Μιχαήλ Σολόχοφ ( 24 Μαΐου 1905 - 21 Φεβρουαρίου 1984 )

 

Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Σολόχοφ ( 24 Μαΐου 1905 - 21 Φεβρουαρίου 1984 ) ήταν Σοβιετικός συγγραφέας, που βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1965.
Γεννήθηκε στην περιοχή του Ροστόφ στον Ντον στη Ρωσία, τη γη των Κοζάκων. Ο πατέρας του ήταν μικροαστός και η μητέρα του χήρα ενός Κοζάκου από  φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο Σολόχοφ παρακολούθησε σχολεία στο Καργκίν, τη Μόσχα, τη Μπογκουτσάρ και τη Βετσένσκαγια μέχρι το 1918, όταν και εντάχθηκε στις τάξεις των επαναστατών μπολσεβίκων και πήρε μέρος στο Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Ξεκίνησε να γράφει στην ηλικία των 17 ετών. Στα 19 ολοκλήρωσε την πρώτη δουλειά του, Το Σημάδι της Γέννησης. Το 1922 μετακόμισε στη Μόσχα για να γίνει δημοσιογράφος, έπρεπε όμως να εργάζεται σε χειρωνακτικές δουλειές για να συντηρείται οικονομικά. Εργάστηκε ως εκφορτωτής, οικοδόμος και λογιστής από το 1922 έως το 1924, συμμετείχε όμως παράλληλα σε σεμινάρια συγγραφέων. Η πρώτη δημοσιευμένη δουλειά του ήταν το έργο Η Δοκιμασία (1923).
Το 1924 επέστρεψε στη Βετσένσκαγια και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μαρία Πετρόβνα Γκρομοσλάφσκαγια, κόρη του αταμάνου της περιοχής Μπουκανόφσκαγια, Πιοτρ Γκρομοσλάφσκι. Απέκτησαν μαζί δυο γιους και δυο κόρες.
Ο Μιχαήλ Σόλοχοφ έγινε γνωστός κυρίως από το πολυδιαβασμένο επικό μυθιστόρημα Ο Ήρεμος Δον. Από τους περισσότερο τιμημένους συγγραφείς του σοβιετικού κράτους, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, συνενώνοντας την ποιητική κληρονομιά του λαού του με τις επιτεύξεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου και 20ού αιώνα. Το 1965 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Έργα του στα Ελληνικά

Ο ήρεμος Ντον ― τ. Α΄ μετάφρ. Ρ. Μπούμη-Παπά ("Γιαννούλης"), τ. Β΄ ― μετάφρ. Ρ. Μπούμη-Παπά & Γιολ. Πέγκλη ("Δωρικός")
Ο ήρεμος Ντον ― μετάφρ. Α. Σαραντόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος Σ.Ι., Αθήνα, 1986
Ξεχερσωμένη γη ― μετάφρ. Διονυσία Μπιτζιλέκη, εκδ. Δωρικός.
Ξεχερσωμένη γη. ― μετάφρ. Κ. Γεωργιάδης, εκδ. "Ο κόσμος της τέχνης" Αθήνα 1956
Η μοίρα ενός ανθρώπου - Παιδιά στη βιοπάλη ― μετάφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα, 1984.
Η μοίρα ενός ανθρώπου ― μετάφρ. Τ. Αδάμος. εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001
Πολέμησαν για την πατρίδα ― μεταφρ. Γιάννη Θωμόπουλου, εκδ. Τ. Δρακόπουλου, Αθήνα, χ.χ. https://el.wikipedia.org/


Ο ήρεμος Ντον

Η φωτογραφία από  http://www.elogiki.gr/

Η εποποιία «Ο ήρεμος Ντον» (Βραβείο Νόμπελ 1963) είναι το πιο αξιόλογο έργο της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας βλέπει τα γεγονότα με τα μάτια του εργαζόμενου που στη δύσκολη μοίρα του προστέθηκαν καινούργια μαρτύρια. Ο Σόλοχοφ είναι ο αγαπημένος συγγραφέας των νέων που αγωνίζονται στην πρωτοπορία για την παγκόσμια ειρήνη. Έδειξε με απλό και παραστατικό τρόπο τί είναι η πραγματική προλεταριακή επανάσταση, τί προσπάθειες χρειάστηκαν για την επιτυχία της στην ΕΣΣΔ, πόσο αίμα χύθηκε και πώς, τέλος, εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στον κόσμο η πιο δημοκρατική εξουσία -η Σοβιετική εξουσία- στο ένα έκτο της γήινης σφαίρας. Το μυθιστόρημα «Ο ΗΡΕΜΟΣ ΝΤΟΝ» είναι το έργο που βοηθάει να καταλάβει κανείς τί είναι στην ουσία σοσιαλ.ισμός και ακόμη τί είναι σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Απόσπασμα 

 Το απόσπασμα που ακολουθεί τοποθετείται χρονικά πριν από την Επανάσταση του 1917. Ο έμπορος Σέργιος Πλατόνοβιτς Μοσκόβ, ισχυρός οικονομικός παράγοντας της περιοχής, καταγόταν από παλιά οικογένεια. Κάποιος πρόγονός του είχε εγκατασταθεί από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου στα χωριά του Ντον ως τοποτηρητής του τσάρου, για να παρακολουθεί τις κινήσεις των κοζάκων, που συχνά επαναστατούσαν, και να αναφέρει σχετικά στη διοίκηση.

Ύστερα από το θάνατο του πιασμένου πατέρα του, ο Σέργιος ανακατεύτηκε με εμποροδουλειές δίχως σχεδόν χρήματα. Έπαιρνε σβάρνα τα χωριά κι αγόραζε φτερά και γουρουνότριχες. Πέντε χρόνια έζησε μέσα στη φτώχεια και στην κακομοιριά, γελώντας τους κοζάκους, λέγοντας ψέματα, για να βγάλει ένα καπίκι. Ύστερα με μιας από Σεργιόζκα, που τον φώναζαν όλα τα χωριά, μεταμορφώθηκε σε Σέργιο Πλατόνοβιτς, άνοιξε στο κέντρο του χωριού μαγαζί με διάφορες πραμάτειες και παντρεύτηκε την κόρη του μισοπάλαβου εφημέριου. Με την προίκα που πήρε, άνοιξε ένα μαγαζί με υφάσματα και άρχισε να στέλνει εμπόρευμα και στ' άλλα χωριά.
Στην αριστερή όχθη όπου η γης ήταν σκληρή και αμμουδερή μ' ένα υπόστρωμα άργιλο, και φυσικά ακατάλληλη για καλλιέργεια, με τη συγκατάθεση του επαρχείου, άρχισαν να μεταφέρονται οι κάτοικοι από ολόκληρα κοζάκικα χωριά. Έτσι γεννήθηκε κι άρχισε να πληθαίνει το χωριό Κρασνοκούτσκι, στις παρυφές των κτημάτων που ανήκαν παλιά σε ευγενείς γαιοκτήμονες, και που διέσχιζαν το Τσιρ, την Τσόρναγια και την Φρολόβκα. Στις κόχες των παραποταμιών και των ξεροπόταμων της στέπας χτίστηκαν νέα χωριά που γειτόνευαν με κείνα των Ουκρανών γεωργών. Για τ' αναγκαία τους ψώνια, έπρεπε να διατρέξουν απόσταση πάνω από πενήντα χιλιόμετρα. Ενώ τώρα, σ' ένα απ' αυτά τα χωριά, άνοιξε εμπορικό με ξύλινες μόστρες και ράφια, ξεχειλισμένα από υφάσματα κάθε λογής και πραμάτειες. Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς άρχισε να κάνει μεγάλες δουλειές. Εκτός απ' τα ντρίλια και τους αλατζάδες άρχισε να πουλάει καθετί που αναγκεύονταν  οι κοζάκοι· πετσιά, αλάτι, πετρέλαιο και άλλα είδη μπακαλικής. Τελευταία, έφτασε να κάνει δουλειές και με γεωργικά εργαλεία. Θερίστρες, αλωνίστρες, αλέτρια, μηχανές για σπορά κι άλλα εξαρτήματα, που προμηθευόταν απ' τα εργοστάσια του Αξάγισκ, και τ' αποθήκευε σε μια αυλή πλάι στο μαγαζί με τα πράσινα παντζούρια. Φυσικά, δεν είναι εύκολο να μετρήσει κανένας λεφτά σε ξένη τσέπη, μα φαινόταν πως το εμπόριο του τετραπέρατου Σέργιου Πλατόνοβιτς πήγαινε πολύ καλά. Ύστερα από τρία χρόνια μεγάλωσε την επιχείρηση με αποθήκες στάρι, κι ένα χρόνο ύστερα απ' το θάνατο της πρώτης του γυναίκας άρχισε να χτίζει έναν ατμόμυλο.
Έτσι έσφιξε δυνατά μέσα στη μικρή γροθιά του με τις ανάριες μαύρες τρίχες, όλο το χωριό του Τατάρσκι, καθώς και όλα τ' άλλα της περιφέρειας. Είχε στα χέρια του γραμμάτια απ' όλες τις οικογένειες, πότε για μια θεριστική μηχανή πουλημένη, πότε για την προίκα ενός κοριτσιού, («Πρέπει να παντρέψω τη θυγατέρα μου, τώρα που ξέπεσαν την τιμή του σταριού στις αποθήκες του Παραμονόβσκ. Δάνεισέ με τα λεφτά που θα χρειαστώ, Σέργιε Πλατόνοβιτς!») πότε για άλλες ανάγκες. Στο μύλο έχει εννιά εργάτες, εφτά υπαλλήλους στο μαγαζί, και στο σπίτι τέσσερις υπηρεσία. Δηλαδή είκοσι στόματα που δεν πεινούν, χάρη στο Σέργιο Πλατόνοβιτς.
Απ' την πρώτη γυναίκα, του 'χαν απομείνει δυο παιδιά. Ένα κοριτσάκι, η Ελισάβετ, κι ένα αγοράκι δυο χρόνια μικρότερό της, ασθενικό και χοιραδικό, ο Βλαδίμηρος. Η δεύτερη γυναίκα του, η Άννα Ιβάνοβα, μια κοκαλιάρα, του βγήκε στέρφα. Όλο το ανικανοποίητο μητρικό ένστικτο μαζί με τη χολή της γεροντοκόρης, (σαν παντρεύτηκε το Σέργιο Πλατόνοβιτς ήταν τριανταπεντάρα), χύθηκε πάνω στα δυο ορφανά. Με το στρυφνό χαρακτήρα της και τα νεύρα της δεν μπορούσε ν' αναθρέψει κανονικά τα παιδιά, κι ο πατέρας ενδιαφερόταν για δαύτα, όσο και για το μάγερά του και τον αμαξά. Οι δουλειές και τα ταξίδια απορροφούσαν όλο του τον καιρό. Πότε έφευγε για τη Μόσχα, πότε για το Νιγνίγι, πότε για το Ουριούπινσκ, πότε για καμιά εμποροπανήγυρη σε χωριό της περιφέρειας. Τα παιδιά μεγάλωναν δίχως να τα παρακολουθεί με στοργή ένα μάτι. Η Άννα Ιβάνοβα, γυναίκα με λίγη οξυδέρκεια ούτε μπορούσε να μπει στις καρδούλες των παιδιών ούτε και της έμενε καιρός για να το κάνει, απασχολημένη ως ήταν με τη διευθέτηση ενός τέτοιου αρχοντόσπιτου.

Γι' αυτό τα αδερφάκια μεγάλωσαν σα να 'ταν ξένα μεταξύ τους, κι είχαν έτσι διαφορετικούς χαρακτήρες, που να μη μοιάζουν καν πως ήταν άνθρωποι με το ίδιο αίμα. Ο Βλαδίμηρος μεγάλωνε απαθής και κλεισμένος στον εαυτό του. Χαμηλόβλεπε όλα και όλους, κι είχε μια μεγαλίστικη έκφραση στο σιωπηλό μούτρο του. Η Ελισάβετ, που περνούσε όλο της τον καιρό παρέα με την υπηρέτρια και τη μαγείρισσα, γυναίκα η τελευταία πολυταξιδεμένη και περασμένη από φωτιά και σίδερο, είχε μάθει πριν την ώρα της με το νι και με το σίγμα, όσα αποκρύβουμε και σε μεγαλύτερα ακόμα κορίτσια. Αυτές οι γυναίκες, ξυπνούσαν στη μικρή μια νοσηρή περιέργεια και το κορίτσι, δύστροπο καθώς ήταν, μεγάλωνε σαν άγριος βάτος.

Τα χρόνια κυλούσαν αργά.

Όπως γίνεται πάντα, ο γέρος έγερνε κι ο νέος μεγάλωνε και μπουμπούκιαζε. Ένα βράδυ, καθώς έπιναν τσάι στο τραπέζι, ο Σέργιος Πλατόνοβιτς κοιτώντας την κόρη του, έμεινε κατάπληκτος. Η Ελισάβετ είχε τελειώσει το παρθεναγωγείο κι είχε μια ανάπτυξη δεσποινίδας και μάλιστα αρκετά όμορφης. Την ξανακοίταξε μ' επιμονή, και το φλιτζάνι με το τσάι τραμπαλίστηκε μέσα στο χέρι του:
«Θε μου, φτυστή η μακαρίτισσα η μάνα της! Ελισάβετ, γύρισε λίγο το κεφάλι!»
Πρώτη φορά αντιλαμβανόταν πως η κόρη του ήταν ζωντανό πανομοιότυπο της μητέρας της.
Ο Βλαδίμηρος Μοσκόβ, μαθητής της πρώτης γυμνασίου, ένα παιδί αρρωστιάρικο με στενές πλάτες και με πρόσωπο κίτρινο σαν το κερί, διέσχιζε την αυλή του μύλου. Μόλις είχαν φτάσει μαζί με την Ελισάβετ εκεί, για να περάσουν τις θερινές διακοπές κοντά στον πατέρα τους κι ο Βλαδίμηρος, όπως πάντα, πήγε να περιεργαστεί το μύλο, ν' ανακατευτεί με τους αλευροκοσκινισμένους εργάτες, και ν' ακούσει το μονότονο θόρυβο των μηχανών, των γραναζιών και το σύρσιμο των λουριών στους κυλίνδρους. Κολακευόταν, βλέποντας τους κοζάκους που 'ρχονταν να αλέσουν το στάρι τους, να τον κοιτούν με κάποιο σεβασμό και να ψιθυρίζουν:

«Ο κληρονόμος τ' αφέντη...»

Ο Βλαδίμηρος λοξοδρομώντας προσεχτικά από ένα σωρό κοπριάς και από τα κάρα, που ήταν σκορπισμένα στον περίβολο, πλησίασε στο πορτέλο της εισόδου. Μεμιάς όμως θυμήθηκε πως πρώτα έπρεπε να πάει στο διαμέρισμα με τις μηχανές και γύρισε πίσω.

Κοντά στην κόκκινη πετρελαιοδεξαμενή, πλάι στην είσοδο για το μηχανοστάσιο, ο μηχανικός Τιμοφέι, ο ζυγιστής Βαλές όπως τον έλεγαν στο παρατσούκλι, κι ο βοηθός του μηχανικού Δαβίδκα, ένας παίδαρος με κάτασπρα δόντια, ζύμωναν, με τα πανταλόνια ανασηκωμένα μέχρι το γόνατο, μια χοντρή μάζα πηλό.

«Καλώς τον αφέντη!» του 'πε ο Βαλές μ' ένα παιχνιδιάρικο ύφος.

«Καλημέρα, Βλαδίμηρε Σεργκέγιεβιτς!»

«Τι φτιάνετε;»

«Δε βλέπεις; Ζυμώνουμε πηλό», είπε ο Δαβίδκα μ' ένα σκληρό χαμόγελο, και ξεκολλώντας με αγώνα τα πόδια του απ' τη λάσπη, που κολλούσε σαν ιξός και βρωμοκοπούσε, «Να, ο πατέρας σου φοβάται να ξοδέψει κανένα ρούβλι μεροκάματο σε δυο γυναίκες και ξεθεώνει εμάς. Έχεις σπουδαίο πατέρα. Να σου ζήσει!» Και ξαναβούτηξε στη μαστιχένια λάσπη τα πόδια του.

Ο Βλαδίμηρος κοκκίνισε. Ένιωθε και δοκίμαζε μια ακατανίκητη έχθρητα για τον Δαβίδκα, για κείνο του το αιώνιο χαμόγελο, για το περιφρονητικό του ύφος κι ακόμα για κείνα τα υγρά δόντια του, που αστραφτοκοπούσαν.

«Τι θέλεις, δηλαδή, να πεις μ' αυτό;»

«Θέλω να πω πως είναι πιο τσιγκούνης κι απ' το διάολο. Και το σκατό του θα 'τρωγε για να μην ξοδέψει», εξήγησε χαμογελώντας ο Δαβίδκα.

Ο Βαλές κι ο Τιμοφέι, χαμογέλασαν μ' επιδοκιμαστικό ύφος. Ο Βλαδίμηρος πειράχτηκε, κι έριξε στο Δαβίδκα ένα κρύο βλέμμα.

«Δηλαδή, θες να πεις... πως δεν είσ' ευχαριστημένος;»

«Για δοκίμασε λίγο να ζυμώσεις πηλό, και θα μάθεις αν είμαστε ή όχι ευχαριστημένοι. Μονάχα χτήνη θα μπορούσαν να 'ταν ευχαριστημένα με τέτοια δουλειά! Ήθελα να 'βλεπα τον πατέρα σου, στη θέση μας... Η κοιλιά και τα πρισγούλια θα του 'πεφταν σε μια βδομάδα!»

Τραμπαλίζοντας και ζυμώνοντας με δύναμη, ο Δαβίδκα συνέχισε το βαρύ κοπάνισμα των ποδαριών του και το χαμόγελό του άνοιξε περισσότερο. Θέλοντας να δοκιμάσει κι αυτός μια ικανοποίηση, ο Βλαδίμηρος ζητούσε να βρει μια απάντηση. Και τη βρήκε γρήγορα:

«Καλά», είπε μετρώντας τα λόγια του, «θα πω στον πατέρα μου πως δεν είσαι ευχαριστημένος στη δουλειά σου.»

Και κοίταξε με τον κανθό του ματιού του το Δαβίδκα. Απόρησε μεμιάς, πώς είχε αλλάξει το πρόσωπό του. Τα χείλια του έφηβου εργάτη σάλευαν σ' ένα χαμόγελο βιασμένο και αξιολύπητο. Ακόμα κι οι σύντροφοί του συγνέφιασαν. Και για μια στιγμή συνέχισαν να ποδοπατούν δίχως μιλιά, τη λάσπη που όλο και πύκνωνε. Τέλος, ο Δαβίδκα ξεκόλλησε το βλέμμα απ' τα λασπωμένα ποδάρια του, και είπε ζητώντας να εξευμενίσει το γιο του αφέντη:

«Αστειεύτηκα, Βολόντια... Αλήθεια σου λέω, αστεία τα 'πα...»

«Εγώ όμως θ' αναφέρω στον πατέρα μου τ' αστεία σου».

Και με μάτια γεμάτα δάκρυα για την προσβολή που 'γινε στον πατέρα του και σ' αυτόν, αλλά και λιγάκι για κείνο το μαργαριταρένιο χαμόγελο του Δαβίδκα, ο Βλαδίμηρος κίνησε για να φύγει.

«Βολόντια! Βλαδίμηρε Σεργκέγιεβιτς!» φώναξε φοβισμένος ο Δαβίδκα, και βγήκε απ' τη στρογγυλή χαβούζα με τη λάσπη κατεβάζοντας τα λασπωμένα του μπατζάκια.

Ο Βλαδίμηρος σταμάτησε. Ο Δαβίδκα τρέχοντας τον έφτασε.

«Μην πείτε τίποτε στον πατέρα σας. Έτσι το 'πα,... Συμπαθάτε με... Σας ορκίζομαι σε ό,τι θέτε, έτσι το 'πα, γι' αστεία!... Μου ξέφυγε!»

«Καλά! Δε θα πω τίποτα!» φώναξε νευριασμένος ο Βλαδίμηρος, τραβώντας για την έξοδο.

Ένα αίσθημα συμπόνιας για το Δαβίδκα τον εκυρίεψε. Ξαλαφρωμένος κάπως, περπάτησε κατά μάκρος της πεζούλας του περιβόλου. Απ' το σιδεράδικο, κρυμμένο σχεδόν σε μια γωνιά της αυλής του μύλου, έφτανε η χαρούμενη μουσική του σφυριού. Ένα χτύπημα σβησμένο και μαλακό πάνω στο σίδερο, κι ύστερα δυο αντιχτυπήματα στ' αμόνι.

Ο Βλαδίμηρος άκουσε τη βαθιά φωνή του Βαλέ, που έλεγε:

«Έπρεπε, σώνει και καλά, να τα σκαλίσεις... Αν δε τα σκάλιζες, δε θα βρωμούσαν!»

«Άκου κει γλώσσα, το παλιόσκυλο!» σκέφτηκε με θυμό ο Βλαδίμηρος. «Να το πω, ή να μην το πω στον πατέρα μου;»

Γυρίζοντας ακόμα μια φορά το κεφάλι του πίσω είδε το Δαβίδκα, να του χαμογελά με το συνηθισμένο του χαμόγελο, δείχνοντάς του τ' αστραφτερά δόντια του, χρώμα ζάχαρης. Κι αμέσως πήρε την απόφαση: «θα του το πω!»

Στη μικρή πλατεία μπρος απ' το εργοστάσιο, ήταν δεμένο σ' ένα κάρο ένα άλογο. Ένα μπουλούκι χωριατόπαιδα πιλάτευε, κυνηγώντας ένα σμήνος σπουργίτια, που κελαηδούσαν πάνω στη στέγη του Πυροσβεστείου. Απ' την ταράτσα ερχόταν η βαρυτονάλε φωνή του φοιτητή Μπογιαρίσκιν* και μια άλλη ακόμα φωνή, βραχνή και σπασμένη.

Ο Βλαδίμηρος ανέβηκε τα σκαλοπάτια που 'βγαζαν στην ταράτσα, και πάνω απ' το κεφάλι του σάλεψε το φύλλωμα της αγριοκληματαριάς, που σκέπαζε με το πυκνό και φαντασμένο σφρίγος της όλη την ταράτσα, και κρέμαγε κάτω απ' τα περβάζια της εξώπορτας, σαν βαριά μαστάρια, τα πράσινα τσαμπιά της.

Ο Μπογιαρίσκιν κουνούσε το ξουρισμένο βιολετί κεφάλι του, κι έλεγε κουβεντιάζοντας στο νέο και δασύτριχο δάσκαλο Μπαλάντα, που καθόταν πλάι του:

«Αισθάνομαι κάποια, δε θα πιστεύετε, συμπόνια, αν κι είμαι γιος χωρικών κοζάκων, που έπρεπε να εχθρεύεται τις προνομιούχες τάξεις, αισθάνομαι, λέω, συμπόνια για την παρακμή της αστικής τάξης. Είναι φορές που νιώθω έτσι, σαν να είμαι ένας ευγενής γαιοκτήμονας κι εγώ· γαργαλιέμαι σαν κι αυτούς μπροστά στις καλοφτιαγμένες γυναίκες και την καλοπέραση, και ανησυχώ για τα συμφέροντά τους... Άντε κατάλαβε τι μου συμβαίνει! Αυτό θα πει, αγαπητέ μου, να 'σαι συγγραφέας με ταλέντο! Μπορείς ακόμα και την πίστη σου ν' αλλάξεις σαν ένα σώβρακο!»

Ο Μπαλάντα έτριβε τη φιούμπα* της ζώνης του, χαμογελώντας με μια έκφραση ειρωνείας και περιεργαζόταν το μάλλινο κέντημα που στόλιζε την μπορντούρα της κοζάκικης μπλούζας του. Η Ελισάβετ ήταν ξαπλωμένη σε μια σαιζ λογκ, και φαινόταν η συζήτηση να μην την ενδιέφερε καθόλου. Με μάτια που έψαχναν θαρρείς για κάτι που είχαν χάσει, κοιτούσε, σαν πάντα, τις αμυχές στο πελιδνό κεφάλι του Μπογιαρίσκιν.

Αφού χαιρέτησε τους επισκέπτες του, ο Βλαδίμηρος πέρασε την ταράτσα και πήγε ίσα να χτυπήσει την πόρτα του γραφείου του πατέρα του. Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς, ξαπλωμένος σε μια καρέκλα ντυμένη με δέρμα, που 'δινε μια δροσερή εντύπωση, ξεφύλλιζε το τεύχος του Ιουνίου του περιοδικού «Ο Ρωσικός Πλούτος». Ένας κιτρινωπός χαρτοκόπτης είχε πέσει στο πάτωμα.

«Τι θέλεις;»

Ο Βλαδίμηρος σήκωσε τους ώμους και με μια νευρική κίνηση έσιαξε το πουκάμισό του.

«Να, γυρίζοντας απ' το μύλο...» άρχισε να λέει με αναποφάσιστη φωνή, μα ύστερα σαν θυμήθηκε το ακτινοβόλο χαμόγελο του Δαβίδκα, συνέχισε πιο σταθερά και κοιτώντας το παχύ προκοίλι του πατέρα του, σφιγμένο στο σετακρουτένιο γελέκο.

«Άκουσα κείνο το Δαβίδκα, να λέει...»

Ο Σέργιος Πλατόνοβιτς άκουσε προσεκτικά τι του διηγήθηκε ο γιος του και είπε:

«Θα τον απολύσω. Τώρα πήγαινε.» Και με κόπο έσκυψε και μάζεψε το χαρτοκόπτη [...]

Ο Δαβίδκα ο μυλωνάς, που απολύθηκε απ' τον Μοσκόβ, ξενυχτούσε στους στάβλους του Βαλέ φυλώντας κάρα και τα μάτια του άστραφταν με κακία, καθώς έλεγε:

«Ο-όχι! Θα δείτε! Γρήγορα θα σας ανοίξουμε τις φλέβες. Γι' αυτούς δε φτάνει μια επανάσταση! Χρειάζεται ένα δεύτερο 1905. Ε, τότε θα λογαριαστούμε, βδέλλες!...» Και απειλούσε με το τραχύ δάχτυλο τους επίδοξους εχθρούς του, σταματώντας στους ώμους το ριχτό σακκάκι του που γλίστραγε για να πέσει.

Πάνω απ' το χωριό οι μέρες διαδέχονταν τις νύχτες, περνούσαν οι βδομάδες, οι μήνες, φυσούσε ο άνεμος, συγνέφιαζε το βουνό προμηνώντας την κακοκαιριά, και ο Ντον, πίσω απ' το πρασινογάλαζο χινοπωριάτικο τζάμι, κυλούσε αδιάφορος με κατεύθυνση τη μακρινή κι άγνωστη θάλασσα». http://ebooks.edu.gr/
Μτφρ.: Ριτα Μπουμη-Παπα

Όντρεϊ Χέπμπορν ( 4 Μαΐου 1929 – 20 Ιανουαρίου 1993)

 

Photo of Audrey Hepburn by Bud Fraker.


Η Όντρεϊ Χέπμπορν (αγγλικά: Audrey Hepburn, 4 Μαΐου 1929 – 20 Ιανουαρίου 1993) ήταν Βρετανίδα ηθοποιός, μία από τις πλέον φημισμένες παγκοσμίως τον 20ό αιώνα. Βραβευμένη με Όσκαρ, Τόνυ, Έμμυ και Γκράμι εμφανίστηκε σε πολυάριθμες παραγωγές του θεάτρου, του κινηματογράφου και σε παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, ενώ παραμένει ένα από τα λιγοστά άτομα που έχουν κερδίσει και τα τέσσερα βραβεία. Το 1989 κατετάγη στην τρίτη θέση της λίστας των μεγαλύτερων γυναικών σταρ όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Επίσης αποτέλεσε για πολλά χρόνια σύμβολο της μόδας, καθώς το στιλ της ήταν παροιμιώδους κομψότητας, ενώ αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε ανθρωπιστικά έργα. Από το 1986 μέχρι και το θάνατό της υπηρέτησε ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF και τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας για το έργο της.

Γεννημένη ως Όντρεϊ Καθλήν Ράστον, σε έναν δήμο των Βρυξελλών, ήταν το μοναδικό παιδί του Ιρλανδού τραπεζίτη Τζόζεφ Βίκτορ Άντονι Ράστον από τη δεύτερη σύζυγό του, την πρώην Βαρόνη Έλλα φαν Χέεμστρα, μια Ολλανδέζα αριστοκράτισσα που ήταν κόρη ενός πρώην κυβερνήτη της Ολλανδικής Γουιάνας. Ο πατέρας της αργότερα προσέθεσε το επώνυμο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, της Καθλήν Χέπμπορν, στο οικογενειακό επώνυμο. Οπότε το επώνυμο της Όντρεϊ έγινε Χέπμπορν – Ράστον. Είχε δύο ετεροθαλείς αδερφούς από τον πρώτο γάμο της μητέρας της με έναν Ολλανδό ευγενή. Ήταν απόγονος του Βασιλιά Εδουάρδου Γ' της Αγγλίας και του Σκωτσέζου βασιλικού συζύγου της Μαρίας Στιούαρτ Τζέημς Χέπμπορν, 4ου κόμη του Μπόθγουελ, από τον οποίο ίσως να καταγόταν και η ηθοποιός Κάθριν Χέπμπορν.

Το γεγονός ότι ο πατέρας της εργαζόταν σε μια βρετανική ασφαλιστική εταιρεία σήμαινε πως η οικογένεια θα έπρεπε να μετακομίζει ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Αγγλία και την Ολλανδία. Από το 1935 μέχρι το 1938 η Χέπμπορν φοίτησε σε μια ιδιωτική ακαδημία για κορίτσια στο Κεντ. Το 1935 οι γονείς της πήραν διαζύγιο και ο πατέρας της, που προσέκειτο στους Ναζί, άφησε την οικογένεια (και οι δύο γονείς ήταν μέλη της Βρετανικής Φασιστικής Ενώσεως στα μέσα της δεκαετίας του '30 σύμφωνα με τη Γιούνιτι Μίτφορντ, φίλη της Έλλα και οπαδού του Αδόλφου Χίτλερ). Χρόνια μετά η ηθοποιός ανέφερε αυτήν την περίοδο ως την πιο τραυματική της ζωής της. Αργότερα εντόπισε τον πατέρα της στο Δουβλίνο διαμέσου του Ερυθρού Σταυρού. Διατήρησε επαφή μαζί του και τον υποστήριζε οικονομικά μέχρι και το θάνατό του. Το 1939 η μητέρα της πήρε την απόφαση να μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της στο σπίτι του παππού τους στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Η Έλλα πίστευε πως η Ολλανδία ήταν ασφαλής από γερμανική εισβολή. Η Χέπμπορν φοίτησε στο Ωδείο του Άρνεμ από το 1939 μέχρι και το 1945 όπου και μυήθηκε στο μπαλέτο μαζί με τα καθημερινά της μαθήματα.

Το 1940 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Χέπμπορν υιοθέτησε το ψεύτικο όνομα Ίντα φαν Χέεμστρα, αλλάζοντας τα έγγραφα της μητέρας της γιατί ένα όνομα που ακουγόταν έντονα αγγλικό θεωρήθηκε επικίνδυνο. Αυτό δεν ήταν ποτέ επίσημο νομικά το όνομά της. Πρόκειται για απλή παράφραση του ονόματος της μητέρας της.

Μέχρι το 1944 η Χέπμπορν είχε εξελιχθεί σε πολύ καλή μπαλαρίνα. Μυστικά χόρευε σε συγκεντρώσεις για να μαζέψει χρήματα για την ολλανδική αντίσταση. Αργότερα δήλωσε πως «το καλύτερο κοινό που είχα ποτέ δεν έκανε τον παραμικρό ήχο στο τέλος της παράστασής μου».

Μετά την Απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Νορμανδία η κατάσταση δυσκόλεψε στη γερμανοκρατούμενη Ολλανδία. Κατά τη διάρκεια του λιμού το χειμώνα του 1944 οι Γερμανοί κρατούσαν την περιορισμένη τροφή και καύσιμη ύλη των Ολλανδών για τις δικές τους ανάγκες. Χωρίς θέρμανση στα σπίτια τους ούτε φαγητό, οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο στους δρόμους. Οι Χέπμπορν όπως και αρκετοί άλλοι αναγκάζονταν να φτιάχνουν αλεύρι από βολβούς τουλίπας για να φτιάξουν πίτες και μπισκότα. Το Άρνεμ καταστράφηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών. Ο θείος και ο ξάδερφος της μητέρας της Χέπμπορν εκτελέστηκαν μπροστά της γιατί έλαβαν μέρος στην Αντίσταση. Ο ετεροθαλής αδερφός της Ίαν πέρασε κάποιο διάστημα σε γερμανικό στρατόπεδο εργασίας. Υποφέροντας από υποσιτισμό, η Χέπμπορν εμφάνισε οξεία αναιμία, αναπνευστικά προβλήματα και οίδημα.

Το 1991 η Χέπμπορν είπε: «Έχω αναμνήσεις. Περισσότερες από μία φορές βρέθηκα στο σταθμό βλέποντας τρένα γεμάτα Εβραίους που μεταφέρονταν, βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα από την κορυφή του βαγονιού. Θυμάμαι πολύ έντονα, ένα μικρό αγόρι να στέκεται με τους γονείς του στην αποβάθρα, πολύ χλωμό, πολύ ξανθό, να φορά ένα παλτό πολύ μεγάλο για εκείνο, και μπήκε στο τρένο. Ήμουν ένα παιδί που παρατηρούσε ένα παιδί».

Η Χέπμπορν είχε επίσης πολλές ομοιότητες με την Άννα Φρανκ. «Είχα ακριβώς την ίδια ηλικία με την Άννα Φρανκ. Ήμαστε και οι δύο δέκα ετών όταν ξέσπασε ο πόλεμος και δεκαπέντε όταν έλαβε τέλος. Μου δόθηκε το βιβλίο στα Ολλανδικά, το 1946 από έναν φίλο – και με καταρράκωσε. Το κάνει σε πολλούς ανθρώπους όταν το διαβάζουν για πρώτη φορά αλλά εγώ δεν το διάβαζα ως βιβλίο, αλλά σαν τυπωμένες σελίδες. Αυτή ήταν η ζωή μου. Δεν γνώριζα τι επρόκειτο να διαβάσω. Ποτέ δεν ήμουν η ίδια ξανά, με επηρέασε πολύ βαθιά».

«Είδαμε αντίποινα. Είδαμε νέους άντρες να τοποθετούνται μπροστά σε έναν τοίχο και να πυροβολούνται και έκλειναν το δρόμο και μετά τον άνοιγαν και μπορούσες να περάσεις και πάλι. Αν διαβάσεις το ημερολόγιο, σημείωσα ένα κομμάτι όπου γράφει «Πέντε όμηροι εκτελέστηκαν σήμερα». Ήταν η μέρα που εκτέλεσαν το θείο μου. Και στα λόγια αυτού του παιδιού διάβαζα αυτό που ήταν μέσα μου και ακόμη είναι εκεί. Ήταν μια κάθαρση για μένα. Αυτό το παιδί, το κλειδωμένο σε τέσσερις τοίχους, έγραψε μια πλήρη περιγραφή όσων έζησα και ένιωσα».

Εκείνη η εποχή δεν αποτελείτο μονάχα από μελανά σημεία και μπόρεσε να χαρεί και κομμάτι από την παιδική της ηλικία. Φτιάχνοντας και πάλι παραλληλισμούς με την Άννα Φρανκ η Χέπμπορν είπε: «Αυτό το πνεύμα επιβίωσης είναι τόσο δυνατό στα λόγια της Άννας Φρανκ. Σε μια στιγμή γράφει «Έχω πέσει σε μεγάλη κατάθλιψη». Την επόμενη πως θα ήθελε να καβαλήσει ένα ποδήλατο. Είναι σίγουρα σύμβολο του παιδιού σε πολύ δύσκολες περιστάσεις, που είναι αυτό στο οποίο αφιερώνω όλο μου το χρόνο. Υπερβαίνει το θάνατό της».

Μέρος του χρόνου της η Όντρεϊ το περνούσε ζωγραφίζοντας. Κάποια από τα σχέδιά της μπορεί να τα δει κανείς μέχρι τις μέρες μας.

Όταν η χώρα ελευθερώθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις ακολούθησαν τα καμιόνια της Διαχείρισης Ανακούφισης και Αναμόφωσης των Ηνωμένων Εθνών. Η Χέπμπορν είπε σε μια συνέντευξη πως ήπιε ένα ολόκληρο τενεκεδάκι συμπυκνω-μένου γάλατος και κατόπιν αρρώστησε από τα πρώτα της γεύματα γιατί έβαλε στο πιάτο της υπερβολικά πολλή ζάχαρη.Αυτές οι εμπειρίες την οδήγησαν στο να συμμετέχει στο έργο της UNICEF αργότερα στη ζωή της.



Με τον ηθοποιό Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία "Διακοπές στη Ρώμη (Roman Holiday)" το 1953.

Η Αρχή της Καριέρας της

Το 1945 μετά τον πόλεμο η Χέπμπορν άφησε το Κονσερβατόριο του Άρνεμ και μετακόμισε στο Άμστερνταμ όπου παρακολούθησε μαθήματα μπαλέτου με τη Σόνια Γκάσκελ. Το 1948 η Χέπμπορν πήγε στο Λονδίνο και παρακολούθησε μαθήματα με την αναγνωρισμένη Μαρί Ράμπερτ. Η Χέπμπορν τελικά ρώτησε τη Ράμπερτ σχετικά με το μέλλον της. Εκείνη τη διαβεβαίωσε πως αν εξακολουθούσε να δουλεύει σκληρά εκεί θα είχε μια θαυμάσια καριέρα, αλλά εξαιτίας του ύψους της και της κακής διατροφής της κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν θα κατάφερνε να γίνει πρίμα μπαλαρίνα. Η Χέπμπορν εμπιστεύτηκε την κρίση της δασκάλας της και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, μια καριέρα στην οποία είχε τουλάχιστον μια ευκαιρία να πετύχει. Αφού η Χέπμπορν έγινε διάσημη, η Ράμπερτ είπε σε μια συνέντευξη πως «ήταν θαυμάσια μαθήτρια. Αν είχε θελήσει να αντέξει στο χώρο, θα γινόταν εξαιρετική μπαλαρίνα». Δυστυχώς η μητέρα της Χέπμπορν εργαζόταν ως υπηρέτρια για να στηρίζει την οικογένειά της. Η Χέπμπορν είχε ανάγκη τα χρήματα και έπρεπε να βρει δουλειά με απολαβές. Αφού όλη της τη ζωή είχε εκπαιδευτεί στο χώρο του θεάματος, η υποκριτική έμοιαζε το επόμενο λογικό βήμα. Είπε «χρειαζόμουν τα χρήματα. Με πλήρωναν τρεις λίρες παραπάνω σε σχέση με τις δουλειές μπαλέτου».

Η καριέρα της ως ηθοποιού ξεκίνησε με την εκπαιδευτική ταινία: «Dutch in Seven Lessons» (Ολλανδικά σε επτά μαθήματα). Έπειτα εμφανίστηκε σε μουσικές παραστάσεις όπως το «High Button Shoes» και «Sauce Piquante». Ο πρώτος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στη βρετανική ταινία «One Wild Oat» όπου και υποδύθηκε μια ρεσεψιονίστ. Έπαιξε αρκετούς μικρούς ρόλους στις ταινίες «Young Wives’ Tale», «Laughter in Paradise», «The Lavender Hill Mob» και «Monte Carlo Baby». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Monte Carlo Baby» η Χέπμπορν επιλέχτηκε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Μπρόντγουεϊ με τίτλο «Gigi» που έκανε πρεμιέρα στις 24 Νοεμβρίου 1951 στο Θέατρο Φούλτον και διήρκεσε για 219 παραστάσεις. Η συγγραφέας Σιντονί – Γκαμπριέλ Κολέτ την πρώτη στιγμή που την είδε αναφώνησε: «voilà! Να η Gigi μας!». Κέρδισε ένα Βραβείο Theatre World για το ντεμπούτο της που παιζόταν με επιτυχία για έξι μήνες.

Η πρώτη αξιοπρόσεκτη εμφάνισή τη στον κινηματογράφο ήταν το 1952 στην ταινία «Secret People» όπου και υποδύθηκε μια σπουδαία μπαλαρίνα. Όπως ήταν φυσικό η Χέπμπορν έκανε η ίδια όλα τα χορευτικά που απαιτούνταν. Ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος και μάλιστα σε Αμερικανική ταινία ήταν μαζί με τον Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» (Roman Holiday). Οι παραγωγοί αρχικά ήθελαν την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για το ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ εντυπωσιάστηκε τόσο με το δοκιμαστικό της Χέπμπορν (η κάμερα συνέχισε να γράφει και το υλικό που δείχνει τη Χέπμπορν να απαντά σε ερωτήσεις, χωρίς να γνωρίζει πως η συνομιλία καταγραφόταν, δείχνει το ταλέντο της), και την επέλεξε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Γουάιλερ είπε, «Είχε όλα όσα έψαχνα: Γοητεία, αθωότητα και ταλέντο. Ήταν επίσης πολύ αστεία. Ήταν απολύτως μαγευτική, και είπαμε, “Αυτό είναι το κορίτσι!”».



Η ταινία επρόκειτο να έχει το όνομα του Γκρέγκορι Πεκ πάνω από τον τίτλο με μεγάλα γράμματα, αναγράφοντας «παρουσιάζοντας την Όντρει Χέπμπορν» από κάτω. Όταν τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν, ο Πεκ κάλεσε τον ατζέντη του και, προβλέποντας σωστά πως η Χέπμπορν θα κέρδιζε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, ζήτησε να αλλαχτεί η συμφωνία και να γραφτεί το όνομα της ηθοποιού επίσης πάνω από τον τίτλο και σε ίδια γραμματοσειρά με τη δική του. Η Χέπμπορν και ο Πεκ έγιναν φίλοι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και φήμες τους ήθελαν να αναπτύσσουν ειδύλλιο. Και οι δύο το αρνήθηκαν. Η Χέπμπορν, ωστόσο, προσέθεσε, «για να πούμε την αλήθεια, πρέπει να είσαι και λίγο ερωτευμένη με το συμπρωταγωνιστή σου, και το αντίστροφο. Αν πρόκειται να απεικονίσεις την αγάπη, πρέπει να την αισθάνεσαι. Δεν μπορείς να το κάνεις με άλλο τρόπο. Μα δεν το μεταφέρεις εκτός πλατό». Εξαιτίας της άμεσης δημοσιότητας που της έφερε η ταινία «Roman Holiday», η εικόνα της Χέπμπορν τοποθετήθηκε στο εξώφυλλο για τις 7 Σεπτεμβρίου 1953 του περιοδικού TIME.

Η ερμηνεία της Χέπμπορν δέχτηκε πολύ καλές κριτικές. Ο Α.Χ. Γουέιλερ τόνισε στους New York Times, «Παρόλο που δεν είναι ακριβώς πρωτοεμφανιζόμενη στις ταινίες, η Όντρει Χέπμπορν, η Βρετανίδα ηθοποιός που πρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον ρόλο της Πριγκίπισσας Άννας, έχει μια λεπτή και ποθητή ομορφιά εξωτικού, εναλλασσόμενα βασιλική και παιδική ενώ εκτιμά βαθιά τις καινούριες και απλές απολαύσεις και την αγάπη. Παρόλο που χαμογελά με θάρρος αναγνωρίζοντας το τέλος αυτής της σχέσης, παραμένει μια μοναχική φιγούρα άξια οίκτου που αντιμετωπίζει ένα ζοφερό μέλλον». Η Χέπμπορν αργότερα δήλωσε πως το «Roman Holiday» υπήρξε η αγαπημένη της ταινία, γιατί ήταν αυτή που την έκανε σταρ.

Μετά από γυρίσματα τεσσάρων μηνών για την ταινία αυτή, η Χέπμπορν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και για οχτώ μήνες έδινε παραστάσεις με το «Gigi». Το έργο ανέβηκε στο Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο τον τελευταίο του μήνα. Στη Χέπμπορν δόθηκε ένα συμβόλαιο για επτά ταινίες με την Paramount με δώδεκα μήνες ανάμεσα στα γυρίσματα για τη δουλειά της στο σανίδι.

Η Σίρλεϊ Μακ Λέιν και η Όντρει Χέπμπορν στην ταινία “Οι Ψίθυροι” (1961)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ"Οι ήχοι"



Συγχώρα με
Επιθυμία μου να ταξιδεύω με τους πόνους μου
Μόνο τούτος ο ήχος με τραβάει σαν μαγνήτης.
Μόνο που μ’ αγγίζει, καταλαβαίνω,
ποια ρότα θα χαράξει το σκαρί μου!
Μπορεί και μια και δυο και μήνα ολάκερο
να παραδέρνω μέσα σε κουτιά φορτία ,
αναλγητικά του ταξιδιού μου.
Συγχώρα με
γιατί δεν με αγγίζει ο ήχος του βιολιού.
Εσύ ταξιδεύεις με ρότα
τα τραγούδια που δεν χορταίνεις ν’ ακούς.
Το μαρτυρούν τα χείλη σου
που ψιθυρίζουν στ’ αυτιά σου
τα τραγούδια σου.
Κι εγώ με άφτερες ελπίδες
θα σκύβω, ίσως με παράπονο,
στον δικό μου καημό.
Συγχώρα με.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά








ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Το κόκκινο της παπαρούνας"



Ω γλυκύ μου έαρ
Το κόκκινο της παπαρούνας ,μήνυμα ελπίδας
στης Άνοιξης τον ερχομό.
Η φωνή της φύσης το τραγούδι σου,
γλυκόλαλο αηδόνι,
οι τρίλιες σου, νότες μελωδικές ,
ποίηση που σαγηνεύει ,
μαγεύει σε μια στιγμή
στην αιωνιότητα της πρόσκαιρης ζωής μας!
Ω γλυκύ μου έαρ, πέτρωσε η καρδιά μου
στο γκρίζο του χειμώνα!
Τώρα, κάπου γελάει η σιωπή,
κι απλώνω το χέρι
να μαζέψω φως, θάλασσα, ομορφιά!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά


η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο



Carpe " Αποκαθήλωση..."



Εξόριστος απ' το παράπτωμα του πάθους

θρηνώ τα μελαγχολικά πρωινά.

Η φαιδρότητα ζει παντού

χωρίς σύνορα.

Η τέφρα των αισθημάτων

σκορπίζεται καθημερινά,

μας δένει,

καταργεί την κατάφαση της ζωής.

Με δυσκολία διακρίνω

την αγχόνη της πίκρας.

Στα μάτια μου

η αποκαθήλωση των παθών

εκτυλίσσεται στο διηνεκές.

Ο αιμάτινος χιτώνας

πετάχτηκε στη γη

ένα σκίρτημα ξεπρόβαλε

απ' τα κατακόκκινα σπλάχνα της.

Carpe.
...


Φωτογραφία από https://alldayschool.blogspot.com/


ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Προμηθέας – Χριστός: Οι πάσχοντες «θεοί» "

 


α. «τόνδε προς πέτραις/ υψηλοκρήμνοις τον λεωργόν οχμάσαι/ αδαμαντίνων δεσμών εν αρρήκτοις πέδαις» (Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», στ. 4-6, τον πανούργο τούτον να τον καρφώσεις εκεί πάνω στα βράχια τ’ αψηλόγκρεμνα, δεμένον μ’ ατσάλινα δεσμά που να μη σπάνε).

β. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας» (Από τα πάθη του Χριστού, Μ. Πέμπτη και Παρασκευή).

Στη μυθολογία και στη θρησκεία πολλών λαών ανευρίσκεται η εικόνα του «πάσχοντα ανθρώπου» ή και Θεού. Οι άνθρωποι αρέσκονται να πιστεύουν πως κάποιος άνθρωπος ή θεός τους προστατεύει ή και τους σώζει. Τα πάθη τους δεν επιβεβαιώνουν μόνο το μέγεθος της θυσίας και της προσφοράς τους αλλά και την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων να υπερβούν το φόβο και την αγωνία που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της περατότητάς τους (θνητά όντα).

«Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον», (Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»)// «Θανάτω θάνατον πατήσας… ο σταυρόν υπομείνας και τον θάνατον καταργήσας», (Υμνολογία του Μ. Σαββάτου).

Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Χριστός προβάλλουν εμφαντικά ότι απομάκρυναν τον άνθρωπο (απελευθέρωσαν;) από το φόβο του θανάτου. Όχι βέβαια ότι ανέτρεψαν τους φυσικούς νόμους, αλλά ότι έδωσαν στο ανθρώπινο γένος τη δυνατότητα να υπερβαίνει το διαρκή φόβο της θνητότητάς του. Το θεμελιακό αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν το έσβησαν με την «αθανασία», αλλά με τα κατάλληλα δώρα που δεν είναι άλλα από τη γνώση – αποδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας και την αυτογνωσία. Ο άνθρωπος μόνον όταν γνωρίζει και αποδέχεται την αλήθεια μπορεί να την διαχειριστεί επ’ ωφελεία του.

Ωστόσο η ταύτιση της «προσφοράς» προς τον άνθρωπο συνοδεύτηκε από το φρικτό μαρτύριο του Προμηθέα κι από τον σταυρικό «θάνατο» του Χριστού. Αυτό το παράλληλο πάθος καταδεικνύει την διαχρονική ανάγκη του θνητού ανθρώπου να πιστεύει πως η σωτηρία του είναι προϊόν κάποιου «πάσχοντος θεού». Τέτοια στοιχεία θρησκευτικού συγκρητισμού μπορούμε να βρούμε πολλά στα αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα. Ανεξάρτητα από το εάν τα ευρήματα αυτά παραβιάζουν τους κανόνες του ορθολογισμού (ως πυρηνικού στοιχείου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού), είναι σημαντικό για τον άνθρωπο να γνωρίζει τις αντιλήψεις που προηγήθηκαν για τη «θυσία» - πάθη των θεών του.

Μεσσιανικές προσδοκίες

Οι μεσσιανικές προσδοκίες πλάθουν ιστορίες που αφηγούνται τον ηρωισμό ανδρών, ημίθεων ή και θεών που υποφέρουν πολλά για χάρη των ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές τέτοιων πράξεων που αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας χαρακτηρίζονται από μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους και πασχίζουν για τη σωτηρία τους ή και την πρόοδό τους. Συγκρούονται με δυνάμεις υπέρτερες ή και αντιμάχονται την κακότητα κάποιων ανθρώπων που απεργάζονται την πτώση και τη δουλεία των συνανθρώπων τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται η ψυχολογία των ανθρώπων να περιμένουν κάποιο μεσσία για να τους απαλλάξει από τις ενοχές, τις φοβίες και τα λάθη τους και να τους βοηθήσει να νιώσουν σίγουροι για τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται σε μια ύστερη φάση να ξεχωρίσουν το μυθικό στοιχείο από το πραγματικό και το ορθολογικό. Η πίστη θεριεύει και συνδράμει καταλυτικά στη βίωση ενός αισθήματος ασφάλειας που απελευθερώνει τη θέληση για επιβίωση και δημιουργία. Νιώθει προστατευμένος από μια δύναμη στον αγώνα του να αντέξει τα δεινά που απορρέουν από τις πολυποίκιλες αναγκαιότητες (βιολογικές, κοινωνικές…).

 

Τα πάθη του Προμηθέα και του Χριστού

Ιδανικοί ενσαρκωτές όλων των παραπάνω εικόνων και σκέψεων δύο εμβληματικά πρόσωπα που τα πάθη και η εκούσια θυσία τους σημάδεψαν την πνευματική και ηθική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ και ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ένας ημίθεος – Τιτάνας κι ένας «Θεός». Πολλά είναι τα στοιχεία που τους ενώνουν όπως πολλά είναι κι αυτά που τους διαφοροποιούν. Το βασικό κοινό σημείο και των δυο είναι ότι συνενώνουν το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο: Ίσως, όμως, το στοιχείο που τους κατέστησε σύμβολο παγκόσμιο και πανανθρώπινο είναι τα πάθη τους για χάρη του ανθρώπου.


Ο Προμηθέας καρφωμένος στον Καύκασο, ο Χριστός σταυρωμένος στο Γολγοθά. Ο συμβολισμός είναι φανερός. Είναι η καρφωμένη και σταυρωμένη ανθρωπότητα, που πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της που άλλοι χάλκευσαν γι’ αυτήν ή και η «ίδια» με τα λάθη και την απρονοησία της. Προμηθέας και Χριστός πληρώνουν το τίμημα της αγάπης – προσφοράς τους στον αιώνιο άνθρωπο. Ο Προμηθέας εξομολογητικά δηλώνει: «Θνητοίς γαρ γέρα/ πορών ανάγκαις ταίσδ’ ενέζευγμαι τάλας˙», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης»,107…) - (Για τα δώρα/ που έδωσα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος/ σε τέτοια βάσανα).

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει το Χριστό ως «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Α,29) και «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Γ, 16-17). Η αγάπη, λοιπόν, προς τον κόσμο και η σωτηρία αυτού συνιστούν τη βασική αιτία των παθών του Χριστού.

Και οι δυο, Προμηθέας και Χριστός, υφίστανται τα πάνδεινα, χωρίς παράπονα, γογγυσμό ή μίσος για τους διώκτες: «οράτε δεσμώτην με δύσποτμον Θεόν/….δια την λίαν φιλότητα βροτών» (Κοιτάχτε με δεσμώτη το βαριόμοιρο θεό,/… γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο, Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης» στ 119-120,123) διακηρύσσει ο Προμηθέας, κι ας ένιωθε κάπως προδομένος από τους ανθρώπους και τους άλλους τιτάνες.

 

Η προδοσία

Το παράπονο του Προμηθέα αποδίδει με γλαφυρότητα ο Κ. Βάρναλης στο «φως που καίει» (Ο Μονόλογος του Μώμου): 

«Τους έσωσα κ’ εγώ μια φορά και πρόκοψα!… Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αφτοί με προδώσανε».

Ανάλογη και η προδοσία του Χριστού από το μαθητή του Ιούδα «Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας…ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων˙ ον αν φιλήσω, αυτός εστί, κρατήσατε αυτόν….», (Ματθαίος, ΚΣΤ 47-49). Την προδοσία του Ιούδα ακολούθησε η προδοσία και η εγκατάλειψη από τον όχλο «οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες˙ σταυρωθήτω», (Ματθαίος, ΚΖ 24) και «οι δε εκραύγασαν˙άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», (Ιωάννης, Ιθ 16).

Προμηθέας και Χριστός βάδισαν προς το Πάθος με συνείδηση, γνωρίζοντας τα πάντα κι γι’ αυτό δε λυγίζουν: «Ευ ‘γω ταύτα πάντ’ ηπιστάμην,/ εκών άκων ήμαρτον, ουκ αρνήσομαι˙/ θνητοίς αρήγων αυτός ηυρόμην πόνους», (Αισχύλος «Προμηθέας Δεσμώτης» 277-79, «Πολύ καλά τα γνώριζα όλα αυτά˙/ Το ‘θελα κι έφταιξα, ναι, δεν τ’ αρνιέμαι,/ και βρήκα συμφορές θνητούς βοηθώντας»).


Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός προοικονόμησε το τέλος του και προϊδέασε τους μαθητές του γι’ αυτό: «Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι… και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι», (Μάρκος, Η 32).  Ωστόσο, παντού διέβλεπε, ακόμη και στους μαθητές του, πως ο όχλος δεν είχε πειστεί για την ταυτότητα και το έργο – διδασκαλία του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», (Μάρκος, Η28).

Το μεγαλείο και των δυο «πασχόντων» συνίσταται στο γεγονός ότι γνώριζαν το τέλος το οποίο αντιμετώπισαν ως μια αναγκαιότητα: «πάντα προυξεπίσταμαι/ σκεθρώς τα μέλλοντα, ουδέ μοι ποταίνιον,/ πήμ’ ουδέν ήξει. Την πεπρωμένην δε χρη/ αίσαν φέρειν ως ράτσα, γιγνώσκονθ’ ότι/ το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος», (Καλά τα ξέρω όλα… Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφτη ο καθένας… να βαστάζει, μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι της Ανάγκης η δύναμη», Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», 101-105).

Ο Χριστός έδειξε την αδυναμία του μόνον λίγο πριν εκπνεύσει λέγοντας το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί; Τούτ’ έστ’, Θεέ μου Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθαίος, ΚΖ47). Ο ανθρώπινος θάνατος του Χριστού επισημαίνεται κι από τον υμνογράφο του Επιταφίου θρήνου: «Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως, Σωτήρ, ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών».

Ο συμβολισμός

Γενικότερα, περιδιαβαίνοντες το μύθο του Προμηθέα (Ησίοδος, Αισχύλος, Βάρναλης) μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτόν το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που τον κρατούν δέσμιο. Ο Προμηθέας εκπροσωπεί την Ηθική Ελευθερία και τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για πρόοδο σε όλα τα επίπεδα (Υλικό, Πνευματικό…). Η πορεία, βέβαια, προς τη γνώση και την πρόοδο δεν συμβαίνει πάντα «ατιμωρητί». Ο άνθρωπος πρωταγωνιστής «πάσχει» και παθιάζεται.

Γνωρίζει, δηλαδή, πως η μετάβαση από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας» προϋποθέτει συνειδητοποίηση των ορίων των ανθρώπων αλλά και των θυσιών. Ο Προμηθέας ενσαρκώνει σε απόλυτο βαθμό αυτή τη συνειδητοποίηση. Εξάλλου η «πράξη που γεννά βάσανα» είναι παράλληλα «πράξη που γεννά ευτυχία».

Ο Χριστός στέκεται συγκαταβατικός απέναντι σε αυτούς που τον αδικούν και τους συγχωρεί «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». Είναι η έκφραση μιας αγάπης χωρίς όρους και όρια. Μια αγάπη που τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Φρόιντ δεν αναγνωρίζουν. Σχετικά ο Προμηθέας διακηρύσσει «απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς,/ όσοι παθόντες ευ κακούσι μ’ εκδίκως».

Ο Βάρναλης στο «φως που καίει» παρουσιάζει τον Προμηθέα και το Χριστό να διαφωνούν σε πολλά και ο ένας να μην κατανοεί τη θυσία και τα παθήματα του άλλου. Ο Προμηθέας με τα δώρα στους ανθρώπους απέβλεπε στο λογικό του ανθρώπου (φωτιά, γλώσσα…), ενώ ο Χριστός στην αγάπη – καρδιά. Στη θέση – απάντηση του Προμηθέα «Αφτά δεν είναι λογικά πράματα!», ο Χριστός απαντά «Όσο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενέβουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται» (Κ. Βάρναλης, «το φως που καίει»).

Ωστόσο, το τέλος – θάνατος και των δυο συνοδεύουν τρομερά φυσικά γεγονότα «χθων σεσάλευται./ βρυχία δ’ ηχώ παραμυκάται/ βροντής», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης» 1095) και «…και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν..», (Ιωάννης, ΚΖ 52).

Πιο ανθρώπινος και πιο επιθετικός ο Προμηθέας υπερασπιζόμενος τα δίκαια του αιώνια «πάσχοντος» ανθρώπου ομολογεί με ένα ανθρώπινα δραματικό τρόπο: 

«ω μητρός εμής σέβας, ω πάντων/ αιθήρ κοινόν

φάος ειλίσσων,/ εσοράς ως έκδικα πάσχω»

(κοιτάξτε πόσο άδικα πάσχω).


https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/






Ο ΜΗΝΑΣ ΜΑΙΟΣ ( ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ .ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ,ΘΡΗΣΚΕΙΑ )

 

Πίνακας - Γ. Τσαρούχης 
Ο Μάιος ή Μάης (Καλομηνάς στα ποντιακά), είναι ο πέμπτος μήνας του έτους κατά τοΙουλιανό και Γρηγοριανό Hμερολόγιο και έχει 31 ημέρες. Στο αττικό ημερολόγιο ήταν ο ενδέκατος μήνας Θαργηλιών που αντιστοιχεί με το χρονικό διάστημα 23 Απριλίου-23 Μαΐου. Οι λατίνοι συγγραφείς τον εκφέρουν πάντα με τη λέξη «mensis» (μήνας) ή Kalendae (καλένδες).


Κατά τον Πλούταρχο(Βίος Νουμά 19) η ονομασία του Μήνα (Maja) προήλθε από το όνομα της νύμφης Μαίας που ήταν η ομορφότερη από τις Πλειάδες τις επτά κόρες του Άτλαντα (Ατλαντίδες) και της Πλειόνης και μητέρα του θεού Ερμή στον οποίο ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος. Από άλλους υποστηρίζεται ότι αυτό το όνομα είναι προσδιοριστικό πρεσβύτερης ηλικίας εκ του major (μεγαλύτερος): «Μαϊώρεις γαρ οι πρεσβύτεροι» (Πλούταρχος), ο δε Οβίδιος παράγει το όνομα του μήνα από το Majestas (Μεγαλειότης) που έχει αποδεχθεί και ο τεκτονισμός.


Ο λαός μας, συσχετίζοντας παρετυμολογικά το όνομα του Μαΐου με τα μάγια, τον θεωρεί μαγεμένο μήνα. Ο μήνας των λουλουδιών και της βλάστησης. Οι Αγραφιώτες τον ονομάζουν «χαλαζά» και οι Τήνιοι «βροχάρη». Οι Θρακιώτες ονομάζουν τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο «Τριαντάφυλλα», γιατί το κυριότερο από τα λουλούδια του Μάη είναι το τριαντάφυλλο. ΣτηΜακεδονία ονομάζεται «Κερασάρης», στον Πόντο «Καλομήνας», στην Κύπρο «Πεντεφάς ή Πενταδείλινος», γιατί εξαιτίας του μεγάλου μήκους των ημερών του, αναγκάζονται να τρώνε 5 φορές την ημέρα. Επίσης Πράσινος και Λούλουδος.


Στην αρχαία Ρώμη κατά τον μήνα Μάιο τελούνταν γιορτές προς τιμή της πηγαίας Νύμφης Ηγερίας, στο άλσος της, προς ανάμνηση των συμβουλών της, που παρέσχε στον Νουμά για τις θρησκευτικές αρχές που εισήγαγε στη Ρώμη. Κατά δε την 1η (Μπόνα Ντέα) και 2η Μαΐου συνεχιζόντουσαν τα από 28 Απριλίου αρχόμενα Φλοράλια, εορτές προς τιμή της θεάς της βλάστησης της Χλωρίδας (Flora). Επίσης κατά τον ίδιο μήνα οι Ρωμαίοι τελούσαν τα "Lemuria" Μειλίχια που ήταν εορτές προς ιλασμό των ψυχών των νεκρών. Στη τέχνη τον μήνα Μάιο οι Ρωμαίοι τον παρίσταναν με μορφή μεσήλικου άνδρα που έφερε πλατύ χιτώνα με μεγάλες περιχειρίδες (σαν το σημερινό ράσο) και έχοντας στη κεφαλή το κάνιστρο γεμάτο άνθη ενώ στα πόδια του υπήρχε ένα παγώνι (ταώς) με ανοιγμένα τα φτερά.





Ο Μάϊος στην Ελληνική λαογραφία

Παρ’ όλο που γενικά ο Μάιος θεωρείται ως ο τελευταίος μήνας της Άνοιξης, είναι στην ουσία το μέσο της ανθοφόρας αυτής εποχής αφού το Καλοκαίρι δεν αρχίζει παρά δύο δεκαήμερα μετά το τέλος του, στις 21 Ιουνίου. Ο Μάιος, είναι πράγματι«μήνας χαράς και λατρείας της βλάστησης, με δοξασίες και έθιμα διαχρονικού χαρακτήρα», όπως το παραδοσιακό έθιμο με το πρωτομαγιάτικο στεφάνι το οποίο στολίζει την πόρτα του σπιτιού μέχρι τις 24 Ιουνίου οπότε καίγεται στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Οι λαϊκές προλήψεις θεωρούν τον Μάιο «μαγεμένο» γι’ αυτό αποφεύγονται οι γάμοι και οι σοβαρές εργασίες στη διάρκειά του, εξ ου και η παροιμία «Στον καταραμένο τόπο, τον Μάη μήνα βρέχει». Όλοι οι λαοί, πάντως, την Πρωτομαγιά γιόρταζαν την ανθοφορία της Φύσης και την απαρχή των «καλών καιρών». Κι ενώ οι λαϊκές παροιμίες, όπως, «Μάη μου, Μάη δροσερέ κι Απρίλη λουλουδάτε» και «ο Μάης έχει τ’ όνομα κι ο Απρίλης τα λουλούδια», προσπαθούν να μας επαναφέρουν στην τάξη, οι παιδικές αναμνήσεις δεν μας το επιτρέπουν. Κι έτσι συνεχίζουμε να τραγουδάμε: «Ο Μάιος μας έφτασε/εμπρός βήμα ταχύ/να τον προϋπαντήσουμε/παιδιά στην εξοχή».



Παροιμίες για το μήνα Μάιο 

*Ο Μάης ρίχνει τη δροσιά και ο Απρίλης τα λουλούδια.
*Στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει.
*Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε
τ' αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα.
*Τον Μάη κρασί μην πίνετε κι ύπνο μην αγαπάτε.
*Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος.
*Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά.
*Οντά 'πρεπε δεν έβρεχε κι ο Μάης χαλαζώνει.
*Μάης πενταδείληνος και πάντα δείλι θέλει.
*Στο κακορίζικο χωριό το Μάη ρίχνει το νερό.
*Όταν πρέπει δε βροντά και το Μάη δροσολογά.
*Οπού σπείρει ή δε σπείρει, το Μάη μετανοεί.
*Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα.
*Σαν έπρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εχαμοβρόντα.
*Ο Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει.
*Μην πάρεις το Μάη άλογο, μήτε γυναίκα τη Λαμπρή.
*Το Μάη βάζε εργάτες κι ας είναι κι ακαμάτες.
*Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς.
*Το Μάη εγεννήθηκα και μάγια δε φοβούμαι.
*Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος.
*Ζήσε Μάη μου , να φας τριφύλλι.
*Ο Απρίλης έχει τ' όνομα κι ο Μάης τα λουλούδια.
*Ο γάμος ο μαγιάτικος πολλά κακά αποδίδει.
*Μάης άβροχος, τρυγητός χαρούμενος.
*Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
*Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος.

Περισσότερα Λαογραφικά στοιχεία εδώ 

ΙΣΤΟΡΙΑ 


Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση μοιρολογεί νεκρό παιδί της


1 Μαΐου - Πρωτομαγιά 

Η 1 Μαΐου έχει χαρακτηρισθεί σχεδόν παγκόσμια ημέρα αργίας (αν και δεν είναι αργία, είν' απεργία) και διατυπώσεων των διεκδικήσεων των εργαζομένων, αφού είναι συνδεδεμένη με το εργατικό κίνημα όταν το 1886 έγιναν οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Σικάγο με αίτημα τα τρία οχτάρια: οχτώ ώρες εργασίας, οχτώ ψυχαγωγία και οχτώ ύπνος. Στην χώρα μας, η απεργία των καπνεργατών του 1936 στη Θεσσαλονίκη βάφτηκε με αίμα που καταγράφηκε, στις εφημερίδες της άλλης ημέρας, με μια χαρακτηριστική φωτογραφία η οποία έδειχνε μια μάνα να οδύρεται πάνω από το σκοτωμένο της παιδί. Η φωτογραφία εκείνη ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο»: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/μέρα Μαγιού σε χάνω…».

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μού τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τα αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.

Διαβάστε περισσότερα :

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΙΜΑΤΗΡΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ :
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις


Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια
ηρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Παράξενη πρωτομαγιά, παράξενη πρωτομαγιά.

Πίνακας - Θεόφιλος Χατζημιχαήλ




29 Μαϊου 1453 - Η Πόλις εάλω 


Ο Μάιος συνδέεται επίσης και με την όλη πορεία της Βασιλεύουσας πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου του οποίου τη μνήμη γιορτάζουμε στις 21 του μήνα. Δέκα ημέρες νωρίτερα γιορτάζονται τα γενέθλια ή εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 330 μ.Χ., ενώ στις 29 η μνήμη μας γυρνάει πίσω στην Άλωσή της (1453). Η απόφαση του Κωνσταντίνου να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου πάρθηκε το έτος 324. Σύμφωνα με την παράδοση ο ίδιος ο Κωνσταντίνος , κρατώντας ένα ακόντιο, χάραξε τα σύνορα της πόλης που φάνηκαν πολύ μεγάλα στους συμβούλους του. Έτσι τον ρώτησαν πόσο θα προχωρήσει ακόμη, κι εκείνος τους απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρεί εμπρός μου».



Πάρθεν η Ρωμανία (Δημοτικό απόσπασμα)


Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)


Διαβάστε περισσότερα :

29- ΜΑΪΟΥ - 1453 "Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ" ΠΟΙΗΣΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

...............................................

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ   

Αρης Αλεξάνδρου - Πρωτομαγιά

Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσής στο πέλαγο.
Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν' ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ' τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.
Από τη συλλογή Ακόμα τούτη η άνοιξη (Απρίλης 1946)



Kate Greenaway - May Day 




Κώστας Βάρναλης - Πρωτομαγιά 1943


Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν , δυο , ή τρεις ….διακόσια παλληκάρια .

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,
μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .
Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ’όλους ,
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος .

Νικος Γκάτσος - Αμοργός 

Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου

Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στίψουμε ένα σύννεφο
κι αν θα πεινάσεις για ψωμί
θα σφάξουμε ένα αηδόνι
( απόσπασμα ) 

Κική Δημουλά - B’ προβολής

“…………………………..

Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό
κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες
ντυμένες το παραδοσιακό τους
δηλητήριο χορεύουν τοπικό κατακόκκινο.
Συγκινημένο το άγαλμα της απορίας μου:
τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
με την πάροδο των λέξεων;

Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Τα φύλλα των δέντρων
κανιβαλικά χοροπηδούν πάνω στον ήχο.
Ανακινείται δυνατά το σφραγισμένο χώμα
πετάγεται με πάταγο ο φελλός του στεγνού
πίδακες νωπότητας καταβρέχουν
την ντροπαλή αρχή των αρωμάτων.
Χλόη δοκιμάζει τα φτερά της
στους χαμηλούς του χαρακτήρα της ανέμους.
Παίζουν κρυφτό τα βόρειά μου
με τα μικρότερά τους χαμομήλια
και η ψυχή κυνηγητό με λάθη
πάντα μεγαλύτερά της- η αιωνία
άνοιξη του αταίριαστου.

Βροχή στα βόρειά μου του Μαΐου.
Και τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
Με την πάροδο των λέξεων
και ποιος με έφερε εδώ σ’ αυτήν
την τόσο απομακρυσμένη ερώτηση
απ’ το σώμα μου και τώρα πώς
– θέλω τη μάνα μου θέλω τη μάνα μου
να με κουμπώσει στην αρχή μου.
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)




Το Καλαντάρι του Μαϊου από το Très Riches Heures du Duc de Berry
Οδυσσέας Ελύτης  - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ

“Η Πρωτομαγιά
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα ‘λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.”
(Ο. Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη, Ίκαρος)
Ο Ελύτης - ΚΟΚΚΙΝΟ 
“…Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.”
«Παραλλαγές σε μιαν αχτίδα» (Ήλιος ο πρώτος)




Ρένα Καρθαίου Ο ΜΑΗΣ 1.

Ένα πράσινο βιβλίο
γράφει ο Μάης για παιδιά.
Οι τελείες του είν’ κεράσια
και οι λέξεις του κλαδιά.
Και το αγέρι το μοιράζει
σε περβόλια και αυλές
και οι εικόνες τρεμουλιάζουν
στις σελίδες τις χρυσές.
Ένα πράσινο βιβλίο
-άνθη, φύλλα κι ευωδιά-
γράφει ο Μάης, ξαναγράφει
για παιδιά.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/