ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ




 Πίνακας : Μαρία Μητσάκη

 Καρπός 

Ο ήλιος έκαιγε των δέντρων τις κορυφές,
ταλάνιζε και ριγούσε, αγκάλιαζε και φιλούσε, 
πότε παθιασμένα και εξουσιαστικά,
πότε σαν πατέρας που κανάκευε νεογέννητα μωρά.

Ο καρπός μεστωμένος και γερός,
κρουστός και στιλπνός αφουγκραζόταν του αγέρα τα λόγια τα γλυκά και περίμενε υπομονετικά να νιώσει την σάρκα και τα χέρια τα γερά.
Να νιώσει να συνθλίβεται από πέτρες δυνατές,
να βγάλει όλο το βιός,
πράσινες σκούρες μυρωδάτες νοστιμιές...
Να στεφανωθούν με της γης τα αγαθά,
ρίγανη και θρούμπι,
βότανα και φιλέματα,
σε ένα καλάθι όλα του κόσμου τα πολύτιμα αγαθά.

Μύριζε ζωή...
Χτύποι καρδιάς...
Και ψυχή...
20-2-2021

Πίνακας: Athina Kilimantzou.


Μια κλωστή χρυσοποίκιλτη...

Μια κλωστή χρυσοποίκιλτη κόπηκε από του ήλιου την φορεσιά, 
ανακατεύτηκε με τα φύλλα,  με τα δέντρα,  με τα βουνά. 
Νότες αποκαμωμένες,  κεντίδια μιας ζωής, 
σε μια καρδιά παρηγοριάς αφημένες, 
ντροπαλές και συχνά αφηρημένες,
χωρίς σχέδια, παιχνίδια της ψυχής.
Οι ηλιαχτίδες μέσα σε ένα ατέρμονο σκοπό έγιναν γραμμές, 
καμπύλες,  
ολόκληροι κύκλοι σε ένα αδιαπραγμάτευτο χορό, 
της νύχτας θαυμαστές πυγολαμπίδες,
της αυγής πορφυροπύρινες δροσοσταλίδες. 
Πήραν χρώμα από το ανθρώπινο το δάκρυ, 
από ένα ουράνιο τόξο που βγαίνει μετά από της ψυχής το δύσκολο δρόμο,  
από τον πόνο, 
από της ζωής τα ανεξέλεγκτα τα πάθη. 
Δώσανε πράσινο πολύ για ελπίδα,  
κόκκινο για θάρρος,  για δύναμη,  για φροντίδα. 
Και καθώς οι κλωστές με του ανέμου τα νάζια κινούνταν, 
μνήμες του χθες φεγγοβολούσανε,  φιλιούνταν. 
Γίνανε λέξεις,  προτάσεις,  γίνανε στίχοι, 
γίνανε αισθήματα στου πρωινού, το άγιο το ποτήρι. 
Χαμόγελο κεντημένο στης ψυχής τα άσπιλα βάθη, 
μια καρδιά ολόχρυση από του ήλιου το μονοπάτι. 
Έκανε κύκλους του ανθρώπου φιγούρα ζωγραφισμένους,
χώμα της γης, δέντρο της ζωής,  
ρίζες της πίστης στην αγάπη ενωμένους. 
Και οι κλωστές του ήλιου γίνανε φύση, 
γίνανε μαλλιά μιας μακρινής αγάπης, 
λόγια της μνήμης. 
Φυσά αγέρα,  γίνε ήλιε φωτεινέ,
πλέξε με το νήμα λέξεις,
κάνε προτάσεις, 
φέρε κοντά δύο καρδιές αλαργινές,
δώσε της ψυχής αλληλεπιδράσεις.
27-1-2017




   Πίνακας: Κωνσταντίνα Καφύρα Βαρελά

Έστειλα πουλιά σε κάθε σημείο του ορίζοντα 

Έστειλα πουλιά σε κάθε σημείο του ορίζοντα, 
καρδιά ανοιχτή,  ψυχή και αυτή, μάτια σε εσένα ουρανέ,
παράθυρα χωρίς μυστικά,  φωτεινά. 
Πήρα αναπνοή από του αγέρα τα ψιθυρητά,
πήρα νερό από της αθανασίας τα μουρμουρητά,
πήρα φωτιά από το άσβεστο πυρ, 
παιδί της Εκάτης,  κόρη της προσμονής,
πήρα και γη από τα συθέμελα της ζωής 
και έκανα εδώ στα πόδια χάμω να νιώθω ότι ζω, 
μείγμα αφιερωμένο σε εσένα μάνα φύση ταγμένο,
ότι μέσα από τα βάθη του είναι μου σε παρακαλώ. 

Κάνε στεφάνι από τον Ήλιο και το φεγγάρι, 
πάνω στα μαλλιά της,στέμμα προστασίας, μαργαριτάρι.
Δώσε όλου του ουρανού και της γης, 
όλης της καρδιάς και της ψυχής  δύναμη, 
μεγάλης δυσθεώρητης όρασης,  νόησης και αντοχής. 
Δώσε φτερά να την αγκαλιάζουν προστατευτικά,
σε κάθε κίνηση,  σε κάθε σκέψη,  σε κάθε κακοτοπιά.
Αίμα από αίμα μιας ιέρειας της φύσης,  δικιάς σας καμωμένο, 
από απόσταγμα της Γης και του Ουρανού ανδρειωμένο. 
Έδωσα δάκρυ μέσα στον αιώνα, έδωσα πόνο ψυχής, 
έδωσα σταγόνα αίμα καταγής.
Ένα μάτι τεράστιο, ανοιχτό να κοίτα από παντού να μην την βρει κακό. 

Δίνω ψυχή,  δίνω ματιά,  κοιτάω ψηλά,  παράθυρα ανοιχτά. 
Δίκαιο ζητώ,  ψυχή βιβλίο δυνατά γραπτό. 
Μαλλιά της νύχτας,  μια Σελήνη, 
καρδιά ψυχή στον Ήλιο,ηλιαχτίδα σε κάθε δίνη. 
Αίμα δικό μου συνέχεια να παραμείνει. 
Θυμηθείτε.
Πυρσούς αναμένους σε εσάς αφιερωμένους,
θάλασσας το κύμα, μέλι από των λουλουδιών το στίγμα. 
Ανοίγω καρδιά περπατώ με της σκέψης την Ιερά Οδό,
τάμα κάνω σε κάθε κατεύθυνση με εσάς Οδηγό.
Κύτταρο από  την σάρκα σας,  διαχρονικό.
Θυμηθείτε. 

Πάνω στα μάρμαρα του Παρθενώνα όπου κάθησε το προγόνων μου το σώμα. 
Δάδα κρατούσα στο χέρι,  ακτίνες του ήλιου είχα σαν στολίδι στο κεφάλι και στο χέρι. 
Μικρά Ασία,  Αίγινα,  Άργος, Επιδαύρια γη,  ομφαλός της πυγμής, 
δύο κόσμοι, η συνέχεια της ζωής. 
Θυμηθείτε. 
Δώστε προστασία στην συνέχεια της κόρης που σας καλεί. 
Κύτταρο, αίμα,  μάτια, Σελήνης στέμμα. 
Γέλιο,  ψυχή σε εσάς προστρέχει, τον Ήλιο καλεί και το φεγγάρι για αρωγή. 
Θυμηθείτε.
12-9-2017

Πίνακας: Πηνελόπη Καπετανούδη

Δυο σύννεφα είναι αγκαλιασμένα...

Δυο σύννεφα είναι αγκαλιασμένα πάνω στου ήλιου την φωτεινή καρδιά, μονιασμένα,
κύκνοι αγαπημένοι να πλέουν πάνω στης λίμνης τα νερά, 
να υφαίνουν της νύχτας τα πολυπόθητα τα μυστικά. 
Μια ηλιαχτίδα να χορεύει σε κάθε σταγόνα της ζωής,
λευκές φτερούγες,  
Νηρηίδας χέρια, σε μια σκιά να σε αποζητεί. 
Ανοιχτές πτήσεις , πάνλευκες φιγούρες σε έναν χορό, 
μέσα σε φυλλωσιές των δέντρων, 
γάργαρο γέλιο, 
γλυκό φιλί αλαργινό.
Τραγουδά, τραγούδα αγέρα και εσείς φρουροί του δάσους φτερωτά μου πουλιά, 
είναι η βασίλισσα του δάσους που για μια αγάπη καρδιοχτυπά.

Το κρύο ώρα την ώρα γίνεται όλο και πιο αισθητό,
λευκό χιόνι κάνει το τοπίο ονειρικό. 
Και αυτή?
Με το λευκό το κάτασπρο φόρεμα το φωτεινό, 
με το χιόνι παίζει και γελάει,  
μια μπαλαρίνα να κρατάει του χιονιά τον φανταστικό ρυθμό.
Μια να τινάζεται με χάρη να απλώνει σε όλη την πλάση τον λευκό χιονιά, 
μια στης αγάπης της τα χέρια να φτάνει μέχρι τον ήλιο,  
να διώχνει την παγωνιά. 
Και σαν η Σελήνη απλώνει τα υφαντά πάνω στο δάσος με υπομονή, 
αυτή η Βασίλισσα με χάρη στην αγκαλιά του κύρη της να πάει να κοιμηθεί. 
Μα πριν τα ματοκλαδά της κλείσει και γλυκά ονειρευτεί, 
με ένα χαμόγελο, φωτιάς σημάδι,  
την καρδιά του να ζεστάνει με προσμονή.
15-1-2017


Πίνακας : Odysseas Anninos

Το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο 

Το ένα σπίτι δίπλα στο άλλο,
καρδιές, ψυχές κοντά κοντά,
προβλήματα, σκέψεις, υποθέσεις,
κάτω από κεραμίδια πλαϊνά και αντικριστά.
Φώτιζαν τα βλέμματα των ανθρώπων από συμπαράσταση αληθινά. 

Τα σύννεφα νωχελικά περνούσαν από επάνω,
ουραγοί του ήλιου και του νοτιά,
οι νοικοκυρές απλώνανε τα ρούχα
και έλεγαν τα τελευταία νέα από τη γειτονιά.

Οι μυρωδιές χυνόντουσαν πλεονεκτικά σε κάθε εκατοστό,
είχε θεριέψει το μεσημέρι και τα παιδιά αγκωμαχούσαν με τις βαρυφορτωμένες τσάντες τους να πάνε να φάνε φαΐ ζεστό.

Ένας νόστος από παλιές μνήμες, μια θαλπωρή,
μια κοινωνία αγαπημένη, μια ενδόμυχη ευχή.
Ήταν νοσταλγική και μυρωμένη η παλιά η πόλη,
κάθε σοκάκι, κάθε στενό, μια γλυκιά εικόνα,
ένα καρδιοχτύπι κοινό.

Μαζί στα άσχημα, μαζί στα καλά,
μια γειτονιά ένα, άνθρωποι μια γροθιά.
Ο ένας να συντρέχει στον άλλον,
όλοι μια αγκαλιά.
Το ένα κεραμίδι πάνω στο άλλο,
αφήνοντας κάθε εμπάθεια μακριά.

Ο καπνός έβγαινε κοινός, κοινός και φιδογυριστός από τις καμινάδες
και έπαιζε με τα σύννεφα και τις φωνακλούδες τις μαμάδες. 
Καπνός και ζεστό φαΐ, ο ένας δίπλα στον άλλον, στο τραπέζι όλοι μαζί.
30-3-2019








ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Ο Γιαννάκης , βαρκάρης."

Νίκος Λύτρας, Βάρκα με πανί. 


Ο Γιαννάκης ο «ανάφαγος» μάζεψε την παρέα του, ένα τσούρμο από παιδιά και τους ανακοίνωσε το μεγάλο του όνειρο:

-Παιδιά, σήμερα σας κάλεσα για να σας ανακοινώσω μια, παράλογη ίσως για σας ,τολμηρή για μένα και αμετάκλητη απόφαση. Όλοι γνωρίζουμε τον καπετάν Γιώργη σύμφωνοι;

-Ναι ,απάντησαν με μια φωνή.

-Εε, αυτός ο άνθρωπος είναι το πρότυπό μου. Ο πατέρας μου ,κάθε φορά που μου μιλάει για γράμματα ,μου λέει για το δάσκαλο :«τον βλέπεις είναι γραμματιζούμενος κι αλλιώς μιλάει, ενώ ο Γιώργης ο βαρκάρης είναι φωνακλάς , αγράμματος, ξύλο απελέκητο κατά πως λέγανε και οι παππούδες μας»!

-Δίκιο έχει ο πατέρας σου ,τι του βρίσκεις του καπετάν Γιώργη, τον τίτλο «καπετάνιος»; Καπετάνιος μπορείς να γίνεις κι αλλιώς, μη βιάζεσαι.

Από μικρό παιδί πάσχιζε ο Γιαννάκης να γίνει βαρκάρης και μια μέρα τα κατάφερε ,έριξε στο νερό, το πρώτο του σκαρί.

Από την αρχή ως το τέλος, όλα τα έφτιαξε μόνος του, με πολλούς παρατηρητές αλλά χωρίς καμιά βοήθεια.

-Αα πα-πα ούτε να το συζητάς Μανώλη μου. Μπορείς να έρχεσαι να με βλέπεις, να λέμε καμιά κουβέντα αλλά βοήθεια δε θέλω, όχι γιατί είμαι ακατάδεχτος αλλά να ,είμαι λίγο ψιψίρης και το κάθε τι, θέλω να περνάει από τα χέρια μου.

Ο Μανώλης κατάλαβε και συμπλήρωσε : αφού από μικρός ήθελες αυτό, σίγουρα δε θέλεις και να το μοιράζεσαι με κανέναν!

- Ακριβώς , και μη με παρεξηγείς, έτσι είναι οι άνθρωποι.

Καθώς έφτιαχνε τη βάρκα έγραφε κιόλας τα δικά του, σε ένα τεράστιο τεφτέρι, δώρο του παππού του!

-Τι να το κάμω εγώ ένα θηρίο πράμα, ρώτησε τον παππού ,κι εκείνος:
«μου περίσσεψε , μπακαλοτέφτερο είναι ,έπαιρνα κι έγραφα τα βερεσέδια. Εσύ να γράψεις ιστορίες και να μας τις διαβάζεις!»

Έτσι ,σε ένα σημείο έγραφε: Σήμερα σηκώθηκα πολύ πρωί, η αύρα της θάλασσας με καλούσε. Πλησίασα την καρίνα της βάρκας μου και είπα φωναχτά καλημέρα, αλλά πώς να σε ονομάσω; Θα σου δώσω θηλυκό όνομα αλλά ποιο; Σκέφτηκα πολλά πρόσωπα που ήθελα να τα τιμήσω με τα βαφτίσια μου .Τελικά δεν ενέκρινα κανένα. Έκανα δυο βόλτες σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και ναι, το βρήκα:« Παναγιά Κρημνιώτισσα»,μόλις την αντίκρισα να ασπρίζει πάνω στο θεόρατο βράχο. Παναγιά μου, βόηθα να τελειώσω τούτο το σκαρί και θα σε καμαρώνω απ’ τ’ ανοιχτά, όπως οι ναυτικοί, που περνώντας, κάνουν ένα τάμα να έχουν καλές θάλασσες.

Ο Γιαννάκης δούλευε με ελάχιστο ψωμοτύρι ολημερίς, τη βάρκα. Είχε κάνει κι ένα σχέδιο, σύμφωνα με όσα του είπε ο μπάρμπας του και το κάρφωσε στον μέσα τοίχο της αποθήκης. Έγραφε: Για τη βάρκα πρώτα θα γίνει η καρίνα μετά πάνω σ’ αυτήν θα χτιστεί η βάρκα. Πρώτα θα μπει η πρύμνη και μετά η πλώρη, ο σκαρμός και τα μαδέρια.

Ανάφαγε ,φώναζε η μάνα του ,έλα να φας ένα πιάτο φαΐ. Πώς δουλεύεις ολημερίς! Το μυαλό θέλει καύσιμο για να κατεβάσει ιδέες. Εσύ με το ψωμοτύρι ,τι ιδέες να κατεβάσεις για τη βάρκα σου;

-Έννοια σου μάνα, και θα δεις, θα κάθεσαι στην πλώρη στο κόκκινο υφαντό σου και θα σχίζουμε τα νερά !Θα κάνουμε το γύρο του νησιού και θα δεις, όσα δεν είδες.

-Καλά γιε μου ,αλλά να, πείραζε να γίνεις ένας δάσκαλος τι τόσο λιμπίστηκες τον Γιώργη; Ο δάσκαλος έχει κάτι χέρια άσπρα, αφράτα ζυμαρένια ,ενώ ο Γιώργης μαυρολελέκιασε στον ήλιο και στην αλμύρα. Η πέτσα του ψήθηκε, σα παστωμένη φαίνεται.

-Ναι μάνα, ποιος είναι πιο ελεύθερος ,ποιος έχει πάρε δώσε με ντόπιους και ξένους, ποιος έχει άλλου είδους γνώση κοινωνική ,όπως θες τη λες και στην τελική ποιος είναι μάγκας; Ο καπετάνιος! Δε λέω καλός κι ο δάσκαλος αλλά ζωή μετρημένη, στημένη, ένα θέατρο, προσποίηση, γιατί να, πώς να γίνει όλοι δε θέλουν να γίνουν αυτό που τελικά γίνονται ενώ εγώ μάνα θα γίνω oκαπετάν Γιάννης!

Σε άλλο σημείο άνοιξε το τεφτέρι και έγραψε:

Η βάρκα είναι χρυσάφι. Δεν της φαίνεται, αλλά άπαξ και βουτήξει στο νερό και στανιάρει θα σου φέρει ψάρια, θα σου φέρει χρήματα ,θα σου φτιάξει τη διάθεση, θα σε κάνει άνθρωπο!

Και λίγο παρακάτω:

Κάθε πρωί κατεβαίνω στο γιαλό για να δω ,πώς ανατέλλει ο ήλιος, ο «παντεπόπτης» όπως έλεγες παππούς.

Κάθε πρωί ζω ένα θαύμα ,το θαύμα της γέννησης .Όταν αρχίζει να φανερώνεται πίσω απ’ το βουνό σκέφτομαι πόσο δίκιο είχες που έλεγες: τι θα γίνει παιδιά μου αν ,αν λέω ,ένα πρωί δεν βγει ο ήλιος; Παντού σκοτάδι και το σκοτάδι σε κάνει να λουφάζεις απ’ το φόβο σου,σηματοδοτεί το θάνατο! Τι θα γινόταν στ’ αλήθεια αν είχαμε μόνο νύχτα; Και τι θα κάναμε αν μέσα στο σκοτάδι γινόταν ένα τσουνάμι; Ναι δεν αστειεύομαι όλα τα φυσικά φαινόμενα αντιμετωπίζονται καλύτερα τη μέρα. Μπα, όπως φαίνεται από βαρκάρης κοντεύω να γίνω συγγραφέας.

Αλλά κι εσύ, μέσα στο μαγαζάκι σου έγραφες, όλο έγραφες και κρατάμε σήμερα τα γραφόμενά σου.

Παππού μου, σ’ευχαριστώ πολύ για τούτο το μοναδικό δώρο, γιατί στα κρυφά εκτός από βαρκάρης θα γίνω και συγγραφέας. Αγράμματος; Εε, αγράμματος ήταν και ο Μακρυγιάννης αλλά τον κυρ Γιάννη διαβάζουν όσοι θέλουν να προκόψουν. Σ’ ευχαριστώ και για το όνομα! Θα το τιμήσω όπως πρέπει ,δε θα γίνω κανένας παρακατιανός να λένε σα το Γιάννη αλλά θα γίνω καλός και θα λένε ,κάνε αυτό όπως ο Γιάννης. Σ ευχαριστώ- στα κρυφά αυτό- γιατί πράγματι η γλώσσα, το γράψιμο, ο λόγος είναι θησαυρός!

-Τώρα ,ήρθε η ώρα του ποδόσταμου, της πρύμνης όπως λέγεται και πώς να την τοποθετήσω σωστά.

Όταν δυσκολευόταν τραγουδούσε κάτι δικά του στιχάκια που τα προσάρμοζε σε μουσική άλλων γνωστών τραγουδιών.

Θα σου φτιάξω μία βάρκα
Και θα σε πηγαίνω τσάρκα.
Μάτια μου,
Αυτά είναι τα παλάτια μου,
Στη θάλασσα και στη στεριά.

Στην «Παναγιά Κρημνιώτισσα»
Θα είσαι μια αρχόντισσα
Μάτια μου,
Σαν φυσά το μαϊστράλι
Στο ωραίο ακρογιάλι.

Πήγε να ψάξει στο μεγάλο μπαούλο, γιατί θυμήθηκε πως ο παππούς του άφησε ένα σχέδιο για βάρκα μιας και γνώριζε τον καημό του Γιαννάκη.

Σκαλίζοντας βρήκε ένα δίφυλλο. Το άνοιξε προσεχτικά σα να το φοβόταν .Θα είναι το σημείωμα που φαντάζομαι ή όχι; Τώρα θυμήθηκε καλύτερα. Αυτό είναι και το άνοιξε με μιας.

«Σαμοθράκη,29-1-1960

Γιαννάκη μου,
Μέχρι σήμερα, πίστευα ότι μπορεί να σε κάνω ν’ αλλάξεις γνώμη αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, διαπίστωσα ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Να γίνεις βαρκάρης. Σ’αφήνω κι ένα σχέδιο αλλά να διαβάζεις και να γράφεις. Πάντα να κουβαλάς μαζί σου ένα τετράδιο να περνάς γρήγορα τις ιδέες που σου’ρχονται. Εγώ χρόνια στο μπακάλικο διάβαζα, έγραφα, παρατηρούσα τα πάντα, ήξερα πότε θα ξυθεί η γάτα ,τα πάντα.
Γιαννάκη, σκέτο βαρκάρης δε μου λέει τίποτα…»

Αχ ο παππούς!Όσο περνούν οι μέρες, μου λείπει όλο και περισσότερο, μου λείπει η σοφία του,αυτό τέλος πάντων το διαφορετικό που έβγαζε. «Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια» ,φώναζε όταν ήθελε να σου περάσει κάποιο μήνυμα για να σκεφτείς καλύτερα.

Πολύτιμη, βαριά παρακαταθήκη ο παππούς!

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός











ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Ένα αληθινό ψέμα για την Πρωταπριλιά, ρε γαμώτο!"

 

Χτες το μεσημέρι ένα κοριτσάκι με ένα αθώο ψέμα με έκανε να γελάσω. Ήταν το μοναδικό χαμόγελο σε μια Πρωταπριλιά που θύμιζε πιο πολύ μελαγχολικό Σεπτέμβρη. Χωρίς φάρσες, χωρίς καλαμπούρια, χωρίς πειράγματα· σα να πήρε παράταση ο Μάρτης, ένα πράγμα.

Όμως, έτσι η Πρωταπριλιά δεν έχει γούστο. Ο Απρίλης είναι ο μήνας της χαράς, ο μήνας που η άνοιξη είναι στην πρώτη νιότη της. Δεν είναι ούτε κακομούτσουνος Φλεβάρης ούτε γρουσούζης Μάης. Δεν είναι ψηλομύτης Γενάρης ούτε αγχωτικός Ιούνης. Κι όμως το ξεκίνημα του γελαστού κι ανέμελου Απρίλη κατάντησε, το καταντήσαμε(;), να μοιάζει ίδιο κι απαράλλαχτο με το μπάσιμο του μουντού Νοέμβρη ή του παγερού Δεκέμβρη.

Έψαχνα χτες να βρω ένα αληθινό ψέμα κάπου. Κάτι που να μην το πιστέψω και να γελάσω αυθόρμητα χωρίς πίσω σκέψη. Κάτι σαν την άδολη κοριτσίστικη φάρσα που μου θύμισε πως είναι Πρωταπριλιά. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, τόσοι μαστόροι φτιαχτών ειδήσεων υπάρχουν, τόσα φέικ ρεπορτάζ σκαρφίζονται, τόσοι σκιτσογράφοι, κάτι θα σκεφτούν να γελάσουμε λίγο. Μια πειραγμένη φωτογραφία, βρε αδερφέ, από τις τόσες που μοντάρουν καθημερινά, με ένα ψευτοαληθινό σχόλιο από κάτω. Όχι για τα φράγκα, ούτε για να σατιρίσουν-μειώσουν τον πολιτικο-ποδοσφαιρικό εχθρό. Κάτι, μόνο για το γούστο της ημέρας.

Τον Μαρινάκη, ας πούμε, να πανηγυρίζει με πράσινη φανέλα ένα γκολ του Παναθηναϊκού. Ή τον Κούγια να τα πίνει σε μια ταβέρνα με τον Λαζόπουλο. Ένα αποκλειστικό πρωτοσέλιδο βόμβα, με τον Πολάκη να συζητά με τον Άδωνη σε ένα απόμερο καφέ, πρόταση της κυβέρνησης να αναλάβει κυβερνητικό πόστο. Ή μια πιο ψαγμένη είδηση στις μέσα σελίδες πως στον Παγκόσμιο Άτλαντα γλωσσών και διαλέκτων εντάχθηκαν τα Tsipr-english ή Τσιπρο-εγγλέζικα, ως νεοφανές γλωσσικό ιδίωμα. Ή ότι ο Ντάισελμπλουμ θα προλογίσει το επόμενο βιβλίο του Βαρουφάκη.

Κάτι που να μην το πιστέψουμε αλλά να γελάσει τ’ αχείλι μας και να ξορκίσει το δαίμονα που μας έλαχε. Χωρίς στόχο, χωρίς πίσω σκέψη. Μπα τίποτε! Οι ίδιες και οι ίδιες μακακίες… που ανακυκλώνουν εμμονές και κόμπλεξ, υπήρχαν παντού και χτες.

Γράψτε ένα αληθινό ψέμα, μόνο για την Πρωταπριλιά, ρε γαμώτο!
Σα να χάθηκε η ελπίδα ή μου φαίνεται;

Θ.Μ. 2 Απρίλη 2021
















ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ "ΡΙΖΩΜΑΤΑ" Ποιητική Συλλογή



Αριάδνη Πορφυρίου - Ριζώματα
Εκδότης ΔΡΟΜΩΝ
Χρονολογία Έκδοσης Ιούλιος 2020
Αριθμός σελίδων 52
Διαστάσεις 21x14
ISBN13 9789606944383

Οπισθόφυλλο
Γαλάζια μαλλιά πλεγμένα μ' αρμυρίκια
όσο το καλοκαίρι τελειώνει αμφίρροπο
μετρά μορφές πίσω απ' τον κρυστάλλινο τοίχο
σιγομουρμουρίζοντας τις οπτασίες που τρεκλίζουν
σφυρίζοντας αρωματισμένα λόγια.
Δεν έζησα στο σπήλαιο, κι όμως μισοκλείνω
τα μάτια και τα χείλη που αρνούνται.
Τυφλώνομαι μόνο απ' το χαμόγελο του Ιούνη
που 'λεγε θα σταματήσει το καλεντάρι, ο υβριστής!
Τον λάξεψε κι αυτόν ο φόβος της λάβας
κι ας ήταν δίπλα η πηγή.
Δεν έμαθα ποτέ καλό σημάδι!
Ούτε να τιθασεύω τα ριζώματα!
Ένα λιβάδι ανοίχτηκε μπροστά,
καμένο απ' τον λίβα...
And all I loved, I loved alone. 


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 


ΠΥΡ


Τα κεριά ανάβουν πάλι, ποιητή
κι ένα ρεύμα τα ξανασβήνει.
Οι φωτιές της καρδιάς
οι πλημμύρες της ουτοπίας του έρωτα.
Η αγάπη διαχέεται
σε κάθε άναρχο χτύπο
σε κάθε τρυφερή λαβωματιά.
Ακόνισε τα δόντια σου και άκου
τον καθρέφτη ενός βράχου
απ’ όπου κραυγάζει ο ευεργέτης μας
κι ονειρεύεται αυτό το πυρ το άσβεστο.
Δεν είμαστε Τιτάνες
ούτε καν Γίγαντες.
Όταν ο Ζευς μαλακώσει
θα ’χουμε γίνει αστρική σκόνη.

****

ΓΥΝΗ

Στα χέρια σου ίσως αφεθώ…
Δίψα αιώνων στα χείλη μου
Πορεία αδιάλειπτη
από την Αλταμίρα στη Χιροσίμα
από τη Αλάμπρα στο Αφρίν
Πόσα ενδιάμεσα βήματα
και παιδιά στον κόρφο μου!
Σπειροειδής πορεία
σε πλάνο θολό.
Γλιστράνε οι σκιές
της δόξας της επιστήμης
της τέχνης του μαρτυρίου.
Ακόμη όρθια σε πολλά μετερίζια
ατενίζω το Σύμπαν.
Δεν είμαι κομμάτι από το πλευρό κανενός!

****

ΘΑΛΑΣΣΑ

Φουρτουνιασμένα λιμάνια
-σκέψεις απάνεμες-
νοτισμένα στο θαλασσί
με μια γεύση αλμυρού ουρανού.
Τα πουλιά σου δεν είναι γλάροι.
Είναι οι ψυχές των ανόητων συντρόφων
που άφησαν τα κόκαλά τους μακριά.
Εμείς όμως ακόμη περιπλανιόμαστε
μαζί με τους τυχοδιώκτες του Μαγγελάνου
καραβέλες χωρίς πανί
στο Τρίγωνο των Βερμούδων.
Κι η θάλασσα ατέρμονη…
Και τα λιμάνια τρικυμισμένα…
Εγώ αυτό το λέω αγάπη!
(Ή ζωή;)

****

ΒΑΡΙΔΙΑ ΑΓΑΠΗΣ


Το περίγραμμα σκιάς στον τοίχο
δεν έχει μορφή
μα θα ‘ταν η δική σου, αν είχε.
Το ντροπαλό ανοιχτόχρωμο
που θρυμματίζει τη σιγή
πριν ξαναβυθιστεί στο έρεβος.
Και βέβαια είδα
όσα αγωνιούσες να κρύψεις
Χαλκόχρωμα αστρικά βαρίδια αγάπης.
Το ‘νιωσες το διάφανο βλέμμα μου
που τρύπησε όλες τις ασπίδες
ως την έσχατη κι ακόμα πιο πέρα.
Τον ένιωσα τον ίμερο του έρωτα
νοτισμένο με δάκρια ερημιάς
σχεδόν σαν ύβρι
ή σαν μια αστρική καταιγίδα
που θα σκορπίσει μια τέφρα δειλή
όσο ο φοίνικας θα επαγρυπνεί
στις επάλξεις.
Φοβήθηκες άραγε τη φλόγα;


****

ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΖΩΗΣ

Η νύχτα μου δεν έχει τριζόνια
ούτε παράφορα χρώματα.
Έρημα βήματα σιωπής
δεν θα βρεθούν.
Σκιές αγάπης σπαν τη μοναξιά
γκρίζες κι άηχες.
Με κρατά ξάγρυπνη
μια χρυσαφένια αύρα στα μάτια σου
σαν των ανδρών του Μαγγελάνο
με την απληστία της ζωής να στραφταλιζει
στα σπαθιά και τα βλεμματα.
Ταξίδι είναι η κάθε αγκαλιά
που περιμένουμε να ξεκλειδώσει
- όχι για τους θησαυρούς,
μα για το φως που θα μας λούσει
στο άγγιγμα του μύστη.
Σκοτάδι γύρω απ’ τον βωμό...
Για πόσο ακόμα;
Το άγαλμα της θεάς ένα αίνιγμα.
Όπως εσύ.
Όπως εμείς..


****

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Τα φωνήεντα μετέωρα, σαν σύννεφα
απ΄ το στενό αυλάκι της σκέψης
Στις ανοιχτές πεδιάδες των ονείρων.
Στίχοι σαν καταρράκτες σιωπηλοί
γεμίζουν τους ξεροπόταμους της μοναξιάς.
Μνήμες από λύρες κι αυλούς
και κύκλιους χορούς μπρος στη θυμέλη.
Τα στεφάνια μαραίνονται τόσο εύκολα
όσο σκιρτά η καρδιά των ποιητών
που ακόμη και στα μέγαρα
λαχταράν ένα καμαράκι δροσιά.
Στον κόσμο τους είναι πάντα νύχτα
που όμως τη φωτίζουν πυροφάνια.
Η πένα αδυσώπητη καιροφυλακτεί ‘
όμως το άγγιγμα των λέξεων και των δαχτύλων
φέρνει μαζί του μια σταγόνα ουρανό
από αυτόν που στερηθήκαμε
για αυτόν που πολεμάμε τυφλοί
μες στη χαρά της ήττας.


Η Αριάδνη Πορφυρίου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Δρος Χριστίνας-Παναγιώτας Μανωλέα)γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο UniversityCollegeLondon, απ’ όπου αναγορεύτηκε Διδάκτωρ το 2002. Είναι Λέκτωρ Ελληνικής Φιλολογίας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ). Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) από το 2004 έως σήμερα.Έχει επίσης διδάξει στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστήμιο Πατρών και στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Η ενασχόλησή της με τη φιλολογία και η διδασκαλία της την οδήγησαν σε μονοπάτια λογοτεχνικά.Έχει εκδώσει σε ηλεκτρονική μορφή (e- books)δύο ποιητικές συλλογές (ΚΑΡΦΙ - 2017, Ελλάμψεις - 2018) στα 24 Γράμματα. Στις Εκδόσεις Δρόμων εξέδωσε το 2020 τις συλλογές Ελλάμψεις και Ριζώματα. Ποιήματα από το ΚΑΡΦΙ έχουν δημοσιευθεί στο Ημερολόγιο 2018 των Αιολικών Γραμμάτων (επιμέλεια Κώστα Βαλέτα). Το e-bookΕλλάμψεις έλαβε Α΄ Βραβείο Ποιητικής Συλλογής του 2018 από το λογοτεχνικό περιοδικό «ΚΕΦΑΛΟΣ».Το 2019 το ποίημα «Το αίνιγμα της ζωής» πήρε το Α΄ Βραβείο στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ). Η Αριάδνη Πορφυρίου έχει επίσης πάρει Γ΄ βραβείο ποίησης από την «Αμφικτυονία Ελληνισμού» (2018 και 2019), Α΄ έπαινο σε διαγωνισμούς της Βιβλιοθήκης Σπάρτου και του Σωματείου «Αθλέπολις» (2019), καθώς και τιμητικές διακρίσεις στον Β΄ Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού «ΚΕΦΑΛΟΣ» (2019). Η ενότητα ποιημάτων «Επαναστατών Ιστορίες» δημοσιεύτηκε στην 5η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των Εκδόσεων Διάνυσμα (2018), ενώ η συγγραφέας έχει συμμετάσχει στο Ο Χρόνος και ο Λόγος (2018 – freee-book), το Συνομιλώντας με τον ArthurRimbaud (2020 –εκδόσεις Όστρια) και άλλα συλλογικά έργα. Είναι Γενική Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ).
















Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962)

 Ο Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962) ήτανΈλληνας μουσικός και συνθέτης.

Ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεώτερης Ελλάδας, όπως χαρακτηρίστηκε, υπήρξε η επιβλητικότερη μορφή της Εθνικής Σχολής. Η μουσική του δημιουργία, αν και πνευματικό τέκνο του βαγκνερικού μουσικού δράματος και της ρωσικής εθνικής «σχολής των Πέντε», είναι δημιουργία βαθύτατα προσωπική, θεμελιωμένη κυρίως επάνω στο δημοτικό τραγούδι. Συνέθεσε πολλά έργα, μεταξύ αυτών πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, ένα κοντσέρτο για πιάνο, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα ή για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά. Υπήρξε ακόμη συγγραφέας παιδαγωγικών βιβλίων για την θεωρία της μουσικής. 

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 από οικογένεια που καταγόταν από τη Σάμο. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Αθήνα, όπου μαζί με τις γυμνασιακές του σπουδές ξεκίνησε και συστηματικές σπουδές στο πιάνο. Το 1899 τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη, όπου τελειώνει το γυμνάσιο. Μετά από μια μικρή σύγκρουση με την οικογένειά του (η μητέρα του τον προόριζε για γιατρό) φεύγει για τη Βιέννη όπου σπουδάζει πιάνο και ανώτερα θεωρητικά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και τον γάμο του με τη Χαρίκλεια Παπαμόσχου πηγαίνει στο Χάρκοβο της Ρωσίας (1906-1910) όπου διδάσκει για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί για πάντα στην Ελλάδα το 1910. Ερχόμενος στην Ελλάδα διορίζεται καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών. Σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας «εθνικής σχολής» στα πρότυπα ανάλογων κινημάτων από άλλες χώρες, η οποία θα συνδύαζε τον γερμανικό ρομαντισμό με ελληνικά μοτίβα. Παράλληλα, κατηγορούσε την Επτανησιακή Σχολή για «ιταλισμό» και για μη χρήση ελληνικών θεμάτων, δημιουργώντας ρήξη μεταξύ της Εθνικής και Επτανησιακής Σχολής. Ακολούθησε μια πλούσια μουσική δημιουργία, όπου ο Καλομοίρης αντλεί τις εμπνεύσεις του από τη δημοτική νεοελληνική ποίηση κυρίως του Κωστή Παλαμά. Το 1919 ίδρυσε το «Ελληνικό Ωδείο», που διεύθυνε μέχρι το 1926, οπότε και ίδρυσε το «Εθνικό Ωδείο», το οποίο διηύθυνε ως το 1948. Επίσης το 1919 διορίσθηκε γενικός Επιθεωρητής, αρχιμουσικός, σε όλες τις στρατιωτικές μπάντες Αθηνών. Από τότε όμως παράλληλα με τη συνθετική του εργασία ανέπτυξε ένα τεράστιο παιδαγωγικό έργο, σφραγίζοντας κάθε πτυχή της μουσικής ζωής του τόπου. Το 1945 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός των άλλων τιμήθηκε και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1919) αλλά και με πολλά ελληνικά παράσημα.

Ο Μανώλης Καλομοίρης ήταν ανάμεσα στις μορφές που προσδιόρισαν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ελλάδας κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Πέθανε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου του 1962, σε ηλικία 79 ετών. Την Τετάρτη 4 Απριλίου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και με τιμές που άρμοζαν στο μέγεθος και στην προσφορά του. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Μητροπολιτικό Ναό και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου

Γλωσσικό ζήτημα

Πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του Καλομοίρη είχε η νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Από τα νιάτα του ήταν θερμός υποστηρικτής του δημοτικισμού, παίρνοντας αρκετές φορές ακραίες θέσεις (το πρόγραμμα της πρώτης του συναυλίας στην Αθήνα είναι ένα από τα πρώτα επίσημα κείμενα που γράφτηκαν στη δημοτική και μάλιστα σε μια «σκληρή» δημοτική).


Μουσική εκπαίδευση

Ασχολήθηκε συστηματικά με την εκπαίδευση (ήταν ο ιδρυτής του «Ελληνικού» και του «Εθνικού Ωδείου»). Σε μια εποχή που μουσική παιδεία υπήρχε μόνο στην Αθήνα και τα προγράμματα του Ωδείου Αθηνών γράφονταν μόνο στα γαλλικά, ίδρυσε ωδεία σε όλη την Ελλάδα, έγραψε μουσικοπαιδαγωγικά έργα στη δημοτική και για τις ελληνικές ανάγκες. Πλήθος κορυφαίων μουσικών πέρασαν από το Εθνικό Ωδείο: από τη Μαρία Κάλλας και τον Μιλτιάδη Καρύδη μέχρι τον Δημήτρη Δραγατάκη και τον Φίλιππο Τσαλαχούρη. Για πολλές δεκαετίες η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιστών της Λυρικής Σκηνής προέρχονταν από το Εθνικό Ωδείο.

Συνθέσεις

Ο Μανώλης Καλομοίρης άφησε πίσω του πλούσιο και ποικίλο έργο, μεταξύ των οποίων όπερες, συμφωνικά έργα και ακόμη συνθέσεις μουσικής δωματίου, μπαλάντες, ενώ έχει μελοποιήσει πολλά ποιητικά κείμενα του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Ιωάννη Γρυπάρη, του Διονύσιου Σολωμού κ.α.

Όπερες

«Πρωτομάστορας», σε λιμπρέτο του Ν. Καζαντζάκη 1915 βασισμένο στο δημοτικό ποίημα «Το γιοφύρι της Άρτας». Πρώτη παράσταση 11 Μαρτίου 1916, ηχογράφηση: 1990, Χατσατουριάν, Ορχήστρα Σοβιετικής Κινηματογραφίας.
«Το δαχτυλίδι της μάνας»: το δεύτερο μουσικοδραματικό έργο του Μανώλη Καλομοίρη, γράφτηκε το 1917 και επεξεργασία του έγινε το 1939. Ηχογράφηση: 1983, Δάρας, Φιλαρμονική Σόφιας. Ο συνθέτης το ονομάζει μουσικόδραμα σε τρία μέρη και είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο δράμα του Γιάννη Καμπύση. Το λιμπρέττο έγραψε ο ποιητής Γιώργος Στεφόπουλος, που υπογράφει ως Άγνης Ορφικός. Το σπαρτίτο του έργου εκδόθηκε το 1937 από τον εκδοτικό οίκο Γαϊτάνου και συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα του συνθέτη σχετικά με την ιστορία της δημιουργίας του έργου, την υπόθεση του έργου η οποία παρατίθεται όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην ιταλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα). Σημειώνεται ότι το έργο αυτό είναι ένα από εκείνα που εκτελέστηκαν και εκτός Ελλάδας όπου το 1940 ανεβάστηκε στη Λαϊκή Όπερα του Βερολίνου.
«Ανατολή» (με βάση μονόπρακτο του Γ. Καμπύση 1945)
«Τα ξωτικά νερά» σε δικό του λιμπρέτο, βασισμένο σε ένα ποίημα του W. B. Yeats, 1950.
«Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Πρόκειται για το τελευταίο έργο του Καλομοίρη που το ολοκλήρωσε το 1961, δύο περίπου χρόνια μετά τη δήλωσή του ότι εγκαταλείπει τη σύνθεση. Γράφει σχετικά στο ημερολόγιό του:«29 του Σταυρού 1958 Απόψε κλείδωσα στο συρτάρι μου τα χειρόγραφα και τα σκίτσα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Δεν νοιώθω πια τις δυνάμεις μου για να βγάλω πέρα ένα τέτοιο έργο. Στέρεψεν η παγά λαλέουσα. Και έπειτα, pourquoi et pour qui?»
(Μ. Καλομοίρης: Η ζωή μου και το έργο μου, σελ. 172. Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1988)Παραδίδοντας το τελευταίο του αυτό έργο το συνόδευσε με το παρακάτω κείμενο:«...Πιστεύω πως μέσα στον Παλαιολόγο έκλεισα όλους τους ψαλμούς και τους χυμούς της γέρικης καρδιάς μου, σαν το παλιό δένδρο που, πριν φύγει για πάντα και γείρει τους κλώνους του να πέσει στη μαύρη γης, θέλει να ανθίσει μια τελευταία φορά και να χαρίσει στον κάμπο τη στερνή του ευωδία και τα τελευταία του φύλλα. Γι’ αυτό αντικρίζω τη μουσική του Παλαιολόγου με κάποιο δέος, ξέροντας πως είναι το στερνό μου τραγούδι...»
(Eφημερίδα «Το Βήμα», 1/7/2001, ένθετο «Το άλλο Βήμα», σ. 10)

Συμφωνικά έργα

«Συμφωνία της λεβεντιάς» (Ηχογραφήσεις: 1981 Φιδετζής/Φιλαρμονική Σόφιας, 1983 Καρύδης/Ορχήστρα Αυστριακής Ραδιοφωνίας)(γράφτηκε από το καλοκαίρι του 1918 ως το καλοκαίρι του 1920. Ο συνθέτης της συνέλαβε τις πρώτες θεματικές εμπνεύσεις της συμφωνίας αυτής στα βουνά και τους κάμπους της Μακεδονίας και θέλησε να αποδώσει μουσικά τη συγκίνηση που ένοιωσε μπρος στην Ελληνική Λεβεντιά, σε όλες της τις εκδηλώσεις, στη χαρά της ζωής, στον πόλεμο, στο χορό, στην αγάπη, στο θάνατο.)
«Το Α΄ μέρος «Ηρωικά και Παθητικά» προσπαθεί να τραγουδήσει την ορμή της νιότης και τη χαρά του πάθους και της νίκης.
Το Β΄ μέρος «Το κοιμητήρι στη βουνοπλαγιά» έχει γραφτεί επάνω στο ακόλουθο πεζό ποίημα:Πέρα στη βουνοπλαγιά βαθειά κοιμούνται τα παλληκάρια.Τα νύχτια πουλιά πικρά τα μοιρολογάνε.Καντήλια του τ’ αστέρια και νανούρισμά τους το δροσερό αεράκι,Όμως επάνω τους η Δόξα αιώνιο στεφάνι πλέκει...Πέρα στη βουνοπλαγιά βαρειά κοιμούνται τα παλληκάρια.
Μ΄ αυτό, ήθελε να μεταδώσει τη συγκίνηση που ένοιωσεν ο συνθέτης, περνώντας μια νυχτιά από ένα απέριττο στρατιωτικό κοιμητήρι σε μια βουνοπλαγιά, κάπου κοντά στο Σκρα του μακεδονικού μετώπου του 1918.
Το Γ΄ μέρος «Σκέρτσο-γλέντι» προσπαθεί να δώσει την εικόνα μιας γιορτής των παλληκαριών αλλά που έχει μέσα κάπου κάπου και τον καημό και τη μοιρολατρεία τους.
Τούτ’ η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε.
Το Δ΄ μέρος τα «Νικητήρια» βασίζεται επάνω στο γνωστό βυζαντινό ύμνο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια» μαζί με τον οποίον πλέκεται συμφωνικά το ηρωικό θέμα του πρώτου μέρους.Στον Κωστή Παλαμά τη Συμφωνία αυτή αφιερώνω.» [σημείωμα του συνθέτη]





Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Γιούλιους Σλοβάτσκι ( 4 Σεπτεμβρίου 1809 – 3 Απριλίου 1849 )



 Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι (Juliusz Słowacki, 4 Σεπτεμβρίου 1809 – 3 Απριλίου 1849) ήταν Πολωνός ποιητής και δραματουργός. Ανήκει μαζί με τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς και τον Ζίγκμουντ Κρασίνσκι στην τριάδα των βάρδων του Πολωνικού Ρομαντισμού


 «Ο τάφος του Αγαμέμνονα». 

Εισαγωγή, μετάφραση, επίμετρο: Δημήτρης Χουλιαράκης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 43.

Το ποίημα αποτελείται από 32 στροφές εξάστιχων σε δωδεκασύλλαβο ρυθμό, χαρακτηριστική επιλογή των ρομαντικών ποιητών του 19ου αιώνα. Αν προσπαθήσουμε να αναδύσουμε τη βασική θεματική του Τάφου του Αγαμέμνονα, θα επιμέναμε σε δύο άξονες: ο πρώτος, τοπιογραφικός και προσιτός στον ποιητή – αφηγητή, είναι αυτός της αργείας γης και του μυκηναϊκού τοπίου που, μέσω υποκειμενικών συνειρμών, μεταλλάσσεται σε εικόνες που διασταυρώνουν από την μια πλευρά ιστορικά γεγονότα και τόπους της αρχαίας Ελλάδας και από την άλλη μυθικά πρόσωπα ή χώρους.

Ο δεύτερος άξονας, η ανάμνηση της Πολωνίας, που αν και επίσης τοπιογραφικός, ξεφεύγει από την εγγύτητα του ποιητή, καταλήγει σε μία μεγάλη ιδέα, στο όραμα της επανάστασης και της απελευθέρωσης κατά το πρότυπο των αγώνων του ελληνικού έθνους. Κατ΄επέκταση, όλο το ποίημα, βασιζόμενο στην ασύμμετρη ζεύξη μεταξύ υπόδουλης Πολωνίας και επικής ηρωικής Ελλάδας, μοιάζει να είναι ένα όνειρο, μία φευγαλέα σκέψη, που ο ποιητής εμπνέεται χάρη στην κοινωνία του με τον κόσμο των Μυκηνών.

Αναπαράγοντας με ένα τελείως προσωπικό τρόπο τον ενδοσκοπικό αρνητισμό που διακήρυτταν οι Ρομαντικοί ποιητές, τον επονομαζόμενο και «κακό του αιώνα», ως ψυχική κατάσταση αναταραχής, απόγνωσης και μη ικανοποίησης βαθύτερων οραμάτων και προσδοκιών, ο Τάφος του Αγαμέμνονα ξεκινά με την επίκληση του λυρικού ποιητή στη Μούσα και την επίσκεψή του στο μακάβριο θέαμα του τάφου του Αγαμέμνονα. Το ποίημα παίρνει τις διαστάσεις μίας προσωπικής εξομολόγησης κατευθείαν βγαλμένης από την καρδιά.

Μέσα σε ένα μεσογειακό τοπίο, διχοτομημένο σε ζωή, που εκφράζεται μέσα από τη μυρωδιά της ρίγανης και το τραγούδι των γρύλων, και σε θάνατο, που εκφράζεται από την επίκληση στη γενιά των Ατρειδών, ο ποιητής θέλοντας συμβολικά να υπονοήσει την υποδούλωση των Πολωνών, στέκεται σιωπηλός μπροστά στη δόξα και την περηφάνια που βρίσκονται σε χειμερία νάρκη. Και όμως, οι αναμνήσεις, τα φαντάσματα μοιάζουν να ανασταίνονται, ενώ η ελπίδα, με τη μορφή λύρας της έμπνευσης του Ομήρου, αποκτά επική ορμή, λίγο πριν σβήσει και ρίξει τον αφηγητή σε κατάσταση σιωπής.

(απόσπασμα)

Φανταστικά συγκερασμένο το λαγούτο,

Ας συνοδεύει τον πικρό και μαύρο λογισμό’

Ότι να, μπήκα στου Αγαμέμνονα τον τάφο,

Και στον υπόγειο θόλο, από τον Ατρειδών

Το τρομερό το αίμα ραντισμένον, στέκω σιωπηλός.

Αποκοιμήθηκε η καρδιά, μα ονειρεύεται. Μαράζι που ‘χω εντός μου!



Ω! μακρινά π’ ακούγεται τούτη η άρπα η χρυσή,

Που μόνο τον παντοτινό αχό της αγροικάω!

Είναι σπηλιά των δρυϊδών από μεγάλα βράχια,

Οπού ‘ρχεται στ’ ανοίγματα ο αέρας να στενάξει

Και της Ηλέκτρας έχει τη λαλιά – λευκαίνει

ετούτη το πανί Κι από τις δάφνες αποκρίνεται: Μαράζι που ‘χω εντός μου!



Εδώ πάνω στις πέτρες, με την εργατική Αράχνη

Καυγαδίζει το αγέρι και της τσακίζει τον ιστό’

Εδώ μοσκοβολάνε μες στις καμένες ράχες τα θυμάρια λυπημένα’

Εδώ ο άνεμος το σταχτερό σωρό των ερειπίων μόλις ζώσει,

Τους σπόρους κυνηγάει των λουλουδιών – κι αυτά τα χνούδια

Παν και μες στον τάφο σάμπως ψυχές πλανιούνται.



Εδώ ανάμεσα στις πέτρες τα τζιτζίκια των αγρών,

Κρυμμέν’ από τον ήλιο που στους τάφους πάνω στέκει,

Σα να ‘θελαν σιωπή να μου επιβάλουν,

Τερετίζουν. Της Ραψωδίας η φρικαλέα η επωδός

Είν’ το τερέτισμα αυτό, που ακούγεται στους

τάφους – Είν’ αποκάλυψη, είναι ύμνος, τραγούδι της σιωπής.



Ω! είμαι σιωπηλός, όπως εσείς Ατρείδες,

Που η στάχτη σας κοιμάται φυλαγμένη απ’ τα τζιτζίκια.

Ούτε η μικροσύνη μου εμένα τώρα με ντροπιάζει,

Μήτε οι λογισμοί σαν τους αητούς ζυγιάζονται.

Βαθιά είμαι ταπεινός και σιωπηλός

‘δω, στο μνημείο αυτό, της δόξας, του φονικού, της ξιππασιάς.



Στου τάφου απάνω το θυρί, στο γείσο του γρανίτη

Μες στο λιθένιο τρίγωνο βγαίνει μικρή βαλανιδιά,

Τη φύτεψαν σπουργίτια ή περιστέρια,

Και με τα μαύρα φυλλαράκια πρασινίζει,

Και στο μνημείο το σκοτεινό τον ήλιο να ‘μπει δεν αφήνει’

Έκοψα από το μαύρο θάμνο ένα φύλλο.



Δεν τον προστάτεψε πνεύμα κανένα μήτε ξωτικό,

Κι ούτε μες στα κλωνιά γόγγυσε κάποια οπτασία’

Μόνο του ήλιου φάρδυνε το πέρασμα,

Και πρόστρεξε χρυσός στα πόδια μου να πέσει.

Νόμισα στην αρχή πως τούτη οπού περνά

Η λάμψη, ήταν χορδή από του Ομήρου την Άρπα,



Και άπλωσα το χέρι στα σκοτάδια,

Να την αδράξω, να την τεντώσω και όπως τρέμει

Να τήνε κάνω να βουρκώσει, να τραγουδήσει, να κακιώσει

Πάνω στο μέγα τίποτα των τάφων και στο βουβό

Σωρό της τέφρας: όμως μέσα στο χέρι μου

Τούτη η χορδή τρεμόπαιξε κι έσπασε δίχως βόγκο <…>

(Ο τάφος του Αγαμέμνονα, μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Γαβριηλίδης, 2006) 

Διαβάστε περισσότερα  https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843) - Ο «Γέρος του Μοριά»

 


Ο λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ» στις 13 Νοεμβρίου 1838 με το ακόλουθο χρονικό: 

«Κατά την 7 Οκτωβρίου ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, σύμβουλος εν ενεργεία, επισκεφθείς το Ελληνικόν Γυμνάσιον της καθέδρας ηκροάσθη μίαν και ημίσειαν ώραν τον πεπαιδευμένον γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ενθουσιασθείς και από την παράδοσιν και από την θέαν τοσούτων μαθητών είπε προς τον Γεννάδιον, την οποίαν συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήση, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς. Την πρότασίν του αυτήν απεδέχθη ο κ. Γυμνασιάρχης με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησαν και προσδιόρισε την 10ην ώραν της επιούσης ως ημέρας εορτασίμου. Αλλά το πλήθος των μαθητών και η στενότης του Γυμνασίου παρεκίνησε τους διδασκάλους να εξέλθωσιν εις την Πνύκα, ως μέρος ευρύχωρον και μεμακρυσμένον οπωσούν. Την επαύριον, δυο απεσταλμένοι μαθηταί επροσκάλεσαν από της οικίας του τον στρατηγόν Κολοκοτρώνην εις την Πνύκα. Οι κάτοικοι των Αθηνών ηγνόουν μέχρις εκείνης της στιγμής την περίστασιν ταύτην. Μα ή φήμη διεδόθη, συνέρρευσε πλήθος διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων άνθρωποι. Ο δε στρατηγός Κολοκοτρώνης, περιτριγυρισμένος και από τους μαθητάς και από τούτους επί του βήματος της Πνυκός ομίλησε τον ακόλουθον λόγον, του οποίου εγγυώμεθα το ακριβές, καθ' όσον δυνάμεθα να ενθυμηθώμεν»
.

Τα όπλα και η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης απηύθυνε στην Πνύκα, τον πιο κάτω λόγο προς τους νέους του Α΄ Γυμνασίου της Αθήνας:
Γλύπτης : Ευθύμιος Καλεβράς 
Θεσσαλονίκη


Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Γλύπτρια : Αικ. Κοσμά Τζαβάρα    Χαλάνδρι


Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.



Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!.
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη.
Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του.

Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.


Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. 
Τελειώνω το λόγο μου.
Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/