ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΕΛΟΥΔΑΣ "ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΤΙΣ ΦΟΒΙΕΣ"



Το να επισκέπτεται τους φόβους του
είναι το πρόκριμα του δικού του έσω
ρόπτρου....
Για να διανθίσει τις
κοινωνικές του φοβίες
καλεί αυτές στο λιτό
καθιστικό του τους μιλά
έντονα, τους ραπίζει
και ύστερα ανοίγει μια
τεράστια σαν μιας κλώσσας
τα φτερά και γιάνει τους πόνους τους
Ετσι με πονέσατε και εσείς λέει
στις φοβίες του , σηκώνει ψηλά
το ποτήρι με μπρούσκο συναισθημάτων
κρασί, κάνει μια πρόποση
ώστε γίνονται ένα σαν ζευγάρι
ανθρώπινων παθιασμένων πλατωνικών
ερώτων
Νιώθει ελεύθερος
να ανασάνει...
να αναστοχαστεί...
οι φοβίες γίναν χελιδόνια
και υποσχέθηκαν κάθε
άνοιξη να του προσφέρουν
πάνω στις φτερούγες τους
ένα τεράστιο ουράνιο χαμόγελο.
Για δες γλυκάναν κάπως οι
φόβοι
κάθε φόβος ένας μικρός
διαπληκτισμός στα περιγιάλια της ψυχής.
Λέγεται φόβος ή συνύπαρξη ανθρώπινων
κύβων σε ένα σώμα;
Η αγάπη όλα τα ομορφαίνει
ακόμη και τους φόβους τρυφερά
τους γαληνεύει!

ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΒΕΛΟΎΔΑΣ-μέλος της διεθνούς εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών,παιδαγωγός προσχολικής αγωγής.








ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ "Ο χιτώνας"

Πίνακας -  Αναστασία Χατζηαγαπίου 

Τις τραχιές μέρες , γδύσε την ψυχή για να ντύσεις
τα πάθη των ανθρώπων.

Ο χιτώνας που θα γεννηθεί θα ‘ναι πορφυρός,
με αίμα κι αγκάθια.

Αλλά οι ματιές θα γέρνουν με στοργή
ν' αγκαλιάσουν τις αποστάσεις
που άφησαν οι καρδιές.

Μη φοβάσαι να δεις το χαμόγελο των παιδιών.

«Ανάμεσα σε δυο στιγμές»
Κώστας Βασιλάκος /Εκδόσεις Σοκόλη





ΒΙΚΥ ΚΡΟΥΣΚΑ "ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ"



Αργοπορημένη η άνοιξη φέτος
οχυρώθηκε στην ανοχύρωτη στέρησή μας
τη νυχτωδία των αναστεναγμών εγκλωβίζει στο χνώτο της
κλείνοντάς με σε μια κάμαρη
συντροφιά με τη Φεγγαροντυμένη και την κυρά των Αμπελιών
καμιά φορά έρχεται κι η Παναγιά η Γοργόνα,
αντίβαρο στην κατολίσθηση.
Στο μελάνι της νύχτας γράφω τις λέξεις μου
έτοιμες να σε ξαφνιάσουν
"ζω σημαίνει με συντρέχω"
έπειτα ψηλαφώ την εύθρυπτη φωνή σου
καθώς κόβεις ανθούς να κρύψεις τη γύμνια σου
ψέλνει συντρίμμια χρόνων
παζαρεύοντας τη ζωή
φλύαρη γίνεται η νύχτα
"ωσαννά" ψιθυρίζεις
σαν αόρατη επίκληση
οι αισθήσεις υποκαθιστούν το λόγο
όπως στην αρχή της ζωής
ένα νανούρισμα που να μην είναι μοιρολόι
κρύβομαι στο Όρος των Ελαιών
γονυπετής να δεηθώ υπέρ των καμνόντων.
Στο μεταξύ η άνοιξη θα ντυθεί το σχήμα της να λιτανεύσει άλικες παπαρούνες κομιδή στη Ζωή εν Τάφω.

Β.Κ


Φωτογραφία : (Λεφόκαστρο,Ν.Πήλιο. Χρόνος χαραγμένος)






ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ ( 1874 - 2 Μαΐου 1941 )

 

Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη, μεγαλεμπόρου βαμβακιού, και της Βιργινίας το γένος Χωρέμη, που κατάγονταν από τη Χίο. Εκτός από την Πηνελόπη η οικογένεια είχε δύο ακόμη κόρες, την Αλεξάνδρα και την Αργίνη και τρεις γιους, τον Αντώνη, τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο. Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο αυστηρό αρχοντικό περιβάλλον του σπιτιού της και τα καλοκαίρια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Αθήνα, Πειραιάς, Χίος, Liverpool, Gratz κ.α.) Τις σχολικές γνώσεις της κάλυψε με κατ’ οίκον μαθήματα. Η σύγκριση των ελληνικών μαθητικών βιβλίων με τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα την έκανε να συνειδητοποιήσει την ανάγκη για συγγραφή παιδικών βιβλίων γραμμένων σε απλή γλώσσα. Μετά την αγγλική κατάκτηση της Αιγύπτου (1882), η οικογένεια έφυγε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Το 1895 η Πηνελόπη παντρεύτηκε το φαναριώτη επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα, με τον οποίο επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου του 1897 στην Αλεξάνδρεια και απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα. Ο Δέλτας ήταν φιλόδημοτικιστής και η Πηνελόπη επηρεάστηκε κυρίως από τον αδερφό του Κωνσταντίνο και τη γνωριμία και σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετούσε την περίοδο εκείνη στο προξενείο της Αλεξάνδρειας και την γνώρισε με τους Πάλλη, Εφταλιώτη, Βλαστό, Φωτιάδη, Ψυχάρη και Παλαμά, με τους οποίους διατήρησε επαφή και αλληλογραφία, συμβάλλοντας στο δημοτικιστικό αγώνα. Από το 1906 ως το 1913 έζησε με την οικογένειά της στη Φρανκφούρτη. Εκεί γνωρίστηκε με το Μανώλη Τριανταφυλλίδη και μέσω αυτού με τον κύκλο του Γληνού και του Δελμούζου, με τους οποίους συνέπραξε αργότερα στην έκδοση του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του οποίου έγινε μέλος το 1910. Μακροχρόνια αλληλογραφία διατήρησε και με το γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, του οποίου το βιβλίο Βυζαντινή Εποποιία ενέπνευσε τη Δέλτα στη συγγραφή μυθιστορημάτων με βυζαντινή θεματική (Για την πατρίδα, Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου). Παράλληλα με τη λογοτεχνία η Δέλτα ασχολήθηκε και με τις παιδαγωγικές μελέτες και το 1910 εξέδωσε το βιβλίο Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας. Το 1909 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1916 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε από κοντά τα Νοεμβριανά γεγονότα. Η φρίκη που αντίκρισε και ο κίνδυνος που αντιμετώπισε ο βενιζελικός και δήμαρχος τότε της Αθήνας πατέρας της συνέβαλαν στην πολιτική μεταστροφή της Δέλτα από την βασιλική στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος υπήρξε πρότυπο της Δέλτα και διατήρησε αλληλογραφία μαζί του, καθώς επίσης με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν ως τη Μικρασιατική καταστροφή επηρέασαν και τραυμάτισαν την ψυχοσύνθεση της Δέλτα, που αντιμετώπιζε περισσότερο συναισθηματικά παρά εγκεφαλικά τα γεγονότα. Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της (προϊούσα παράλυση των άκρων), ήδη από το 1925 ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για περίθαλψη και οικονομική ενίσχυση των προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Μικρασία. Ανάλογη πρωτοβουλία ανέλαβε και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, η είδηση ωστόσο της εισόδου των γερμανών στην Αθήνα την οδήγησε στην αυτοκτονία. Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα. Στο πεζογραφικό έργο της προσπάθησε να επιτύχει τόσο την ψυχαγωγία των μικρών αναγνωστών της όσο και την διαπαιδαγώγησή τους, ιστορική και ηθική. Εξίσου σημαντικό είναι το ιστορικό ερευνητικό της έργο, που οδήγησε στη συγκέντρωση πολύτιμου αρχειακού υλικού για την ελληνική ιστορία του αιώνα μας, ενώ ένα σημαντικό μέρος του συνόλου του έργου της καλύπτει η αλληλογραφία της με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και των γραμμάτων. 



Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Πεζογραφία
• Για την πατρίδα. Εικονογραφίες Ν. Λύτρα και Σ. Λασκαρίδη. Λονδίνο, τυπ. Γ.Σ.Βελώνη, 1909. 
• Παραμύθι χωρίς όνομα. Εικονογραφίες Δ. Κωνσταντινίδη. Λονδίνο, τυπ.Γ.Σ.Βελώνη, 1910.
• Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου. Εικονογραφίες Δ.Λ.Κωνσταντινίδη. Λονδίνο, 1911. 
• Παραμύθια και άλλα. Εικονογραφίες Σοφίας Λασκαρίδου και Σοφίας Σ. Δέλτα. Αθήνα, Βιβλιοθήκη του Εκπαιδευτικού Ομίλου5, 1915.
• Τ’ ανεύθυνα (Ψυχές Παιδιών). Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης,1921.
• Η ζωή του Χριστού· Τομος Α΄ . Αθήνα, τυπ. Εστία, 1925.
• Η ζωή του Χριστού· Τομος Β΄ . Αθήνα, τυπ. Εστία, 1925.
• Ο Τρελαντώνης· Εικονογραφίες Μαρίας Παπαρρηγοπούλου. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1932.
• Μάγκας. Εικόνες Δ. Π. Ζωγράφου – Αντ. Πολυκανδριώτη – Δ. Λ. Κωνσταντινίδη. Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• Στα μυστικά του βάλτουΑ΄-Β΄. Εικονογραφίες Δ. Α. Μπισκίνη. Χάρτες Στεφανίας Φάρκου. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1937.
ΙΙ.Μελέτες
• Στοχασμοί περί της ανατροφής των παίδων μας. Αθήνα, ανάτυπο από το Α’ Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1911.
• Τα αναγνωστικά μας. Αθήνα, Βιβλιοθήκη του Εκπαιδευτικού Ομίλου3, 1913.
• Τα καινούρια αναγνωστικά μας. Αθήνα, ανάτυπο από το Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου του 1919, 1920.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Αλληλογραφία της Π.Σ.Δέλτα 1906-1940• επιμέλεια Ξ.Λευκοπαρίδη. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΑ΄• Ελευθέριος Βενιζέλος (Ημερολόγιο – Αναμνήσεις – Μαρτυρίες – Αλληλογραφία). Αθήνα, Ερμής, 1978.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΒ΄· Νικόλαος Πλαστήρας (Εκστρατεία Ουκρανίας 1919 – Κίνημα 6 Μαρτίου 1933, Αλληλογραφία). Αθήνα, Ερμής, 1979.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΓ΄·Πρώτες ενθυμήσεις· Επιμέλεια Π.Α.Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1985. 
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΔ΄• Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία (κείμενα Ι.Δραγούμη, Κ.Μανέτα, Κ.Βλάχου, Ν.Γρηγοριάδη). Αθήνα, Ερμής, 1982.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΕ΄• Το γκρέμισμα. Ιστορικό μυθιστόρημα. Επιμέλεια Μαριάννα Σπανάκη – Εισαγωγή Π. Α. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1983.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΣτ΄ Αναμνήσεις 1899. Μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο Βούλα Λούβρου. Επιμέλεια : Π. Α. Ζάννας, Αλ. Π. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1990. 
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΖ΄• Αναμνήσεις 1921. Επιμέλεια Αλ. Π. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1996. http://www.ekebi.gr/

Με τις δύο κόρες της 


Για την πατρίδα 
Υπόθεση 

Στα τέλη του 995 μ.Χ., ο Ασώτης, γιος του Αρμένη μάγιστρου της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Ταρωνίτη, πιάνεται αιχμάλωτος του βασιλιά των Βουλγάρων Σαμουήλ και μαζί με τον φίλο του Αλέξιο Αργυρό οδηγούνται στην Αχρίδα. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους, ο Βυζαντινός στρατός νικά τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχειού. Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν με τους Βυζαντινούς, ο Βούλγαρος ηγεμόνας παντρεύει την κόρη του Μιροσλάβα με τον Ασώτη και τον διορίζει στρατηγό στο Δυρράχιο. Σύντομα όμως, ο Σαμουήλ καταπατά τις συμφωνίες και αρχίζει εχθροπραξίες κατά του Βυζαντίου. Ο Ασώτης μαζί με τη Μιροσλάβα και τον Αλέξιο, τον εγκαταλείπουν και επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος αρραβωνιάζεται την κουβικουλαρία Θέκλα από το Γαλαξίδι. Ο πόλεμος ξεσπάει, και ο Αλέξιος ξεκινά για μια επικίνδυνη μυστική αποστολή μέσα στο εχθρικό έδαφος, με προορισμό το Δυρράχιο. Η Θέκλα τον ακολουθεί μεταμφιεσμένη σε αγόρι, σ' ένα επικό ταξίδι γεμάτο κινδύνους, που θα σφραγίσει τη μοίρα και των δύο. Ο επίλογος κλείνει με την (δεύτερη) υποταγή της Βουλγαρίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το έτος 1018 μ.Χ. 

Κεφάλαιο Β' 

Στο μεταξύ, ο Ασώτης με τον Αλέξιο και μερικούς άλλους αιχμαλώτους Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στην Αχρίδα.

Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. Μαθημένοι όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, που ήταν ο λεπτότερος εκείνης της εποχής, ένιωθαν βαρύτερα τη βαρβαρότητα του κατακτητή, αγανακτούσαν με τη σκληράδα, τη βαναυσότητα του Βουλγάρου, που εκδηλώνουνταν σε κάθε τους επαφή, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της καθημερινής τους υπηρεσίας.

Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε.

- Δεν ξέρω τι περιμένω για να μπήξω το μαχαίρι του πατέρα μου στην καρδιά μου! έλεγε κάποτε ο Ασώτης του Αλέξιου. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Μένομε δούλοι εδώ, δεν μπορούμε να υπηρετήσομε το Βασιλιά μας, και ωστόσο ο εχθρός ρημάζει την Ελλάδα. Τι ελπίζομε και τι περιμένομε;

- Περιμένομε περίσταση να δώσομε τη ζωή μας στην πατρίδα, απαντούσε ο Αλέξιος.

- Μα πώς να τη δώσομε, αφού μας κρατούν εδώ κλεισμένους; επέμενε ο Ασώτης.

- Παντού και πάντα μπορεί κανείς να υπηρετήσει την πατρίδα του, έλεγε ο Αλέξιος. Και τη ζωή σου δεν έχεις δικαίωμα να τη σπαταλήσεις ή να την πετάξεις. Ξόδεψε την, δώσε την, μα με τρόπο που να ωφελήσει. Δε χρησιμεύει να πεθάνομε από αγάπη ή από λύπη για την πατρίδα. Πρέπει ο θάνατος μας να ωφελήσει σε κάτι. Ειδεμή είναι άχρηστος.

Ο Ασώτης δεν επέμενε. Αναγνώριζε πως τα λόγια του Αλέξιου ήταν σωστά. Μα στην πρώτη περίσταση, δηλαδή κάθε φορά που έφθαναν καινούρια μηνύματα πως ο εχθρός προχωρούσε, και αύξανε η αυθάδεια των Βουλγάρων, τον έπιανε πάλι απελπισία. Μια μέρα ήλθε η είδηση πως καινούριος στρατός, με στρατηγό τον Νικηφόρο Ουρανό, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει κατέβαινε στην Ελλάδα. Και συγχρόνως μαθεύτηκε πως ο Σαμουήλ βιαστικά παρατούσε την Πελοπόννησο και γύριζε ν' απαντήσει τον Νικηφόρο. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι της Αχρίδας, από την ώρα που το έμαθαν, ζούσαν σ' αιώνια ταραχή.

- Να φύγομε! Να φύγομε! έλεγε ο Ασώτης, που πήγαινε κι έρχουνταν στην κάμαρα τους σαν αγρίμι στο κλουβί.

- Ναι, να φύγομε! απαντούσε ο Αλέξιος. Μα πώς; Μας φυλάγουν στενά.

Κάθε τόσο έφθαναν καινούριοι αγγελιαφόροι, με μηνύματα των Βουλγάρων πως γύριζαν από τη Θεσσαλία φορτωμένοι λάφυρα, σέρνοντας πίσω τους κοπάδια τους αιχμαλώτους. Έξαφνα έπαυσαν οι ειδήσεις. Κανένας πια δεν έφθανε από το στρατόπεδο. Οι μέρες περνούσαν, μα νέα δεν έρχουνταν.

- Όλα καλά, έλεγαν οι Βούλγαροι αυλικοί. Θα τις φαν πάλι οι Έλληνες και θα πέσει ευθύς η Θεσσαλονίκη.

Τ' άκουαν οι Έλληνες και μάτωνε η καρδιά τους.

- Να φύγομε! Ναι, να φύγομε! έλεγε τώρα ο Αλέξιος, συχνότερα ακόμη και από τον Ασώτη.

Έξαφνα διαδόθηκε η είδηση πως απαντήθηκαν τα δυο στρατεύματα, πως έγινε μάχη, πως οι Έλληνες καταστράφηκαν και ο Σαμουήλ γύριζε στην Αχρίδα νικητής και τροπαιούχος. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς, ούτε κανένας ήξερε ποιος είχε φέρει την είδηση. Αλλά το έλεγαν όλοι, άρα ήταν αλήθεια.

Εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πήγαν στα βασιλικά δωμάτια, ήταν τόσο μαραμένοι και σκοτεινοί, ώστε το παρατήρησε η κόρη του Σαμουήλ, η Μιροσλάβα, που τους είχε στην υπηρεσία της. Ήταν κι αυτή χαρούμενη για όσα είχε ακούσει για τη νίκη του πατέρα της. Η αθυμία όμως του Ασώτη τη συγκίνησε. Τον ρώτησε τι έχει.

- Η χαρά σου είναι λύπη μου, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Ασώτης.

Μερικοί αξιωματικοί Βούλγαροι, που έστεκαν εκεί, θύμωσαν με τα λόγια του και θέλησαν να τον βγάλουν έξω. Μα η βασιλοπούλα τούς σταμάτησε και πρόσταξε να την αφήσουν μόνη με τους δυο Έλληνες.

- Γιατί σε λυπεί τόσο η νίκη του πατέρα μου; ρώτησε η βασιλοπούλα όταν έμειναν μόνοι. Δεν το ήξερες πως ήταν μοιραίο να νικήσει;

Ο Ασώτης δεν αποκρίθηκε. Τότε γύρισε η Μιροσλάβα στον Αλέξιο και τον ρώτησε κι εκείνον γιατί έμεναν τόσο σκοτεινοί και μαύροι εκεί που όλη η χώρα πανηγύριζε.

- Είμαστε Έλληνες εμείς, Δέσποινα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος.

Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη. Ύστερα είπε με κάποιο δισταγμό:

- Εγώ χαίρομαι. Και όμως μπορούσα να είμαι Ελληνίδα κι εγώ.

Ο Αλέξιος χαμογέλασε.

- Σα δύσκολο θα ήταν, είπε, εσύ, κόρη του Βασιλιά της Βουλγαρίας!

- Και όμως μισοείμαι Ελληνίδα, ξαναείπε η βασιλοπούλα, γιατί η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα.

Ο Ασώτης ταράχτηκε.

- Η μητέρα σου; ρώτησε.

- Ναι, η μητέρα μου. Δεν ακούσατε ποτέ την ιστορία της πανόμορφης Λαρισιώτισσας σκλάβας που την αγάπησε ο Σαμουήλ;

- Όχι, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, δεν έτυχε να την ακούσομε.

- Όταν κατέβηκε την πρώτη φορά ο πατέρας μου στην Ελλάδα, είπε η Μιροσλάβα, και για πρώτη φορά κατέκτησε τη Λάρισα, έκανε και τότε πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η μητέρα μου, νέο κορίτσι και πολύ όμορφο. Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. Ώστε βλέπετε πως, αν και δεν είμαι από την Πόλη σαν και σας, είμαι όμως Ελληνίδα. Και περισσότερο από σας έπρεπε να λυπούμαι για το σκληρό αυτόν πόλεμο, που γίνεται πάλι στα ίδια μέρη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Κι έτσι μπορώ να νιώσω και τη δική σας λύπη...

- Όχι, Δέσποινα, διέκοψε ο Αλέξιος, δεν μπορείς να τη νιώσεις. Γιατί όσο και αν η μητέρα σου ήταν Ελληνίδα, η πατρίδα σου εσένα είναι η Βουλγαρία.

- Ενώ η δική σας είναι η Κωνσταντινούπολη... είπε συλλογισμένη η βασιλοπούλα. Μα εδώ μακριά που βρισκόμαστε, εξακολούθησε, δεν μπορούμε δυστυχώς διόλου να επηρεάσομε τα πράματα, ούτε σεις ούτ' εγώ. Θα ήθελα όμως να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να γίνει η ζωή σας υποφερτή. Ελπίζω να μην έχετε παράπονα με κανένα και να σας μεταχειρίζονται όλοι κατά τη σειρά σας, σαν πατρίκιοι που είσθε.

- Δεν έχομε παράπονα, Δέσποινα, είπε ο Αλέξιος. Και η θέση μας θα ήταν ζηλευτή για κάθε άλλον. Μα είμαστε ξένοι και δούλοι. Η αλυσίδα μας είναι βαριά, όσο κι αν την έχει χρυσώσει η καλοσύνη σου.

- Θέλεις να πεις ότι σας πειράζει που δεν έχετε την ελευθερία σας; Μου είναι εύκολο να ζητήσω από τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει, να καταργήσει τη στρατιωτική επίβλεψη που σας έχουν τώρα. Ή μήπως και αυτό δε σας αρκεί; Μήπως θέλετε και να φύγετε, να γυρίσετε στην Πόλη;

- Ναι! αναφώνησε ο Ασώτης. Το μαντεύεις, Δέσποινα. Αυτό σου ζητούμε. Σε ικετεύομε, κάνε το! Και να είσαι ευλογημένη!

Γονάτισε μπροστά της, πήρε το χέρι της και το φίλησε με συγκίνηση.

Η βασιλοπούλα σηκώθηκε βιαστικά. Το γλυκό της πρόσωπο ήταν κατάχλωμο και ταραγμένο.

- Μου ζητάς πράματα αδύνατα, είπε με πολλή λύπη.

Και με το χέρι τούς έκαμε νόημα να φύγουν. Οι δύο Έλληνες υποκλίθηκαν βαθιά και βγήκαν από το δωμάτιο.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ασώτης έσφιξε το χέρι του φίλου του.

- Αλέξιε... να φύγομε... ψιθύρισε.

- Απόψε, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.


 Η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στέφανος Δέλτας. 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








1 ΜΑΪΟΥ 1944. - 200 Έλληνες αγωνιστές εκτελούνται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής

 

Πρωτομαγιά 1944. Η εκτέλεση των 200 πατριωτών στο σκοπευτήριο της Καισαριανής

Το πρωί 1 Μαΐου στο Χαϊδάρι, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων που συντάχτηκε σε ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια. Με τον αριθμό 71, εκφωνήθηκε το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος επειδή γνώριζε τη γερμανική γλώσσα εκτελούσε χρέη διερμηνέα. Τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ (Karl Fischer). - «Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων! ».
Η απάντησή του θα μείνει σύμβολο αυτοθυσίας :
- «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».
Το ίδιο συμβαίνει και με τον στρατοπεδάρχη του Χαϊδαρίου Αντώνη Βαρθολομαίο. Τους φόρτωσαν και τους 200 σε έξι αυτοκίνητα και τους οδήγησαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Στη διαδρομή ως το Σκοπευτήριο οι μελλοθάνατοι πέταξαν μέσα από τα αυτοκίνητα σημειώματα με διευθύνσεις των δικών τους με κάποιο μήνυμα. Στο Σκοπευτήριο τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως διερμηνέα. Η πρώτη εικοσάδα πήρε θέση απέναντι από τις κάννες των όπλων. Ο επικεφαλής των Γερμανών γύρισε προς τον Σουκατζίδη:
- Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πουν.
Ο Σουκατζίδης μεταφράζει. Και τότε με μια φωνή οι μελλοθάνατοι απαντούν:
- Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!
Τώρα είναι η σειρά της δεύτερης εικοσάδας, αλλά πριν πάρουν θέση απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα οι κατακτητές τούς υποχρεώνουν να φορτώσουν τους νεκρούς στα αυτοκίνητα. Η ίδια σκηνή θα επαναληφθεί αρκετές φορές, ώσπου στο τέλος δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός από τους 200. Μόνο την τελευταία εικοσάδα την μετέφεραν οι Γερμανοί. Ήταν λίγο μετά τις 10 το πρωί.
Τα πτώματα μεταφέρθηκαν στο Γ' νεκροταφείο. Η αναγνώριση των 200 έγινε όταν συμπληρώθηκε χρόνος για την εκταφή τους. Αναγνωρίστηκαν οι περισσότεροι. 
BIKΙΠΑΙΔΕΙΑ

 
ΤΑΣΣΟΥ "Εκτελέσεις την Πρωτομαγιά"


Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη - ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
(στους 200 της Πρωτομαγιάς)

Στην κορυφή της Αρετής φτασμένοι,
το θάνατο νικήσαμε᾿ και τώρα,
με λούλουδα του Μάη στεφανωμένοι
πάνω από χρόνια και φυλή και χώρα,

με την Ελλάδα μέσα μας ακέρια,
χορό Ζαλόγγου σέρνουμε στην πλάση.
Κι' απλώνουμε στον άνθρωπο τα χέρια
στην κορυφή της Αρετής να φτάσει.
1-5-1944




Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 Την πρώτη Μαΐου γιορτάζεται η μέρα των εργατών. Είναι στην πραγματικότητα η καθιερωμένη γιορτή της εξέγερσης των εργατών του Σικάγου. Τον Μάη του 1886 τα εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας ωράριο εργασίας στις 8 ώρες και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Εορτάζεται επίσης και σαν μέρα των λουλουδιών και της Άνοιξης. Η μέρα έχει θεσπιστεί ως αργία και όλες οι υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές.

Πίνακας - Pellizza da Volpedo, Η τέταρτη τάξη. 1901


1η Μαΐου του 1886 - Σικάγο 

400.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα( Η.Π.Α.), και πάνω από 80.000 στο Σικάγο. Αυτό το Σάββατο του 1886, μια εργάσιμη μέρα, οι εργάτες, ξεκίνησαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο χώρο της συγκέντρωσης στην πλατεία Haymarket.

Στη γύρω περιοχή, είχαν παραταχθεί αστυνομικές δυνάμεις αποτελούμενες από 1350 άτομα, οπλισμένα με οπλοπολυβόλα οι οποίοι περίμεναν το σύνθημα για να δράσουν.

Κι ενώ το πλήθος παρακολουθούσε τις ομιλίες, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης, διατάσσει να διαλυθεί η συγκέντρωση. Μια βόμβα έσκασε κοντά στους αστυνομικούς οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν και να χτυπούν τους συγκεντρωμένους χωρίς καμιά διάκριση. Είναι ακόμα άγνωστος ο αριθμός των θυμάτων αφού πολλοί τραυματισμένοι κατέληξαν τις επόμενες ημέρες, επίσημα μόνο οκτώ νεκροί αστυνομικοί και τέσσερις διαδηλωτές έχουν επαληθευτεί.




Σικάγο 1886

«Θα’ρθει μια εποχή που η σιωπή μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα!» 
Αύγουστος Σπάις, ένας από τους αναρχικούς που απαγχονίστηκαν στο Σικάγο το 1887


«Το μισθωτικό σύστημα είναι η μόνη πηγή μιζέριας του κόσμου. Το στηρίζουν οι εύπορες τάξεις, και για να καταστραφεί πρέπει οι εύπορες τάξεις είτε να μάθουν να δουλεύουν είτε να πεθάνουν. Μία λίβρα δυναμίτη είναι καλύτερη από ένα τσουβάλι ψηφοδέλτια! Διεκδικήστε οχτώ ώρες εργασίας με τα όπλα στο χέρι, για να αντιμετωπίσετε τα σκυλιά των καπιταλιστών, την αστυνομία και το στρατό με τον κατάλληλο τρόπο.
Τζέραρντ Λίζιους, ένας από τους αναρχικούς του Σικάγο


«Εκδικηθείτε! Εργάτες, στα όπλα! Τα αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους – την αστυνομία – και δολοφόνησαν έξι από τ’ αδέρφια σας, σήμερα στη φάμπρικα του Μακ Κόρμικ. Σκότωσαν τ’άμοιρα αδέρφια σας, γιατί, όπως κι εσείς, είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν, γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς.»
Προκήρυξη που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο της αναρχικής εφημερίδας ‘ArbeiterZeitung’



1η Μαΐου του 1936 - Θεσσαλονίκη 

Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης αποφασίζουν να κατέβουν σε απεργία για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Μέσα σε λίγες μέρες το απεργιακό κύμα είχε εξαπλωθεί σε Ξάνθη, Αγρίνιο, Κομοτηνή, Σέρρες και Ελευσίνα και η απεργία είναι πλέον πανεργατική.
Η απεργία συνεχίζεται και στις 9 του Μάη στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου από τις σφαίρες των οργάνων της τάξης πέφτει νεκρός ο οδηγός Τάσος Τούσης.
Οι διαδηλωτές εξοργισμένοι τοποθετούν το νεκρό πάνω σε μια πόρτα και τον περιφέρουν στους δρόμους της πόλης σε μια ιδιότυπη «λιτανεία» καταγγελίας, διαμαρτυρίας και αντίστασης. Οι νεκροί θα φτάσουν τους 12 και οι τραυματίες τους 300.
Στο σημείο της συμπλοκής θα στηθεί αργότερα το Μνημείο του Καπνεργάτη. Η μάνα του νεκρού Τάσου Τούση, που πληροφορήθηκε τα γεγονότα, τρέχει, πέφτει πάνω στο νεκρό παιδί της και μοιρολογεί.


Γ. Ρίτσος  { Μέρα Μαγιού μού μίσεψες}

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης 

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά 'δειχνες ένα-ένα 
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα 

Και μού ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι, 
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι 

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα, 
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα. 

Μα, γιόκα μου, κι αν μού 'δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια, 
τά 'βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια. 

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκια 
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια. 

Και μού 'λεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θά 'ναι δικά μας, 
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.


Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι για ένα νεκρό»

“Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό – 
ροδιά, δος του το αίμα σου 
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα, 
μήνα Μάη, σταυρώσαν τον αυγερινό 
αχ, το πρωί ήταν ήλιος και δροσιά 
το μεσημέρι λάμψη κι όνειρα 
το βράδυ ήρθε πικρό κι ολόμαυρο, 
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε 
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το Μάη 
ύστερα πλύναν τα μαχαίρια και σκοτώσαν το νερό, 
ύστερα κάναν να κοιτάξουν και σκοτώσανε το δειλινό 
αστροφεγγιά/ χρυσάφι στο ταγάρι των τυφλών 
α, σκύλα αστροφεγγιά, όπυ τους έφεγγες, 
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη 
Μεγάλη Παρασκευή των φτωχών 
κι ολόρθες οι γυναίκες στα κατώφλια 
με τα μεγάλα μάτια τους τον σαβανώνουν, 
τα δεντρολίβανα σκύβουν και τον μυρώνουν, 
οι άντρες πέρα μες στα καπηλιά 
μ’ ένα πικρό τραγούδι τον κατευοδώνουν
τα χελιδόνια έρχονται και τον ανασηκώνουν, 
αχ, το πρωί ήταν άνοιξη 
το βράδυ μαύρη συννεφιά 
το βράδυ ήρθε με δώδεκα καρφιά 
το βράδυ γαύγιζε με δώδεκα σκυλιά 
το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά 
σύγνεφο, πικροσύγνεφο/ γιατί δεν έμπαινες μπροστά 
κι από την κοντινή την εκκλησιά 
γιατί δεν έσκουζες παρθένα Παναγιά, 
α, κάτω απ’ τον άδειο ουρανό, 
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη 
μήνα Μάη/ σταυρώσανε το νιο.” 

(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος)


1η Μαΐου του 1944 


«Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει».
(Α. Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, Κέδρος 1984)
Χαρακτικό του Τάσσου 

Κ. Βάρναλης  Πρωτομαγιά του  1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

Ηλίας Σιμόπουλος, «Πρωτομαγιά 1944» (απόσπασμα)
“Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σαν σήμερα τον ερχομό του Μάη.
Το τραγούδι τους/ πυρπόλησε τους ορίζοντες της Καισαριανής.
Τ’ ακούσαν οι γερόντισσες και στήσαν όλες το χορό
κι ανάστησαν το Ζάλογγο κι αγκάλιασαν τον κόσμον όλο.
Τ’ ακούσανε και οι δήμιοι και πισωπάτησαν
τρομαγμένοι με μια πελώρια σιωπή στο στόμα.
 IV.
Διακόσια παλικάρια  τραγούδησαν σήμερα τον ερχομό του Μάη!
Σταθείτε ολόρθοι, σύντροφοι./ Συντρόφισσες στο πόδι.
Στις πολιτείες, στα χωριά, στους κάμπους, στ’ ακροβούνια,
συντρόφοι και συντρόφισσες, σταθείτε ορθοί. Και στρέψετε
το βλέμμα σας προς την Καισαριανή ”
τη λεβεντιά για ν’ ανταμώσει.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν σήμερα….
Στο πλατύ μέτωπο και στα μαλλιά
και στα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια
διαβάσαμε το μήνυμα:/ Η άνοιξη πως φτάνει!
Χαρά σε σας, τιμή στα παλικάρια μας, χαρά στον κόσμον όλο.
Δέστε σφιχτά- σφιχτά τα χέρια σας
και πλέχτε μιαν απέραντη αλυσίδα,
να πιάνει απ’ την Κρήτη, το Μωριά
κι από τη Ρούμελη κι από τη Θεσσαλία
ίσαμε κει ψηλά στην Ήπειρος,/ ίσαμε κει μακριά στη Θράκη
ν’ αρχίσουν τον Καλαματιανό/ και να χορέψουνε τον τσάμικο,
που να τραντάξει όλη η γη και να καεί το πελεκούδι.
Μα προσοχή συντρόφοι, ουτ’ ένα δάκρυ.
Όπως εκείνοι μας αποχαιρέτησαν περήφανοι
όμοια κι εμείς περήφανοι να τους ξεπροβοδίσουμε ταιριάζει.
Μα προσοχή, συντρόφοι, ουτ’ ένας στεναγμός,
να μη λερώσουμε τη μνήμη των ηρώων.
Όπως εκείνοι δε φοβήθηκαν το θάνατο,
πρέπει κι εμείς να μην τον φοβηθούμε.
Διακόσια παλικάρια τραγούδησαν σήμερα.
Διακόσια παλικάρια τραγουδήσαν, διακόσια παλικάρια…
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη "Στους  200 της Πρωτομαγιάς "
Στην κορυφή της αρετής φτασμένοι
 το θάνατο νικήσανε .Και τώρα
με λουλούδια του Μάη στεφανωμένοι
πάνω από χρόνο και φυλή και Χώρα
 με την Ελλάδα μας μέσατους ακέραια .
Χορό Ζαλόγγου σέρνουνε στην πλάση
 κι απλώνουνε στον άνθρωπο ταχέρια 
 στην κορυφή της αρετής να  φτάσει.



 Φώτης Αγγουλές - Σταυροί 


Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς 
μπορούν να μας μετρούνε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα 
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.

Σταυροί, παντού σταυροί.



Ρίτα Μπούμη - Παπά: "Οι Διακόσιοι"
 (γραμμένο την 1/5/44, στην Ανάληψη Υμηττού)


«Για ποιο βαρύ σας κρίμα σας θερίζουνε
 Πρωτομαγιά σαν χλωρά στάχυα
πίσω από 'να μαντρότοιχο γεμάτο χαμομήλια; 
 Για την πατρίδα εσείς στενάζατε
 κι ονειρευόσαστε τη λευτεριά της. 
Τέσσερις ώρες γάζωναν οι σφαίρες την καρδιά σας 
(... ) και πέφτοντας αμίλητοι κατά οκτάδες
αγκάθινο στεφάνι μας φορέσατε/
χαλκά ζεματιστό στην εποχή μας
 να ντρέπεται αιώνια για τη φρίκη της
 και τα εγκλήματά της. 



Η οδός Φορμίωνος, οδός του Γολγοθά σας
 σπάρθηκε όλη με κόκκινα λουλούδια
από το πλούσιο αίμα σας τ' αψύ
που τα μαζεύομε μεσ' σε λευκά μαντήλια
τη Λευτεριά να ράνομε που αργεί/(... )». 
.


1η Μαΐου 1976




Πόσους θα πιάσετε; θα μείνουν
ὅσοι χρειάζονται και περσότεροι.
θα μείνουν και δεν θα σταυρώσουν
τα χέρια.Α. Παναγούλης




Ο Αλέκος Παναγούλης ,ο κορυφαίος αγωνιστής κατά της δικτατορίας, ο άντρας με την ασυμβίβαστη προσωπικότητα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, σκοτώθηκε σε ένα μυστηριώδες τροχαίο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, προκαλώντας σοκ στην ελληνική κοινωνία, που μόλις είχε βγει από το γύψο της επταετίας και προσδοκούσε από τον Παναγούλη αλήθειες που πιθανόν να την οδηγούσαν σε άλλες επιλογές.

Γιάννης Ρίτσος, «Μικρό ηρώο για τον Αλέκο»
“Πρωτομαγιά καλέ μου/ πρωτολεβέντη μου
μας βρήκε λαβωμένους/ στο φαρδύ φτερό
αχ χιόνια χιόνια χιόνια/ λουλούδια που ‘γιναν
πώς αναλάμψαν νύχτα/ κι αγερομαδήσαν.
Κάνω να πω φεγγάρι/ να πω βουνό
το στόμα αίμα γεμίζει/ και δαφνοκάρβουνο
ρούχο δε μου ‘χει μείνει/ να σκεπαστώ
κατάσαρκα φοράω/ το κο- το κόκκινο.
Πώς πάει μαζί το κάλλος/ με την αντρειά
πώς σμίγουνε τα χέρια/ έρως και θάνατος
να κρύψω μες στα θάμνα/ τη ζω- τη ζωή σου
αυγή και θα ‘βγει ο γήλιος/ κι η πληγή πληγή.”
(Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σύγχρονη εποχή)




Βαρβάρα Χριστιά - Πρωτομαγιά

Πρωτομαγιά
Μέσα στα νύχια σου σκόνες αιώνων
παλιά καπνά απ΄ τη Δράμα
κι απ΄ τη Σαλονίκη.
Στα σταυροδρόμια οι επιτάφιοι στενάζουν
πάχνη βαριά στα βλέφαρα του κόσμου.
Πρώτη του Μάη,
έχει πιάσει πάλι κρύο
κι εσύ εργάτης το λησμόνησες πως είσαι;
Tον αλατζά πασχίζεις να πετάξεις
μα κείνοι ξέρουν πιο σφιχτά να σε φασκιώνουν.
Δειλά τα χέρια δεν τολμούν να διεκδικήσουν.
Θολές οι οθόνες
σου θαμπώθηκαν τα μάτια.
Σ΄ ηλεκτρικές Καισαριανές φυλακισμένος
με σιγαστήρα οι βολές που σ΄ εκτελούνε.
Απ΄ το Σικάγο, απ΄ τη Βαστίλη, απ΄ το Βραχώρι
ίδια αρμύρα του εργάτη ο ιδρώτας.
Σε ξηλωμένη πόρτα ξαπλωμένος
«μην παραδίνεσαι»
ψελλίζει ο Τάσος Τούσης.
Στα σταυροδρόμια
οι αναστάσεις καρτεράνε.
Πρωτομαγιά, Πρωτομηνιά, πρώτη απεργία.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/