Σοφία Δ. Νινιού και Γεωργία Τζήλου
«Εκπαιδευτικό Υλικό για τη Διαφοροποιημένη Παιδαγωγική»
Στις 14 Ιουλίου 2022 εκδόθηκε το «Εκπαιδευτικό Υλικό για τη Διαφοροποιημένη Παιδαγωγική». Στο βιβλίο αυτό αποτυπώθηκε η πολυετής εμπειρία της φιλολόγου και συγγραφέως Σοφίας Δ. Νινιού και της νηπιαγωγού Med Γεωργίας Τζήλου στη σχολική τάξη για να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και να τους στηρίξει στη διδακτική διαδικασία.
Αξίζει να τονισθεί πως η συνεργασία τους ξεκίνησε το 2014, οπότε εκπόνησαν από κοινού πρόγραμμα σχολικών δραστηριοτήτων, όταν η Σοφία Δ. Νινιού υπηρετούσε στο 2ο ΓΕΛ Αγ. Δημητρίου και η Γεωργία Τζήλου στο Νηπιαγωγείο Αγ. Νικολάου Μεσσηνίας. Ζώντας την εμπειρία της άψογης ψηφιακής εξ αποστάσεως αλλά και δια ζώσης συνεργασίας των νηπίων με τους μαθητές του λυκείου, αποφάσισαν να συνεχίσουν ανάλογες δράσεις και κατά τα επόμενα σχολικά έτη. Από τη διδακτική και τη μαθησιακή διαδικασία προέκυψαν παρατηρήσεις, διαπιστώσεις και συμπεράσματα, τα οποία σκέφτηκαν να τα αξιοποιήσουν και περαιτέρω.
Γι’ αυτό αποφάσισαν να καταθέσουν τις προτάσεις τους, συνδυάζοντας τις ιδιαιτερότητες του εκπαιδευτικού χώρου από τον οποίο προέρχεται η καθεμία μέσα από διαλογική διάθεση και έχοντας την πρόθεση να συγκεράσουν τις διαφορές τους εποικοδομητικά επιλέγοντας το απόσταγμα όσων διδάχτηκαν διδάσκοντας με σεβασμό στη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα του κάθε μαθητή.
Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε ως διδακτικό εγχειρίδιο στα παρακάτω σεμινάρια εξ αποστάσεως:
• 2020-2021: «Διαφοροποιημένη Διδασκαλία και Μάθηση» που διοργανώθηκε από την Επιστημονική Ένωση για την Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας (Ε.Ε.Π.Ε.Κ.).
• 2021-2022: «Διαφοροποιημένη Διδασκαλία και Μάθηση» που διοργανώθηκε από την Επιστημονική Ένωση για την Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας (Ε.Ε.Π.Ε.Κ.) σε συνεργασία με το Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Πανεπιστημίου Μακεδονία.
Θεωρούν πως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον εκπαιδευτικό στην καθημερινή πραγματικότητα είναι να εμπνεύσει και να διδάξει το ομαδικό πνεύμα στους μαθητές του, που μοχθούν για την κατάκτηση της γνώσης, απευθυνόμενος στο σύνολο χωρίς να παραμελεί το άτομο. Πιστεύουν ότι αν και το ομαδικό μάθημα έχει αναμφισβήτητα πολλά προτερήματα με πρωτεύον την ανταλλαγή απόψεων και εμπειρίας, είναι εξίσου σημαντικό να καταφέρνει ο εκπαιδευτικός να σκύβει στις αδυναμίες και τα ενδιαφέροντα κάθε μαθητή ξεχωριστά. Επισημαίνουν δε πως ο αγώνας αυτός είναι διαρκής και επίπονος και η ισορροπία εξαιρετικά ευαίσθητη και επισφαλής, διότι η σχολική κοινότητα, αφού υποδέχεται στους κόλπους της όλα τα παιδιά, απαρτίζεται a priori από άτομα κάθε κοινωνικού στρώματος, που φέρει τα χαρακτηριστικά τα δικά του, της οικογενείας του και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντός του. Γι’ αυτό ο εκπαιδευτικός, ο οποίος είναι ο ρυθμιστής της ζωής της τάξης ως υπεύθυνος για την ποιότητα των σχέσεων, που αναπτύσσονται, και των δράσεων, που λαμβάνουν χώρα, υποχρεούται να διαχειριστεί την ετερογένεια των μελών της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο προκειμένου να επιτύχει την αδιάρραγη ενότητά της παράλληλα με την ατομική πρόοδο κάθε μαθητή και την προκοπή του συνόλου μέσα σε συνθήκες αγαστής συνεργασίας και δημοκρατικότητας στο φέρεσθαι και πράττειν.
Όπως σημειώνεται στην εισαγωγή του βιβλίου, εξίσου σημαντικό ρόλο, συμβαίνει να παίζουν στην επίδοση του μαθητή οι προσλαμβάνουσες που προέρχονται από την εξωσχολική ζωή του και να καθορίζουν πιο δυναμικά τη γνωστική του ανάπτυξη σε σύγκριση με τη σχολική μαθησιακή διαδικασία, επειδή ακριβώς συγκροτούν τη μοναδικότητα της ύπαρξής του. Φυσικό επόμενο λοιπόν να διαφοροποιούνται οι μαθητές ως προς τον τρόπο και τον ρυθμό με τον οποίο μαθαίνουν, ακόμα και αν ανήκουν στο ίδιο κοινωνικό και οικονομικό στρώμα και αν έχουν ίδιες πολιτισμικές καταβολές και μιλούν την ίδια γλώσσα. Στη σύγχρονη δε παιδαγωγική θεωρία και πράξη η σχολική κοινότητα έχει να διαχειριστεί και τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στους μαθητές, επειδή ικανός αριθμός εξ αυτών είναι πρόσφυγες και μετανάστες, άρα αλλόγλωσσοι, αλλοεθνείς και κουλτούρας συχνά παντελώς ανοίκειας.
Τέλος, βασική και κύρια άποψή τους είναι πως κανένα σύστημα εκπαιδευτικό όμως δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε όλες αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα αδιέξοδα που ζει η ανθρωπότητα, αν ο εκπαιδευτικός δε λειτουργεί παίρνοντας ώθηση από την αγάπη του για το παιδί, που τον ενδυναμώνει στον αγώνα που αναλαμβάνει, του δίνει κίνητρα για νέες δράσεις και τον εμπνέει για την ανάληψη νέων ευθυνών. Ως εκ τούτου υποστηρίζουν με λίγα λόγια πως η αγάπη είναι το κλειδί, που στα χέρια του δασκάλου γίνεται όργανο, το οποίο ξεκλειδώνει κάθε πόρτα αργά ή γρήγορα για να βγει κάθε παιδί ανεμπόδιστο στο δρόμο προς τη γνώση και την αυτοπραγμάτωση.
Μέσα λοιπόν, από θεωρία και δραστηριότητες ελπίζουν, έστω και στο ελάχιστο, να συμβάλουν στο δύσκολο και απαιτητικό διδακτικό και παιδαγωγικό έργο, που επιτελούν οι σύγχρονοι εκπαιδευτικοί.