Ελένη Α.Σακκά: «Χρώματα Ελλιπή» | γράφει ο Κων/νος Λίχνος
«Χρώματα Ελλιπή» ονομάζεται η νέα, δεύτερη σε σειρά, ποιητική συλλογή της Ελένης Α. Σακκά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαθάρι. Μια ποιητική συλλογή, στην οποία η δημιουργός ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο Αντικειμενικό και το Υποκειμενικό, προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να πράξει το ίδιο.
Η γραφή της, υπαρξιακή, εκλεπτυσμένη, γλαφυρή, με έντονη αφηγηματικότητα, υπαινικτική διάθεση, κατασκευή διαυγών εικόνων που κομίζουν συλλογικές παραστάσεις, αλλά και έντονη βιωματικότητα, που ενισχύει το στοιχείο του Υποκειμενισμού.
Οι προθέσεις της δημιουργού φανερώνονται μέσα στο έργο της και αποτελούν κάτι το αντικειμενικό, κάτι που καλείται ο επαρκής αναγνώστης να συλλάβει ορθά. Το υπολανθάνων αυτοαναφορικό στοιχείο των ποιημάτων, όμως, επιτρέπει στον αναγνώστη να «δώσει» το δικό του νόημα στο έργο, βασιζόμενος στις προσωπικές του νοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις. Όταν το νόημα αυτό, ευνοείται πράγματι μέσα στο ίδιο το κείμενο, η μέθεξη έχει επιτευχθεί και ο αναγνώστης έχει κατορθώσει να συνομιλήσει με την ποιήτρια.
Χρώματα ελλιπή
Μαζεύαμε κλαδιά και άχυρα
καλοκαίρι του Αϊ- Γιαννιού
για ν’ ανάψουμε φωτιές.
Συναγωνίζονταν οι φλόγες σε κάθε γειτονιά
τον ενθουσιασμό της νίκης μας.
Χορεύαμε ψηλά με πύρινα τραγούδια,
κυλιόμασταν σε βουνά απ’ αλωνισμένο σιτάρι,
σκαρφαλώναμε στα δέντρα
για να πιάσουμε τα σύννεφα
και να κάνουμε τον ήλιο μεγαλύτερο·
μας θάμπωναν οι ακτίνες του
και πέφταμε σε κούνιες
από παλιές κουρελούδες
που κρέμαγαν στα κλαδιά
ηλιοκαμένες γυναίκες
με μαύρα τσεμπέρια
και χρωματιστά φορέματα.
Φτιάχναμε πολιτείες ολόκληρες
με χώμα, νερό, πέτρες·
κι αδημονούσαμε
ο καυτός μεσημεριάτικος ήλιος
να τις στερεώσει στο παρόν.
Το βράδυ στο πιο ψηλό μπαλκόνι
προσπαθούσαμε να ζωγραφίσουμε
μα ήταν τα χρώματα ελλιπή.
Οι στίχοι της Ε. Σακκά, εμπλέκουν αβίαστα τον αναγνώστη στη νοηματική τους, στη βαθιά ουμανιστική τους περιεκτικότητα, και τον οδηγούν σε ένα ταξίδι επανοικειοποίησης της πραγματικότητας, μέσα από καταστάσεις γήινες και εικόνες καθημερινές, που, όμως, αφήνουν πάντοτε ένα αβέβαιο βιωματικό αποτύπωμα. Αυτό, το -άλλοτε έντονο, κι άλλοτε δυσδιάκριτο- αυτοαναφορικό τους υφάδι, προσδίδει αφαιρετικότητα στο στίχο και τον καθιστά Ελλειπτικό.
Η λέξη Έλλειψη, άλλωστε, δηλώνει την αίσθηση κάποιας απουσίας. Ίσως, την ύπαρξη μιας παρουσίας λειψής, το έλλειμα της οποίας είναι τόσο πρόδηλο και μετρήσιμο, που αλλοιώνει την υπόστασή της -καθιστώντας την Ελλαττωματική, Ελλιπή.
Όταν είναι κάτι το ουσιώδες αυτό που έχει απολεσθεί, τότε ολόκληρη η ζωή βιώνεται ως ελλειμματική. Όταν είναι κάτι το απαραίτητο, αυτό που απουσιάζει -λες και έχει αποδιωχθεί-, τότε, εκείνο που έχει απομείνει, υπολείπεται ουσίας και νοήματος· παραμένει ένα απλό περίγραμμα, άδειο κέλυφος, ισχνή σκιά του εαυτού του, ανολοκλήρωτο και άτονο, σαν χρώμα Ελλιπές.
Στην περίπτωση τοιαύτη, η κάθε ουσία βιώνεται ως απούσα, εν την παρουσία της, [ «Σταμάτησαν τα σήμαντρα να χτυπούν // και ηχεί ο αντίλαλος της απουσίας τους», Γράφει η Ε. Σακκά στο ποίημα Κεκλεισμένες θύρες ] και η Έλλειψη, γίνεται όργανο οριοθέτησης και προσδιορισμού του υπαρκτού. Ο άνθρωπος, τελικά, ως καταγραφέας της ζωής, καθορίζεται από την υποστατική του ανεπάρκεια.
Επειδή, όμως, τίποτα στον κόσμο δεν δύναται να υπάρξει δίχως Ελλείψεις, ψεγάδια, ατέλειες και κενά, η αίσθηση της ανεπάρκειας -ενίοτε βασανιστική-, συχνά εξελίσσεται, σε κινητήρια δύναμη για την αναζήτηση της πληρότητας, την αναπλήρωση της απουσίας, τη διαχείριση της απώλειας και την εκπλήρωση των αδικαίωτων προσμονών.
Ποια Έλλειψη, άραγε, μπορεί να είναι οδυνηρότερη, από εκείνη που γευόμαστε όταν μας προδίδει η μνήμη, όταν οι θύμησες ξεθωριάζουν και ατονούν, σαν χρώματα Ελλιπή; [ «Έγραφαν ασταμάτητα// για να λύσουν μαζί τα δεσμά της λήθης… Ό,τι αληθινό είχε χαθεί στη λήθη// αναστήθηκε αιώνια», από το ποίημα Η μοναξιά της λήθης ]. Και τι περισσότερο -σε ορισμένες περιπτώσεις-, μπορεί να είναι η γραφή, πέραν του να αποτελεί, μια αγωνιώδη προσπάθεια διαφύλαξης στοχασμών και βιωμάτων, ώστε να διασωθούν από το αδυσώπητο πέρασμα του πανδαμάτορα χρόνου;
Κι αν η λησμονιά είναι επώδυνη, πολλές φορές, εξίσου αλγεινή είναι και η θύμηση·
και συνεπώς, εφάμιλλά οδυνηρά, γίνονται και τα ποιήματα που λειτουργούν ως εργαλεία αναμνησίας [ «Πονάνε οι λέξεις των ποιημάτων// σαν να ξυπνάνε οι συνειδήσεις», από το πρώτο ποίημα της συλλογής, Σαν πρόλογος ].
Κατά κάποιο τρόπο, μοιάζουν λιγάκι με όλους εμάς, τα ποιήματα της Ελένης Α. Σακκά· δείχνουν να αναζητούν τον βαθύτερο εαυτό τους, αυτόν που επικυρώνει την ύπαρξη του, μέσω της απουσίας του. Αρθρώνονται σαν σπαράγματα μοναξιάς, αξιώνοντας να γίνουν δίαυλοι ουσιαστικής επικοινωνίας -τέτοιας που θα άρει την ανωνυμία και τον (αυτό)αποκλεισμό του κάθε ξεχωριστού ατόμου της εποχής μας.
Λίχνος Κων/νος
Πεζογράφος, συγγραφέας
Μέλος του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης