CARLOS GARRIDO CHALÉN " LA CASA DEL MAMUT"

 


LA CASA DEL MAMUT


Cuando el Mamut cuidaba
el Hogar de la Humanidad, 
dando vueltas al cabrestante
para levar las anclas
de su espíritu, 
el agua
asignada por Dios
para el sostén
de todo lo existente, 
tenía la voz de un  niño 
que se sabe amado
y el fervor de un sabio
que ha transcurrido la vida
creando pactos de esperanza. 

Por eso su Casa, 
su hospicio
en el que predominaban 
sus cuernos inmortales, 
era el recinto venerable
del agua y la nubada, 
de los luceros que alumbraban
incondicionalmente 
la techumbre. 

Todos los elementos le hablaban
al aire de la tundra
y el cuesco mismo
le susurraba cómo debía actuar
al oscurecer y en lontananza. 

Nada desalentaba 
a la Eternidad
ni le ponía objeciones 
al viento 
que caido de la proa a sotavento 
acariciaba el tormentín.

A la Casa del Mamut 
llegava Dios 
para conversar 
con las guirnaldas 
y el mismo Cielo alentaba 
a las caléndulas
y le daba de ve en cuando a todo
vuelta de campana. 

Pero ambién en la vuelta encontrada 
de su instinto 
gemía como un violín el Ártico que aullaba.

Distinto era el tejeymaneje y la osadía 
del aire 
que acariciaba la panza 
de los cerros, el ventre lleno de escarcha 
de sus avenidas
y también dferente
la correntía del arroyo 
que en la angostura no sabía qué hacer 
cuando la montaña con su alud
gemía. 

El Castillo del Mamut 
era el Ministerio del abrazo 
y de la alcurnia
(el propio mastodonte 
tenía en las laderas 
de su confín
el linaje del rayo.
No de la malandanza) 

Animales, 
plantas y microorganismos
instituyeron con un pacto natural
salido del aliento poderoso
de la Tierra, que la Casa de la Humanidad 
tenía que resp. 

TRe cuartas partes 
fueron bordadas por Dios
en el 7% del Planeta, 
con filamentos de agua 
- desde el cabo grueso
que se da en ayuda a los obenques - 
como el soporte más importante 
para el desarrollo de la vida. 
(Para entalingar anclas 
o rezones
y hacer firme 
el cabo a una percha).

El agua que llegaba al mar, 
encapillado se recipitaba 
sobre la maraña 
para enamorar a las gaviotas 
y en el matorral de los pregones 
- desde la línea de flotación 
hasta los bordes - 
abortaba, sin presumir, 
la malquerencia.

En el tiempo del Mamut, 
aún el egoismo
del depredador 
no había tapiado 
el corazón de la montaña:
cazadores y nómades acampaban 
cerca de fuentes naturales 
de agua fresca
y la contaminación no pegonaba su osadía. 

En el reflector del radar
del Mamut 
no había lengua de tierra
que internada en el mar 
confesara sus emores 
al quebranto. 

En el quechemarín de dos palos
con velas al tercio
no naufragaban
las quijadas
y la pulgada era aún 
una unidad de lngitud 
sin equivalencia. 

Más allá 
de la cernida ardiente 
estaba el Mamut en novilunio, 
con su compás de mano 
en el nadir y el cenit
para marcarle el horizonte 
a los piratas. 

Por eso 
en la polea de todos los herrajes 
cantaban con vocinglería 
las roldanas
y varaban en barro o en arena 
a velocidad crítica 
los nudos de pescador 
y las estampas.

Cuando borneaba el viento 
que se ponía más a popa 
el fornido anmal cortaba el agua 
con su trompa
y en el poniente, cerca de las dársenas, 
se escuchaba el tremolar 
de las guitarras. 

Cuando las aldeas agrícolas 
se transformaron 
- y ya había necesidad  
de izar las velas 
hasta poner tirantes 
las relingas de caída - 
el barco del Mamut 
que navegaba por estima 
entró en pánico 
y un dolor irreversible 
en el corazón del tiempo 
pululó en las fontanas. 
En el mosquetón usado para navegar 
el foque y la muleta, 
navegó la extrañeza 
y aqunque siempre fue el centinela 
de esa fortaleza, 
algo empezó a cambiar 
en la Casa del carpintero, 
-en el repunte de la marea 
reventaron las cornisas - 
y en el fragor de la ría 
flamearon las banderas 
más crepusculares. 

Como si una guerra 
en la resaca 
de todos los turbiones 
se hubiera declarado; 
y en la maroma, se mareó de desazón 
el cáñamo en la borrasca 
y amarinó de olas tormentosas 
su progenie. 

Sobre el tajamar y el marchapié 
se izaron verticales los mástiles 
del absurdo
y desató en las portaviandas la ignominia. 

La manga máxima del Mamut 
crujió como meridiano magnético 
en la anchura 
y en los escaparates se desbandó
la huida.

EL HOGAR DE LA OPORTUNIDAD Y DE LA VIDA
 (DEL POEMARIO "LA CASA DEL MAMUT",DE CARLOS GARRIDO CHALÉN)

Also published :https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΝΕΑ διασκευή από τους COSMOTHEORY! ("Temple of the King" από τους RAINBOW)

 




ΝΕΑ διασκευή από τους COSMOTHEORY! ("Temple of the King" από τους RAINBOW)

COSMOTHEORY

Οι Cosmotheory είναι ένα ελληνογερμανικό ροκ συγκρότημα που δημιουργήθηκε στα τέλη του 2021 από τα σημερινά δύο μέλη, τον Billy Adams (Βασίλης Παπαδάμ) και την Conni ''Comet'' Steinke. Είναι ένα μουσικό έργο που ανήκει στον Billy Adams που γράφει τη μουσική, τους στίχους, είναι ο βασικός τραγουδιστής, κιθαρίστας και επίσης ο κύριος παραγωγός του συγκροτήματος.
Η Conni υπηρετεί ως βοηθός παραγωγού, ενορχηστρωτής χορωδίας/δεύτερων φωνητικών αλλά και ως τραγουδίστρια (γυναικεία φωνητικά).
Το έργο περιέχει προς το παρόν μόνο ηχογραφήσεις στούντιο, σύνθεση τραγουδιών και παραγωγή, με μελλοντικά σχέδια να μετατραπεί σε ολοκληρωμένο συγκρότημα.

Το δίδυμο έχει κυκλοφορήσει δύο single. Το "City of my Heart", μια ροκ μπαλάντα που γράφτηκε το 2019 από τον Billy Adams και το "Unfinished Business''.
Το νέο single είναι online στο YouTube, αλλά και επίσης διαθέσιμο σε πλατφόρμες ροής και ηλεκτρονικά καταστήματα. Τα επερχόμενα σχέδια θα αποκαλυφθούν από τα social media του συγκροτήματος το επόμενο διάστημα.















ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ "ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ"

 


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΦΗΜΑ 

ΔEΛTIO ΤΥΠΟΥ

ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ
Κωνσταντίνος Λίχνος
ISBN: 978-618-5271-29-9
σελίδες: 142


Η νουβέλα με τίτλο «Διάστρεμμα» περιστρέφεται γύρω από τη συνάντηση τριών γυναικών, οι οποίες συνδέονται με μακροχρόνια φιλία και επικοινωνούν τακτικά με συναντήσεις που έχουν λάβει ψυχοθε­ραπευτικό χαρακτήρα. Ο τρόπος με τον οποίο εξε­λίσσεται η τελευταία τους συνάντηση γίνεται το όχημα μέσω του οποίου θα αποτυπωθούν οι ανη­συχίες, οι αγωνίες, τα όνειρα και οι επιθυμίες τους, ενώ, παράλληλα, θα έρθουν στην επιφάνεια οι με­ταξύ τους προστριβές και οι αντιξοότητες που αντι­μετωπίζουν στην καθημερινότητά τους. Μέσα από τον μεταξύ τους διάλογο θίγονται ζητήματα σχετικά με το φύλο, τη γυναικεία ταυτότητα και τους κοινωνι­κούς ρόλους που τη διαμορφώνουν, τον θεσμό τής οικο­γένειας, τη μητρότητα, τον σεξουαλικό προσανα­τολισμό, τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική τάξη, τη φύση τής τέχνης, και, συνολικότερα, τη σύγχρονη πραγματικότητα, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η σημερινή γυναίκα.


Ο Κωνσταντίνος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτωλοακαρ­νανίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινω­νιών, αντιπρόεδρος τού Φιλο­λογικού Ομίλου Ελλάδος και υπεύ­θυνος του τμήματος πεζογραφίας αυτού. Έχει διακριθεί σε πο­λυ­άριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δο­κί­μια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε έντυπα λογοτεχνικά περιο­δικά και κυκλοφόρησαν σε συλλογικούς τόμους από τους εκδοτικούς οίκους: Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή, Άπαρσις και Γράφημα. Τον Σεπτέμβρη του 2021 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «WWW.Dialogos.gr», από τις εκδόσεις Κέφαλος, το καλοκαίρι τού 2022 κυκλοφόρησε το παραμύθι «Ανοσοήρωες εναντίον Μικροβλαβε­ρούληδων» από τις εκδόσεις Άπαρσις, ενώ ήταν και ένας εκ των τριών συγγραφέων τού θεωρητικού συγγράμματος: «Μανιφέστο, δύο σχολές του ρεαλισμού» (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη, 2022). Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμ­ματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το «Λογοτε­χνικό Περιοδικό τής Κεφαλλονιάς» του απένειμε το ειδικό Βραβείο Πεζογραφίας Αλέξανδρος Παπαδια­μάντης. Είναι τακτικός συντάκτης πεζογραφίας, δοκιμίων και ποίησης στο «Λογοτεχνικό Δελτίο», έντυπη φιλολογική ύλη τριμηνιαίας κυκλοφορίας, ενώ συμμετείχε στη συλλογική έκδοση ποίησης «δομημένου» ρεαλισμού τού Φιλολογικού Ομίλου με τίτλο «Βαρδάρης», (εκδ. Γράφημα, Θεσσαλονίκη, 2023).

 




 



ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Για ένα “καρφί” χάθηκαν τόσες ζωές…Η θεωρία του Χάους και η τραγωδία των Τεμπών"

 “Για ένα καρφί, χάθηκε το πέταλο. / Για ένα πέταλο, / χάθηκε το άλογο. / Για ένα άλογο, χάθηκε ο καβαλάρης. / Για έναν καβαλάρη, χάθηκε η μάχη/ Για μία μάχη, χάθηκε ο πόλεμος. / Για έναν πόλεμο, χάθηκε η αυτοκρατορία!” . 

         Nα που η τραγωδία στα Τέμπη στάθηκε η αιτία και η αφορμή να πλημμυρίσει το διαδίκτυο με γνωμικά, παροιμίες, στίχους ποιητών ή ακόμη και αποσπάσματα φιλοσόφων και επιστημόνων που ερμηνεύουν τα βαθύτερα αίτια της πολύνεκρης  σύγκρουσης των τρένων.

    Είναι παρήγορο το γεγονός  που δυσνόητες επιστημονικές θεωρίες χρησιμοποιούνται, έστω και με την βοήθεια κάποιων αποφθεγματικών φράσεων, για να εκλαϊκεύσουν τον πολυδαίδαλο χαρακτήρα κάποιων φαινομένων ή ακατανόητων για την κοινή λογική γεγονότων, όπως  αυτό της τραγωδίας των Τεμπών.                        

      Για να βρούμε, όμως, αναλογίες  ανάμεσα στο “καρφί-πέταλο” και στο πολύνεκρο συμβάν που συγκλόνισε την χώρα μας και σκόρπισε λύπη, θυμό και οργή, θα πρέπει πρώτα να περιγράψουμε την σχετική θεωρία που παραπέμπει και χρησιμοποιεί το προκείμενο απόσπασμα (Για ένα καρφί…..αυτοκρατορία).

                                               Η  Θεωρία του Χάους

      Το καρφί, το πέταλο, το άλογο, ο καβαλάρης, η μάχη, ο πόλεμος και η αυτοκρατορία λειτουργούν μεταφορικά και συμβολικά για να καταδείξουν το διάχυτο κλίμα της διάλυσης, της σύγχυσης, της αστάθειας και της αταξίας που διέπει και το κατά τα άλλα ντετερμινιστικό σύμπαν μας. Η θεωρία του Χάους συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω και αναδεικνύει την απροσδιοριστία και αβεβαιότητα που δεσπόζουν τόσο στην λειτουργία του σύμπαντος, όσο και στην καθημερινότητά μας.

    Αν και η θεωρία του Χάους χρησιμοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε διάφορους τομείς μία καταγραφή της έννοιας θα ήταν χρήσιμη. Χάος, δηλαδή, είναι η χαοτική κατάσταση που προκύπτει όταν μεταβληθούν έστω και κατά ελάχιστον τα αρχικά δεδομένα ενός δυναμικού συστήματος. Είναι η απρόσμενη και απροσδόκητη μεταβολή στις αρχικές συνθήκες που διέπονται από μία τακτική και σταθερή φυσική διαδικασία.

      Η θεωρία του Χάους χρησιμοποιήθηκε από πολλές επιστήμες (μαθηματικά, φυσική, βιολογία, χημεία…) για να ερμηνευτούν κάποια φαινόμενα μη κανονικότητας.

                        

       Με πιο λιτό και κατανοητό τρόπο η θεωρία του Χάους θα μπορούσε να αποδοθεί με το πώς  μία μικρή αλλαγή στα δεδομένα της κανονικότητας  μπορεί να προκαλέσει “χιονοστιβάδα άλλων αλλαγών” και εξελίξεων με απροσδιόριστα αποτελέσματα. Ή πως μία “μικρή παράλειψη” μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη συμφορά.

                         Το Καρφί, το Χάος και η Τραγωδία στα Τέμπη

       Ας επανέλθουμε, όμως, στο αφετηριακό σημείο της σκέψης μας για να βρούμε αναλογίες ανάμεσα στη θεωρία του Χάους και στο προκείμενο απόσπασμα (καρφί, πέταλο…) με το γεγονός του πολύνεκρου δυστυχήματος που κατέδειξε με τον πιο εμφαντικό τρόπο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους.

     Ποιος μπορεί να φταίει για όλα αυτά; Ποιος έχει την ευθύνη, μερική ή γενική αδιάφορο, για την απώλεια τόσων ανθρώπινων ζωών; Αρκεί η αναγνώριση του “ανθρώπινου λάθους” να αποενοχοποιήσει τις κρατικές ευθύνες και την διαχρονική της αβελτηρία της Πολιτείας;  Πώς συνέβη και μία ανθρώπινη παράλειψη σε ένα δίκτυο με δύο διαδρομές να μην ενεργοποιήσει άλλους μηχανισμούς επισήμανσης και διόρθωσης του λάθους; Δεν υπήρχαν ή δεν λειτούργησαν οι ασφαλιστικές δικλείδες;

        Πολλά  τα “γιατί”  και τα αναπάντητα ερωτήματα που φανερώνουν την σύνδεση μιας απλής παράλειψης του κλειδούχου ή και μιας τεχνικής βλάβης με τα τραγικά αποτελέσματα της απώλειας πολλών ζωών και ιδιαίτερα νέων.

        Κάποιοι χρησιμοποιώντας μία πιο αργκώ γλώσσα επισημαίνουν πως ”πνιγήκαμε σε μία σταγόνα νερού” ή “χάσαμε την μπάλα” στα εύκολα. Οι συγκρίσεις με άλλα πολυδαίδαλα σιδηροδρομικά δίκτυα άλλων χωρών μόνον θλίψη και μελαγχολία μάς γεμίζει.

      Πώς μπορεί να μην έχει προβλεφθεί στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης ο εντοπισμός, η αποτροπή  και η διόρθωση ενός ακατανόητου ανθρώπινου λάθους; Συνιστά μία εγκληματική αμέλεια η απουσία ενός μηχανισμού εποπτείας και συνεχούς παρακολούθησης της πορείας ενός τρένου, την στιγμή που για  άλλες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, αεροπλάνα, πλοία…) υπάρχουν επαρκή δίκτυα εποπτείας.                                 

      Είναι επικίνδυνο στην εποχή του απόλυτου ορθολογισμού, λόγω επιστήμης και τεχνολογίας, να ακούγονται θέσεις και φωνές του τύπου “ήταν η κακιά η ώρα” ή “ήταν γραπτό να χαθούν έτσι τόσα άτομα”. Ακατανόητες είναι και κάποιες θεωρίες που χρησιμοποιώντας τις στατιστικές και τον νόμο των πιθανοτήτων προσπαθούν να αιτιολογήσουν την σύγκρουση των δύο τρένων.

       Η λογική “αυτά συμβαίνουν και στα καλύτερα συστήματα πρόληψης” είναι προσβολή στην ανθρώπινη λογική και στην μνήμη των νεκρών. Είναι μία επιστροφή στους αιώνες των προλήψεων και των θεωριών περί θείας τιμωρίας και άλλων φαιδρών ερμηνειών. Οι εσχατολογικές θεωρίες και οι διάφορες προφητείες περί “έκπτωσης και τιμωρίας του ανθρώπινου γένους” συνιστούν υλικό για κακόγουστες κωμωδίες και επιθεωρήσεις.

                                     Οι ατομικές και συλλογικές Ευθύνες

      Μπορεί ο Χάιζενμπεργκ με την αρχή της “απροσδιοριστίας” να έθεσε τα θεμέλια μιας άλλης θεώρησης του κόσμου και της ζωής μας, ωστόσο δεν μας προέτρεψε να παραιτηθούμε από κάθε αγώνα για πρόληψη –αποτροπή του κακού ή βελτίωσης των όρων της πεπερασμένης ζωής μας.

                     «Κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν» (Ιπποκράτης).

      Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του κρίνονται από τον τρόπο με τον οποίο  εκμηδενίζουν την δύναμη του τυχαίου και μετατρέπουν το απρόβλεπτο σε ευκαιρία αυτοσυγκέντρωσης και καλλιέργειας όλων εκείνων των εσωτερικών μηχανισμών που λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στην προνοητικότητα και  δημιουργικότητα του ανθρώπου.

      Ας μην αφήσουμε, λοιπόν, ένα “καρφί” ή ένα “πέταλο” να ρυθμίσει προς το χειρότερο την ζωή μας και τον πολιτισμό μας. Μπορούμε ως άτομα και οργανωμένη κοινωνία να προστατεύσουμε τόσο την καθημερινότητά μας, όσο και τα σύνθετα πεδία της συλλογικής μας ζωής. Ας αφήσουμε το χαοτικό και το απρόβλεπτο στην φαντασία μας κι ας οχυρώσουμε την ατομική και κοινωνική μας ζωή με μηχανισμούς πρόβλεψης και αποτροπής της επικινδυνότητας ενός τυχαίου συμβάντος.

      Το στοιχείο της τυχαιότητας της καθημερινότητάς μας και τις απρόβλεπτες μεταβολές κάποιων σταθερών της ατομικής, κοινωνικής και εθνικής μας  ζωής ή ακόμη και της οικουμένης μπορεί να μην μπορούμε να τα προβλέψουμε, πρέπει, όμως, να εκπαιδευόμαστε συνεχώς σε αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισής τους, έτσι ώστε τίποτα να μην θεωρείται ανθρώπινο λάθος ή τυχαίο”.

  «Χαρακτηριστικό γνώρισμα των συνετών ανθρώπων είναι ότι προνοούν πριν συμβούν τα δυσάρεστα και γνώρισμα των γενναίων είναι, όταν συμβούν να προσπαθούν να το διορθώσουν» (Πιττακός).

      Πώς μπορούμε, όμως, να αισιοδοξούμε ως χώρα, όταν ένα νέο παιδί σκοτώνεται από νέους γιατί ήταν Αρειανός, όταν η κυβέρνηση επαίρεται για τις πάνω από 1.500.0000 αιτήσεις Market Pass, όταν η αντιπολίτευση αδυνατεί να πείσει για την εναλλακτική κυβερνητική της πρόταση και όταν ο λαός εύκολα εθίζεται και  συνωστίζεται στην λογική των προεκλογικών επιδομάτων;

      Τουλάχιστον μπορούμε να απορρίψουμε ως στάση ζωής, αυτό που φέρεται να δήλωσε ο μηχανοδηγός (αν αληθεύει βέβαια) και που υποδηλώνει το χαοτικό στοιχείο που κρύβουμε μέσα μας ως λαός.

                                       Πάμε και όπου βγει.

  https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/




ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ - ( Η ΓΥΝΑΙΚΑ μέσα από λογοτεχνικά κείμενα) 5ο Κ.Α.Π.Η ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

 


Η φιλόλογος και συγγραφέας Σοφία Δ. Νινιού μετά από πρόσκληση της Ομάδας Λογοτεχνίας, παρουσίασε τη ΓΥΝΑΙΚΑ μέσα από λογοτεχνικά κείμενα στο 5ο Κ.Α.Π.Η ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ την Τρίτη 7 Μαρτίου 2023 στις 5 το απόγευμα.
Η διοργανώτρια της γιορτής Ιωάννα Στεφανίδη-Μώλου, υπεύθυνη της Ομάδας Λογοτεχνίας έάνοιξε την εκδήλωση παρουσιάζοντας τη γυναίκα και τους αγώνες της μέσα από τους πίνακες του Θωμά Μώλου. Τη γυναίκα ,που υποφέρει , πονάει, υπομένει, φοβάται αλλά και σηκώνει κεφάλι και προχωράει!
Η Σοφία Δ. Νινιού ανάγνωσε λογοτεχνικά κείμενα του Κ. Παλαμά, του Γ. Σαραντάρη, του Τ. Λειβαδίτη και δικά της και ακολούθως με αφορμή αυτά συζήτησε με τους παρευρισκομένους.
Μεταξύ των άλλων, ανέφερε πως «τη Γυναίκα, το τιμώμενο πρόσωπο της 8ης Μαρτίου κάθε χρόνο. την είπαν αδύναμο φύλο και της ανέθεσαν όλα τα βάρη κάθε κατηγορίας να τα σηκώνει, όπου κι αν βρίσκεται. Δυνατή, αποφασιστική κι αποφασισμένη και στο σπίτι και στη δουλειά και τιμημένη με την υψηλότερη των ιδιοτήτων, τη μητρότητα, αποτελεί έμπνευση για τους ανθρώπους της Τέχνης και της Επιστήμης, στήριγμα για τους αγαπημένους της».


Ε΄ ΚΑΠΗ Ν. Σμύρνης, Ελλησπόντου 65, Νέα Σμύρνη


Παρακάτω θα δούμε τα λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάστηκαν πλαισιωμένα με πίνακες γυναικών του ζωγράφου Θωμά Μώλου 



--------------------------------------------------------------------------------------------


Γιώργος Σαραντάρης, «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»


Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.




Σοφία Δ. Νινιού

«…παρατάμε… τις γυναίκες… στη σκόνη του καιρού»*


Τις παρατάτε! Πράγματι τις παρατάτε. Πώς μπορείτε και τις παρατάτε; Κι άντε… ας το δεχτούμε! Αλλά… στη σκόνη του καιρού;

Μόνο τη σκόνη του σπιτιού έχουν βρει τον τρόπο ν’ αντιμετωπίζουν― και όχι όλες. Μερικές πνιγμένες από τη σκόνη του καιρού, δε γουστάρουν να τρώνε στη μούρη και τη σκόνη του σπιτιού. Γι’ αυτό υπάρχουν οι οικιακές βοηθοί. Κι αυτές γυναίκες είναι, συνήθως, αλλά αποφασισμένες, όσο και ανασκουμπωμένες. Της δίνουν και καταλαβαίνει. Βάζουν πέρα τις ευαισθησίες τους, την προσωπική τους σκόνη επίσης, και προχωράνε ακάθεκτες μέχρι την τελική, αλλά πάντα προσωρινή, εξόντωσή της.

Γιατί αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της σκόνης. Ανθίσταται και επανέρχεται. Αήττητη. Όπως η προδοσία, η αδιαφορία, η κακία, αλλά και η κακοκαιρία.

Και για να γίνουμε πραχτικότεροι, δεν έχουμε παρά να προμηθευτούμε τα πανάκια μας, τα σκουπάκια κάθε κατηγορίας, κάθε είδους, και να της δώσουμε να καταλάβει της σκόνης του σπιτιού. Εμείς ή οι οικιακοί βοηθοί.

Τη σκόνη του καιρού όμως πρέπει να την αναλαμβάνει κάθε μια μόνη της και να την διώχνει. Στην εξόντωση της συγκεκριμένης σκόνης είναι υποχρεωτική και απαραίτητη η συμμετοχή της γυναίκας που σκονίστηκε. Που έκανε το λάθος να αφεθεί στην ευγενική συνδρομή του συντρόφου της ζωής της για να την αντιμετωπίσει. Που δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι η χρονόσκονη είναι σαν τη χρυσόσκονη και την ασημόσκονη. Άμα σου κάτσει, γίνεται ένα με το πετσί σου, τα ρούχα σου, τα αξεσουάρ, το πάτωμα. Δε φεύγει εύκολα. Μόνο που δε σου δίνει λάμψη. Απορροφά και τον έσχατο κόκκο της και… μένεις θαμπή και ματ. Κι αν το ματ είναι στη μόδα, έχει καλώς. Αν δεν είναι, τι γίνεται;

Μπορεί μια γυναίκα να είναι ντεμοντέ; Παρωχημένη; Μόδα και γυναίκα έννοιες ομοούσιες και αδιαίρετες.

Το σωστό θηλυκό πάει με την εποχή του. Τι θηλυκό θα ’ναι, άλλωστε; Αν κάνει διαφορετικά, ακυρώνει τη βασική του ιδιότητα, να πηγαίνει παρακάτω τη ζωή, να πολλαπλασιάζει τις ιδέες και τα πράγματα. Να γεννάει.

Ο καιρός γίνεται ποδήλατο κι η γυναίκα το τσουλάει.

Κι αφού πάει μπροστά του χρόνου το ποτάμι και πίσω δε γυρνάει, η γυναίκα αναλαμβάνει την ευθύνη. Όποιος και να την παρατήσει, αυτή δεν παραιτείται.

Κι αν είναι να την παρατήσει στη σκόνη του καιρού, ας το κάνει μιαν ώρα αρχύτερα, γιατί αυτή δε γίνεται να περιμένει. Αλλά δε γίνεται και να σταματήσει. Λίγο να τιναχτεί πρέπει, να γλύψει το τρίχωμά της για να το ξελαμπικάρει, όπως ακριβώς κάνει κι η γάτα, και να προχωρήσει αλαφροπάτητη. Η γόβα στιλέτο της δεν είναι παρά μια μαξιλαρένια πατουσίτσα, που ίσα που πατάει στον καιρό και ξεπερνάει τη σκόνη του. Αν θέλει, αφήνει ίχνη.

Και τότε αφήνει ίχνη που επιλέγει για να ελκύσει τον ποθητό ιχνηλάτη, που ξέρει να μεριάζει τη σκόνη του καιρού και που αντέχει να προχωράει μαζί της. Συνοδοιπόρος.

*από το ποίημα του Γ. Σαραντάρη «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει»



ΚΕΙΜΕΝΟ Κωστή Παλαμά

«Όσοι φοβούνται πως άμα χειραφετηθούν οι γυναίκες κι έμπουνε κι αυτές με τα όλα τους στον αγώνα της ζωής, θα χάσει η γυναίκα τη χάρη της και την ποίησή της, μου θυμίζουν τα επιχειρήματα του Ruskin και άλλων πως τάχα με τους σιδηροδρόμους και με τον πολιτισμό θα χάσει την ομορφιά η φύση. Και τι είναι το στρώσιμο και το πέρασμα ενός σιδηροδρόμου στ’ απέραντα του φυσικού κόσμου γύρω του; Αφήνω πως μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως κι ένα τρένο πλουτίζει τη φύση μ’ ομορφιά. Ανάλογα κι οι φόβοι για τη χειραφετημένη γυναίκα μου φαίνονται ρομαντικοί. Όπως κι αν αποκατασταθούν οι γυναίκες, σε όλα ισότιμες με τον άντρα, η γυναίκα- το αιώνιο “θηλυκό” του ποιητή- δε χάνεται. Πάντα θα ζει, θα ζώνεται και θα ξεζώνεται».




«Γυναίκες», Τάσος Λειβαδίτης

«…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.

Αχ, γυναίκες έρημες,

Κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;

Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;

Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.

Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.

Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…»

Τάσος Λειβαδίτης, Γυναίκες (Καντάτα 1960 – απόσπασμα), Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος





«Φοβήθηκα», Σοφία Δ. Νινιού

Στη γυναίκα που φοβήθηκε

Όταν έμεινα μαζί του,
Έμεινα μονάχη

«Μη μιλάς!», μου έλεγε
«Μη μιλάς!», μου φώναζε
Κι έσκαγα
Πώς να πάψεις να μιλάς;
Πώς τη γλώσσα σου να δέσεις;
Τα φωνήεντα πώς να τα σβήσεις;
Να λιώσεις σαν κερί το σ και το ρο;
Με πόναγε η ανάσα
Με έκαιγε η αναπνοή
Ρουφούσα τον αέρα γουλιά-γουλιά
Κατάπινα την ψυχή μου
Κι οι λέξεις βυθίζονταν η μια μετά την άλλη στη σιωπή
Στη μαύρη άβυσσο του νου
Με τα παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες τις κουρτίνες
Κατάπινε τη ζωή μου
Κι εγώ σιωπούσα

Έμεινα μαζί του και
σταμάτησα να μιλάω
Έμεινα μαζί του και
άρχισα να φοβάμαι

Άρχισα να φοβάμαι
σταμάτησα να μιλάω
και ήμουνα μονάχη,
όταν έμενα μαζί του

Σταμάτησα να μιλάω
κι άρχισα να κλαίω
να κλαίω, να κλαίω,
να κλαίω, να κλαίω

«Μα τι κλαις;»
με ρώτησε ο καθρέφτης.
«Είσαι η ομορφότερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μα τι κλαις;
Είσαι η καλύτερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μην κλαις!
Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»,
μου ’πε, μα το ’χα ξεχάσει.
Του χαμογέλασα.
Τον πήρα αγκαλιά.
Άνοιξα την πόρτα
κι έφυγα.

Δεν ήμουν μονάχη.

Αυτό το ποίημα είναι δημοσιευμένο :

Σοφία Δ. Νινιού, «Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»

«Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»*, λέει. Ναι! Ναι! Το βλέπω καθαρά. Έτσι γράφει. Υπερβολικό; Μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι. Αλήθεια το λέω. Κι εγώ έτσι θα νόμιζα. Κάποτε. Τώρα όχι. Απλούστατα, γιατί την γλύτωσα. Παρά τρίχα! Παρά γουρουνότριχα για την ακρίβεια. Παρ’ ότι δε σιωπούσα παντελώς. Προφανώς, γι’ αυτό και την γλύτωσα. Κι όταν αποφάσιζα να λύνω τη σιωπή μου, απαιτώντας τα αυτονόητα φυσικά, ο καλός μου με παρότρυνε «να κόψω το λαιμό μου με κανά γυαλί». Το ’κανα; Όχι! Όχι, εγώ, δηλαδή. Και όχι με γυαλί.

Το ’κανε ο χειρούργος με νυστέρι. Πώς αλλιώς να με γλυτώσει ο άνθρωπος από το συσσωρευμένο κόμπο των δακρύων; Γιατί μερικές γυναίκες, απ’ αυτές που σιωπούν, δεν κλαίνε κιόλας. Σ’ αυτή τη συνομοταξία ανήκω.

Σε πρώτη φάση… εντάξει. Μέχρι που κάηκε η καρδιά μου. Τότε χρειάστηκε ν’ ανοίξει μια μικρή κουμπότρυπα με το νυστεράκι του, λίγο πιο πάνω απ’ το μαστό, που την κρύβει. Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι σαν τη σχισμή, που περιγράφει ο Φοίβος ο Δεληβοριάς. Εκείνη που
περνάει ίσα-ίσα το διφραγκάκι στο άλλο το τραγούδι. Βέβαια το διφραγκάκι καταργήθηκε και τώρα δεν ξέρω ποιο νόμισμα ταιριάζει στη δικιά μου κουμπότρυπα.

Δεν κολλάω στο μέγεθος, είναι η αλήθεια. Γνωστό το ρητό, που συμβουλεύει αναλόγως ― για το ανδρικό μόριο. Δεν έχω σκεφτεί, αν ταιριάζει και στη γυναικεία αυτή περίπτωση, αλλά έχω ένα γενικότερο σεβασμό στα ρητά, γι’ αυτό και το συστήνω αναντίρρητα και το συγκεκριμένο. Δεδομένου φυσικά του γεγονότος ότι και η κάθε γυναίκα έχει το δικό της κουμπί, διατηρώ στο βάθος-βάθος τις επιφυλάξεις μου. Μετά και απ’ τη δεύτερη φάση, δείχνει να έβαλα μυαλό. Δεν
είμαι σίγουρη, γιατί ακόμα σιωπώ. Αρκετά.

Το ευτύχημα είναι ότι ο νυν καλός μου με πιέζει για το αντίθετο. Γερά προπονημένη να πατάω και να τραβάω εγώ, δεν πολυμιλάω. Κι επιμένει. Δεν του φέρνω αντίρρηση. Και σ’ αυτό προπονημένη είμαι. Από τον τέως.

Γι’ αυτό έχω την πολυτέλεια να παρακολουθώ άλλες γυναίκες να καίγονται. Κι επειδή δεν βλέπω προς τι η θυσία, αγωνίζομαι να εμποδίσω την καύση τους. Μάταια συνήθως, γιατί, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο των Ινδιών, η σωστή σύζυγος οφείλει να ανεβαίνει στην πυρά μαζί με το θανόντα κύρη της. Εδώ μιλάμε για μια παραλλαγή του εθίμου τούτου, κατά την οποία η σύζυγος ανεβαίνει στην πυρά για να προλάβει το θάνατο του ομοκλίνου της. Και σ’ αυτό εύκολα διακρίνει κανείς μια σοφία. Αρκεί να γνωρίζει καλώς, ως άνθρωπος του 21ου
 αιώνα, ότι η πρόληψις είναι προτιμοτέρα της θεραπείας, όσον και
αποτελεσματικοτέρα.

Υπάρχουν και περιπτώσεις― γιατί τα πάντα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωσιν―, που η σιωπούσα γυνή καίγεται αργά. «Σιγοψήνεται » το λέει ο λαός. Η επιστήμη δεν έχει έτι αποδείξει, οποία περίπτωσις θεωρείται προτιμητέα. Πάντως στο αργό αυτό ψήσιμο, για να μην καταλήξει σε ξεροψήσιμο, επιβάλλεται η χρήση ουσιών, που την μεταλλάσσουν σε βραδυφλεγές υλικό, και έχουν δράση ηρεμιστική ή αγχολυτική, κατά περίπτωσιν (αδιαπραγμάτευτο αυτό). Κι έτσι η γυναίκα αποκτά θαυμαστή αντοχή στη σιωπή και ανθεκτικότητα στο ψήσιμο.

Πού οι παλιοί; Αυτοί χάναν λίγο. Χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του χταποδιού. Όσο την χτυπούσαν, τόσο μαλάκωνε η σιωπή της, σου λέει. Το κακό είναι ότι η επιστήμη ήταν στα σπάργανα τότε και δεν έχουμε συγκριτικές μελέτες. Ευτυχώς, επιλεκτικά η συγκεκριμένη μέθοδος σώζεται και σήμερα. Κατά περίπτωσιν! Αδιαπραγμάτευτο αυτό!
Πιστεύω να μην καθυστερήσουν άλλο οι μετρήσεις, στατιστικές και μη. Είναι αμαρτία! Για τις γυναίκες, που σιωπούν― εννοείται.

* σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας




Σοφία Δ. Νινιού, «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές»

Αλήθεια ή μύθος;

Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, που έψαχνα τα σοβαρά της ζωής στα κάθε είδους περιοδικά, με ιδιαίτερη προτίμηση στα νεανικά και στα επιστημονικοφανή, εύρισκα αυτό το προβληματισμό αναλυόμενο, βαθέως ή μη. Εννοείται ότι είχα δει και τη σχετική, όσο και ομώνυμη ταινία.

Άκρη; Ακόμα δεν έχω βγάλει. Απλώς τα τελευταία χρόνια την ψάχνω περισσότερο. Γιατί έγινα μια ξανθιά κι εγώ. Του σωματείου κι εγώ.

Φυσικά ενθουσιασμένη και φανατική, όπως και κάθε νεοφώτιστος. Όχι ότι συνάντησα και την αποδοχή με τη μία…
Και πρώτα-πρώτα ο σύντροφος της ζωής μου, με τον οποίο ― σημειωτέον― ζούσαμε την περίοδο του ψυχρού πολέμου, που ζει κάθε αξιοπρεπές ζευγάρι, πριν βαρέσει διάλυση, βρήκε ότι έμοιαζα με Πολωνέζα μπαργούμαν. Είναι που οι Ρωσίδες δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί. Εγώ δεν έχω τίποτα με τις συγκεκριμένες εθνικότητες.
Φαίνεται όμως ότι είχε αυτός. Σου λέει, και με το δίκιο του ο άνθρωπος ―καλή του ώρα― να ’χω στο σπίτι ό, τι μπορώ να βρω αλλού; Εν πάσει περιπτώσει, έδωσα τόπο στην οργή και τον παρέκαμψα, όπως και κάθε γυναίκα, που σέβεται τον εαυτό της. Διότι οφείλει να επιλέγει, να αποφασίζει και να πράττει σύμφωνα με τη γνώση του κομμωτή, που είναι ειδήμων, και των φιλενάδων, εφόσον διαπιστωμένα διαθέτουν την ανάλογη αισθητική.

Η αλήθεια είναι― και οφείλω να την πω, γιατί είμαι ειλικρινής φύσει και θέσει― εγώ έκανα του κεφαλιού μου.

Αγνόησα πρώτα- πρώτα τη γνώμη, του ειδήμονος, του Μάνου του κομμωτή μου. «Ασ’ τα μαλλιά σου ήσυχα», μου είπε. «Άντρα άλλαξε! Αυτός σου φταίει κι όχι τα μαλλάκια σου», δήλωσε δογματικά. Και δεν είχε άδικο. Στις μέρες μας, που όλες οι επιστήμες παρουσιάζουν μιαν εξέλιξη θαυμαστή, έχουν μετρήσει και το ποσοστό των γυναικών, που κουρεύουν τα μαλλιά τους καρέ, όταν χωρίσουν.

Φυσικά και δε θυμάμαι το νούμερο. Πρώτον, γιατί η λέξη καθεαυτή είναι αρνητικά φορτισμένη, και δεύτερον, γιατί είναι αδιαμφισβήτητα το καρέ ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τρίγωνο.

Με λίγα λόγια και καλά, όλοι στα μαλλιά τους ξεσπάνε και ανακτώνται οι ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα.

Όμως να μη περάσουμε σε γενικεύσεις. Οι ξανθιές είναι το θέμα. Από ’κει και πέρα λοιπόν, ως ξανθιά δηλωμένη και δεδομένη, ήμουν στόχος και ποθούμενο των εραστών του είδους. Δεν πέρασε καιρός όμως, και κατάλαβα ότι το θέμα ήταν και, γεωγραφικό να το πω, ταξικό να το πω; Δεν έχω καταλήξει. Άλλο το ξανθό των δυτικών συνοικιών και των νοτίων, άλλο των βορείων προαστίων και της ανατολικής Αττικής. Το πρώτο κάνει λίγο πιο πλατινέ, λίγο πιο σέξυ. Το δεύτερο προκύπτει από την τεχνική της ανταύγειας και κάνει λίγο πιο ντιστιγκέ, πιο όχι-δεν-άσπρισα-απλά ξάνθυνα-λίγο.

Ευτυχώς που δεν έπεσαν κι οι Σουηδέζες να απαιτήσουν την αποκλειστικότητα. Εκεί πραγματικά το ζήτημα θα γινόταν περιπλοκότερο, με δεδομένη και την ελευθεριότητα στα ήθη. Άντε να βρει ο άλλος τι πρέπει να προτιμήσει και για ποιο λόγο. Τότε θα χανόταν η άκρη, που λέγαμε, ο ρ ι σ τ ι κ ά.

Αλλά η ζωή, που είναι ο σοφότερος των δασκάλων, μου έδωσε κι άλλο μάθημα ή, για να το πω καλύτερα, κι άλλη μια εκδοχή απάντησης του ερωτήματος.

Συνάντησα τον ιδανικότερο των συντρόφων, που, ως αλατοπίπερο στη μονογαμική μονοτονία, επέλεγε θηλυκά με εβένινα μαλλιά για να μη νομίσω ότι ήθελε να με αντικαταστήσει με καλύτερη. Το στυλ τους χρωματικά παρέπεμπε στις γκέισες, υποστήριξε δευτερολογώντας. Δεν είχα τίποτα να φοβάμαι. Ήταν έρως αγοραίος.

Σκέφτηκε ότι έτσι μου αποδείκνυε πως το ξανθό είναι το καλύτερο κι η σοβαρή κι αιώνια επιλογή του. Αυτός ήταν επηρεασμένος από την αθωότητα, που αποπνέει το ξανθό, κατά μια άλλη ερμηνεία. Εννοείται ότι μια της μαύρης, δυο της μαύρης, τρεις και ώρα του καλή! Η έννοια του συμπληρωματικού χρώματος δε δένει με τα ζευγάρια. Ας μείνει όρος στην τέχνη της ζωγραφικής ή όπου αλλού.

Κι έτσι παρότι ξανθιά δεν μπορώ να πω αν είναι μύθος ή αλήθεια η προτίμηση των αντρών στις ξανθές κι ούτε αν είναι πρόστυχα σέξυ ή αγγελικά γοητευτικό. Στο μέλλον μάλιστα η σύγχυση θα είναι μεγαλύτερη, γιατί οι επιστήμονες πρόσφατα ανακάλυψαν ότι γενετικά το ξανθό μαλλί θα εκλείψει. Τι θα κάνουν τότε οι καημένοι οι άντρες; Θα το θεωρήσουν σπάνιο; Ντεμοντέ; Ξεπερασμένο; Νοσταλγικό;

Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα… Το σοβαρό μου έργο αναλαμβάνουν οι επερχόμενες γενεές. Ευτυχώς…!