Η φιλόλογος και συγγραφέας Σοφία Δ. Νινιού μετά από πρόσκληση της Ομάδας Λογοτεχνίας, παρουσίασε τη ΓΥΝΑΙΚΑ μέσα από λογοτεχνικά κείμενα στο 5ο Κ.Α.Π.Η ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ την Τρίτη 7 Μαρτίου 2023 στις 5 το απόγευμα.
Η διοργανώτρια της γιορτής Ιωάννα Στεφανίδη-Μώλου, υπεύθυνη της Ομάδας Λογοτεχνίας έάνοιξε την εκδήλωση παρουσιάζοντας τη γυναίκα και τους αγώνες της μέσα από τους πίνακες του Θωμά Μώλου. Τη γυναίκα ,που υποφέρει , πονάει, υπομένει, φοβάται αλλά και σηκώνει κεφάλι και προχωράει!
Η Σοφία Δ. Νινιού ανάγνωσε λογοτεχνικά κείμενα του Κ. Παλαμά, του Γ. Σαραντάρη, του Τ. Λειβαδίτη και δικά της και ακολούθως με αφορμή αυτά συζήτησε με τους παρευρισκομένους.
Μεταξύ των άλλων, ανέφερε πως «τη Γυναίκα, το τιμώμενο πρόσωπο της 8ης Μαρτίου κάθε χρόνο. την είπαν αδύναμο φύλο και της ανέθεσαν όλα τα βάρη κάθε κατηγορίας να τα σηκώνει, όπου κι αν βρίσκεται. Δυνατή, αποφασιστική κι αποφασισμένη και στο σπίτι και στη δουλειά και τιμημένη με την υψηλότερη των ιδιοτήτων, τη μητρότητα, αποτελεί έμπνευση για τους ανθρώπους της Τέχνης και της Επιστήμης, στήριγμα για τους αγαπημένους της».
Ε΄ ΚΑΠΗ Ν. Σμύρνης, Ελλησπόντου 65, Νέα Σμύρνη
Παρακάτω θα δούμε τα λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάστηκαν πλαισιωμένα με πίνακες γυναικών του ζωγράφου Θωμά Μώλου
--------------------------------------------------------------------------------------------
Γιώργος Σαραντάρης, «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
Σοφία Δ. Νινιού
«…παρατάμε… τις γυναίκες… στη σκόνη του καιρού»*
Τις παρατάτε! Πράγματι τις παρατάτε. Πώς μπορείτε και τις παρατάτε; Κι άντε… ας το δεχτούμε! Αλλά… στη σκόνη του καιρού;
Μόνο τη σκόνη του σπιτιού έχουν βρει τον τρόπο ν’ αντιμετωπίζουν― και όχι όλες. Μερικές πνιγμένες από τη σκόνη του καιρού, δε γουστάρουν να τρώνε στη μούρη και τη σκόνη του σπιτιού. Γι’ αυτό υπάρχουν οι οικιακές βοηθοί. Κι αυτές γυναίκες είναι, συνήθως, αλλά αποφασισμένες, όσο και ανασκουμπωμένες. Της δίνουν και καταλαβαίνει. Βάζουν πέρα τις ευαισθησίες τους, την προσωπική τους σκόνη επίσης, και προχωράνε ακάθεκτες μέχρι την τελική, αλλά πάντα προσωρινή, εξόντωσή της.
Γιατί αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της σκόνης. Ανθίσταται και επανέρχεται. Αήττητη. Όπως η προδοσία, η αδιαφορία, η κακία, αλλά και η κακοκαιρία.
Και για να γίνουμε πραχτικότεροι, δεν έχουμε παρά να προμηθευτούμε τα πανάκια μας, τα σκουπάκια κάθε κατηγορίας, κάθε είδους, και να της δώσουμε να καταλάβει της σκόνης του σπιτιού. Εμείς ή οι οικιακοί βοηθοί.
Τη σκόνη του καιρού όμως πρέπει να την αναλαμβάνει κάθε μια μόνη της και να την διώχνει. Στην εξόντωση της συγκεκριμένης σκόνης είναι υποχρεωτική και απαραίτητη η συμμετοχή της γυναίκας που σκονίστηκε. Που έκανε το λάθος να αφεθεί στην ευγενική συνδρομή του συντρόφου της ζωής της για να την αντιμετωπίσει. Που δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι η χρονόσκονη είναι σαν τη χρυσόσκονη και την ασημόσκονη. Άμα σου κάτσει, γίνεται ένα με το πετσί σου, τα ρούχα σου, τα αξεσουάρ, το πάτωμα. Δε φεύγει εύκολα. Μόνο που δε σου δίνει λάμψη. Απορροφά και τον έσχατο κόκκο της και… μένεις θαμπή και ματ. Κι αν το ματ είναι στη μόδα, έχει καλώς. Αν δεν είναι, τι γίνεται;
Μπορεί μια γυναίκα να είναι ντεμοντέ; Παρωχημένη; Μόδα και γυναίκα έννοιες ομοούσιες και αδιαίρετες.
Το σωστό θηλυκό πάει με την εποχή του. Τι θηλυκό θα ’ναι, άλλωστε; Αν κάνει διαφορετικά, ακυρώνει τη βασική του ιδιότητα, να πηγαίνει παρακάτω τη ζωή, να πολλαπλασιάζει τις ιδέες και τα πράγματα. Να γεννάει.
Ο καιρός γίνεται ποδήλατο κι η γυναίκα το τσουλάει.
Κι αφού πάει μπροστά του χρόνου το ποτάμι και πίσω δε γυρνάει, η γυναίκα αναλαμβάνει την ευθύνη. Όποιος και να την παρατήσει, αυτή δεν παραιτείται.
Κι αν είναι να την παρατήσει στη σκόνη του καιρού, ας το κάνει μιαν ώρα αρχύτερα, γιατί αυτή δε γίνεται να περιμένει. Αλλά δε γίνεται και να σταματήσει. Λίγο να τιναχτεί πρέπει, να γλύψει το τρίχωμά της για να το ξελαμπικάρει, όπως ακριβώς κάνει κι η γάτα, και να προχωρήσει αλαφροπάτητη. Η γόβα στιλέτο της δεν είναι παρά μια μαξιλαρένια πατουσίτσα, που ίσα που πατάει στον καιρό και ξεπερνάει τη σκόνη του. Αν θέλει, αφήνει ίχνη.
Και τότε αφήνει ίχνη που επιλέγει για να ελκύσει τον ποθητό ιχνηλάτη, που ξέρει να μεριάζει τη σκόνη του καιρού και που αντέχει να προχωράει μαζί της. Συνοδοιπόρος.
*από το ποίημα του Γ. Σαραντάρη «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει»
ΚΕΙΜΕΝΟ Κωστή Παλαμά
«Όσοι φοβούνται πως άμα χειραφετηθούν οι γυναίκες κι έμπουνε κι αυτές με τα όλα τους στον αγώνα της ζωής, θα χάσει η γυναίκα τη χάρη της και την ποίησή της, μου θυμίζουν τα επιχειρήματα του Ruskin και άλλων πως τάχα με τους σιδηροδρόμους και με τον πολιτισμό θα χάσει την ομορφιά η φύση. Και τι είναι το στρώσιμο και το πέρασμα ενός σιδηροδρόμου στ’ απέραντα του φυσικού κόσμου γύρω του; Αφήνω πως μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως κι ένα τρένο πλουτίζει τη φύση μ’ ομορφιά. Ανάλογα κι οι φόβοι για τη χειραφετημένη γυναίκα μου φαίνονται ρομαντικοί. Όπως κι αν αποκατασταθούν οι γυναίκες, σε όλα ισότιμες με τον άντρα, η γυναίκα- το αιώνιο “θηλυκό” του ποιητή- δε χάνεται. Πάντα θα ζει, θα ζώνεται και θα ξεζώνεται».
«Γυναίκες», Τάσος Λειβαδίτης
«…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
Κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…»
Τάσος Λειβαδίτης, Γυναίκες (Καντάτα 1960 – απόσπασμα), Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος
«Φοβήθηκα», Σοφία Δ. Νινιού
Στη γυναίκα που φοβήθηκε
Όταν έμεινα μαζί του,
Έμεινα μονάχη
«Μη μιλάς!», μου έλεγε
«Μη μιλάς!», μου φώναζε
Κι έσκαγα
Πώς να πάψεις να μιλάς;
Πώς τη γλώσσα σου να δέσεις;
Τα φωνήεντα πώς να τα σβήσεις;
Να λιώσεις σαν κερί το σ και το ρο;
Με πόναγε η ανάσα
Με έκαιγε η αναπνοή
Ρουφούσα τον αέρα γουλιά-γουλιά
Κατάπινα την ψυχή μου
Κι οι λέξεις βυθίζονταν η μια μετά την άλλη στη σιωπή
Στη μαύρη άβυσσο του νου
Με τα παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες τις κουρτίνες
Κατάπινε τη ζωή μου
Κι εγώ σιωπούσα
Έμεινα μαζί του και
σταμάτησα να μιλάω
Έμεινα μαζί του και
άρχισα να φοβάμαι
Άρχισα να φοβάμαι
σταμάτησα να μιλάω
και ήμουνα μονάχη,
όταν έμενα μαζί του
Σταμάτησα να μιλάω
κι άρχισα να κλαίω
να κλαίω, να κλαίω,
να κλαίω, να κλαίω
«Μα τι κλαις;»
με ρώτησε ο καθρέφτης.
«Είσαι η ομορφότερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μα τι κλαις;
Είσαι η καλύτερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μην κλαις!
Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»,
μου ’πε, μα το ’χα ξεχάσει.
Του χαμογέλασα.
Τον πήρα αγκαλιά.
Άνοιξα την πόρτα
κι έφυγα.
Δεν ήμουν μονάχη.
Αυτό το ποίημα είναι δημοσιευμένο :
Σοφία Δ. Νινιού, «Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»
«Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»*, λέει. Ναι! Ναι! Το βλέπω καθαρά. Έτσι γράφει. Υπερβολικό; Μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι. Αλήθεια το λέω. Κι εγώ έτσι θα νόμιζα. Κάποτε. Τώρα όχι. Απλούστατα, γιατί την γλύτωσα. Παρά τρίχα! Παρά γουρουνότριχα για την ακρίβεια. Παρ’ ότι δε σιωπούσα παντελώς. Προφανώς, γι’ αυτό και την γλύτωσα. Κι όταν αποφάσιζα να λύνω τη σιωπή μου, απαιτώντας τα αυτονόητα φυσικά, ο καλός μου με παρότρυνε «να κόψω το λαιμό μου με κανά γυαλί». Το ’κανα; Όχι! Όχι, εγώ, δηλαδή. Και όχι με γυαλί.
Το ’κανε ο χειρούργος με νυστέρι. Πώς αλλιώς να με γλυτώσει ο άνθρωπος από το συσσωρευμένο κόμπο των δακρύων; Γιατί μερικές γυναίκες, απ’ αυτές που σιωπούν, δεν κλαίνε κιόλας. Σ’ αυτή τη συνομοταξία ανήκω.
Σε πρώτη φάση… εντάξει. Μέχρι που κάηκε η καρδιά μου. Τότε χρειάστηκε ν’ ανοίξει μια μικρή κουμπότρυπα με το νυστεράκι του, λίγο πιο πάνω απ’ το μαστό, που την κρύβει. Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι σαν τη σχισμή, που περιγράφει ο Φοίβος ο Δεληβοριάς. Εκείνη που
περνάει ίσα-ίσα το διφραγκάκι στο άλλο το τραγούδι. Βέβαια το διφραγκάκι καταργήθηκε και τώρα δεν ξέρω ποιο νόμισμα ταιριάζει στη δικιά μου κουμπότρυπα.
Δεν κολλάω στο μέγεθος, είναι η αλήθεια. Γνωστό το ρητό, που συμβουλεύει αναλόγως ― για το ανδρικό μόριο. Δεν έχω σκεφτεί, αν ταιριάζει και στη γυναικεία αυτή περίπτωση, αλλά έχω ένα γενικότερο σεβασμό στα ρητά, γι’ αυτό και το συστήνω αναντίρρητα και το συγκεκριμένο. Δεδομένου φυσικά του γεγονότος ότι και η κάθε γυναίκα έχει το δικό της κουμπί, διατηρώ στο βάθος-βάθος τις επιφυλάξεις μου. Μετά και απ’ τη δεύτερη φάση, δείχνει να έβαλα μυαλό. Δεν
είμαι σίγουρη, γιατί ακόμα σιωπώ. Αρκετά.
Το ευτύχημα είναι ότι ο νυν καλός μου με πιέζει για το αντίθετο. Γερά προπονημένη να πατάω και να τραβάω εγώ, δεν πολυμιλάω. Κι επιμένει. Δεν του φέρνω αντίρρηση. Και σ’ αυτό προπονημένη είμαι. Από τον τέως.
Γι’ αυτό έχω την πολυτέλεια να παρακολουθώ άλλες γυναίκες να καίγονται. Κι επειδή δεν βλέπω προς τι η θυσία, αγωνίζομαι να εμποδίσω την καύση τους. Μάταια συνήθως, γιατί, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο των Ινδιών, η σωστή σύζυγος οφείλει να ανεβαίνει στην πυρά μαζί με το θανόντα κύρη της. Εδώ μιλάμε για μια παραλλαγή του εθίμου τούτου, κατά την οποία η σύζυγος ανεβαίνει στην πυρά για να προλάβει το θάνατο του ομοκλίνου της. Και σ’ αυτό εύκολα διακρίνει κανείς μια σοφία. Αρκεί να γνωρίζει καλώς, ως άνθρωπος του 21ου
αιώνα, ότι η πρόληψις είναι προτιμοτέρα της θεραπείας, όσον και
αποτελεσματικοτέρα.
Υπάρχουν και περιπτώσεις― γιατί τα πάντα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωσιν―, που η σιωπούσα γυνή καίγεται αργά. «Σιγοψήνεται » το λέει ο λαός. Η επιστήμη δεν έχει έτι αποδείξει, οποία περίπτωσις θεωρείται προτιμητέα. Πάντως στο αργό αυτό ψήσιμο, για να μην καταλήξει σε ξεροψήσιμο, επιβάλλεται η χρήση ουσιών, που την μεταλλάσσουν σε βραδυφλεγές υλικό, και έχουν δράση ηρεμιστική ή αγχολυτική, κατά περίπτωσιν (αδιαπραγμάτευτο αυτό). Κι έτσι η γυναίκα αποκτά θαυμαστή αντοχή στη σιωπή και ανθεκτικότητα στο ψήσιμο.
Πού οι παλιοί; Αυτοί χάναν λίγο. Χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του χταποδιού. Όσο την χτυπούσαν, τόσο μαλάκωνε η σιωπή της, σου λέει. Το κακό είναι ότι η επιστήμη ήταν στα σπάργανα τότε και δεν έχουμε συγκριτικές μελέτες. Ευτυχώς, επιλεκτικά η συγκεκριμένη μέθοδος σώζεται και σήμερα. Κατά περίπτωσιν! Αδιαπραγμάτευτο αυτό!
Πιστεύω να μην καθυστερήσουν άλλο οι μετρήσεις, στατιστικές και μη. Είναι αμαρτία! Για τις γυναίκες, που σιωπούν― εννοείται.
* σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας
Σοφία Δ. Νινιού, «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές»
Αλήθεια ή μύθος;
Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, που έψαχνα τα σοβαρά της ζωής στα κάθε είδους περιοδικά, με ιδιαίτερη προτίμηση στα νεανικά και στα επιστημονικοφανή, εύρισκα αυτό το προβληματισμό αναλυόμενο, βαθέως ή μη. Εννοείται ότι είχα δει και τη σχετική, όσο και ομώνυμη ταινία.
Άκρη; Ακόμα δεν έχω βγάλει. Απλώς τα τελευταία χρόνια την ψάχνω περισσότερο. Γιατί έγινα μια ξανθιά κι εγώ. Του σωματείου κι εγώ.
Φυσικά ενθουσιασμένη και φανατική, όπως και κάθε νεοφώτιστος. Όχι ότι συνάντησα και την αποδοχή με τη μία…
Και πρώτα-πρώτα ο σύντροφος της ζωής μου, με τον οποίο ― σημειωτέον― ζούσαμε την περίοδο του ψυχρού πολέμου, που ζει κάθε αξιοπρεπές ζευγάρι, πριν βαρέσει διάλυση, βρήκε ότι έμοιαζα με Πολωνέζα μπαργούμαν. Είναι που οι Ρωσίδες δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί. Εγώ δεν έχω τίποτα με τις συγκεκριμένες εθνικότητες.
Φαίνεται όμως ότι είχε αυτός. Σου λέει, και με το δίκιο του ο άνθρωπος ―καλή του ώρα― να ’χω στο σπίτι ό, τι μπορώ να βρω αλλού; Εν πάσει περιπτώσει, έδωσα τόπο στην οργή και τον παρέκαμψα, όπως και κάθε γυναίκα, που σέβεται τον εαυτό της. Διότι οφείλει να επιλέγει, να αποφασίζει και να πράττει σύμφωνα με τη γνώση του κομμωτή, που είναι ειδήμων, και των φιλενάδων, εφόσον διαπιστωμένα διαθέτουν την ανάλογη αισθητική.
Η αλήθεια είναι― και οφείλω να την πω, γιατί είμαι ειλικρινής φύσει και θέσει― εγώ έκανα του κεφαλιού μου.
Αγνόησα πρώτα- πρώτα τη γνώμη, του ειδήμονος, του Μάνου του κομμωτή μου. «Ασ’ τα μαλλιά σου ήσυχα», μου είπε. «Άντρα άλλαξε! Αυτός σου φταίει κι όχι τα μαλλάκια σου», δήλωσε δογματικά. Και δεν είχε άδικο. Στις μέρες μας, που όλες οι επιστήμες παρουσιάζουν μιαν εξέλιξη θαυμαστή, έχουν μετρήσει και το ποσοστό των γυναικών, που κουρεύουν τα μαλλιά τους καρέ, όταν χωρίσουν.
Φυσικά και δε θυμάμαι το νούμερο. Πρώτον, γιατί η λέξη καθεαυτή είναι αρνητικά φορτισμένη, και δεύτερον, γιατί είναι αδιαμφισβήτητα το καρέ ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τρίγωνο.
Με λίγα λόγια και καλά, όλοι στα μαλλιά τους ξεσπάνε και ανακτώνται οι ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα.
Όμως να μη περάσουμε σε γενικεύσεις. Οι ξανθιές είναι το θέμα. Από ’κει και πέρα λοιπόν, ως ξανθιά δηλωμένη και δεδομένη, ήμουν στόχος και ποθούμενο των εραστών του είδους. Δεν πέρασε καιρός όμως, και κατάλαβα ότι το θέμα ήταν και, γεωγραφικό να το πω, ταξικό να το πω; Δεν έχω καταλήξει. Άλλο το ξανθό των δυτικών συνοικιών και των νοτίων, άλλο των βορείων προαστίων και της ανατολικής Αττικής. Το πρώτο κάνει λίγο πιο πλατινέ, λίγο πιο σέξυ. Το δεύτερο προκύπτει από την τεχνική της ανταύγειας και κάνει λίγο πιο ντιστιγκέ, πιο όχι-δεν-άσπρισα-απλά ξάνθυνα-λίγο.
Ευτυχώς που δεν έπεσαν κι οι Σουηδέζες να απαιτήσουν την αποκλειστικότητα. Εκεί πραγματικά το ζήτημα θα γινόταν περιπλοκότερο, με δεδομένη και την ελευθεριότητα στα ήθη. Άντε να βρει ο άλλος τι πρέπει να προτιμήσει και για ποιο λόγο. Τότε θα χανόταν η άκρη, που λέγαμε, ο ρ ι σ τ ι κ ά.
Αλλά η ζωή, που είναι ο σοφότερος των δασκάλων, μου έδωσε κι άλλο μάθημα ή, για να το πω καλύτερα, κι άλλη μια εκδοχή απάντησης του ερωτήματος.
Συνάντησα τον ιδανικότερο των συντρόφων, που, ως αλατοπίπερο στη μονογαμική μονοτονία, επέλεγε θηλυκά με εβένινα μαλλιά για να μη νομίσω ότι ήθελε να με αντικαταστήσει με καλύτερη. Το στυλ τους χρωματικά παρέπεμπε στις γκέισες, υποστήριξε δευτερολογώντας. Δεν είχα τίποτα να φοβάμαι. Ήταν έρως αγοραίος.
Σκέφτηκε ότι έτσι μου αποδείκνυε πως το ξανθό είναι το καλύτερο κι η σοβαρή κι αιώνια επιλογή του. Αυτός ήταν επηρεασμένος από την αθωότητα, που αποπνέει το ξανθό, κατά μια άλλη ερμηνεία. Εννοείται ότι μια της μαύρης, δυο της μαύρης, τρεις και ώρα του καλή! Η έννοια του συμπληρωματικού χρώματος δε δένει με τα ζευγάρια. Ας μείνει όρος στην τέχνη της ζωγραφικής ή όπου αλλού.
Κι έτσι παρότι ξανθιά δεν μπορώ να πω αν είναι μύθος ή αλήθεια η προτίμηση των αντρών στις ξανθές κι ούτε αν είναι πρόστυχα σέξυ ή αγγελικά γοητευτικό. Στο μέλλον μάλιστα η σύγχυση θα είναι μεγαλύτερη, γιατί οι επιστήμονες πρόσφατα ανακάλυψαν ότι γενετικά το ξανθό μαλλί θα εκλείψει. Τι θα κάνουν τότε οι καημένοι οι άντρες; Θα το θεωρήσουν σπάνιο; Ντεμοντέ; Ξεπερασμένο; Νοσταλγικό;
Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα… Το σοβαρό μου έργο αναλαμβάνουν οι επερχόμενες γενεές. Ευτυχώς…!