Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κινηματογράφος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μαρία Φωκά (1 Οκτωβρίου 1917 - 15 Ιουνίου 2001)

 

Η Μαρία Φωκά γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου 1917 στην Κεφαλονιά και συγκεκριμένα στο Αργοστόλι. Ο πατέρας της ήταν πλοίαρχος και ήταν ο Νικόλαος Θ. Φωκάς και η μητέρα της ήταν η Καικιλία Κουντούρη.

Οι σπουδές της ήταν στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και η πρώτη της εμφάνιση ήταν το 1944 σ’ ένα έργο του Ξενόπουλου την «Στέλλα Βιολάντη». Αργότερα έπαιξε και σε άλλους θιάσους όπως, της κ. Κατερίνας, του Κώστα Μουσούρη, της Έλλης Λαμπέτη, του Νίκου Σταυρίδη και της Αλίκης Βουγιουκλάκη.

Ενσάρκωσε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους σε πολλά και διαφορετικά ειδών έργα όπως, Τραϊφόρο, Πρντεντέρη, Μπέρναρ Σο, Λόρκα κ.α
.
Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δεν φοβήθηκε να συμμετέχει στον αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας. Στην δεκαετία του ’50 και λόγο των αριστερών της πεποιθήσεων, φυλακίστηκε για οκτώ χρόνια, διότι την είχαν καταδικάσει σαν κατάσκοπο κατά της Ελλάδας. Ήταν το ίδιο δικαστήριο που είχε στείλει στο απόσπασμα τον Νίκο Μπελογιάννη και αρκετούς άλλους που κατέληξαν στην εκτέλεση τους το 1952. Όλα αυτά βέβαια ήταν η αιτία, να καθυστερήσουν την άνοδο της καριέρας της και να αρχίσει η αναγνώριση της μερικά χρόνια αργότερα. Το 1958 με 1959 ανέβηκε ξανά στο σανίδι, σε περιοδεία με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.

Το 1967 ο Κώστας Πρετεντέρης που ήξερε πολύ καλά να γράφει ρόλους σύμφωνα με τον κάθε ηθοποιό, έγραψε έναν εξαιρετικό χαρακτήρα για την Μαρία Φωκά και αυτός ήταν στο έργο «Ένας ιππότης για την Βασούλα», που ενσάρκωνε τον ρόλο της κ. Κλειούς, η οποία ήταν μια γερόντισσα αλλά με αριστοκρατική καταγωγή, που αρεσκόταν στο να ακούει διάφορες ιστορίες για ιππότες, από την αγαπημένη της Βασούλα (Τζένη Καρέζη). Το έργο ανέβηκε πρώτα στο θέατρο και αμέσως μετά στο σινεμά. Αυτό πλέον ήταν και το εισιτήριο της προς την αναγνώριση του ταλέντου της και το ξεκίνημα της καριέρας της, αν και η ηλικία της ήταν περίπου στα 52. Έγινε η πρώτη πρόεδρος του ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), αφού είχε πέσει πλέον η δικτατορία.

Σε ηλικία περίπου 28 χρονών, γνώρισε τον σύζυγο της επίσης ηθοποιό Λυκούργο Καλλέργη, ο οποίος ήταν κιόλας πρωταγωνιστής, ενώ εκείνη ότι έκανε την πρώτη της εμφάνιση. Μαζί απόκτησαν μια κόρη, την Ισμήνη Καλλέργη, αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε για πάρα πολλά χρόνια και έτσι στα τέλη της δεκαετία του ’50, σταμάτησε να υφίσταται.

Από την στιγμή που η καριέρα της άρχισε να παίρνει την ανηφόρα, η Μαρία Φωκά δεν έμεινε ποτέ από δουλειά. Μπορεί οι ρόλοι που τις δινόντουσαν να ερμηνεύσει να είχαν περίπου το ίδιο στυλ χαρακτήρα (λόγο και της προχωρημένης ηλικίας), όμως κάθε φορά έβαζε τα δυνατά της και κατάφερνε να κάνει τον κάθε ρόλο ξεχωριστό.

Ταινίες στις οποίες είχε συμμετάσχει ήταν «Οικογένεια Παπαδοπούλου», «Τα 201 Καναρίνια», «Γοργόνες και μάγκες», «Η Κόμισσα της Φάμπρικας», «Αγάπησα μια πολυθρόνα», «Αγάπη μου παλιόγρια» κ.α.

Συνεργάστηκε με πολύ αξιόλογους ‘’Κώστα Βουτσά’’, ‘’Ελένη Ερήμου’’, ‘’Άγγελο Αντωνόπουλο’’, ‘’Μάρθα Καραγιάννη’’, ‘’Τζένη Καρέζη’’, ‘’Χρόνη Εξαρχάκο’’, ‘’Διονύση Παπαγιανόπουλο’’ κ.α.

Το ταλέντο της όμως δεν το έδειχνε μόνο στο θέατρο και τον κινηματογράφο, αλλά και στην τηλεόραση, με σειρές όπως «Η γειτονιά μας», «Εκμέκ Παγωτό» κ.α. με αποκορύφωμα μια από τις τελευταίες της τηλεοπτικές δουλειές «Ντόλτσε Βίτα», που ενσάρκωνε την πεθερά της Άννας Παναγιωτοπούλου.

Ντόλτσε Βίτα

Έφυγε από τη ζωή 15 Ιουνίου 2001 σε ηλικία περίπου 85 χρονών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε αρκετά καρδιακά προβλήματα και ζούσε με την κόρη της στην Αγγλία, όπου εκεί έγινε και η τελευταία κατοικία της.

Τεράστιοι Ηθοποιοί, Τεράστιοι Άνθρωποι, που δεν φοβόντουσαν να αγωνίζονται, να παλεύουν, να υποστηρίζουν με πάθος αλλά και σεμνότητας τα ιδανικά τους, για την ελευθερία της πατρίδας τους, του λόγου τους, της ίδιας της ύπαρξης τους. Δίνοντας μαθήματα ζωής, ώστε να καταλάβουν οι νεότεροι, ότι δεν πρέπει να σταματάνε να αγωνίζονται για τα πιστεύω τους και να προσπαθούν να κάνουν όσο μπορούν καλύτερη τη ζωή τους.

Αναδημοσίευση  από τοhttps://www.epaggelmagynaika.gr/





Μαρία Φωκά: Η αγωνίστρια ηθοποιός που καταδικάστηκε σε ισόβια για κατασκοπεία μαζί με τον Μπελογιάννη

Ηθοποιός με γνήσιο ταλέντο και ήθος, σεμνή και ιδιαίτερα αγαπητή, συνδέθηκε με κρίσιμες στιγμές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Διώχτηκε για τις αριστερές της ιδέες. Την περίοδο του πολέμου και του Εμφυλίου, η Μαρία Φωκά, μέλος του ΚΚΕ και της Εθνικής Αντίστασης, συμμετέχει στους αγώνες. Το 1951 – 1952 είναι συγκατηγορούμενη – με το όνομα Μαρία Καλλέργη – στη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη. Και το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών αποφαίνεται «εκηρύχθησαν ένοχοι»… «διά ψήφων 3-2 την Καλλέργη Μαρία επί σκοπώ κατασκοπείας». Ενώ την καταδικάζει αρχικά σε ισόβια κάθειρξη, αλλά η ποινή της μειώνεται σε 10 χρόνια κάθειρξη και «αποστέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων επί 10ετίαν»
Από τα πρακτικά της δίκης του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών (Τμήμα Β), κατά τις συνεδριάσεις του Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου του 1952, εντοπίσαμε το κάτωθι απόσπασμα, από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Κωνσταντίνου Παπαθανασίου:

«Μετά την λήξιν του συμμοριτισμού υπήρχον πληροφορίαι ότι ειργάζοντο παρανόμως δίκτυα πληροφοριοδοτών και κατασκόπων, κατωρθώθη δε να τεθώμεν επί τα ίχνη των. Το πρώτο εντοπίσθη ασύρματος εις Γλυφάδαν…». Και συνεχίζει: «Η Καλλέργη ήλθεν από το Παρίσι εκ μέρους του Δημητρακαρέα διά να δη αν έφθασαν αι αποσταλείσαι 1.600 λίρες… Τα χρήματα αυτά προωρίζοντο διά τη χρηματοδότησιν του δικτύου»….







Μαρίκα Κοτοπούλη ( 3 Μαΐου 1887 - 11 Σεπτεμβρίου 1954 )

 

Η Μαρίκα Κοτοπούλη (3 Μαΐου 1887 - 11 Σεπτεμβρίου 1954) ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός. Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Πρωταγωνίστησε, ωστόσο, σε πολλά διαφορετικά θεατρικά είδη, ανάμεσά τους η κομεντί και η φάρσα. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Μολονότι δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, κέρδισε το θαυμασμό με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού και τη δημιουργικότητα της σκέψης της.

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν κόρη της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος.
Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο Ο αμαξάς των Άλπεων. Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων».

Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

Στο Βασιλικό Θέατρο

Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Στο ξεκίνημα αντιμετώπισε εχθρότητα από μερίδα συναδέλφων της, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα από τους κριτικούς κι αυτό ενέτεινε τον ανταγωνισμό με την ευνοούμενη των ανακτόρων ηθοποιό Άννα Φραγκοπούλου. Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη νύκτα, Φάουστ και άλλα. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε.

Θιασάρχης

πηγή
 https://atexnos.gr/

Έγινε θιασάρχης το 1908 και το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο «Ομονοίας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και το 1936 μετακόμισε στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου. Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο. Στις αρχές του 1929 η Κοτοπούλη συνέστησε την «Ελευθέραν Σκηνήν», σε συνεργασία με τον χρονογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά και με τη σύμπραξη του γαμπρού της Μήτσου Μυράτ. Η δημιουργία του θιάσου είχε σχεδιαστεί ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα, όμως, οι οικονομικές αποτυχίες ορισμένων επιλογών της «Ελευθέρας Σκηνής» οδήγησαν τον Μελά στην απόφαση να αποχωρήσει από το σχήμα, επιλέγοντας την προώθηση των συμφερόντων του μέσω του Εθνικού. Μετά τη διάλυση του θιάσου, η Κοτοπούλη, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών, έφυγε τον Οκτώβριο του 1930 για παραστάσεις στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1932. Η επιθυμία της να δημιουργήσει ένα θεατρικό σχήμα που θα ήταν το αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκε όταν επέστρεψε από την Αμερική και έφτιαξε έναν θίασο με την άλλοτε ανταγωνίστριά της, Κυβέλη, ο οποίος γνώρισε σημαντική επιτυχία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παρουσία της Κοτοπούλη στο θεατρικό σανίδι αραίωσε. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου.

Θάνατος

Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη την επόμενη του θανάτου της, αφού πρώτα το φέρετρό της εκτέθηκε στη Μητρόπολη σε λαϊκό προσκύνημα.

Ρόλοι

Στην καριέρα της, η Κοτοπούλη διακρίθηκε ως Ηλέκτρα στην Ορέστεια, ως Ιφιγένεια και Μαργαρίτα (στο Φάουστ) του Γκαίτε, ως Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ και, όσον αφορά το ελληνικό ρεπερτόριο, ως Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Δημητρίου Βερναρδάκη και Θεοδότη στους Ισαύρους του Ραγκαβή.. Ξεχωριστή, επίσης, ήταν η ερμηνεία της στη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου το καλοκαίρι του 1909 στo θέατρο Ομονοίας, στέγη της Νέας Σκηνής, όταν ο συγγραφέας εμπιστεύτηκε σ' αυτήν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι στην Κυβέλη, όπως συνήθιζε. Όσον αφορά την επιθεώρηση, παρόλο που η Κοτοπούλη είχε μια σημαντική παρουσία στο είδος στα νεανικά χρόνια της, η ίδια δεν ήθελε τη συσχετίζουν με αυτήν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει το 1918 δήλωση «περί αποτάξεως» αυτού του ιδιαίτερου τύπου θεατρικού έργου.

Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε για μια και μοναδική φορά στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρ. Ξενόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν συμπαραγωγή με συμμετοχή του συζύγου της Γ. Χέλμη και του Κώστα Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο φιλμ, μαζί με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Η ταινία έως σήμερα θεωρείται χαμένη.


Απόσπασμα με τη Μαρίκα Κοτοπούλη από τη χαμένη σήμερα ελληνοτουρκική παραγωγή του 1933 «Ο κακός δρόμος», σε σκηνοθεσία Μουχσίν Ερτογρούλ και σενάριο Ναζίμ Χικμέτ (βασισμένη σε μια ιστορία του Γρηγορίου Ξενόπουλου). Η μεγάλη ηθοποιός συμπρωταγωνιστεί με την Κυβέλη. Στο ηχητικό απόσπασμα ακούμε τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε ένα μοναδικό ντοκουμέντο, να μιλά στο Παναθηναϊκό Στάδιο λίγο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς των Επτανήσων, το 1953.


Προσωπική ζωή

Με το σύζυγο της Γ. Χέλμη
Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε εκεί ως Πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας και τον οποίο είχε πρωτοσυναντήσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Η πολύκροτη σχέση τους, που βάσταξε έως τα τέλη του Ιουλίου του 1920, οπότε και δολοφονήθηκε ο αγαπημένος της από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής. Το ζευγάρι από τον Ιούνιο περίπου του 1912 συζούσε, χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου, κάτι που όμως έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον, λόγω της ταξικής διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους και της επακόλουθης αντίδρασης της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δραγούμη.

Την περίοδο που ο τελευταίος βρισκόταν εξόριστος στην Κορσική (1917-19), η Κοτοπούλη είχε γνωρίσει τον θεατρικό επιχειρηματία Γεώργιο Χέλμη, με τον οποίο σύναψε ερωτική σχέση.Τον παντρεύτηκε το 1923 και μοιράστηκε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της -παιδιά δεν απέκτησαν.

Στις πολιτικές της πεποιθήσεις η Κοτοπούλη ήταν φιλομοναρχική, θεωρώντας πως το παλάτι ήταν θεσμός ιερός. Ωστόσο, οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από αυτήν την επιλογή. Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε όσο μπορούσε τους αριστερούς συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας υπέρ αυτών στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της: «καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου»".



Διακρίσεις και τιμές

To 1923 η Κοτοπούλη έλαβε το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1939 τιμήθηκε για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό στο ανέβασμα της Ορέστειας από τον Ροντήρη, οι συνάδελφοι της Κοτοπούλη έλαβαν την πρωτοβουλία και της έδωσαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς, ο οποίος όμως ατόνησε τα τελευταία χρόνια. Το 1950 της απονεμήθηκε από τον βασιλιά Παύλο το παράσημο του Ταξιάρχη. Το 1955 επί Κατσώτα εγκρίνεται η ταφή της Μαρίκας Κοτοπούλη στο χώρο που προορίζεται η ταφή εξεχόντων ανδρών στο Α΄Νεκροταφείο. Ειναι η μοναδική γυναίκα που τάφηκε εκεί. Ο δημοτικός σύμβουλος Σφέτσος εισηγήθηκε την ταφή σε αυτόν τον χώρο επειδή η νεκρή τίμησε την ελληνική τέχνη και επειδή ο σύζυγος της θα έφτιαχνε μαυσωλείο που θα κοσμούσε το νεκροταφείο.



Κληρονομιά

Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί μια σπουδαία γενιά Ελλήνων ηθοποιών του 20ού αιώνα. Άμεσα επίγονές της ήταν η Ελένη Παπαδάκη, η Κατίνα Παξινού και η Κατερίνα Ανδρεάδη. Καλλιτεχνικά τέκνα της, που μαθήτευσαν κοντά στη μεγάλη πρωταγωνίστρια λιγότερο ή περισσότερο τακτικά, υπήρξαν η Μαίρη Αρώνη, η Έλλη Λαμπέτη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη, ενώ είχε συμβολή και στην ανάδειξη των Λογοθετίδη, Γ. Γληνού, Βεάκη, Μινωτή και Δ. Χορν.

Στην Αθήνα, στη «Βίλα Κοτοπούλη», το οίκημα που ήταν το γαμήλιο δώρο του Χέλμη προς τη μεγάλη πρωταγωνίστρια, στεγάζεται και λειτουργεί το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου.


ΣΤΙΓΜΕΣ 

Ο Γιάννης Τσαρούχης θυμάται την Μαρίκα Κοτοπούλη:

Είχα την τιμή και την ευτυχία να δουλέψω με την Μαρίκα Κοτοπούλη ως σκηνογράφος σε μερικά έργα που ανέβασε. Στην «Κυρία δε με μέλλει» του Σαρντού, στην «Ελισσάβετ» του Ζωσαί, που έκανα και τα κοστούμια, στην «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω, και στην «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Πέντε μέρες πριν πεθάνει την επισκέφτηκα ύστερα από πολλούς μήνες που είχα να την δω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε το καλοκαίρι που ερχόταν στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους. Στην «Κυρία δε με μέλλει» με όλα της τα χαρίσματα, δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ρόλο, έσπασε το καλούπι που δεν είχε αντοχή να βαστάξει το υπέρογκο βάρος του ταλέντου της. Το ίδιο και στην «Ελισσάβετ» για τις σκηνές που είναι κάπως εύθυμες και παριζιάνικα κομψές. Στις σκηνές όμως που ήταν δυνατές, ήταν αξέχαστη. Όταν της φέρνουν τα όπλα του Έσσεξ που εκτελέστηκε κατά τη διαταγή της, έλεγε: «Γονατίστε». Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Την άκουγα στερεότυπα κάθε βράδυ. Σ’ αυτό το «Γονατίστε» υπήρχε όλο το δράμα της Ελισσάβετ. Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη το ρόλο της.

Φάγαμε μαζί το μεσημέρι που το ραδιόφωνο ανήγγειλε την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα από εμβατήρια ελληνικά και αγγλικά. Πριν ακούσουμε το φριχτό άγγελμα, η Κοτοπούλη είπε: «Πολλά εμβατήρια ακούω. Σε λίγο θα ακούσουμε την κήρυξη του πολέμου». Την είδα στην «Αντιγόνη» και μου έκανε κατάπληξη ο ρεαλισμός της. Την είδα ακόμη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, απαίσια ντυμένη, αλλά τι παίξιμο, Θεέ μου! Όλα σβήνανε μπροστά στη δύναμή της: το απαίσιο σκηνικό, τα ασήμαντα κοστούμια και ο ακατάλληλος χώρος στη σφεντόνη του Παναθηναϊκού Σταδίου. Την είδα επίσης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Η φωνή της είχε την αμεσότητα και την ορθότητα μιας νέγρικης γλυπτικής.

«Θα ανεβάσουμε μαζί ένα έργο στην Επίδαυρο». «Την Μήδεια;» ρώτησα. «Άσ’ την αυτήν την ρουφιάνα που σκότωσε τα παιδιά της. Την Ηλέκτρα θα ανεβάσουμε μαζί», μου είπε. Λίγες μέρες μετά πέθανε.

Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ’ όλους για την τέχνη της και την βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ’ όλο τον κόσμο ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σ’ εκείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: «Δεν ξέρω πού κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δε θα σας έλεγα. Δε θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκομένους». Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε προστάτεψε και βοήθησε στα κυνηγητά τους από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. «Είναι απαραίτητοι στο θέατρο», έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
αποσπάσματα από κείμενο του για την Μ. Κοτοπούλη
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, τεύχος 68



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ελία Καζάν ( 7 Σεπτεμβρίου 1909 - 28 Σεπτεμβρίου 2003)

 

Ο Ελία Καζάν (Καισάρεια, 7 Σεπτεμβρίου 1909 - Νέα Υόρκη, 28 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου με καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Το κανονικό του όνομα ήταν Ηλίας Καζαντζόγλου. Ήταν ο σκηνοθέτης που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και τον Γουόρεν Μπίτι. Συνέβαλε στην καθιέρωση της προσέγγισης του ηθοποιού με βάση τη μέθοδο, που είχε αναπτύξει ο Κωνσταντίν Στανισλάβσκι. Οδήγησε 21 ηθοποιούς στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στο θέατρο Group Theatre όπου παρέμεινε στη περίοδο 1932-1939. Το 1934 εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Αμερικής, στο οποίο παραμένει για περίπου 1,5 χρόνο.  Το 1942 μεταπήδησε στη σκηνοθεσία παρουσιάζοντας τη πρώτη του παράσταση "Με τα δόντια" του Θόρντον Γουάιλντερ. Έκτοτε άρχισε ν΄ ανεβάζει με αυξανόμενη επιτυχία έργα διάσημων αμερικανών συγγραφέων. Εν τω μεταξύ το 1945 άρχισε να «γυρίζει» κινηματογραφικές ταινίες όπου και έγινε διάσημος στο Broadway, σκηνοθετώντας, ανάμεσα σε άλλα, τα έργα «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» (1945), «Το μεγάλο κατηγορώ» (1946), «Συμφωνία Κυρίων» (1947), «Λεωφορείον ο πόθος» (1951), «Βίβα Ζαπάτα» (1952), «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), «Ένα πρόσωπο στο πλήθος» (1957), «Λάσπη στ' αστέρια» (1960), «ο Θάνατος του Εμποράκου», «Ανατολικά της Εδέμ»,το «Αμέρικα, Αμέρικα» και «Λυσσασμένη Γάτα». Τιμήθηκε με δύο βραβεία Όσκαρ σκηνοθεσίας για τα έργα Συμφωνία Κυρίων και Το Λιμάνι της Αγωνίας, ενώ ήταν τρεις φορές υποψήφιος για τα έργα Λεωφορείο ο πόθος, Ανατολικά της Εδέμ και Αμέρικα, Αμέρικα, αντίστοιχα. Το 1999 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του.

Ο Ηλίας Καζάν μαζί με τον Ρόμπερτ Λιούις και την Τσέριλ Κρόφορντ ίδρυσαν το περίφημο Actors studio,μια λέσχη επαγγελματιών ηθοποιών στην οποία καλλιτεχνικός διευθυντής και δάσκαλος υπήρξε ο Λι Στράζμπεργκ.

Το όνομα του Ελία Καζάν έχει συνδεθεί με τον σκηνοθέτη που ανέδειξε τον Μάρλον Μπράντο και τον Γουόρεν Μπίτι, με τον καλλιτέχνη που σκηνοθετούσε με βάση τη διδασκαλία του Στανισλάφσκι. Με καταγωγή από την Ανατολία, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη στις 7 Σεπτεμβρίου του 1909, μετανάστευσε με την οικογένειά του στις ΗΠΑ και έγινε σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός.

Ο Καζάν κατακρίθηκε για τη συνεργασία του το 1952 με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, μέσω της οποίας κατέδωσε στις αρχές συναδέλφους του ως κομμουνιστές (βλ. Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν είχε καταδώσει τον Αριστερό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν ως Κομμουνιστή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταφύγει τελικά στην Ευρώπη.

Φιλμογραφία

Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν / Χαμένα νιάτα (A tree grows in Brooklyn, 1945)
θάλασσα από γρασίδι / Η παραστρατημένη μητέρα (The Sea of Grass, 1947)
Το μεγάλο κατηγορώ (Boomerang!, 1947)
Συμφωνία Κυρίων (Gentleman's Agreement, 1947)
Πίνκι, η μιγάς (Pinky, 1949)
Πανικός στους δρόμους (Panic in the streets, 1950)
Λεωφορείον ο Πόθος (A streetcar named desire, 1951)
Βίβα Ζαπάτα (Viva Zapata!, 1952)
Δραπέτες του τρόμου (Man on a tightrope, 1953)
Το λιμάνι της αγωνίας (On the waterfront, 1954)
Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden, 1955)
Η Φωνή του Πόθου (Baby Doll, 1956)
Μια μορφή μέσα στο πλήθος (A face in the crowd, 1957)
Λάσπη στ' αστέρια (Wild river, 1960)
Πυρετός στο Αίμα (Splendor in the grass, 1961)
Αμέρικα, Αμέρικα (America, America, 1963)
Ο συμβιβασμός (The arrangement, 1969)
Οι επισκέπτες (The visitors, 1972)
Ο τελευταίος των μεγιστάνων (The last tycoon, 1976)

ΤΑΙΝΙΕΣ - ΕΠΙΛΟΓΗ 

Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν 


Η ταινία Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν (αγγλ. A Tree Grows in Brooklyn), γνωστή και ως Χαμένα νιάτα, είναι δράμα παραγωγής 1945, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν. Η ταινία αποτελεί κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος που έγραψε το 1943 η Μπέτι Σμιθ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Ντόροθι ΜακΓκουάιαρ, Τζόαν Μπλόντελ, Τζέιμς Νταν, Λόιντ Νόλαν και στο ρόλο της Φράνσι η μικρή Πέγκι Αν Γκάρνερ. Η ταινία έλαβε δυο βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για τον Τζέιμς Νταν.
Το 2010 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική

Η ταινία που σηματοδότησε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ελία Καζάν στον κινηματογράφο βασίζεται στο μυθιστόρημα της Μπέτι Σμιθ Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Η μεταφορά του μυθιστορήματος της Σμιθ, αποτελούσε φιλόδοξο εγχείρημα για πολλές κινηματογραφικές εταιρίες κι ο Ντάρυλ Ζάνουκ της 20th Century Fox πλήρωσε 55.000 δολάρια για να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του έργου. Έχοντας πλέον τα δικαιώματα για τη μεταφορά της ταινίας στη μεγάλη οθόνη ανέθεσε τη σκηνοθεσία στον μέχρι τότε θεατρικό σκηνοθέτη και μέλλοντα συνιδρυτή του Actor's Studio Ηλία Καζάν. Η διανομή των ρόλων αποτέλεσε δύσκολο εγχείρημα τόσο για τον παραγωγό όσο και για τον σκηνοθέτη καθώς υπήρξαν πολλοί ηθοποιοί που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν στην ταινία. Μερικά από τα ονόματα που αναφέρθηκαν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν εκείνα των Τζιν Τίρνεϊ, Μαίρη Άντερσον και Τζίνι Κρέιν για το ρόλο της Κέιτι και Φιλ Ρέγκαν και Φρεντ ΜακΜάρεϊ για τον ρόλο του Τζόνι. Οι ρόλοι τελικά κατέληξαν στην Τζιν Τίρνεϊ και τον Τζέιμς Νταν, αλλά η Τίρνεϊ έμεινε έγκυος και τη θέση της πήρε η Ντόροθι ΜακΓκουάιαρ που ξανασυνεργάστηκε με τον Καζάν το 1947 στο βραβευμένο με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Συμφωνία Κυρίων (Gentleman's Agreement). Υπεύθυνος για τους διαλόγους της ταινίας ήταν ο σκηνοθέτης Νίκολας Ρέι, ενώ ο Άλφρεντ Νιούμαν επιμελήθηκε την μουσική της επένδυση. Αφού ξεκίνησαν τα γυρίσματα οι υπεύθυνοι της 20th Century Fox έμειναν ευχαριστημένοι από τα πρώτα δείγματα της ταινίας και πρότειναν στον Καζάν να ξαναγυρίσουν ολόκληρη την ταινία με χρώμα, αλλά ο σκηνοθέτης αρνήθηκε.

Η ταινία πραγματεύεται τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, με επίκεντρο την πορεία της μικρής Φράνσι προς την ωριμότητα.

Βραβεία

Η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και προτάθηκε για δυο βραβεία Όσκαρ καταφέρνοντας να αποσπάσει το Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του Τζέιμς Νταν στο ρόλο του καλόκαρδου μεθύστακα Τζόνι. Η ερμηνεία της μικρής Πέγκι Αν Γκάρνερ έλαβε τιμητικό βραβείο Οσκαρ για την καλύτερη ερμηνεία από νεαρή ηθοποιό.

Βραβεία Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ)

Βράβευση:
Β' Ανδρικού Ρόλου – Τζέιμς Νταν
Ερμηνείας από νεαρή ηθοποιό - Πέγκι Αν Γκάρνερ (Τιμητικό)

Υποψηφιότητα:
Διασκευασμένου Σεναρίου – Φρανκ Ντέιβις & Τες Σλέσιντζερ

Υπόθεση 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στη φτωχική συνοικία του Μπρούκλιν, η δεκατριάχρονη Φράνσι (Πέγκι Ανν Γκάρνερ), κόρη του ιρλανδικής καταγωγής Τζόνι Νόλαν (Τζέιμς Νταν) και της Κέιτι Νόλαν (Ντόροθι ΜακΓκουάιαρ), ονειρεύεται να τελειώσει το σχολείο και να γίνει συγγραφέας, αλλά η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της καθιστά δύσβατη την πορεία της προς τη μόρφωση και την ολοκλήρωση. Ο πατέρας της, που εργάζεται ως σερβιτόρος, ακτινοβολεί καλοσύνη όπου κι αν βρεθεί, η ζωή όμως δεν πραγματοποίησε τα όνειρά του και τον έκανε αλκοολικό. Η μητέρα της παντρεύτηκε τον Τζόνι γεμάτη ελπίδα για ένα λαμπρό μέλλον και έχει καταλήξει να καθαρίζει σκάλες για να συντηρήσει την οικογένειά της. Η πάροδος του χρόνου έχει σκληρύνει την Κέιτι, η οποία φέρεται με αυστηρότητα στα παιδιά της σε αντίθεση με τους μαλακούς τρόπους του καλόκαρδου Τζόνι. Όταν η Κέιτι ανακοινώνει στον Τζόνι ότι πρόκειται να αποκτήσει και τρίτο παιδί η υλοποίηση των ονείρων της Κέιτι συναντά εμπόδια καθώς θα πρέπει να σταματήσει το σχολείο για να δουλέψει και να βοηθήσει στη συντήρηση του σπιτιού. Έτσι ο Τζόνι κάνει την ύστατη προσπάθεια για να βοηθήσει το σπίτι του και να βοηθήσει την κόρη του να τελειώσει το σχολείο.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Ακίρα Κουροσάβα ( 23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998 )

 

Ο Ακίρα Κουροσάβα ( 23 Μαρτίου 1910—6 Σεπτεμβρίου 1998 ) ήταν Ιάπωνας σκηνοθέτης. Επηρέασε με τις ταινίες του μιαν ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας. Υποστήριζε την Αριστερά, παρόλο που οι περισσότερες ταινίες του δεν έχουν ιδιαίτερα πολιτικό περιεχόμενο.

Ο Ακίρα Κουροσάβα είναι αναμφίβολα ο γνωστότερος στην Δύση Ιάπωνας σκηνοθέτης. Κατά την διάρκεια της ζωής του γύρισε περισσότερες από 30 ταινίες. Μερικά από αυτά τιμήθηκαν και με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία "Rashômon", και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία "Kagemusha".

Ο Ακίρα Κουροσάβα γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στην Όμορι (Τόκιο), τελευταίο των οκτώ παιδιών του Ισαμού (Isamu) και της Σίμα (Shima) Κουροσάβα. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία Τεχνών. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο (Yamamoto Kajirô), που δούλευε σε μια γιαπωνέζικη εταιρεία παραγωγής ταινιών. Στην εταιρεία αυτή ο Κουροσάβα γυρίζει την πρώτη του ταινία: "Σουγκάτα Σανσίρο" (Sugata Sanshiirô) (1943), μια διασκεδαστική ταινία για την ιστορία του τζούντο. Στα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα παράγει ταινίες πιο απλές και εμπορικές, όπως η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο (1945), οι οποίες γεννιούνται υπό τον έλεγχο της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, που λογοκρίνει αυστηρά ολόκληρη την πνευματική δημιουργία της εποχής και ευνοεί κυρίως την παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων με πατριωτικό περιεχόμενο. Η συνέχεια του Σουγκάτα Σανσίρο είναι, εξ αιτίας αυτής της πίεσης εκ μέρους της κυβέρνησης, μια πατριωτική ταινία που σκοπεύει να δείξει στο κοινό την υπεροχή της γιαπωνέζικης πολεμικής τέχνης (τζούντο) απέναντι σ' εκείνη των εχθρών των Ιαπώνων, των Αμερικανών (μποξ). Για τον Κουροσάβα, που συμπορευόταν με την αριστερά, η οποία στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '20 είχε παίξει μεγάλο ρόλο κυρίως για την νέα γενιά, η εμπειρία της αντίδρασης εκ μέρους των συντηρητικών τάξεων και ομάδων της Ιαπωνίας, της έλλειψης ελευθερίας και του πολέμου υπήρξε σημαντικότατη.

Το πρώτο φιλμ

Το πρώτο φιλμ που γύρισε μετά τον πόλεμο, "Δεν λυπόμαστε την νεολαία μας" (1946), είχε σαν θέμα την ιστορία της Ιαπωνίας από την δεκαετία του '30 ως το 1946. Η ταινία βασιζόταν στην "πτώση του Τακικάβα", που έλαβε χώρο το 1933 όταν ένας καθηγητής αναγκάσθηκε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί εξ αιτίας των πολιτικών απόψεών του, δηλαδή γιατί φαινόταν να υποστηρίζει την αριστερά και τα κινήματα των φοιτητών. Η ταινία του Κουροσάβα διηγείται την ιστορία του φοιτητή Νόγκε και της Ιούκιε, της θυγατέρας του πρύτανη του πανεπιστημίου του Κιότο. Ο Νόγκε ανήκει στο αριστερό κίνημα φοιτητών και επιδιώκει να σώσει το πανεπιστήμιο από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμποδίσει την ελευθερία λόγου, ώστε να ελέγχει έτσι την κοινή γνώμη. Οι φοιτητές διαμαρτύρονται και αντιστέκονται. Ενώ ο Νόγκε παλεύει, η κόρη του πρύτανη Ιούκιε ζει αγνοώντας τέτοια ζητήματα· είναι ένα κορίτσι τολμηρό, χωρίς κριτική συνείδηση για το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς της Ιαπωνίας. Μια ημέρα, ο Νόγκε την κατηγορεί για τη συμπεριφορά της, λέγοντας ότι ζει σ' έναν κοσμο μακριά από την πραγματικότητα. Η Ιούκιε πληγώνεται από τούτα τα λόγια, αλλά καταλαβαίνει ότι ο Νόγκε έχει δίκιο. Ο Νόγκε εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, ενώ οι άλλοι φοιτητές σταματούν τις διαμαρτυρίες τους από φόβο μήπως εκδιωχθούν από το πανεπιστήμιο. Η αντίδραση, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν, οι πολίτες δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν στην πίεση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Όταν μετά τρία χρόνια ο Νόγκε ελευθερώνεται, προσποιείται ότι παράτησε την αντίστασή του κατά της κυβέρνησης και της πολιτικής της και ιδρύει μιαν εφημερίδα, αλλά εξακολουθεί να παλεύει κατά του ιμπεριαλισμού και της δικτατορίας κρυφά, παράνομα. Η Ιούκιε, που ήδη πριν τρία χρόνια τον είχε ερωτευτεί, πηγαίνει σε αυτόν, και οι δυο αρχίζουν να ζουν μαζί. Μιαν ημέρα ο Νογκε όμως συλλαμβάνεται, αφού η δραστηριότητά του ανακαλύφθηκε, και δολοφονείται στην φυλακή από την αστυνομία. Ο Νόγκε ανακηρύσσεται "προδότης της πατρίδας". Μονο η Ιούκιε θα μείνει στο μέρος του, προσπαθώντας να ζει έτσι "ώστε να μην λυπάται τίποτε από την ζωή της". Μονο μετά τον πόλεμο, μετά τούτη την μεγάλη καταστροφή, θα αναγνωρισθεί επισήμως το μήνυμα που ο Νόγκε είχε αναγγείλει, και θα θεωρηθεί υπόδειγμα για τη νεολαία.

Η διεθνής καταξίωση

Τα επόμενα χρόνια ο Κουροσάβα γύρισε το αριστούργημα "Ο μεθυσμένος άγγελος" (1948) και την ταινία που του επέφερε διεθνή αναγνώριση και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη: "Ρασομόν" (1950), στο οποίο απονεμήθηκε ο "Χρυσός Λέων" στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας του 1951. Η ταινία πραγματεύεται το θέμα της αλήθειας, της ανάμνησης και της πραγματικότητας. Άλλες γνωστές ταινίες του Κουροσάβα είναι οι Επτά Σαμουράι, Όνειρα, Γιοτζίμπο, Ραψωδία τον Αύγουστο, Καγκεμούσα.


Φιλμογραφία

«Μανταντάγιο» (1993), «Μια Ραψωδία Τον Αύγουστο» (1991), «Όνειρα» (1990), «Ραν» (1985), «Καγκεμούσα, ο ίσκιος του πολεμιστή» (1980), «Ουζαλά» (1975), «Η Γειτονιά Των Καταφρονεμένων» (1970), «Κοκκινογένης» (1965), «Ο Δολοφόνος Του Τόκιο» (1963), «Σαντζούρο» (1962), «Γιοζίμπο» (1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» (1960), «Το κρυμμένο φρούριο» (1958), «Ο υπόκοσμος» (1957), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Οι 7 Σαμουράϊ» (1954), «Ο καταδικασμένος» (1952), «Ο ηλίθιος» (1951), «Ρασομόν» (1950), «Σκάνδαλο» (1950), «Λυσσασμένος σκύλος» (1949), «Η ήσυχη διένεξη» (1949), «Ο μεθυσμένος άγγελος» (1948), «Μία υπέροχη Κυριακή» (1947), «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» (1946), «Αυτά κτίζουν το μέλλον» (1946), «Ο Θρύλος του Τζούντο 2» (1945), «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945), «Ο πιο ωραίος» (1944), «Ο Θρύλος του Τζούντο» (1943) https://tvxs.gr/



Το θρυλικό «Rashomon» του Ακίρα Κουροσάβα

Γιώργος Ρούσσος

Το αινιγματικό και διαχρονικό αριστούργημα του κορυφαίου Ιάπωνα σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάβα (23 Μαρτίου του 1910 - 6 Σεπτεμβρίου του 1998), «Rashomon», αποτελεί μία κινηματογραφική ταινία - σημείο αναφοράς, για το παγκόσμιο Σινεμά, καθώς δικαίως θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα έργα στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

«Η ταινία μου το "Rashomon" θα γινόταν έτσι ο χώρος των δοκιμών μου, ο χώρος στον οποίο θα εφάρμοζα τις ιδέες και τις επιθυμίες που μου είχαν προκύψει ύστερα από την έρευνα που έκανα την περίοδο του βωβού. Οι παράξενες αυτές παρορμήσεις της ανθρώπινης καρδιάς θα εκφράζονταν με τη βοήθεια ενός πολύ μελετημένου παιχνιδιού φωτός και σκιάς. Το "Rashomon" έγινε η πύλη της εισόδου μου στο χώρο του διεθνούς κινηματογράφου κι όμως τώρα εδώ, σαν αυτοβιογραφούμενος, μου είναι αδύνατον να περάσω από την πύλη του Rashomon και να βγω στον κόσμο της υπόλοιπης ζωής μου. Ίσως κάποτε καταφέρω να το κάνω. Ίσως όμως η αδυναμία μου αυτή να σημαίνει και την επιθυμία μου να σταματήσω κάπου εδώ. Είμαι κατασκευαστής ταινιών. Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να λέει περισσότερα πράγματα για έναν δημιουργό, από τον ίδιο δημιούργημα του...». Ακίρα Κουροσάβα

Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητάνε έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Rashomon. Όταν ένας χωρικός πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος. Λένε στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος εξιστορούν αυτά που είδαν ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν, και στη συνέχεια ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι.

Ενώ λοιπόν, οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, είναι απίθανο κάποιος από τους συμμετέχοντες να λέει ψέματα για προσωπικό συμφέρον, καθώς και οι τρεις τους ισχυρίζονται ότι είναι οι δολοφόνοι!

Το "Rashomon" του Ακίρα Κουροσάβα, είναι μία ταινία σταθμός για τον παγκόσμιο κινηματογράφο έχοντας γράψει ιστορία και όντας η πρώτη ιαπωνική ταινία που κυκλοφόρησε με τόσο επιτυχημένο τρόπο εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα τιμήθηκε, τόσο με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία το 1950, όσο και με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Πέρα από τα βραβεία όμως, ο Κουροσάβα παρουσίασε εδώ έναν νέο τρόπο σύνθετης κινηματογραφικής αφήγησης. Βλέποντας μέσω flash backs, τέσσερις φορές το ίδιο γεγονός από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ο θεατής γίνεται μάρτυρας των φόβων, των κινήτρων και των παραγόντων που ορίζουν την υποκειμενική ιστορία του καθενός από τους ήρωες μας.
Κάθε ήρωας, μπορεί τελικά να σκότωσε τον σαμουράι, μπορεί όμως και ο ίδιος να αυτοκτόνησε. Έτσι λοιπόν ο Κουροσάβα μας μιλά για την άποψη του ότι, όλοι μας σε τελική ανάλυση λέμε απλά τις υποκειμενικές μας αλήθειες.
Διαβάστε περισσότερα https://tvxs.gr/



Ran, μία ταινία του Ακίρα Κουροσάβα

“Ένα βέλος μόνο σπάει εύκολα, αλλά όχι και τα τρία μαζί.”

Ο Χιντετόρα είναι ένας παντοδύναμος φεουδάρχης, που μέσα από ασταμάτητους πολέμους έχει κατακτήσει γη και εξουσία πέρα από κάθε φαντασία. Γερασμένος πλέον αποφασίζει να παραχωρήσει την εξουσία και τα εδάφη στους τρεις γιους του, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο. Ο Τάρο, που είναι ο μεγαλύτερος γιος, θα κληρονομήσει το πρώτο κάστρο και θα είναι ο αρχηγός της επικράτειας των Ιτσιμόνι, ενώ ο Τζίρο κι ο Σαμπούρο , θα λάβουν το δεύτερο και τρίτο αντίστοιχα, ώστε να υποστηρίζουν τον αδερφό τους. Ο γέρος φεουδάρχης τους λέει πως η μοναδική του επιθυμία είναι να τον φιλοξενούν διαδοχικά στα κάστρα που τους παραχώρησε, όμως ο Σαμπούροείναι αντίθετος με την απόφαση του πατέρα του και του διδάσκει πως ακόμα και τρία βέλη μπορούν να σπάσουν με τον κατάλληλο τρόπο.

Ο Χιντετόρα θα θεωρήσει τον Σαμπούρο ασεβή και θα τον εξορίσει μαζί με τον Τάνγκο, έναν από τους πιο πιστούς στρατιώτες του. Πιστεύοντας ότι οι άλλοι δύο γιοί του είναι πιστοί σε αυτόν, πηγαίνει να φιλοξενηθεί στα κάστρα τους. Ωστόσο, δεν αργεί να καταλάβει το μεγάλο λάθος που έκανε.

CASTING

Ο ρόλος του Χιντετόρα, του γέρου φεουδάρχη, ερμηνεύεται από τον Τατσούγια Νακαντάι, ο οποίος είχε αναλάβει διάφορους δευτερεύοντες ρόλους σε παλιότερες ταινίες του Κουροσάβα. Προσωπικά θεωρώ την ερμηνεία του απίστευτη. Βλέποντας τον Χιντετόρα του Ran είναι σαν να κοιτάς από ένα ανοιχτό παράθυρο την ίδια την τρέλα. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο συναισθήματα, που μεταφέρονται και γαντζώνονται χωρίς πολύ προσπάθεια βαθιά μέσα σου.

Τους ρόλους των τριών αδερφών, Τάρο, Τζίρο και Σαμπούρο, ερμηνεύουν αντίστοιχα οι Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νέζου και Νταϊσούκε Ριού. Οι δύο τελευταίοι είχαν αναλάβει ρόλους και στο Kagemusha, την ταινία που σκηνοθέτησε ο Κουροσάβα σαν πρόβα για το Ran.

Επίσης εκπληκτική είναι η ερμηνεία της Μίεκο Χάραντα ως Λαίδη Καέντε και γυναίκα του άρχοντα Τάρο. Είναι αναμφίβολα ένας από τους πιο δολοπλόκους χαρακτήρες του κινηματογράφου.
Από το casting δεν λείπουν οι Μασαγιούκι Γιούι (Τάγκο) και Χισάσι Ιγκάβα (Κουρογκάνε), δύο βετεράνοι ηθοποιοί του Κουροσάβα (Dreams, Madadayo).
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι, για τις ανάγκες της ταινίας, ο Κουροσάβα προσέλαβε 1400 extras (επιπλέον ηθοποιούς, κομπάρσους).








Αλέκος Σακελλάριος ( 13 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991 )

 

Ο Αλέκος Σακελλάριος ( 13 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991 ) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Εξαιρετικά δημοφιλής και παραγωγικός, υπήρξε από τους σημαντικότερους ανανεωτές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κωμωδίας και από τους σημαντικότερους στιχουργούς του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αχαρνών. Οι νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εκτοπίστηκαν πολύ σύντομα από τις ζωηρές δημοσιογραφικές του ανησυχίες (ήδη από τα σχολικά του χρόνια υπήρξε εκδότης του "Μαθητή", της πιο μεγάλης κυκλοφορίας μαθητικής εφημερίδας της εποχής). Στη μάχιμη δημοσιογραφία μπαίνει μέσα από τη φιλολογική στήλη της Καθημερινής, μετά από ποίημα που στέλνει στον Γεώργιο Βλάχο. Εργάστηκε σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες: Ελεύθερη Ελλάδα, Ακρόπολις, Απογευματινή, Μάχη, Ελεύθερος Κόσμος, Εθνικός Κήρυξ, Ελεύθερος Τύπος κ.ά., άλλοτε ως ρεπόρτερ, άλλοτε ως χρονογράφος ή ως ευθυμογράφος. Επίσης με τον στενό συνεργάτη του Χρήστο Γιαννακόπουλο εξέδωσαν την εφημερίδα Το Εικοσιτετράωρο και τα περιοδικά Πρωτεύουσα και Σαββατοκύριακο. Διετέλεσε επίσης και διευθυντής του περιοδικού ποικίλης ύλης Εβδομάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του χρονογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά.

Το 1935 έγραψε, κατόπιν παραγγελίας του κορυφαίου κωμικού του ελαφρού μουσικού θεάτρου της περιόδου, Πέτρου Κυριακού, το πρώτο θεατρικό του έργο, τη μουσική ηθογραφία Ο βασιλιάς του Χαλβά σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη με συνθέτη τον Νίκο Χατζηαποστόλου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και καθιέρωσε κατ'ευθείαν τον νεαρό συγγραφέα.

Η συνεργασία, όμως με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (ξεκινώντας από την επιθεώρηση Παύσατε Πυρ ), ήταν αυτή που έμελλε να γράψει πραγματικά ιστορία. Οι "Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου" (κατά την έκφραση του γνωστού θεατρικού κριτικού Αχιλλέα Μαμάκη ) εκτός από πολυγραφότατοι, υπήρξαν και εξαιρετικά πετυχημένοι. Το σερί των επιτυχιών τους, ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με τη θεατρική κωμωδία, αφήνοντας μια μεγάλη σειρά από έργα που παίζονται ακόμα και σήμερα.

Εξαιρετικά μεγάλη ήταν η επιτυχία του και στον κινηματογράφο, όπου ξεκίνησε αυτοδίδακτος, μετά από παρότρυνση του παραγωγού Φιλοποίμενος Φίνου. Οι ταινίες του σημείωναν ρεκόρ εισπράξεων και οι περισσότερες απ'αυτές έδειξαν και ιδιαίτερη αντοχή στον χρόνο, μέσω της τηλεόρασης. Πάνω από 20 από αυτές είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και σήμερα.

Εκτός απ'την συνεργασία του με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, δούλεψε και με τους περισσότερους -αν όχι όλους- επιθεωρησιακούς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε μόνος ή συνεργαζόμενος περίπου 200 θεατρικά έργα και 60 κινηματογραφικά σενάρια. Γνωστότερα απ' αυτά είναι: Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 'Ενας ήρως με παντούφλες, Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Η θεία απ' το Σικάγο, Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμή, Ο Ηλίας του 16ου, Το ξύλο βγήκε απ'τον Παράδεισο, Τα κίτρινα γάντια, Αλίμονο στους νέους, Η Αλίκη στο ναυτικό, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το δόλωμα, Υπάρχει και φιλότιμο.

Έγραψε επίσης τους στίχους -μόνος, με τον Γιαννακόπουλο ή με άλλους- σε περίπου 2.000 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», "Έχω ένα μυστικό", "Υπομονή", "Σήκω χόρεψε συρτάκι" και πολλά άλλα. Συνεργάστηκε με ευρεία γκάμα συνθετών (από τον Νίκο Χατζηαποστόλου και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, ως τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Γιάννη Σπανό). Ιδιαίτερα σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι ήταν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ. Σπουδαία -και εξαιρετικά επιτυχημένα- ήταν και τα τραγούδια που έγραψε με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Η κριτική της εποχής (με εξαίρεση τον Άλκη Θρύλο) αντιμετώπισε το δίδυμο Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου ως τους σημαντικότερους απ'τους κωμωδιογράφους της γενιάς τους (επαινώντας ιδιαίτερα και τις πιο φιλόδοξες απόπειρές τους, όπως τα "Ένας Ήρως με Παντούφλες" και Η Μεγάλη Παρένθεσις). Πολλές φορές κατηγορήθηκαν για προχειρότητα, λόγω της υπερπαραγωγικότητάς τους. Η αποτίμησή τους, όμως, μετά το πέρας της εποχής τους ήταν απολύτως θετική. Αρχίζοντας μάλιστα από το 1989, έργα τους μπήκαν και στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου, κάτι που στις μέρες των μεγάλων επιτυχιών τους θα ήταν αδιανόητο.

Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε για όλες τις δημιουργικές πλευρές του με πολλά ελληνικά και ξένα βραβεία. Κατά το τέλος της ζωής του, η αφηγηματική του δεινότητα τον έκανε περιζήτητο σε τηλεοπτικές εκπομπές που μελετούσαν την εποχή του. Πολύ μεγάλη επιτυχία, άλλωστε, είχε και το βιβλίο με τις αναμνήσεις του Λες και ήταν Χτες.

Είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε δύο κόρες. Τα τελευταία χρόνια (από τα τέλη του '70 ως το 1991) ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα, γράφοντας (όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του της εποχής) συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, θεατρικό και χρονογραφικό, σε αντίθεση με τα έργα των συγχρόνων του Τσιφόρου και Ψαθά, δεν εκδόθηκε ποτέ.

Πέθανε στις 28 Αυγούστου 1991 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε οικογενειακό τάφο.


Οι Γερμανοί Ξανάρχονται

Ο Θόδωρος, ένας φιλήσυχος νοικοκύρης που αγανάκτησε από την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχθηκε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, πέφτει για έναν μεσημεριανό υπνάκο και βλέπει στον ύπνο του, ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ολοζώντανο όνειρο που θα εξελιχθεί σε εφιάλτη και θα τον ξαναγυρίσει στις μέρες που κρυφάκουγε το ραδιόφωνο που φύλαγαν στο πηγάδι. Στις μέρες της πείνας και της ανέχειας που κυριαρχούσε ο φόβος για τον Γερμανό κατακτητή. Μια τέτοια μέρα, Γερμανοί θα μπουκάρουν στην αυλή του σπιτιού του και θα τον συλλάβουν μαζί με άλλους άντρες του σπιτιού...http://www.cinehellas.com/



Ένα βότσαλο στη λίμνη

Μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιανακόπουλου, που υπήρξε μεγάλη θεατρική επιτυχία. Βασικός ήρωας είναι ο Μανώλης Σκουντρής (Βασίλης Λογοθετίδης) ο οποίος είναι δέκα χρόνια παντρεμένος με τη Βέτα (Μαίρη Λαλοπούλου). Είναι ένας ήσυχος οικογενειάρχης αλλά πολύ τσιγκούνης. Ποτέ δεν έχει χαρίσει στη γυναίκα του ούτε ένα δωράκι. Κάποιο βράδυ πηγαίνουν να διασκεδάσουν μαζί με τον συνεταίρο του, τον Γιώργο (Ευάγγελος Πρωτοπαπάς) και δύο όμορφες και κεφάτες Ελληνο-αμερικανίδες, τη Μάργκαρετ (Καίτη Λαμπροπούλου) και την Έβελυν (Ίλυα Λιβυκού). Εκεί ο Μανώλης ξοδεύει τα μαλλιά της κεφαλής του. Όμως για κακή του τύχη, η Έβελυν δεν είναι άλλη από τη Βαγγελίτσα, μια μακρινή εξαδέλφη της γυναίκας του, η οποία έρχεται την επομένη στο σπίτι τους για φαγητό. Βέβαια του κάνει τη ζωή δύσκολη, μέχρι που καταφέρνει να τον μεταπείσει και να τον κάνει ανοιχτοχέρη, κυρίως απέναντι στη γυναίκα του.


Δεσποινίς Ετών 39 

Ο Τηλέμαχος πρέπει πρώτα να παντρέψει την μεγαλύτερη από αυτόν αδελφή του Χρυσάνθη, για να μπορέσει να παντρευτεί την καλή της καρδιάς του Φωφώ. Και επειδή το ενδιαφέρον των ανδρών για τη Χρυσάνθη είναι μάλλον ανύπαρκτο, αναλαμβάνουν με τον καλό του φίλο Σταμάτη, να συντάξουν μια μικρή αγγελία για να την δημοσιεύσουν στην εφημερίδα προς αναζήτηση υποψηφίων γαμπρών.

Το ιδιαίτερα θλιβερό της φινάλε, ενόχλησε τόσο πολύ το κοινό, ώστε στο ρημέϊκ του 1968, "Ο Ρωμιός έχει Φιλότιμο", που γύρισε ο ίδιος σκηνοθέτης, αντικαταστάθηκε με happy end. Είναι η τελευταία ταινία του Σακελλάριου / Γιαννακόπουλου, που γυρίστηκε στα υπερσύγχρονα στούντιο Νάχας του Καϊρου.  http://www.cinehellas.com/



Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο

Δυο κλασικοί λατερνατζήδες, ο Πετράκης και ο Παυλάρας (Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος), βλέπουν ότι το επάγγελμά τους δεν έχει πια πέραση στην Αθήνα και παίρνουν το δρόμο για την επαρχία. Μια μέρα βρίσκονται στο πανηγύρι της Παναγιάς της Πλατανιώτισσας κι εκεί συναντούν μια όμορφη συμπαθητική κοπέλα, την Καίτη (Τζένη Καρέζη). Η κοπέλα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση γιατί το ’χει σκάσει από το σπίτι της. Ο εφοπλιστής πατέρας της θέλει να την παντρέψει μ’ έναν μεσήλικα, ενώ εκείνη αγαπάει ένα φτωχό υπάλληλο, τον Δημήτρη (Αλέκος Α-λεξανδράκης). Οι δύο καλόκαρδοι λατερνατζήδες, παρότι μαθαίνουν ότι ο πατέρας της δίνει μια μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον βρει την κόρη του, αδιαφορούν παντελώς για τα λεφτά και τη βοηθάνε με κάθε τρόπο να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά, ενώ καταφέρνουν να συμφιλιώσουν το ζευγάρι με τον πατέρα της Καίτης.



θα σε κάνω βασίλισσα

Ο Αντώνης Τσιλιβίκης (Θανάσης Βέγγος) είναι μεν ένας επιτυχημένος εργολάβος οικοδομών, αλλά ως σύζυγος είναι τσιγκούνης, παραμελεί το σπιτικό του και δεν κάνει το παραμικρό για την όμορφη γυναίκα του Ελένη (Νίκη Λινάρδου). Ο Αντώνης κατάφερε να γίνει αυτό που είναι, χάρη στα δολάρια που έστελνε τακτικά ο Πιτ Παπαθεοφιλόπουλος (Λάμπρος Κωνσταντάρας), θείος της γυναίκας του απ’ την Αμερική, επειδή εκείνη του είχε γράψει πως χήρεψε. Τώρα που ο Πιτ έρχεται στην Ελλάδα, ο Αντώνης αναγκάζεται να παραστήσει τον ενοικιαστή ενός δωματίου στο σπίτι της γυναίκας του και τα πράγματα περιπλέκονται άσχημα, όταν ο θείος της αποφασίζει να την παντρέψει μ’ έναν πλούσιο ομογενή και φίλο του. Για να αποσοβήσει μεγαλύτερο κακό και να μη χάσει την Ελένη, αναγκάζεται να την κάνει «βασίλισσα», να αφήσει την τσιγκουνιά του και να μετακομίσει οικογενειακώς σε ένα καινούργιο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας που έχτισε προσφάτως.


Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο

Ένας νεαρός φτωχός καθηγητής (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) διορίζεται ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων και έρχεται αντιμέτωπος με τα κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα. Μια όμορφη μαθήτρια (Αλίκη Βουγιουκλάκη) ταλαιπωρεί διαρκώς τον καθηγητή, κι εκείνος αναλαμβάνει να τη «συμμορφώσει». Η μαθήτρια προσπαθεί, με διάφορες μικροαπάτες, να εκδικηθεί τον καθηγητή, τελικά όμως οι δύο νέοι ερωτεύονται αλλήλους και καταλήγουν σε γάμο.http://www.tainiothiki.gr/

Τραγούδια



Από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου 'Χτυποκάρδια στο Θρανίο (1963)'

Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις


Φεύγουν τα νιάτα
τα νιάτα κι η δροσιά
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μαζί τους φεύγει η ξενοιασιά.

Θέλει τραγούδι
τραγούδι και χορό
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μας περιμένει ο καιρός.

Φεύγουν τα νιάτα
κυλούν σαν το νερό
δεν σταματούν να γελούν
με τον καιρό.

Νάταν τα νιάτα
αχ να `ταν δυο φορές
θα `ταν μισές όλες οι λύπες μας
και διπλές θα ήταν οι χαρές.

Φεύγουν τα νιάτα
και φεύγει κι η ζωή
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
σαν το ανοιξιάτικο πρωί



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/