε πεδιάδα ή λόφο η Μαργαρίτα!

– Θείο βασίλειο των σκιών, άγνωστε κόσμε.
Πού μπορεί ν’ αναπαύεται η τελειότητα
παρά εδώ που τελειώνουν τα ποτάμια σας
κι οι μεγάλες πηγές τους δε βουίζουν
παρά εδώ που τα έργα του Θεού
παίρνουνε την καθάρια τους τελείωση,
εδώ κάτω μονάχα, εδώ στην έσχατη
φωτισμένη κοιλάδα της σιγής!

Η Μαργαρίτα ξεκουράζεται και λάμπει
η Μαργαρίτα ενώθηκε με τ’ άπειρο.
Την έθαψα στο κοιμητήρι των ερώτων
λευκοντυμένη, κάτω απ’ τις αλέες
κι αντίκρυ απ’ την καλύβα της σελήνης.
Ο αγέρας της χτυπάει το μέτωπό μου
κι εγώ ένα στίχο δεν μπορώ να γράψω
αιώνιο, απλό και θείο, σαν την ψυχή της!

Από τη συλλογή Μαργαρίτα-Εικόνες απ’ το ηλιοβασίλεμα (1939) του Νικηφόρου Βρεττάκου



 Painter - Vittorio Matteo Corcos

Νικηφόρος Βρεττάκος - Αγάπη 

Αφήνω ανοιχτή τη σελίδα
του Ομήρου, σηκώνομαι,βγαίνω,
να ρίξω ένα βλέμμα
και στα άλλα βιβλία μου.

Συλλαβίζω αντικρύ μου
μια λέξη -εντολή
Η πλαγιά
είναι ολόλευκη.

Οι μικρές μαργαρίτες
μια κάθετη πλάκα

που κατέβασε ο Μάης
απ'το Όρος Σινά.




 Emile Vernon - Art

Νικηφόρος Βρεττάκος -
Νέα μέρα

Μέρα ουρανού, λαμπρή, που κατολίσθησε
κ’ έγινε φως πολύ – τόσο που στάζουν κόμποι
χρυσοί στη γη μέσα, σε μέγα βάθος.
Τόσο που συλλαβαίνουν τα πόδια μου παλμικές
δονήσεις παράδοξες, σα να σέρνονται κάτω
απ’ το χώμα οι νεκροί προσπαθώντας να βγουν:
μαργαρίτες ή άλλα έμορφα άνθη.



Art-Emmanuel Garant


Johannes Bobrowski - Σεπτέμβρης

Τώρα σκοτάδι
κυματίζει
πλατύ,
βαραίνει τις ώρες. Δεν θέλεις να φύγεις.
Τα ρόδα χλωμά,
οι μαργαρίτες σκαρφαλώνουν ακόμα
στο φράχτη,

μενεξελιά του δειλινού
η θωριά.

Μα εμείς
θ’ αγαπιόμαστε. Κάθε πρωί
θα ξεκινάμε λέγοντας
λευκά τραγούδια από χιόνι
δυνατά·
το στήθος μας
θα ’ναι γεμάτο καλοκαίρι,
θα έχουμε φιλιά στο λαιμό, το τσιριτρί
των γρύλλων στα μαλλιά.
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης




Amy Hill, Young Woman with Daisies 

Κική Δημουλά -  Σημεῖο Ἀναγνωρίσεως

ἄγαλμα γυναίκας μέ δεμένα χέρια
Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Ἀπό μακριά ἐξαπατᾶς.
Θαρρεῖ κανείς πώς ἔχεις ἐλαφρά ἀνακαθήσει
νά θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο πού εἶδες,
πώς παίρνεις φόρα νά τό ζήσεις.
Ἀπό κοντά ξεκαθαρίζει τό ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τά χέρια σου
μ' ἕνα σκοινί μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νά σέ βοηθήσει νά ξεφύγεις
τήν ἀγωνία τοῦ αἰχμάλωτου.
Ἔτσι σέ παραγγείλανε στό γλύπτη:
αἰχμάλωτη.
Δέν μπορεῖς
οὔτε μιά βροχή νά ζυγίσεις στό χέρι σου,
οὔτε μιά ἐλαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τά χέρια σου.



Auguste Renoir | A Young Girl with Daisies

Οδ.Ελύτης - Κάτω στης μαργαρίτας τ΄ αλωνάκι 

Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι,
στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα.
Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το νερό.
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε το μελαψό ουρανό.

Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει.
Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι.


Picking Daisies Elizabeth Strong

Κ.Π. Καβάφης  -Dünya Güzeli

Το κάτοπτρον δεν μ' απατά, ειν' αληθής η θέα,
δεν είναι άλλη ως εμέ επί της γης ωραία.
Οι οφθαλμοί μου στίλβοντας αδάμαντας ομοιάζουν,
του κοραλίου την χροιάν τα χείλη μου πλησιάζουν,
δύο σειραί μαργαριτών το στώμα μου στολίζουν.
Το σώμα μου ειν' εύχαρι, το πόδι μου φημίζουν,
χείρες, λαιμός κατάλευκοι, κόμη μεταξωτή...
πλην, φευ, τι οφελεί;

Εντός αυτού του μισητού κλεισμένη χαρεμίου,
ποίος το κάλλος μου ορά επί της υφηλίου;
Μόνον αντίζηλοι εχθραί φαρμακευμένον βλέμμα
με ρίπτουν, ή απαίσιοι ευνούχοι, και το αίμα
παγώνει εις τας φλέβας μου ότ' έρχεται κοντά μου,
ο απεχθής μου σύζυγος. Προφήτα, δέσποτά μου,
σύγγνωθι την καρδίαν μου αλγούσ' αν εκφωνή,
Ας ήμην Χριστιανή!

Αν εγεννόμην Χριστιανή θα ήμην ελευθέρα
εις πάντας να δεικνύομαι και νύκτωρ κ' εν ημέρα·
και άνδρες μετά θαυμασμού, γυναίκες μετά φθόνου
θα ομολόγουν, βλέποντες το κάλλος μου, εκ συμφώνου, -
Ότι η φύσις ως εμέ άλλην δεν θα παράξει.
Οσάκις θα διέβαινα εν ανοικτή αμάξη
θα επληρούντο της Σταμπούλ με πλήθος αι οδοί
ίνα καθείς με ιδή.



Sydney Percy Kendrick

Τάσος Λειβαδίτης  - Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων
για να περάσουν οι παλιές μέρες.
Οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει,
στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ΄τα παιδικά μας πρωινά.
(απόσπασμα)



 Émile Vernon Country Summer

 Federico Garcia Lorca - Νανούρισμα 

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής


Ασημιά κουδούνια αντηχούν στον δρόμο
πούθε πας μικρό μου ηλιοχιόνιστο
Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι σαν ζωγραφιστό


Πούθε πας μικρό μου διόλου δε φοβάσαι
πέρα είν’ το λιβάδι ώρες μακριά
Η δικιά μου αγάπη διόλου δε φοβάται
τ’ ανοιχτό τ’ αγέρι την δενδροσκιά

Τότε να φοβάσαι γιόκα μου τον ήλιο
ακριβό μου αγόρι ηλιοχιόνιστο
Τα μαλλιά μου ο ήλιος τάκαψε για πάντα
κι είμαι ασπρομάλλης δυο χρονώ μωρό



Émile Vernon - A summer beauty



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
















ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 Painting : Κυριάκος και Ερμίνα - Ερμίνα.


Κρινάκια...

Γνέφει ο μίσχος και κουδουνίζει,
ριγάται, χορεύει και εξευμενίζει.
Κύμβαλα και αγεροχαϊδέματα από τον ουρανό,
χώμα να δώσει τροφή,
να γιγαντώσει τον ανθό.

Διπλός πέλεκυς και φωτιά,
ουρανός και γη σε μια αγνή αγκαλιά.
Και το χάδι είναι απλό αλλά μονάκριβο και θεϊκό.
Όταν έχεις τινάξει τον δαίμονα εαυτό και έχεις αγκαλιάσει ότι είναι αληθινό.

Τόσο απλό σαν μια μπουκιά ψωμί.
Τόσο δροσερό σαν μια γουλιά νερό από δροσερή πηγή.
Τόσο μεθυστικό σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί...
Γιατί η ζωή είναι απλή...
Απλή και αγνή όταν βγαίνει από τη ψυχή.

Διπλός πέλεκυς και φωτιά,
φλόγα να σου κάψει όλα τα μιαρά και αποκρουστικά,
όταν ο ουρανός δώσει φιλί στη γη
και η ψυχή γίνει κρινάκι σε μια γλάστρα μέσα στου Θεού την αυλή.
22-4-2021




Painting : Θόδωρος Φυλλαρίδης


Ο σκαπανέας της ζωής
Η μήτρα της αναπνοής.

Ο σκαπανέας της ζωής μέσα στις παρυφές του κόσμου,
το άδολο βλέμμα της μάνας γης,
η μήτρα της αναπνοής...
Η μήτρα της Αναπνοής!!
Σε ένα μειλίχιο αργόσυρτο ρυθμό,
να σε καθηλώνει σαν χάδι από μετάξι ερωτικό,
μιας ουράνιας κόρης το στήθος το αγνό,
γάλα και άστρα για οδηγό,
με το ηλιάχτιδο το στέμμα για αρχηγό....
Εχασες την αναπνοή σου από το θάμπος το αληθινό!!

Να αγναντεύεις από ψηλά,
γαλάζιο όσο η ψυχή σου να αντέχει και η καρδιά να αναπηδά,
κόρες, νύμφες και γοργόνες πλανεύτρες, ξελογιαστικές,
κάθε κύμα να σε παρασέρνει στις δικές τους αγκαλιές...
Και να χάνεσαι....
Να χάνεσαι σαν αφρός που ξεγλιστρά,
να ιριδίζεις και να τραντάζεσαι σε κάθε δική τους αγκαλιά,
να πλατσουρίζεις με το κάθε αγέρι που σε κλωτσά,
να λαμπυρίζεις με τα φτερά των γλάρων που σου έρχονται κοντά...

Καράβια να κεντούν στο γαλάζιο καμβά,
σιγομουρμουρητά και μυστικά,
σταγόνες να χορεύουν μια από λύπη και μια από χαρά
και η Αμφιτρίτη να υφαίνει από κοχύλια και ιστορία,
ναύτες και καπετάνιοι, Θεές, ήρωες και πλοία ολάκερα για εκστρατεία...
Για δυο χείλη, δυο ζωγραφιστά φρύδια...
Μια συνουσία...
Και να χάνεσαι στο βυθό και μετά να γίνεσαι ένα με τον απέραντο ουρανό.

Και όταν ανταρτεύει...
Το στήθος να ανεβοκατεβαίνει...
Κλαγγές και ήχοι δυνατοί,
να χάνεσαι, να βυθίζεσαι σαν πρώτος έρωτας, αναψοκοκκινισμένος από προσμονή...
Και τα μηλίγγια να χτυπάνε σαν κρόταλα στου ήλιου τη πνοή...
Καίγεσαι και δροσίζεσαι συνάμα...
Πεθαίνεις και ανασαίνεις την ίδια στιγμή...
Πνίγεσαι και σώζεσαι μέσα στο κάθε κύμα,
ιριδίζεις και σκας,
λάμπεις και μεθοκοπάς,
πεθαίνεις και ξαναγεννιέσαι πότε δούλος και πότε βασιλιάς...
Και ΖΕΙΣ.
ΝΑΙ ΖΕΙΣ.
21-4-2021


Πίνακας : Ελενα Κοκαρακη

 Μελιτοφόρος...(Α)

Πριν το τέλος γευτώ,
θέλω την αιωνιότητα να καλέσω, στο πύρινο να αναγεννηθώ.
Μια κλωστή και ένα αδράχτι,
τον ουράνιο γιο ο πατέρας θέλει στα σωθικά να κρύψει,
τον θρόνο να μην χάσει...

ΖΩΗ και μέλι,
γάλα με το κέρας της Αμάλθειας η νύμφη να φέρει.
Ανταρτεύουν τα βουνά,
όργανα, κραυγές και βογγητά.
Τραντάζεται συθέμελα η ψυχή,
η ζωή θέλει σαν αγέρας,
σαν ουράνιο άλογο να ριχτεί.

Ορεάδες, αγριολούλουδα, βελάσματα και πουλιά,
μαζί να χορεύουν και να γλεντούν στις πεδιάδες και τα ψηλά βουνά.
Μελοίνος και χείλη όλο γάλα και ψυχή,
θεριεύει η αγάπη, ο άνθρωπος και η ζωή.

Γλυκόφρουτο και ταπεινό,
πυθάρια με καθετί αγαθό,
να ρέει το κέρας με όλο τον πλούτο ολημερίς,
οι κάμποι έχουν γιορτή αποβραδίς.

Στάχυα χρυσά σαν ηλιαχτίδες,
μπλε του ουρανού, κίτρινο του ηλιανθού και κόκκινο βαθύ του έρωτα του παθιασμένου και ζωοποιού,
αιμοφόρες πορφυροσταλίδες.
Όλες με προικιά,
νέκταρ, γύρη μια θεόσταλτη αγκαλιά.

Άλυσσοι ευγενικοί και οινοθήρες από κοριτσίστικα μάγουλα,
σάρκα ροδαλή.
Κύπελλα και βούρτσες πορφυρές,
αμφορείς, καλαιστήμονες και νύμφες θεϊκές.
Θυμάρι και λεβάντα,
δάφνη, δεντρολίβανο και όλη η φύση αράδα...
πάνω στο Δικταίο το βουνό,
ο κεραυνός και η αστραπή έχουν χορό.
28-4-2020




Πίνακας : Θόδωρος Φυλλαρίδης


Μελιτοφόρος (Β)


Γλυκιά μου ψυχή,
έρεβος, φως και προσευχή,
αετοί και νύμφες σε έναν κύκλο από το πρωί,
να υφαίνουν του ηλιάτορα το χάδι και την ευχή.

Μαίανδροι και κύτταρα σθεναρά,
ηλιοκέντητα και καμαρωτά,
βόδια με κέρατα αιχμηρά,
ο έρωτας και η ψυχή έχουν χαρά.
Μελισσόχορτο στα χείλη,
μνήμη και φιλί σαν ζουμερό από χυμό σταφύλι.

Μέλισσες σε παροξυσμό για το υπέρτατο αγαθό,
ζωή, ζωή σε αγαπώ,
κύτταρο που πάλλεται και ταλαντεύεται με ρυθμό.

Όταν ο θυελλώδης άνεμος από τις Αρπυίες,
κραύγαζε δυνατά και εχθρικά,
μέλι και τυμπανοκρουσίες
έρανε η Ίριδα γλυκά.
Κατέστειλε τον κάτω κόσμο και όλα τα άσχημα και μοχθηρά.

Κηρύκειο και φτερά,
φωτιές στις κορυφές και μηνύματα για ελπίδα στην καρδιά.
Ας πιούμε το μελοίνιο κρασί,
να ξορκίσουμε τον θάνατο και να γευτούμε την ζωή.



Πίνακας : Konstantina Kratimenou

Μελιτοφόρος (Γ)


Και μήπως ο χρόνος, ο αιώνας, ο μήνας, το λεπτό, η στιγμή,
είναι νερό που τρέχει,
αφηνιασμένο άλογο,
με τρομερή ροή?!
Και παρασύρει μνήμες, μαθήματα,
ίσως και ζωές,
σε ένα ατέρμονο παιχνίδι με το τώρα, το μετά και το χτες?!

Κόρη με λουλούδια στα χέρια και τα μαλλιά,
η Άνοιξη, η νιότη,
δόντια μαργαριτάρια,
κάτασπρα, δυνατά.
Να ξεζουμίζουν το κάθε δευτερόλεπτο με δύναμη πολλή,
να ρουφούν τον αιθέρα με τεράστια απληστία γιατί το γήρας κάποτε θα' ρθει.

Λουλούδια, χρώματα πολλά,
παλμός του έρωτα,
ζήση και μεράκι στην καρδιά.
Και το κεντρί να την τσιμπάει πονηρά,
να της θεριεύει το κόκκινο,
αίμα στα μάγουλα και στα χείλια τα στιλπνά.
Αυτή την φαρέτρα ο μικρός την κρύβει καλά.
Πετάει στα σύννεφα,
γίνεται ένα με τα πουλιά.
Κρυφογελάει πονηρά και αμέσως τα βέλη λάμπουν από του ήλιου την κάψα σαν φλόγινα σπαθιά.

Τι γλαυκό, τι χρυσαφί,
μυρωδιές από της σάρκας την ανεπαίσθητη προσμονή!
Και οι ρόγες καρποί από γεμάτους χυμούς,
να πιουν τα σπουργίτια, να θερίσουν αλαλαγμούς.

Λυτά μαλλιά και καπέλα να κρύψουν την αψάδα και την φλογή,
ο ήλιος καίει την σάρκα,
θέλει στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού να φανεί.
Να θεριέψει όλο και πιο πολύ,
στο θερινό ηλιοστάσι να γίνει βιγλάτορας και πόθου φωνή.

Της Ανατολής το αγεράκι της ξεσηκώνει τις μυρωδιές,
αγριολούλουδα και γεράνια,
γαρύφαλλα και τριανταφυλλιές,
άγριες και πανέμορφες,
με αγκάθια και στητές.
Σε προκαλούν να τις κόψεις και να ματωθείς,
σταγόνες, παπαρούνες κόκκινες,
να πέσουν καταγής.

Το μάτι του ουρανού θα λάμπει και η Ίριδα θα φεγγοβολά,
λεμονανθοί και πορτοκάλια,
καλάθια με ερωτόλογα πολλά.
Και το χαμόγελο στα χείλη θα κάνει την κάθε ανδρική καρδιά να σφυροκοπά.
Έρωτα εσύ κλέφτη με τα πύρινα φτερά.

29-4-2020








ΛΙΝΑ ΒΑΤΑΝΤΖΗ "Γαλήνεμα σε Εαρινή Δροσιά"

 

Christian Schloe art

Αναπνέω.
Με ηρεμία
αβίαστα
απαλόηχα
όπως τα μικρά σύννεφα του Μάη
αιωρούνται,
μετασχηματίζονται στο διάφανο φως -
αυτήν την τρυφερότητα
που μεγαλουργεί στο βλέμμα σου,
Αναπνέω.