ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ ( 15 Ιουνίου 1942 - 5 Οκτωβρίου 2016 )

 

Ο Aντώνης Σουρούνης (15 Ιουνίου 1942 - 5 Οκτωβρίου 2016) ήταν βραβευμένος Έλληνας πεζογράφος, γνωστός για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του με θέμα την ζωή των «γκασταρμπάιτερ». Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.
Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη. To 1960, με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του. Σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Στη συνέχεια εργάστηκε σε ποικίλα επαγγέλματα: από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Έζησε στην Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοπορίζεται ως συγγραφέας.
Εμφανίζεται στα γράμματα το 1969 με το έργο του Ένα αγόρι γελάει και κλαίει. Η «αυθόρμητη πρόζα» που θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος αφηγηματικός τρόπος του Σουρούνη, αρχίζει να αναδεικνύεται από το επόμενο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Οι Συμπαίχτες που εκδίδεται το 1977. Οι ιστορίες του βασίζονται στα βιώματα του συγγραφέα, σε αυτοαναφορικά γεγονότα, ενώ ο ίδιος ως παρατηρητής μετουσιώνει σε λογοτεχνία και σε ανθρώπινη φιγούρα το βιωματικό του υλικό. Στο έργο του διαγράφονται πρωτότυποι και αληθινοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες, μετανάστες στην πλειονότητά τους -ανάμεσά τους και ο συγγραφέας ως πρωταγωνιστής μέσα από τα εναλλακτικά του πρόσωπα.
Στο έργο του Σουρούνη μπορούμε να διακρίνουμε δυο περιόδους: στα πρώτα του βιβλία η δράση τοποθετείται στην Γερμανία και οι ήρωες είναι συνήθως μετανάστες, άτομα λαϊκά που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής. Είτε οι ήρωες εμφανίζονται ως λούμπεν φιγούρες της νύχτας είτε ως βιομηχανικοί εργάτες, η πρώτη ύλη των διηγημάτων και συγχρόνως ο άξονας γύρω από τον οποίον στρέφεται η θεματογραφία των πρώτων έργων είναι πάντα η ζωή του γκάσταρμπάιτερ.
Ο Σ. Τσακνιάς προχωρά, ωστόσο, εδώ σε μια σημαντική παρατήρηση: «Ήρωάς του, κατά κανόνα, δεν είναι ο απελπισμένος μετανάστης που τσακίζει τα κόκαλά του σε μια παρακατιανή δουλεία, για ένα χαμηλό μεροκάματο [...].Οι ήρωές του αποφεύγουν μεθοδικά και συστηματικά την «έντιμον εργασίαν» και σκαρφίζονται όλων των ειδών τα κόλπα, τις κατεργαριές και τις κομπίνες ώστε να ζήσουν όσο το δυνατό πιο παρασιτικά και να κατακτήσουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα την περίοπτη θέση που στήνει εμπρός στα σκοτεινά μάτια τους τό απαστράπτον καταναλωτικό πρότυπο. [...] Προς τούτοις, μοναδικός εξοπλισμός τους φαίνεται να είναι η θητεία τους στη νεοελληνική προβληματική για το πως θα «πιάσουμε την καλή» και ο ευμεγέθης και ακαταπόνητος μεσογειακός τους φαλλός για τον οποίον είναι, η, φαντάζονται πως είναι, υπερήφανοι. [...] Αυτή η αναγωγή του φαλλού σε υπέρτατη αξία, είναι μια εύστοχη καλλιτεχνική επινόηση, ένα επιδέξιο συγγραφικό τέχνασμα, μέσω του οποίου ο Σουρούνης αποκαλύπτει με τρόπο πλάγιο και υπαινικτικό, ύπουλο θα έλεγα, καταστάσεις που ενώ είναι αυτόχρημα δραματικές, αν περιγράφονταν στα διηγήματά του αναλυτικά θα ήταν απλώς πληκτικές. Αυτό που δεν λέγεται, αλλά οπωσδήποτε νοείται ή συνάγεται, τοποθετημένο στην περιοχή της σιωπής, που είναι η άλλη όψη της αφήγησης, φορτίζει τα λεγόμενα με μια υπόγεια δραματική συγκίνηση.

Η μαεστρία του Σουρούνη εντοπίζεται ακριβώς εκεί που η κυνική και σκαμπρόζικη ματιά του συγγραφέα και η επισταμένη κοινωνική του παρατήρηση τέμνονται με το ενδιαφέρον του για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης των ηρώων του.
Διατηρώντας πάντοτε την αυτοαναφορικότητα και το βίωμα ως πυρήνα της μυθοπλαστικής τους σύνθεσης, τα έργα του Σουρούνη από το 1990 κι έπειτα, έχουν ως χώρο τους την Ελλάδα και ως ήρωα τον, επαναπατρισμένο πια, μετανάστη.
Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο "Ο χορός των ρόδων". Το 2006 απέσπασε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Το μονοπάτι στη θάλασσα.

Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα.
Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα ‘δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα.
Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω.
Τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο.
Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε.
Για να το δει κανείς έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου΄ αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαϊ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα.
Κλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις.
Το μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένους τους είχε κλέψει την καρδιά.
Τα σπίτια δεν είχαν κλειδιαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από μόνος του, έπρεπε να πας εσύ να ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις το μουσαφίρη.
Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά, που στέλναν εμένα να τους τα φέρω.
Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και λίγα. Το άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, «στενόμυαλος είσαι», «μικρό μυαλό έχεις», «τα μυαλά σου είναι λίγα». Μου το λέγανε κι εμένα που ήμουν και μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.
Όμως οι πιο πολλοί ήταν πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου στην τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουντζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σε όλα.
Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα δεν ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.
Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι.
Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθύρων, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων.
Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δύο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν.
Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στο μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε, κι αυτό όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι.
Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.
Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα.
Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν.
Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, «Εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς».
Ένα πράμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί.
Καλύτερα να πέθαινες. Δε σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρομίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.
 Το μονοπάτι στη θάλασσα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 17-19.



Ο χορός των ρόδων 

Στο τραπέζι πέντε δεν πλησίασε κανείς από τους λιγοστούς παίκτες που μπήκανε μαζί με τον Νούση. Όλοι τους συγκεντρώθηκαν γύρω από τα δύο τραπέζια που άνοιγαν με το μικρότερο ποντάρισμα. Αυτό γινόταν συνήθως, ωστόσο το πέντε άνοιγε κάθε μέρα από την ώρα που άνοιγε το καζίνο μήπως και ερχόταν κανενού η ιδέα να ακουμπήσει όσο το ταχύτερο τις αποταμιεύσεις του και να φύγει. Οι τέσσερις γκρουπιέρηδες κάθονταν ολόγυρα μαυροφορεμένοι με όρθια τα ραβδιά τους, σαν νεκροπομποί που τιμούσαν έναν νεκρό άγνωστο και για αυτό αδιάφορο σε όλους τους άλλους.
Ο Νούσης ήταν ο μόνος που βάδισε προς το τραπέζι και οι τέσσερις σχολίασαν τον ερχομό του με χαμόγελα και υπονοούμενα.
Τώρα μάλιστα!…
Να παραγγείλουμε καινούριο ταμείο, σεφ;
Γελούσαν και ανακάθονταν στις καρέκλες τους. Ετοιμάζονταν για τον αγώνα και ένιωθαν δυνατοί, επειδή ήταν δυνατοί. Είχαν τα πάντα στα χέρια τους και πολύ περισσότερα από τα πάντα μέσα στα χρηματοκιβώτιά τους. Οι ίδιοι είχαν κάνει τους νόμους και τους κανόνες και έπαιζες σύμφωνα με το πώς τους βόλευε. Πάλευες μόνος εναντίον τεσσάρων κι όταν οι τέσσερις αυτοί κουράζονταν, αποσύρονταν για να έρθουν άλλοι τέσσερις ξεκούραστοι και φρέσκοι. Και εκτός από αυτά όλα, υπήρχε και μια μπίλια τρελή και παλαβή που έτρεχε πάνω από τριάντα έξι νούμερα κι ένα ζερό, μεταξύ των οποίων και το δικό σου νούμερο, κι αυτό ήταν όλο κι όλο που κατείχες εσύ. Αυτό και μια ελπίδα. Χάνοντας την ελπίδα, τα έχανες όλα. Η καταστροφή ξεκινούσε πάντα από το κεφάλι σου, όπου κάποια στιγμή γινόταν μια μεγάλη έκρηξη. Αμέσως μετά ένιωθες τα πόδια σου βαριά και ασήκωτα και σε λίγο το κορμί σου χοντρό και πλαδαρό σαν ξένο. Το στόμα σου στέγνωνε, οι οδοντοστοιχίες σου σφράγιζαν και τα χείλη σου αρνιούνταν να σχηματίσουν τις λίγες απαραίτητες λέξεις. Η διαρροή είχε ήδη αρχίσει, ο αφανισμός σε κατέβαλλε πατόκορφα και η χασούρα είχε εισχωρήσει βαθιά στις τσέπες σου και μέσα σου. Καταλάβαινες αμυδρά ότι εξαιτίας αυτών των καταραμένων κοκάλινων αντικειμένων βρέθηκες σε αυτή τη δεινή θέση και ευχόσουν να λυτρωθείς επιτέλους από αυτά και να πας σπίτι σου να ησυχάσεις. Ο Νούσης είχε πείρα στην καταστροφή όση και όλοι εδώ μέσα, με μόνη διαφορά ότι εκείνος είχε ανακαλύψει την αρχή και το τέλος της.
Ο χορός των ρόδων Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995











Τριστάν Τζαρά - Tristan Tzara ( 16 Απριλίου 1896 - 25 Δεκεμβρίου 1963 )

 


Ο Τριστάν Τζαρά (Tristan Tzara, πραγματικό όνομα Sami Rosenstock, Moineşti, 16 Απριλίου 1896 - Παρίσι, 25 Δεκεμβρίου 1963) ήταν Ρουμάνος/Γάλλος ποιητής, ιδρυτής του κινήματος του Ντανταϊσμού *ενός ρεύματος με κύριο στόχο την αισθητική πρόκληση και την αποδόμηση της γλώσσας.
Ο Τζαρά γεννήθηκε στη Ρουμανία σε μiα εβραϊκή oικoγένεια αλλά έζησε και έδρασε κυρίως στο Παρίσι. Στα τέλη του 1929 εγκατέλειψε τον Ντανταϊσμό και μεταπήδησε στην ομάδα των υπερρεαλιστών. Προσπάθεια του ήταν να συνενώσει τον υπερρεαλισμό με τον Μαρξισμό.
Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου έλαβε μέρος στην Γαλλική αντίσταση ενώ το 1947 προσχώρησε και στο Κομμουνιστικό κόμμα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1963.
Εργογραφία
Τα Μανιφέστα του Ντανταϊσμού
L' Homme Approximatif (1931)
Parleur Seul (1950)
Vingt-cinq Poemes (25 Ποιήματα)

*Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, κυρίως τον σουρεαλισμό, που ουσιαστικά ήταν η μετεξέλιξή του.
https://el.wikipedia.org/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

 Robert Delaunay's portrait of Tzara, 1923
Ο Θάνατος του Γκυγιώμ Απολλιναίρ

Ξέρουμε το τίποτα
Ξέρουμε το τίποτα της οδύνης
Η όξινη εποχή των παγετών
Οργώνει βαθιά χαντάκια στους μυς μας
Θα προτιμούσε ν’ απολάμβανε της νίκης την ευφροσύνη
Eμείς οι σοφοί καθώς γαλήνια τα πένθη στα κλουβιά σφαλιστήκαν
Ανίκανοι τ’ ο,τιδήποτε να κάνουμε
Αν χιονίσει προς τα πάνω
Αν το ρόδο του ήλιου ανάμεσά μας σταθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας
Για να μας ζεστάνει
Κι αν τα δέντρα κρεμάσουν εκεί μέσα σε μια γιρλάντα
-Το μοναδικό μας δάκρυ-
Aν τα πουλιά ανάμεσα μας βρισκόντουσαν ενω καθρεφτιζόμασταν
Στα γαλήνια νερά της λίμνης που πάνω απ’ τα κεφάλια μας στάθηκε
ΙΣΩΣ ΚΑΙ Ν’ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΑΝ
Πως ο θάνατος θα μπορούσε να ήταν ένα μακρύ κι ωραίο ταξίδι
Και μι’ ατέλειωτη άδεια διακοπών για την σάρκα την υφή το κόκκαλο
Απόδοση Θ.Δ.Τυπάλδος
❃❃❃❃
Η Dada  - Ανασκόπηση

πέντε νέγρες σ’ ένα αμάξι
ανατινάχθηκαν ακολουθώντας τις πέντε κατευθύνσεις των δαχτύλων μου
όταν κάποιες φορές το χέρι μου στο στήθος μου τοποθετώ για να προσευχηθώ στον θεό
υπάρχει εκεί ένα υγρασίας φως ενός ηλικιωμένου φεγγαριού πουλιά στο κεφάλι μου ολόγυρα
το πράσινο των αγίων φωτοστέφανο έχει αρθεί από ψυχικές δραπετεύσεις
τραλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλαλα
τώρα θα δείτε την έκρηξη μέσ’ στα κοχύλια

κάπου υπάρχει ένας νέος άνδρας που τους πνεύμονές του τρώει
και τόσο έξοχα έκλασε ώστε το σπίτι του έγινε μεσάνυχτα
σα τον γυρισμό των πουλιών που στα ποιήματα του τραγουδούσε
και ο θάνατος αντινάζεται από κανόνια σταματώντας την συζήτηση των γυπών
το πολύ μεγάλο ιστιοφόρο άνοιξε το βιβλίο του σαν ένας άγγελος μολαταύτα
τ’ ανοιξιάτικα φύλλα σου έχουν κολλήσει μια κομψή σελίδα τυπογραφείου
zoumbai zoumbai zoumbai di
έχω ασχοληθεί μ’ όλα τα καλά κι όλα τα κακά αχ την χαρά του στρατηγού
κάθε σάβανο είναι ο κύριος μας και στον κάθε μας κύριο

υπάρχει η δική μου καρδιά
η δική μου καρδιά που της έχω δώσει ένα φιλοδώρημα χεεχεε
Απόδοση Θ.Δ.Τυπάλδος

ΠΩΣ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΝΤΑΝΤΑΪΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάρτε μια εφημερίδα.

Πάρτε ένα ψαλίδι.

Διαλέξτε από την εφημερίδα ένα άρθρο στο μέγεθος του ποιήματος που θέλετε να κάνετε.

Κόψτε με το ψαλίδι το άρθρο.

Κατόπιν κόψτε προσεχτικά τις λέξεις που αποτελούν το άρθρο και βάλτε τις μέσα σε μια τσάντα.

Ταρακουνήστε μαλακά την τσάντα.

Κατόπιν αρχίστε να βγάζετε από την τσάντα τη μια λέξη μετά την άλλη.

Αντιγράψτε τις ευσυνείδητα με τη σειρά που βγήκαν από την τσάντα.

Το ποίημα θα σας μοιάζει.

Και να που γίνατε ένας άπειρα πρωτότυπος συγγραφέας με μια χαριτωμένη ευαισθησία, έστω κι αν δεν σας καταλαβαίνει το κοπάδι.

•Παράδειγμα:

«Όταν τα σκυλιά διασχίζουν τον αέρα μέσα σ’ ένα διαμάντι σαν ιδέες και το συμπλήρωμα του μηνιγγιού δείχνει την ώρα του προγράμματος του ξυπνητηριού» (ο τίτλος είναι δικός μου).

οι τιμές είναι χθες κατάλληλες κατόπιν πίνακας / εκτιμούμε την εποχή του ονείρου των ματιών / πομπωδώς να απαγγέλλει τα ευαγγέλια είδος που πέφτει σε αφάνεια / ομάδα της αποθέωσης φανταστείτε είπε το μοιραίο εξουσία των χρωμάτων / γλυπτό φτερουγίζει την πραγματικότητα μια μαγεία / θεατής όλες οι προσπάθειές του όχι άλλο πια 10 με 12 / κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης ανεμοθύελλα κατέρχεται η πίεση / καταστώντας τους πολλούς μια γραμμή σάρκας πάνω σε μια τερατώδη συντριπτική σκηνή / να γιορτάσει αλλά οι 160 οπαδοί μέσα σε βήματα που τυποποιήθηκαν από την μαργαρίνη.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Τσάρλι Τσάπλιν ( 16 Απριλίου 1889− 25 Δεκεμβρίου 1977 )

Ο σερ Τσαρλς Σπένσερ "Τσάρλι" Τσάπλιν (αγγλικά: Charles Spencer "Charlie" Chaplin, 16 Απριλίου 1889− 25 Δεκεμβρίου 1977), γνωστός στην Ελλάδα και με το προσωνύμιο «Σαρλό», ήταν Άγγλος ηθοποιός, σκηνοθέτης και συνθέτης, του οποίου η φήμη ανήλθε κατά τη διάρκεια της εποχής του βουβού κινηματογράφου. Μεγαλούργησε στις πρώτες δεκαετίες του Χόλυγουντ. Είναι χρονικά η πρώτη παγκόσμια αναγνωρίσιμη φιγούρα της κινηματογραφικής τέχνης, κυρίως μέσω του χαρακτήρα «Σαρλό» που ενσάρκωνε στις πρώτες ταινίες του.
Από το 1912 ώς το 1918 αξιοποίησε το ταλέντο του σε πολλές μικρές κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου, δημιουργώντας τον τύπο του Σαρλό. Ο ίδιος όχι μόνο πρωταγωνιστούσε, αλλά ήταν επίσης ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και συνθέτης της Μουσικής των ταινιών του. Η παγκόσμια καταξίωση ήρθε μέσα από τις μεγάλου μήκους ταινίες του, όπως οι Μοντέρνοι Καιροί, Ο Μεγάλος Δικτάτωρ, Τα φώτα της πόλης, Ο κύριος Βερντού και άλλες, που τον κατέταξαν ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της έβδομης τέχνης.
Το 1952, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου και της Μαύρης Λίστας, έπεσε σε δυσμένεια λόγω των αριστερών πολιτικών φρονημάτων του. Ενώ ταξίδευε προς το Λονδίνο, έμαθε την απόφαση του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης να άρει τη βίζα του και επομένως το δικαίωμα επιστροφής. Μετά από αυτό το γεγονός παρέμεινε οριστικά στην Ευρώπη, και πιο συγκεκριμένα στο Βεβέ της Ελβετίας, όπου πέθανε στις 25 Δεκεμβρίου 1977. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε στην Αμερική μόνο μια φορά, το 1972, προκειμένου να παραλάβει το ειδικό Τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη, κερδίζοντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα της ιστορίας των βραβείων. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει δέκατο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Ο Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο. Οι γονείς του, Τσαρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ, ήταν καλλιτέχνες του μιούζικ χολ. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός και ένα χρόνο μετά τη γέννηση του Τσάρλι εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, τον Τσάρλι και τον μεγαλύτερο αδερφό του, Σίντνεϊ, που είχε γεννηθεί εκτός γάμου. Λίγο αργότερα η Χάνα εμφάνισε προβλήματα υγείας, εγκατέλειψε την καριέρα της και άρχισε να δουλεύει ως ράφτρα. Καθώς δεν είχε αρκετά χρήματα και ο πρώην σύζυγός της σπάνια τους βοηθούσε οικονομικά, αναγκάστηκε να ζήσει με τα παιδιά της σε διάφορα διαμερίσματα υπό άθλιες συνθήκες. Το 1895 μπήκε σε άσυλο φτωχών στο Λάμπεθ και τα δύο παιδιά της μεταφέρθηκαν σε ένα σχολείο για ορφανά και εγκατελελειμμένα παιδιά από το οποίο είχαν τις χειρότερες αναμνήσεις. Τρία χρόνια αργότερα, και αφού η μητέρα τους μπήκε σε άσυλο φρενοβλαβών στο Κέιν Χιλ, ο πατέρας τους ανέλαβε με δικαστική απόφαση την επιμέλειά τους. Η ζωή όμως του Τσαρλς και του Σίντνεϊ δεν άλλαξε ουσιαστικά αφού ο πατέρας τους συνέχιζε να πίνει και οι δύο τους μεγάλωναν με την ερωμένη του πατέρα τους που ήταν επίσης αλκοολική. Αργότερα έζησαν ξανά για ένα διάστημα με τη μητέρα τους, που βγήκε προσωρινά από το άσυλο, ενώ ο Τσαρλς Τσάπλιν σένιορ πέθανε σε ηλικία 37 ετών από το αλκοόλ και διάφορες ασθένειες. Τον Μάιο του 1903 η Χάνα ξαναμπήκε στο άσυλο και ο μικρός Τσάρλι εγκαταστάθηκε με τον αδερφό του σε ένα διαμέρισμα.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν βγήκε για πρώτη φορά στη σκηνή στην ηλικία των πέντε ετών, όταν ακόμα η μητέρα του δεν είχε εγκαταλείψει την καριέρα της, για να την αντικαταστήσει ένα βράδυ που ήταν άρρωστη, εκτελώντας με κωμικό τρόπο ένα τραγούδι-σουξέ μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων. Αργότερα, με μεσολάβηση του πατέρα του, έγινε μέλος του παιδικού θιάσου Οι οκτώ λεβέντες του Λανκασάιρ με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα. Τον Ιούλιο του 1903 ο Τσάρλι έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στην παράσταση Τζιμ, το μυθιστόρημα ενός Λονδρέζου, στην οποία υποδυόταν ένα χαμίνι στους δρόμους του Λονδίνου. Στη συνέχεια έπαιξε στην αστυνομική κωμωδία Σέρλοκ Χολμς που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Το Σεπτέμβριο του 1905 ο θίασος έφυγε για τουρνέ στις Η.Π.Α. χωρίς όμως τον Τσάρλι. Τον Ιούλιο του 1906 ο Σίντνεϊ προσλήφθηκε από τον διάσημο θιασάρχη του μιούζικ χολ Φρεντ Κάρνο και ο Τσάρλι στο θίασο Casey's Court Circus. Δύο χρόνια αργότερα ο Τσάρλι προσλήφθηκε και αυτός στο θίασο του Κάρνο και έκανε τον μεθύστακα σε μια παράσταση παντομίμας, στο Mumming Birds. To φθινόπωρο του 1910 ο Τσάρλι ταξίδεψε με τον θίασο στην Αμερική, στα τέλη της επόμενης χρονιάς επέστρεψε στην Αγγλία και αφού μετέφερε την μητέρα του σε καλύτερο ίδρυμα, ξαναέφυγε με τον ίδιο θίασο για την Αμερική, όπου παρέμεινε πολλά χρόνια
,
Έναρξη κινηματογραφικής καριέρας του Τσάπλιν

Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Κιστόουν του Μακ Σένετ, που εκείνη την εποχή είχε διάσημους κωμικούς (τον Φορντ Στέρλινγκ, τον Φατι-Ρόσκο Άρμπακλ, τη Μέιμπελ Νόρμαντ κ.ά.), με αμοιβή 150 δολάρια την εβδομάδα και τον Ιανουάριο του 1914 έπαιξε στην ταινία Για να κερδίσει το ψωμί του στην οποία υποδύθηκε έναν απατεώνα με κοστούμι λόρδου. Στην Κιστόουνγύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους στις οποίες ήταν κυρίως ο παραβάτης των κανόνων, έτοιμος πάντα για καυγά και υπέρ του δέοντος ερωτύλος. Στις ταινίες αυτές ο Τσάπλιν άρχισε να διαμορφώνει τη φιγούρα του Σαρλό με το στενό σακάκι, το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστάκι, το βάδισμα του πιγκουίνου κ.ά. Στην ίδια εταιρία για πρώτη φορά δοκίμασε την τύχη του στη σκηνοθεσία στην ταινία Πιασμένος σε καμπαρέ.



Από την Κιστόουν στην Εσανέι και την Μιούτσουαλ

Στις αρχές του 1915 ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Εσανέι με μισθό 1.250 δολάρια την εβδομάδα, πριμ 10.000 δολάρια και κατοχύρωση της πλήρους καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Στην εταιρία αυτή γύρισε 15 ταινίες μεταξύ των οποίων Ο αλήτης, με την οποία καθιέρωσε τη φιγούρα του περιπλανώμενου ανέργου. Στον Αλήτη εμφανίζεται για πρώτη φορά και ένα ακόμη στοιχείο που θα επαναληφθεί και σε άλλες ταινίες του Τσάπλιν: ο ήρωας παρεξηγεί τη φιλία της "αγαπημένης" του, πιστεύοντας πως είναι ερωτευμένη μαζί του, για να εξαφανιστεί διακριτικά στο τέλος, όταν εμφανίζεται αυτός που εκείνη πραγματικά αγαπά. Στις ταινίες στην Εσανέι παρτενέρ του ήταν η Έντνα Περβάιανς, πρώτη μούσα και ερωμένη του Τσάπλιν.
Το Φεβρουάριο του 1916 ο Τσάρλι Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Μιούτσουαλ για 12 ταινίες με αμοιβή 10.000 την εβδομάδα και πριμ 150.000 δολάρια. Στην Μιούτσουαλ, όπου παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1917, γύρισε μεταξύ άλλων τις ταινίες Ο μετανάστης, Ο ενεχυροδανειστής, Ο τυχοδιώκτης, Το πατινάζ, Η θεραπεία, Ήσυχος δρόμος κ.ά. Στις ταινίες αυτές, που τις χαρακτηρίζουν οι τρελές καταδιώξεις μέσα σε περιορισμένο χώρο, τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας, τις χορευτικές του ικανότητες και τα διάφορα γκαγκ. Κυρίως όμως οι ταινίες του δεν περιορίζονται πλέον στο κωμικό στοιχείο, αλλά επιπλέον σχολιάζουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα, όπως π.χ. ο Μετανάστης στην οποία ο Τσάπλιν έθιξε το θέμα των μεταναστών που ταξίδευαν υπό άθλιες συνθήκες.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον Μαχάτμα Γκάντι το 1931


Η ώριμη περίοδος

Τον Ιούνιο του 1917 ο Τσάπλιν υπέγραψε με τη Φερστ Νάσιοναλ συμβόλαιο 1.000.000 δολαρίων. Η συνεργασία με αυτή την εταιρία ξεκίνησε με την ταινία Σκυλίσια ζωή και ακολούθησαν Ο Σαρλό στρατιώτης, η Μέρα πληρωμής και ο Προσκυνητής.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν
και ο Τζάκι Κόγκαν
στην ταινία "Το Χαμίνι" το 1921
Τον Αύγουστο του 1920 ο Τσάπλιν ολοκλήρωσε το Χαμίνι, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που στοίχισε 300.000 δολάρια και μολονότι δεν προσέλκυσε αρχικά το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, είχε μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην ταινία, που συνδυάζει τη σάτιρα με το τραγικό στοιχείο, είναι έντονες οι μνήμες από τη δύσκολη παιδική ηλικία του Τσάπλιν. Το 1925 γύρισε τον Χρυσοθήρα, ταινία που συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, που κόστισε 650.000 και απέφερε περισσότερα από 5.000.000 δολάρια. Και εδώ συνυπάρχει το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, αλλά και η σουρεαλιστική τρέλα και η περιπέτεια. Ο Τσάπλιν ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας με πρωταγωνίστρια την ανήλικη ηθοποιό Λολίτα ΜακΜάρεϊ, όμως τελικά την αντικατέστησε με την Τζόρτζια Χέιλαν και αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει μεγάλο μέρος από τις σκηνές της ταινίας. Τρία χρόνια αργότερα ακολούθησε το Τσίρκο, στο οποίο ο ήρωας αποτυγχάνει ως επαγγελματίας κλόουν μπροστά στους θεατές, αλλά προκαλεί το γέλιο ως Σαρλό, στην καθημερινή του ζωή. Το Τσίρκο συνέπεσε με την προβολή της πρώτης ταινίας με ήχο (Τραγουδιστής της τζαζ) και ο Τσάπλιν, αν και είχε δηλώσει ότι σιχαίνεται τις ομιλούσες ταινίες καθώς εξαφανίζουν την μεγάλη ομορφιά της σιωπής, επένδυσε μουσικά (συνέθεσε ο ίδιος την μουσική) και έκανε επιλεκτική χρήση των ήχων στην επόμενη ταινία του (Τα φώτα της πόλης-1931). Το 1936 γύρισε τους Μοντέρνους καιρούς, την ταινία στην οποία εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως Σαρλό με συμπρωταγωνίστρια την Πολέτ Γκοντάρ.

Η πρώτη μη βωβή ταινία, Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (1940), ήταν μια περιφρόνηση εναντίον του Ναζισμού. Γυρίστηκε και κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα χρόνο πριν την εμπλοκή της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τσάπλιν υποδυόταν το ρόλο του Άντενοϊντ Χίνκελ (Adenoid Hynkel), δικτάτορα της Τομανίας, χαρακτήρα βασισμένο στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος ήταν μικρότερος από τον Τσάπλιν μόνο 4 ημέρες. Στην ταινία επίσης συμμετείχε και ο Τζακ Όουκι στο ρόλο του Μπενζίνο Ναπαλόνι (Benzino Napaloni), δικτάτορα της Βακτηρίας, σατιρίζοντας τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι.

Η Πολέτ Γκοντάρ συνεργάστηκε ξανά με τον Τσάπλιν, υποδυόμενη μια γυναίκα σε γκέτο. Η ταινία εκλήφθηκε ως μια πράξη θάρρους και ανδρείας στο πολιτικό περιβάλλον της τότε εποχής, κυρίως για τον εξευτελισμό του Ναζισμού και για την απεικόνιση των Εβραϊκών χαρακτήρων και της δίωξής τους. Εκτός από τον Χίνκελ, ο Τσάπλιν έπαιξε επίσης το ρόλο ενός Εβραίου κουρέα, ο οποίος διώκεται από το καθεστώς, ενώ παράλληλα έχει εκπληκτική ομοιότητα με τον Χίνκελ. Ουσιαστικά, ο ρόλος του κουρέα απεικόνιζε τον χαρακτήρα του "Αλήτη".

Ο Τσάπλιν στην ταινία "Ο Μεγάλος Δικτάτωρ" το 1940

Στο τέλος, οι δύο χαρακτήρες που υποδύεται ο Τσάπλιν, μέσα από μια σύνθετη πλοκή ανταλλάζουν θέσεις, και ο κουρέας αποβάλλει την κωμική περσόνα για να βγάλει, απευθυνόμενος στον θεατή, έναν εξαιρετικό λόγο στον οποίο καταγγέλλει τη δικτατορία, την απληστία, το μίσος και τη μισαλλοδοξία, εξαίροντας την ελευθερία και την ανθρώπινη αδελφοσύνη. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερου A΄ Ανδρικού Ρόλου.

Το 1947, μέσα σε ένα έντονα αρνητικό κλίμα για τον ίδιο, και ενώ διάφοροι συντηρητικοί πολιτικοί ζητούσαν την απέλασή του, γύρισε την ταινία Ο Κύριος Βερντού. Αν και την υπόθεση της ταινίας ο Τσάπλιν την εμπνεύστηκε από τον Λαντρί, έναν Γάλλο δολοφόνο πλούσιων κυριών, ήταν φανερό ότι η ταινία στόχευε σε αρνητικές πλευρές της αμερικανικής κοινωνίας. Ιδιοκτήτες κινηματογραφικών αιθουσών δέχτηκαν πιέσεις για να μην προβάλλουν την ταινία η οποία τελικά είχε παταγώδη εμπορική αποτυχία. Αντίθετα, η ταινία Τα Φώτα της ράμπας, μια ταινία πάνω στα γηρατειά και τον θάνατο, που ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, εκτός όμως Αμερικής, όπου και πάλι πολλοί αιθουσάρχες δεν πρόβαλλαν την ταινία.



Ο Μεγάλος Δικτάτωρ 


Το Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (πρωτότυπος τίτλος: The Great Dictator) είναι αμερικανική πολιτική κωμική ταινία του 1940, σε σκηνοθεσία, σενάριο και παραγωγή Τσάρλι Τσάπλιν. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο Τσάπλιν. Αν και οι περισσότερες ταινίες του ήταν βουβές, και ενώ στο Χόλιγουντ είχε ξεπεραστεί αυτό, αυτή η ταινία ήταν η πρώτη του ομιλούσα. Η ταινία του Τσάπλιν, κάνει κριτική στα ολοκληρωτικά καθεστώτα του ναζισμού και του φασισμού, σατιρίζοντας, κατά κάποιον τρόπο,τόσο τον Αδόλφο Χίτλερ, όσο και τον Μπενίτο Μουσολίνι.

Η ταινία αυτή του Τσάπλιν, έγινε η πιο εμπορικώς επιτυχημένη του. Οι κριτικοί την έχουν σε μεγάλη υπόληψη, και τη θεωρούν άκρως σημαντική για την τέχνη της σάτιρας. Ο Μεγάλος Δικτάτωρ, υπήρξε υποψήφιος για πέντε Όσκαρ: Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου, Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου και Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής. Στην Αυτοβιογραφία του ο Τσάρλι Τσάπλιν, το 1964, είπε, πως αν γνώριζε τις άθλιες καταστάσεις που επικρατούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ίσως να μην είχε κάνει ποτέ την εν λόγω ταινία.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












ΣΤΕΛΛΑ ΤΕΡΓΙΑΚΗ " Αέναη Άνοιξη "

Πίνακας: Στέλλα Τεργιακή - λάδι σε καμβά 45X55

Ξημέρωσε της Άνοιξης
κι ένα κλαρί ανθοστόλιστο σιμά
μου 'γνεψε την αλήθεια της...

Άνοιξαν τα νιοπέταλα
στο δροσερό αεράκι της Απεραντοσύνης
κι ευωδιές Αγιασμένες
ξεχύθηκαν στο μήκος του χρόνου,
φανερώνοντας το στιβαρό χάδι της Αναγέννησης!

Δεν έχει τέλος η γέννα της πλάσης,
σαν θέλει ν' ανταμώσει τους κύκλους της
γράφοντας στο βιβλίο της δημιουργίας
την παρουσία της!

Στης αλύτρωτης βάρκας την θωριά
σιμά στα πέλαγα της Ψυχής,
ζωγραφίζω χαμόγελα
κι ικεσίες δοξαστικές
χαιρετώντας τους γλάρους
που στόχευαν στης καρδιάς την Αγάπη
και στο άσπιλο των ονείρων μου...
(Συνεχίζεται)

© Στέλλα Τεργιακή
Απ' την Ποιητική συλλογή  "Αέναη γνώση"
Πνευματικά Δικαιώματα Κατοχυρωμένα









ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΛΗ "ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΕΓΩ"



Η νύχτα έχει το χρώμα της βροχής
πάγος στα φύλλα
ξαγρύπνια οι παλμοί της καρδιάς
σφάζονται οι ώρες δίχως λέξεις
ανακυκλώνοντας ένα ταξίδι
σε καιρούς που μάδησαν
και γυρίζει τότε το παιδί
που έχω πληγώσει και τρομάξει
που έχω ξεχάσει
κουρασμένο από τις επιλογές μου,
τέτοιες ώρες μου έρχεται
φέρνοντας το δάκρυ του
με κοιτά με οίκτο σιωπηλά
ξεγυμνώνοντας τις ουλές του
θα σου μιλήσω αυτή τη φορά
- σκέφτομαι -
θα ξεκλειδώσω τα λόγια που κρατάω κλεισμένα
στο υπόγειο της ψυχής
να σου απολογηθώ,
αλλά και πάλι δεν ξέρω τι να του πω
να το παρηγορήσω,
το στόμα στεγνώνει
τα μάτια θολώνουν
ακροπατεί η ψυχή τρέμοντας
ανάμεσα σε αλήθεια και λησμονιά
φοβάται μήπως πνιγώ
στην αλήθεια του εαυτού μου
κι έτσι για ακόμα μια φορά
δικαιολογώ την ύπαρξη μου
επιλέγοντας να ξαναμεγαλώσω
εντός των περιχαρακωμένων ορίων μου
και σε αποδιώχνω΄κι απόψε
παιδί εμένα
χωρίς να σε ακούσω...
. . .
Όπως και να'χει επιτέλους νύσταξα
τα μάτια κόκκινα
οι νευρώνες σε αδιέξοδο
έφτασε η ώρα να χαμηλώσω τα φώτα.
Καληνύχτα μνήμη.

~ Άννα Γεωργαλή ~


( η εικόνα από το διαδίκτυο )











ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ ( 8 Μαρτίου 1849 - 15 Απριλίου 1896 )

 


Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Θράκης . Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Έχασε τον πατέρα του από τα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος στάθηκε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον θεολόγο και ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του Ζαρίφη τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, βράβευση η οποία προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Την ίδια χρονιά αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο, ενώ το 1875 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη αποτυχημένη αυτή τη φορά συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875-1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία (με δάσκαλο το Βίλχελμ Βουντ) και το Βερολίνο (με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ) και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως σε φιλοσοφικές και ψυχολογικές μελέτες. Η διδακτορική διατριβή του είχε θέμα την παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Στο μεταξύ το 1876 βραβεύτηκε ξανά στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη για τη λυρική ποιητική συλλογή Βοσπορίδες αύραι, ενώ τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με έπαινο για τις Εσπερίδες. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία σχετίστηκε στενά με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα και ακολούθησε ταξίδι του στο Παρίσι και εγκατάσταση στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε νέα διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια. Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι ενώ εργάστηκε παράλληλα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε τη μόλις δεκαεξάχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του με μεγαλύτερο εκείνο του θανάτου του προστάτη του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια και τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία πενήντα εφτά ετών. Στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού συναντώνται στοιχεία της Φαναριώτικης παράδοσης με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύμάτα της εποχής. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία του. Ως το ωριμότερο από τα ποιητικά έργα του θεωρείται η συλλογή Ατθίδες αύραι, που τυπώθηκε στο Λονδίνο (α΄ εκδ. 1883), σήμανε οριακά την είσοδο του Βιζυηνού στην ποιητική δημιουργία της γενιάς του 1880 και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά. Έγραψε επίσης λαογραφικές, φιλοσοφικές και άλλες μελέτες. Το είδος στο οποίο διέπρεψε ωστόσο στάθηκε το διήγημα. Ο Βιζυηνός ηγήθηκε της στροφής του νεοελληνικού διηγήματος προς τις λαϊκές παραδόσεις και τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, ευθυγραμμιζόμενος με τα αιτήματα της γενιάς του 1880. Την πεζογραφική του παραγωγή αποτελούν πέντε διηγήματα (δυο από τα οποία παιδικά), τρεις νουβέλες και τέσσερα αφηγήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά Εστία, Διάπλασις των παίδων, Εβδομάς και στην εφημερίδα Ακρόπολις. http://www.ekebi.gr/



ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ 
Ποιητικά Πρωτόλεια (1873)
Ο Κόδρος (1874)
Βοσπορίδες Αύραι (1876)
Ατθίδες Αύραι (1883)
Εσπερίδες (1877)
Λυρικά
Παιδικαί ποιήσεις
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 


Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού (1879) - Παιδικό αφήγημα
Το αμάρτημα της μητρός μου (1883)
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883)
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου (1883)
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884)
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884)
Πρωτομαγιά (1884)
Ο Tρομάρας (1884) - Παιδικό αφήγημα
Το Σκιάχτρο (1884) - Παιδικό αφήγημα
Ο Κλέπτης (1884) - Παιδικό αφήγημα
Μέσα εις το αμφιθέατρον (1890) - Παιδικό αφήγημα
Πώς οικονομείται ο χρόνος (1890) - Παιδικό αφήγημα
Ο Μοσκώβ-Σελήμ (1895)



ΑΡΘΡΑ 
Η Ελληνική δημοσιογραφία κατά το 1883 (1884) - Μετάφραση
Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (1885)
Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, «Ιστορία της θεωρίας της γνώσεως» (1885) - Κριτική
Οι καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θρἀκη (1888)
Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α´ εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α´ (1888)
Η Κέρκυρα (1891) - Μετάφραση
Αμερικανικαί Αρχαιότητες (1891)
Ερίκος Ίβσεν (1892)
Ανά τον Ελικώνα, Βαλλίσματα (1894)



ΜΕΛΕΤΕΣ 
Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik (Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική), Λειψία 1881
Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, Λονδίνο 1883
Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού, Αθήνα 1885 (Δίτομο)
Στοιχεία λογικής, Αθήνα 1885
Στοιχεία ψυχολογίας, Αθήνα 1888

Η μητέρα του Γεωργίου Βιζυηνού ανάμεσα στην ψυχοκόρη της, το Κατερινιώ, και τον μικρότερο γιο της, τον Μιχαήλο
Από 
 https://eirinipax.wordpress.com/



ΚΕΙΜΕΝΑ 
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου  
ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ αυτό ο Βιζυηνός περιγράφει την εναγώνια αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο και την οδύνη και την απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλύκανε κάπως τον καημό της, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξαλείψει τη διάθεσή της για εκδίκηση. Όλες όμως οι προσπάθειές της να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο φονιάς ήταν άκαρπες και η μητέρα εξορκίζει τα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο.
Στη φάση αυτή της ιστορίας εμφανίζεται η Τουρκάλα με το γιο της τον Κιαμήλη (το γεγονός περιγράφεται λεπτομερειακά στο απόσπασμά μας), που προσφέρεται να βοηθήσει και τους φιλοξενεί στην πρωτεύουσα, όσο κρατάνε οι αναζητήσεις για την ανακάλυψη του φονιά. Όμως και οι προσπάθειες αυτές δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Το μυστήριο τέλος διαλευκαίνεται, όταν ο Κιαμήλης αφηγείται στο Γιωργή (το συγγραφέα) ότι σκότωσε επιτέλους το βρυκόλακα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τι είχε συμβεί; Ο Κιαμήλης, αν και ήταν βέβαιος πως είχε σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, τον ταχυδρόμο Χαραλάμπη, τον έβρισκε διαρκώς μπροστά του και αποφάσισε να απαλλαγεί από το φάντασμα. Στη συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ότι ο ταχυδρόμος τον οποίο σκότωσε ο Κιαμήλης δεν ήταν ο Χαραλάμπης αλλά ο Χρηστάκης που τον είχε αντικαταστήσει εκείνες τις μέρες στη δουλειά. Η αποκάλυψη είναι τρομερή και ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του. Παρακαλεί το συγγραφέα να μην το πει στη μητέρα του και όταν αποφυλακίζεται, γίνεται, για να εξιλεωθεί, άβουλος και άφωνος δούλος της και αφοσιώνεται στη δούλεψή της.
Ο μη γνωρίσας την αγαθότατην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονεί και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδει ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως “δικαιοσύνην”. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.
— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!
Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!
Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγόμενης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, της υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:
— Ναι! είπε, μετά τίνος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!
Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου.
— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.
— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης* μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.
Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχεις λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ' ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείσει, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέσει κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθει και εκδιώξει διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον «σοφτάν», αλλ' ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.
— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!
Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας, απαλλαγείσα των περιπτυγμών* της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:
— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!
Ο Τούρκος έσκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.
- Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνει, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβει από τα χρόνια μου να βάζει στα δικά σου.
Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάσει από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί. Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:
— Έλα, άφησε τα γέλια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;
— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κοίταξε, να μην τους κάμεις πάλε σαν τα φράγκικά σου τ' αποπλύματα! Α-λα-τούρκο, και χωρίς ζάχαρη! Ακούς;
Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.
— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πει το σπολλάτη! είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.
— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από πότε έγινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.
Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνήθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ.*Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον* την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:
— Άκουσε να σε πω, μου είπεν. Αν εννοείς να τα έχεις έτσι κατεβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσεις την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσεις και συ με την καρδιά σου, να γελάσει κι η μητέρα κομμάτι, που τόσες ημέρες δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καημένη.
— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ημπορώ να χωνέψω. Ώσπου να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.
— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήσει μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήσει μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγει στη δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:
— Ώρα καλή, θειε!
— Πολλά τα έτη, κυρά!
— Από την Ευρώπη έρχεσαι;
— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;
— Να, ξεύρω κι εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;
— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;
— Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου·και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!
— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.
— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις τη μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.
— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θείε;
— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.
— Δεν πειράζει, θείε, το καθαρίζω και το τρώγεις.
— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.
— Έλα να χαρείς, κάμε μου την χάρη. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενιτιά, κι έχω καρδιά καμμένη. Κι αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα' το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως το 'βρει κι εκείνο από κανέναν άλλονε.
Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.
— Ντζάνουν καλά, χριστιανή για! μα σαν έχεις παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρείς πως εβαρέθηκα τη ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κι έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλεις και καλά να χρησιμοποιήσεις το πεπόνι σου, στείλε το στου γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθεί αυτή τη χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώσει και αυτός από τη θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.
— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!
— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέσει, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!
— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδείς την μητέρα, όταν το άκουσε. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι έγινε σαν πίτα! Κι έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κι επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγει. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη και:
— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε; — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψεις;
Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίσει* με καμιά βωλάκα.* Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κι έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσεις! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχτες — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακριά μέσ' στα σπαρμένα.
Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κι εκάθισε σε μια πέτρα.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;
— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνεις; Εκείνο, ως και ο παπα-Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον δει. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κι οι Τούρκοι δε πληρώνουν για ευχέλαιο.
— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!
— Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτύτερα, μητέρα, να μη χαλάσεις του κόσμου τα χωράφια και να κάμεις τα πόδια σου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκανες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.
Εκεί που έπεσα πάλι καταπόδι της, κι επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.
Κι εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι εδώ μια αγριαγγινάρα. Κι ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κι εσήκωνε με βρισιές το χέρι του, να της κόψει το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσεις από τα γέλια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγει!
— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!
— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!
— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;
Αν σε βαστά μην το κάμεις! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κι επήραμε τον δρόμο.
Ο γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από τη θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθιά μέσ' στον λαιμό του κι εφώναξεν;
— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειο τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσεις καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;
Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραματειές επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξει το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θειας μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για τες ακαταστασίες του, κι εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένει, να ζει του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας. Ώσπου αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλει μαζί μου στην Πόλη, πριν γιατρευθεί όλως διόλου.
— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας, ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήσει;
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κι εγώ μόνον άκρες μέσες το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;
— Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους. Αλίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κοιτάξει! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στην ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γιάνε τον πρώτα!
Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καημένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλές φορές άνοιξε μονάχος του να με πει το πώς αρρώστησε. Μα όσες φορές το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.
Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα «παπούτσια» της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα ώστ' εκέρδισεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν.
— Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμει! Όλα για να γειάνει.
Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι ευλογιών, επαίνων κι εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:
— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γιο στον Ζαπτιέ,που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλει να μας εύρει τον φονιά! Η καημένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω πρωτύτερα στην Πόλη! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φορές κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ  https://homouniversalisgr.blogspot.com/