ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Καλύτερα"



Διάβασα ένα έξοχο ποίημα
του Πάρα
και σκέφτηκα
πως δεν διαβάζω συχνά
ποίηση που να μ΄αρέσει
δεν ξέρω αν φταίω εγώ
ή κάτι άλλο
γεροντικές αρρώστιες του μυαλού
ίσως
ή έγινα πολύ απαιτητικός
με τον εαυτό μου
και τους άλλους
δεν έχω πλέον δύναμη
δεν έχω υπομονή
να διαβάζω μετριότητες
πολλοί ανακάλυψαν στα εξήντα τους
ότι έχουν ταλέντο
πάει καλά
όλοι έχουν το δικαίωμα
να γράφουν
να εκφραστούν
η ποίηση δεν είναι προνόμιο
ορισμένων
μόνο που να
θέλω να διαβάζω κάτι
που θα με βοηθήσει
να σκεφτώ καλύτερα
να νιώσω καλύτερα.








Carpe "Τα μουντά πρωινά..."



Μετοίκησα στο αμπάρι της ζωής.

Με μάτια κλειστά αντιλαμβάνομαι

την ηχώ του πόθου.

Μια λιτανεία ηδονής

διατρέχει το κορμί,

το περίγραμμα της σάρκας

φέρει πάνω του τις κηλίδες

των φιλήδονων σιωπών.

Αποκηρύσσω τα μουντά πρωινά

που κατακλύζουν την ύπαρξή μας.

Η σάρκα αρμυρή από ιδρώτα

αναζητά το άγγιγμα της αφής σου,

αιωρούνται οι αναστεναγμοί του πόθου

καταλύουν τη φαιδρότητα των αναστολών.

Carpe.

Η φωτογραφία είναι από https://www.naftemporiki.gr/







ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ -ΑΦΙΕΡΩΜΑ

 

Αυτοπροσωπογραφία 

Γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο, ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Ο αδελφός του αναδείχθηκε επίσης φημισμένος καλλιτέχνης, με το όνομα Αλμπέρτ Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, ιδιαίτερα το τοπίο του Βόλου που παρέπεμπε σε αρχαία Ιωλκό και Αργοναυτική εκστρατεία, όπου μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. 
Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο, παρά την επιθυμία του να τον διαδεχτούν τα παιδιά του ως μηχανικοί, ενθάρρυνε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά τους. Έτσι, ο Τζόρτζιο φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το 1905 σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του στις τελικές εξετάσεις της σχολής. 
Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. 
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινε θερμά δεκτός σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών, που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, ο ντε Κίρικο παρουσιάστηκε στη Φεράρα για να υπηρετήσει τη θητεία του. Συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι. 
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φεράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη, όπου υπήρξε μέλος και του θεατρικού κύκλου.

The Painter's Family 1926 


Από το 1919, στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Όμως, την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του έγιναν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι αποκήρυξαν τη στροφή του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Η διάσταση των απόψεων του ντε Κίρικο με τους υπερρεαλιστές επισημοποιήθηκε το 1926, όταν τον χαρακτήρισαν ως μία «μεγαλοφυΐα που χάθηκε». 
Το 1925 εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος. Η δεύτερη παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε και μία σειρά λιθογραφιώνΈζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934. Το 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για τα επόμενα δύο χρόνια και οργάνωσε συνολικά πέντε εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, τον Ιανουάριο του 1938.
Για ένα σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με νέο ύφος με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και με πολεμική διάθεση ενάντια στη μοντέρνα τέχνη, συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας. To έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη αμφισβήτηση από τους κριτικούς. Τότε ο ντε Κίρικο εξέφρασε την αντίθεσή του στη «δικτατορία» του μοντερνισμού μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων. Μάλιστα, κατά την περίοδο 1950-3 οργάνωσε την «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε στη Ρώμη το 1978.
Οι μεταφυσικοί πίνακές του εικονίζουν τα αντικείμενα αποξενωμένα από τον πραγματικό τους χώρο και τοποθετημένα σε κάποιον φανταστικό, ο οποίος φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με τα πραγματικά του συναισθήματα. Επίσης χρησιμοποιούνται συχνά κούκλες-ανδρείκελα, που έχουν στόχο να απογυμνώσουν την ανθρώπινη μορφή από το συναισθηματικό της περιεχόμενο, να τονίσουν το στοιχείο της σιωπής και να παρουσιάσουν τη ζωή σαν ένα ασήμαντο και μάταιο κουκλοθέατρο. Έλεγε σχετικά: «Με δεδομένη την ολοένα πιο υλιστική και πιο πραγματιστική προσέγγιση της σύγχρονης εποχής, δε θα με εξέπληττε στο μέλλον μια κοινωνία στην οποία, όσοι ζουν για τις πνευματικές απολαύσεις δε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση στον ήλιο».
[Επιμέλεια: Βικτωρία Κουτσουπιά, για το Ινστιτουτο Μελετων Ελληνικης Τέχνης, Artem]

ΠΗΓΗ http://artemnotes.blogspot.gr                                                        


Ο Ασωτος υιός


Τραγούδι της αγάπης


Εκτωρ και Ανδρομάχη

Αποψη της Αθήνας

Ο Αρχαιολόγος


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο - Camille Pissarro ( 10 Ιουλίου 1830 – 13 Νοεμβρίου 1903 )

 

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο (Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς (Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι), 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν Γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονισμού», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.
Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1830, στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον έστειλαν να τις συνεχίσει στη Γαλλία όπου γράφτηκε στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε πολύ καλές αποδοχές, πάντα αναζητούσε ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, όπως έκανε και στο σχολείο, παραμελώντας τα μαθήματά του.
Το 1852, ο Πισαρό εκμεταλλεύτηκε την παρουσία του ζωγράφου Φριτζ Μέλμπυ (Fritz Melbye) στον Άγιο Θωμά, για να ταξιδέψει μαζί του στο Καράκας. Ο πατέρας του, παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει ο γιος του την επιχείρησή του και την αντίθεσή του στην ενασχόλησή του με την ζωγραφική, ενίσχυσε οικονομικά το ταξίδι. Ο Πισαρό επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (Jean-Baptiste Camille Corot), ενός τοπιογράφου που τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους. Παράλληλα, ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Ντελακρουά.
 the artist daughter 

Το 1859 συμμετείχε στο Σαλόν του Παρισιού με ένα πίνακα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές τα έργα του απορρίφθηκαν. Το 1861 παντρεύτηκε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές, έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Εντουάρ Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τις Όχθες του Μάρνη.
Πέρασε δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869, καθώς — παρά τις καλές κριτικές — τα έργα του δεν πωλούνταν εύκολα. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκε στη Λουβσιέν, στηριζόμενος οικονομικά κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, τα έργα του εκείνης της περιόδου, χαρακτηρίζονται ως πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϋ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος, με τα χρώματα και τα τοπία της, επέδρασε πάνω του όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τον φωτισμό.

Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Σεζάν. Τα επόμενα χρόνια, άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο η ομάδα των ιμπρεσιονιστών. Το 1874πέθανε η μοναδική του κόρη Ζαν-Ρασέλ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ίδιος σημειώνει αποτυχία στην έκθεση που διοργανώνει για όλους τους ιμπρεσιονιστές. Μετά το 1875, θεωρείται πως άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταδώσει μέσα από το έργο του. Επέστρεψε στο Ποντουάζ το 1882 και συμμετείχε σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις — συνολικά εννέα — μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε πολύ στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία καθώς επίσης και στη Ρουέν και το Παρίσι. Τα τελευταία έργα του θεωρούνται πιο πλούσια και φωτεινά.
Ο Πισαρό πέθανε στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου (ή κατά άλλους στις 12 Νοεμβρίου) του 1903, σε ηλικία 73 ετών, και ενώ είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται το σύνολο του έργου του.

https://el.wikipedia.org/

Δρόμος στο πάρκο του Μαρλύ, 1871

 Είσοδος στο χωριό Βουαζέν, 1872

 Pontoise, ο δρόμος για την Gisors τον χειμώνα, 1873

 Πρωινή πάχνη, 1873

Σπίτια στην εξοχή, 1874

 Οι κόκκινες στέγες, 1877

 Η βοσκοπούλα , 1881

 Γυναίκα και παιδί στο πηγάδι, 1882

  Προκυμαίες της Ρουέν, 1883

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/













Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873)

 

Ο Ιωάννης Καρασούτσας (9 Ιουλίου 1824 – 1873) ήταν Έλληνας ποιητής και μεταφραστής. Γεννημένος στην Σμύρνη, έζησε τα μαθητικά του χρόνια στην Ερμούπολη της Σύρου και σπούδασε στην Αθήνα.
Το 1839, μαθητής ακόμα, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Λύρα και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η δεύτερη με τίτλο Μούσα θηλάζουσα, αφιερωμένη στη βασίλισσα Αμαλία. Μέχρι το 1850, οπότε διορίστηκε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στο Ναύπλιο, δημοσίευε σχεδόν μια ποιητική συλλογή το χρόνο. Από τις συλλογές αυτές ξεχωρίζουν οι Εωθιναί μελωδίαι (1846) και η επιλογή από το προηγούμενο έργο του με τίτλο Απάνθισμα ποιητικόν (1849). Την περίοδο της διδασκαλίας του συνέγραψε μια γραμματική της γαλλικής, ένα λεξικό συνωνύμων της γαλλικής, μια γαλλική χρηστομάθεια και άλλα διδακτικά βιβλία.
Το 1852 μετατέθηκε στην Αθήνα. Η περίοδος της ποιητικής του ακμής ξεκίνησε γύρω στο 1855. Τότε ο Καρασούτσας πήρε μέρος σε ποιητικούς διαγωνισμούς και βραβεύτηκε τρεις φορές με τα έργα Μη ζωη μετ' αμουσίας (1855), Πολιτικαί και πατριωτικαί μελέται (1859) και Κλεονίκη (1867), ενώ το 1860 εξέδωσε τη συλλογή Η Βάρβιτος με κάποια από τα καλύτερα έργα του. Μετέφρασε την Παναγία των Παρισίων του Ουγκό (1867), την Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά της Χάριετ Μπίτσερ Στόου (1854 και β΄ μορφή το 1860), ένα απόσπασμα από τον λ. Βύρωνα, τη Λίμνη του Λαμαρτίνου και άλλα έργα. Ήταν φίλος του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή και του Ηλία Τανταλίδη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με πολλές στερήσεις (είχε προηγηθεί απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση) και έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτοκτόνησε το Μάρτη του 1873 στην Αθήνα. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το σύγγραμμά του Σύστημα ετυμολογικόν ή περί φύσεως των ονομάτων. Ο Καρασούτσας έγραψε σχεδόν αποκλειστικά στην καθαρεύουσα, με μοναδική εξαίρεση το ποίημα Φθινόπωρο. ΄Εντονη είναι στα γραπτά του η προσπάθεια υποστήριξης και διάδοσης των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών ιδεωδών που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στην Ευρώπη. Το έργο του συνδυάζει τη ρομαντική θεματολογία με την κλασικιστική αρχαϊστική γλωσσική έκφραση, η οποία στην περίπτωσή του Καρασούτσα διακρίνεται για την τρυφερότητα και την πλαστικότητά της.https://el.wikipedia.org/

Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΧΕΙΜΩΝ.

Ὅλοι θαυμάζουν,
Ὅλοι φωνάζουν
Ἆ! τί ὡραῖος, λαμπρός καιρός!
Τα φυτά θάλλουν,
Τα πτηνά ψάλλουν,
Κ’ εἶναι δεκέμβριος ὁ σκληρός.

Αἱ κομψαί νέαι
Και αἱ ὡραῖαι
Ὑπάγουν ὅλαι να τρελλαθοῦν.
Οἱ λευκοί ὦμοι
Γυμνοί ἀκόμη
Δύναντ’ ἐξαίρετα να  σταθοῦν.

Μία μ’ εὑρίσκει
Ποῦ ἀποθνήσκει
Δι’ ἐξοχάς, καί με   θαυμασμόν
Ὡς πρώτιστόν της
Χαιρετισμόν της
Δέτε, με  λέγει, δέτε χειμών!

—Ἐγώ  πιστεύω,
Κἂν ὑποπτεύω,
Τῆς κάμν’, ὁ φίλος σας ὅτι Ζεύς

Κἀμμίαν ἄλλην
Στὸ μάτι πάλιν
Ἔχει τοῦ κόσμου ὁ βασιλεύς.

Για μιαν  ὡραίαν
Ποτέ Θηβαίαν
Τί κάμνει ξεύρετε; ὤ! φρικτόν!
—Τί; τί; —Εἰς μίαν
Νύκτα γλυκεῖα
Δίδει το μῆκος τριῶν νυκτῶν.

—Φρικτόν τῳόντι!
—Λοιπόν τὸ δόντι
Και τώρα πάλιν ἂν τον πονᾷ
Δι’ ἄλλην νέαν
Ποῦ τήν ὡραίαν
Φύσιν γυρεύει καί τά   βουνά,

Ὤ φαντασθῆτε,
Φίλη, νά ζῆτε!
Ἂν τὤχῃ δύσκολον παντελῶς
Πίσω νά φέρῃ
Τό καλοκαῖρι
Γι’ αυτήν ποῦ χάσκει κ’ εἶναι τρελλός!


✧ ✧ ✧ ✧


ΤΟ ΕΞΩΚΚΛΗΣΙΟΝ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Εἰς δάσος ἐλαιῶν μονῆρες,
Καί φρίκης καί γαλήνης πλῆρες,
Εἰς Ὑμηττοῦ τάς ὑπωρείας,
Κεῖται ἐρημικὴ, ἁγία,
Μικρά τό σχῆμα Ἐκκλησία
Από τούς χρόνους τῆς δουλείας.

Πλήν τῶν βοσκῶν ὅσοι φυλάττουν
Τάς ποίμνας, τήν σιγήν ταράττουν
Σπανίως διαβάτου πόδες·
Εἰκών τοῦ χρόνου ὅστις φεύγει,
Ῥυάκιόν τι ἐξερεύγει
Ἀφρόν καί χάνεται θρηνῶδες.

Ἐκεῖ ἐνίοτε τό βῆμα
Φέρω, τό ἅρμα εἰς τό κῦμα
Ὅταν ὁ Φοῖβος προσπελάζῃ,
Καί ἦν’ ὁ οὐρανός ῥοδόχρους,
Κ’ ὁ γέρων Ὑμηττός ἰόχρους,
Κ’ ἡ Φιλομήλ’ ἀναστενάζῃ!

Εἰς κιονόκρανον ὡραῖον,
Ἀνῆκον εἰς ναόν ἀρχαῖον
Τῆς Δήμητρος ἢ Ἀφροδίτης,
Σκέψιν ἀμέτρητον κυμαίνων,
Μ’ ἀγκῶνα κάθημ’ ἐρεισμένον
Ἐπὶ γονάτων, ὡς πρεσβύτης.

Ὦ γενεαί ὅσαι τόν βίον
Διήλθετε μετά δακρύων
Εἰς τήν αἰσχίστην τυραννίδα,
Ὡς σάλου κυματοδιώξεις,
Εἰς λήθην τῆς ἀρχαίας δόξης,
Χωρίς τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα·

Πρός σᾶς οἱ διαλογισμοί μου
Στρέφοντ’ ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου,
Ὦ γενεαί  παρῳχημέναι
Πλήν μέ ἡμᾶς διά παντοίων
Παθῶν καί συμφορῶν ὁμοίων
Διά παντός   συνδεδεμέναι!

(Ὦ συγγενεῖς ὁρμαί καί   πόθοι!)
Εἰς τήν ψυχήν μας μετεδόθη
Τοῦ βίου σας ἡ ἀθυμία.
Μέχρις ὀστέων διεισδύει,
Νά τήν   ἐκνίψῃ δέν ἰσχύει
Ἡ ἀτελής ἐλευθερία!

Ἰδού οἱ ταπεινοί σας τάφοι,
Τὰ δακρυπότιστα ἐδάφη,
Καὶ τοῦ ναοῦ ὁ μέλας θόλος,
Μὲ προσευχὰς θερμὰς καὶ γόους,
Καὶ ἀναστεναγμοὺς ἀθρόους
Ἀνάπλεως εἰσέτι ὅλος.

Ἁγιωσύνης πνέει μύρον.
Ἐν μέσῳ προφητῶν, μαρτύρων,
Θεὸς, εἰς καταδίκου σχῆμα,
Χεῖρας αἱμοσταγεῖς ἐκτείνει,
Καὶ κεφαλὴν βαρεῖαν κλίνει,
Ὑπὲρ παντὸς τοῦ κόσμου θῦμα!

Ἀπόστολοι τῆς Γαλιλαίας,
Διδάσκαλοι θρησκείας νέας,
Ἐν δέοντι καὶ καταλλήλως
Τῆς πίστεως τὴν θείαν δᾷδα
Ἐκόμισεν εἰς τὴν Ἑλλάδα
Ὁ εὐαγγελικός σας ζῆλος.

Τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τεθλιμμένους,
Τοὺς δούλους καὶ δεδιωγμένους
Τίς ἤθελε παρηγορήσει;
Ὁ ἐραστὴς θεὸς τῆς Λήδας
Τῶν καρδιῶν τὰς καταιγίδας
Ἠδύνατο ν’ ἀποσοβήσῃ;

Ὁ ἱμερόεις τῶν Χαρίτων
Γέλως πρὸς δυστυχεῖς θὰ ἦτον
Ἡ σκληροτάτη εἰρωνεία.
Τί πρὸς αὐτοὺς τῶν θαλασσίων
Καὶ οὐρανίων καὶ χθονίων
Δαιμόνων ἡ φαιδρὰ χορεία;

Ἢ, ἄν, Ἑλλὰς, ὁ τοῦ Ἀγνώστου
Θεοῦ δὲν ἔστελλε τὸ φῶς του
Ἀστὴρ ὃν ἔκπαλαι ἐζήτεις,
Καὶ εἰς δουλείας καὶ ἀπάτης
Σκότος διπλοῦν περιεπάτεις,
Ἀθλία, ὀρφανή, ἀλῆτις,

Ὡς ἡ ἀρχαία Ἀντιγόνη·
Λατρεία σου νὰ ἦναι μόνη
Ἔπρεπ’ ἐν ταῖς δειναῖς ἀνίαις,
Ἐξ ὅλων τῶν θεῶν τῶν πάλαι,
Ἡ Νέμεσις καὶ αἱ μεγάλαι
Θεαὶ τοῦ ᾍδου Ἐριννύες!

Ἡ Νέμεσις ἡ Ῥαμνουσία,
Θεὸς δεινὴ, θεὸς βαρεῖα
Εἰς ἀσεβεῖς καὶ εἰς τυράννους,
Ἥτις καὶ εἰς τὰ σκότη βλέπει,
Καὶ τὰς ἀνόμους ἀνατρέπει
Βουλάς των καὶ ὑπερηφάνους.

Ἀρχαῖοι τύραννοι καὶ νέοι,
Ποῦ οἱ στρατοί σας οἱ γενναῖοι,
Καὶ ὁ ἀχαλινός σας γέλως;
Καὶ σὺ ἰσχὺς τῆς Ἄγαρ, ἥτις
Ἐφαίνεσο ὡς ὁ γρανίτης
Ἀκράδαντος καὶ δίχως τέλος·

Ἰδοὺ ὡς ἡ χιὼν ἐτάκης,
Ἣν ἡ ψυχρὰ πνοὴ τῆς Θρᾴκης
Ἐπὶ τοῦ Πάρνηθος σωρεύει,
Ἢ καταιγὶς εἰς τὸν αἰθέρα
Ἐν μετοπωρινῇ ἡμέρᾳ
Μυκᾶται ἅμα καὶ διέβη!

Ἀλλ’ ἡ ψυχή μας εἰς τὸ πλῆθος
Τῶν πόνων ὡς πελείας στῆθος
Συνείθισε ν’ ἀναστενάζῃ.
Εὗρε δ’ ἂν ὄχι εὐτυχίαν,
Ἀρκοῦσαν ὅμως ἡσυχίαν
Νὰ μελετᾷ καὶ νὰ ῥεμβάζῃ.
✧ ✧ ✧ ✧

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΩΝΙΑΝ.

Τίς τὴν ψυχήν μου θὰ ἡμερώσῃ;
Τίς εἰς τὸν πόθον μου θέλει δώσει
Πτερὰ Ζεφύρου;
Τίς εἰς τοὺς τόπους θέλει μὲ φέρει
Ὅπου ὁ Μέλης στιλπνὸς μαρμαίρει
Ὡς πλὰξ ἀργύρου;

Ἐκεῖ γλυκεῖαι πνέουσιν αὖραι,
Καὶ εἰς τὸ κῦμα δονοῦνται μαῦραι
Σκιαὶ πλατάνων.
Ἐκεῖ εὐώδης θάλλει μυρσίνη,
Ἐκεῖ τὰ πάντα τέρψις, γαλήνη,
Πλὴν τῶν τυράννων!

Ἡ τυραννία τὴν φρίκην σπείρει,
Καὶ τῆς ὡραίας φύσεως φθεῖρει
Τὴν ἁρμονίαν.
Αὐτὴ μαραίνει τὰ κάλλιστ’ ἄνθη,
Καὶ ἡ πνοή της κατελυμάνθη
Τὴν Ἰωνίαν.

Ἀλλ’ ἂν τὰ κάλλη της λαίλαψ τύπτῃ,
Ὑπὸ τὸ βάρος της ἀνακύπτει
Πλέον ὡραία,
Κ’ εἰς τὴν γλυκεῖαν μορφήν της ἔτι
Τὸ δουλικόν της πένθος προσθέτει
Θέλγητρα νέα.

Οὕτως εἰς ῥόδον πίπτει βαρεῖα
Ἡ ὁλολύζουσα τρικυμία
Μὲ ὄμβρου σάλον·
Πλὴν εἰς τὴν τόσην ἀνεμοζάλην
Ὑπερηφάνως ἐγείρει πάλιν
Μέτωπον θάλλον!

✧ ✧ ✧ ✧

ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Ιβάν Βάζοφ ( 9 Ιουλίου 1850 – 22 Σεπτεμβρίου 1921 )

 

Ο Ιβάν Βάζοφ ( 9 Ιουλίου 1850 – 22 Σεπτεμβρίου 1921 ) ήταν Βούλγαρος ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην πόλη Σόποτ (Sopot) στην Επαρχία της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ). Θεωρείται ο εθνικός ποιητής και θεμελιωτής της σύγχρονης βουλγαρικής λογοτεχνίας.
Οι γονείς του, Σούμπα και Μίντσο Βάζoφ, άσκησαν μεγάλη επιρροή στο νεαρό ποιητή. Έκανε τις πρώτες σπουδές του στο Σόποτ και τη Φιλιππούπολη (βουλγ. Plovdiv). Στη Ρουμανία, όπου πήγε αργότερα να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες, ανέπτυξε σχέσεις με εξόριστους Βούλγαρους επαναστάτες. Η ζωή του, όπως και το έργο του, επηρεάστηκε από την πολιτικά ταραγμένη περίοδο 1890 έως 1920 και τις οδύνες των συμπατριωτών του υπό τον οθωμανικό ζυγό. Ιδεολογικά, μεγάλη επιρροή άσκησε στη μεταγενέστερη σταδιοδρομία του ο Χρίστο Μπότεφ (Hristo Botev, 1848 - 1876), ποιητής και αρχηγός του επαναστατικού βουλγαρικού κινήματος εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας.
Μετά την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την οθωμανική κατοχή (1878), ο Βάζοφ ανέλαβε δημόσια αξιώματα, ασχολήθηκε με την πολιτική, εκλέχθηκε βουλευτής και χρημάτισε για κάποιο διάστημα υπουργός παιδείας. Λόγω όμως των πολιτικών πεποιθήσεών του, αυτοεξορίσθηκε στην Οδησσό (1886 - 1889), όπου άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία.
Ο Βάζοφ πέθανε στη Σόφια στις 22 Σεπτεμβρίου 1921, σε ηλικία 71 ετών. Στο πίσω μέρος του Ναού της Αγίας Σοφίας στη Σόφια, βρίσκεται ο τάφος του, που εντυπωσιάζει με το ογκώδες λιθάρι, φερμένο από το βουνό της Βίτοσα, που τον σκεπάζει. Στον κήπο μπροστά από την Αγία Σοφία, υπάρχει κι ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμά του, ενώ το σπίτι που έζησε, στη συμβολή των Οδών Ιβάν Βάζοφ και Γκεόργκι Ρακόφσκι, λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Το συγγραφικό έργο του

Η μεγάλη φήμη του Βάζοφ ξεκινά με την Εποποιία των Λησμονημένων (1881 - 1884), μια σειρά πατριωτικών ποιημάτων που εξυμνούν δοξασμένες μορφές του αγώνα του βουλγαρικού λαού για την ανεξαρτησία της χώρας του από την τουρκική κυριαρχία, όπως τους Στέφανο Καρατζά, Ρακόφσκι, Βασίλι Λέφσκι, Κότσο κ. ά. Το πιο σπουδαίο από τα ποιήματα αυτά περιγράφει την αυτοθυσία του υποδηματοποιού Κότσο, ο οποίος σκότωσε τη γυναίκα του και το παιδί του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Η " Εποποιία των Λησμονημένων" θεωρείται το πιο σημαντικό έργο της επικής ποίησης του Βάζοφ και το δημοφιλέστερο της βουλγαρικής λογοτεχνίας.

Το αριστούργημα όμως του Βάζοφ είναι το μεγάλο μυθιστόρημά του Κάτω από το ζυγό (βουλγ. "Под игото", αγγλ. μτφ. "Under the Yoke", 1894), που άρχισε να γράφει αυτοεξόριστος στην Οδησσό, που αφηγείται την καταπίεση των υποδουλωμένων Βουλγάρων από τους Οθωμανούς και έχει μεταφρασθεί σε στις πιο πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ιστορεί τις περιπέτειες του ήρωά του Ιβάν Πράλιτς, ενός φανταστικού Βούλγαρου πατριώτη, ο οποίος δραπετεύει από τις τουρκικές φυλακές, οργανώνει μιαν επαναστατική οργάνωση με σκοπό την εκδίωξη των Τούρκων, ερωτεύεται την όμορφη Ράντα, προδίδεται από ένα δήθεν φίλο, ο οποίος δουλεύει για τους Τούρκους, ανακαλύπτονται τελικά κι αυτός και η αγαπημένη του Ράντα σε έναν ερειπωμένο μύλο και μετά ηρωική αντίσταση υποκύπτουν στις μεγάλες αριθμητικά δυνάμεις των Τούρκων, με την ελπίδα μέσα τους μιας απελευθερωμένης πατρίδας.
Στα άλλα έργα του Βάζοφ περιλαμβάνονται τα μυθιστορήματα Νέα Χώρα (1894), Κάτω απ' τον Ουρανό μας (1900), Η Τσαρίνα του Κατσαλάρ (1902), Τραγούδια της Μακεδονίας (1914), Δε θα Χαθε'ι (1920) και τα θεατρικά έργα Κλέφτες (1894), Μπορισλάβ (1909), Προς την 'Αβυσσο (1910), Ιβάυλο (1911) και Κάτω από τη βροντή της νίκης (1914).


Στο μοναστήρι της Ρίλας

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου. Βουνά τριγύρω
και κορυφές ορθώνονται' ψηλά, άγρια δάση
θροΐζουν' νερά κρυστάλλινα, αφρισμένα, βουίζουν:
εδώ, παντού κοχλάζει η ζωή. Τρυφερή μάνα
γλυκά με νανουρίζει, η φύση, με τραγούδια,
κρατώντας με, με αγάπη, πάνω στην καρδιά της.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου. Η κορφή του Ελένιν
τρυπά τον μπλε ουρανό και με καλεί κοντά της'
το Μπριτσεμπόρ, με τα έλατα και τα γιγάντια
πεύκα του, νέα μού δίνει ζωή, και, προς τον νότο,
τεράστια, η Τσάρεφ Βριχ, τη φαλακρή κορφή της
και την ανάμνηση του τσάρου ψηλά ορθώνει.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου, στον δικό μου κόσμο, —
σε κόσμο προσφιλή, λαχταρισμένο. Εδώ
πιο ελεύθερα ανασαίνω, εδώ, στη Ρίλα, νιώθω
πιο καθαρός' ιερός, διαλεχτός, την ψυχή μου
γιομίζει ο κόσμος' ζωή καινούργια ορμά σαν κύμα
μέσα μου, και σκιρτώ όλος ρώμη και τραγούδια.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' τώρα δα είμαι πάλι
ποιητής, μες στην ιερή του δάσους ερημιά'
εννοώ το ερωτικό, γαλήνιο νεύμα του άλσους,
τον θρο, και των αβύσσων τους ψιθύρους, κ' ένα
με γη κι ουρανό γίνομαι, παραδομένος
σε τερπνή, μυστική συνομιλία μαζί τους.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' μες στην καρδιά 'μαι
της Ρίλας' τα δεινά, τα βάσανα, η αγωνία
του κόσμου, είναι μακρυά: γι' αυτά ύψωσε ένα τείχος
τεράστιο η Ρίλα' αθώος σχεδόν, αγαθός, νιώθω,
και γεύομαι γλυκιάν ειρήνη, με τραγούδια
και προσευχές, σαν ύστερα από μακρύ αγώνα.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' μακάριος, δίπλα
στο γάργαρο, που τραγουδά, ποτάμι, επί ώρες,
διαβάζω κι ονειροπολώ, ή σαν κουρνιασμένος
αητός, πάνω απ' τα βάραθρα στέκω, κι ο νους μου
περισκοπεί το χάος, εισδύει στης οικουμένης
τα μυστικά όλα κι ως τον Κύριο φτερουγίζει.

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου' δεν είμαι, εδώ, ένας
περίεργος επισκέπτης' πάντα η φύση, η φύση, η
έντονη — ελευθερία, τραγούδι, ζωή - 'τανε για μένα
το πλέον απλό και το πιο μέγα ιδανικό μου.
Σέβας σε σας, νερά και βάραθρα και βράχια
κ' ελάτια υψηλά κ' ύψη: απόψεις του κυκλώπιου!

Τώρα, νιώθω στο σπίτι μου, — ένας, κ' εγώ, φθόγγος
της μελωδίας της Ρίλας. Μ' αν το φως δεν είδα
εδώ, — να 'ταν εδώ να μ' έθαβαν! Στου δάσους
το θρόισμα, κάτω απ' τ' άγρυπνο βλέμμα του Ελένιν,
τάφο να βρω στα μεγαλειώδη μέσα στέρνα
της Ρίλας, — έπους μεγαλόπρεπου της φύσης.

Иван Вазов
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
(με τον έλεγχο του Stefan Getchev)
















ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΑΡΙΑ(Από τον καιρό της καραντίνας)"

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Σε ένα στενό μπαλκόνι που βγαίνει μισό μέτρο από τον τοίχο στέκει μια γυναίκα στο σούρουπο. Φορά ένα απλό ριχτό φόρεμα και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Στο πλάι της ένα τετράχρονο αγόρι κρατάει ένα ηχείο από όπου ακούγεται μια συμφωνική ορχήστρα να παίζει ένα βαλς. Η γυναίκα στρέφεται προς το παιδί και σιγουρεύεται ότι κρατά σωστά το ηχείο και γυρίζει ένα κουμπί που αυξάνει την ένταση. Στρέφεται προς τα μπροστά της, παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραγουδάει μια γνωστή άρια μιας όπερας. Η φωνή της υψώνεται μέσα την υγρή ατμόσφαιρα του Μαρτίου και κατρακυλάει προς τους 10 ορόφους κάτω απ το μπαλκόνι της μα και προς τις άλλες πολυκατοικίες μπροστά της.
Όσο το λεπτό της σώμα κρέμεται σ αυτή την λουρίδα του μπαλκονιού, η φωνή της που πάλλεται γεμίζει τον αέρα .Ακούγονται φωνές και παλαμάκια από τα απέναντι μπαλκόνια, λες και προσπαθούν να αγκαλιαστούνε με αυτήν την άρια, τώρα που τα χέρια δεν αγγίζουν άλλα χέρια .
Το σούρουπο που βαθαίνει ξεβάφει το χρώμα από όλη την συνοικία, μόνο η σοπράνο φωνή τυλίγει την ατμόσφαιρα μαζί με τις επιδοκιμασίες των γειτόνων στα μπαλκόνια τους.
Το αγόρι κρατώντας το ηχείο κοιτάζει την μαμά του.
Σε μια στιγμή, το μπαλκόνι ξεκολλάει απ τον τοίχο και ενώ η γυναίκα εξακολουθεί να τραγουδάει Βέρντι, πετάει σαν ιπτάμενο χαλί πάνω από το Μιλάνο και ύστερα πάνω από την Ιταλία και η μουσική βρέχει όλη την γη.
Το παιδί έχει αφήσει το ηχείο κάτω και έχει αρχίσει να κλαίει .
Η μητέρα του σταματάει το τραγούδι ,και το παίρνει αγκαλιά.
‘’Τι έπαθες’’,το ρωτάει καθώς ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπούνε μέσα.