Η κορυφή του Αγιολιά από το δάσος της Βασιλικής |
Τι θαυμαστό δημιούργημα που είναι ο εγκέφαλος! Ένα ερέθισμα, μια επέτειος, μια παλιά φωτογραφία κι από το λαβύρινθο των νευρώνων του σπινθηρίζουν σαν αστραπές και ξεπηδούν μνήμες καταχωνιασμένες για δεκαετίες. Παλιές εμπειρίες αναβλύζουν ολοζώντανες, φυσιογνωμίες ξεχασμένες επιστρέφουν αναπάντεχα από τη λήθη. Κάπως έτσι, με αφορμή την πρόσφατη γιορτή του Προφήτη Ηλία, ξαναήρθε στο μυαλό μου η ανάβαση ως το πετρόχτιστο ξωκλήσι που βρίσκεται στην κορυφή του Ταΰγετου, την οποία αξιώθηκα να κάνω για μία και μοναδική φορά πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια.
Ιστορία και θρύλοι
Ο επιβλητικός Ταΰγετος, το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου, με ύψος 2.405 μέτρα, μήκος 115 χιλιόμετρα από τη λεκάνη της Μεγαλόπολης ως το ακρωτήριο Ταίναρο και μέγιστο πλάτος 30 χιλιόμετρα, καλύπτει έκταση 2,5 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, από τον κάμπο της Μεσσηνίας και τον Μεσσηνιακό κόλπο ως την κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία. Τα χιόνια της κορυφογραμμής του, οι εκατοντάδες πηγές του και οι χείμαρροι που τον διαρρέουν τροφοδοτούν τον Ευρώτα, τον Πάμισο και τον Αλφειό, τα μεγάλα ποτάμια που δίνουν ζωή στη νότια και στην ανατολική Πελοπόννησο. Οι λαγκαδιές, τα δύσβατα μονοπάτια, οι δασωμένες πλαγιές του, τα γόνιμα οροπέδια, οι γυμνές βραχώδεις κορυφές του, η σπάνια χλωρίδα και η ξεχωριστή πανίδα του, αλλά κυρίως το δέος που προκαλεί σε όποιον τον αντικρίζει, του προσέδωσε δεκάδες επίθετα ανά τους αιώνες.
Το "περιμήκετον Τηΰγετον" του Ομήρου, όπως φαίνεται από τις Κροκεές Λακωνίας |
«Τηΰγετον περιμήκετον» τον αποκαλεί ο Όμηρος στην Οδύσσεια (ζ΄, 104), λόγω του μεγάλου μήκους του. Με τον παλιό ιωνικό τύπο «Τηΰγετον» τον αναφέρει κι ο Ηρόδοτος: «…οίχοντο πλέοντες ες Λακεδαίμονα· ιζόμενοι δε εν τω Τηϋγέτω πυρ ανέκαιον» (IV, 145). «Ταΰγετον έστι δ’ όρος μακρόν υπέρ της θαλάττης, υψηλόν τε και όρθιον» γράφει ο Στράβων (64 π.Χ.-24 μ.Χ.), στα χρόνια του οποίου είχε καθιερωθεί το δωρικό «Ταΰγετον», σε ουδέτερο γένος. Το όνομα σχετίζεται πιθανόν με το αρχαίο επίθετο «ταΰς» (μέγας, πολύς), το οποίο αποθησαύρισε ο λεξικογράφος Ησύχιος (5ος αιώνας μ.Χ.). Ο περιηγητής Παυσανίας (110-180 μ.Χ.) προτιμά τη μυθολογική ερμηνεία, που θέλει το όνομα να προήλθε από τη νύμφη Ταϋγέτη, η οποία γκρεμίστηκε σε ένα φαράγγι του βουνού από απελπισία και απόγνωση, όταν την βίασε ο Δίας.
Ο Πενταδάκτυλος των βυζαντινών δεσπόζει πάνω από τον Μεσσηνιακό. Ξεχωρίζουν οι τρεις ψηλές κορυφές: Αγιολιάς (2.405 μ.), Χαλασμένο (2.204 μ.), Σιδηρόκαστρο (2.340 μ.). |
Οι Βυζαντινοί, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959) τουλάχιστον, τον λέγανε «Πενταδάκτυλο» από τις πέντε διαδοχικές κορφές του που ξεπερνούν τα δυο χιλιάδες μέτρα: τον Αγιολιά, το Σιδηρόκαστρο, το Χαλασμένο, το Σπανακάκι και τη Νεραϊδοβούνα. Για τους Φραγκολεβαντίνους ήταν ο «Ζυγός» ή ο «Μέγας Δρόγκος των Μηλιγγών», από το όνομα του ανυπότακτου σλαβόφωνου φύλου που είχε εγκατασταθεί στις πλαγιές του και αντιστεκόταν στις απόπειρες των Φράγκων να το υποτάξουν.
«Ταΰγετος, το αρσενικό βουνό» τον αποκαλεί ο Μυριβήλης στο περιηγητικό του «Απ’ την Ελλάδα». Για τον Κώστα Ουράνη «δεν δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά και μια βαθιά συγκίνηση... Καθώς υψώνεται θεόρατος και δυνατός, σκιάζοντας τη μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σα μια έμψυχη παρουσία, σα να είναι ο τιτανικός φρουρός της». Ο Καζαντζάκης τον χαρακτηρίζει «σκληρή φωνή του ανήλεου θεού του γένους». Αντίθετα ο Νικηφόρος Βρεττάκος που υπήρξε γέννημα θρέμμα του περήφανου όρους, εκφράζει νοσταλγία, αγάπη και ευγνωμοσύνη στην ποιητική συλλογή «Ο Ταΰγετος και η σιωπή» που του έχει αφιερώσει:
Νικηφόρος Βρεττάκος "Ο Ταΰγετος και η σιωπή" |
Μεγαλοπρεπής και δυσπρόσιτος διασχίζει τη μανιάτικη χερσόνησο, την οποία χωρίζει σε προσηλιακή (ανατολική) και αποσκιαδερή (δυτική) πλευρά. Στις πλαγιές του είναι σκαρφαλωμένα δεκάδες χωριά, άλλα ζωντανά κι άλλα αρχαία, ερειπωμένα. Σε αυτά τα ορεινά χωριά εντοπίζονται και οι δικές μου ρίζες. Η απώτερη πατρογενιά μου βαστά από τα έρημα σήμερα Αλτομιρά, το χωριό του παππού μου κι από τα χωριά των Γαϊτσών, όπου ζούσαν οι πρόγονοι της γιαγιάς μου. Η μητρογενιά μου προέρχεται από τη Μεγάλη Μαντίνεια, χωριό ημιορεινό, με επίνεια στην ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου την Παλιόχωρα (Αβία) και το Ακρογιάλι, πασίγνωστα σήμερα θέρετρα, με παρελθόν που φτάνει ως τα ύστερα βυζαντινά χρόνια.
Η διαδρομή που ακολουθήσαμε στην κεντρική κορυφογραμμή: Άγ. Δημήτριος, Μουζιά, Προφήτης Ηλίας, Καταφύγιο ΕΟΣ, Άγ. Δημήτριος. |
Ο Ταΰγετος αποτελούσε ανέκαθεν σημείο αναφοράς σε όλες τις παλιές ιστορίες που άκουγα από παιδί. Τα φαράγγια του, οι πηγές, τα καλντερίμια, τα γεφύρια, τα απόκοσμα τοπωνύμια, μου κέντριζαν τη φαντασία και γεννούσαν ιστορίες και μύθους στο παιδικό μου μυαλό: η Κοσκάρακα, το Ρίντομο, το Μπίλιοβο, η Μαβρίνιτσα, ο Αυλός, ο Καλός, η Νουμπρεβίτσα, τα Ριζανά, η Σαρακήνα, τα Πέντε Αλώνια, η Νίβα, η Βασιλική, οι Πενταυλοί κ.ά. Σε όλες αυτές τις ιστορίες υπήρχαν αναφορές για εποχιακές ή για μόνιμες μετακινήσεις από τα ορεινά σε πιο πεδινά μέρη, για φυγάδες που είχαν αλλάξει τόπο έπειτα από κάποιο φονικό, για σκόρπιους μικρο-οικισμούς στην κορυφογραμμή του Ταΰγετου που εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοί τους κατηφόρισαν είτε προς τις δυτικές είτε προς τις ανατολικές πλαγιές του. Ανάμεσά τους και τα απρόσιτα Άνω και Κάτω Βελιτσί, δυο ορεινοί οικισμοί ποιμένων σκαρφαλωμένοι στα 1.300 μέτρα πάνω από το φαράγγι του Σωποτού, από τους οποίους πιθανότατα προήλθε το οικογενειακό μου επώνυμο. Μεγαλώνοντας διαπίστωνα πως σε αυτούς τους οικογενειακούς θρύλους κρύβονταν πολλές αλήθειες, αφού και στις δυο μεριές του βουνού εντοπίζονται κοινά οικογενειακά ονόματα και χαρακτηριστικά τοπωνύμια.
Η "Ταϋγέτου άκρα" από τα βόρεια |
Πανάρχαιο το προσκύνημα στην ‘‘Ταϋγέτου άκραν’’
Μια από τις πιο συναρπαστικές αφηγήσεις ήταν το προσκύνημα στην ψηλότερη κορυφή, στα 2.405 μέτρα, στον Προφήτη Ηλία, στον «Μακρυνό Ηλία» όπως τον έλεγαν. Ένα προσκύνημα που όσοι το είχαν επιχειρήσει τουλάχιστον μία φορά, το αφηγούνταν με περηφάνια, διότι ήταν δύσκολο, πολύωρο και απαιτητικό εγχείρημα. Μεταξύ αυτών ήταν και η μητέρα μου, η Αγγελική Δικαιάκου (1928-2005), η οποία στις αρχές της δεκ. ’50, νέα κοπέλα τότε, ανέβηκε στην κορυφή με κάποια παρέα. Δυστυχώς δεν συγκράτησα με ποια άτομα έκανε εκείνο το προσκύνημα. Η πορεία που είχαν ακολουθήσει για να προσεγγίσουν την κορυφή ήταν από τη βορινή πλευρά, από τα Πηγάδια και το Ρίντομο. Καθώς δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, ένα μεγάλο τμήμα της διαδρομής το είχαν κάνει με ζώα, μέσα από παλιά, ενεργά ακόμα τότε, μονοπάτια. Από τις περιγραφές της, δυο πράγματα μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση και έμειναν στη μνήμη μου. Το πρώτο ήταν ότι κατά την περιπέτεια αυτή χάλασε τρία ζευγάρια παπούτσια. Το δεύτερο, το οποίο έλεγε με έμφαση, ήταν: «Μεγάλη η χάρη σου άγιε Λιά αλλά δεν ξανάρχομαι»! Παρά το ό,τι αγαπούσε κάθε λογής θρησκευτικά προσκυνήματα, εκδρομές σε μοναστήρια, αγρυπνίες κλπ, είχε τόσο πολύ ταλαιπωρηθεί που δεν τόλμησε άλλη φορά το ανέβασμα στην κορυφή.
Οι περιγραφές της μάνας μου και άλλων μού είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον από παλιά. Δεν ήταν το προσκύνημα ο στόχος, αλλά το βίωμα της γνωριμίας με το βουνό που δέσποζε από πάντα στο είναι μου, πριν ακόμα γεννηθώ. Έψαχνα μια ευκαιρία να επιχειρήσω κι εγώ αυτή την περιπέτεια, μια παρέα με κάποια εμπειρία, διότι μόνος στο βουνό δεν πας. Μια αναγγελία στο περιοδικό «ΜΑΝΗ: χτες, σήμερα, αύριο» ήταν η αρχή. Ο αεικίνητος Γιώργος Η. Βενιζελέας από τα Τσέρια, που είχε στήσει την ιστοσελίδα ‘mani.org.gr’, οργάνωνε ανάβαση στην κορφή του Ταϋγέτου, το τριήμερο 18-20 Ιουλίου 2002. Το όλο εγχείρημα ήταν υπό την αιγίδα του τότε Δήμου Λεύκτρου και συμμετείχαν οι σύλλογοι Τσερίων «Ο Ευαγγελισμός», Εξωχωρίου «Η Ανδρούβιστα», Εξωχωριτών Καλαμάτας «Ο Ταΰγετος», Μανιατών Καλαμάτας και η Φυσιολατρική Ομάδα Σαϊδόνας (Φ.Ο.Σ.).
Δήλωσα αμέσως συμμετοχή. Ήταν η ευκαιρία που αναζητούσα ώστε να επιχειρήσω το πανάρχαιο αυτό προσκύνημα, οι ρίζες του οποίου είναι προχριστιανικές και χάνονται στην αχλύ του χρόνου. Πρώτος ο Παυσανίας, στα «Λακωνικά» (3.20.4), αναφέρεται στην ιερότητα που είχε η υψηλότερη κορυφή του βουνού, την οποία ονομάζει «Ταλετόν»:
«Άκρα δε του Ταϋγέτου Ταλετόν υπέρ Βρυσεών ανέχει. Ταύτην Ηλίου καλούσιν ιεράν και άλλα τε αυτόθι Ηλίω θύουσι και ίππους», δηλαδή: «Η κορυφή του Ταϋγέτου, το Ταλετόν, υψώνεται πάνω από τις Βρυσεές (αρχαία θέση στη λακωνική πλαγιά του βουνού, ΝΔ της Σπάρτης). Την (κορυφή) αποκαλούν ιερή και μεταξύ άλλων σε αυτό το μέρος θυσιάζουν στον Ήλιο και ίππους».
Στη συνέχεια δίνει κι άλλες πληροφορίες που αποκαλύπτουν την εικόνα που είχε ο Ταΰγετος στην εποχή του, τον 2ο αιώνα μ.Χ., και την άγρια πανίδα που ζούσε στα πυκνά δάση του. Αναφέρει πως μια κοντινή με το Ταλετόν κορυφή ονομαζόταν «Ευόρας» (ίσως η σημερινή Αγ. Παρασκευή, από την οποία ξεκινά ο χείμαρρος Βορίλας < Ευορίλας;). Επίσης, ότι στο βουνό ζούσαν άγρια γίδια, ελάφια, αγριόχοιροι, αρκούδες και άλλα θηρία:
«Ταλετού δε ου πόρρω καλούμενός εστιν Ευόρας, θηρία και άλλα τρέφων και αίγας μάλιστα αγρίας. Παρέχεται δε και δι’ όλου το Ταΰγετον των αιγών τούτων άγραν και υών, πλείστην δε και ελάφων και άρκτων». Δε νομίζω πως το κείμενο χρειάζεται μετάφραση στη νεοελληνική· μόνο το «υών» να διευκρινίσω ότι σημαίνει «χοίρων» (αρχ. ύς, πληθ. ύες). Τα είδη αυτά πρόσφεραν πολλές ευκαιρίες για κυνήγι («παρέχεται… τούτων άγραν»), γι’ αυτό αποκαλούσαν «Θήρας» την περιοχή ανάμεσα στις δύο κορυφές: «Ταλετού δε το μεταξύ και Ευόρα Θήρας ονομάζοντες…» είτε από το «θήρ» (άγριο θήραμα) είτε από το «θήρα» (κυνήγι). Γίδια και αγριόχοιροι υπάρχουν και σήμερα.
Δέος προκαλεί η πανοραμική θέα, από την κορυφή, της ανατολής του Ηλίου από το Μυρτώο πέλαγος (Θ.Μ. 2002) |
Η πανοραμική θέα της ανατολής του Ηλίου από την κορυφή του βουνού, εντυπωσίαζε από την αρχαία εποχή, όπως εντυπωσιάζει και σήμερα. Η ανάβαση ως εκεί και η τελετουργική επίκληση στον αρχέγονο ζωοδότη, αποτελούσαν μια ιερή, προσκυνηματική διαδικασία. Όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι γίνονταν και επιστημονικές δραστηριότητες. Ο Κικέρων (106-43 π.Χ.) αναφέρει πως ο προσωκρατικός φιλόσοφος και αστρονόμος Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (611-547 π.Χ.) έκανε αστρονομικές παρατηρήσεις από τον Ταΰγετο, μια μαρτυρία που δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή. Πάντως ο Αναξίμανδρος είχε ζήσει στην Σπάρτη, όπου είχε φτιάξει έναν ‘γνώμονα’, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος που έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και αντλεί τις πληροφορίες του από χαμένο έργο του Φαβωρίνου (80-160 μ.Χ.). Γράφει (2.1): «εύρεν δε και γνώμονα πρώτος και έστησεν επί των σκιοθήρων εν Λακεδαιμόνι, καθά φησι Φαβωρίνος… τροπάς τε και ισημερίας σημαίνοντα, και ωροσκοπεία κατεσκεύασε».
Ο ‘γνώμων’ του Αναξίμανδρου ήταν ένα πρωτότυπο ηλιακό ωρολόγιο, με το οποίο υπολόγιζε την φαινομενική κίνηση του Ήλιου στον ουρανό (φαινομενική, διότι ως γνωστόν δεν μετακινείται ο Ήλιος αλλά η Γη), τα ηλιοστάσια, τις ισημερίες και κατ’ επέκταση την εναλλαγή των εποχών. Η ορθή κατασκευή του απαιτούσε επιτόπιες παρατηρήσεις, οπότε σίγουρα έκανε κάποιους υπολογισμούς, πιθανόν από τον Ταΰγετο, χωρίς αυτό να μπορεί να τεκμηριωθεί. Πάντως η αναφορά του Κικέρωνα αποτελεί βάσιμη ένδειξη της πανάρχαιας ανθρώπινης παρουσίας στην κορυφή του βουνού.
Ο Ταΰγετος δεσπόζει πάνω από τον Μυστρά |
Τον θεό Ήλιο της αρχαίας θρησκείας διαδέχθηκε ο Προφήτης Ηλίας, του οποίου κτίστηκαν ξωκλήσια όχι μόνο στον Ταΰγετο αλλά σε κάθε κορφοβούνι. Στην κορυφή του Ταϋγέτου αναφέρεται ναός από τις αρχές του 14ου αιώνα τουλάχιστον, σύμφωνα με χρυσόβουλλο που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος το 1314 περίπου, με το οποίο καθορίζονταν τα όρια της μητρόπολης Μονεμβασίας. Στο σχετικό απόσπασμα σημειώνεται:
«…είτα απέρχεται (το όριο) εις ετέραν κώμην ονομαζομένην Σοχά, προς τοις ποσί του όρους Ταϋγέτου, κακείθεν ανέρχεται εις την τούτον κορυφήν ένθα ην ευκτήριον του Προφήτου Ηλιού επικεκλημένον Πενταδάκτυλον και πάλιν κατέρχεται κατά δεξιάν εις ευκτήριον έτερον αυτού του Προφήτου Ηλιού…».
Την ύπαρξη παλιού ναού στην κορυφή του Ταΰγετου επιβεβαιώνει και ο ταξιδευτής Κυριάκος Αγκωνίτης, ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1447. Μεταξύ άλλων γράφει:
«Κοιτάζοντας από την πεδιάδα (ενν. της Λακωνίας), στην ανατολική βάση του όρους Ταΰγετος –οι κάτοικοι τον αναφέρουν ως Άγιο Ηλία- και προς τις χιονοσκέπαστες κορυφές του βουνού, οι ντόπιοι μας έδειξαν το ιερό παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία… αυτοί πιστεύουν πως ο ζωντανός και αθάνατος Ηλίας, κατοικεί ειδικά σε αυτή την υψηλή κορυφή και στις 20 Ιουλίου, την ημέρα που γίνεται η γιορτή και το πανηγύρι του, βεβαιώνουν ότι εμφανίζεται ανάμεσα σε πυρακτωμένα σύννεφα με όλη του τη λαμπρότητα…».
Οι λαϊκές δοξασίες που κατέγραψε ο Αγκωνίτης το 1447 αποδεικνύουν αφενός πως το αρχαίο προσκύνημα στην κορυφή του βουνού ουδέποτε διακόπηκε κι αφετέρου πως παρά την προσαρμοσμένη στη νέα θρησκεία ονομασία, το επίκεντρο της λατρείας συνέχισε να αφορά τον ζωοδότη ήλιο: «πιστεύουν πως ο ζωντανός και αθάνατος Ηλίας κατοικεί ειδικά σε αυτή την υψηλή κορυφή… ότι εμφανίζεται ανάμεσα σε πυρακτωμένα σύννεφα με όλη του τη λαμπρότητα». Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού όποιος βρεθεί στην κορυφή αντικρίζει ένα απόκοσμο θέαμα. Ο ήλιος γέρνοντας στη δύση, ολοπόρφυρος και μεγαλειώδης, βάφει με μύριους χρωματισμούς τα νέφη, ενώ την ίδια ώρα, αργά και σταθερά, η τριγωνική σκιά του βουνού απλώνεται και σκεπάζει το λακωνικό κάμπο. Στο χάραμα, η λαμπρή ανατολή από το Μυρτώο πέλαγος είναι ένα πανηγύρι, μια χαρμόσυνη αναγγελία για τη συνέχεια της ζωής. Η τεράστια τριγωνική σκιά της πυραμιδωτής κορυφής στο μεσσηνιακό πέλαγος μικραίνει ολοένα ώσπου χάνεται καθώς το ζωογόνο άστρο κυριαρχεί και πάλι στον αιθέρα.
Τα περί τεχνητής, λαξεμένης, πυραμίδας που διαμόρφωσε την κορυφή του Ταϋγέτου, και των μυστικών που κρύβει, είναι ανοησίες φυσικά. Έχει σπαταληθεί πολύ μελάνι από ευφάνταστους ή/και αφελείς κονδυλοφόρους για το θέμα. Κατά καιρούς, η υπόθεση αυτή αναπαράγεται και συντηρείται για λόγους κυρίως εμπορικούς, μιας και υπάρχει ένα κοινό που εντυπωσιάζεται από τα «άλυτα» μυστήρια.
Οι Μανιάτες εκτός από Αγιολιά, τον αποκαλούσαν «Μακρυνόν Ηλία», διότι αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη τους ήταν το μέγεθος του βουνού κι όχι η αγιοσύνη του προφήτη. Την παλιότερη μαρτυρία γι’ αυτή την ονομασία έχουμε από τα «Μανιάτικα στιχουργήματα» του λόγιου Νικήτα Νηφάκου (1748-1818) από την Μηλέα Λεύκτρου, στα τέλη του 18ου αιώνα: «Ταΰγετον τον έλεγον οι παλαιοί Σπαρτιάτες / και Μακρυνόν τον λέγουσιν Ηλίαν οι Μανιάτες».
«Περιμήκετον…, όρος μακρόν υψηλόν τε και όρθιον…, Πενταδάκτυλος…, Μακρυνός»: όλα τα προσωνύμια που έλαβε στην πορεία του χρόνου ο Ταΰγετος τονίζουν τη μεγαλοσύνη, την επιβλητική μορφή του και την υπεροχή του σε σχέση με τα υπόλοιπα βουνά του Μοριά.
Η υψηλότερη κορυφή του, το Ταλετόν, η άκρα Ταϋγέτου Ηλίου ιερά, ο Αγιολιάς, ο Μακρυνός Ηλίας, συμβολίζει το διαχρονικό δέος των θνητών απέναντι στο δυνατό άστρο, το οποίο γέννησε και συντηρεί με τη θέρμη του τη ζωή στον πλανήτη. Αυτό το δέος ήταν που με οδήγησε κι εμένα στην κορυφή. Το δέος προς τον Ήλιο που έσπειρε τη ζωή, αλλά και το οφειλόμενο σέβας προς τον Ταΰγετο που αποτέλεσε τη μήτρα που με έτεκεν.
Διασχίζοντας το δάσος της Βασιλικής με τα μαυρόπευκα |
Η ανάβαση από το δάσος της Βασιλικής
Από τους συνδιοργανωτές που προανέφερα, βασική συμβολή στην οργάνωση είχαν ο Γιώργος Βενιζελέας, ο Δήμος Λεύκτρου και τα μέλη της Φυσιολατρικής Ομάδας Σαϊδόνας (Φ.Ο.Σ.) Δημήτρης Παπαστάθης (αρχηγός της εκδρομής), Κώστας Ξυδέας, Φάνης Ξυδέας και Γιάννης Κοφινάς. Οι υπόλοιποι είτε απλά συμμετείχαν είτε είχαν περιθωριακή συνεισφορά. Υπήρξαν και κάποιοι που δεν επέδειξαν ομαδικό πνεύμα, κάτι απαράδεκτο σε τέτοιες κοπιώδεις και δύσκολες συνθήκες, ενώ δεν έλειψαν και οι γκρινιάρηδες.
Το πρόγραμμα, όπως είχε αναγγελθεί συνοπτικά, ήταν το εξης:
18/7/02. Άφιξη στη Σαϊδόνα, φιλοξενία από την Φ.Ο.Σ., δείπνο στο χωριό.
19/8/02. Μετάβαση με αυτοκίνητα ως τον Άγιο Δημήτρη της Βασιλικής. Οδοιπορία από τον Άη Δημήτρη ως την κορφή του Ταϋγέτου και διανυκτέρευση [πεντάωρη διαδρομή].
20/8/02. Κατάβαση προς το καταφύγιο ΕΟΣ Σπάρτης και πορεία προς Πενταυλούς και Άη Δημήτρη Βασιλικής [πεντάωρη διαδρομή].
Ενημερώθηκα για τα απαραίτητα: εξοπλισμό, ρουχισμό, εφόδια κλπ, οργανώθηκα και ξεκίνησα από την Παλιόχωρα. Σουρούπωνε όταν έφτασα στην μαγευτική Σαϊδόνα, με τις αιωνόβιες δρυς, τα τρεχούμενα νερά και τα λιθόστρωτα καλντερίμια. Αμφιθεατρικά χτισμένο χωριό, σε υψόμετρο 600-650 μέτρων, στην πλαγιά του βουνού Σωτηρίτσα στα πόδια του Ταΰγετου, με ιστορία που ξεκινά από τον 17ο αιώνα, με λεβέντες κατοίκους που μετείχαν δυναμικά σε όλους του εθνικούς αγώνες, από το Εικοσιένα ως την αντίσταση κατά των κατακτητών το 1941-44.
Η μαγευτική Σαϊδόνα αποτέλεσεσε την βάση της εξόρμησης |
Εκεί γνωρίστηκα με τον Γιώργο Βενιζελέα και τα φιλόξενα μέλη της τοπικής φυσιολατρικής ομάδας. Ταχτοποιήθηκα μαζί με άλλους εκδρομείς στον πύργο του Παπαστάθη, όπου θα διανυκτερεύαμε. Στη συνέχεια δειπνήσαμε όλοι μαζί στην όμορφη πλατεία του χωριού. Εκεί μας δόθηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες και οδηγίες για το πρόγραμμα, το νερό, τις στάσεις κλπ. Η διαδρομή που θα ακολουθούσαμε ήταν μέτριας δυσκολίας, για πεζοπόρους χωρίς αναρριχητικές απαιτήσεις. Άλλωστε οι συμμετέχοντες ήμασταν κάθε ηλικίας και φύλου, από παιδιά 12 ετών, ως ενήλικες 50-55 ετών, άνδρες και γυναίκες, άλλοι έμπειροι πεζοπόροι και αναρριχητές κι άλλοι με καλή φυσική κατάσταση αλλά όχι ιδιαίτερα γυμνασμένοι. Τότε ήμουν 45 ετών, στα 85 κιλά περίπου, δεν είχα καπνίσει ποτέ, γενικά πεζοπορούσα, οπότε δεν δίστασα καθόλου. Ήμασταν 10-12 άτομα αλλά περιμέναμε κι άλλους που θα έρχονταν το πρωί από κοντινά χωριά. Συνολικά μαζευτήκαμε γύρω στα 20 άτομα. Μοιραστήκαμε στα αυτοκίνητα που θα μας μετέφεραν ως τον Άη Δημήτρη και δώσαμε ραντεβού για το πρωί.
Δαιδαλώδη και δύσβατα τα 25χλμ του δασικού δρόμου από Σαϊδόνα ως Άη Δημήτρη (χάρτης ROAD Editions) |
Το σχέδιο ήταν να ξεκινήσουμε ενωρίς, πριν μας πιάσει η μεσημεριανή ζέστη, αλλά όπως όλα τα σχέδια επί χάρτου τροποποιούνται στο πεδίο, έτσι συνέβη και σε μας. Η καθυστέρηση κάποιων που θα έφταναν το πρωί από Καλαμάτα, Τσέρια και Καρδαμύλη, μας καθυστέρησε όλους. Κινήσαμε κατά τις δέκα. Όταν η φάλαγγα των αυτοκινήτων άρχισε να ανηφορίζει στον ορεινό, δασικό δρόμο, άρχισα να συνειδητοποιώ πως το χιλιάρι Nissan Cherry που είχα τότε, στο οποίο είχαμε στριμωχτεί πέντε άτομα μαζί με τα μπαγκάζια μας, γυλιούς, υπνόσακους, μπαστούνια κλπ, θα αγκομαχούσε για να βγάλει τα 25 περίπου χιλιόμετρα ως τον Άη Δημήτρη και την υψομετρική διαφορά από τα 600 στα 1.500 μέτρα. Όσο ανεβαίναμε, ο δρόμος χειροτέρευε: βαθιές λακκούβες, νεροσυρμές, απότομες ανηφοριές, δύσκολες στροφές και σκόνη, πολλή σκόνη από τα προπορευόμενα αμάξια. Ουσιαστικά δεν ήταν δρόμος για συμβατικό αυτοκίνητο αλλά για τζιπάκι. Δεν το είχα καλομαθημένο το Cherry. Απεναντίας, είχε διασχίσει βουνολαγκαδιές, είχε κολλήσει σε λασπουριές και σε αμμουδιές, αλλά τα είχε πια τα χρονάκια του. Ευτυχώς, για άλλη μια φορά αποδείχθηκε σκυλί. Μερικά βουνίσια μοσχαράκια ελευθέρας βοσκής που ξεδιψούσαν στις ποτίστρες που υπήρχαν κατά μήκος της διαδρομής, μας διασκέδαζαν πού και πού, όπως και η εντυπωσιακή θέα του μεσσηνιακού πόντου που απλωνόταν ως το Ιόνιο πέλαγος.
Άη Δημήτρης Βασιλικής: προμήθεια νερού εν όψει της πορείας (Θ.Μ. 2002) |
Φτάσαμε στον Άη Δημήτρη, ήπιαμε νερό και γεμίσαμε τα μπουκάλια μας από την δροσερή πηγή. Πήραμε μια ανάσα ώσπου να έρθουν όλοι και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι για την κορυφή διέσχιζε το δάσος της Βασιλικής, από το οποίο διερχόταν η λεγόμενη «Βασιλική οδός», η οποία κάποτε συνέδεε τον Μυστρά και τη Σπάρτη με τα παραθαλάσσια καστέλια της Καρδαμύλης και της Μαντίνειας στον Μεσσηνιακό κόλπο. Βαδίζαμε στα ίδια βήματα που κάποτε περπάτησαν Φράγκοι και Βυζαντινοί, Βιλεαρδουίνοι και Παλαιολόγοι, αγωνιστές της λευτεριάς, όπως ο Ζαχαριάς, οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τρουπάκηδες αλλά και Σαϊδονίτες μαχητές της εθνικής αντίστασης, οι οποίοι το Μάρτη του 1942 εξουδετέρωσαν έναν ιταλικό λόχο και συνέλαβαν δεκάδες αιχμαλώτους
Βρισκόμασταν στη ζώνη των ορεινών κωνοφόρων. Ο ίσκιος από τα πανύψηλα μαυρόπευκα (pinus nigra), τα έλατα (εδώ ευδοκιμεί η κεφαλληνιακή ελάτη) και τους κέδρους (πρώτη φορά έβλεπα κέδρους, οι οποίοι νόμιζα πως δεν υπάρχουν στην Ελλάδα) έκανε πιο εύκολη την πεζοπορία μας στην ομαλή ανηφοριά. Τα μικρά ρυάκια που κελάρυζαν, το τραγούδι του πετροκότσυφα κι άλλων πουλιών, τα τζιτζίκια και μια γερακίνα που βίγλιζε από ψηλά για κάποιο θήραμα, έφτιαχναν τη διάθεσή μας. Ο Γιώργος Βενιζελέας μας ξεναγούσε με ενθουσιασμό. Μας έδειχνε δασικούς δρόμους και μονοπάτια που διέσχιζαν το βουνό και οδηγούσαν προς άλλες όμορφες γωνιές του, σε παλιά θερινά ενδιαιτήματα ή σε χαμηλότερες κορφές: προς τη Σπαρτιά, τη Μαυροβούνα, τον Αγιαννάκη, τη Χιονίστρα, το Δράκο και άλλα. Μας υποδείκνυε τα σπάνια φυτά και τα μοναδικά αγριολούλουδα: το κόκκινο κρινάκι λίλιουμ, το αγριογαρύφαλλο δίανθος, την αγριαψιθιά, τον ενδημικό κρόκο, τις σπάνιες ορχιδέες, τα νανώδη σκληρόφυλλα αστράγαλο, πτεροκέφαλο, εχίνο και άλλα πολλά.
Εικόνες και ιστορίες από τα θερινά ενδιαιτήματα στη Βασιλική
Παραθεριστές σε εξωκλήσι στη θέση Δράκος Βασιλικής (δεκ. '30) |
Ο σαλός κοσμοκαλόγερος Χαραλάμπης με παραθεριστές στο δάσος Βασιλικής (1938) |
Ο δασοφύλακας στο "Δασικόν Φυλάκειον Βασιλικής" (δεκ. '50) |
Βαρελάς επί το έργον, στον Άη Δημήτρη Βασιλικής (1957) |
Είχα ενθουσιαστεί. Βάδιζα κι ονειροπολούσα· το μυαλό μου τριγύριζε ολοένα στο παλιό αναγνωστικό «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Εδώ παλιότερα, πριν από τον πόλεμο του ’40, παραθέριζε πολύς κόσμος. Τότε ως εξοχή θεωρούσαν το βουνό με το ξηρό κλίμα κι όχι τη θάλασσα με την υγρασία. Ειδικά όσοι ήταν προφυματικοί, έρχονταν εδώ ελπίζοντας να θεραπευτούν από τον καθαρό αέρα του βουνού. Αφηγούνται ότι τα καλοκαίρια ανέβαιναν στο δάσος της Βασιλικής πάνω από 1.500 άτομα από τα πεδινά χωριά, ακόμα κι από την Καλαμάτα. Εκτός από παραθεριστές, έρχονταν υλοτόμοι, βαρελάδες, τσοπάνηδες, κυνηγοί. Οι πιο πολλοί έφτιαχναν πρόχειρα καταλύματα από κλαριά και ξύλα, ενώ όσοι ανέβαιναν σταθερά κάθε χρόνο είχαν φτιάξει πέτρινα καλύβια κι έβαζαν θερινά περιβόλια. Νερό υπήρχε άφθονο. Ψωμί και άλλα τρόφιμα αγόραζαν από μανάβηδες που έρχονταν με ζώα από τα χαμηλότερα χωριά: Τσέρια, Ξεχώρι, Σαϊδόνα κλπ. Το πανηγυράκι του Άη Δημήτρη σηματοδοτούσε το έσχατο χρονικό όριο της ορεινής διαμονής.
Καθώς ανεβαίναμε, ανάμεσα στα δέντρα διακρινόταν πού και πού η κορυφή του Αγιολιά. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ το μέγεθος του βουνού. Είχαμε πολύ δρόμο ακόμα και δεν υπήρχαν περιθώρια για καθυστερήσεις. Έπειτα από μια ώρα περίπου βγήκαμε από το δάσος. Είχαμε ξεπεράσει τα 1.700-1.800 μέτρα και περπατούσαμε στη ζώνη της χαμηλής βλάστησης, της λεγόμενης υποαλπικής. Εδώ υπήρχαν θάμνοι κι ελάχιστα, χαμηλά δέντρα. Το έδαφος ήταν πιο σκληρό, πετρώδες κι ανώμαλο. Ο ήλιος λαμπρός και καυτός, μας έλουζε συνεχώς, καθώς ανεβαίναμε τις κακοτράχαλες πλαγιές. Φτάσαμε στα Μουζιά, όπου υπήρχε η τελευταία πηγή νερού. Κάναμε μια ολιγόλεπτη στάση για να ξεδιψάσουμε και να γεμίσουμε τα παγούρια μας. Σκέψεις αγχωτικές κατέκλυσαν το μυαλό μου. Ήμασταν περίπου στη μέση της διαδρομής και νερό, που ήταν πολύ απαραίτητο λόγω της ζέστης, θα ξαναβρίσκαμε την άλλη μέρα στην κάθοδο, εκτός αν είχε μείνει λίγο στα βαρέλια που κάποιοι είχαν ανεβάσει στην κορυφή τις προηγούμενες μέρες με ζώα. Είχαμε αφήσει από ώρα το δροσερό δάσος της Βασιλικής, το οποίο φάνταζε μακριά πίσω μας.
Απότομη η ανηφοριά μετά τα Μουζιά |
Οι Μανιάτικες Πόρτες και το απόκρημνο Κακοσκάλι
Ξαναπήραμε την ανηφορική πλαγιά από τα Μουζιά. Οι θάμνοι είχαν πια χαθεί, σαφές μονοπάτι δεν υπήρχε αλλά ευτυχώς, χάρη στην ομάδα της Σαϊδόνας, η διαδρομή είχε σημαδευτεί σε κάποια προηγούμενη ορειβατική εξόρμηση. Τα χρωματιστά σημάδια ήταν απαραίτητα, διότι η παρέα μας είχε ήδη αραιώσει πολύ. Οι πρώτοι από τους τελευταίους απείχαν πάνω από 200 ως 300 μέτρα. Το χειρότερο ήταν ότι ορισμένοι είχαν αρχίσει να δείχνουν άσχημο χαρακτήρα. Ήταν δυο-τρεις έμπειροι ορειβάτες από την Αθήνα, οι οποίοι δεν είχαν την υπομονή να ακολουθούν την αργή πορεία των πιο πολλών από εμάς, ειδικά όταν έβλεπαν να μας προσπερνούν κάποιες άλλες παρέες πιο δυναμικές και πιο γρήγορες. Μουρμούριζαν πως τους καθυστερούμε, με υποτιμητικά σχόλια κάποιες φορές, όταν σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής, οι επικεφαλής σταματούσαν ώστε να μαζευτούμε όλοι πριν συνεχίσουμε, διότι υπήρχαν διασταυρώσεις και ένας άπειρος μπορούσε να πάρει λάθος μονοπάτι.
Οι Μανιάτικες Πόρτες και στο βάθος ο πολύ μακρινός, ακόμα, Αγιολιάς |
Φτάσαμε στις «Μανιάτικες Πόρτες», δυο πολύ ψηλούς βράχους, ανάμεσα στους οποίους αντικρίσαμε την κορυφή. Φαινόταν τόσο κοντά αλλά ήταν τόσο μακριά! Η πορεία έδειχνε εξαιρετικά δύσκολη και στην πράξη αποδείχθηκε ακόμα πιο δύσκολη. Συνεχιζόταν πάνω στη στενή ράχη του βουνού, καβάλα στην κορυφογραμμή, σε έδαφος με πολλές «σάρες», πέτρες αποσαρθρωμένες από τις παγωνιές του χειμώνα που κατρακυλούσαν αριστερά και δεξιά σε χαώδεις κατηφοριές. Και σα να μην έφτανε αυτό στη διαδρομή υπήρχε μια απότομη κορυφή, την οποία έπρεπε να παρακάμψουμε. Έγινε μια μικρή σύσκεψη από τους επικεφαλής της διοργάνωσης, οι οποίοι αποδέσμευσαν τους βιαστικούς και γκρινιάρηδες, ώστε η υπόλοιπη ομάδα να συνεχίσει με ηρεμία.
Τα μονοπάτια που διασχίσαμε (χάρτης ROAD Editions) |
Η δυσκολία της διαδρομής ήταν μεγάλη αλλά η φύση εύρισκε τρόπο να μας αποζημιώνει. Δεν ήταν μόνο το εκπληκτικό θέαμα που απλωνόταν δυτικά ως τα χωριά της αποσκιαδερής Μάνης κι ανατολικά ως την κοιλάδα του Ευρώτα. Ήταν τα αγριοκάτσικα που εμφανίζονταν ξαφνικά, σκαρφάλωναν στα απόκρημνα βράχια κι έπειτα μας κοιτούσαν κοροϊδευτικά, σα να μας έλεγαν: «τι γυρεύετε στο δικό μας βασίλειο, βρε κακόμοιρα πλάσματα»! Μα κυρίως ήταν το θεσπέσιο άρωμα από το τσάι του Ταΰγετου που απλωνόταν παντού. Είχαμε ξεπεράσει τα δυο χιλιάδες μέτρα. Βρισκόμασταν στην αλπική ζώνη, όπου η μοναδική βλάστηση ήταν νανώδη ξηρόφυτα, με κυρίαρχο το τσάι του βουνού. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ, γέμισα τις τσέπες μου με κάμποσα βλαστάρια, για να απολαύσω το άρωμα τους αργότερα σε ένα ζεστό ρόφημα.
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα, παρέα με ένα αγριόγιδο |
Η παράκαμψη της ενδιάμεσης κορυφής από το πλάι, αποδείχτηκε πολύ κοπιαστική. Στην ουσία δεν υπήρχε μονοπάτι στην πλαγιά αλλά κατσάβραχα. Καθένας διάλεγε το συνδυασμό πεζοπορίας και σκαρφαλώματος που θεωρούσε πιο βατό και συνέχιζε. Ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι που είχαμε αντιμετωπίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μόλις το προσπεράσαμε, η κορυφή φάνηκε μπροστά μας, μεγαλόπρεπη αλλά, αλλοίμονο, πανύψηλη. «Μόνο μια δύσκολη διάβαση απομένει και φτάσαμε», λέγανε οι πιο έμπειροι για να μας δώσουν κουράγιο, αλλά οι αντοχές μου είχαν φτάσει στο ελάχιστο. Η διάβαση αυτή ήταν ένα δύσκολο κάθετο πέρασμα που λεγόταν «Κακοσκάλι», όνομα και πράγμα. Μια κάθετη πλαγιά ύψους 30-35 μέτρων, με απότομα φυσικά σκαλοπάτια, την οποία πλευρίσαμε και όπου υπήρχαν σημάδια σκαρφαλώναμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να την ανεβεί κάποιος, αν δεν ακολουθούσε τα σημάδια. Αν επέλεγε άλλα σημεία, έφτανε σε αδιέξοδο κι αναγκαζόταν να κατέβει ξανά, κάτι που δεν ήταν απλό. Κάποιες κυρίες απογοητεύτηκαν. Εγκατέλειψαν την προσπάθεια και τις έπιασε πανικός. Ένας πιο έμπειρος ανέλαβε να τις οδηγήσει σε μια πιο ομαλή διαδρομή, που προσέγγιζε την κορυφή από άλλη πλευρά, αλλά διαρκούσε περίπου δύο ώρες επιπλέον. Αναγκαστικά η παρέα μας χωρίστηκε στα δύο.
Το κατακόρυφο "Κακοσκάλι", όνομα και πράγμα. |
Όταν ανέβηκα το Κακοσκάλι, ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω, να τα παρατήσω κι εγώ. Βλέποντας όχι την απόσταση αλλά το ύψος που απέμενε, πίστεψα πως δεν θα τα καταφέρω. Κάθισα σε έναν βράχο και τους είπα πως δεν μπορώ να συνεχίσω, ότι θα διανυκτερεύσω εκεί και θα τους περιμένω το άλλο πρωί. Μάλιστα είχα βρει κι έναν επίπεδο βράχο να απλώσω τον υπνόσακο. «Κουράγιο φτάσαμε», μου φώναζαν οι υπόλοιποι από τέσσερα πέντε μέτρα πιο ψηλά. Αλλά τα γόνατά μου δεν υπάκουαν, λύγιζαν από την κούραση. Τόσο αδύναμος δεν είχα νιώσει ποτέ. Κάποιος μου έδωσε δυο-τρεις καραμέλες. «Σε λίγο θα είσαι εντάξει», μου είπε. Τις πιπίλισα με ηδονή. Πρώτη μου φορά ένιωσα τόση απόλαυση από τη γλύκα που σκορπίστηκε στα σωθικά μου. Σε ένα δεκάλεπτο στεκόμουν πάλι όρθιος. Παρά το ό,τι γνώριζα πως η γλυκόζη θα μου έδινε ενέργεια, χημικός είμαι διάολε!, δεν πίστευα αυτό που μόλις ένιωθα. Ενώ πριν από λίγα λεπτά δεν είχα κουράγιο να σταθώ όρθιος, ξαφνικά απέκτησα δυνάμεις κι άρχισα να σκαρφαλώνω, σαν το παιχνίδι μόλις του αλλάξεις μπαταρία.
Σε δέκα λεπτά είχα ανέβει τα λίγα μέτρα που απέμεναν ως το πλάτωμα της κορυφής. Ήμουν ακριβώς από κάτω αλλά είχα θολώσει και δεν είχα συναίσθηση πόσο κοντά ήμουν. Ήταν περίπου 5:30 το απόγευμα. Είχαν περάσει έξι περίπου ώρες από την αναχώρησή μας από τον Άγιο Δημήτρη της Βασιλικής.
Επιτέλους στην κορυφή, έξω από το ναό (Θ.Μ. 2002) |
Στην κορυφή
Φθάνοντας στην κορυφή έμεινα έκπληκτος. Δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες κόσμος, είχαν ανέβει στο βουνό και συνεχώς έρχονταν κι άλλοι, κυρίως από την πλευρά της Λακωνίας. Από εκεί ήταν πιο βατή η πρόσβαση, όπως πληροφορήθηκα, διότι ο αμαξιτός δασικός δρόμος φτάνει μέχρι το περίπτερο του ΕΟΣ. Και μετά η πεζοπορική διαδρομή ως την κορυφή διαρκεί δύο με δυόμισι ώρες περίπου αλλά είναι πολύ απότομη και δύσκολη ανηφοριά. Κάποιοι είχαν έρθει με υποζύγια όπως παλιά, μέχρι ένα οροπέδιο προς τα ΒΔ, διακόσια περίπου μέτρα πιο χαμηλά, όπου βλέπαμε δεμένα μουλάρια και γαϊδούρια. Ήταν άνθρωποι κυρίως από τα δυτικά χωριά, από τα Τσέρια και το Ξεχώρι. Το ναό της κορυφής παραδοσιακά τον λειτουργούσε ο ιερέας από τα Τσέρια, αν και τον διεκδικούσαν και οι Λάκωνες από την Κουμουστά, ισχυριζόμενοι πως η κορυφή του βουνού βρίσκεται στα όρια του νομού Λακωνίας. Παντού και πάντα υπάρχει μια διαμάχη, τελικά· είναι ίδιον της φυλής, ως φαίνεται.
Οι εφημέριοι από τα Τσέρια που λειτουργούσαν το ναό ήταν ο παπά Δημήτριος Μιχ. Κατσικέας (παπά Μίμης) στις αρχές της δεκ. ’50, μετέπειτα για δώδεκα χρόνια ο παπά Παναγιώτης Δ. Χαρέας κι από το 1970 περίπου ο παπά Σωτήρης Παν. Γουζέας. Όσοι αναλάμβαναν το διακόνημα, ανέβαιναν μερικές ημέρες πιο πριν, προκειμένου να φροντίσουν το ναό, ο οποίος επί ένα έτος ήταν έρμαιο των άγριων καιρών· να σιάξουν τις πέτρες που είχαν κατρακυλήσει, να τον καθαρίσουν, να διορθώσουν τη στέγη ή να τον σκεπάσουν με μία τέντα, να διαμορφώσουν όσο γινόταν το εσωτερικό του και τον περιβάλλοντα χώρο. Καθώς παρέμεναν εκεί δυο-τρεις ημέρες μετέφεραν με ζώα εφόδια, νερό, τρόφιμα, και φυσικά τα απαραίτητα για το λειτούργημα· ακόμα και μια μικρή καμπάνα.
1953. Ο ναός με σκεπή από τίκλες, αέτωμα με σταυρό και μια πλάκα με τα αρχικά Π.Κ. |
Αρχικά ο ναός είχε στέγη από τίκλες, όπως αναφέρουν οι παλιοί και φαίνεται σε φωτογραφίες της δεκ. ’50. Στην είσοδο υπήρχε αέτωμα με σταυρό στην κορυφή και μια πλάκα με χαραγμένα τα αρχικά Π.Κ. «Πλακοσκεπή» τον περιγράφει ο μανιάτης λόγιος Σταύρος Χ. Σκοπετέας: «Εις τα μέρη ταύτα του Ταϋγέτου… το Ιερόν του Ηλίου αντικατέστησεν εν τη εσχάτη των κορυφών του όρους ο πλακοσκεπής ναΐσκος του παλαιού της Γραφής Προφήτου». Αλλά οι αλπικές καιρικές συνθήκες που επικρατούν, οι σφοδροί αγέρηδες και το πυκνό χιόνι που σωρεύεται σε ύψος ως δύο μέτρα το χειμώνα, δεν επιτρέπουν τη διατήρηση σκεπής, παρά την προσπάθεια που έγινε να ξαναφτιαχτεί την δεκ. ’60, όπως αναφέρει, ως λίθος φθεγγόμενος, ένα χάραγμα σε πέτρα της τοιχοποιίας: «Ανοικοδομήθη δαπάναις Βούλας Περουτσέα-Γκότση εκ Τσερίων εν έτει 1967». Τελικά, η προσπάθεια στέγασης εγκαταλείφθηκε και ο ναός μένει ασκεπής. Κατά καιρούς ανεβαίνουν εθελοντές και ξαναστήνουν τις πέτρες των τοιχίων που σκορπίζουν από το βάρος του χιονιού. Στο καθολικό του τον σκεπάζουν με μια τέντα. Αλλά σε όποια κατάσταση και αν ήταν ο ναός, πάντα ανέβαιναν προσκυνητές. Ορισμένες φορές γινόταν και γλεντάκι με όργανα. Μάλιστα το 1960 έγινε βάφτιση στο ναό: και το όνομα αυτού ‘‘Ηλίας’’, φυσικά.
Προσκύνημα στον λιτό κι απόκοσμο ναό
Θ.Μ. 2002 |
Θ.Μ. 2002 |
Η κόγχη του Ιερού Βήματος με την παλαιά εγχάρακτη πλάκα (Θ.Μ. 2002) |
Μπήκα στο ναό. Μικρών διαστάσεων (3x6μ. περίπου), λιτό, κατανυκτικό κι απόκοσμο το εσωτερικό του, με εικόνες σκαλιστές σε πέτρα ή σε μάρμαρο. Υπήρχαν και λίγες από ξύλο, τις οποίες είχαν μεταφέρει από τα χωριά. Μια απλή ξύλινη κατασκευή στήριζε την τέντα και ταυτόχρονα διαχώριζε υποτυπωδώς το Ιερό Βήμα. Στην κόγχη του Ιερού, μια ραγισμένη πέτρινη πλάκα με δυσδιάκριτα χαράγματα παλαιάς γραφής προσέλκυσε το ενδιαφέρον μου. Με δυσκολία διακρίνονταν δύο αράδες· οι υπόλοιπες κρύβονταν από μια μικρή εικόνα του Προφήτη Ηλία. Καθώς η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να ασχοληθώ, το ανέβαλα για το επόμενο πρωί. Όμως, με τη σπουδή για την κάθοδο πριν μεσουρανήσει ο ήλιος, δεν κατάφερα να παρατηρήσω καλύτερα και να φωτογραφίσω αυτή την πλάκα. Κατέγραψα μόνο τα εξής:
ΣΤΡΑΤΙΓΙου =Α= // Θεωδορου α^Γου
Προφανώς η πλάκα ήταν αφιέρωμα κάποιου Θεόδωρου Α. Στρατήγιου. Το κακογραμμένο «α^Γου» ίσως σημαίνει «ανθυπολοχαγού». Πιθανόν πρόκειται για τον οπλαρχηγό της Εθνεγερσίας Θεόδωρο Στρατηγέα (1804-1861 περίπου) από το Οίτυλο, ο οποίος το 1837 διορίστηκε τιμητικά στο στράτευμα με το βαθμό του ανθυπολοχαγού της φάλαγγος και έλαβε χάλκινο αριστείο ανδρείας. Κατά τον 19ο αιώνα το επώνυμο Στρατήγης/Στρατηγέας/Στρατηγάκος υπήρχε σε πολλά χωριά της Δυτικής Μάνης: Νιοχώρι, Πύργος Λεύκτρου, Κοτρώνι, Νομιτσί, Πολιάνα (Άγιος Νίκων), Μηλέα, Καστάνια, Γαϊτσές, καθώς και στον Πολυάραβο της Ανατολικής Μάνης.
Σκαλιστές σε μάρμαρο και πέτρα εικόνες για να αντέχουν στον χιονιά (Θ.Μ. 2002) |
Επίσης, μια από τις σκαλιστές μαρμάρινες εικόνες του αγίου φέρει τη γραπτή μαρτυρία: «Εργασία και δαπάνη Σ. Καρπαθιου, εν Παλαιοπαναγιά, έτος 1899». Εκτός από τον επώνυμο αφιερωτή από την Παλαιοπαναγιά της Σπάρτης, στους λίθους του ναού υπάρχουν πολλά χαράγματα με ονόματα και παλιές χρονολογίες (1881, 1892, 1898, 1901, 1936 κ.ά. δυσδιάκριτες), που φανερώνουν την διαχρονική παρουσία προσκυνητών στην κορυφή του Ταϋγέτου.
Στο ιερό βήμα ο 70χρονος παπά Σωτήρης Γουζέας, αβραμιαία μορφή που επί τρεις δεκαετίες ανέβαινε στο βουνό, έψελνε εσπερινούς ύμνους και ευλογούσε μια αρτοκλασία. Στο πλάι μερικά στρωσίδια σχημάτιζαν ένα λίκνο, για τις λίγες ώρες της που έγερνε να ησυχάσει και ν’ αποκοιμηθεί. Κοινωνικός κι εύχαρις, συχνά διέκοπτε τις ψαλμωδίες και ρωτούσε τους εισερχόμενους από πού έχουν έρθει. Σαν άκουσε πως ήμουν από την Αβία, ρώτησε το όνομά μου κι αργότερα με αναζήτησε έξω από το ναό. Είχε συνυπηρετήσει ως κληρωτός με τον αδερφό του πατέρα μου, τον θείο Γιώργη Μπελίτσο, και ήθελε να μάθει νέα του. Χωρίς να αναφέρει λεπτομέρειες, φαινόταν πως είχε ευχάριστες αναμνήσεις και μου ζήτησε να του μεταφέρω τους χαιρετισμούς του. Πράγματι, όταν το είπα στον μπάρμπα μου, αμέσως τον θυμήθηκε, κι άρχισε να μου περιγράφει φανταρίστικα «ανδραγαθήματα» που είχαν διαπράξει μαζί. Ο παπά Σωτήρης συνέχισε να ανεβαίνει στον Αγιολιά και τα επόμενα χρόνια, όσο βαστούσαν τα πόδια του. Το 2015 ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος τον τίμησε για την ευδόκιμη θητεία του επί 45 χρόνια ως εφημέριου στα Τσέρια.
Ο παπά Σωτήρης Γουζέας ευλογεί την αρτοκλασία (Θ.Μ. 2002) |
Παντού βρίσκεις γνωστούς αναπάντεχα, τελικά, ακόμα και στην κορυφή της Πελοποννήσου. Κάνοντας ένα γύρο, βρήκα κι άλλους: τον αρχισυντάκτη της εφ. Σημαία Καλαμάτας Χρήστο Κοτσωνή, τον δασάρχη Μεσσηνίας Παναγιώτη Μπαζίγο και τον μανιάτη εκδότη Γιώργο Δημακόγιαννη. Αυτοί, λίγο πολύ, ήταν αναμενόμενοι. Μη αναμενόμενες κι απίθανες ήταν μια συνάντηση έκπληξη και μια γνωριμία που θα είχα το επόμενο πρωί. Έψαξα να βρω ένα σημείο να ακουμπήσω τα πράγματά μου, το σακίδιο και τον υπνόσακο, κατά το δυνατόν απάγκιο για να μην ξεπαγιάσω τη νύχτα. Ο συνωστισμός στο μικρό πλάτωμα της κορυφής, των 60-65 περίπου τ.μ., ήταν μεγάλος. Τα λιγοστά πέτρινα ασκεπή κελιά που πρόσφεραν καλύτερη προστασία, ήταν ήδη κατειλημμένα. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαλάσματα, στενάχωρα κι αποπνικτικά, με δάπεδο κακοτράχαλο κι ανώμαλο· ήταν απολύτως άβολα. Αλλά κι έξω από τα κελιά οι χώροι είχαν γεμίσει με απλωμένα υποστρώματα. Με το ζόρι κατάφερα να χωθώ ανάμεσα σε δυο συνοδοιπόρους από την ομάδα, με τους οποίους είχαμε ανέβει μαζί. Άπλωσα τον υπνόσακο, απίθωσα το σακίδιο για να κατοχυρώσω τη θέση κι έκανα έναν γύρο στο μικρό πλάτωμα, στο οποίο υπήρχε ήδη πολυάνθρωπη παρουσία.
Εντόπισα το κολωνάκι που οριοθετούσε το υψηλότερο σημείο της κορυφής. Ήταν μισογκρεμισμένο και η μεταλλική πλάκα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού έλλειπε. Είχε ξηλωθεί από τις άγριες καιρικές συνθήκες ή την είχε ‘απαλλοτριώσει’ κάποιος άπληστος συλλέκτης τεκμηρίων; Ποιος το ξέρει; Γύρω μου έβλεπα παντού κουρασμένες φιγούρες και καταβεβλημένα κορμιά. Αλλά σε όλων τα πρόσωπα υπήρχε χαραγμένη η ικανοποίηση πως είχαν ολοκληρώσει ένα δύσκολο στόχο: το προσκύνημα στον «Μακρυνό Ηλία», οι πιο πολλοί για πρώτη φορά στη ζωή τους, ίσως και μοναδική, όπως κι εγώ άλλωστε.
Η σούπα έτοιμη στο καζάνι της καντίνας (Θ.Μ. 2002) |
Σε μια γωνιά, κάποιοι είχαν στήσει ένα καζάνι και μαγείρευαν ψαρόσουπα. Καθώς ο ήλιος έγερνε στη δύση και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει, ένα κυπελλάκι ζεστής σούπας ήταν ό,τι έπρεπε. Στην κοιλάδα του Ευρώτα είχε σχηματιστεί ήδη η τριγωνική σκιά της «Άκρας Ταϋγέτου», της πυραμιδωτής κορυφής του βουνού. Όσο έγερνε ο ήλιος η σκιά μεγάλωνε και κάλυπτε όλη τη Λακωνία. Στη δυτική πλευρά το λιόγερμα στο Ιόνιο πέλαγος, πέρα από τη μεσσηνιακή χερσόνησο, ήταν ονειρικό.
Η τριγωνική σκιά της κορυφής στην κοιλάδα του Ευρώτα (Θ.Μ. 2002) |
Με το που έδυσε ο ήλιος, αμέσως νιώσαμε τη διαφορά στη θερμοκρασία. Σπεύσαμε στα σακίδια να βρούμε τα βαριά ρούχα που με τόσο κόπο είχαμε κουβαλήσει. Φόρεσα πουλόβερ και μακριά φόρμα πάνω από το σορτσάκι και λίγο αργότερα χειμωνιάτικο μπουφάν και σκουφί. Όσο έπεφτε το σκοτάδι, το κρύο θέριζε στην κυριολεξία. Μια φωτιά που είχαν ανάψει κάποιοι, μας μάζεψε γύρω της, όπως η κλώσα τα κλωσόπουλα. Σε λίγο μοσχοβόλησε ο τόπος από το λιβάνι που ρίχνανε, ενώ η φωτιά σπινθηροβολούσε. Χαμηλά στο Ξεχώρι, κάποιοι κάνανε το ίδιο και άρχισε μια φωτο-συνδιάλεξη μαζί τους. Οι αρχαίες φρυκτωρίες αναβίωναν μπροστά στα μάτια μας, και μια αρχέγονη θυσία με διαφορετικό ύφος. Ξαφνικά ένα μπουκάλι κονιάκ κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, ό,τι έπρεπε για να τελειώσει όμορφα και γαλήνια η βραδιά, μαζί με ένα δυο παστέλια που είχα φέρει κι ένα κομμάτι άρτο από την αρτοκλασία.
Η φρυκτωρία σπινθηροβολεί από το λιβάνι |
Χώθηκα στον υπνόσακο με το μπουφάν και με τη φόρμα, υπακούοντας στις συμβουλές των πιο έμπειρων. Άλλωστε το κρύο είχε ήδη αγριέψει και τη νύχτα λέγανε πως η θερμοκρασία θα πέσει κοντά στο μηδέν. Βολεύτηκα όπως-όπως στο ανώμαλο έδαφος και χάζευα την απεραντοσύνη του ξάστερου ουρανού. Το φωτεινό σύμπαν με αποζημίωνε για την κούραση όλης της ημέρας. Καθώς έκλειναν τα μάτια μου, η εικόνα του γαλαξία που διέσχιζε τον αιθέρα πέρασε από τον υπαρκτό κόσμο στον ονειρικό. Ο νήδυμος θεός Ύπνος με οδήγησε στη γαλήνια Νήσο των Ονείρων.
Η γλυκιά αυτή αίσθηση δεν κράτησε για πολύ. Μετά τα μεσάνυχτα άρχισε να φυσάει και το κρύο έγινε πιο έντονο. Παρά τον βαρύ ρουχισμό τουρτούριζα κι όχι μόνο εγώ. Γύρω μου ένιωθα σώματα να στριφογυρίζουν, άκουγα στόματα να ξεφυσούν και δόντια να τρίζουν. Έβαλα μέσα στον υπνόσακο και το κεφάλι μου, μαζεύτηκα όσο μπορούσα κι έκανα υπομονή. Στην ουσία, τις επόμενες δυο-τρεις ώρες λαγοκοιμόμουν, προσμένοντας να σημάνει η καμπάνα, ώστε να χωθώ μέσα στο ναό. Γύρω στις τρεις και μισή ακούστηκε επιτέλους το σήμαντρο, νωρίς νωρίς ώστε μέχρι το χάραμα η λειτουργία να έχει τελειώσει, πριν ανατείλει ο ήλιος και πιάσει ζέστη. Άφησα το σάκο και κατέφυγα στο εκκλησάκι. Στριμώχτηκα μαζί με πολλούς ακόμα που είχαν την ίδια ιδέα. Καθισμένοι κατάχαμα, αρκετοί κοιμόντουσαν κανονικά. Βρήκα μια γωνιά και κάθισα. Το παγωμένο αγέρι έμπαινε από τα ανοίγματα της τέντας αλλά ο χώρος ήταν ζεστός από τα κορμιά και από τα χνώτα μας.
Στο μισοσκόταδο των κεριών ο παπά Σωτήρης κι ο ψάλτης, μυστηριακές φιγούρες που είχαν δραπετεύσει από βυζαντινά εικονίσματα, έψελναν απτόητοι τροπάρια και ευχές. Στη διάρκεια του όρθρου κατανοούσαν και δέχονταν κατ’ οικονομίαν την αμαρτωλή νυσταλέα παρουσία των πλειόνων εξ ημών. Μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησαν να ψάλουν, με βροντώδη φωνή, το απολυτίκιο της ημέρας, σε ήχο τέταρτο:
«O ένσαρκος άγγελος, των Προφητών η κρηπίς... Ηλίας ο ένδοξος…»,
Η ψαλμωδία ξύπνησε όλο το εκκλησίασμα, τόσο το εντός του ναού όσο και το εκτός, που είχε πυκνώσει και είχε σπεύσει να βρει απάγκιο κοντά στα τοιχία του. Οι ψαλμωδοί το επανέλαβαν με τη δειλή συμμετοχή κάποιων από εμάς. Την τρίτη φορά σχεδόν όλοι, καλλίφωνοι και μη, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, τιμήσαμε τον προφήτη σιγοψέλνοντας όσα από τα λόγια είχαμε συγκρατήσει: «…νόσους αποδιώκει και λεπρούς καθαρίζει, διό και τοις τιμώσιν αυτόν βρύει ιάματα». Λίγο πριν από την απόλυση, ενώ ο ψάλτης επαναλάμβανε το μεγαλυνάριο: «Δεύτε τον πυρίπνουν και ζηλωτήν, τον διά τεθρίππου, αρπαγέντα από της γης... Hλίαν τον Θεσβίτην, ύμνοις τιμήσωμεν», ορμώμενος από μια πρωτόγνωρη εσωτερική ανάγκη, προσήλθα ταπεινά και μετάλαβα των αχράντων μυστηρίων. Εξομολογήθηκα στον ιερέα, ότι αποβραδίς είχα αρτύσει· «το ψάρι καταλύεται», μου ψιθύρισε και έγινα δεκτός ως βασανισμένος οδοιπόρος!
Κάποιοι άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα την μικρή καμπάνα, καθώς ο Ήλιος μόλις είχε προβάλει στην ανατολή, από το Μυρτώο πέλαγος: «Όθεν ανυψώθης εν άρματι πυρίνω, ω Ηλιού Προφήτα, προς βίον άφθαρτον», αναφωνεί ο ψαλμωδός σε έτερο μεγαλυνάριο. Πόσο προσαρμοσμένα στο μεγαλειώδες άστρο είναι τα εκκλησιαστικά άσματα!
Η σκιά και η παρασκιά του Ταϋγέτου στον Μεσσηνιακό και στο Ιόνιο (Θ.Μ. 2002) |
Το ενδιαφέρον όλων μας στράφηκε στην ανατολή αλλά και στα δύο τεράστια τρίγωνα της σκιάς και της παρασκιάς της πυραμίδας του Ταϋγέτου που σχηματίστηκαν στον Μεσσηνιακό κόλπο. Αρχικά κάλυπταν όλον τον κόλπο, τη μεσσηνιακή χερσόνησο ως το ακρωτήριο Ακρίτας, τα νησάκια Βενέτικο, Σχίζα και Σαπιέντζα κι εκτείνονταν βαθιά στο Ιόνιο. Σταδιακά τα σκιερά τρίγωνα άρχισαν να μικραίνουν κι εμείς, σιωπηλοί μάρτυρες, αντικρίζαμε το μεγαλείο του ήλιου να κυριαρχεί και να διώχνει με το ζεστό φως του το ψυχρό έρεβος από τις στεριές και από τις θάλασσες.
Καθώς ήμουν προσηλωμένος και φωτογράφιζα το εντυπωσιακό φαινόμενο, μια φωνή ακούστηκε από δίπλα, εμφανώς έκπληκτη, να με καλεί: «Κύριε Μπελίτσο;». Η δική μου έκπληξη ήταν μεγαλύτερη, όταν αντίκρισα την Σοφία Κατακουζηνού, παλιά και αγαπημένη μαθήτρια στο Γυμνάσιο Μούδρου και συγχωριανή της γυναίκας μου από τα Καμίνια της Λήμνου. Αυτή κι αν ήταν συνάντηση! Στην κορυφή του Ταϋγέτου βρήκα ένα κορίτσι από τη Λήμνο που είχα να το δω πάρα πολλά χρόνια. Είχαν ανέβει στην κορυφή με τον τότε σύντροφο κι αργότερα σύζυγό της. Από την κουβέντα μας η σύμπτωση αποδείχθηκε ακόμα μεγαλύτερη· έκαναν διακοπές στη Μικρή Μαντίνεια, όπου είχαν έναν κουμπάρο, δηλαδή σχεδόν δίπλα στο δικό μου χωριό!
Όμως, ο ήλιος είχε αρχίσει να μας καίει την πλάτη, σημάδι πως είχε φτάσει η ώρα της αναχώρησης. Αναγκαστικά αποχαιρετιστήκαμε και δώσαμε ραντεβού είτε στη μεσσηνιακή ακτή είτε στα Καμίνια.
Μια τελευταία φωτογραφία με φόντο την κορυφή, ώσπου να συγκεντρωθεί η ομάδα, στην πρώτη στάση στην κάθοδο (Θ.Μ. 2002) |
Κάθοδος κι επιστροφή από τους Πενταυλούς
Ξεκινήσαμε την κάθοδο με την ομάδα προς την ανατολική πλευρά, με προορισμό το ορειβατικό καταφύγιο του ΕΟΣ Σπάρτης που βρίσκεται κοντά στην πηγή «Βαρβάρα», όπου θα κάναμε την πρώτη στάση. Ήμασταν αισιόδοξοι και κεφάτοι, αφενός διότι η διαδρομή ήταν κατηφορική και σχετικά σύντομη, περίπου δίωρη, αφετέρου διότι στο καταφύγιο θα μας περίμενε ένα φορτηγάκι από τη Σαϊδόνα, με σκοπό να παραλάβει όσους δεν είχαν κουράγια αλλά και το περιττό φορτίο όσων θα συνεχίζαμε. Η αισιοδοξία δεν κράτησε για πολύ. Η διαδρομή ήταν σηματοδοτημένη από τον ΕΟΣ Σπάρτης και ακολουθούσε δεκάδες «αγανιές», όπως λένε στη Μάνη τις στροφές που κάνουν τα μονοπάτια στις πλαγιές των βουνών, οι οποίες έκαναν την πορεία πιο ομαλή αλλά η κατηφοριά ήταν απότομη και ήθελε μεγάλη προσοχή. Σε πολλά σημεία ήταν κακοτράχαλη και γλιστρούσε. Τα πόδια έπρεπε να πατούν προσεκτικά και σίγουρα. Αλλού υπήρχε λείος γλιστερός βράχος, αλλού χαλικόστρωτο, κακοτράχαλο μονοπάτι κι αλλού ψηλά σκαλοπάτια. Η όλη προσπάθεια στις «Πλακούρες», όπως λέγανε τον τόπο, ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για τα γόνατα και τις γάμπες που σε κάθε βήμα στήριζαν όλο το σώμα. Το κατσώνι που είχα για βακτηρία αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο σε αυτή την κάθοδο. Επιπλέον βαδίζαμε με τον ήλιο να μας χτυπά κατακούτελα.
Σε κάθε στροφή βλέπαμε την κορυφή να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. Στρέφαμε το βλέμμα και καμαρώναμε την «Άκραν Ταϋγέτου», το Μακρυνό Ηλία, που μας είχε γοητεύσει. Μετά από δυο περίπου ώρες βρεθήκαμε σε πιο πεδινά μονοπάτια, στο «θηλυκό» κομμάτι του βουνού, όπως το αποκαλούν οι ορειβάτες. Στον μεγάλο αυτό κατήφορο είχαμε κατέβει από τα 2.400 στα 1.500 μέτρα, σε δύο μόλις ώρες! Από την πρωινή παγωνιά των 0-5ο C της κορυφής, στην ηλιόλουστη πλαγιά η θερμοκρασία ανέβηκε σταδιακά στους 20ο C. Αυτά και μόνο δείχνουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
Κατεβαίνοντας τις απότομες αγανιές στις "Πλακούρες" |
Ξεκουραστήκαμε λίγο στο καταφύγιο κι αφήσαμε τα περιττά βάρη στο φορτηγάκι που ήρθε ειδικά για μας από τη Σαϊδόνα. Επίσης, επιβιβάστηκαν κάποιοι που δεν είχαν κουράγιο να συνεχίσουν πεζοί. Βγήκαμε από το δασικό δρόμο και πήραμε το σηματοδοτημένο νότιο μονοπάτι προς τους Πενταυλούς, με οδηγό τον Δημ. Παπαστάθη του Φ.Ο.Σ. Ξαναβρήκαμε το κέφι μας, διότι η διαδρομή ήταν ήπια, λίγο κατηφορική και πολύ ευχάριστη μέσα σε δασωμένο περιβάλλον. Οι προοπτικές ήταν καλές, διότι η υψομετρική διαφορά ανάμεσα στο καταφύγιο και στον τελικό προορισμό μας ήταν πολύ μικρή. Ξεκινούσαμε από τα 1.560 μέτρα και θα καταλήγαμε 1.480 στον Άγιο Δημήτριο της Βασιλικής. Ενδιάμεσα υπήρχαν κατηφορικά και ανηφορικά σημεία αλλά πάντα μέσα στο σκιερό δάσος της μαυροπεύκης.
Σύντομα φτάσαμε στην πηγή Σωτηρίτσα, όπου ανεφοδιαστήκαμε με νερό. Εκεί δοκίμασα τη δεύτερη έκπληξη που μου επιφύλαξε αυτή η περιπέτεια. Δίπλα στην πηγή ξεκουραζόταν μια μικρή παρέα, η οποία είχε απλώσει το κολατσιό της στο πέτρινο πεζούλι. Ανάμεσα στα άλλα υπήρχε και ένα κεφάλι τυρί μελίπαστο Λήμνου. Ένα τυρί σπάνιο, αποκλειστικά σπιτικό και άγνωστο τότε εκτός Λήμνου, αφού δεν κυκλοφορούσε σε εμπορικές συσκευασίες. «Κάποιος είναι από τη Λήμνο, εδώ!», δήλωσα φωναχτά, πλησιάζοντας χαμογελαστός. Και όντως ένας κύριος ήταν Λημνιός και μάλιστα Μουδρινός, Μανουλής στο επώνυμο. Χωρίς να γνωριζόμαστε, πιάσαμε κουβέντα για κοινούς γνωστούς και κοινές αναμνήσεις από το Μούδρο, στον οποίο είχα ζήσει τρία χρόνια ως καθηγητής από το 1984 ως το 1987. Ακολουθούσαν κι εκείνοι την ίδια διαδρομή με μας, αλλά οι ρυθμοί μας ήταν διαφορετικοί και χωρίσαμε. Τους ξαναβρήκα στο τέλος της ημέρας στη Σαϊδόνα.
Ποιος να το περίμενε ότι στις πλαγιές του Ταϋγέτου θα κολάτσιζα με μελίπαστο τυρί, δημιούργημα κάποιου άγνωστου Λημνιού κεχαγιά! Ήταν άλλη μια ευχάριστη έκπληξη που μου επιφύλαξε αυτή η αξέχαστη περιπέτεια. Φαίνεται πως ο θεός Ύπνος, πατρίδα του οποίου ήταν η Λήμνος, είχε κέφια και τη νύχτα είχε αποφασίσει να ταξιδέψει από το ακριτικό νησί ως τη λακωνική χερσόνησο, ώστε το πρωί να φέρει σε επαφή τους λιγοστούς Λημνιούς και ‘Λημνιούς’ που βρεθήκαμε εκεί.
Η πηγή Σωτηρίτσα |
Συνεχίσαμε κατηφορικά μέσα στο δάσος συναντώντας διάφορα ξέφωτα στη διαδρομή, από τα οποία αντικρίζαμε την μακρινή πλέον κορυφή από τα ΝΑ. Καταλήξαμε σε μια απότομη ρεματιά, όπου μια επίφοβη μεταλλική σκάλα γεφύρωνε περίπου σαράντα ως πενήντα μέτρα υψομετρικής διαφοράς. Την κατεβήκαμε με προσοχή, υπακούοντας στην οδηγία της πινακίδας: «Απαγορεύεται ταυτόχρονη διέλευση άνω των 10 ατόμων». Στο σημείο αυτό συναντήσαμε το ρέμα της Ρασίνας, ένα μεσαιωνικό σλάβικο τοπωνύμιο (ποταμός Ρασίνα υπάρχει και στη Σερβία). Η Ρασίνα κατηφορίζοντας περνά από το Ξηροκάμπι. Εκεί γεφυρώνεται από ένα ρωμαϊκό πέτρινο γεφύρι, έργο της εποχής του Καίσαρα Αυγούστου, ένα από τα αρχαιότερα σε λειτουργία γεφύρια της Ευρώπης. Φτιάχτηκε από τους Σπαρτιάτες για να διευκολύνεται η διάσχιση του Ταΰγετου και η πρόσβαση προς την Καρδαμύλη, στη διαδρομή που διερχόταν από τους Πενταυλούς, το δάσος της Βασιλικής, τα Τσέρια και τη ρεματιά του Βυρού. Στα χρόνια του Αυγούστου η Καρδαμύλη ήταν το πλησιέστερο λιμάνι στον Μεσσηνιακό κόλπο που παρέμενε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, καθώς η Αβία, οι Φαρές και όλα τα βορειότερα από την Χοίρειο Νάπη (νυν ρέμα της Σάνταβας) πολίσματα, είχαν αποσπασθεί από την Σπάρτη υπέρ των Μεσσηνίων.
Η απότομη μεταλλική σκάλα και η καθοδική πορεία προς τους Πενταυλούς |
Το "Δημαρχείον", καταφύγιο βοσκών και κυνηγών |
Την εντυπωσιακή ρεματιά της Ρασίνας τροφοδοτούν με νερό οι Πενταυλοί, πλούσιες νερομάνες στις οποίες φτάσαμε έπειτα από λίγο και καθίσαμε να ξαποστάσουμε. Βρισκόμασταν περίπου στα μισά της διαδρομής από το καταφύγιο προς τον Άγ. Δημήτριο και στο χαμηλότερο σημείο, στα 1.200 μέτρα περίπου. Ξεδιψάσαμε, ξεκουραστήκαμε στο περίφημο «Δημαρχείο», ένα πέτρινο κιόσκι που φέρει την χιουμοριστική αυτή επιγραφή και πήραμε δυνάμεις για το ανηφορικό τελευταίο κομμάτι της πορείας μας. Με την έμπειρη καθοδήγηση του Δημήτρη Παπαστάθη, που γνώριζε πότε να χαλαρώσουμε, πότε να κάνουμε στάση και πότε να εντείνουμε την προσπάθειά μας, η ανηφορική πορεία μέσα στο δάσος δεν μας κούρασε υπερβολικά.
Στο «Σωρό της Γριάς», ένα διάσελο με ορατότητα προς τα βόρεια, αντικρίσαμε για άλλη μια φορά το εντυπωσιακό θέαμα της κορυφής του Προφήτη Ηλία. Πόσο κοντά φαινόταν αλλά πόσο μακριά μας βρισκόταν! Στα δυτικά είχε φανεί ήδη το Χαλασμένο και ο Μεσσηνιακός κόλπος. Πλησιάζαμε στο τέλος. Μετά από δέκα περίπου λεπτά ένα κατηφορικό μονοπάτι μας οδήγησε στον Άη Δημήτρη, όπου είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητα την προηγούμενη μέρα. Είχαν περάσει περίπου έξι ώρες από το ξεκίνημα μας από την κορυφή.
Το Χαλασμένο και στο βάθος η ακτή της Καλαμάτας |
Στάθηκα μια στιγμή κι αναλογίστηκα πόσοι και πόσοι είχαν διασχίσει αυτά τα μονοπάτια. Στην αρχαία εποχή ο ηγέτης των Μεσσηνίων Αριστομένης για να εισβάλει στην κοιλάδα του Ευρώτα κι αντιστρόφως οι Σπαρτιάτες για να καθυποτάξουν τη Μεσσηνία. Τον 15ο αιώνα ο δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος, όταν κατέφυγε διωκόμενος στη Μαντίνεια στο Μεσσηνιακό κόλπο, από όπου με πλοίο διέφυγε στην Ιταλία. Τα νεότερα χρόνια ο Ιμπραήμ, όταν αποπειράθηκε να εισβάλει στη Μάνη από τα ανατολικά τον Αύγουστο του 1826, και αποκρούστηκε από τους ντόπιους Ανδρουβιστιάνους, όπως ενημερώνει η σχετική επιγραφή που έχει τοποθετηθεί σε ανάμνηση του γεγονότος. «Ανδρούβιστα» λεγόταν στα χρόνια του ’21 το σημερινό Ξεχώρι και η ευρύτερη περιοχή.
Κι ακόμα πόσοι και πόσοι ανώνυμοι αγωγιάτες, βοσκοί, ξυλοκόποι, συλλογείς βοτάνων, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, κοσμοκαλόγεροι είτε σαλοί σαν τον Χαραλάμπη είτε δημεγέρτες σαν τον Παπουλάκο αλλά και φυγάδες, ληστές, αντάρτες, κάθε λογής κυνηγημένοι και παράνομοι είχαν πατήσει στα ίδια μονοπάτια. Με αυτές τις σκέψεις μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Πέρασα από τη Σαϊδόνα, όπου σε λίγο ήρθε το φορτηγό που μετέφερε τον υπνόσακο και το σακίδιό μου. Αποχαιρέτισα την ομάδα και αναχώρησα για την Παλιόχωρα.
Το όμορφο ταξίδι στην Άκραν Ταϋγέτου, στο ασκεπές ναΐδριο του παλαιού της Γραφής Προφήτου ή αν θέλετε στο αρχαίο Ιερό του φωτοδότη Ήλιου, είχε φτάσει στο τέλος του.
Θοδωρής Γρ. Μπελίτσος
Αύγουστος 2022
Πηγές
Άρθρα Γ.Η. Βενιζελέα (και φωτογραφίες) και Παναγιώτη Μπαζίγου στην ιστοσελίδα ‘mani.org.gr’
Σταύρου Καπετανάκη, «Τετράδια Ιστορίας της Μάνης», Εταιρεία Λακωνικών Σπουδών:
Philip Thibodeau, “Anaximander’s Spartan sundial”, Cambridge University Press, 11 August 2017.
«Ταΰγετος», λήμμα στην Βικιπαίδεια καθώς και τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα λήμματα.
Φωτογραφίες από το blog «Οι Μανιάτες είναι παντού».
Διάφορες φυσιολατρικές ιστοσελίδες.
Από https://belitsosquarks.blogspot.com/