Πίνακας : Μαρία Μητσάκη
Καρπός
Ο ήλιος έκαιγε των δέντρων τις κορυφές,
ταλάνιζε και ριγούσε, αγκάλιαζε και φιλούσε,
πότε παθιασμένα και εξουσιαστικά,
πότε σαν πατέρας που κανάκευε νεογέννητα μωρά.
Ο καρπός μεστωμένος και γερός,
κρουστός και στιλπνός αφουγκραζόταν του αγέρα τα λόγια τα γλυκά και περίμενε υπομονετικά να νιώσει την σάρκα και τα χέρια τα γερά.
Να νιώσει να συνθλίβεται από πέτρες δυνατές,
να βγάλει όλο το βιός,
πράσινες σκούρες μυρωδάτες νοστιμιές...
Να στεφανωθούν με της γης τα αγαθά,
ρίγανη και θρούμπι,
βότανα και φιλέματα,
σε ένα καλάθι όλα του κόσμου τα πολύτιμα αγαθά.
Μύριζε ζωή...
Χτύποι καρδιάς...
Και ψυχή...
20-2-2021
Μια κλωστή χρυσοποίκιλτη...
Μια κλωστή χρυσοποίκιλτη κόπηκε από του ήλιου την φορεσιά,
ανακατεύτηκε με τα φύλλα, με τα δέντρα, με τα βουνά.
Νότες αποκαμωμένες, κεντίδια μιας ζωής,
σε μια καρδιά παρηγοριάς αφημένες,
ντροπαλές και συχνά αφηρημένες,
χωρίς σχέδια, παιχνίδια της ψυχής.
Οι ηλιαχτίδες μέσα σε ένα ατέρμονο σκοπό έγιναν γραμμές,
καμπύλες,
ολόκληροι κύκλοι σε ένα αδιαπραγμάτευτο χορό,
της νύχτας θαυμαστές πυγολαμπίδες,
της αυγής πορφυροπύρινες δροσοσταλίδες.
Πήραν χρώμα από το ανθρώπινο το δάκρυ,
από ένα ουράνιο τόξο που βγαίνει μετά από της ψυχής το δύσκολο δρόμο,
από τον πόνο,
από της ζωής τα ανεξέλεγκτα τα πάθη.
Δώσανε πράσινο πολύ για ελπίδα,
κόκκινο για θάρρος, για δύναμη, για φροντίδα.
Και καθώς οι κλωστές με του ανέμου τα νάζια κινούνταν,
μνήμες του χθες φεγγοβολούσανε, φιλιούνταν.
Γίνανε λέξεις, προτάσεις, γίνανε στίχοι,
γίνανε αισθήματα στου πρωινού, το άγιο το ποτήρι.
Χαμόγελο κεντημένο στης ψυχής τα άσπιλα βάθη,
μια καρδιά ολόχρυση από του ήλιου το μονοπάτι.
Έκανε κύκλους του ανθρώπου φιγούρα ζωγραφισμένους,
χώμα της γης, δέντρο της ζωής,
ρίζες της πίστης στην αγάπη ενωμένους.
Και οι κλωστές του ήλιου γίνανε φύση,
γίνανε μαλλιά μιας μακρινής αγάπης,
λόγια της μνήμης.
Φυσά αγέρα, γίνε ήλιε φωτεινέ,
πλέξε με το νήμα λέξεις,
κάνε προτάσεις,
φέρε κοντά δύο καρδιές αλαργινές,
δώσε της ψυχής αλληλεπιδράσεις.
27-1-2017
Πίνακας: Κωνσταντίνα Καφύρα Βαρελά
Έστειλα πουλιά σε κάθε σημείο του ορίζοντα
Έστειλα πουλιά σε κάθε σημείο του ορίζοντα,
καρδιά ανοιχτή, ψυχή και αυτή, μάτια σε εσένα ουρανέ,
παράθυρα χωρίς μυστικά, φωτεινά.
Πήρα αναπνοή από του αγέρα τα ψιθυρητά,
πήρα νερό από της αθανασίας τα μουρμουρητά,
πήρα φωτιά από το άσβεστο πυρ,
παιδί της Εκάτης, κόρη της προσμονής,
πήρα και γη από τα συθέμελα της ζωής
και έκανα εδώ στα πόδια χάμω να νιώθω ότι ζω,
μείγμα αφιερωμένο σε εσένα μάνα φύση ταγμένο,
ότι μέσα από τα βάθη του είναι μου σε παρακαλώ.
Κάνε στεφάνι από τον Ήλιο και το φεγγάρι,
πάνω στα μαλλιά της,στέμμα προστασίας, μαργαριτάρι.
Δώσε όλου του ουρανού και της γης,
όλης της καρδιάς και της ψυχής δύναμη,
μεγάλης δυσθεώρητης όρασης, νόησης και αντοχής.
Δώσε φτερά να την αγκαλιάζουν προστατευτικά,
σε κάθε κίνηση, σε κάθε σκέψη, σε κάθε κακοτοπιά.
Αίμα από αίμα μιας ιέρειας της φύσης, δικιάς σας καμωμένο,
από απόσταγμα της Γης και του Ουρανού ανδρειωμένο.
Έδωσα δάκρυ μέσα στον αιώνα, έδωσα πόνο ψυχής,
έδωσα σταγόνα αίμα καταγής.
Ένα μάτι τεράστιο, ανοιχτό να κοίτα από παντού να μην την βρει κακό.
Δίνω ψυχή, δίνω ματιά, κοιτάω ψηλά, παράθυρα ανοιχτά.
Δίκαιο ζητώ, ψυχή βιβλίο δυνατά γραπτό.
Μαλλιά της νύχτας, μια Σελήνη,
καρδιά ψυχή στον Ήλιο,ηλιαχτίδα σε κάθε δίνη.
Αίμα δικό μου συνέχεια να παραμείνει.
Θυμηθείτε.
Πυρσούς αναμένους σε εσάς αφιερωμένους,
θάλασσας το κύμα, μέλι από των λουλουδιών το στίγμα.
Ανοίγω καρδιά περπατώ με της σκέψης την Ιερά Οδό,
τάμα κάνω σε κάθε κατεύθυνση με εσάς Οδηγό.
Κύτταρο από την σάρκα σας, διαχρονικό.
Θυμηθείτε.
Πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα όπου κάθησε το προγόνων μου το σώμα.
Δάδα κρατούσα στο χέρι, ακτίνες του ήλιου είχα σαν στολίδι στο κεφάλι και στο χέρι.
Μικρά Ασία, Αίγινα, Άργος, Επιδαύρια γη, ομφαλός της πυγμής,
δύο κόσμοι, η συνέχεια της ζωής.
Θυμηθείτε.
Δώστε προστασία στην συνέχεια της κόρης που σας καλεί.
Κύτταρο, αίμα, μάτια, Σελήνης στέμμα.
Γέλιο, ψυχή σε εσάς προστρέχει, τον Ήλιο καλεί και το φεγγάρι για αρωγή.
Θυμηθείτε.
12-9-2017
Δυο σύννεφα είναι αγκαλιασμένα...
Δυο σύννεφα είναι αγκαλιασμένα πάνω στου ήλιου την φωτεινή καρδιά, μονιασμένα,
κύκνοι αγαπημένοι να πλέουν πάνω στης λίμνης τα νερά,
να υφαίνουν της νύχτας τα πολυπόθητα τα μυστικά.
Μια ηλιαχτίδα να χορεύει σε κάθε σταγόνα της ζωής,
λευκές φτερούγες,
Νηρηίδας χέρια, σε μια σκιά να σε αποζητεί.
Ανοιχτές πτήσεις , πάνλευκες φιγούρες σε έναν χορό,
μέσα σε φυλλωσιές των δέντρων,
γάργαρο γέλιο,
γλυκό φιλί αλαργινό.
Τραγουδά, τραγούδα αγέρα και εσείς φρουροί του δάσους φτερωτά μου πουλιά,
είναι η βασίλισσα του δάσους που για μια αγάπη καρδιοχτυπά.
Το κρύο ώρα την ώρα γίνεται όλο και πιο αισθητό,
λευκό χιόνι κάνει το τοπίο ονειρικό.
Και αυτή?
Με το λευκό το κάτασπρο φόρεμα το φωτεινό,
με το χιόνι παίζει και γελάει,
μια μπαλαρίνα να κρατάει του χιονιά τον φανταστικό ρυθμό.
Μια να τινάζεται με χάρη να απλώνει σε όλη την πλάση τον λευκό χιονιά,
μια στης αγάπης της τα χέρια να φτάνει μέχρι τον ήλιο,
να διώχνει την παγωνιά.
Και σαν η Σελήνη απλώνει τα υφαντά πάνω στο δάσος με υπομονή,
αυτή η Βασίλισσα με χάρη στην αγκαλιά του κύρη της να πάει να κοιμηθεί.
Μα πριν τα ματοκλαδά της κλείσει και γλυκά ονειρευτεί,
με ένα χαμόγελο, φωτιάς σημάδι,
την καρδιά του να ζεστάνει με προσμονή.
15-1-2017
Πίνακας : Odysseas Anninos
Το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο
Το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο,
καρδιές, ψυχές κοντά κοντά,
προβλήματα, σκέψεις, υποθέσεις,
κάτω από κεραμίδια πλαϊνά και αντικριστά.
Φώτιζαν τα βλέμματα των ανθρώπων από συμπαράσταση αληθινά.
Τα σύννεφα νωχελικά περνούσαν από επάνω,
ουραγοί του ήλιου και του νοτιά,
οι νοικοκυρές απλώνανε τα ρούχα
και έλεγαν τα τελευταία νέα από τη γειτονιά.
Οι μυρωδιές χυνόντουσαν πλεονεκτικά σε κάθε εκατοστό,
είχε θεριέψει το μεσημέρι και τα παιδιά αγκωμαχούσαν με τις βαρυφορτωμένες τσάντες τους να πάνε να φάνε φαΐ ζεστό.
Ένας νόστος από παλιές μνήμες, μια θαλπωρή,
μια κοινωνία αγαπημένη, μια ενδόμυχη ευχή.
Ήταν νοσταλγική και μυρωμένη η παλιά η πόλη,
κάθε σοκάκι, κάθε στενό, μια γλυκιά εικόνα,
ένα καρδιοχτύπι κοινό.
Μαζί στα άσχημα, μαζί στα καλά,
μια γειτονιά ένα, άνθρωποι μια γροθιά.
Ο ένας να συντρέχει στον άλλον,
όλοι μια αγκαλιά.
Το ένα κεραμίδι πάνω στο άλλο,
αφήνοντας κάθε εμπάθεια μακριά.
Ο καπνός έβγαινε κοινός, κοινός και φιδογυριστός από τις καμινάδες
και έπαιζε με τα σύννεφα και τις φωνακλούδες τις μαμάδες.
Καπνός και ζεστό φαΐ, ο ένας δίπλα στον άλλον, στο τραπέζι όλοι μαζί.
30-3-2019