Γιάροσλαβ Χάσεκ ( 30 Απριλίου 1883 - 3 Ιανουαρίου1923 )

 

Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ (τσεχ. Jaroslav Hašek) ήταν Τσέχος σατιρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 30 Απριλίου 1883 και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου1923. Έζησε σε μια εποχή που η Πράγα ήταν ένα κέντρο λογοτεχνίας με σήμερα παγκοσμίως γνωστά ονόματα όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Μαξ Μπροντ.
Ο Χάσεκ γεννήθηκε στην Πράγα, όταν αποτελούσε πόλη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και υπήρξε γιος του δασκάλου μαθηματικών Josef Hašek και της συζύγου του, Κατερίνα. Η φτώχεια ανάγκασε την οικογένεια — με συνολικά τρία παιδιά, τον Γιάροσλαβ, τον τρία χρόνια νεότερο αδελφό του, Μπόχουσλαβ, και μια ορφανή ξάδελφη, τη Μαρία — να μετακομίζει συχνά, περισσότερες από δέκα φορές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του. Ως έφηβος, εγκατέλειψε το γυμνάσιο στην ηλικία των δεκαπέντε ετών για να γίνει φαρμακοποιός, αλλά τελικά αποφοίτησε από μία οικονομική σχολή. Εργάστηκε για λίγο ως τραπεζικός υπάλληλος και ως πωλητής σκυλιών (το ίδιο επάγγελμα ακολούθησε και ο ήρωας Σβέικ στο μυθιστόρημά του).
Το 1906 προσχώρησε στο αναρχικό κίνημα, έχοντας συμμετοχή και στις αντι-γερμανικές ταραχές που σημειώθηκαν στην Πράγα το 1897, τότε ως μαθητής. Έδινε διαλέξεις σε ομάδες εργαζομένων και το 1907 έγινε ο συντάκτης του αναρχικού περιοδικού Komuna. Aπομακρύνθηκε από το αναρχικό κίνημα και εργάστηκε ως σατιρικός συγγραφέας για περιοδικά όπως Η Τσουκνίδα (Kopřivy) και το Karikatury, από το 1908 μέχρι το 1910.

Το 1911 συμμετείχε στις εκλογές με το «Κόμμα υπέρ της προόδου μέσα στα πλαίσια του νόμου» (μια παρωδία παραδοσιακών κομμάτων) ζητώντας την κρατικοποίηση των υπηρεσιών θυρωρού, την σκλαβιά κλπ. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αιχμαλωτίστηκε από τον ρωσικό στρατό και εντάχθηκε στις Τσεχοσλοβακικές Λεγεώνες, δυνάμεις εθελοντών που πολεμούσαν με το μέρος της Αντάντ κατά της Αυστροουγγαρίας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία διαφώνησε με τις Λεγεώνες και εντάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό. Τον Δεκέμβριο του 1920 επέστρεψε στην πατρίδα του. Παντρεύτηκε συνολικά δύο φορές, την πρώτη ακολουθώντας το καθολικό τελετουργικό, και τη δεύτερη φορά στη Ρωσία, με ορθόδοξο γάμο.

Ο Χάσεκ εργάστηκε με επιτυχία για εφημερίδες και περιοδικά, γράφοντας σατιρικές ιστορίες και άρθρα. Ως συγγραφέας συνδύασε την απλή λαϊκή γλώσσα με την περιγραφή πολύπλοκων λεπτομερειών. Λίγοι αναγνώρισαν την ποιότητα στα έργα του. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του πίστεύαν ότι τα έργα του ήταν ένα επιφανειακό φαινόμενο. Από το 1910 εργάστηκε για το ζωολογικό περιοδικό Svět zvířat (Ο Κόσμος τον Ζώων). Περιγράφοντας ανύπαρκτα ζώα έφερε μεγάλη αναταραχή στους ειδικούς. Το αποκορύφωμα ήταν άρθρα όπως η περιγραφή μεθυσμένων παπαγάλων και η ανακάλυψη της προϊστορικής ψείρας.
Το σημαντικότερο έργο του είναι το αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ. Το βιβλίο αποτελεί αντίδραση στα γεγονότα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και έχει μεταφραστεί σε 58 γλώσσες. Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ιστορία ενός απλού και ασήμαντου ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τον πόλεμο. Η σχολαστική πραγματοποίηση των στρατιωτικών εντολών αποκαλύπτει τον παραλογισμό και την γελοιότητα του συστήματος. Αυτό το έργο θεωρείται κλασσικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και βρίσκεται συχνά μέσα σε καταλόγους των 100 καλύτερων βιβλίων.



Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ

Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ (Švejk) είναι ένα ατελές σατιρικό διήγημα τουΓιάροσλαβ Χάσεκ. Εικονογραφήθηκε από τον Γιόζεφ Λάντα μετά τον θάνατο του Χασέκ. Περιγράφει τις περιπέτειες του καλoύ στρατιώτη Σβέικ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Τσέχου βετεράνου Γιόζεφ Σβέικ, και τις περιπέτειές του στο στρατό. Η ιστορία αρχίζει με την είδηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, που πυροδότησε τονΠρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σβέικ είναι τόσο ενθουσιώδης που θα υπηρετήσει τη χώρα του (ή μάλλον τη χώρα στην οποία ανήκει η πατρίδα του) στο στρατό, που κανένας δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι απλά ανόητος ή θέλει να υπονομεύσει τον στρατό της Αυστροουγγαρίας.
Η ιστορία περιγράφει γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου, δεδομένου ότι Σβέικ κατατάσσεται στο στρατό και έχει διάφορες περιπέτειες, πρώτα στα μετόπισθεν του μετώπου, και έπειτα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης ανάβασης για να συναντήσει τη μονάδα του στη πρώτη γραμμή. Το ατελές μυθιστόρημα διακόπτεται απότομα προτού δοθεί στον Σβέικ η ευκαιρία να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε μάχη ή να μπει στα χαρακώματα.
https://el.wikipedia.org/

Meir Margalit as The Good Soldier Švejk, painting by Chaim Topol
Παρουσίαση

Το μυθιστόρημα "Ο καλός στρατιώτης Σβέικ" θεωρείται ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και από τα σημαντικότερα αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών.
Καλοσυνάτος, πρόσχαρος και αφελής, ο Σβέικ γίνεται ο πιο πιστός Τσέχος στρατιώτης του αυστριακού στρατού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου πολέμου, καλείται να υπερασπιστεί την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Οι σπαρταριστές περιπέτειες του πιο πιστού Τσέχου στο στράτευμα, καθώς και οι κωμικοτραγικές καταστάσεις όπου εμπλέκεται, μάταια, για να φτάσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, προκαλούν το γέλιο - ένα γέλιο που κρύβει τον αγώνα και τη λαχτάρα για την ελευθερία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο κύριος Σβέικ είναι ένας αφελής, καλοκάγαθος, ευγενέστατος, ελαφρώς απλοϊκός στο μυαλό άνδρας που ζει στην Πράγα την εποχή που ακόμη αποτελεί μέρος της Αυστροουγγαρίας. Είναι στα 1914, την παραμονή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου όταν ο Σβέικ μέσα από μια σειρά παράλογων, κωμικοτραγικών ή και εντελώς αναπάντεχων περιστατικών βρίσκεται στη δίνη καταστάσεων που απλώς τονώνουν περισσότερο το πατριωτικό του αίσθημα. Ο κύριος Σβέικ έχει κριθεί ακατάλληλος «λόγω ηλιθιότητας» να υπηρετήσει στον στρατό, ωστόσο αυτό δεν θα τον εμποδίσει από το αναδειχθεί σε γενναίο πολεμιστή, ήρωα για τη χώρα του, το βασίλειο της Βοημίας, και τους συμπατριώτες του. Με πείσμα και παρά τις μάταιες προσπάθειές του να καταταγεί στο στρατό, συνεχίζει με το ηθικό άκαμπτο. Ο αφελής πωλητής σκύλων θα κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, θα έρθει αντιμέτωπος με την πιο παράλογη γραφειοκρατία, θα αντικρούσει την υποκρισία των θεοσεβούμενων. Η απλοϊκή του σκέψη θα τον βοηθά να αντιλαμβάνεται διαυγέστερα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του και ως εκ τούτου να αποδεικνύεται διορατικός. Το μεγαλύτερο προτέρημα του Γιόζεφ Σβέικ είναι πως ακόμη και στην πιο παράλογη και αδιέξοδη κατάσταση βλέπει την θετική της πλευρά. Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ έγραψε ένα αντιπολεμικό ύμνο στην ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στην ηλιθιότητα. Οι άνθρωποι μη μπορώντας να υπερβούν την ανοησία συχνά την αναγάγουν σε κανόνα. Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται: Το σατιρικό μυθιστόρημα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» δεν γράφτηκε για παιδιά, μπορεί ωστόσο να διαβαστεί από τα μεγάλα παιδιά του δημοτικού, περισσότερο της Στ' τάξης, και του Γυμνασίου. Μπορεί επίσης να διαβαστεί και από μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες. Για ποιο λόγο θα το αγαπήσουν τα παιδιά: Τα παιδιά θα απολαύσουν και θα εκτιμήσουν το σαρκαστικό χιούμορ του αφελούς Σβέικ, θα αναγνωρίσουν τα ιδανικά του και θα αντιληφθούν την ανατρεπτική οπτική του: στη φυλακή βλέπει τον νόμο και την πρόοδο, στην τρέλα του πολέμου την ευκαιρία να κάνει το σωστό και να δείξει πίστη και αφοσίωση. Για ποιο λόγο να το προτιμήσουν οι γονείς: Η υπερπληθώρα τίτλων που περιμένει στα ράφια των βιβλιοπωλείων δεν σημαίνει πάντοτε πως διευκολύνει τις επιλογές όσων αγοράζουν βιβλία για παιδιά. Η επιστροφή στα κλασσικά είναι μεν ασφαλής λύση αλλά δεν πρέπει να γίνεται με μόνο κριτήριο ότι το βιβλίο «έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές». Δέον είναι να επαναβεβαιώνεται η στόχευση του βιβλίου, σε ποιο κοινό απευθύνεται και αν αυτό είναι τα σημερινά παιδιά ή οι σημερινοί έφηβοι. Το αντιπολεμικό, σατιρικό έργο του Χάσεκ Ο καλός στρατιώτης Σβέικ εξακολουθεί να δίνει ένα χρήσιμο όσο και διασκεδαστικό μάθημα για το πού μπορεί να οδηγήσει ο ανθρώπινος παραλογισμός αλλά και για το ότι δεν είναι καθόλου μάταιο να τον πολεμάμε. (Ελένη Κορόβηλα, Bookpress.gr 24/2/2014)




Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/















ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933 )

 


Che fece .... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.




O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 29 Aπριλίου 1863. Oι γονείς του ήσαν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του. O Φαναριώτης προπάππος του Πέτρος Kαβάφης (1740-1804) διετέλεσε Γραμματέας του Oικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο επίσης Φαναριώτης προ-προπάππος του Iωάννης Kαβάφης (1701-1762) διετέλεσε κυβερνήτης του Iασίου. Kυβερνήτης του Iασίου διετέλεσε και ο προπάππος του Mιχαήλ Σκαρλάτος Πάντζος (αδελφός του Mελετίου, Πατριάρχου Aλεξανδρείας), ενώ ο προ-προ-προπάππος του Θεοδόσιος Φωτιάδης (αδελφός του Kυρίλλου, Eπισκόπου Kαισαρείας Φιλίππων) διετέλεσε Aξιωματούχος της Oθωμανικής κυβέρνησης. 
Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.


O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας (είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές), και απεδείχθη ικανότατος έμπορος (ο δικός του πατέρας ήταν επίσης έμπορος και κτηματίας). Eίχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.
H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. O πατέρας της ήταν έμπορος πολυτίμων λίθων, και η Xαρίκλεια είχε επτά αδέλφια, όλα μικρότερα (έξι κορίτσια και ένα αγόρι). Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών, και πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της στο σπίτι της πεθεράς της, στην Kωνσταντινούπολη, όσο ο Πέτρος-Iωάννης ταξίδευε για δουλειές. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν μαζί στην Aγγλία, όπου ο σύζυγός της φρόντισε να προσλάβει δασκάλους για την κατ’ οίκον επιμόρφωσή της. Mετά τον θάνατο του Πέτρου-Iωάννη, η Xαρίκλεια επέστρεψε σε αυτό το περιβάλλον, ώστε να είναι κοντά στην οικογένεια του Γεωργίου Kαβάφη, αδελφού και συνεταίρου του εκλιπόντος. 
H Xαρίκλεια έμεινε για δύο σχεδόν χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο ξανά στο Λίβερπουλ. Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας? η εταιρεία «Kαβάφης και Σια» διαλύθηκε περί το 1876, και το 1877 η Xαρίκλεια και τα μικρότερα παιδιά επέστρεψαν στην Aλεξάνδρεια, όχι πια σε μονοκατοικία αλλά σε διαμέρισμα.




Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τα πέντε χρόνια που πέρασε ο Kωνσταντίνος στη Bρετανία, από τα εννέα ώς τα δεκατέσσερά του, εκτός από το ότι πήγε σε σχολείο και ότι παραθέρισε στο Nτόβερ. Γνωρίζουμε όμως ότι στην Aλεξάνδρεια φοίτησε στο εμποροπρακτικό λύκειο «Eρμής», όπου έκανε και τους πρώτους του φίλους (τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση), ότι χρησιμοποιούσε τις δημόσιες βιβλιοθήκες και ότι στα δεκαοκτώ του είχε αρχίσει να συντάσσει ένα ιστορικό λεξικό.
Ο Κ. Kαβάφης, σε φωτογραφία
 βγαλμένη στην Αλεξάνδρεια,
πιθανώς το 1890

Aυτή η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.

Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου. Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. «Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.


O μικρός Kωνσταντίνος Kαβάφης, 
σε ηλικία 2 ετών, ανάμεσα στους 
αδελφούς του
 Tζων (αριστερά) 
και Παύλο (δεξιά). 
H χρονολογία στη φωτογραφία 
γραμμένη με το χέρι του ποιητή.
Tα περισσότερα αδέλφια του είχαν, εν τω μεταξύ, επιστρέψει στην Aλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια. H Xαρίκλεια και ο Kωνσταντίνος (ο οποίος είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και άρθρα) παρέμειναν στην Kωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. Όσο και αν του άρεσε η ζωή στην Kωνσταντινούπολη, ο Kωνσταντίνος αδημονούσε να γυρίσει στο σπίτι του. H αποζημίωση ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1885 και τον επόμενο μήνα οι Kαβάφηδες επέστρεψαν οριστικά στην Aλεξάνδρεια, αλλά στη θέση του σπιτιού του ο Kωνσταντίνος αντίκρυσε ερείπια. Tον ίδιο μήνα υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, και ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του, κρατώντας μόνον την Eλληνική.
Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.

Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902. Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ώς το 1909. Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ώς το θάνατό του. 
H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886. Στις 27 Μαρτίου του ίδιου χρόνου δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, με τίτλο «Βακχικόν», στο περιοδικό Έσπερος της Λειψίας. Tην ίδια περίπου εποχή, ξεκίνησε μια σειρά από θανάτους που τον σημάδεψαν: τον Aπρίλιο του 1886 πέθανε ο φίλος του Στέφανος Σκυλίτσης, το 1889 ο φίλος του Mικές Pάλλης, το 1891 ο αδελφός του Πέτρος-Iωάννης και ο θείος του Γεώργιος Kαβάφης, το 1896 ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης, το 1899 η μητέρα του, το 1900 ο αδελφός του Γεώργιος, το 1902 ο αδελφός του Aριστείδης, το 1905 ο αδελφός του Aλέξανδρος.
Πηγή φωτογραφίας 
O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο (ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. Tο 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Iωάννη-Kωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Aλέξανδρο στην Aθήνα, όπου και ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Aλέξανδρου. Tο επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, με τον Aλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Aθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.
Στην Aλεξάνδρεια, ο Kωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Iωάννη-Kωνσταντίνο. Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Kωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Aλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Aγγλική γλώσσα). Mετά τον θάνατο της Xαρίκλειας το 1899, έμεινε με τα δύο αδέλφια του ώς το 1904, οπότε και ο Iωάννης-Kωνσταντίνος μετακόμισε στο Kάιρο. Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. Tην επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Aίγυπτο. Έτσι ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.
Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.


Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”. Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.
Επάγγελμα - Ποιητής 


Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου (με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου και τα γραφεία του περιοδικού). To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. H τραχειοτομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»).

Ποίημα του Κ.Π. Καβάφη
 σε τοίχο κτιρίου, στην πόλη 
Λέιντεν
της Ολλανδίας.
H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού. 


O ποιητής κατέλιπε ένα τακτοποιημένο αρχείο το οποίο πέρασε στην κατοχή του Σαββίδη το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου. Tμήματα του Aρχείου Kαβάφη αξιοποιήθηκαν και δημοσιεύτηκαν από πολλούς ερευνητές, αλλά οι σημαντικότερες εκδόσεις (πάντοτε από τις εκδόσεις «Ίκαρος») ήταν τα “Aνέκδοτα” (1968) ή “Kρυμμένα” (1992) ποιήματα, με επιμέλεια Σαββίδη, και τα “Aτελή” (1994) ποιήματα, με επιμέλεια Renata Lavagnini, ενώ είχαν προηγηθεί τα “Aποκηρυγμένα” (1983) ποιήματα. Έτσι ολοκληρώθηκε η έκδοση όλων των ποιητικών καταλοίπων του Kαβάφη, που συμπλήρωσαν και φώτισαν το αναγνωρισμένο έργο του, και το 2003 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των “Πεζών” του, με επιμέλεια Mιχάλη Πιερή, ενώ επίκειται η έκδοση των Σχολίων του Kαβάφη στα ποιήματά του, με επιμέλεια Diana Haas.

Ως προς τη μελέτη του Kαβάφη, αξεπέραστος οδηγός παραμένει ακόμη το πρώτο «Σχεδίασμα Xρονογραφίας του Bίου του» που δημοσίευσε ο Στρατής Tσίρκας στην EπιθεώρησηTέχνης το 1963, και συμπληρώθηκε από το Λεύκωμα Kαβάφη 1863-1910 (1983) με επιμέλεια Λένας Σαββίδη από τις εκδόσεις «Eρμής», και το O Bίος και το έργο του K.Π. Kαβάφη (2001) των Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Mαρίας Στασινοπούλου από τις εκδόσεις «Mεταίχμιο», ενώ το 2003 εκδόθηκε ηBιβλιογραφία K.Π. Kαβάφη 1886-2000 του Δημήτρη Δασκαλόπουλου από το Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας
H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον. O Kωνσταντίνος Kαβάφης μπορεί να πέθανε από επιπλοκές του καρκίνου του λάρυγγος στο ελληνικό νοσοκομείο της γενέτειράς του Aλεξάνδρειας τα ξημερώματα των εβδομηκοστών του γενεθλίων, στις 29 Aπριλίου 1933, αλλά ως άνθρωπος είχε τελειωθεί προ πολλού: ο Kωστάκης του Πέτρου-Iωάννη Kαβάφη και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, μέσα από το ανοιχτό μυαλό του, την ευρεία παιδεία του, την μεθοδική εργασία και την δύναμη και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του, είχε γίνει ο ποιητής K.Π. Kαβάφης. Tα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου.
                                                                                                                  Mανόλης Σαββίδης

 Πίνακας - Ν. Εγγονόπουλος



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Αναγνωρισμένα 

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Ας φρόντιζαν


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.


Εκόμισα εις την Τέχνη

Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’ αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην— κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Aς αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής·

σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα,
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.


Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.



Η Πόλις 

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Θερμοπύλες 


Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει 
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) 
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, 
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Ζουζέ Μαλιόα - José Malhoa ( 28 Απριλίου 1855 - 26 Οκτωβρίου 1933 )

 

Praia das maçãs, 1918

O Ζουζέ Μαλιόα (José Malhoa, 28 Απριλίου 1855 - 26 Οκτωβρίου 1933) ήταν Πορτογάλος ζωγράφος, ο οποίος γεννήθηκε στη Κάλντας ντα Ράινια στις 28 Απριλίου 1855 και πέθανε στο Φιγκουεϊρό ντους Βίνιους στις 26 Οκτωβρίου 1933.
Ο Μαλιόα, μαζί με το συμπατριώτη του ζωγράφο Κολουμπάνο Μπορντάλου Πινιέιρου (1857 – 1929), ήταν το κυρίαρχο όνομα της νατουραλιστικής σχολής ζωγραφικής στην Πορτογαλία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Τα χαρακτηριστικά των έργων του

Στα έργα του αποτυπώνει την κοινωνία της εποχής του σε ρωπογραφίες*, ενώ η θεματογραφία του επικεντρώνεται σε λαϊκές σκηνές, όπως στα δύο πιο διάσημα έργα του «Οι μπεκρήδες» (1907) και «Φάντου» (1910), όπου παρουσιάζει ένα οικείο περιβάλλον της πορτογαλικής λαϊκής μουσικής, του φάντου, με τον φαντίστα να αιχμαλωτίζει τους θαμώνες της ταβέρνας με το μελαγχολικό και θλιμμένο τραγούδι του.

Ανάμεσα σε άλλα έργα της ίδιας νατουραλιστικής τεχνοτροπίας περιλαμβάνονται τα «Νεαροί μουσικοί» (1831), «Ένα ξύρισμα» (1902), «Σιέστα» (1909, Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία), «Ο ξυλοκόπος» (1923). Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι και «Το εργαστήρι του καλλιτέχνη» (1893–1894, Σάο Πάουλο της Βραζιλίας), όπου απεικονίζει τον ζωγράφο στο εργαστήριό του με το γυμνό μοντέλο του.

Ο Μαλιόα, από καλλιτεχνική ιδεολογία, έμεινε πάντα πιστός στο νατουραλισμό των έργων του, αν και σε μερικούς από τους πίνακές του είναι εμφανείς κάποιες ιμπρεσιονιστικές επιρροές, όπως στο «Φθινόπωρο» (1918), «Κλάρα» (1918), "Praia das maçãs" (1918), "Vou ser mae" (1923) και σ' ένα από τα τελευταία έργα του, το «Καλαμπόκι στον ήλιο» (πριν από το 1933).

Μερικά από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την ιστορία της χώρας του, όπως «Η τελευταία ανάκριση του Μαρκησίου Πομπάλ» (1891) ή «Η Βασίλισσα Dona Leonor» (1926).

* Με τον όρο ρωπογραφία (<αρχ. ‘ρῶπος «ευτελές, ασήμαντο») περιγράφεται στις τέχνες η αναπαράσταση σκηνών της καθημερινότητας με ρεαλιστικό τρόπο. Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει με τον γαλλικό όρο genre τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Ντιντερό τον 18ο αιώνα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία του 18ου αιώνα για να περιγράψει ζωγράφους που ειδικεύονταν σε καθημερινά και συνηθισμένα θέματα. Η σημερινή χρήση του καθιερώθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.

 Φάντου (O Fado)



Οι μπεκρήδες (Os bêbados), 1907



Το εργαστήρι του καλλιτέχνη (O ateliê do artista)


 Buying votes, a 1904 postcard illustration by José Malhoa.


The portrait of Laura Sauvinet


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/




Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο/ αύριο, αύριο, αύριο λένε:
το Πάσχα του Θεού», (Ο. Ελύτης)


Πίνακας El Greco

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ -Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη· 
και από κει κινημένο αργοφυσούσε 
τόσο γλυκά στο πρόσωπο τ’ αέρι, 
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα 
«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα». 

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε· 
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες 
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε· 
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη, 
πέστε «Χριστός Ανέστη», εχθροί και φίλοι 

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες 
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι- 
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες 
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι 
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες 
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι, 
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».




Πίνακας -  mikhail nesterov


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ  - Ἀνάσταση

Να  τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλή νύχτα!
Ψηλά το κυπαρίσσι σε  καλεῖ.
- Ἔλα, δεν ἔχεις τίποτα να χάσεις
μάιδε να θυμηθεῖς και να  ξεχάσεις. 

Πατρίδα; Πουλημένη στο σφυρί!
Λεφτεριά; Με χαλκᾶδες δεν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τα ὀρφανά του! 

Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια
Δεν εἶναι τόσο μάβρα τα σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τα φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τα φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς και  τῆς φοβέρας. 

Πιο σίχαμ᾿ ἀπ᾿ το κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου και λύκοι.
Μη λες   ἀφανισμὸ το θάνατό σου,
ἀφοῦ δε ζοῦσες για τον   ἐαφτό σου. 

Ἂν ἔκανες το χρέος σου στο λαό,
σαν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιό
την πᾶσαν ἀτιμία να συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλούς θά ῾χει κ᾿ ἐσέ  μπροστάρη.

Πίνακας - Noel-coypel

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἀνάσταση


Ἡ Ἀνάσταση. Και γέμισε χαρά, 
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σαν το κρίνο. 
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τα φτερά, 
ψηλά μες στῆς αὐγῆς τα φωτερὰ
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγὼ να γίνω. 

Ἀνάσταση. Τα σήμαντρα χτυποῦν. 
Κι ὅλα τα δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὡς πέρα. 
Στον κόσμο αὐτὸ ἂς μάθουν ν᾿ ἀγαποῦν
ὅσοι το μίσος ἔσπειραν κι ἂς ποῦν 
«Χριστός Ἀνέστη ἐτούτη την ἡμέρα».


Πίνακας -piero della francesca

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἡ Λαμπρή


Νἄτην ἡ λαμπρή με τα   λουλούδια. 
κόψετε παιδιά την πασχαλιά 
κι ὅλα με χαρές και με   τραγούδια 

τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.


Σήμαντρα γλυκά βαροῦν ἀκόμα 
και μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές, 
μόσχος τα φιλιὰ στο κάθε στόμα, 

τα φιλιά τῆς ἄνοιξης δροσιές.

Πᾶμε να στρωθοῦμε στο χορτάρι 
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά. 
Και με   τῆς Ἀνάστασης τη χάρη 

φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.


Πίνακας - Rafael
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Ανάσταση


   «Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,

έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

Πίνακας -  Fra Angelico
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Η ανάσταση των φτωχών

Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
       που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.


Πίνακας - Meister von Liesborn

Ο. ΕΛΥΤΗΣ  - ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ)

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/