Hλίας Γιαννακόπουλος "Τρία βιβλία για μία ασφαλή πλοήγηση στην εποχή της μετα-πραγματικότητας."

 

ΙΔΕΟπολις

https://iliasgiannakopoulos,blogspot.com

HΛΊΑΣ  ΓΙΑΝΝΑΚΌΠΟΥΛΟΣ

Φ ι λ ό λ ο γ ος

Τρία βιβλία για μία ασφαλή πλοήγηση στην εποχή της μετα-πραγματικότητας.


Στις τελευταίες μέρες του χρόνου συνηθίζω να αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου σε μονοπάτια και διαδρομές όπου το συναίσθημα προσπαθεί να συνυπάρξει σε μία λεπτή ισορροπία με το πνεύμα. Κι αυτό γιατί στο τέλος της χρονιάς τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα στο βαθμό που μία χρονιά φεύγει προσθέτοντας ένα ακόμη βάρος στην ηλικία μας, αλλά ταυτόχρονα σε πλημμυρίζει με ελπίδα ότι το αύριο ίσως είναι πιο πλουσιοπάροχο σε υγεία,πλούτο, προοπτικές και ευκαιρίες για δημιουργία.

Από την άλλη πλευρά το πνεύμα-λογική απαιτεί πειθαρχία, αυτοσυγκέντρωση και επιχειρήματα βασισμένα στην πραγματικότητα και στην αλήθεια .

Σε αυτό το συναισθηματικό και πνευματικό εκκρεμές των τελευταίων ημερών του χρόνου έρχονται εμμονικά στην επιφάνεια πρόσωπα, γεγονότα, στόχοι και όνειρα ανεκπλήρωτα, αντικείμενα και δημιουργίες που αιχμαλώτισαν την μνήμη μας.

Ξεχωριστή θέση στην μνήμη μας  και στο οδοιπορικό των τελευταίων ημερών  του χρόνου  που φεύγει κατέχουν και τα βιβλία ως οι καλύτεροι πρεσβευτές του παρελθόντος και του παρόντος (αλήθεια υπάρχει παρόν;) στο μέλλον.

Τα βιβλία-ως το αποτύπωμα κάποιων μορφών τέχνης-συμβαδίζουν με την ζωή μας, την διαμορφώνουν και την ποδηγετούν πνευματικά. Τα βιβλία είναι η συντροφιά μας, η μνήμη μας και οι πυροκροτητές κάθε ξεχωριστής σκέψης ή μιας ασυνήθιστης και ρηξικέλευθης ιδέας.

Αυτήν την σκέψη και αυτές τις ιδέες κάποιοι ανασφαλείς και αυταρχικοί ηγέτες και κάποια ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπάθησαν να τις φιμώσουν καίγοντας τα βιβλία. Θύμα μιας τέτοιας νοοτροπίας και ο Φρόιντ που αντιμετώπισε με ειρωνεία και χιούμορ τους ναζιστές που έκαψαν τα βιβλία του σε δημόσια πυρά λέγοντας το παροιμιώδες:

“ Μα τι εξέλιξη είναι αυτή! Στον μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα. Τώρα καίνε μόνον τα βιβλία μου”.

Στις μέρες μας τα βιβλία δεν κινδυνεύουν από την πυρά αλλά από την αντιπνευματικότητα που κυριαρχεί κάτω από το βάρος και την πίεση που ασκεί το υλιστικό πνεύμα και το άγχος της καθημερινότητας στον “άνθρωπο που σπεύδει”.

Σε αυτό το σκηνικό και το κλίμα που επικρατεί στις τελευταίες μέρες του 2022 μπορώ να αισθάνομαι χαρούμενος που δύο ακόμη βιβλία μου προστέθηκαν στην πνευματική μου παραγωγή. Tώρα πια τοIΔΕΟπολις” (2019) θα το συντροφεύουν στην βιβλιοθήκη μου  τόσο το “Σκέψης Εγκώμιον” όσο και το “Ουκρανικός Πόλεμος”.

   Μία γρήγορη περιπλάνηση στο περιεχόμενό τους το θεωρώ χρέος μου στην γενικότερη τάση – όσο και παραδοσιακό έθιμο των ημερών αυτών-- ανασκόπησης των πάντων.




Ι.  « Ι Δ Ε Ο π ο λ ι ς »

“Οι ιδέες δεν είναι μόνο εργαλεία γνώσης, αλλά κτητικές οντότητες . Οι ιδέες μας χειραγωγούν περισσότερο από ό,τι τις χειραγωγούμε εμείς” ( Εντγκάρ Μορέν).

Είμαστε όλοι-άνθρωποι,κοινωνίες,πολιτισμός- γεννήματα των ιδεών, από την στιγμή που εμείς, ως δημιουργοί τους, τις χρησιμοποιούμε για να αποκωδικοποιήσουμε την πραγματικότητα. Κάθε πνευματικό μας βήμα ή άλμα εμπεριέχει μια ιδέα ως πλοηγό. Οι ιδέες μάς καθορίζουν, αλλά και μάς χαρακτηρίζουν.

 

     Οι λέξεις μας, οι συγκρούσεις μας, η φιλοσοφία μας, ο πατριωτισμός μας, η ελευθερία μας, η πολιτική μας συμπεριφορά, οι μηχανισμοί χειραγώγησης, η  βιοθεωρία μας, οι ευθύνες μας και ο τρόπος που χειριζόμαστε τον χρόνο και το νόημα που δίνουμε στην ζωή μας είναι πλημμυρισμένα από τις ιδέες και τα παράγωγά τους.

     Είμαστε όλοι πολίτες «Στων Ιδεών τηνΠόλιν», στην “ΙΔΕOπολη”. Οι ιδεολογίες, οι ιδεοληψίες, τα ιδεολογήματα, τα ιδανικά, τα ιδεώδη και ο ιδεαλισμός διαποτίζουν κάθε ενέργειά μας και συνθέτουν με έναν μυστηριακό τρόπο την τοιχογραφία τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων κοινωνιών.

       Τα δοκίμιααυτού του βιβλίου μπορούν να μάς βοηθήσουν να δούμε την αθέατη πλευρά της πραγματικότητας και της ζωής,Οδηγός μας η επινοητικότητα του Οδυσσέα, η «αυθάδεια» του Θερσίτη, η προσπάθεια τουΣισύφου και βέβαια το Απολλώνιο Φως που αντιμάχεται το Διονυσιακό πνεύμαΕκδόσεις Λιβάνη,Αθήνα 2019,σελ.238).

*Κείμενα ξεχωριστά1.”Των Ιδεών η Πόλις”, 2. ”Οι μεγάλες συγκρούσεις”, 3. ”Θερσίτης και πολιτική ανυπακοή”

 



ΙΙ. « Σκέψης Εγκώμιον»

 “ Πιστέψτε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβητήστε εκείνους που την βρήκαν “(Αντρέ  Ζιντ).

Η αναζήτηση, η αποκάλυψη και αποδοχή της αλήθειας συνιστούν προϊόν όχι μόνον μιας επίπονης προσπάθειας αλλά και μιας συνειδητής εσωτερικής απόφασης να προσαρμόζεσαι σε ό,τι αποδεικνύεται και όχι σε ό,τι κολακεύει τις αναπόδεικτες βεβαιότητές σου. Να επιλέγεις το μονοπάτι του αναστοχασμού όταν ένα επιχείρημα ή μία άλλη λογική ερμηνεία πείθει περισσότερο ή φωτίζει μία άγνωστη πτυχή της πραγματικότητας.

 

 Χρήσιμο εργαλείο σε όλα τα παραπάνω και ευχάριστος συνοδοιπόρος ο “δοκιμιακός” λόγος.

H συνθετότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα αναπάντητα ερωτήματα για το νόημα της ζωής και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίαςαποτελούν τον προνομιακό χώρο τουδοκιμιακού λόγου του παρόντος βιβλίουΗ φιλοσοφία, η ψυχολογία, η γλώσσα, η πολιτική, η θρησκεία, ο άνθρωπος, η βία, οι προτάσεις ζωήςκι ένα πλήθος άλλων θεμάτων συνθέτουν τον ιστό του βιβλίου.

Στόχος δεν είναι η απόλυτη απόδειξη ή η επιβολή μιας θέσης αλλά η πρόκληση να δούμε κάποια «αυτονόητα» και δεδομένα με «άλλη ματιά” (Εκδόσεις “Απόπειρα”, Αθήνα 2022,σελ.456).

     *Κείμενα ξεχωριστά:1.To Επιχείρημα της Ολισθηρής Πλαγιάς”,2.”Το Υποκείμενο νόσημα των Ελλήνων”,3.”Τα όρια των Ηγεμονιών και η Ηθική της Δύναμης”.

 



 ΙΙΙ. «Ουκρανικός Πόλεμος»

    “Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί” (Hράκλειτος) και “βίαιος διδάσκαλος” (Θουκυδίδης).

OΟυκρανικός πόλεμος δεν αποκάλυψε μόνον τον εύθραυστο χαρακτήρα της ειρήνης, δεν επιβεβαίωσε μόνον τον ρόλο των αυταρχικών ηγετών στην κήρυξη ενός πολέμου,δεν επικύρωσε μόνον την απόλυτη αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών αλλά επανέφερε εμφαντικά το διαχρονικό ερώτημα για τον παράγοντα που πυροδοτεί και τρέφει τον πόλεμο ως ιστορικό φαινόμενο.

 

 Ιστορικοί και διεθνολόγοι μπροστά στην νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει ο Ουκρανικός πόλεμος αναγκάζονται να προσφύγουν στον διαχρονικό Θουκυδίδη και στην γνωστή “Παγίδα του Θουκυδίδη” του Άλλισον  .

Η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η ψυχολογία, οι διάφοροι στοχαστές και η ηθική φιλοσοφία εστιάζουν στις πολλές εκδοχές του πολέμου και αποκαλύπτουν τις κρυφές πτυχές του.

     Βέβαια το ζητούμενο εξακολουθεί να είναι ο τερματισμός του πολέμου και η αποτροπή κάθε μελλοντικού πολέμου.Οι οδυνηρές συνέπειες του πολέμου καταδεικνύουν την ηθική παρεκτροπή του πολιτισμού μας και την ανάγκη να καταστεί η “Κατηγορική Προσταγή» του Καντ οδηγός κάθε προσωπικής και κρατικής συμπεριφοράς.

Πράττε έτσι ώστε ο κανόνας από τον οποίο εμπνέεται η δράση σου να μπορεί να ισχύει ταυτόχρονα ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας”. (Εκδόσεις“Γραφή”,Tρίκαλα2022,σελ.184).

·        Ξεχωριστά κείμενα:1.”H «Παγίδα του Θουκυδίδη» και η αρκούδα που βρυχάται”,2.”Ο «αναθεωρητισμός» του Πούτιν και το τέλος της ευρωπαϊκήςαθωότητας”,3.”Ουδετερότητα:Φρόνιμη επιλογή ή μία ανήθικη στάση;”

*** Όλα τα κείμενα βρίσκονται και στο blog του συγγραφέα «ΙΔΕΟπολις»

 ****  Όλα τα βιβλία διατίθενται από τα βιβλιοπωλεία.





ΓΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ "ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗ"

 


Σιωπούν οι νύχτες στα τέλη του Δεκέμβρη. Αφουγκράζονται τις επερχόμενες χρυσές μέρες της Άνοιξης. Οι άνθρωποι θυμούνται παγωμένες Πρωτοχρονιές και δέχονται με ανακούφιση την προσωρινή ανακωχή. Αύριο μπορεί ο καιρός να αλλάξει. Να χαθούν τα μπουμπούκια που ξεμυτίζουν επιφυλακτικά. Να ξεσπάσει το μένος στις ανοιχτές αγκαλιές , στις παιδικές ψευδαισθήσεις. Όμως τώρα η γιορτή ματαίωσε τον φόβο. Αύριο θα ξαναμετρηθούμε. Θα έχουμε συμφιλιωθεί με το φως. Κι αυτό είναι που μας καθησυχάζει. Ίσως το τρένο να αργήσει. Μα κι αν φτάσει στην ώρα του θα έχουμε συνάξει βιταμίνη d για μια ολόκληρη ζωή. Άγιε Βασίλη ξέρουμε τί έκανες την παραμονή!

® Γιάννα Βλάχου



Η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest.it/






"BEFORE" A poem by Rozalia Aleksandrova

 


BEFORE


Before we lose the mostpreciousthing.
Let'stake a lookfromthetower,
whichexaltedusintheego.

Let'slook to thestars.
Theydon'tlookanycloser.
Andlet'sremembertheHeart.
Our Eternalar biter.
Our measure in the humaneness
Near eststarinthesky.
The warmestsighof the weather.

Heart.
Measure
Friend
And a judge.
It touches the stars.
And steps with love
On the earth.
It is a ladder  in space
in the  human eyes.
True friend.
The Eternal Earth Support.
And Gift,
which subdues
Heaven.

©RozaliaAleksandrova


Rozalia Aleksandrova lives in Plovdiv, Bulgaria. She was born in the magical Rhodope Mountains, the cradle of Orpheus.Author of 11 poetry books. Editor and compiler of over 30 literary almanacs, collections and anthologiesPresident of the International Festival of Poetry SPIRITUALITY WITHOUT BORDERSfrom 2015and President of UHE Bulgaria.She was awarded by prestigious CESAR VALLEJO Prize for Literature – 2022, MAHATMA GANDHI International leadership Award 2022, 2nd Annual ZHENGXIN International Poet Award, 2022 and other.










"GIOCONTA'S BABY" A POEM BY DIKBASANIS CHRISTOS-GREECE

 


DIKBASANIS CHRISTOS-GREECE



GIOCONTA'S BABY 


 For my newborn granddaughter


May the Lord be always with you
baby of tomorrow’s hope
Silently your crying begins
to tear our sky apart
Melody of a beautiful angelic world which arrives with little feet

naked, cute,
with a blindingly pure look
that nails it sweet
like knife in our soul

May the Lord always stand
by your side, to arrange
the white clothes of your future life
In the afternoon you leave
the stars of your dreams
to illuminate our doubtful age
In the crazy fog of our imagination,
in our mind the furious tropes

you unleash your care into harmony The dates of your upcoming life
they keep coming back to our memories
who were not born yet
but they are going to exist irrevocable

May the Lord be with you always
baby of tomorrow’s hope
She holds you in her arms
Gioconda your mother
with a thin, transparent,
fragile expression
She feels happy that she can touch
with trembling hands
your electrified form
Your light penetrates her
It spreads everywhere
It brightens our tired faces
It breaks the wrinkles
of our worries about you
It fills us with colors, smells
myths newborns from the world
of your desires
who direct with their visions
the arrow of our relentless time
in our clouded eyes.
The excitement of our young days
engrave your own way through the paths
of bright destinations
which slowly unfold in front of you

May the Lord always be with you


BIOGRAPHY

CHRISTOS DIKBASANIS is a poet, writer and speculator of religions. He was born in Thessaloniki, where he graduated from the Theological School of the Aristotle University of Thessaloniki. He holds a Master's Degree from the Theological School with a specialization in Religious Studies. It has also been included in the "Great Encyclopedia of Mondern Greek Literature" of Haris Patsi publications and in the Who's Who of journalists. He has been honored with many awards for his poems.

"The separation' By Do Cong Tiem Vietnam

 


Short story by Do Cong Tiem from Vietnam



His biography:


Born in 1955
Published works:
A neighbor friend; Short story collections. Writers' Association Publishing House in 2005.
A sparse night; Collection of short stories - Army Publishing House in 2010.
Neighbor’s Lights - Army Publishing House in 2019.
Literature prize:
C Prize for “Neighbor’s Lights”, Collection of short stories in 2019
First Prize in Memoir for “The Land of Minh Tan 2018”.



The separation
Author: Do Cong Tiem
(Translated by HFT)


The father worked away from home, the mother workedat the field. There were only grandson and grandma at home. Grandma said: you will be like younger Uncle Thinh in the future.

- No! I look like my father.

The boy argued.

Grandma held him in her arms and coaxed:

- You will be like younger Uncle Thinh. You promise. Then I will exchange the sweet for you.

Hearing the candy, he immediately agreed.

- Yes! I will be like younger Uncle Thinh.

Grandma’sface brightened up. She led him to the gate.

The alley was deserted. The two grandson and grandma waited for a long time and still not see the "tangled hair" seller come. As usual, at this hour, there was a voice: "Whoever has duck feathers ... change candy ...". The low-pitched voice dragged on. Following was the sound of young voices. They gave her what she needed. She gave them something that any child would love. Those wereyellow sweet candy.


Wait a long time, the boywanted appetite. He shouted again: "I will be like my father". "Don't grandson. You will be like younger Uncle Thinh." "Oh no, I just am like my father!"

Then he cries. He is angry.

She picked him up. He scratched, he pokedgrandma chest and shouted: "I will be like my father."

Until he wasworn out by grandma lullaby.

- Uuu... my grandson will look like younger Uncle Thinh... err...

Grandma is getting older. That boy is me now. In my memory, that voice still is echoing and the image of a nice and distant younger Uncle Thinh. But in the house, no one is younger Uncle Thinh. I asked her. She became as dumb as a confused person. Askedmy mother, she was silent as if she knew nothing. Asked my father, he brushed it off: "Our house only has old Thinh".

As I know, grandma has only two children, old uncle Thinh and my father. My grandfather was a martyr against the French. My old Uncle Thinh grew up in the army to fight the US and died in the Southeastern front.

My father stayed at home, participated at works in the village, then went to the commune, to the district. After that, my father went to school and switched to work in Hanoi. Many times, my father intended to move the whole family to Hanoi. But grandma said: "must stay at home to celebrate the death anniversary and the New Year". My mother said, "Must be by grandma’s side to take care of her". My father intended to bring me to Hanoi to have better conditions to study. Grandma can't stay away from her grandson, and my mother can't leave her son either.

I live in the countryside with my grandma and mother. Grandma loves my mother very much. And my mother loves her very much too. There is no one in this world who loves each other more than my mother and grandma love each other. Mother just cut her hand a little and grandma whimpered like her hand was bleeding. As for grandma, she was only slightly contrary to theweather, my mother panicked and took the medicine. Two people love each other like native blood. Understanding and pampering each other are as a couple.

Both my mother and grandma love me very much. However, with my father, there was something very "wrong".Every time I go back from work, whether far or near, my father always has gifts for my grandma and mother. Both did not refuse, but never used. Because of working conditions, my father rarely comes home. But every time he comes back, never leaves a warm and happy atmosphere in the house. Grandma is cold. And mother is indifferent. My father is like a stranger from somewhere. When I was a kid, he still had me to hold and play with. But as I grew up, I hadmy own friends, my father became lost in the family.Maybe that's why my father rarely comes home. So father's role in the family also is faded. The delicious candy packages and attractive toys are also fadedto me. I haven't seen my dad for a long time, I don't mention it anymore.

That made grandma happy. But the joy that had just flashed, was extinguished right on her facewith a deep pain.My mother never seemed to have any joy either. Compared to other women of her same time, my mother was a lucky woman. All boys of the village went to the front.But my mother hadher husband at home. Besides, the work was very progressive. My mother should be happy and proud. But why was my mother always sad? A deep sadness that no one known. Only me, a person lived in the boundless love of my grandma and mother, I can realize that. And I realizedmore clearly that there was an invisible gap separating my family members.

I was the one lonely in the middle. It was not possible to follow my grandma and mother against father or vice versa. I tried to figure out why. But the more I searched, the more I came to a deadlock. I felt like I was getting smaller in front of the bigger abyss.I was sad, always haunting, as if a disaster was lurking to threaten my family. My heart waslike it was going to burst, I wanted to scream out loudly “I love you all. Why can't people love each other?"

I lived like that until I passed the university entrance exam. I lived with my father. I had the opportunity to be near him, to understand and compassionate him.I used to think that my father had another woman. That made my mother sad and miserable. Grandma loved my mother and became angry at father. Or my father used his position to embezzle, take bribes, lose his human qualities that grandmawas always proud of the family tradition.

But all was not true. My father had always been a man of integrity - loyal to my mother, devoted to his works, trusted by his superiors and loved by friends. In his head, there were more white hair. His intelligent, alert eyes seemed to contain something melancholy. Sometimes, he was startled. His happiness was to worry and care for me. My father forced me to visit my grandma and mother often.

My grandma's back was getting more and more bent. Her eyes were more opaque. In these opaque eyes, as if still trying to ask, wait for something from me. I felt flinching at her eyes. She refused to sit still. Always tried to use the last bit of energy to help my mother what she can.

My mother was not young or beautiful anymore. Although not as tough as other people around. But the hardship and fatigue were also showed off on mother's face.When I returned to my grandma and mother, I felt sorry for my lonely father in the middle of a bustling place. When I went to the city, I felt sorry for my grandma and mother in the hometown.

Both grandma and mother whole life, especially grandma had suffered from hunger, cold, loss and sacrifice. She must deserve a better life by that. My father was able to provide herwith a more prosperous life than she lived. But she refused everything. And my father also suffered himself patiently, like a roof that enduring all sunshine and rain.

Many times I wanted to ask my father about family matters. But infront of his profound seriousness, I dared not to ask. Until one day, my father, who was healthy, suddenly fell ill and had to be hospitalized.

* * *

My heart hurt when saw my father lying pale on the white hospital bed. My father was getting thinner and weaker too quickly. He looked at me passionately. I was a little scared and bewildered by that look. He waved me closer. I went over to him and sat down by the bed.

- You are now an educated person. You probably want to know what I asked you when you were a kid, right?

I was surprised. So my father still remembered the old story.

- Come on, Dad! Dad, take a break.

I brushed it off because I saw that he was very tired

- Just let Dad talk. Maybe there won't be another chance.

He paused for a moment. Then his words seemed to come from somewhere far away...

…In those days, when your grandfather died, your grandma was very young. She refused all the men who came to her, but stand and support me and younger uncle Thinh. I and him were like two drops of water. So the house called Older Thinh and Younger Thinh. Older Thinh was two years older than Younger Thinh. But Younger Thinhgrew up fast. By the time he was eight years old, he was already as tall as his Older Thinh. Everyone who entered the house thought these were a twins. Older Thinhwas smart and clever.

And Younger Thinhwas healthy, simple, and honest. The temperaments of the two were completely opposite. OlderThinh always took advantage of Younger Thinh's kindness to trick himdoing all the heavy works in the house. When mother saw that, she scolded, and OlderThinh argued, "He helped himself, but I didn't force him". Mother was silent and said nothing. She meant to be unhappy.

Older Thinh studied very well. But at that time, there was a movement "to put aside the pen, to go battle fighting". Just finished high school, Older Thinh joined the army immediately.

Before Older Thinh left to the South, Younger Thinh went up to the army unit to visit his older brother. Younger Thinh stayed for more than ten days before leaving. The two brothers took each other to the end of the Mai Su forest road, then they stopped. Younger Thinh suddenly said:

- Change your clothes for me!

- Change clothes for what?

OlderThinh was bewildered.

- That means I will be a soldier and back to the army unit. And you will back home.

- Must not.

- All right, brother. I already knew all the guys in your unit. The command I also understood briefly. Go home and go to school. No one knows. Dad died. I can replace you to the battle. Please listen to me.

Younger Thinh looked at me earnestly.

Older Thinh was surprised by Younger Thinh's suggestion. Its nature was still the same. Younger Thinhalways got the hard parts for himself and Older Thinh also used to push the works for his brother. But this was life and death, human life. It was no joke. But OlderThinh found YoungerThinh so sincerely. Then the image of a girl with deep dark eyes that made OlderThinh suddenly dull. So OlderThinh took off his clothes.

When Older Thinh came home, his mother, as if she knew everything, immediately asked: "You're going to put his brother to death, right?". OlderThinh paled at mother's question but still tried to argue:

- He took it on himself, but I didn't force him. Indeed, it is true.

Older Thinh saw that there was no need to explain any more.

How can mother say anything. Parents gave birth but god gave characters. Each one had a personality. Mother's heart loved no one more than the other. And did not hate anyone. Mother just wanted what each of them did his own works. Moreover, mother hated those who often put their burdens on others' backs.Anyway, it was over. Older Thinh and Younger Thinh switched their roles. Younger Thinhbecame OlderThinhwho went to the battle. And Older Thinh became Younger Thinhstayed at home, did not go to school, played the role of gentle and simple, actively participated in local works.

Mother lived in silence, until the older brother decided to marry the younger brother's lover. Mother strongly objected. But still failed. Because mother was helpless. She could not tell the truth. Everything happened as if it was arranged by a mysterious hand. After that incident, mother became quiet and depressed. Her mind was focused to the son far away. By the time there was news of the death of Younger Thinh, mother's heart had completely shrunk.

… That was it. Your Younger uncle Thinh gave me both his life and his lover.

My father stopped talking. The secret about my family has been opened. I felt suffocated. The air in the room seemed to thicken. I got up and opened the window. A light breeze rushed into the room. It was late autumn outside. The weather was cool.

I comeback. My father was still lying motionless. Perhaps he was preparing to deal with an impending pain. I sat down next to the bed and said nothing. My father continued speaking slowly in his hard breath.

- Your mother didn't know at first. So I was happy too. I also lived in love. even though it was just a "borrowed" love. But after the truth uncovered, all was over. Your mother was very sad when she found out that she was deceived. Until there was news of Younger Thinh's death. Your mother was in a mental and emotional crisis.

Many times your mother sought to the death. But perhaps thanked to you and grandma who were always by your mother side, your mother also overcome the hardship. As for my part, from then on, it was also a complete difference… I didn't understand why I acted like that either. At that time, I wished that I could not follow to Younger Uncle Thinh. If I still was Older Thinhto go to the battle, how beautiful your life and everything would be much better. At that time, it was probably because I loved your mother very much.

Although I knew that your mother already loved YoungerThinh. But I could not restrainmy heart. I agreed to follow your uncle's suggestion, just because I wanted to have your mother. I thought that I got all. But that was not true. Then realized that in this world, if anyone gives us something, not sure that we will have it...

Up to here, his words were lower. His eyes squeezed shut. There were two clear drops of tear in his eye. His body was shaken. The pain began to torment him again. He struggled to endure. I felt so sorry for my father. How can I hurt for him?

The people who came to the funeral had all returned. Standing next to my father's grave were only my mother and grandma. I did not know if mother supported grandma or grandma helped mother. Then the two of them also dumped on my father's grave. Both were struggling to cry. In the past few days, my father also lived in the love of her mother and grandma. But now… the separation was passed, another one has been taking place.








ΣΤΑΜΑΤΙΝΑ ΒΑΘΗ - ΕΠΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Photo: Remo Biolcati Rinaldi

 1 Ο ήχος του νερού 


Τράνταζε ο ήχος. 
Χτύπαγε με ορμή. 
Πράσινο μέσα στη μεγάλη νύχτα, 
φωνές και τρίγωνα να καλεί. 
Ο χιονιάς είχε ξεχάσει στη γηραιά κόρη να φανεί. 

Αστέρια δυνατά 
και ένα νέο φεγγάρι καθιστό,
και το κέρας να καλεί να είναι γεμάτο 
για όλο τον κόσμο και τον άνθρωπο τον φτωχό.
Η ορμή είναι μεγάλη μέσα στη ζέση της καρδιάς, 
κρασί να τρέχει μέσα στα υψίπεδα της φωτιάς. 

Και οι καμπάνες αντηχούν από μακριά. 
Λένε να σταματήσει ο πόλεμος 
γιατί θα έρθουν χειρότερα πολλά. 
"Σταματήστε. Σταματήστε. "
Χτυπάνε με θυμό στο μέταλλο το βαρύ 
αλλά το κέρδος και ο εγωισμός έχει για τα καλά εδραιωθεί. 

Και το νερό έτρεχε με πυγμή, 
χτύπαγε τα βράχια με επιμονή και υπομονή. 
"Ποιό αίμα να ξεπλύνω?! Ποιά δάκρυα να δεχτώ?
Τι πόνο να ακούσω?? Τι τραγούδι να τραγουδώ?"
"Δεν ξέρω τι να πω?!!"

Τρέχει ο βορειανατολικός αγέρας, 
τρέχει και πονά. 
Πού είναι η αγάπη? Η γλυκιά η ζεστασιά??
Ξυπνήστε, ξυπνήστε τραγουδάει το νερό, 
θέλω ηρεμία και έναν κάμπο όλο σπαρτά.

Ο ήχος του νερού χάιδευε τα αυτιά, 
καμιά φορά και τα τραβούσε, 
φώναζε και εκκωφαντικά. 
"Σταματήστε τα άγρια ένστικτα γιατί η καταστροφή είναι κοντά ".

Το φεγγάρι του Αιγοκέρου ήταν καθιστό 
και ο καπετάνιος στην θάλασσα έπρεπε να έχει το μάτι του ανοιχτό. 
Να μην κοιμηθεί, να μην κιοτέψει, 
πάνω στο τιμόνι ολημερίς και ολονυχτίς, 
σε ότι δύσκολο να προστρέξει.

Να αφήσει ένα παράθυρο στην ελπίδα ανοιχτό. 
Να αντέξει...
Να αντέξει...

Φίλεψε νερό να δροσίσει τη ψυχή. 
Φίλεψε καρδιά και μυαλό, 
φίλεψε αγέρα να καθαρίσει κάθε τι μιαρό. 
Οι κόρες έχουν αρχίσει την προσευχή 
και η Δέσποινα υφαίνει την τραγωδία να μην δει. 

Ας γίνει η ταπεινότητα ορμή. 
Ας γίνει το καθαρό μυαλό φάρος που ανάβει κάθε δύσκολη στιγμή. 
Σε αγαπώ άνθρωπε με την ασύστολη και λαίμαργη λογική 
αλλά παραπαίεις στον πόνο και τη καταστροφή. 

"Γλυκό μου και λαλίστατο νερό,
κορυφές του κόσμου, 
δέντρα και στάχυ στον αγρό. 
Ψυχή και αστέρια, 
φεγγάρι γιορτινό,
ας πριτανεύσει η λογική,
χαμόγελο και βλέμμα χαρωπό.
κάθε βελονιά και της ειρήνης αγαθό. "
27-12-2022

Φωτογραφία:Arlinda Laroshi

2 Περπατάω σιγά...

Περπατάω σιγά, μυρίζω τον αέρα.
Είναι η ώρα που βγαίνουν τα ξωτικά με του ανέμου την παρέα. 
Είναι οι εποχές του καλοκαιριού, της θάλασσας η ώρα,
που κάθεσαι παράμερα και αγναντεύεις με τα δώρα. 
Δώρα του ήλιου που πάει να κοιμηθεί και πριν να φύγει, τραγούδι θέλει να σου πει.

Αρχίζει να αλλάζει χρώματα μέσα στου ουρανού τον καμβά. 
Από το κίτρινο το ανοιχτό, στο σκούρο κόκκινο, του πάθους τον ορισμό. 
Σε σκουντά, σε τινάζει, την καρδιά ανατινάζει.
Παίρνει της μνήμης ζωγραφιές, χρώματα και εικόνες, απλά καθημερινές. 
Παίρνει του πάθους κόκκινα φιλιά, και μάτια δυνατά και διεισδυτικά. 
Παίρνει αγκαλιές, σαν σύννεφα φευγάτες, παίρνει και μια καρδιά στου ανέμου του τις στράτες.

Ένα γέλιο γάργαρο αφήνει να στο θυμίζει, της θάλασσας το πλατσούρισμα, να σε ταλανίζει.
Φεύγει σιγά σιγά, σαν Βασιλιάς κοσμοκράτορας που είναι 
και δίνει χώρο στης νυχτιάς το διαμαντόμαυρο, το λάβρο.
Ένα φεγγάρι φωτεινό θα σου 'ρθει να σε προϋπαντήσει, να παίξει με την θάλασσα, ακόμα πιο πολλά να σου θυμίσει.
Τ' αστέρια λόγια της φωτιάς, πάνω μοιρασμένα,
να μην τα σκέφτεσαι όλα μαζί και δάκρυα βγουν τ' απωθημένα. 

Διαμάντια, διαμαντάκια μικρά όμορφα λογάκια, με ασημόσκονη ζωγραφισμένα και στην καρδιά χρυσοκεντημένα.
Να φεύγει στης ώρας τον πηγαιμό και η ματιά προς τον ουρανό, να ψάχνει για σημάδια της ψυχής μαζί με όλες τις σκέψεις της ζωής.
Να θυμάσαι μια γλυκιά αγκαλιά, εδώ δίπλα στην ακροθαλασσιά.
Που είναι όμως μακριά, πολύ ψηλά με πλάσματα και ξωτικά,
αλλά κρατάνε τα κλειδιά μιας καρδιάς που τα αναζητά.

Photo: Lakis Lamprianides

3 Νομίζεις

Πάνω στην σάρκα που κόβεται βαθιά, 
πάνω στο αίμα από τα καρφιά που είναι μέσα στην καρδιά, 
πάνω στις φλέβες που εκρήγνυνται νάρκες και φωτιά, 
υπάρχει ζωή, με ακούς??!! 
Υπάρχει ζωή που χτυπάει τα ντραμς σκληρά και δυνατά. 
Που σαρώνει την κάθε σου σκέψη και ματιά. 

Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω βαθιά, τόσο βαθιά??!!
Αυταπατάσαι μέσα στη λογική που την έχεις βαρκούλα με πανιά σε ρηχά νερά. 

Και είμαι εγώ, είσαι εσύ, 
με πανοπλία σιδερένια και πυξίδα δανεική,
με βραβεία και ντοκουμέντα από ότι κάναμε μέσα στην τρελή ζωή, 
γιατί αυτή δεν έχει λογική...
Είναι ποτισμένη με εξαρτησιογόνα,
άκαμπτη και σκληρή. 
Μέσα από καπνούς, ιδρώτα, αίμα και κραυγή. 

Νομίζεις ότι τα πρόβατα είναι μόνο για σφαγή?!
Είναι και οι άγριοι λύκοι όταν δεν προσφέρουν θέαμα, έργο και πλοκή. 
Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω βαθιά?
Έχω πληγή στην σάρκα από την παράλογη λογική και τα έργα τα δήθεν αληθινά. 
 
Και είναι κωμικοτραγικό, 
είναι να κλαις και να γελάς για τον μικρόκοσμο αυτό...
Χα χα
Πάνω στην σάρκα που κόβεται βαθιά...

Photo: κωστας κωνσταντινιδης


4 Το ψιθύρισμα των Ιχθύων 

Αυτό το σιγομουρμουρμουρητό 
έβγαινε σαν χρυσή κλωστή, 
μετάξι και φιλί, 
φλόγα και αντάρα σιωπηλή. 

Πατούσε ρυθμικά στα σκαλιά, 
χάιδευε τα φύλλα, 
φώτιζε τα νυχτοπούλια και τη γειτονιά. 

Έλεγε με ευαίσθητο φυλλοκάρδι και πενιά, 
κένταγε με χρυσό όλο το μαύρο στον καμβά. 
Και έδινε φιλιά, φιλιά και ψιθυρίσματα γλυκά, 
χάδια, χωράφια με στάρια χρυσοποίκιλτα,
στου ολόγιομου φεγγαριού την αγκαλιά. 

Αγάπη και οσμή, 
δροσερό φιλί στα χείλη, 
ματιά ερωτική. 

Και το βλέμμα των Ιχθύων ήταν τρυφερό, 
έλεγε για πάθος, πόθο και θρόισμα της καρδιάς πραγματικό. 
Τόσο ελαφροΐσκιωτο ,τόσο φανταστικό. 
Κρασί γλυκό από σταφύλια να ρέει, 
ποτάμι αληθινό. 

Αυτό το ψιθύρισμα των Ιχθύων, 
έβγαινε σαν θάλασσα χρυσή, 
μετάξι και φιλί, 
φλόγα και αντάρα σιωπηλή. 

Photo: Παυλος Παυλιδης

5 Η αδυσώπητη πολυλογία της σιωπής 

Να... Σαν να άκουσα μια σταγόνα. 
Μια σταγόνα από τον πελώριο ωκεανό. 
Σίδερο που μου τρυπάει τη μνήμη ,
με πάει σε ότι λέμε παλιό. 

Τα σύννεφα φλογισμένα στο γκρι, 
γεμάτα δάκρυα, αποχαιρετισμούς και γιατί. 
Και δυο βράχια παραπέρα να ανθίστανται στην δραματικότητα της κάθε στιγμής, 
να περιμένουν γέλια, αχτίδες και καράβια 
σε νέες πορείες και αλήθειες μιας νέας αρχής. 

Θα ήθελα να διαπεράσω αυτόν τον πηχτό σχηματισμό, 
να αφήσω τον ήλιο, να ταράξω με τον άνεμο το γκρίζο το σιωπηλό. 
Να...γιατί ακούω τα υπόκωφα μουρμουρητά, 
που λένε για λάθη, για αλήθειες, 
για πράγματα αντικειμενικά και πραγματικά. 

Ίσως...Ίσως...
Γιατί??...Γιατί. 
Υπόκωφες δικαιολογίες και επιλογές για μια ζωή. 
Αλλά τι είμαι εγώ??!!
Δεν ξέρω...Αυτό θα πω. 
Ένα πουλί με ανοιχτά φτερά, 
ένας γλάρος χωρίς γιαλό. 
Ίσως ένας από τους βράχους εκεί δα, 
ίσως ένα αστέρι που κοιτάει από ψηλά. 
Ίσως μια καταιγίδα μαζί με νεροποντή, 
ίσως μια ηλιαχτίδα που περιμένει να βγει ένα πρωί. 

Και τραντάζεται το είναι 
μέσα στην θεατρικότητα της στιγμής. 
Αδυσώπητη πολυλογία μέσα στην παλινωδία αυτής της τεχνητής σιωπής. 
Και είναι πως βλέπεις τον χρόνο όπως σου γνέφει από παλιά, 
οι συντεταγμένες στις σκέψεις, οι κάθετες, οι οριζόντιες και ότι εσύ προσδοκάς. 

Πάντα μου αρέσει να βλέπω το μισογεμάτο ποτήρι του νου, 
να περιπλανιέμαι στον χρόνο μέσα στο χρώμα του ουρανού. 
Εκεί βρίσκω την αληθινή σιωπή, την ιαματική ,
που μπορεί να ξύνει πληγές, να σου δείχνει τα βράχια και τις καταστροφές αλλά ξέρεις ότι είναι ένα κομμάτι από τις δικές μας ζωές...

Τις εικόνες της σιωπής, 
που είναι κομμάτι από ένα τεράστιο παζλ, 
της ώρας που βρίσκεις να δεις το απόσταγμα της κάθε δικής σου στιγμής. 
Ίσως να κάνεις ένα ολοκλήρωμα πριν την όλη σου σκέψη αποτελειώσεις 
ή
ίσως σιωπηλά καθίσεις να αγναντεύσεις την σταγόνα από το ποτήρι στο τέλος πριν στον ύπνο ολοκληρωτικά ενδώσεις. 

Στο ύπνο τον τελευταίο??
Δεν γνωρίζω...
Και εάν νομίζω κάτι δεν είμαι αυτή που το ορίζω. 
Ας καθίσω να απολαύσω την τελευταία σταγόνα, 
πριν χαθώ στην αγκαλιά της και στα πελώρια κύματα της μέχρι το τέλος του αιώνα. 
Σε λίγο σε ήρεμη θάλασσα θα αρμενίζω 
και με τον ήλιο παρέα θα θυμάμαι το παρελθόν και το μέλλον θα ατενίζω. 

Ίσως ο Αλντεμπαράν να με πάρει στην αγκαλιά του 
ή ο Αντάρης να μου δείξει του συναφιού του τα ολόκρυφα μυστικά του. 
Ή ίσως να γίνω μια νεράιδα να αγναντεύω όλα της γης τα ταξιδιάρικα καράβια. 
Και να αναπολώ και να αναρωτιέμαι...
Τι??!!!
Δεν θα σας το πω. Δεν θα σας το πω .
Λυπάμαι. 
Αυτά είναι για πιο ιδιαίτερα βράδια. 

Τα σύννεφα φλογισμένα στο γκρι, 
γεμάτα δάκρυα, αποχαιρετισμούς και γιατί. 
Σε λίγο ο αγέρας θα φυσήξει πολύ, 
μανιασμένος υποκινητής της αλλαγής. 
Φύσηξε, φύσηξε δυνατά, 
να μας φέρεις νέα, θεριακλή πολυλογά. 
11-9-2022

Φωτογραφία:Kostas Orologas

Ένας χτύπος, σταγόνα βροχής 

Ένας χτύπος, σταγόνα βροχής, στο τζάμι δυνατά την καρδιά μου να κονταροχτυπά.
Δεύτερος χτύπος και ακόμα πιο πολύ να μου τυραννούν το μυαλό, να με τριβελίζουν στην σιωπή. 
Καταιγίδα ξεσπά έξω και στην καρδιά,  
κομμένη στα δυο αόρατο του πόνου αίμα σωρό. 
Είναι αυτό το αίμα που δεν μπορείς να το δεις, 
που είναι σιωπηλό και φονικό.

Πεθαίνει η ψυχή, σιγά σιγά αιμορραγεί, 
μαζί με την καρδιά,  
ένας χορός συναισθημάτων και πίκρας με μιας.
Τα δάκρυα ποτάμι αλλά δεν θέλουν να βγουν. 
Σιωπηλοί δολοφόνοι να περιμένουν την τελευταία μαχαιριά. 
Είναι εκείνη που κόβει το νήμα,  
το τέλος σχέσης μεμιάς.
Που πρέπει να πάρεις αποφάσεις πριν η καρδιά σου στην λήθη γυρνά.

Αστραπές στην ψυχή, φουρτούνες στην καρδιά. 
Από μια λεπτομέρεια κρίνονται όλα σε μια του ανέμου ριπή. 
Τραγούδι με πόνο, βροχή δυνατή να πέφτει στο δρόμο. 
Να αισθάνομαι ότι με παρασύρει, 
με στροβιλίζει, στο τέλος του πουθενά με βυθίζει. 
Ένα μαύρο στο βλέμμα, η καρδιά γίνεται πέτρα. 
Δεν μπορεί να εμπιστευτεί,να τον αγαπήσει χωρίς φόβο, να αναγεννηθεί.

Μπαίνουν πια οι αμφιβολίες, η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι απορίες. 
Άραγε τι εννοούσε, σε τι αλήθεια μου μιλούσε; 
Σταγόνα, ποτάμι, θάλασσα ολάκερη, οι αμφιβολίες πληθαίνουν,  
την τελευταία μαχαιριά λειαίνουν.
Όλα εξαρτώνται από μια λέξη, μια πράξη, μια σκέψη. 
Ας είναι η αλήθεια να φωτίσει την κάθε στιγμή, την κάθε λύση, την κάθε σκέψη την σκοτεινή. 
Εγώ ήμουν αληθινή. Έδωσα ψυχή, εμπιστοσύνη, έσπειρα αγάπη, άνοιξα όλη μου την ζωή. 
Έκανα ότι το δυνατόν μπορούσα.
Ότι στο χέρι μου ήταν δυνατό και το εννοούσα.
13-9-2016


Φωτογραφία: Paul Wilson

7 Περπατώ στους δρόμους 

Περπατώ στους δρόμους, χαμένη σε σκέψεις, σε μεγάλες υποσχέσεις. 
Ο ήλιος εγκαταλείπει, θέλει να γυρει το κεφάλι, στο ίδιο πάντα λιμάνι.
Σκέψεις και απόψεις από τις ίδιες δόσεις, σε ταλαντώσεις και ιχνηθετήσεις, σε λαβυρίνθους χωρίς αποδείξεις.
Το μυαλό μου σε αναζητήσεις και μπερδεμένες συζητήσεις. 

Ξάφνου σηκώνω το κεφάλι, κάτι ωραίο με περιβάλλει. 
Σαν ένα μικρό άμυαλο πλάσμα δεν κοίταζα πάνω ή πέρα αλλά το δικό μου θέμα.
Θέλει ματιά ολοκληρωτική, να δεις την ζωή από άλλη οπτική. Να χαθείς στα αστέρια που έχουν χορό, να γευτείς το κόκκινο, το γαλάζιο, το ροζ.
Οι φλέβες σου να οξυγονωθούν, να πάλλονται από αγάπη, ενέργεια και ρυθμό, να αναγεννηθούν.

Να κάνεις δρόμο την σπείρα των αστεριών. 
Να γευτείς από το άγνωστο, να γίνεις ένα με το θεϊκό. 
Να δεις πέρα πολύ μακριά, να απλώσεις τα χέρια στα πεφταστέρια που πέφτουν κοντά. 
Να δεις την κουκίδα που είσαι εσύ και να νιώσεις την δύναμη την τεράστια της ψυχής.
Να αφουγκραστείς το σύμπαν, να πάρεις φτερά. 
Η ψυχή και το πνεύμα πετάει και πάει μακριά. 

Να ανοίξεις τα χέρια, να τα βάλεις μπροστά, όχι σαν μπουνιά αλλά σαν χούφτα να μαζέψεις πολλά. 
Έχει θησαυρούς μοναδικούς και ιδιαίτερα σημαντικούς.
Είναι για μύστες της ζωής, της ανυπερθέτου ανατροπής. 
Μόνο σήκωσε λίγο το κεφάλι ψηλά και εκεί θα μάθεις πάρα πολλά.
Περπατώ και αισθάνομαι, γεύομαι και αφουγκράζομαι. 
Μόνο έχω μια καρδιά που με αναζητά.
Ακούω τον Χτύπο της και ας είμαι μακριά. 
Με τα αστέρια της μιλάω και της δίνω δυο φιλιά.
Καληνύχτα, σε ζητάω, σε ποθώ, σε αγαπάω, η καρδιά μου για εσένα χτυπά.
16-7-2016