i.Θέλω να σε ΞΑΝΑΔΩ
Τρέμει το φυλλοκάρδι του Θεού,
τρόμος και πόνος στο βλέμμα ενός παιδιού.
Πόνος βουβός και καυστικός,
συρτός ,επίμονος και πνιγηρός.
Μια μαργαρίτα για τον Μάρτη,
πέρα στα λιβάδια ,στα σπλάχνα των ηλιανθών,
εκεί που το χώμα μυρίζει καμμένο ,
εκεί που το αίμα βρυχάται από τη σφαίρα των αδερφών.
Πατέρα πού είσαι ??!!
Θα φύγω...
Πατέρα δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
Πατέρα θέλω να σε ξαναδώ μια μέρα,
να με αγκαλιάσεις μέσα στο φως ενός δίκαιου ουρανού.
Βρυχάται η γη ...
Βρυχάται η ψυχή.
Τρέμει η καρδιά.
Μπαμπά μου μη φύγεις.
Θέλω να σε δω ξανά.
Αχ ... Και άλλα παιδιά...
Μαμάδες με παιδιά,
γιαγιάδες με άσπρα μαλλιά...
Και ένα γιατί, μια ύπουλη πικρή φωνή,
για ένα δικαστήριο χωρίς λογική.
Χωρίς μάρτυρες και υπερασπιστές,
μόνο δικαστές που σκοτώνουν αθώες ψυχές.
Άραγε με τη βία βρίσκεις το δίκιο εάν είναι αληθινό,
βρίσκεις φτερά ή καρφιά να σου μπίγονται βαθιά όταν δεις τον Θεό?!
Ποιός μπορεί να κρίνει όταν το δάκρυ είναι παιδικό??!!
Ποιός??
Μια μαργαρίτα μπαμπά για εσένα ,
δεν σε ξεχνώ , θέλω να σε ΞΑΝΑΔΩ.
6-3-2022
ii. Αμάραντο και λιβάνι
Σήκω αγέρι, φύσα δυνατά.
Ψυχές ,φωνές μέσα στου Μάη τα λιβάδια τα χρυσά.
Αμάραντο και λιβάνι μυρωμένο,
ελίχρυσος από τα μύρια όσα της ψυχής καθαγιασμένο.
Βοούν οι φτερωτές καρδιές,
στενάζουν σε πυρρίχιους χορούς οι φλέβες οι καυτές,
το αίμα τρέχει σαρωτικό,
γίνεται βροντή, κραυγής ερωτηματικό.
Πού είσαι σε αναζητώ?!
Κοίτα, κοίτα τη γη...
Κοίτα την θάλασσα που θελκτικά σε καλεί.
Κοίτα τα βουνά.
Τα μάρμαρα, τους κίονες ,τα ατσάλινα καμπαναριά.
Βελάσματα και λόφοι τορνευτοί,
φιγούρες που σε καλούν χωρίς χρόνο,
χωρίς μομφή για τα παλιά.
Κλαγγίζουν τα μέταλλα πάνω στη γη ,
ελίχρυσοι στα μαλλιά,
ο ήλιος θα ξαναβγεί να φωτίσει τη ματιά.
Και είναι αυτό το ροδαλό παιδί,
που πρέπει να μεγαλώσει, να γελάσει, να ερωτευτεί.
Να κλάψει από της αγάπης τον σεβντά,
όχι από τον θάνατο,
ούτε από τη σφαίρα του πατέρα του στη καρδιά.
Και αυτή η κόρη να υφαίνει λουλούδια για του Μάη τη γιορτή,
όχι για την μάνα της που κείτεται κάτω νεκρή.
Να βάλει χρυσά λουλούδια στα μαλλιά
και να κοιτάξει με τα μάτια και το χαμόγελο στα χείλη πονηρά.
Όπως η καρδιά χτυπά...
Όπως η καρδιά χτυπά...
Πού είσαι? Σε αναζητώ...
Έλα να σου πω για της ζωής το σκοπό.
Αμάραντο και λιβάνι μυρωμένο,
ελίχρυσος από τα μύρια όσα της ψυχής καθαγιασμένο.
1-5-2022
iii. Περσέας και Ανδρομέδα
Πόσο όμορφα γλυκολαλούν οι πλαγιές!
Ώμοι γυμνοί,
φωνές μαγικές,
κόρες όμορφες ,
θεϊκές.
Τέτοια χάρη,
τέτοια πηγή ζωής,
τραγούδια για τον Ερμή,
να τα παρασύρουν οι ποταμοί,
σε κάθε θάλασσα, σε κάθε ουρανό,
σε όλη την πλάση.
Ύμνοι παντοτινοί.
Νερό, νερό χρυσή βροχή,
όπως ο Δίας σταγόνα, σταγόνα μπήκε από την χαραμάδα της φυλακής ,
την ωραία Δανάη για να βρει.
Όπως οι υδρατμοί από το άγιο νερό έγιναν ένα με τον ουρανό.
Και τα τρία φίδια λικνίστηκαν από χαρά γιατί η Πυθία τον χρησμό έδωσε από μακριά.
Θεία, θεία γέννα ήταν κοντά.
Πέρασε από κύματα πολλά.
Σάρκα με σάρκα με την μητέρα του μέσα στην λάρνακα,
να τον χαϊδεύει το κύμα ,
να τον παίρνει αγκαλιά.
Και ο Δίας εκεί να τους αγναντεύει και να τους προσμονά.
Οι νύμφες ετοίμαζαν εδώ και χρόνια τον σάκο βελονιά βελονιά,
ήταν εντολή του πατέρα τους ,
φτερά στα χέρια τους,
τραγούδια στην λαλιά.
Και η Γοργώ φοβόταν,
φοβόταν τον δικό του ερχομό ,
στη μέση εκεί της θάλασσας,
φοβόταν κάθε πετούμενο, κάθε αερικό.
Χιόνι και κρύο αυτός να πάρει ,
περικεφαλαία και κοφτερό σπαθί,
τις γριές στον Άδη να πάει για να βρει.
Μονόφθαλμες γριές του είπατε κάθε κρυμμένο μυστικό,
του δώσατε συμβουλές,
όπλο δυνατό στο μυαλό.
Σταλιά, σταλιά,
σταγόνα αίμα πορφυρό,
έπεσε πλούσιο και αχόρταγο πάνω στον Ωκεανό.
Φτερά, φτερά γεννήθηκαν , οπλές, καλπασμοί,
τον πήρανε μακριά, σε ταξίδια από άκρη σε άκρη του κόσμου,
τον φέρανε στης Ανδρομέδας την ξένη γη.
Καταιγίδες ,
βροντές,
αστραπές ,
αλλά ο Περσέας με την αγαπημένη του στην αγκαλιά,
αστέρια που φωτίζουν από ψηλά.
Λατρευτικές μορφές,
πλάσματα ουράνια, παντοτινά.
Χάδια του σύμπαντος που κρυφογελά.
Χέρια ερωτικά.
12-6-2018
Πίνακας: Πιέρο Ντι Κόζιμο
iv.Ήταν ηλιαχτίδες του ήλιου...
Ήταν ηλιαχτίδες του ήλιου τα μακριά της τα μαλλιά,
έπαιζαν με τις αντανακλάσεις της λίμνης, διάχυτα λαμπυρίσματα, διαμάντια αληθινά.
Μύριζε αμυγδαλιά και ροδιά,
ελιές νύμφες καμαρωτές,
κρίνα του αγρού, πολύχρωμα, λικνιστά.
Έσφυζε η γη απο σιτάρι και κριθάρι.
Σιτάρι για τους πλούσιους, κριθάρι για τους φτωχούς, οίνος να ρέει άφθονος,
γέλιο στα άσπρα σαν μαργαριτάρια σπίτια και τους μαρμαρένιους ναούς.
Και αυτοί καθρεφτίζονταν στα γαλάζια νερά,
κόρες όμορφες μέσα στις μυρωδιές της φύσης μια αγκαλιά.
Έπαιζε η άρπα, νύφη στα γαλάζια, φωτεινή , λίμνη όλο πλούτο, αληθινή.
Άσπροι και μαύροι πελαργοί, δάσκαλοι πραγματικοί,
χορευτές με τα τερτίπια των εποχών, μετεωρολόγοι αληθινοί σε κάθε του καιρού επιλογή,
πέταγαν σαν γράμματα σκόρπια
πάνω από τον πριγκίπων το περιβόλι
με τον αγέρα και τα παιχνιδίσματα των εποχών για παρέα.
Γλυκιά μου Καφαρναούμ, Δέσποινα του πύργου των Ιχθύων, που χάθηκες, που κρύφτηκες για να μην σε βρουν??!!
Γαϊδουράγκαθα πνίγουν τα νεαρά φυτά του σιταριού
και τα συντρίμια μέσα στο χρόνο και το χώμα χαμένα αναπολούν.
Οι λαοί της Θάλασσας χαμένοι και αυτοί στην ιστορία ψάχνουν την λύση για να βρουν.
Κοίτα, κοίτα τα μακριά της τα μαλλιά,
την πένα πως γράφει, βιβλία με μόρφωση και ζωή πλουμιστά.
Χρυσή σαν τον ήλιο με άλικη καρδιά.
Άρωμα λεπτό και μεθυστικό,
άμπελος του Αυγούστου που με το φως του ηλιοκράτορα γίνεται πιο έντονα δυνατό.
Κοίτα την πως κάθεται σκεφτικιά...
Άραγε τι σκέφτεται, τι αναζητεί, τι η ιστορία λέει, τι πάει να κρυφτεί??
Γιατί όλα είναι κυκλικά και ενώ ο άνθρωπος ένα βήμα κάνει εμπρός, όλο παραπατά??!!
Ξεχωριστή μου τουλίπα, γλυκομυριστή,
δέσποινα της λίμνης, γυναίκα, ζωή,
τι άραγε αυτή θέλει να μας πει??
Μίσος, μίσος και πόνος,
δάκρυα που σταλάζουν αίμα,
χαμός, έρημος δρόμος.
Μικρά διαμάντια της ζωής είμαστε και εμείς,
που γίνονται όμως σταγόνες και υδρατμοί όταν η κάψα του μίσους γίνει καυτή.
Και μετά τι??
Ερείπια, πισωγύρισμα, ψυχές χαμένες στην κόλαση, κλωθογύρισμα.
Δυο περιστέρια πέταξαν μακριά,
πέρασαν την θάλασσα, γίνανε ένα με τον ουρανό, μια μπουκιά.
Ένα αγκωνάρι ριγμένο, παρατημένο να μιλά,
να αφηγείται για παλιές ιστορίες και μεγαλεία αληθινά.
Πέτρες από εδώ, πέτρες και από εκεί και η γη να έχει γίνει έρημος, λάβα αληθινή.
Ποιος είναι ο νικητής??!!
Σε καμμένη γη τίποτα δεν μπορεί να ζει.
Και όμως... Και όμως...
Βλέπω μια τουλίπα χρυσή...
Με άλικη καρδιά που από τον ήλιο γίνεται όλο και πιο μοσχομυριστή.
Άραγε τα περιστέρια θα έρθουν ξανά??
Ομορφη κόρη τι σκέφτεσαι...
Ένα γιατί??!!
Κάτι στα χείλη κρέμεται...
Σαν προσευχή.
Poem: Stamatina Vathi ©
v. Τα κύματα μύριζαν ιώδιο και καταιγίδα
Τα κύματα μύριζαν ιώδιο και καταιγίδα.
Είχε φυσήξει και τραντάξει όλο το βράδυ με επιμονή,
δύο πελαργοί τσαλαβουτούσαν μια εδώ και μια εκεί,
όλο το μπλε από την φύση ασύστολα είχε χυθεί.
Γλυκό και απάνεμο το ταξίδι και με τα κρόταλα να παιανίζουν για τροφή πολλή.
Ο ουρανός την θάλασσα είχε αγκαλιάσει,
κάθε λόγο της είχε εστερνιστεί,
το τραγούδι της είχε θαυμάσει,
σφοδρά και άπειρα την είχε ερωτευτεί.
Ήταν η συνέχεια της γης,
το άλλο το μισό της,
η καρδιά της, η ψυχή.
Μια αμυγδαλιά δώρο της είχε φέρει,
να την μυράνει, να την στολίσει στο φωτεινό της μπλε.
Άνθη και καρπούς να της κάνει,
άσβηστο λυχνάρι να της θυμίζει τον έρωτά του,
την κάθε του σκέψη που απεγνωσμένα την αποζητούσε να την δει.
Η καταιγίδα την είχε νευριάσει,
άφριζε και χτυπούσε κάθε βράχο,
κάθε καράβι χωρίς ενοχές.
Μαύρη και τρικυμιώδης, ταύρος ανίκητος, παροιμιώδης...
Πόσο πειθήνια σήμερα ήταν!!
Αλλά αυτός από την ηρεμία της δεν γελιόταν.
Καθόταν και την θαύμαζε, την ομορφιά της χαιρόταν.
Η αμυγδαλιά έλαμπε μες τα λευκά της...
Ήταν σύμβολο της αληθινής του αγάπης,
άσπιλη, τρυφερή, ελπίδα πραγματική.
Ο χειμώνας είχε σκοπό να αποχωρήσει,
το διατυμπάνιζαν οι πελαργοί,
όλη η φύση
και αυτή η άσπρη νύφη του χιονιά, η θεϊκή.
Τον εξόρκιζε τον γέρο χειμώνα,
του έκανε με τα κλαδιά της τερτίπια πολλά.
Του έλεγε " φύγε, φύγε τι κάθεσαι εδώ ακόμα, κάθε πράγμα έχει τον καιρό του, πήγαινε στο καλό και έλα μετά ξανά".
Ήταν μια οπτασία, ένας προάγγελος μιας νέας αρχής.
Μια λευκή προσευχή,
ένα γράμμα μέσα στο γαλάζιο, μια υπογραφή.
Μια φλόγα που θα καίει αιώνια με πάθος και επιμονή.
Αχτίδες και λάμψεις έβγαιναν από τα κλαδιά της,
άνθισε και έβγαλε καρπούς στην στιγμή.
Αναπηδούσε η ψυχή.
Ο χρόνος έτρεχε και τσαλαβουτούσε και έδινε όρκους με όλο το μπλε ότι γλυκά και ήρεμα θα προχωρούσε.
Την αγαπούσε την ζωή,
όλο το μπλε και το λευκό και την κάθε στιγμή.
Γέλασε η αμυγδαλιά και στον χρόνο έδωσε φιλί.
Όλα τα χρώματα έχει η παλέτα,
σταλιά σταλιά,
θάλασσα και ουρανός μια αγκαλιά.
*κρόταλα: μουσικό όργανο, castanets
22-3-2019