ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Έφερ’ ο άνεμος τραγούδι στη νυχτιά,
τραγούδι, άσμα των ασμάτων, ύμνο
σαν μελωδία αγγελική στη σιγαλιά
νανούρισμα γλυκό στον φευγαλέο ύπνο.
Γέμισαν νότες του μυαλού την ερημιά
χορδές, κιθάρες και γλυκόλαλα βιολιά.
Σύραν οι θύμησες χορό με τη φωνή της λύρας,
Τσιγγάνες, γυφτοπούλες θύμησες…
Οι μάγισσες της μοίρας.
Χόρεψε ο αγέρας τα κλαδιά της φοινικιάς
κλειδιά του σολ στον ουρανό τα μαυροπούλια,
τσιγγάνες, γύφτισσες με σύραν στον χορό
και γυφτοπούλες θύμησες μου φίλησαν τα χείλια.
Και μια μελαχρινή, μια γυφτοπούλα όμορφη, μικρή
κρατούσε στο χεράκι της και χτύπαγε το ντέφι.
Σεργιάνιζαν στον άνεμο πάθη, κορδέλες και καημοί
και το μικρό κορμάκι της το τύλιγε μια μέθη.
Τα ποδαράκια της κι αυτά λες με φτερά
μια κάποια στριφογύριζαν στον νου αγκάλη
στα γύφτικα τσαντίρια τα παλιά
γλέντι, τραγούδι φούντωνε, κραιπάλη.
Ω γυφτοπούλα θύμηση, να’ ταν να έγερνα ξανά
μες στα σγουρά σου τα μαλλιά να βρω τη λήθη
και να χορέψω εκεί με τα χρυσά φλουριά
π’ αγκάλιαζαν τα τρυφερά σου στήθη.
iv. Συλλογή ΑΤΤΙΚΑ Γαβριηλίδης 2014
ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ CHASAPEAKE
Αδειανό μικρό μου σπίτι στις ακτές του Chesapeake
Με τον άνεμο να κτυπά αλύπητα τα ξύλινα τα παραθύρια
Την αύρα της θάλασσας να σμίγει απαλά με την σκόνη
που χρόνια καλύπτει τ' απομένοντα λιγοστά έπιπλα
Και με τ' αγνά της νιότης μας όνειρα να τριγυρνούν αόρατα
στ' άδεια της εστίας της πρώτης μας δώματα..
Εγκαταλελειμμένο της νιότης μας σπίτι
κάτω απ' τα πανύψηλα πεύκα
που ψιθυρίζουν αναμνήσεις στον άνεμο
Αναμνήσεις λησμονημένες, κάπως σβησμένες
στην ομίχλη του παρελθόντος.
Θύμησες αγαπημένες από φωνές παιδιών
από λόγια αγάπης, γέλια, χαρές
Λησμονημένες άραγε της περασμένης ζωής αναμνήσεις;
Μάλλον όχι, μάλλον αμυδρές, χλωμές απ' τα χρόνια που διάβηκαν
Κάπως μπλεγμένες με σκιές θλίψης, πικρίας
Ελάτε σε μένα της νιότης μου όνειρα
που ζείτε στον νου όσο η καρδιά μου χτυπά
Λόγια ειπωμένα, υποσχέσεις δοσμένες
όλα αμυδρά μα για μένα αξέχαστα
Με τους ψιθυρισμούς σας γεμίστε
τα άδεια τα δώματα, με την πνοή σας ταξιδέψτε μακριά
Πάνω απ' τα νερά τα βαθιά
κάτω απ' την φεγγαρόσκονη
της γλυκιάς νύχτας του καλοκαιριού
Μακριά, να ρθείτε κοντά μου
την πικρή μοναξιά μου να βρείτε
Κοντά μου ελάτε αγνά της νιότης μου όνειρα
νανουρίστε με, στην άδεια τωρινή μου φωλιά
με την θαλπωρή, την ζεστασιά που κρατάτε.
Άκουσε.. τους ψιθύρους άκουσε μοναχική μου καρδιά
Θυμήσου το άρωμα απ' την αφθονία του αγιοκλήματος
κάτω απ' τ' αγαπημένα μου πεύκα
Πάρε τα μονοπάτια που πευκοβελόνες καλύπταν
και τα σπασμένα, λιωμένα κελύφη
των οστρακιών του Chesapeake
Θυμήσου την παιδική κουβερτούλα που στέγνωνε στον ήλιο
τις κουβέντες τις παιδικές, τ' αμέριμνα παιδικά γέλια
γύρω απ' τις ανθισμένες πολύχρωμες αζαλίες
Κάτω απ' τις ολάνθιστες κρανιές, τις ρόδινες μυρτιές
Οι βαριές βροχές των καλοκαιρινών ημερών
να εισδύουν βαθιά, να μουσκεύουν την κόκκινη αμμώδη γη
Οι ηλιακτίνες θαμβωτικές να διαπερνούν
μέσ' απ' τις βελόνες των πεύκων
ν' αγκαλιάζουν σε δόξα την μουσκεμένη γη
Κόψε φρέσκα κλαδιά απ' τον πρίνο
που χρόνια στολίζει την σφραγισμένη πια πόρτα
και σκόρπισε τα κόκκινα μούρα του ολόγυρα
στις σβησμένες του τζακιού τις στάχτες
Να φέρουν θαρρείς αγιοσύνη και φλόγα
στο σβησμένο στην λήθη της ζωής παρελθόν
Ανέμοι φερμένοι απ' τον Chesapeake
φέρτε μου πίσω τους άσπρους μου γλάρους
λευκούς, αγνούς σαν τα πρώτα μου όνειρα
Δοξαστικές του ήλιου ακτίνες μετά την βροχή
βρείτε τον δρόμο σας μεσ' απ'τα σάπια
του πρώτου σπιτιού παραθύρια
τη σκόνη, τις σκιές του παρελθόντος σηκώστε
Μπείτε στον νου μου, και ζωντανές
τις γλυκές αναμνήσεις μου φέρτε
Ανέμοι του Chesapeake, στριφογυρίστε..
Στον νου μου στροβίλους γυρίστε, χορέψτε μαζί μου
στο άδειο της τωρινής εγκατάλειψης
Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου
τ' άσπιλα όνειρα της νιότης
🍁
ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ
Κοίταξε κάπως τριγύρω και είδε
πικρή τη θέα του γήρατος να τον περιτυλίγει
Ί ίριδες θολές φεγγίζουν τα αδρανή
τα ρυτιδωμένα πρόσωπα.
και το δέρμα τελείως αφυδατωμένο
σαν μάσκα νεκρική, αποκριάτικη.
Κάπως οικτρό το θέαμα
τα οστά ήδη τεταπεινωμένα, πεπαλαιωμένα
κινούνται μετά δυσκολίας.
Ρομπότ με χαλασμένο τον μηχανισμό τους.
Και το μέλλον πώς να το περιγράψει κανείς;
Του Εωσφόρου αγκάλιασμα;
Και ο στέφανος της ζωής
που απομένει εξ ακανθών
Ούτε κλωνάρια δάφνης πια
μηδέ όνειρα ή προσδοκίες.
Ο δε σταυρός του Γολγοθά
ξύλο δικό του εστί
εις το παρόν κρεμάμενον
Τα δε δάκρυα των επιζώντων
σωστά το προβλέπει
κατακλυσμοί της μοίρας θα τα σβήσουν
Όλοι θα τον ξεχάσουν.
Κανείς δεν θα κλαίει πια για τους Εσταυρωμένους.
Η δε γη θα καρπίσει και πάλι
οπώρας δροσεράς, ωρίμους εν χρόνω
και τη γεύσει γλυκείς
v. Συλλογή ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑΣ, Γαβριηλίδης 2014
ΧΘΕΣ Η ΣΕΛΗΝΗ
Χθες της σελήνης το φως ήταν γλυκό κι άχνιζ’ η γη από κάτω
Των δέντρων ξερά τα κλαδιά ασήμι ντυθήκαν
Της λίμνης τα ήρεμα κρύα νερά
διαμάντια γενήκαν.
Περπάτησα πάλι στη γλύκα
της σεληνόφωτης νύχτας
Κοντά σου ήθελα να ’ρθω
Σε ζήτησα μα δεν σε βρήκα.
Τα βήματά μου τ’ άκουσες;
Τα πήρε ο αέρας
Σιμά σου τα ’φερε, αύρες γενήκαν
να σε δροσίσουν ήρθαν.
Μην κλαις και μην πικραίνεται
η καρδιά σου στην ερημιά.
Θα ’ρθω να σου ζεστάνω την παγωνιά
Θα ’ρθω να σβήσω τα δάκρυά σου
στα μάτια σου να δω χαρά
να σου μιλήσω, να σε φιλήσω
Μ’ εσέ να σμίξω στη σιγαλιά
🍁
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Έλα σιμά σαν αύρα
της θαλάσσης κι άγγιξέ με
μες στης νυχτιάς την ησυχία
και τη σκοτεινιά.
Τα κύματα τ’ ακούω μόνο
δεν τα βλέπω
‘Oπως εσέ σ’ αισθάνομαι
κι ας είσαι μακριά.
Τα γκρίζα τα μαλλάκια σου
να χάιδευα και πάλι
και κάπως να ’γερνα
μες στη θερμή σου αγκαλιά.
Και κάπως να ’σμιγαν
στο δροσερό ακρογιάλι
oι θύμησες απ’ τα φιλιά
που μου ’δινες παλιά.
Ήταν στ’ αλήθεια η μυρτιά
που άνθισε κι ευώδιασε
τον άνυδρο τον κήπο
στη χέρσα μου καρδιά;
Και στα κλωνάρια της θαρρείς
άνεμος και γυρόφερε
Τις σκέψεις και την προσμονή
για μιαν ανέλπιστη χαρά;
Ω, έλα αγέρι δρόσισε
τον πόθο μου για κείνον
μες στα ζεστά τα χέρια του
θε νά βρω λησμονιά
Ἑλα με την Ανατολή
και τον χρυσό τον ήλιο
Είς᾽ η χαρά της ζήσης μου
κι ας είσαι μακριά
vi. Συλλογή ΕΡΩΔΙΟΥ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ Δωδώνη, 2001
ΣΕ ΜΙΑ ΣΙΓΗ
Σε μια σιγή πώς βρέθηκες
Στου ονείρατος το διάβα
Και μάζεψες τα πέταλα
Ενός άνθους ταπεινού
Τα φύλαξες και έγειρες
Σ’ απατηλά λυχνάρια
Ξημέρωσε και έψαχνες
Αχνάρια του χαμού
Πώς κι έμεινε στη σκέψη σου
Οράματος μια γεύση
Μιας ηλιαχτίδας χρύσωμα
Ζεστό στα σωθικά
Φωτός σκιά που σ’ άγγισε
Διαβατική στην πλεύση
Ελπίδων και χαμόγελων
Μακριά στα ανοιχτά
Και έμεινες μ’ οράματα
Τα ονείρατα φευγάτα
Και κράτησες τις θύμισες
Γλυκιά σου συντροφιά
Και έσυρες τα βήματα
Σε άμμους κι ακρογιάλια
Κι η θάλασσα σου κάλυψε
Τ’ αχνάρια στη στεριά
🍁
ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ
Τα κύματα με κοίταζαν
για χρόνια και για μήνες
Της ερημιάς μου σύντροφοι
μ’ απάλαιναν τις πίκρες
Τις νύχτες τις βαθιές, τις σκοτεινές
τις άναστρες, τις μαύρες
Τα κύματα τα άκουγα
να σκούνε πονεμένα
λες πως κι αυτά εκλαίγανε
για την πικρή εμένα
Με φόβιζες νερό μουντό
και σκοτεινό τα βράδια
Με φόβιζε το βάθος σου
η απύθμενη αγκαλιά σου
Της θάλασσας την ομορφιά
σε σένα ζήταγα να βρω
Της λίμνης συ γλυφό νερό
πικρά σ’ αλμύρισα εγώ
Βρέξε με τη δρόσο σου
και λίκνισέ με στον ρυθμό σου
Θα ´θελα να ‘μουν νούφαρο
ν’ αποκοιμιέμαι στον αφρό σου
Σε κοίταζα μες στην αχνή τη χαραυγή,
να ζωγραφίζεις στα γαλήνια σου νερά
του κόσμου την Ανατολή
Σε κοίταζα το δείλι,
να σκοτεινιάζεις, να μουνταίνεις
Στα βάθη σου τα σκοτεινά
τα μυστικά μου τα πικρά να παίρνεις
Το άκουγα το κύμα σου
στο περιγιάλι δίπλα μου να σκάζει
Και να μετρά τι ώρες, τις στιγμές
τις άδειες και μοναχικές και φοβερές
της θύελλας, της συμφοράς
και της απόγνωσης, της ερημιάς
Τους μήνες του χειμώνα
πάγωνες γλυφό νερό
κάμπος γινόσουν κρύσταλλο
και σε ‘θαβε το χιόνι
Και τα’ άκουγα τα κύματα
μουγκρίζανε θαμμένα
λες πως κι αυτά τα έκαιγε
η έννοια τους για μένα
Κομμάτι της ζωής μου
έγινες γλυφό νερό
Τα ξωτικά της ζήσης μου
τα ‘πνιξες στον βυθό σου
Σεργιάνισες με τον αφρό σου
τον αναστεναγμό μου
Νούφαρο καν’ εκεί στο κύμα σου
και τον καημό μου
vii. Συλλογή ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ, Δωδώνη 2001
ΔΕΚΑΟΚΤΟΥΡΕΣ
Τι να σου λέει άραγε
γλυκό μου περιστέρι
το ταίρι σου μες στην υγρή
του πρωινού σιγή;
Τι λόγια και τι όνειρα
θε να σου γυροφέρνει
στ’ αχνό το φως της χαραυγής
στη γκρίζα ομίχλη της ακτής;
Λες να ζηλεύω άραγε
την ήρεμη φωλιά σου
τον έρωτα που τραγουδάς
με τιτιβίσματά σου;
Λες το γλυκό το κάλεσμα
το χάραμα, το δείλι
Λες να ξυπνά σε μένανε
του χωρισμού τη δίνη;
🍁
ΕΠΟΧΕΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αχνάρια αγάπης στον νου χαραγμένα
διαβαίνεις κι απόψε μακριά από μένα
ζητάς τη ματιά μου, το γέλιο, τη γλύκα
στα δόλια όνειρά μου κει μόνο σε βρήκα
Πού να ‘σαι γλυκέ μου, και πού να διαβαίνεις
μέσ’ στην καρδιά σου για πάντα με φέρνεις
Τ κι αν σε χώρα πια ξένη γυρίζω
του νου σου φυτίλια θυμάμαι δακρύζω
Σαν φεύγω απ’ όλα, σαν σβήνω μονάχη
η αγάπη σου καίει για πάντα στα βάθη
Τι κι αν το δείλι το λούλουδο κλείνει
μ’ αυγή και δροσούλα και πάλι ανοίγει
Στο κύμα κει πέρα, που βλέμμα λικνίζει
η αγάπη μας γέρνει και σε νανουρίζει
Τ᾽ αστέρι το βράδυ το φως που προβάλει
ματιάς μου το χάδι θαρρείς και στεγάζει
Κι ο κούκος που ψέλνει τη θλίψη του μόνος
θυμίζει πως πάντα της ζήσης ο πόνος
περνά και διαβαίνει, σαν χελιδόνι
τα δάκρυα ο χρόνος, ξανά τα στεγνώνει
Μέσ’ στην ομίχλη, της λίμνης παρτέρι
πέρασε, έφυγε το καλοκαίρι
Του φθινοπώρου οι πρώτες οι ψύχρες
δροσίζουν και πάλι τις άδειες μας νύχτες
Χειμώνας σαν φτάσει, Ω με συμφορά μου
στ’ ακροθαλάσσι γερνούν τα όνειρά μου
Στα χιόνια γραμμή ένα αστέρι διαγράφει
παγωμένη μια θλίψη στην καρδιά κουρνιάζει.