Εργατικές και προλεταριακές εμπειρίες στο « Κάποτε στην Ελλάδα»
Μια ερμηνευτική προσέγγιση
Νόπη Ταχματζίδου - Βαγγέλης Λαγός
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται σε δύο διηγήματα που περιλαμβάνονται στον συλλογικό τόμο «Κάποτε στην Ελλάδα», των εκδόσεων Γράφημα που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2022. Το ένα είναι το διήγημα του Κώστα Λίχνου «Στο Καπηλειό» και το άλλο το «Είχαμε λίγο Ουρανό» του Ευστράτιου Τζαμπαλάτη. Πρόκειται για ιστορικά διηγήματα που αναδεικνύουν και επεξεργάζονται όψεις της ζωής και της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα. Από αυτή την άποψη, αποτελούν πολύ ενδιαφέροντα σύγχρονα δείγματα της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης και της προλεταριακής λογοτεχνίας.
Η λογοτεχνία της εργατικής τάξης και η προλεταριακή λογοτεχνία συνιστούν ένα νεωτερικό λογοτεχνικό είδος που παλαιότερα είχε εννοιολογηθεί ως «στρατευμένη πεζογραφία» ή «ιδεολογικό μυθιστόρημα». Τα έργα αυτά, εστιάζουν θεματικά στην εργατική και λαϊκή εμπειρία, συνείδηση και ταυτότητα αναδεικνύοντας τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς, τις σχέσεις στις εργατικές κοινότητες, την εμπειρία της ανεργίας, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των υποτελών τάξεων, την εμπειρία της οικονομικής μετανάστευσης, τα ζητήματα της ένταξης και αποκατάστασης των προσφύγων κ.α.
Στο πλαίσιο αυτό, η προλεταριακή λογοτεχνία, ως υποκατηγορία της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης, επεξεργάζεται μυθοπλαστικά τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες της συγκρότηση της μαχητικής και επαναστατικής εργατικής ταξικής συνείδησης και ταυτότητας. Επίσης ανασυγκροτεί και επεξεργάζεται την εμπειρία της ριζοσπαστικής και επαναστατικής πολιτικής δράσης, τα εμπόδια που αυτή συναντά και την καταστολή που υφίσταται. Άμεσα ή έμμεσα, ρητά ή υπόρρητα, τα έργα αυτής της λογοτεχνίας επιδιώκουν να αναδείξουν, να επεξεργαστούν και να προάγουν τα συμφέροντα αυτών που δεν έχουν φωνή, δηλαδή των κυριαρχούμενων της καπιταλιστικής κοινωνικής δομής.
Στην Ελλάδα, το λογοτεχνικό αυτό είδος, αναπτύσσεται κυρίως από τη δεκαετία του 1920 και εξής δίνοντας έμφαση στα στοιχεία του νατουραλισμού και του κοινωνικού ρεαλισμού. Αρκεί εδώ να θυμίσουμε ότι το ποίημα του Κ. Βάρναλη « Οι Μοιραίοι» δημοσιεύεται το 1922, ενώ σ’ αυτή τη δεκαετία δημοσιεύουν έργα τους και οι Κ. Χατζόπουλος, Κ. Θεοτόκης και Δ. Βουτυράς.
Τα κείμενα των Λίχνου και Τζαμπαλάτη ανασυγκροτούν και επεξεργάζονται μυθοπλαστικά το θέμα της υποκειμενικής βίωσης της ταξικής ταυτότητας και της σχέσης της με τους ταξικούς αγώνες και τη ριζοσπαστική και επαναστατική πολιτική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και τα δύο κείμενα εγκιβωτίζουν το υποκειμενικό βίωμα της ταξικής ταυτότητας τόσο στις κοινές για την εργατική τάξη συνθήκες όσο και στις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις. Τα δύο αυτά κείμενα αναφέρονται σε δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους που είναι μεγάλης σημασίας τόσο από την άποψη της εξέλιξης της κυρίαρχης ιδεολογίας (ηγεμονία και κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας) όσο και για την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και της ριζοσπαστικής ταξικής πολιτικής που η εθνικιστική ιδεολογία (είτε ως κρατική ιδεολογία, είτε ως αίτημα εθνικής ολοκλήρωσης είτε ως απάντηση στην ανάπτυξη άλλων εθνικιστικών κινημάτων στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο) αντιστρατεύτηκε.
Στο κείμενο του Λίχνου η αφήγηση τοποθετείται στις αρχές Μαρτίου του 1929, κατά τη διάρκεια του απεργιακού αγώνα των μεταλλωρύχων του Λαυρίου και εντάσσεται στην ιστορικότητα μιας ευρύτερης περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από όξυνση τόσο του κοινωνικού ανταγωνισμού και της εργατικής διεκδικητικότητας (ενίσχυση και επέκταση της εργατικής συνδικαλιστικής δράσης, διεισδυτικότητα των ριζοσπαστικών και επαναστατικών ιδεών σε ευρύτερα εργατικά στρώματα, μαχητικοί εργατικοί αγώνες) όσο και της καταστολής της.
Αντίστοιχα, στο κείμενο του Τζαμπαλάτη η αφήγηση μετατοπίζεται 20 χρόνια πριν από την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο Λίχνος και μας πηγαίνει στο τέλος Φεβρουαρίου του 1909 κατά τη διάρκεια της απεργίας των καπνεργατών του Βόλου. Πρόκειται και εδώ για μια σύνθετη και πυκνή σε εξελίξεις και γεγονότα εποχή, κατά την οποία έλαβαν χώρα σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, αλλά και κρίσεις, στο πλαίσιο των οποίων η εργατική τάξη διεκδικούσε όλο και σθεναρότερα τη συνδικαλιστική της οργάνωση, οι σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και αναρχικές ιδέες άρχιζαν να διεισδύουν σε ευρύτερα εργατικά στρώματα, ενώ ο δημοτικισμός, η συγκρότηση της πολιτικής Αριστεράς και οι φεμινιστικές ιδέες προκαλούσαν τον φόβο και την οργή των πολιτικών, οικονομικών και κρατικών ελίτ.
Και τα δύο κείμενα ανασυγκροτούν και επεξεργάζονται μυθοπλαστικά το ιστορικό υλικό τους μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του κεντρικού τους ήρωα. Έτσι, στο κείμενο του Λίχνου, ο Κωνσταντής, ένας άνεργος, εδώ και δυο μήνες, λιμενεργάτης στο λιμάνι του Πειραιά που πλέον καταφεύγει στο καπηλειό και στο κρασί για να κάνει κάπως ανεκτή τη θλιβερή και μοναχική καθημερινότητά του, αφηγείται το συναπάντημά του με την ταξική πολιτική και τον αγώνα των μεταλλωρύχων του Λαυρίου μέσα από την αγωνιώδη προσπάθειά του να βρει τρόπο να μεθοκοπήσει, μιας και είναι εντελώς άφραγκος.
Αντίστοιχα, στο κείμενο του Τζαμπαλάτη, ο ανώνυμος, αναρχικός προλετάριος καπνεργάτης αφηγητής εξιστορεί την προσπάθειά του να αξιοποιήσει την όξυνση της εργατικής αγωνιστικότητας και μαχητικότητας στον Βόλο της εποχής, για να θέσει σε εφαρμογή, το «μεγάλο όραμά» του, δηλαδή, όπως εξομολογείται στους λιγοστούς, αλλά μαχητικούς, συντρόφους του, καθώς πίνουν το κρασί τους στο καφενείο που συνήθιζε να συναντιέται αυτή η ομάδα των αναρχικών προλετάριων, «τη δημιουργία μιας αναρχικής ουτοπίας στην πράξη, στο τώρα».
Η ταξική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η φτώχεια, οι εργατικοί αγώνες και η καταστολή τους, συχνά ένοπλη με τραυματίες και νεκρούς, συνιστούν το κοινό ιστορικό και κοινωνιολογικό υπόβαθρο, επάνω στο οποίο οι δύο αφηγήσεις φιλοτεχνούν δύο διαφορετικές και αντιστικτικές μεταξύ τους εργατικές ταξικές εμπειρίες και ταυτότητες.
Από τη μία πλευρά, το κείμενο του Λίχνου, ξεδιπλώνει την εργατική εμπειρία και την ταυτότητα που αντιστοιχούν στην ταξική υποτέλεια. Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, ο Κωνσταντής, αντιλαμβάνεται την αδήριτη ταξικότητα της πραγματικότητάς του, αλλά αδυνατεί να την αμφισβητήσει έμπρακτα. Αντίθετα, έχει εσωτερικεύσει τη ριζική υποτέλεια του άνεργου εργάτη, η οποία τον στρέφει εναντίον του εαυτού του (αλκοολισμός, αλλοτρίωση, μοναξιά και ντροπή) και των ομοίων του (κλοπή του πενιχρού εισοδήματος της καθαρίστριας μάνας του για να μεθοκοπήσει στο καπηλειό). Η πραγματικότητα τον καθηλώνει και τον περιορίζει στη θέση του παρατηρητή τόσο της δικής του προσωπικής αθλιότητας όσο και των ευρύτερων κοινωνικών αδικιών και αδιεξόδων αλλά και της πολιτικής κυριάρχησης που αντιμετωπίζουν οι ταξικοί του ομόλογοι στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής ηγεμονίας. Βαθιά χωμένος στις δυσκολίες της προσωπικής του ζωής, στην ανεργία, στην κοινή ζωή με την παραδουλεύτρα μάνα, ακόμη και στην προσωπική μοναξιά, αναζητά περισσότερο τρόπους απόδρασης από μια πραγματικότητα λυπηρή και απολύτως ακυρωτική.
Καταφεύγει στο κρασί και όχι στην ενεργό συνδικαλιστική και πολιτική δράση παρ’ όλο που συναναστρέφεται στον καφενέ έναν άνθρωπο-φορέα επαναστατικής ιδεολογίας. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να μην ονομάζεται, αλλά τα χαρακτηριστικά του αποδίδονται λογοτεχνικά με λεπτομέρειες, που αφορούν όχι μόνο την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και τη δράση του, δηλωτικές της ιδιότητάς του ως «κομμουνιστής–σύντροφος» και πάντως ως αντίπαλος της κυρίαρχης πολιτικής και της καταστολής των εργατικών αγώνων και των επαναστατικών κινημάτων.
Από την άλλη πλευρά, το κείμενο του Τζαμπαλάτη σκιαγραφεί την εμπειρία και την ταυτότητα της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης και επαναστατικότητας. Ο ανώνυμος, εδώ, ήρωας εμφορείται από την επαναστατική ιδεολογία του αναρχισμού και φλέγεται από επιθυμία να την πραγματώσει στο παρόν και στον χώρο που εργάζεται και ζει. Ο ήρωας έχει πλήρη γνώση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης, που επικρατεί, διατηρεί όμως στην καρδιά του την ελπίδα και την προσδοκία της αλλαγής. Μάλιστα, δεν αρκείται σε μια απλώς θεωρητική προσήλωση στην ιδέα της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής, αλλά προβαίνει σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς και πράξεις όχι μόνο για να τονίσει την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων και άδικων πολιτικών αλλά και για να ριζοσπαστικοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερους «συντρόφους- εργάτες» σ’ αυτόν τον σκοπό, χωρίς να φοβάται το προσωπικό κόστος αυτών των επιλογών.
Στο κείμενο του Λίχνου ο ανώνυμος απολυμένος προλετάριος περιπλανάται μόνος από καφενέ σε καφενέ αναζητώντας μια διέξοδο, έστω παροδική, πάντως όχι πολιτική, από τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Είναι και νιώθει μόνος μέσα σε μια κοινωνία που φαίνεται εχθρική προς αυτόν. Οι λίγες σχέσεις που έχει με άλλους ανθρώπους π.χ. με τη μητέρα του και τον ανώνυμο θείο κυριαρχούνται από την ντροπή για την κατάστασή του και αδυνατούν να τον κινητοποιήσουν στην κατεύθυνση της ενεργητικής δράσης.
Αντίθετα, ο ανώνυμος επαναστάτης προλετάριος του Τζαμπαλάτη απολαμβάνει τη χαρά των κοινωνικών σχέσεων και συναναστροφών, της συντροφικότητας και της συλλογικής δράσης, της ανταλλαγής των ιδεών αλλά και της προσδοκίας της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Είναι αναγνωρίσιμος ως κοινωνική και πολιτική μονάδα, αγαπητός ως φορέας καινοτόμων ιδεών από τους συντρόφους του, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται τόσο η αγωνιστικότητά του όσο και η ικανότητα διαμόρφωσης σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση της κρατικής καταστολής.
Η συμμετοχή στους εργατικούς αγώνες και στην ταξική πολιτική σκιαγραφείται επίσης με διαφορετικό τρόπο στα δύο διηγήματα.
Στο κείμενο του Λύχνου, ο Κωνσταντής βρίσκεται να συμμετέχει σε έναν εργατικό αγώνα στην Ελευσίνα παρακινούμενος από την επιθυμία να εξασφαλίσει το μεθοκόπημα στο καπηλειό και χωρίς να συνειδητοποιεί πλήρως το μέγεθος της ευθύνης που αναλαμβάνει ή την κρισιμότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης ή ακόμη τους κινδύνους που πρόκειται να αντιμετωπίσει. Αισθάνεται μεν αλληλέγγυος με τους άλλους εργάτες, αλλά η στάση αυτή είναι κυρίως διαισθητική, αφού δεν προκύπτει από τη συνειδητή και ενεργό συμμετοχή στις εργατικές διεκδικητικές συλλογικότητες και δράσεις. Στην περίπτωση του Κωνσταντή, η ταξική συνείδηση είναι αυθόρμητη και πηγάζει από την εργατική, ατομική και συλλογική, εμπειρία, χωρίς, όμως, κάποια πολιτική διαμεσολάβηση. Απουσιάζει, επομένως, το πολιτικό στοιχείο ως προσανατολισμός και στόχευση της εργατικής διεκδικητικής δράσης. Ο Κωνσταντής συγκινείται από την αγωνιστικότητα των απεργών και οργίζεται με την επιθετικότητα και τη βιαιότητα των δυνάμεων καταστολής. Παρότι φοβάται τη βία της αστυνομίας, η συμμετοχή στον συλλογικό αγώνα και η απηνής καταστολή τού γεννούν έντονα συναισθήματα που χρωματίζουν με νέα χρώματα την εργατική εμπειρία και συνείδηση («Με την καρδιά πάλλουσα και το βήμα τρεμάμενο, προχωρούσα μαζί με τους άλλους, συνεπαρμένος απ’ ένα αίσθημα αδερφοσύνης, υπερηφάνειας και αδαμάστου οργής.»). Έτσι, καθώς η σύγκρουση των δυνάμεων καταστολής με τους απεργούς εργάτες καταλήγει στη διάλυση της συγκέντρωσης, ο Κωνσταντής δεν έχει πού αλλού να πάει και κατευθύνεται και πάλι προς το γνωστό καταφύγιο της υποτέλειας και της θλιβερής ζωής του, το καπηλειό, («∆εν εγνώριζα κατά πούθε πήγαινα, αλλά αλλού να κατευθυνθώ πέρα απ’ το καπηλειό δεν έβρισκα»). Όμως, αυτή τη φορά, η πορεία προς το καπηλειό είναι διαφορετική. Η συμμετοχή στη συλλογική δράση, η αντιμετώπιση του κοινού κινδύνου, η συλλογική διεκδίκηση έχουν διαφοροποιήσει τη ρουτίνα της υποταγής του προκαλώντας την ανάδυση ξεχασμένων συναισθημάτων αλλά και της, εδώ και καιρό, χαμένης συνειδητότητας.
«Πρώτη φορά εβάδιζα προς το καπηλειό δίχως ντροπή και με τα πόδια
μου να με κινούνε με σθένος, λες κι είχα στο μυαλό μου κά-
ποιον σκοπό σοβαρό. Κι είχε περάσει καιρός πολύς, από τότε
που ’νιωσα τελευταία πως είχα κάποιον σκοπό στη ζωή μου.»
Εντούτοις, η αποσπασματική εμπειρία της συμμετοχής σε μια συλλογική διεκδικητική δράση, χωρίς αυτή να προσανατολίζεται από το πολιτικό περιεχόμενο που μπορεί να προσδώσει η ένταξη και δράση στο πλαίσιο της ταξικής πολιτικής συλλογικότητας, δεν είναι σε θέση να σπάσει από μόνη της τις αλυσίδες της υποτελούς ταξικής συνείδησης. Έτσι, ο Κωνσταντής θα βιώσει την αποσπασματικότητα και τα όρια της πρόσφατης αγωνιστικής του εμπειρίας, καθώς η είσοδός του στο καπηλειό, σ’ έναν κατεξοχήν λαϊκό δημόσιο χώρο, συνοδεύεται από την απογοήτευση που προκαλεί η απόφαση των αρχών να απαγορεύσουν την πώληση οινοπνευματωδών «για να αποφευχθεί η πρόκλησις ταραχών». Τελικά, θα συμπεράνει, όλα αυτά μόνο αποτέλεσμα είχαν «να απαγορευτεί το κρασάκι» και να ακυρωθεί, έτσι, η παρηγοριά του μεθοκοπήματος.
Στο διήγημα του Τζαμπαλάτη ο ανώνυμος αφηγητής είναι δραστήριος αγωνιστής της τάξης του, ενταγμένος στις εργατικές συλλογικότητες και τους αγώνες τους, αλλά και πολιτικοποιημένος και ριζοσπαστικοποιημένος στο πλαίσιο του αναρχισμού. Η αφήγησή της απόπειράς του να αναβαθμίσει την εργατική αγωνιστικότητα και διεκδικητικότητα σε επαναστατική πολιτική δράση στοχεύοντας στην άμεση υλοποίηση της αναρχικής ουτοπίας, σκιαγραφεί λιγότερο γνωστές όψεις της επαναστατικής προλεταριακής εμπειρίας και ταυτότητας της περιόδου.
Εδώ, ο εργατικός αγώνας και η συλλογική δράση δεν αντιμετωπίζονται μόνο μέσα στο πλαίσιο της εργατικής ταξικής διεκδικητικότητας, αλλά εγκιβωτίζονται στην επαναστατική ταξική πάλη και δράση. Έτσι, η απεργία, η συγκέντρωση διαμαρτυρίας και η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής δεν εξαντλούν το νόημά τους στη διεκδίκηση εργατικών αιτημάτων, αλλά, για τον προλετάριο αφηγητή και τους επαναστάτες συντρόφους του, συνιστούν αναγκαίες «στιγμές» μιας πολύ ευρύτερης διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού του κόσμου στο «εδώ και τώρα». Πρόκειται για μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη διαδικασία που συνθέτει την εργατική εμπειρία, τον κοινωνικο-πολιτικό στοχασμό, την επιστημονική σκέψη και τη συλλογική δράση σ’ ένα ριζοσπαστικό σχέδιο για τον κόσμο. Αυτό το τελευταίο, δε σχηματοποιείται μόνο στο επίπεδο της θεωρίας και της πολιτικής δράσης, αλλά, επιπλέον, αποκτά υλική υπόσταση στα αρχιτεκτονικά σχέδια της αναρχικής κομμούνας που ο αφηγητής έχει επεξεργαστεί και επιδιώκει να υλοποιήσει αξιοποιώντας την εργατική αγωνιστικότητα και μαχητικότητα. Έτσι, η σύγκρουση με τις δυνάμεις του καθεστώτος δεν αποτελεί μόνο τη δραματική κορύφωση της εργατικής συλλογικής δράσης, αλλά και το όχημα με το οποίο αυτή θα αποτολμήσει το άλμα προς την ουτοπία. Στο διήγημα του Τζαμπαλάτη η αφήγηση της σύγκρουσης δεν επικεντρώνει στη δραματικότητα της καταστολής του εργατικού αγώνα και στην αποσπασματική αφύπνιση της ταξικής συνείδησης, όπως συμβαίνει στο διήγημα του Λίχνου, αλλά αντιμετωπίζεται ως καταλύτης για τη μεταστοιχείωση του προλεταριακού επαναστατικού φαντασιακού σε υλική πραγματικότητα. Η αφήγηση της σύγκρουσης, εδώ, είναι περισσότερο η αφήγηση μιας κρίσιμης μάχης που ο αφηγητής και οι σύντροφοί του ελπίζουν ότι θα βάλει τον τροχό της ιστορίας σε κίνηση, ώστε να πραγματωθούν τα επαναστατικά σχέδια. Από την άποψη αυτή, η καταστολή, παρ’ όλη την ένταση και δραματικότητά της («Αρχίζουμε να τρέχουμε και οι τρεις με όλη τη δύναμή μας
προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Σε κάθε βήμα μου κυλούσαν χίλια δάκρυα από τα μάτια μου.») δεν είναι το τέλος, αλλά μόνο μια αναβολή. Οι επαναστάτες δεν τη βιώνουν μόνο ως άρνηση αλλά και ως μέτρο της απόστασης που κάλυψαν προς την ουτοπία για να στραφούν, με ελπίδα, προς το μέλλον.
«Η πολυπόθητη ουτοπία, αυτό το όνειρο που πιστεύαμε ότι δεν θα προλαβαίναμε να ζήσουμε, ήταν τόσο κοντά μας, τόσο δίπλα μας, που σχεδόν την αγγίξαμε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια τού, αγαπημένου συντρόφου μου, Νίκου: «Όσα κι αν καταστρέψει το κράτος, οι ιδέες είναι αθάνατες και ταξιδεύουν στο πέρας της αιωνιότητας μέχρι να συναντήσουν τους επόμενους, αυτούς που θα είναι πιο δυνατοί από εμάς, αυτούς που θα καταφέρουν να κάνουν την ουτοπία
πράξη»
Τέλος, τα δύο διηγήματα κάνουν νύξεις για δύο διαφορετικές εκδοχές της γυναικείας εργατικής εμπειρίας και ταυτότητας.
Στο κείμενο του Λίχνου η γυναίκα υπάρχει ως μάνα και αδελφή, ως ρόλος στενά συγγενικός δηλαδή, ενώ η λογοτεχνική απόδοση των προσώπων επικεντρώνεται στις σκληρές συνθήκες της εργατικής ζωής. Οι γυναίκες-συγγενείς του Κωνσταντή παρουσιάζονται να «ξενοδουλεύουν», να αγωνιούν για την επιβίωση, χωρίς να αναπτύσσουν συνείδηση ούτε της τάξης, στην οποία αντικειμενικά εντάσσονται, ούτε του φύλου τους, παρόλη την εμφάνιση (ή και την εδραίωση ακόμη) του φεμινιστικού κινήματος και των απαιτήσεων, κοινωνικών και ευρύτερα πολιτικών, που ακολούθησαν την ανάπτυξή του.
Αντίθετα στο κείμενο του Τζαμπαλάτη, αν και ο αφηγηματικός χρόνος είναι κατά πολύ προγενέστερος του αφηγηματικού χρόνου του κειμένου του Λίχνου, η γυναίκα παρουσιάζεται ως εργαζόμενη, όμορφη, με συνείδηση της θέσης αλλά και του ρόλου της ως γυναίκας, ικανή όχι μόνο να εμπνεύσει ανατρεπτική κοινωνικοπολιτική δράση αλλά και να την υποστηρίξει. Αντανακλάται, επομένως, στο κείμενο η δυναμική που το γυναικείο κίνημα δημιουργούσε την περίοδο αυτή στην Ευρώπη και μάλιστα σε συνδυασμό με τα ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα του σοσιαλισμού και του αναρχισμού.
Τα δυο διηγήματα, αν και διαφοροποιούνται στις επιμέρους θεματικές που επεξεργάζονται, εντούτοις, αποτελούν σύγχρονες εκφάνσεις της λογοτεχνίας της εργατικής τάξης και της προλεταριακής λογοτεχνίας ανατρέχοντας στην Ελλάδα της πρώτης τριακονταετίας του εικοστού αιώνα. Σκιαγραφούν διαφορετικές εκδοχές της εργατικής εμπειρίας και συνείδησης, του εργατικού βιώματος και της ταξικής ταυτότητας, αλλά και τους ποικίλους τρόπους κοινωνικής και πολιτικής έκφρασης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, τη δύσκολη ανάδυση και τον αγώνα για την εδραίωση και διάδοση των ριζοσπαστικών κοινωνικο-πολιτικών ιδεολογιών στους κόλπους της εργατικής τάξης. Εικονογραφούν, έτσι, ιστορικά πλαισιωμένες, υποκειμενικές εκδοχές ευρύτερων κοινωνικο-πολιτικών βιωμάτων και εμπειριών, τα οποία, όντας θραύσματα μιας άλλης ιστορίας, αυτής των «από κάτω», αντιμετωπίζονται, συχνά, με αδιαφορία ή αποσιωπώνται, καταφέρνουν, όμως, μέχρι και σήμερα, να συναντούν τους αφηγητές τους.
Νόπη Ταχματζίδου - Βαγγέλης Λαγός
Φιλόλογος, απόφοιτος Φιλοσοφικής Σχολής, Kοινωνιολόγος στο Πάντειο
Πανεπιστημίου Κρήτης Πανεπιστήμιο