Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά ( 25 Απριλίου 1929 – 4 Ιουλίου 2013) , Μοναχή και Λογοτέχνιδα


 Η Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά (Πλωμάρι Λέσβου, 25 Απριλίου 1929 – Μονή Αγίου Ραφαήλ, Λέσβος, 4 Ιουλίου 2013) ήταν Ελληνίδα μοναχή και λογοτέχνιδα,.


Η Ευγενία Κλειδαρά γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου. Το κατά κόσμον όνομά της ήταν Ειρήνη. Ήταν κόρη του Φιλίππου Κλειδαρά και της Ασπασίας Μαμάκου.
Τελείωσε το Δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στην γενέτειρά της – τις υπόλοιπες στην Αθήνα, με άριστες επιδόσεις και παράλληλη μελέτη της Ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
Μετά τις σπουδές της στη Θεολογία, στράφηκε προς την Φιλολογία και ειδικότερα προς την Φιλοσοφία ουσιαστικοποιώντας έτσι την γνωριμία της με τους σπουδαιότερους στοχαστές και επιστήμονες.
Η Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά μεγάλωσε με Χριστιανικές αρχές. Κήρυξε στην Αγία Βαρβάρα Δάφνης και στην Ανάληψη Βριλλησίων και ανέπτυξε μεγάλη δράση σε έργα ευποιίας. Λίγο μετά – όταν είχε αποφασίσει να περιβληθεί το Αγγελικό Σχήμα – από το Πλωμάρι, όπου είχε επιστρέψει, πήγαινε συχνά στην Ιερά Μονή Χίου Αγία Σκέπη, κοντά στον Ιερομόναχο Κορνήλιο Μαρμαρινό – Πνευματικό Πατέρα της. Εκάρη Μοναχή από τον Μητροπολίτη Χίου Παντελεήμονα Φωστίνη, που την ανέβασε αμέσως στο παραθρόνιο της Ηγουμενίας της Αγίας Σκέπης.
Τα πρώτα χρόνια της σαν μοναχή τα έζησε στην Χίο όπου και έκανε έργο που την έκανε ιδιαιτέρως αγαπητή.
Στη Μυτιλήνη γύρισε στις 27 Μαρτίου 1964, μετά από πρόσκληση του Ιδίου του Αγίου Ραφαήλ και του Μητροπολίτου Ιακώβου Κλεομβρότου, ο οποίος της έδωσε αμέσως τον επίσημο διορισμό Ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Ραφαήλ.
Έκτοτε, το Μοναστήρι των Καρυών, το οποίο η ίδια έκτισε από το μηδέν με τα έσοδα από το συγγραφικό της έργο, ξεκινώντας από ένα αντίσκηνο, έγινε κέντρο θρησκευτικής λατρείας, με την διάδοση των βιβλίων της, με πιστούς που το επισκέπτονται απ’ όλα τα σημεία του κόσμου.
Η προσωπική κοινωνική της προσφορά ήταν απεριόριστη και πολυσήμαντη, με υποτροφίες, ενισχύσεις σχολείων, Κοινοτήτων, Δήμων, κτίσιμο Νηπιαγωγείων, εκκλησιών κ.λ.π.


Το έργο της

*Η Ηγουμένη Ευγενία είναι Κτίτωρ και του Ιερού Ναού του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου, που ευρίσκεται στο Στρατηγείο της Μυτιλήνης.
*Έκτισε εξ ολοκλήρου, με τα έσοδα από τα βιβλία της, προς τιμήν των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης περικαλλή Ιερό Ναό στο Καμερούν της Κεντρικής Αφρικής, καθώς και Σχολείο και Νοσοκομείο στην πόλη Τατσέκα.
*Η Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά με την γενναιοδωρία της έβγαλε από τα σκοτεινά υπόγεια μιας σκουπιδούπολης ασθενείς με aids, ορφανά και πεινασμένα παιδιά και τα περιέθαλψε. *Μία φορά την ημέρα έδινε ζεστό φαγητό σε 4.000 παιδάκια που γύριζαν γυμνά, άρρωστα και φοβισμένα μέσα στην ζούγκλα και μάθαιναν γράμματα στο Σχολείο.
*Επιδότησε την επισκευή Σχολείων και ανέγερση Ναών της Λέσβου. Συγκεκριμένα: Ιερό Ναό Αποστόλου Παύλου και Ιερό Ναό των Αγίων Τριών Παίδων στην Μυτιλήνη.
*Κάλυψε την δαπάνη ανεγέρσεως τριών Νηπιαγωγείων στη Μυτιλήνης, στη Θερμή και στο Πλωμάρι.
*Επιχορήγησε την δαπάνη του νέου κτιρίου Πληροφορικής του Γυμνασίου Θερμής Λέσβου, το οποίο εφοδίασε με όλα τα απαραίτητα όργανα.
*Χρηματοδότησε τη Βιβλιοθήκη του ιστορικού Πειραματικού Γυμνασίου και Λυκείου Μυτιλήνης, αφού προηγουμένως αποκατέστησε με απεντόμωση τις σχεδόν κατεστραμμένες πολύτιμες εκδόσεις.
*Δημιούργησε εντός του Πειραματικού Σχολείου Μυτιλήνης και μία ακόμη Βιβλιοθήκη, την οποία εφοδίασε η ίδια με 380 επιστημονικά βιβλία, με σύνδεση στο διαδίκτυο, καθώς επίσης και με όλα τα δικά της βιβλία.
*Ενίσχυε οικονομικά το Κατσακούλειο Ορφανοτροφείο Μυτιλήνης.
*Προικοδοτούσε άπορα κορίτσια, χορηγούσε Υποτροφίες σε μαθητές και φοιτητές.
Ενίσχυε πολύτεκνες οικογένειες και φιλανθρωπικά σωματεία με κυριότερο το Γηροκομείο Μυτιλήνης.
*Κάθε χρόνο βράβευε τους αριστούχους μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων Μυτιλήνης, Πλωμαρίου, Παμφίλων και Μόριας.
*Επιχορήγησε Λέσβιους συγγραφείς για την έκδοση βιβλίων τους.
*Η μεγαλοπρέπεια της Φιλαρμονικής του Δήμου Μυτιλήνης οφείλεται στην Ηγουμένη Ευγενία, η οποία επιχορήγησε τόσο τα όργανα όσο και τις περίλαμπρες στολές των παιδιών.


Το συγγραφικό Έργο της



Έχοντας λογοτεχνικό τάλαντο, έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μελέτες, βιογραφίες ανθρώπων της Εκκλησίας κ.π.α., τα οποία βραβεύτηκαν διεθνώς. Από το 1973 που τυπώθηκε η συλλογή ποιημάτων της “Φωτεινές Ελπίδες” συνέχισε το πνευματικό και συγγραφικό της έργο μέχρι το 2012 που τυπώθηκε το τελευταίο βιβλίο της.

Η Ηγουμένη Ευγενία έγραψε περισσότερα από 150 βιβλία. Τα 70 από αυτά αναφέρονται σε θαύματα του Αγίου Ραφαήλ. Πολλά από τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, ενώ 3 έργα της εγκρίθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση.

*Ιστορικό της Ιεράς Μονής Αγίου Ραφαήλ, μεταφράστηκε σε αγγλικά, αραβικά, γαλλικά, γερμανικά, βουλγαρικά, ιταλικά, ρουμανικά και ρωσικά
*Η οσιακή ζωή του πατρός Αμβροσίου Λεβέντη (βιογραφία)
*Πάσα πνοή
*Σε ένα βιβλίο βρήκε το Θεό η Βαλεντίνη

*Σκοτεινοί δρόμοι (διήγημα)
*Λαμπροτρίτη
*Δροσοσταλίδες (ομιλίες)
*Ηλιαχτίδες (ποιήματα)
*Φωτεινές ελπίδες (ποιήματα)
*Η Πνευματική Λέσβος (μελέτη)
*Λίγη δροσιά στο λιοπύρι της ζωής (ομιλίες)
*Θείες ακτινοβολίες (ποιήματα)
*Οι καιροί μας βοούν (διήγημα)
*Στις κουρασμένες ψυχές (μεταφράστηκε και στα αγγλικά)
*Ο Άγιος Γέροντας Σάββας Σταυροβουνιώτης
*Χριστέ, μου, στείλε το Φως Σου στη Γη, διώξε τον πόνο
*Ψυχικές αναγεννήσεις (3 τόμοι) (μετάφραση και στα αγγλικά)
*Ποιήματα πόνου και αγάπης
*Η εποχή μας (θεατρικό έργο)
*Ο σύγχρονος άνθρωπος (διασκευή σε θεατρικό έργο)
*Αιωνιότητα (ποιήματα)
*Σώσε Κύριε τον κόσμο σου (ποιήματα)
*Επίπονη πνευματική πορεία
*Η Αγία Μαγδαληνή
*Κλίμακα των αρετών (μεταφράστηκε και στα ρουμανικά)
*Έχεις αθάνατη ψυχή (μεταφράστηκε και στα αγγλικά)
*Φτερουγίσματα σε όμορφους κόσμους (μεταφρασμένα και στην αγγλική) (ποιήματα)

Βραβεύσεις

Η Ηγουμένη Ευγενία είχε τιμηθεί με πολλά μετάλλια, παράσημα και διακρίσεις. Μεταξύ άλλων, τιμήθηκε με:
Μετάλλιο Πνευματικής Αξίας Α΄ Τάξεως μετά Διπλώματος της Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών
Διδακτορικό δίπλωμα της Ακαδημίας Φελγκέιρας της Πορτογαλίας
Αριστείο Ορφικής Λύρας
Έμβλημα Ανωτάτης Σχολής Πολέμου (1987)
Χρυσό Μετάλλιο και Δίπλωμα του Δήμου Πλωμαρίου Λέσβου
Δίπλωμα Τιμής Συνδέσμου Πλωμαριτών Αττικής «Βενιαμίν ο Λέσβιος»
Μεγαλόσταυρος Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού
Χρυσή Πλάκα της Παγκύπριας Ένωσης Ελλήνων Θεολόγων
Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ
Βραβείο Διεθνής Γυναίκα της Χρονιάς (1993), Αμερικανικό Βιογραφικό Ινστιτούτο
Δίπλωμα Τιμής Εκπολιτιστικού Συλλόγου Ηρακλείου Κρήτης
Μετάλλιο Αξίας και Τιμής από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας
Μετάλλιο της Σχολής Ευελπίδων
Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ρουμανίας


Ποίημα - Γιατί

Γιατί, Χριστέ μου, θέλησαν Ἐσένα να σταυρώσουν;
Γιατί είσαι η Αλήθεια, το Φῶς και η Ζωή;
Εσταυρωμένε, Συ έφερες στον κόσμο την αγάπη
κι’ οι άνθρωποι τυφλώθηκαν από το Φως Σου, Λυτρωτή.

Γλυκύτατε Ιησού μου, δεν μπορώ να Σε βλέπω
επάνω στο Σταυρό, Εσένα, την Αγάπη, καρφωμένο.

Πονώ, Νυμφίε μου, πονώ αφάνταστα, Χριστέ,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτόν τίποτα να προσμένω.

Σχίζεται η καρδιά μου, Γλυκύτατε μου Εσταυρωμένε,
όταν Σε αντικρύζω Εσένα επάνω στον Σταυρό…

Σκέπτομαι, ας μην ερχόμουνα σ’ αυτόν τον κόσμο,
τέτοια εικόνα στη ζωή μου δεν θα θελα να δω.

Εσένα, Δυνατέ, τον Νομοθέτη, ως παράνομο!
Εσένα, την Ζωή των απάντων, καταδίκασαν;

Γιατί ανέστησες νεκρούς και φώτισες τυφλούς,
τους τύφλωσε το Φως Σου κι οι ψυχές σκοτείνιασαν.

Νοιώθω την ύπαρξή μου να χάνεται απ’ τον πόνο…
Γιατί Σε φθόνησαν Σωτήρα μου Αγαπημένε;

Γιατί, Χριστέ μου, φώτισες την σκοτεινιά του κόσμου
κι’ έφερες την αγάπη σ’ αυτή τη γη, Εσταυρωμένε;

Χτυπούν λυπητερά οι καμπάνες κι αγγίζει ο ήχος
κάθε ανθρώπινη καρδιά σ’ αυτή εδώ τη γη.

Γιατί; Γιατί ο Γλυκύτατος Χριστός να σταυρωθή;
«Ο φθόνος ου ζητεί το εαυτού συμφέρον», είπες Λυτρωτή.

Νόμιζαν, αν Σε δουν επάνω στο Σταυρό καρφωμένο
το Φώς το Θεικό Σου θα σβήσουν, θ’ αμαυρώσουν

όμως η λάμψη Σου αγγίζει, Χριστέ μου, τις καρδιές
κι’ όσοι Σ’ αγάπησαν τη ζωή τους θέλουν να Σου δώσουν.

Γλυκύτατε Ιησού, Μονάκριβή μου Αλήθεια,
χίλιες ζωές αν είχα σε Σένα να τις δώσω…

Σε πίστεψα, Σ’ αγάπησα, Χριστέ μου Αγαπημένε,
κάθε τι άλλο στη ζωή αδυνατώ να νιώσω.

Ας φθάσει η χάρη Σου σε τούτη εδώ τη γη,
σ‘ αυτούς τους καιρούς τους άχαρους και ζοφερούς,

λύσε τα δεσμά της αμαρτίας όλου του κόσμου,
δέξου, Χριστέ μου, αυτούς τους στοχασμούς τους ιερούς.

https://ieramoni-agiou-rafail.gr/







Γιάννης Μαγκλής (1909 - 24 Απριλίου 2006)

 

πηγή φωτογραφίας 

Ο Γιάννης Μαγκλής (1909 - 24 Απριλίου 2006) ήταν Έλληνας συγγραφέας, ο οποίος γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1909. Ο πατέρας του, άλλοτε κτηματίας στη Μικρά Ασία, ήταν υποδιευθυντής μίας ελληνοαγγλικής εταιρείας εμπορίας σφουγγαριών. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στη γενέτειρά του άρχισε να εργάζεται σε νεανική ηλικία στα σφουγγαράδικα. Από το 1926 και επί δυόμισι χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών. Δημιούργησε καλές εντυπώσεις, γι' αυτό και η εργοδότρια εταιρεία τον έστειλε εσωτερικό σε λύκειο της Χάβρης στη Γαλλία, για να συμπληρώσει τις σπουδές του. Όταν τελείωσε τις σπουδές, έγινε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος στο Παρίσι. Όντας στη γαλλική πρωτεύουσα, μελέτησε ιστορία, φιλοσοφία και λογοτεχνία. Το 1933 μετατέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αρρώστησε από φυματίωση, επειδή οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ ανθυγιεινές. Επί πολλά χρόνια ταλαιπωρήθηκε η υγεία του. Μετατέθηκε στην Αίγινα το 1937, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος έγινε πνευματικός οδηγός του. Στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Έγινε αρχικά υπεύθυνος για την περιφέρεια της Αίγινας. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Κηφισιά ως διαφωτιστής. Στον Εμφύλιο, ανέβηκε στο βουνό με τους αντάρτες. Μετά το τέλος του γύρισε στην Κάλυμνο, όπου έπιασε και πάλι δουλειά στα σφουγγαράδικα.
Το 1940 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων «Οι κολασμένοι της θάλασσας», στην Αίγινα, που του χάρισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του περιοδικού «Νεοελληνική Λογοτεχνία». Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν αυτός που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο και μάλιστα του ζήτησε να μεταφράσει στα ελληνικά το έργο του «Τόντα - Ράμπα», το οποίο ο Καζαντζάκης είχε γράψει στα γαλλικά. Στα χρόνια μετά από τον Ελληνικό Εμφύλιο ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έγραφε θεατρικά έργα και δημιουργούσε ερασιτεχνικούς θιάσους στην Κάλυμνο και στη Ρόδο. Από το 1948 και μετά αντιμετώπισε ξανά σοβαρά προβλήματα υγείας. Ταλαιπωρήθηκε επί εννιά σχεδόν χρόνια, ενώ πραγματοποίησε δύο σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό. Αλλά παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ο Μαγκλής δεν σταμάτησε να γράφει.
Κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1958 για το έργο του «Τ’ αδέλφια μου οι άνθρωποι», και το 1974 για το έργο του «Οι σημαδεμένοι», καθώς και το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το έργο του «Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί» (1956). Τα έργα του «Κολασμένοι της θάλασσας» το 1988 και «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» το 1989, του απέφεραν το χρυσό μετάλλιο σε δυο ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς θαλασσινού πεζογραφήματος. Επίσης του απονεμήθηκαν το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Καλύμνου το 1982, και το Βραβείο της Ακαδημίας Κλασσικής Ποίησης της Γαλλίας το 1983.
Ο Γιάννης Μαγκλής ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς και πιο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς της Μεταπολεμικής περιόδου. Ήταν από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς πολύ μεγάλης μερίδας του αναγνωστικού κοινού τις δεκαετίες '50, '60 και '70. Το έργο του εντάσσεται στην παράδοση της ελληνικής ρεαλιστικής Ηθογραφίας. Δέχτηκε αρκετές επιρροές από το έργο και τον Ιδεολογικό προσανατολισμό του Καζαντζάκη.Η γραφή του χαρακτηρίζεται από το απλό ύφος, την αμεσότητα στην έκφραση των συναισθημάτων, τη μοναδική αφηγηματική του ικανότητα, η δημιουργία ηρώων που είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, ένας έμμεσος διδακτισμός και το αγωνιστικό πνεύμα.
Ο Γιάννης Μαγκλής πέθανε στις 24 Απριλίου 2006, στην Κηφισιά. Τάφηκε στην Κάλυμνο

Διήγημα - Γιατί;

Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.


Σουρούπωνε και η μάχη που είχε αρχίσει σύναυγα* κόπασε πια. Λίγη ώρα πριν έπεφτε ακόμη αραιό λιανοντούφεκο. Κάποιος θερμόαιμος χτυπούσε στο πείσμα του οχτρού.
Όμως τώρα ήταν πλέρια ησυχία. Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε φίλους κι οχτρούς είχε γυρίσει πια να ξεκουραστεί. Σιχάθηκε να βλέπει τους ανθρώπους να σκοτώνονται συναμεταξύ τους κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.
Ο νέος στρατιώτης ακούμπησε απάνω στο βράχο το ντουφέκι και το κράνος, άνοιξε τα χέρια πλατιά να ξεμουδιάσει το απανωκόρμι, ανάσανε βαθιά κάνα δυο φορές και βιαστικός βάλθηκε να κατηφορίζει την πλαγιά, να φτάξει πιο γρήγορα στη ρεματιά που από χτες είχε σημάνει* μια φλεβίτσα γάργαρο, πεντακάθαρο νερό. Ήτανε δροσιά κάτω εκεί και το βρεμένο χορτάρι μύριζε όμορφα. Ο νέος στρατιώτης έσκυψε πάνω από την ξεχειλισμένη γουρνίτσα* κι ήπιε άφθονο το κρύο νεράκι. Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του.
«Αχ, τι δροσιά...», είπε. Έσκυψε πάλι, χούφτιασε το νερό και το 'χυσε στο πρόσωπο κι απάνω στο κεφάλι. Δροσίστηκε, καθαρίστηκε, μέρεψε.* Έγινε άλλος άνθρωπος. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι κοίταξε τον ουρανό και μίλησε χαρούμενα.
- Θε μου, όμορφη 'ναι η ζωή του ανθρώπου. Κάνε με το καλό να τελέψει* γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ' αδέρφια μου.
Τέλεψε το λόγο, χάιδεψε ακόμα με το χέρι, με το μάτι το δροσερό νεράκι. Σηκώθηκε να φύγει. Αξάφνου άκουσε πλάι του περπατηξιά, εκεί, από την άλλη μεριά της ανηφόρας, κι έστριψε απότομα το κεφάλι να δει.
Ένας άλλος στρατιώτης, οχτρός, κατέβαινε και τούτος ξέγνοιαστος και ξαρμάτωτος,* να πιει από τη γουρνίτσα, να δροσιστεί και, με τον τρόπο τούτο, να ευχαριστήσει το Θεό, που τον προστάτεψε και τον φύλαξε και τη μέρα τούτη.
Μα ο πρώτος στρατιώτης ξέχασε ολότελα τα όσα τώρα δα είπε αγναντεύοντας τον ήσυχο ουρανό και μονοστιγμής τράβηξε από τη μέση του το πιστόλι και το πρότεινε στον οχτρό.
Ο άλλος που ερχότανε διψασμένος από την ολοήμερη κάψα,* κι ένιωθε κιόλας να λαγαρίζει μέσα του το τρεχούμενο νεράκι και να του δροσίζει τα πυρωμένα σωθικά, τρομαγμένος τώρα μπρος στο απλωμένο πιστόλι σήκωσε μονομιάς τα χέρια και κάτι είπε στη γλώσσα του παρακλητικά, με φοβισμένη, συγκινημένη φωνή. Τάχατες ήθελε να πει:
- «Κοίταξέ με, αδερφέ μου, είμαι ολομόναχος και άοπλος. Δίψασα πολύ και ήρθα να πιω λίγο νεράκι. Λυπήσου με, είμαι αθώος, χάρισέ μου τη ζωή. Κοίταξε, είμαι νέος πολύ και ξέρεις, μια γριά μάνα που δεν έχει στον κόσμο άλλο κανένα, με καρτερά».
Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.
Ο άνθρωπος κυλίστηκε πάνω στη γης σπαράζοντας και βογκώντας.
Ο νέος στρατιώτης, νευρικός πολύ, σίμωσε το χτυπημένο και στάθηκε απάνω του κοιτώντας τον.
Ο ξένος ήτανε πεσμένος ανάσκελα. Σάλευε σπασμωδικά, κούναγε τα πόδια κι έσφιγγε τα δυο χέρια του απάνω στο στήθος.
Τα χλωμά πονεμένα χείλη κινιόντουσαν σιωπηλά. Τα ορθάνοιχτα μάτια κοιτούσαν γιομάτα απορία και φόβο το νέο στρατιώτη. Και πάνω σε όλο το πρόσωπο: μέτωπο, μάτια, χείλη, ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα.
Του νέου στρατιώτη τού φάνηκε σαν να τόνε ρωτούσε:
«Γιατί το 'κανες το κακό τούτο, αδερφέ μου άνθρωπε; Γιατί θέλησες να κριματιστείς,* να πάρεις στο λαιμό σου το αίμα ενός αθώου; Παρακάλαγα το Θεό να μ' έχει καλά και να γυρίσω γρήγορα στο χωριό, ν' αγκαλιάσω τη μανούλα μου και να της φιλήσω τα κουρασμένα ματάκια».
Κι όσο ο νέος στρατιώτης τον κοίταζε, θάρρευε ότι τα πικραμένα χείλη του πληγωμένου τού μίλαγαν, του έλεγαν τον πόνο και το παράπονό του.
«Κι ακόμα, σα να του 'λεγε, μια κοπελίτσα με περίμενε. Είχαμε κάνει όνειρα πολλά μαζί και καρτέραγε να σταματήσει ο καταραμένος πόλεμος να γυρίσω στο χωριό. Μα τώρα, αδερφέ μου, να, κοίταξε πώς με κατάντησες».
Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη.
Σιδερένιος κύκλος πέρασε γύρω από το κεφάλι του, του το 'σφιγγε και τον πόναγε. Τα μάτια καίγανε. Τον έπιασε παράξενο κακό κι άρχισε να τρέχει την ανηφόρα. Γλίστραγε, έπεφτε, πετιόταν απάνω και ξανά πάλι έτρεχε.
Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε. Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Έμεινε εκεί ασάλευτος με το κεφάλι σκυμμένο να σκέφτεται. Μα να σκεφτεί δεν μπορούσε. Χτύπαγαν τα μηνίγγια, το κεφάλι βούιζε. Αξάφνου, χωρίς καλά καλά να ξέρει τι κάνει, βάλθηκε να τρέχει πάλι την πλαγιά κατηφορίζοντας. Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να προφτάξει, να βοηθήσει το χτυπημένο.
- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.
Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.
Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ' αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.
Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του 'βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του 'σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που 'χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομάτου. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.
- Αδερφέ μου, του 'λεγε γλυκά, τρυφερά, αδερφέ μου, συχώρα με· και τα δάκρυα τρέχαν καυτά.
Η νύχτα κατέβηκε ολούθες και απλωμένο σκοτάδι τούς τύλιξε.
- Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το 'θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ' ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.
Θυμήθηκε τα λόγια που τους μάθαιναν κι έστρεψε πέρα το βλέμμα ανταριασμένο και άγριο μες στο σκοτάδι. Ύστερα τόνε συνεπήρε πάλι ο πόνος. Απαλοχάιδευε το χέρι του χτυπημένου και τα δάκρυα ξεχείλιζαν και το μούσκευαν.
Όμως ο άλλος πια δεν άκουγε· μήδ' ένιωθε. Η ψυχή του είχε πετάξει και το τυραγνισμένο κορμί άρχισε να σκεβρώνει.* Το σκοτάδι πύκνωσε πιότερο και σκέπασε τους δυο ανθρώπους: φονιά και θύμα, που στέκονταν πλάι πλάι και που ο ένας απαλοχάιδευε το χέρι του άλλου και του μουρμούριζε λόγια αγάπης και πόνου, σα να 'τανε φίλοι παλιοί, σα να 'τανε αδέρφια. Λόγια αγάπης που ο άλλος πια δεν άκουγε.

Γ. Μαγκλής, Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί,
Δωρικός






ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


Σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο καθιερώθηκε να ονομάζεται Κυριακή των Βαΐων, ή Κυριακή του Λαζάρου, ή Κυριακή Βαϊοφόρος, η προηγούμενη Κυριακή της εορτής της Ανάστασης.

Από την Κυριακή των Βαΐων αρχίζει ουσιαστικά η λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών. Κατά την ημέρα αυτή εορτάζεται η ανάμνηση της θριαμβικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου, κατά τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι τον υποδέχθηκαν κρατώντας βάια ή βάγια (κλάδους φοινίκων) και απλώνοντας στο έδαφος τα φορέματά τους ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η εορτή της ανάμνησης αυτής τελούταν μαζί με την ανάσταση του Λαζάρου που αργότερα η δεύτερη μετατέθηκε κατά μία ημέρα πριν το λεγόμενο Σάββατο του Λαζάρου.

Σήμερα η Κυριακή αυτή τόσο στην Ανατολική όσο και στη Δυτική Εκκλησία θεωρείται ως αρχή των Αγίων Παθών. Παρά το χαρμόσυνο χαρακτήρα της, αρχικά η κατάλυση ψαριών, λαδιού και κρασιού την ημέρα αυτή θεωρήθηκαν ασυμβίβαστα προς την ιερότητα της Μεγάλης Εβδομάδας και της ακολουθούμενης νηστείας,(Μεγάλη Τεσσαρακοστή), προσαρμόζοντας αυτή ανάλογα.
Η παραπάνω ανάμνηση τιμάται ιδιαίτερα με εξέχουσα υμνολογία και μεγαλοπρεπή λειτουργία στο τέλος της οποίας διανέμονται βάγια που έχουν προηγουμένως ευλογηθεί κατά την ακολουθία του όρθρου.

Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, ή φοίνικες δηλαδή 
από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά.
Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.

Η εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό
μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης
«όχλος πολύς...έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».


Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη
«επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντικά γινόνταν
«ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία.
Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά.

Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους.
Και σήμερα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια.

Τα "βαγιοχτυπήματα"


Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους.
Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια.
Τα "βαγιοχτυπήματα" σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες
και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν:
"Και του χρόνου, να μη σε πιάν' η μυίγα".



Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα "βατσάσουν" για το καλό.
Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες.
Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι.

"Μέσα βάγια και χαρές,
όξω ψύλλοι, κόριζες !"
‘Ολα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια.
Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ' αυτά "κάπνιζαν"οι γυναίκες τα παιδιά για το "κακό το μάτι".
Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά. 
Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους:
"Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ' τ' αυγό να φύγω"

Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν
μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν
στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά
εκείνη θα γινόταν "συντέκνησσα". Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και
στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες,
μαζί με ελιές.

Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους
κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την "αργινάρα", μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.
Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την "ειρεσιώνη", το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια: 

φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός.
Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου,
προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.
Αν και είναι εκόμα σαρακοστή, η εκκλησία την Κυριακή των Βαϊων
επιτρέπει το ψάρι. Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει:




"Βάγια, Βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
κι ως την άλλη Κυριακή
με το κόκκινο αυγό ! "

ΠΗΓΕΣ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 
http://www.paidika.gr/

















Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ –ΕΘΙΜΑ ,ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

The Raising of Lazarus, Caravaggio, 1609

Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους. O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.

ΚΑΛΑΝΤΑ
Τα κάλαντα του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες.
Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν “Λαζαρίνες”.

Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή.
Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.
Σε πολύ λίγες περιοχές της χώρας τραγουδιούνται σήμερα τα Λαζαριάτικα κάλαντα. Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας.
Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα
Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι
Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.
Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές.
 
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ - ΘΕΟΦΑΝΗ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ 

Με τον ορισμό λόγο να πούμε και το Λάζαρο να διηγηθούμε
Καλησπέρα σας καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα Βαϊα
Αν κοιμόσαστε να ασκωθείτε και αν κάθεστε ν' αφρικαστείτε.
Αγρικήσατε μεγάλο θαύμα, όπου έγινε δαιμόνων τραύμα.

Πήγεν ο Χριστός στη Βηθανία διότι εκεί ήταν πολύ απιστία.
Όσοι έμαθαν τον ερχομό του, όλοι τρέξανε στον ορισμό του.
Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι, όλοι Χριστιανοί Εβραίοι κι άλλοι
Καβαλίκεψε εις πώλου όνο, έτσι έμελλε τούτο το χρόνο
Και τα νήπια παιδιά Εβραίων, δια την πομπή των Ιουδαίων.
Άλλοι έκοβαν κλάδους και Βάϊα, συντηνέχοντες τα λόγια τα Άγια.

Άλλοι έλεγαν ευλογημένος ο ερχόμενος και κηρυγμένος.
Τότε ο Χριστός εμπρός κινάει και ο λαός τον ακλουθάει.
Τότε τρέξανε Μάρθα, Μαρία, γιατί ήτανε μεγάλη χρεία.
Πού είναι ο Λάζαρος, πού είν' ο αδερφός μου, πού είν' ο φίλος μου και ξάδερφός μου;

Λέγουν Λάζαρος είν' πεθαμένος, τετραήμερος στη γη θαμμένος.
Λέγει πάμετε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, «Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω».
Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη.

Πού ήσουν Λάζαρε, πού'σαι αδερφέ μου, πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;
Δώστε μου να πιω λίγο νεράκι, τι είν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Είν' τ' αχείλι μου είν' μαραμένο και από τη γη φαρμακωμένο.
Δώστε μου να πιω να σας μιλήσω και το θάνατο να λησμονήσω.

Ήμουνα βαθιά στη γη θαμμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
Τι είν' ο θάνατος που περιμένει κάθε άνθρωπο στην Οικουμένη.
Τώρα ευχόμεθα καλήν υγεία, Καλή Ανάσταση και ευτυχία.
Χρόνους Πολλούς 


Πασχαλινά κάλαντα του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ' Αγια
Ήρθε ο Χριστός απ' την Καισαρεία
Εκεί εύρισκε Μάρθα και Μαρία
-Μάρθα, που 'ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λέγε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
-Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά μα δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
Και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η γνώση είναι δύναμη.
(Φραγκίσκος Βάκων)


Young Man Reading by Candle Light - Matthias Stomer 

Η μόρφωση χωρίς σκέψη προκαλεί σύγχυση. Η σκέψη χωρίς μόρφωση παραπαίει. Κομφούκιος

 Man Reading - John Singer Sargent

Η λίγη γνώση που ενεργεί αξίζει απείρως περισσότερο από την πολλή γνώση που αδρανεί.Χαλίλ Γκιμπράν,

 Man reading by lamplight - Jeffrey Hein

Παιδεία τοις μεν νέοις σωφροσύνη, τοις δε πένησι πλούτος, τοις δε πλουσίοις κόσμος. Διογένης


 Man Reading -  Dirk Von Hoogstraten

Πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα ότι η εκπαίδευση αφορά μόνο τους νέους. Πώς είναι δυνατό, αφού τα μισά πράγματα που ξέρει κάποιος στα 20 του δεν είναι αλήθεια πια στα 40 του και τα μισά πράγματα που ξέρει στα 40 του δεν είχαν ανακαλυφθεί όταν ήταν 20; Arthur Clarke

  Pierre-Auguste-Renoir The Reader


Επιστήμη ποιητική ευδαιμονίας. Πλάτων

 Albert Ranney Chewett -  A Young Man Reading


Κάθε άνθρωπος πρέπει να ζει για να μαθαίνει και να μαθαίνει για να ζει καλά.
Mateo Aleman,  Ισπανός συγγραφέας

  Saint Jerome Writing (1606) by Caravaggio 


Να ζεις και να πεθαίνεις μέσα στα έργα του Αριστοτέλη.

Christopher Marlowe, Άγγλος θεατρικός συγγραφέας

  Johann Hamza:A Gentleman Reading in the Library


Ένας άνθρωπος παίρνει το δρόμο της γνώσης όπως ακριβώς πηγαίνει και στον πόλεμο: με πλήρη συνείδηση, γεμάτος φόβο, σεβασμό, και απόλυτη αυτοπεποίθηση. Το να βαδίζεις προς τη γνώση ή να πηγαίνεις στον πόλεμο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι σφάλμα, και όποιος το κάνει μετανιώνει για το δρόμο που ακολούθησε.
Κάρλος Καστανέντα, Περουβιανός συγγραφέας


  Rhonda Hurwitz
Έχω έξι τίμιους εργάτες.
(Μου έμαθαν όλα όσα ξέρω).
Τα ονόματά τους είναι Τι και Γιατί και Πότε
και Πώς και Πού και Ποιος.

Rudyard Kipling

Francis John Wyburd.

Όποιος δεν ξέρει και δεν ξέρει πως δεν ξέρει, είναι τρελός, απόφυγε τον.
Όποιος δεν ξέρει και ξέρει πως δεν ξέρει, είναι παιδί, μόρφωσέ το.
Όποιος ξέρει και δεν ξέρει πως ξέρει, κοιμάται, ξύπνα τον.
Όποιος ξέρει και ξέρει πως ξέρει, είναι σοφός, ακολούθησε τον.

Χαλίλ Γκιμπράν

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/














ΝΙΚΟΣ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ "Μικρές ιστορίες σαν παραμύθια"

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Μικρές ιστορίες σαν παραμύθια
του Νίκου Αργυριάδη
Λιανική τιμή: 12 ευρώ +ΦΠΑ
Σελ. 136
ISBN: 978-618-5456-34-4


Τι γυρεύει η αλεπού ο λύκος, το σαμιαμίδι, ο ποντικός, τα δέντρα, η κατσαρίδα, το αρκουδάκι στο παζάρι; Προφανώς τίποτα, είναι το μέσο για να ντύσω με ιστορίες τις εμπειρίες μου, τις σκέψεις μου, είτε με σοβαρότητα είτε με ελαφρότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος είναι πάντα ένας, αυτός της έκφρασης και της επικοινωνίας.
Όπως σε κάθε τέχνη τα πάντα ξεκινούν από ενδοσκόπηση και μετέπειτα αναβλύζουν ως σκέψεις και πεποιθήσεις.
Η ενασχόληση με τις τέχνες δεν γίνεται για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο αλλά για ν’ αλλάξουμε εμείς.
Αν τώρα καταφέρουμε να αλληλοεπιδράσουμε με άλλους, αυτό αποτελεί μια ύψιστη τιμή. Αυτό που εύχομαι δηλαδή για τους αναγνώστες αυτού του βιβλίου.
Ν.Α.


Βιογραφικό: Ο Νίκος Αργυριάδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’50. Σπούδασε στη Γαλλία απ’ όπου ξεκίνησε η συμμετοχή του ως ενεργό μέλος της ανανεωτικής αριστεράς και αργότερα ασχολήθηκε με θέματα πολιτισμού της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Άρχισε να γράφει σε νεαρή ηλικία και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 2008.
Η αγάπη του για την τέχνη τον ώθησε στο θέατρο με το οποίο ασχολείται ερασιτεχνικά τα
τελευταία δέκα χρόνια.
Τις «Μικρές ιστορίες σαν παραμύθια» εμπνεύστηκε από αφηγήσεις των προγόνων του, καθώς και μια ανάγκη μεταφοράς σε αλλιώτικους κόσμους όπου τα πάντα είναι δυνατά.

Εκδόσεις Φίλντισι
Ξανθίππου 123, Παπάγου
Τηλ.: 210 6540170
www.filntisi.gr info@filntisi.gr







ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΤΖΟΥΝΗΣ "Το βιός μου"



Μέσ’το παλτό μου όλο το βιός μου
τρία τσιγάρα και ο άδειος εαυτός μου
Μπεκρής γυρίζω και συνηθίζω
μέσα στα μάτια την ψευτιά να φυλακίζω

Οταν κρυώνω δεν μετανοιώνω
που ξαπλώνω το κορμί μου στα παγκάκια
Δεν ζητιανεύω μόνο αλητεύω
με τα παιδιά των φαναριών περνώ τα βράδια

Μιλάω με ξένους, νέους και γέρους
που‘χουν σκορπίσει τη ζωή τους στους ανέμους
Μέσα στο πλήθος η αγάπη μύθος
νοιώθω να έχει γίνει ένα με το μίσος

Οταν κρυώνω δεν μετανοιώνω
που ξαπλώνω το κορμί μου στα παγκάκια
Δεν ζητιανεύω μόνο αλητεύω
με τα παιδιά των φαναριών περνώ τα βράδια

Ξενύχτησα σ’ακρογιαλιές
στου κόσμου τις υπερβολές, τις αμαρτίες
κι έδινα το χέρι σε όποιον ζητούσε

Μέθυσα για άδικες στιγμές
κρύφτηκα απ’τους υποκριτές, τις κολακείες
δεν με ένοιαζε η ζωή αν με πονούσε