Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΩΣΕ. Ήταν ζωντανός. Έπιασε να ψηλαφήσει τα μέλη του. Τον πονούσε το δεξί χέρι του απ' την πτώση. Πού βρισκόταν; Γύρω του ξαπλωμένοι οι επιβάτες της πτήσης. Άραγε πεθαμένοι ή ζωντανοί; Δεν κουνιόταν κανείς. Σηκώθηκε ενστικτωδώς στηριζόμενος με το ζόρι στα πόδια του και κατευθύνθηκε προς το αεροσκάφος. Έπρεπε να ειδοποιήσει για το ατύχημα. Αναζήτησε το κινητό του στην σχισμένη τσέπη του. Η σβησμένη οθόνη τον κινητοποίησε, τροφοδοτώντας τους αρχέγονους φόβους για επιβίωση. Η άμμος που κολλούσε στα ρούχα του, τον γαργαλούσε. Η έρημος ήταν παντού, σε αχτίνα χιλιομέτρων μέχρις όπου ατένιζε το μάτι του. Και τώρα; μονολόγησε. Έπρεπε να βρει άλλους επιζώντες, να οργανωθούν, να επικοινωνήσουν με τον πολιτισμό. Τα όργανα του αεροπλάνου ίσως να μπορούν να δώσουν σήμα σκέφτηκε. Πίσω του δίπλα στον αγκαθωτό θάμνο κάποιος βογκούσε. Σηκώθηκε από το χώμα με ελπίδα. Ο ηλικιωμένος άνδρας αιμορραγούσε κοντά στα πλευρά. Η λαμαρίνα από τα φτερά του boeing είχε καρφωθεί πίσω από το στήθος. «Διάτρηση πνεύμονα», σκέφτηκε. Τσάμπα είχε χαρεί. Έφερε το χέρι στο στόμα του στάζοντας του λίγο ουίσκι-βάλσαμο για τον ετοιμοθάνατο. Έβηξε αίμα. Τον κοίταξε με τρόμο. Του έσφιξε το χέρι και του έκλεισε τα βλέφαρα. Είχε ξεψυχήσει με ένα αδιόρατο χαμόγελο ευγνωμοσύνης για την παρέα στην ύστατη ώρα. Τον έθαψε κάτω από ένα αμμόλοφο με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν είχε δυνάμεις να φροντίσει τα υπόλοιπα πτώματα αν δεν ήθελε να προστεθεί μαζί τους.
Ήταν και πάλι μόνος στην διάφανη ερημιά ενός αφιλόξενου τοπίου. Έπρεπε γρήγορα να δραπετεύσει από κει και να βάλει τις μηχανές του μυαλού του σε κίνηση. Ξαφνικά συνειδητοποίησε την φρικτή κατάστασή του. Χωρίς τρόπο να επικοινωνήσει, κινητό και υπολογιστής είχαν καταστραφεί, ασύρματος να βρεθεί είχε αποκλειστεί, ένιωσε μόνος σαν αστροναύτης σε σεληνιακό τοπίο. Μάταιη η τεχνολογία σε τέτοιες στιγμές. Το καλύτερο κομπιουτεράκι θα ήταν ο εγκέφαλός του, η ψυχραιμία και τα ατσαλένια νεύρα, ο καλύτερος σύμβουλος του. Περιπλανήθηκε ώρες με πυξίδα του τ’ αστέρια. Ευτυχώς οι γνώσεις της αστρονομίας που είχε σαν χόμπυ, τού είχαν φανεί χρήσιμες. Σταθεροποίησε τον πολικό αστέρα και τον αστερισμό του σκορπιού στο οπτικό του πεδίο και κατευθύνθηκε στο εσωτερικό του πουθενά. Σαν του Βεδουίνους και τους Τουαρέγκ βάδιζε με τη ράχη γυρτή να μην κουράζεται, καλυμμένος με ψιλή άμμο σαν χρυσόσκονη από την ξαφνική αμμοθύελλα. Με τον σουγιά που κουβαλούσε, δόξα τω θεώ, στο σκισμένο του μπουφάν ξερίζωσε κάτι αγριόχορτα. Έπρεπε να βρει νερό. Οι ρίζες ήταν υγρές. Αν έσκαβε ίσως;
Ένιωσε πίσω του τη ζεστασιά ενός βλέμματος. Μια οικογένεια καγκουρό τον παρακολουθούσαν από μια συστάδα δένδρων στα δεξιά του. Πλησίασε προσεκτικά. Περπατούσε αμέτρητες ώρες. Σε λίγο βράδιαζε, θα ήταν σκοτάδι-πίσσα. Το μωρό τους-πανέμορφο-θήλαζε λαίμαργα. Τον προσπέρασαν χωρίς αν νοιαστούν για την περιπέτειά του. Ήταν στο φυσικό τους περιβάλλον, σε απόλυτη αρμονία και τάξη, κυρίαρχοι της ερήμου. Τα πήρε στο κατόπι καθώς ξεμάκραιναν με τα τρελά πηδήματά τους. Εκείνα πάλι σαν να ένιωθαν την απελπισμένη ανάγκη του ανθρώπου που τα ακολουθούσε, άφηναν μικρές κραυγές πίσω τους. Σαν να τον καλούσαν. Μπορεί να τον πήγαιναν στην πηγή να ξεδιψάσουν, ή στο μέρος που ζούσαν. Η διαπίστωση της φρικτής εγκατάλειψής του, τον τρόμαξε. Ήταν τα μόνα ζωντανά πλάσματα που είχε δει απ’ το πρωί.
Σταμάτησαν κοντά σε μια καλύβα, απίθανη εικόνα, αναρωτήθηκε μην ήτανε οφθαλμαπάτη. Ο σαμάνος σε στάση γιόγκα με την μακριά άσπρη γενειάδα του ήταν σε έκσταση με τα χέρια ανοιχτά. Αιφνιδιάστηκε. Το ασπράδι των ματιών του γυάλιζε γύρω από τις ξεπλυμένες μπλε κόρες των ματιών του. Το σώμα του ζαρωμένο κι αδύνατο είχε μια υπερκόσμια δύναμη. Προσευχόταν, προφέροντας λέξεις ακατάληπτες. Σε μια στιγμή τον κάρφωσε με το βλέμμα. «Σε περίμενα αιώνες», του είπε σε μια γλώσσα που παράξενο πώς, την καταλάβαινε. «Να με διαδεχτείς. Εγώ κουράστηκα πια. Πέρα απ’ εδώ δεν έχει τίποτε να αναζητήσεις. Θα είσαι μόνος σου στην Θεά Φύση μαζί με τις οικογένειες των καγκουρώ».
Μαρμάρωσε στη θέση του για λίγα λεπτά. Έπειτα, μια ιθαγενής που ξεφύτρωσε σχεδόν από το πουθενά, τον πλησίασε και τον έγδυσε με απαλές κινήσεις σαν μωρό, περιχύνοντάς το με ένα κολλώδες υγρό που μύριζε κανέλλα.
«Είναι η ιεροτελεστία μας. Πρέπει να αναγεννηθείς μέσα από τα άνθη αυτού του καρπού της ερήμου και μετά θα σε υπνωτίσω», είπε ο γέρος σοφός, ψελλίζοντας κάτι σαν ξόρκια. Είχε μουδιάσει ολόκληρος από το μαγικό λάδι κι αισθανόταν ξαναγεννημένος και ξεκούραστος. Σίγουρα δεν πατούσε στη γη, θα ονειρευόταν.
Ο καυτός αέρας γεμάτος σκόνη και κόκκους άμμου που φύσηξε πάνω στο γυμνό κορμί του, του επιβεβαίωσε πως όλα αυτά τα ζούσε πραγματικά. Ήταν πασαλειμμένος λες κι επρόκειτο να τον τηγανίσουν κι αισθανόταν δυνατός σαν ταύρος. «Η νεαρή ιθαγενής θα σε φροντίζει στα ιερά καθήκοντά σου. Είναι εγγονή μου και ιέρεια της Θεάς Φύσης», συμπλήρωσε ο σαμάνος αλλάζοντας στάση και πάντα κοιτώντας τον στα μάτια. Η ιέρεια μικροκαμωμένη με ένα κορμί ελαφίσιο, όμορφη σαν διάβολος τού ερέθισε τις αισθήσεις με τα χάδια στο κορμί του. Ήταν ακόμη σαν υπνωτισμένος όταν εκείνη τυλίχτηκε γύρω του με τους γυμνούς γοφούς της όλο λάβα. Άξαφνα, τον κέντησε στο μπράτσο με ένα μαχαιρίδιο κι ύστερα του έγλειψε την πληγή, ρουφώντας το αίμα της σαν νέκταρ. Έβαλε στη συνέχεια τα δάχτυλά της ανοίγοντάς του το στόμα. Τον δάγκωσε στη γλώσσα. Τον πόνεσε. Τινάχτηκε σαν να εκκενωνόταν από μέσα του ηλεκτρικό ρεύμα. Τότε χάθηκε σε ένα λαβύρινθο αισθήσεων που ελευθερώνονταν μέσα του. Ανταποκρίθηκε με μια δύναμη άγνωστη σε εκείνο το άγριο φιλί της. Κυλίστηκαν στο έδαφος, με τα κορμιά τους τόξα σε παροξυσμό καθώς ενώνονταν βίαια. «Τώρα έγινες ένα με την γη και τα άγρια ένστικτα της Θεάς. Είσαι πια δικός μας».
Ο σαμάνος απομακρύνθηκε στο μπράτσο της ιέρειας εγγονής του φανερά καταβεβλημένος. «Αύριο θα ξεκινήσει η κατήχησή σου. Την Ζάνε δε θα την έχεις πια όπως σήμερα». Η μεταμόρφωση του είχε ξεκινήσει. Ήταν διαφορετικός. Δεν θυμόταν το όνομά του, ούτε ποιος ήταν και από πού ερχόταν. Δεν είχε πατρίδα, ούτε μνήμη. Ήταν όμως ζωντανός όσο ποτέ σε μιαν άγνωστη γη, μακριά από κάθε ίχνος ανθρώπινου πολιτισμού κι ελεύθερος όπως στον παράδεισο. Ανέβηκε στο δένδρο σε στάση γιόγκα νιώθοντας το μυαλό του να αιωρείται. Το σώμα του έμενε καρφωμένο στη θέση του σαν γυάλινο. Θυμόταν αμυδρά πως είχε πέσει από τον ουρανό μ' ένα ατσαλένιο πουλί που είχε μαζέψει τα τσακισμένα φτερά του στη μέση της ερήμου. Δεν ανακαλούσε τίποτε άλλο από το παρελθόν. Είχε βρεθεί μόνος στη γη των καγκουρό, σαν τον Αδάμ απαντώντας σ΄ ένα αρχέγονο κάλεσμα που ερχόταν με τη φωνή των καταπληκτικών αυτών πλασμάτων της. Έκοψε κι έγλυψε έναν από τους κολλώδεις καρπούς του δένδρου του σαμάνου. Βρισκόταν σε μέθη και μεταμορφωνόταν σε σαμάνο σοφό στο βασίλειο της λήθης.
Είχε τα μάτια του κλειστά ενώ ετοιμαζόταν για τη μετάσταση σε μια ζωή αλλιώς...
ΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΥ
Κουτσουμπού Τίνα
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Α.Σ.Ο.Ε.Ε
και γνωρίζει τέσσερις ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά,
ισπανικά). Εργάσθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση και στην
Εμπορική Τράπεζα. Ζει στην Καλαμάτα από το 1996.
Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και γραμματέας της
Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων αλλά και μέλος πολιτιστικών
συλλόγων της Καλαμάτας και της Αθήνας. Έχει συμμετάσχει σε
σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ιστορικού μυθιστορήματος.
Άρθρα της δημοσιεύθηκαν στην Ένωση μη ημερησίων εντύπων- Αθήνα,
στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο Καλαμάτας και Κορώνης (εφημερίδες
Ελευθερία, Θάρρος, Φωνή, Μεσσηνιακός Λόγος και Δράση) σε
λογοτεχνικά περιοδικά έντυπης μορφής αλλά και ηλεκτρονικής
(ψυχογραφήματα, Νέα Αριάδνη, Παρέμβαση, frear, Βακχικόν,
Εμβόλιμον, fractal κ.α).καθώς και σε λογοτεχνικά blogs.
Διηγήματά της βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα
και Κύπρο.