Εργατικές και προλεταριακές εμπειρίες στο « Κάποτε στην Ελλάδα». (Ανάλυση, από τη σκοπιά της προλεταριακής λογοτεχνίας, δύο σύγχρονων διηγημάτων -«Στο Καπηλειό» του Κώστα Λίχνου και το «Είχαμε λίγο Ουρανό» του Ευστράτιου Τζαμπαλάτη)

 


Εργατικές και προλεταριακές εμπειρίες στο « Κάποτε στην Ελλάδα»

Μια ερμηνευτική προσέγγιση 

Νόπη Ταχματζίδου Βαγγέλης Λαγός

 

Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται σε δύο διηγήματα που περιλαμβάνονται στον συλλογικό τόμο «Κάποτε στην Ελλάδα», των εκδόσεων Γράφημα που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2022. Το ένα είναι το διήγημα του Κώστα Λίχνου «Στο Καπηλειό» και το άλλο το «Είχαμε λίγο Ουρανό» του Ευστράτιου Τζαμπαλάτη. Πρόκειται για ιστορικά διηγήματα που αναδεικνύουν και επεξεργάζονται όψεις της ζωής και της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα. Από αυτή την άποψη, αποτελούν πολύ ενδιαφέροντα σύγχρονα δείγματα της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης και της προλεταριακής λογοτεχνίας.

Η λογοτεχνία της εργατικής τάξης και η προλεταριακή λογοτεχνία συνιστούν ένα νεωτερικό λογοτεχνικό είδος που παλαιότερα είχε εννοιολογηθεί ως «στρατευμένη πεζογραφία» ή «ιδεολογικό μυθιστόρημα». Τα έργα αυτά, εστιάζουν θεματικά στην εργατική και λαϊκή εμπειρία, συνείδηση και ταυτότητα αναδεικνύοντας τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς, τις σχέσεις στις εργατικές κοινότητες, την εμπειρία της ανεργίας, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των υποτελών τάξεων, την εμπειρία της οικονομικής μετανάστευσης, τα ζητήματα της ένταξης και αποκατάστασης των προσφύγων κ.α.

Στο πλαίσιο αυτό, η προλεταριακή λογοτεχνία, ως υποκατηγορία της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης, επεξεργάζεται μυθοπλαστικά τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες της συγκρότηση της μαχητικής και επαναστατικής εργατικής ταξικής συνείδησης και ταυτότητας. Επίσης ανασυγκροτεί και επεξεργάζεται την εμπειρία της ριζοσπαστικής και επαναστατικής πολιτικής δράσης, τα εμπόδια που αυτή συναντά και την καταστολή που υφίσταται. Άμεσα ή έμμεσα, ρητά ή υπόρρητα, τα έργα αυτής της λογοτεχνίας επιδιώκουν να αναδείξουν, να επεξεργαστούν και να προάγουν τα συμφέροντα αυτών που δεν έχουν φωνή, δηλαδή των κυριαρχούμενων της καπιταλιστικής κοινωνικής δομής.

Στην Ελλάδα, το λογοτεχνικό αυτό είδος, αναπτύσσεται κυρίως από τη δεκαετία του 1920 και εξής δίνοντας έμφαση στα στοιχεία του νατουραλισμού και του κοινωνικού ρεαλισμού. Αρκεί εδώ να θυμίσουμε ότι το ποίημα του Κ. Βάρναλη « Οι Μοιραίοι» δημοσιεύεται το 1922, ενώ σ’ αυτή τη δεκαετία δημοσιεύουν έργα τους και οι Κ. Χατζόπουλος, Κ. Θεοτόκης και Δ. Βουτυράς.

Τα κείμενα των Λίχνου και Τζαμπαλάτη ανασυγκροτούν και επεξεργάζονται μυθοπλαστικά το θέμα της υποκειμενικής βίωσης της ταξικής ταυτότητας και της σχέσης της με τους ταξικούς αγώνες και τη ριζοσπαστική και επαναστατική πολιτική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και τα δύο κείμενα εγκιβωτίζουν το υποκειμενικό βίωμα της ταξικής ταυτότητας τόσο στις κοινές για την εργατική τάξη συνθήκες όσο και στις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Τα δύο αυτά κείμενα αναφέρονται σε δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους που είναι μεγάλης σημασίας τόσο από την άποψη της εξέλιξης της κυρίαρχης ιδεολογίας (ηγεμονία και κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας) όσο και για την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και της ριζοσπαστικής ταξικής πολιτικής που η εθνικιστική ιδεολογία (είτε ως κρατική ιδεολογία, είτε ως αίτημα εθνικής ολοκλήρωσης είτε ως απάντηση στην ανάπτυξη άλλων εθνικιστικών κινημάτων στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο) αντιστρατεύτηκε.

Στο κείμενο του Λίχνου η αφήγηση τοποθετείται στις αρχές Μαρτίου του 1929, κατά τη διάρκεια του απεργιακού αγώνα των μεταλλωρύχων του Λαυρίου και εντάσσεται στην ιστορικότητα μιας ευρύτερης περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από όξυνση τόσο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της εργατικής διεκδικητικότητας (ενίσχυση και επέκταση της εργατικής συνδικαλιστικής δράσης, διεισδυτικότητα των ριζοσπαστικών και επαναστατικών ιδεών σε ευρύτερα εργατικά στρώματα, μαχητικοί εργατικοί αγώνες) όσο και της καταστολής της.

Αντίστοιχα, στο κείμενο του Τζαμπαλάτη η αφήγηση μετατοπίζεται 20 χρόνια πριν από την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο Λίχνος και μας πηγαίνει στο τέλος Φεβρουαρίου του 1909 κατά τη διάρκεια της απεργίας των καπνεργατών του Βόλου. Πρόκειται και εδώ για μια σύνθετη και πυκνή σε εξελίξεις και γεγονότα εποχή, κατά την οποία έλαβαν χώρα σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, αλλά και κρίσεις, στο πλαίσιο των οποίων η εργατική τάξη διεκδικούσε όλο και σθεναρότερα τη συνδικαλιστική της οργάνωση, οι σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και αναρχικές ιδέες άρχιζαν να διεισδύουν σε ευρύτερα εργατικά στρώματα, ενώ ο δημοτικισμός, η συγκρότηση της πολιτικής Αριστεράς και οι φεμινιστικές ιδέες προκαλούσαν τον φόβο και την οργή των πολιτικών, οικονομικών και κρατικών ελίτ.    

Και τα δύο κείμενα ανασυγκροτούν και επεξεργάζονται μυθοπλαστικά το ιστορικό υλικό τους μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού τους ήρωα. Έτσι, στο κείμενο του Λίχνου, ο Κωνσταντής, ένας άνεργος, εδώ και δυο μήνες, λιμενεργάτης στο λιμάνι του Πειραιά που πλέον καταφεύγει στο καπηλειό και στο κρασί για να κάνει κάπως ανεκτή τη θλιβερή και μοναχική καθημερινότητά του, αφηγείται το συναπάντημά του με την ταξική πολιτική και τον αγώνα των μεταλλωρύχων του Λαυρίου μέσα από την αγωνιώδη προσπάθειά του να βρει τρόπο να μεθοκοπήσει, μιας και είναι εντελώς άφραγκος.  

Αντίστοιχα, στο κείμενο του Τζαμπαλάτη, ο ανώνυμος, αναρχικός προλετάριος καπνεργάτης αφηγητής εξιστορεί την προσπάθειά του να αξιοποιήσει την όξυνση της εργατικής αγωνιστικότητας και μαχητικότητας στον Βόλο της εποχής, για να θέσει σε εφαρμογή, το «μεγάλο όραμά» του, δηλαδή, όπως εξομολογείται στους λιγοστούς, αλλά μαχητικούς, συντρόφους του, καθώς πίνουν το κρασί τους στο καφενείο που συνήθιζε να συναντιέται αυτή η ομάδα των αναρχικών προλετάριων, «τη δημιουργία μιας αναρχικής ουτοπίας στην πράξη, στο τώρα».

Η ταξική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, οι εργατικοί αγώνες και η καταστολή τους, συχνά ένοπλη με τραυματίες και νεκρούς, συνιστούν το κοινό ιστορικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο οι δύο αφηγήσεις φιλοτεχνούν δύο διαφορετικές και αντιστικτικές μεταξύ τους εργατικές ταξικές εμπειρίες και ταυτότητες.

Από τη μία πλευρά, το κείμενο του Λίχνου, ξεδιπλώνει την εργατική εμπειρία και την ταυτότητα που αντιστοιχούν στην ταξική υποτέλεια. Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, ο Κωνσταντής, αντιλαμβάνεται την αδήριτη ταξικότητα της πραγματικότητάς του, αλλά αδυνατεί να την αμφισβητήσει έμπρακτα. Αντίθετα, έχει εσωτερικεύσει τη ριζική υποτέλεια του άνεργου εργάτη, η οποία τον στρέφει εναντίον του εαυτού του (αλκοολισμός, αλλοτρίωση, μοναξιά και ντροπή) και των ομοίων του (κλοπή του πενιχρού εισοδήματος της καθαρίστριας μάνας του για να μεθοκοπήσει στο καπηλειό). Η πραγματικότητα τον καθηλώνει και τον περιορίζει στη θέση του παρατηρητή τόσο της δικής του προσωπικής αθλιότητας όσο και των ευρύτερων κοινωνικών αδικιών και αδιεξόδων αλλά και της πολιτικής κυριάρχησης που αντιμετωπίζουν οι ταξικοί του ομόλογοι στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής ηγεμονίας. Βαθιά χωμένος στις δυσκολίες της προσωπικής του ζωής, στην ανεργία, στην κοινή ζωή με την παραδουλεύτρα μάνα, ακόμη και στην προσωπική μοναξιά, αναζητά περισσότερο τρόπους απόδρασης από μια πραγματικότητα λυπηρή και απολύτως ακυρωτική.

Καταφεύγει στο κρασί και όχι στην ενεργό συνδικαλιστική και πολιτική δράση παρ’ όλο που συναναστρέφεται στον καφενέ έναν άνθρωπο-φορέα επαναστατικής ιδεολογίας. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να μην ονομάζεται, αλλά τα χαρακτηριστικά του αποδίδονται λογοτεχνικά με λεπτομέρειες, που αφορούν όχι μόνο την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και τη δράση του, δηλωτικές της ιδιότητάς του ως «κομμουνιστής–σύντροφος» και πάντως ως αντίπαλος της κυρίαρχης πολιτικής και της καταστολής των εργατικών αγώνων και των επαναστατικών κινημάτων.

Από την άλλη πλευρά, το κείμενο του Τζαμπαλάτη σκιαγραφεί την εμπειρία και την ταυτότητα της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης και επαναστατικότητας. Ο ανώνυμος, εδώ, ήρωας εμφορείται από την επαναστατική ιδεολογία του αναρχισμού και φλέγεται από επιθυμία να την πραγματώσει στο παρόν και στον χώρο που εργάζεται και ζει. Ο ήρωας έχει πλήρη γνώση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης, που επικρατεί, διατηρεί όμως στην καρδιά του την ελπίδα και την προσδοκία της αλλαγής. Μάλιστα, δεν αρκείται σε μια απλώς θεωρητική προσήλωση στην ιδέα της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, αλλά προβαίνει σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς και πράξεις όχι μόνο για να τονίσει την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων και άδικων πολιτικών αλλά και για να ριζοσπαστικοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερους «συντρόφους- εργάτες» σ’ αυτόν τον σκοπό, χωρίς να φοβάται το προσωπικό κόστος αυτών των επιλογών.

Στο κείμενο του Λίχνου ο ανώνυμος απολυμένος προλετάριος περιπλανάται μόνος από καφενέ σε καφενέ αναζητώντας μια διέξοδο, έστω παροδική, πάντως όχι πολιτική, από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Είναι και νιώθει μόνος μέσα σε μια κοινωνία που φαίνεται εχθρική προς αυτόν. Οι λίγες σχέσεις που έχει με άλλους ανθρώπους π.χ. με τη μητέρα του και τον ανώνυμο θείο κυριαρχούνται από την ντροπή για την κατάστασή του και αδυνατούν να τον κινητοποιήσουν στην κατεύθυνση της ενεργητικής δράσης.

Αντίθετα, ο ανώνυμος επαναστάτης προλετάριος του Τζαμπαλάτη απολαμβάνει τη χαρά των κοινωνικών σχέσεων και  συναναστροφών, της συντροφικότητας και της συλλογικής δράσης, της ανταλλαγής των ιδεών αλλά και της προσδοκίας της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Είναι αναγνωρίσιμος ως κοινωνική και πολιτική μονάδα, αγαπητός ως φορέας καινοτόμων ιδεών από τους συντρόφους του, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται τόσο η αγωνιστικότητά του όσο και η ικανότητα διαμόρφωσης σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση της κρατικής καταστολής.

Η συμμετοχή στους εργατικούς αγώνες και στην ταξική πολιτική σκιαγραφείται επίσης με διαφορετικό τρόπο στα δύο διηγήματα.

Στο κείμενο του Λύχνου, ο Κωνσταντής βρίσκεται να συμμετέχει σε έναν εργατικό αγώνα στην Ελευσίνα παρακινούμενος από την επιθυμία να εξασφαλίσει το μεθοκόπημα στο καπηλειό και χωρίς να συνειδητοποιεί πλήρως το μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνει ή την κρισιμότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης ή ακόμη τους κινδύνους που πρόκειται να αντιμετωπίσει. Αισθάνεται μεν αλληλέγγυος με τους άλλους εργάτες, αλλά η στάση αυτή είναι κυρίως διαισθητική, αφού δεν προκύπτει από τη συνειδητή και ενεργό συμμετοχή στις εργατικές διεκδικητικές συλλογικότητες και δράσεις. Στην περίπτωση του Κωνσταντή, η ταξική συνείδηση είναι αυθόρμητη και πηγάζει από την εργατική, ατομική και συλλογική, εμπειρία, χωρίς, όμως, κάποια πολιτική διαμεσολάβηση. Απουσιάζει, επομένως, το πολιτικό στοιχείο ως προσανατολισμός και στόχευση της εργατικής διεκδικητικής δράσης. Ο Κωνσταντής συγκινείται από την αγωνιστικότητα των απεργών και οργίζεται με την επιθετικότητα και τη βιαιότητα των δυνάμεων καταστολής. Παρότι φοβάται τη βία της αστυνομίας, η συμμετοχή στον συλλογικό αγώνα και η απηνής καταστολή τού γεννούν έντονα συναισθήματα που χρωματίζουν με νέα χρώματα την εργατική εμπειρία και συνείδηση Με την καρδιά πάλλουσα και το βήμα τρεμάμενο, προχωρούσα μαζί με τους άλλους, συνεπαρμένος απ’ ένα αίσθημα αδερφοσύνης, υπερηφάνειας και αδαμάστου οργής.»). Έτσι, καθώς η σύγκρουση των δυνάμεων καταστολής με τους απεργούς εργάτες καταλήγει στη διάλυση της συγκέντρωσης, ο Κωνσταντής δεν έχει πού αλλού να πάει και  κατευθύνεται και πάλι προς το γνωστό καταφύγιο της υποτέλειας και της θλιβερής ζωής του, το καπηλειό, («∆εν εγνώριζα κατά πούθε πήγαινα, αλλά αλλού να κατευθυνθώ πέρα απ’ το καπηλειό δεν έβρισκα»). Όμως, αυτή τη φορά, η πορεία προς το καπηλειό είναι διαφορετική. Η συμμετοχή στη συλλογική δράση, η αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου, η συλλογική διεκδίκηση έχουν διαφοροποιήσει τη ρουτίνα της υποταγής του προκαλώντας την ανάδυση ξεχασμένων συναισθημάτων αλλά και της, εδώ και καιρό, χαμένης συνειδητότητας.


«Πρώτη φορά εβάδιζα προς το καπηλειό δίχως ντροπή και με τα πόδια
μου να με κινούνε με σθένος, λες κι είχα στο μυαλό μου κά-
ποιον σκοπό σοβαρό. Κι είχε περάσει καιρός πολύς, από τότε
που ’νιωσα τελευταία πως είχα κάποιον σκοπό στη ζωή μου.»

 

 

Εντούτοις, η αποσπασματική εμπειρία της συμμετοχής σε μια συλλογική διεκδικητική δράση, χωρίς αυτή να προσανατολίζεται από το πολιτικό περιεχόμενο που μπορεί να προσδώσει η ένταξη και δράση στο πλαίσιο της ταξικής πολιτικής συλλογικότητας, δεν είναι σε θέση να σπάσει από μόνη της τις αλυσίδες της υποτελούς ταξικής συνείδησης. Έτσι, ο Κωνσταντής θα βιώσει την αποσπασματικότητα και τα όρια της πρόσφατης αγωνιστικής του εμπειρίας, καθώς η είσοδός του στο καπηλειό, σ’ έναν κατεξοχήν λαϊκό δημόσιο χώρο, συνοδεύεται από την απογοήτευση που προκαλεί η απόφαση των αρχών να απαγορεύσουν την πώληση οινοπνευματωδών «για να αποφευχθεί η πρόκλησις ταραχών». Τελικά, θα συμπεράνει, όλα αυτά μόνο αποτέλεσμα είχαν «να απαγορευτεί το κρασάκι» και να ακυρωθεί, έτσι, η παρηγοριά του μεθοκοπήματος.

Στο διήγημα του Τζαμπαλάτη ο ανώνυμος αφηγητής είναι δραστήριος αγωνιστής της τάξης του, ενταγμένος στις εργατικές συλλογικότητες και τους αγώνες τους, αλλά και πολιτικοποιημένος και ριζοσπαστικοποιημένος στο πλαίσιο του αναρχισμού. Η αφήγησή της απόπειράς του να αναβαθμίσει την εργατική αγωνιστικότητα και διεκδικητικότητα σε επαναστατική πολιτική δράση στοχεύοντας στην άμεση υλοποίηση της αναρχικής ουτοπίας, σκιαγραφεί λιγότερο γνωστές όψεις της επαναστατικής προλεταριακής εμπειρίας και ταυτότητας της περιόδου.

Εδώ, ο εργατικός αγώνας και η συλλογική δράση δεν αντιμετωπίζονται μόνο μέσα στο πλαίσιο της εργατικής ταξικής διεκδικητικότητας, αλλά εγκιβωτίζονται στην επαναστατική ταξική πάλη και δράση. Έτσι, η απεργία, η συγκέντρωση διαμαρτυρίας και η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής δεν εξαντλούν το νόημά τους στη διεκδίκηση εργατικών αιτημάτων, αλλά, για τον προλετάριο αφηγητή και τους επαναστάτες συντρόφους του, συνιστούν αναγκαίες «στιγμές» μιας πολύ ευρύτερης διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού του κόσμου στο «εδώ και τώρα». Πρόκειται για μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη διαδικασία που συνθέτει την εργατική εμπειρία, τον κοινωνικο-πολιτικό στοχασμό, την επιστημονική σκέψη και τη συλλογική δράση σ’ ένα ριζοσπαστικό σχέδιο για τον κόσμο. Αυτό το τελευταίο, δε σχηματοποιείται μόνο στο επίπεδο της θεωρίας και της πολιτικής δράσης, αλλά, επιπλέον, αποκτά υλική υπόσταση στα αρχιτεκτονικά σχέδια της αναρχικής κομμούνας που ο αφηγητής έχει επεξεργαστεί και επιδιώκει να υλοποιήσει αξιοποιώντας την εργατική αγωνιστικότητα και μαχητικότητα. Έτσι, η σύγκρουση με τις δυνάμεις του καθεστώτος δεν αποτελεί μόνο τη δραματική κορύφωση της εργατικής συλλογικής δράσης, αλλά και το όχημα με το οποίο αυτή θα αποτολμήσει το άλμα προς την ουτοπία. Στο διήγημα του Τζαμπαλάτη η αφήγηση της  σύγκρουσης δεν επικεντρώνει στη δραματικότητα της καταστολής του εργατικού αγώνα και στην αποσπασματική αφύπνιση της ταξικής συνείδησης, όπως συμβαίνει στο διήγημα του Λίχνου, αλλά αντιμετωπίζεται ως καταλύτης για τη μεταστοιχείωση του προλεταριακού επαναστατικού φαντασιακού σε υλική πραγματικότητα. Η αφήγηση της σύγκρουσης, εδώ, είναι περισσότερο η αφήγηση μιας κρίσιμης μάχης που ο αφηγητής και οι σύντροφοί του ελπίζουν ότι θα βάλει τον τροχό της ιστορίας σε κίνηση, ώστε να πραγματωθούν τα επαναστατικά σχέδια. Από την άποψη αυτή, η καταστολή, παρ’ όλη την ένταση και δραματικότητά της Αρχίζουμε να τρέχουμε και οι τρεις με όλη τη δύναμή μας
προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Σε κάθε βήμα μου κυλούσαν χίλια δάκρυα από τα μάτια μου.»)
 δεν είναι το τέλος, αλλά μόνο μια αναβολή. Οι επαναστάτες δεν τη βιώνουν μόνο ως άρνηση αλλά και ως μέτρο της απόστασης που κάλυψαν προς την ουτοπία για να στραφούν, με ελπίδα, προς το μέλλον.

 

«Η πολυπόθητη ουτοπία, αυτό το όνειρο που πιστεύαμε ότι δεν θα προλαβαίναμε να ζήσουμε, ήταν τόσο κοντά μας, τόσο δίπλα μας, που σχεδόν την αγγίξαμε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια τού, αγαπημένου συντρόφου μου, Νίκου: «Όσα κι αν καταστρέψει το κράτος, οι ιδέες είναι αθάνατες και ταξιδεύουν στο πέρας της αιωνιότητας μέχρι να συναντήσουν τους επόμενους, αυτούς που θα είναι πιο δυνατοί από εμάς, αυτούς που θα καταφέρουν να κάνουν την ουτοπία
πράξη»

              

Τέλος, τα δύο διηγήματα κάνουν νύξεις για δύο διαφορετικές εκδοχές της γυναικείας εργατικής εμπειρίας και ταυτότητας.

Στο κείμενο του Λίχνου η γυναίκα υπάρχει ως μάνα και αδελφή, ως ρόλος στενά συγγενικός δηλαδή, ενώ η λογοτεχνική απόδοση των προσώπων επικεντρώνεται στις σκληρές συνθήκες της εργατικής ζωής. Οι γυναίκες-συγγενείς του Κωνσταντή παρουσιάζονται να «ξενοδουλεύουν», να αγωνιούν για την επιβίωση, χωρίς να αναπτύσσουν συνείδηση ούτε της τάξης, στην οποία αντικειμενικά εντάσσονται, ούτε του φύλου τους, παρόλη την εμφάνιση (ή και την εδραίωση ακόμη) του φεμινιστικού κινήματος και των απαιτήσεων, κοινωνικών και ευρύτερα πολιτικών, που ακολούθησαν την ανάπτυξή του.

Αντίθετα στο κείμενο του Τζαμπαλάτη, αν και ο αφηγηματικός χρόνος είναι κατά πολύ προγενέστερος του αφηγηματικού χρόνου του κειμένου του Λίχνου, η γυναίκα παρουσιάζεται ως εργαζόμενη, όμορφη, με συνείδηση της θέσης αλλά και του ρόλου της ως γυναίκας, ικανή όχι μόνο να εμπνεύσει ανατρεπτική κοινωνικοπολιτική δράση αλλά και να την υποστηρίξει. Αντανακλάται, επομένως, στο κείμενο η δυναμική που το γυναικείο κίνημα δημιουργούσε την περίοδο αυτή στην Ευρώπη και μάλιστα σε συνδυασμό με τα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα του σοσιαλισμού και του αναρχισμού.

Τα δυο διηγήματα, αν και διαφοροποιούνται στις επιμέρους θεματικές που επεξεργάζονται, εντούτοις, αποτελούν σύγχρονες εκφάνσεις της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης και της προλεταριακής λογοτεχνίας ανατρέχοντας στην Ελλάδα της πρώτης τριακονταετίας του εικοστού αιώνα. Σκιαγραφούν διαφορετικές εκδοχές της εργατικής εμπειρίας και συνείδησης, του εργατικού βιώματος και της ταξικής ταυτότητας, αλλά και τους ποικίλους τρόπους κοινωνικής και πολιτικής έκφρασης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, τη δύσκολη ανάδυση και τον αγώνα για την εδραίωση και διάδοση των ριζοσπαστικών κοινωνικο-πολιτικών ιδεολογιών στους κόλπους της εργατικής τάξης. Εικονογραφούν, έτσι, ιστορικά πλαισιωμένες, υποκειμενικές εκδοχές ευρύτερων κοινωνικο-πολιτικών βιωμάτων και εμπειριών, τα οποία, όντας θραύσματα μιας άλλης ιστορίας, αυτής των «από κάτω», αντιμετωπίζονται, συχνά, με αδιαφορία ή αποσιωπώνται, καταφέρνουν, όμως, μέχρι και σήμερα, να συναντούν τους αφηγητές τους.

 

Νόπη Ταχματζίδου                                                    Βαγγέλης Λαγός

Φιλόλογος, απόφοιτος Φιλοσοφικής Σχολής,                            Kοινωνιολόγος στο Πάντειο

Πανεπιστημίου Κρήτης                                                              Πανεπιστήμιο

 









ΒΙΚΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ - Ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή "Το τελευταίο Εσύ."

 


Το τελευταίο Εσύ. Βίκυ Πρασίνου. Εκδόσεις Άλφα Πι.
ISBN: 978-960-632-125-2
Σελίδες 74



Στα ποιήματα της συλλογής συναντιούνται
η χαρά με τα δάκρυα,
η αθωότητα με την ενοχή,
ο φόβος με την τόλμη,
η ελπίδα του Ονείρου με τη ματαιότητά του.

«Το τελευταίο Εσύ» είναι μια ύστατη:
απόπειρα επικοινωνίας
με το Αδάμαστο μιας ψυχής
που θέλει να κρατηθεί περιχαρακωμένη
μέσα στη μοναξιά της.

Η ποίηση γίνεται κραυγή διαμαρτυρίας
απέναντι στην απομόνωση
και στα κάθε λογής εμπόδια
που ορθώνει ο ψυχισμός του ανθρώπου,
παρακωλύοντας τον δρόμο
προς την ευτυχία.

Το τελευταίο Εσύ…
48 έμμετρα ποιητικά βήματα
πάνω στο φλεγόμενο μονοπάτι της Αγάπης.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 


Πικρά βοτάνια


Της Γης ζητώ μερίδιο και τ’ Ουρανού τ’ αστέρια
κι από τη θάλασσα ποθώ γαλάζια μια ματιά,
μα με κεντούν μες την καρδιά μαρτύρια δυο μαχαίρια
που μου αρνούνται της χαράς μικρή σταλαγματιά.

Να γίνω θέλω μάγισσα, να βρω πικρά βοτάνια
του Φεγγαριού περάσματα και των χλωμών σκιών,
να περπατώ στα χθόνια και σκοτεινά πλατάνια
εκεί που οι ασφόδελοι γεννιούνται των νεκρών.

Την σκέψη σου θα κυνηγώ, το βλέμμα σου που καίει
εκατηβόλο σαν περνά μεμιάς στα θηλυκά,
σαν παρακάλια αγνοεί, του πόθου τα ελέη
του πόνου και του σπαραγμού τα δόλια σωθικά.

Ποιος είσαι πες! Ποιος είσαι ’συ που την Αγάπη διώχνεις
και με ψυχρά τα βήματα τα τρίστρατα περνάς;
Γλυκιά φροντίδα τρυφερή στα βάραθρα την σπρώχνεις
και της Σελήνης τη θωριά καθόλου δε μετράς.

Της αποφράδας στέρησης κατέχεις το νυστέρι
και με ζωνάρι δένεσαι σε μαύρο ριζικό,
της μοναξιάς ακούραστο κι αδιάκοπο νυχτέρι
το καρτερείς πολύτιμο κι ατόφιο μυστικό.

Μη μ’ ονομάζεις Μήδεια ή Κίρκη ή Εκάτη
του Έρωτα το άδυτο σαν σκέφτομαι, ριγώ,
με σμύρνα και μ’ απήγανους -πικρή οφθαλμαπάτη-
θα φτιάξω φίλτρα μαγικά στον πόνο να πνιγώ.

Με άγριο κρίνο κολχικό τις θύμησες θα σβήσω
σαν του καημού σου ο λυγμός γλυκά μ’ απομυζά…
Κι εσύ, δεντρί μου, ξέχνα με, τον Χάρο σαν φιλήσω,
ν’ αγγίξεις νυχτολούλουδο, βιολέτας τα ριζά.

🍁

Παραίτηση

Περπάτησες λαβύρινθους -γενναίος ιχνηλάτης-
μέσα στη σκέψη βάδισες μ’ ορθούς βηματισμούς,
γυναίκας έψαχνες βουλή, το ίχνος μιας απάτης
του ψεύδους τους ψελλίζοντες λαθραίους εμπαιγμούς.

Σφυροκοπά στα στήθη σου αμφίβολη μια λέξη
μια υποψία άναρχη τριγύρω της θωρεί,
θηρεύει μες τα πρόσωπα της προδοσίας βλέψη
και βγάζει απαξίωσης σφυρήλατο σπαθί.

Τους ίδιους κύκλους σμίλεψες σε πέτρα λαξεμένη
χίλιες φορές αρνήθηκες Αγάπης την ορμή,
λυμφατική μια θύμηση μες το σκοτάδι μένει
και ξαγρυπνά στο πύρινο της μοναξιάς κορμί.

Σαν δαίμονας του Έρωτα -μαυλιστική αρπάγη-
βουβή πάνω στα χείλη σου κι ανένδοτη σιγή,
αργοσαλεύει στην καρδιά ανήμερη ανάγκη
να κάνεις χώρια το μαζί και το μαζί πληγή.

Και σαν θα σμίγει το φιλί με φόβου την ακίδα
θα γίνεις παγερός Θεός και θύελλας βροχή,
λύκος αδάμαστος, τρελός βοριάς στην καταιγίδα
και μιας παραίτησης δειλής μοιραία προσφυγή.

Του Έρωτά μας όνειρα σεπτά μα κουρασμένα
λευκά, αθώα κι άσπιλα περιστεριού φτερά
θα κείτονται αφτέρωτα σε κλίνη μεταξένια,
θα γίνονται της θλίψης μας η ξάγρυπνη φρουρά.

Σε ταφική πυρά θα μπω να περπατήσω,
υγρή φωτιά το δάκρυ μου, του πόνου αλαλαγμός
σαν πρωθιέρεια στο βωμό τυφλά θα γονατίσω,
λατρείας παρανάλωμα και φλογερός δαυλός.

🍁


Βιλανέλα I : Στον κόσμο της σκιάς

Της νύχτας μια απόκοσμη γαλήνη
σαν άγγιγμα θανάτου αμυδρό
στον κόσμο της σκιάς με παραδίνει.

Ο ήχος της ζωής σαν σιγοσβήνει,
θυμίζει της σιωπής το ουρλιαχτό
-της νύχτας μια απόκοσμη γαλήνη.

Μες το σκοτάδι στοιχειωμένο φθίνει
το πνεύμα της αγάπης σου νεκρό,
στον κόσμο της σκιάς με παραδίνει.

Μιας μνήμης που την σκέψη μου βαρύνει
αόρατο ακούω τον αχό,
της νύχτας μια απόκοσμη γαλήνη.

Σαν μπαίνω μες του χρόνου την οδύνη
και συναντώ σημάδι σου θολό
στον κόσμο της σκιάς με παραδίνει.

Το βλέμμα σου αθώρητο με κρίνει,
το βήμα σου σωπαίνει ηχηρό.
Της νύχτας μια απόκοσμη γαλήνη
στον κόσμο της σκιάς με παραδίνει.


🍁

Άλωση

Αυτή τη συστολή στο βήμα πάνω
σαν φόβος που κοιτάζει λάγνο θύτη,
πριν πάρει τη μορφή σκληρού γρανίτη,
αυτήν θ’ αγγίξω πριν γλυκά πεθάνω.

Στα βλέφαρα υγρή σιωπή πού χάνω
νικά το φως αθέατου πλανήτη,
γαλάζιο βλέμμα λίθου λαζουρίτη
θα με θωρεί σαν τη ματιά σου ψάχνω.

Τη μοναξιά σου κρύβεις στο σκοτάδι…
Για μια φορά μονάχα θα προσπέσω
ικέτιδα για τ’ άσπιλό της χάδι.

Μιας ενοχής το ψέμα θα φορέσω
που μοιάζει σαν θλιμμένο χτυποκάρδι,
σαν άλωση μιας πόλης εκ των έσω.


🍁

Σε άντρο μισανθρώπων

Δισταχτικός ο έρωτας σκορπίζει
στον άνεμο ελπίδα τσακισμένη.
Μια μάταιη απάντηση κρυμμένη
σε άντρο μισανθρώπων τριγυρίζει.

Μοιραία εμμονή με βασανίζει
μπροστά σε σταυροδρόμι διχασμένη,
ο λόγος, η σιωπή τι θα μου φέρνει
-τι απ’ τα δύο πιο πολύ θ’ αξίζει;

Τα άλλο μου μισό κομμάτι ψάχνω
σαν άξεστο κι ανήμπορο θα νιώθει,
αφού τους φόβους του κρυφά αδράχνω.

Στενάζουν οι αληθινοί μου πόθοι…
Σαν μ’ απαρνιέσαι, ύστατό μου σπλάχνο,
θα σου μιλώ από την άλλη Όχθη.



(Από την ποιητική συλλογή «Το τελευταίο Εσύ», εκδόσεις Άλφα Πι, 2022)










Carpe ¨Εσωτερικός συναγερμός..."



Βιαστικά τα αστέρια
διαπέρασαν τη βαθιά
βραδινή ομίχλη.
Δυο να παρηγορούν
ο ένας τον άλλον.
Αυτό θα την έσωζε
από τη ουδέτερη ζώνη.
Είχε σημάνει ο εσωτερικός συναγερμός,
το απαγόρευε η αξιοπρέπειά της.
Σε μια προσπάθεια να αποτινάξει
τα κοινότυπα,
άφησε πίσω ανασφάλειες και φοβίες.
Η νηφαλιότητα της λογικής
κόμπος που σφίγγει το λαιμό,
αποκήρυξα τον κόσμο της
Μέσα μου δεσπόζει μια σιλουέτα θηλυκή,
η ηδονή, μια στιγμή ποθητή.
Γητεύτηκα από ένα βλέμμα θανάσιμο,
η προτεραιότητα είχε δοθεί
χωρίς ενδοιασμό στη χαρά της ζωής.

Carpe.


Η φωτογραφία είναι από https://imagenesdeamor.fun/








ΗΛΙΑΣ ΓΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Ο πολιτισμός της ξαπλώστρας"

  Έναν άνθρωπο, έναν λαό, τον κόσμο ολόκληρο αλλά και τον πολιτισμό μας μπορείς να τον γνωρίσεις ασφαλέστερα από πράγματα απλά χωρίς εμβαθύνσεις κοινωνιολογικές, γλωσσικές, ψυχολογικές ή φυλετικές.

Η παραλία με το απαραίτητο για το καλοκαίρι αξεσουάρ της, την ξαπλώστρα, είναι το ακαταμάχητο κριτήριο αξιολόγησης του επιπέδου και του περιεχομένου τόσο των ανθρώπων όσο και του πολιτισμού τους. Κι αυτό γιατί τον άνθρωπο και τον πολιτισμό μπορείς να τον γνωρίσεις στην βαθύτερη διάστασή του από τις συνήθειες της καθημερινότητας και των στιγμών χαλάρωσης.

Στην παραλία και στην ξαπλώστρα – όσο κι αν ακρίβυνε – ο άνθρωπος θα αναζητήσει αυτό που η εργασία και η θλιβερή όσο και μονότονη καθημερινότητά του τού στερεί. Εξάλλου, όπως τόνισε και ο ημέτερος Καστοριάδης, το φαντασιακό είναι αυτό που μάς κανοναρχεί και μάς αποκαλύπτει.

Φτωχοί και πλούσιοι, λευκοί και έγχρωμοι, ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι, ομόγλωσσοι και αλλόγλωσσοι, ομοεθνείς και αλλοεθνείς εμφανίζουν την ίδια συμπεριφορά. Η θάλασσα, ο καυτός ήλιος, η άμμος και η εσώτερη επιθυμία να ζήσουμε το φαντασιακό επιβάλλουν μία αδήριτη πολιτιστική ομοιογενοποίηση.

Στα παραπάνω μπορεί να προστεθεί και το βίωμα της ματαιοδοξίας να μάς υπηρετούν οι άλλοι, έστω και για λίγο, αφού στον υπόλοιπο χρόνο νιώθουμε πως εμείς υπηρετούμε τους άλλους. Ήδη την ώρα που γράφεται το παρόν κείμενο κάποιος παρακείμενός μου λουόμενος ζητά επίμονα τασάκι για το τσιγάρο του.

Βέβαια, εκείνα τα στοιχεία της παραλίας και της ξαπλώστρας που διαμορφώνουν τον πολιτισμό μας και τον αποκαλύπτουν είναι η θέση που κατέχουν στις επιλογές μας, όσο χρόνο ο ήλιος, η θαλασσινή αύρα και η άμμος συνθέτουν το οικείο περιβάλλον των διακοπών μας.

Στα στοιχεία αυτά ανήκουν με αξιολογική σειρά – όχι κατ’ ανάγκην αποδεκτή από όλους – το κινητό, ο καφές, το βιβλίο και η μπύρα. Όλα αυτά είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας του πολιτισμού μας που στο βαθύτερο υπόστρωμά του εμπεριέχει και την καθημερινότητά μας, όπως αυτή διαμορφώνεται από όλα εκείνα τα «αντικείμενα» και τις μικρές – προσωπικές στιγμές που νοηματοδοτούν την κενότητα της ζωής μας.

Μία γρήγορη και σύντομη καταγραφή – ανάλυση των παραπάνω στοιχείων ίσως θα βοηθούσε τόσο στην πολυπόθητη αυτογνωσία μας όσο και στην μέτρηση του δείκτη του πολιτισμού μας. Καλές και αναγκαίες οι ψυχολογικές αναλύσεις, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει από την έρευνά του και τον «πολιτισμό της ξαπλώστρας».

 


Α. Το δεσποτάτο του Κινητού

Ποιος δεν θα μπορούσε δια γυμνού οφθαλμού να διαπιστώσει την απόλυτη κυριαρχία του κινητού στις ξαπλώστρες; Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει την δεσποτεία του στις προτιμήσεις των λουομένων; Πρόκειται για τον απόλυτο ολοκληρωτισμό ενός τεχνολογικού πολυεργαλείου που άλλαξε τις συνήθειές μας και έδωσε άλλο περιεχόμενο στην έννοια του χώρου και του χρόνου. Με το δάχτυλο κολλημένο στο πληκτρολόγιο επικοινωνούμε με ανθρώπους και ιδέες από όλον τον κόσμο. Η εικόνα μάς μαγεύει και η ενημέρωση μάς δίνει την αίσθηση ότι εμείς συνδιαμορφώνουμε την πραγματικότητα που μάς περιβάλλει.

Το κινητό εκτόπισε την παραδοσιακή συνήθεια της ανάγνωσης ενός βιβλίου και μάς εγκλώβισε στην αγωνία και στον ναρκισσισμό των likes. Τα τελευταία αποτελούν τον κατεξοχήν παράγοντα αυτοεπιβεβαίωσής μας. Δεν είναι και λίγο ή αμελητέο πράγμα να σε βλέπουν ή να σε διαβάζουν, όπου γης, 100-500 άνθρωποι καθημερινά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουμε και προκαλούμε το ενδιαφέρον των άλλων. Εσωτερική ανάγκη ή ματαιοδοξία; Ελευθερία ή αυτοαιχμαλωσία;

Εξάλλου μία selfie στην αμμουδιά τρέφει και συντηρεί την ποθητή εικόνα για τον εαυτό μας. Οι άλλοι θα υποχρεωθούν να μάς βλέπουν όπως εμείς θέλουμε. Το κακό είναι πως ζούμε μόνον με τις ψευδαισθήσεις της εικόνας μας και αδιαφορούμε για το «όντως είναι» του Εγώ μας. Αυτό δεν το γνωρίζουν οι «άλλοι» και εμείς το προσπερνάμε όταν δεν μάς κολακεύει. Έτσι αισθανόμαστε ασφαλείς και σίγουροι για τον εαυτό μας και ονειρευόμαστε την παραλία του επόμενου καλοκαιριού, αφού πρώτα τον χειμώνα θα βλέπουμε τις φωτογραφίες της ξαπλώστρας μας που θα επιβεβαιώνουν πως και η δική μας η ζωή είναι υποφερτή ή θα δικαιώνουν τον στίχο από την «Δραπετσώνα» που ακούγεται λίγο πιο μακριά, πως κι «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί».

Β. Η απόλαυση του Καφέ

Την εξουσία του κινητού στην ξαπλώστρα απειλεί μόνον ο καφές σε όλες τις παραλλαγές του. Κινητό και καφές συνυπάρχουν στο χέρι, αφού πρώτα συμφώνησαν σε ένα modus vivendi. Εξάλλου ο καφές παρέχει άλλη απόλαυση (υλική, γευστική…) σε σχέση με το κινητό. Όπως και να το δούμε ένας καφές ως συμπλήρωμα του κινητού και της θέασης του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας είναι ο απόλυτος συνδυασμός για έναν άνθρωπο που μάχεται για μία φευγαλέα στιγμή ευτυχίας.

 

Όλοι ποθούμε να νιώσουμε την χαρά ενός καφέ δίπλα στο κύμα, κάτω από τις ακτίνες ενός καυτού ήλιου ή μιας σκιάς ενός καφενείου δίπλα στην γαλήνια θάλασσα. Νιώθουμε έτσι πως χανόμαστε σε μια εφικτή στιγμή ευτυχίας στην απεραντοσύνη του πελάγους που μάς καλεί να δούμε την αθέατη πλευρά της ζωής. Ένας καφές δίπλα στο κύμα συντηρεί την αμεριμνησία μας και πυροδοτεί την φιλοσοφική μας διάθεση. Τα πιο ωραία και πρωτότυπα κείμενά μου τα έγραφα σε αυτό το περιβάλλον που δημιουργεί ο καφές στην παραλία.

Γ. Το Βιβλίο: Ο «μεγάλος ασθενής»

Στον πολιτισμό της ξαπλώστρας το βιβλίο δεν βρίσκει εύκολα θέση. Έχασε την μάχη ολοκληρωτικά. Η εικόνα, το εύκολο, το εύπεπτο, το επιφανειακό και το φθηνό επέφεραν θανάσιμο πλήγμα στο σώμα του βιβλίου. Οι λίγες εικόνες με λουόμενους να κρατούν ένα βιβλίο προκαλούν τον θαυμασμό κάποιων ή ενδεχομένως και τα πικρόχολα σχόλια κάποιων άλλων.

Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι έχουν ταυτίσει την ανάγνωση ενός βιβλίου με την μέγιστη δυνατή αυτοσυγκέντρωση και προβληματισμό. Τα δύο αυτά, όμως, είναι μη συμβατά και ανοίκεια με την νοοτροπία που γεννά η ξαπλώστρα που με την σειρά της επωάζει την ελαφρότητα και την μέθη του επιφανειακού.


Παρήγορο φαινόμενο η εικόνα κάποιων ξένων τουριστών που επιμένουν να διαβάζουν στην ξαπλώστρα. Αντίθετα, σπανίζουν οι αντίστοιχες εικόνες με Έλληνες λουομένους. Ίσως είναι κι αυτό μία διαφορά νοοτροπίας που υπόρρητα φανερώνει και κραυγάζει την ποιότητα του πολιτισμού μας. Ας το προσέξουμε λίγο κι ας έχουμε από καιρό δεχτεί το requiem του γραπτού λόγου και του βιβλίου­.

Δ. Η γεύση της ξανθιάς Μπύρας

Οι γευσιγνώστες και οι μερακλήδες απολαμβάνουν την θάλασσα και την άνεση της ξαπλώστρας με την βοήθεια μιας κρύας μπύρας. Είναι λίγοι αυτοί και ευδιάκριτοι στην αμμουδιά. Η εικόνα μιας ξανθιάς μπύρας δίπλα στην άμμο μόνον ευωχία μαρτυρά και μια βαθιά επιθυμία για έντονη ζωή. Η αντίθεση θερμοκρασίας ανάμεσα στην καυτή άμμο και σε ένα δροσερό ποτήρι μπύρας δημιουργεί και διαμορφώνει μία άλλη αντίληψη ζωής. Είναι εικόνα καθαρά ελληνική και το οικόσημο της ελληνικής παραλίας και του ελληνικού καλοκαιριού.

Επιμύθιον

Είμαστε, λοιπόν, η καθημερινότητά μας και ιδιαίτερα οι στιγμές ξεγνοιασιάς. Είναι αυτά που συνθέτουν την άλλη πλευρά του Εγώ μας και του πολιτισμού μας. Η ακριβής ακτινογραφία της παραλίας και της νοοτροπίας που γεννά η ξαπλώστρα πολλά μπορεί να μάς αποκαλύψει και διδάξει. Κι αυτό γιατί στην παραλία και στην ξαπλώστρα ο άνθρωπος ζει από την μία πλευρά την πραγματικότητα κι από την άλλη το φαντασιακό (αυτό που θα ήθελε να είναι και να ζει).

­ * Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε στον ίσκιο μιας ομπρέλας δίπλα στην θάλασσα του Αγίου Νικολάου Κρήτης (Άμμος) και τα στοιχεία είναι πραγματικά. Όταν αναζήτησα ένα στυλό και μία κόλλα αναφοράς ή τετράδιο σε ένα παρακείμενο Super Market και περίπτερο να γράψω το άρθρο αυτό στάθηκα άτυχος. Ο περιπτεράς πιο ειλικρινής μού είπε πως στην παραλία κανείς δεν γράφει. Εδώ μόνον το κινητό, ο καφές, το παγωτό και η μπύρα ευδοκιμούν. Πόσα μπορεί να μάθει κάποιος σε μία παραλία και σε μία ξαπλώστρα!

 ΑΠΟ https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/

 

 





Οι IMMORTALIZER παρουσιάζουν το artwork του επερχόμενου άλμπουμ τους “Born For Metal” !!

 


Το Heavy/Power Metal συγκρότημα των IMMORTALIZER από τον Καναδά, αποκαλύπτει το artwork και το tracklist του επερχόμενου άλμπουμ τους "Born For Metal" !!    

Ο πολυοργανίστας Dave D.R., ιδρυτής των IMMORTALIZER, θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα το ντεμπούτο άλμπουμ του σχήματος με τίτλο «Born For Metal»! Η μίξη, το mastering και η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τον σπουδαίο Ralf Scheepers (των PRIMAL FEAR) ο οποίος μάλιστα συμμετέχει στο τραγούδι "We Were Born For Metal"! Το artwork του άλμπουμ είναι δουλειά του Jobert Mello (SledgehammerGraphix).   

 

Το tracklist του “Born For Metal” είναι:   

1. Out In The Streets 

2. Cut Loose 

3. We Were Born For Metal 

4. Lemmy  

5. Back In Time 

6. Gone To Hell 

7. Can’t Let Go 

8. The Immortalizer 

9. I’m Gone  

10. The Fallen 

 

www.immortalizermusic.com  

https://soundcloud.com/Immortalizermusic 

https://www.facebook.com/ImmortalizerBand 

https://www.twitter.com/immortalizer_ 

https://www.instagram.com/immortalizerofficial/ 


IMMORTALIZER - Cut Loose (Official Video) 

https://youtu.be/MAE0ToQwks0 



IMMORTALIZER - Gone To Hell (Official Video) 

https://www.youtube.com/watch?v=E3ZHediKQi8 





IMMORTALIZER - I’m Gone (Official Video) 

https://www.youtube.com/watch?v=yBSH8s7VVLA 



IMMORTALIZER: Lemmy (Official Music Video) 

https://youtu.be/OET51kZsOXs 




 

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ " Αφέντρα και Κυρά"

 


Κόκκινα γραμμένα χείλη,
φλογάτα σύννεφα στο δείλι,
μήλα ρόδια και σταφύλι,
να τα κοιτώ,
να τα ποθώ,
να τα φιλώ.

Μαύρα μάτια ζωγραφιά,
παιχνίδι ίσκιος αντηλιά,
γλύκασμα μάγια και γητειά,
να απορώ,
να λαχταρώ,
να ‘μολογώ.

Πρόσωπο γλυκό φεγγάρι,
χρώμα γέλιο και δοξάρι,
άστρο θα ‘ρθει να σε πάρει,
να καρτερώ,
να ξενυχτώ,
να διακονώ.

Έλα αφέντρα και κυρά,
δρόμοι παράθυρα ανοιχτά,
όνειρα έρωτας χαρά,
να σε καλώ,
να σε θωρώ,
να σε χαρώ.


Γιώργος Αλεξανδρής


Φωτογραφία: Rimel Neffati