EDUARD BANULESCU – single “Long Time Ago” από το επερχόμενο EP "Bontida".

 

“Long Time Ago” 

(Δείτε το βίντεο εδώ)

https://youtu.be/FkAK6ms6t6A 



Το “Long Time Ago” είναι το πιο πρόσφατο single  του Eduard Banulescu. Πρόκειται να συμπεριληφθεί στο EP “Bontida”.  

Είναι ένα τραγούδι για τις ρίζες και τις δεσμεύσεις, σε μια εποχή που και τα δύο εξαφανίζονται. Το “Long Time Ago” είναι ένα τραγούδι διαμαρτυρίας. Είναι μια μελωδία για τη διάλυση ουσιαστικών σχέσεων στην εποχή του «εγώ, εμένα, το δικό μου». 

 Η Bontida είναι μια μικρή πόλη στους πρόποδες της Τρανσυλβανίας. Ο Eduard έχει ρίζες εκεί. Αντηχούν ξανά στο τραγούδι.  

Το “Long Time Ago” είναι μέρος ενός μεγαλύτερου έργου που περιλαμβάνει δύο EP, το "Bontida" και το "Berlin". Οι γεωγραφικές τοποθεσίες αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια εξισορρόπησης του παραδοσιακού με την ισορροπία, της άνεσης με τη φιλοδοξία. Το τραγούδι έγραψε ο Eduard Banulescu και όλα τα όργανα τα έπαιξε ο ίδιος. Η παραγωγή του τραγουδιού έγινε από τον αναγνωρισμένο Ρουμάνο παραγωγό/μουσικό Florian Sprinceana. 



Official links 

                              

 

 









ΣΟΦΙΑ Δ. ΝΙΝΙΟΥ "Το ρόδο του Ισπαχάν" Διήγημα

 

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, αλλά στις μέρες τις δικές μας, σε μια γειτονιά της Αθήνας, τον Άγιο Δημήτριο, υπήρχε ένα σπιτάκι κλειστό και έρμο. Οι ιδιοκτήτες του, αφού έζησαν ως τα βαθιά γεράματα, πέθαναν. Ήταν ένα καλό κι ευγενικό ζευγάρι. Παιδιά όμως δεν είχαν κι έτσι το σπίτι ερήμωσε μετά το θάνατό τους.

Ήταν πολύ όμορφο! Απλό και όμορφο. Με λίγα δωμάτια αλλά με κήπο γύρω του. Απ’ όλες τις μεριές ήταν τριγυρισμένο με δέντρα και λουλούδια. Απ’ την πίσω μεριά του περνούσε ένα πολύ μικρό ρεματάκι. Αυτός ήταν ο λόγος, που αν και οι καλοί άνθρωποι δεν υπήρχαν πια για να τον φροντίζουν, ο κήπος ήταν θαλερός χειμώνα-καλοκαίρι. Τα δέντρα καρπίζαν. Οι λεμονιές γεμίζαν λεμόνια κίτρινα και ζουμερά κι η μηλιά μήλα κόκκινα κάθε φθινόπωρο. Την άνοιξη μοσχοβολούσαν τα μικρά τους ανθάκια. Η ροδιά κοκκίνιζε τα λουλούδια της, μόλις ζέσταινε ο καιρός, και τα ρόδια της, μόλις δρόσιζε. Η ελιά ασημένια και καρπερή βασίλευε ανάμεσά τους. Στο πλάι του σπιτιού υψωνόταν ένας τεράστιος θάμνος, ο φιλάδελφος, που γέμιζε λευκά μεταξένια άνθη στο τέλος της άνοιξης έως και την αρχή του καλοκαιριού. Αυτό που εντυπωσίαζε όμως κάθε περαστικό ήταν οι τριανταφυλλιές, που ανθίζαν όλο το χρόνο, μοσχομυριστές. Τριαντάφυλλα όλων των χρωμάτων στόλιζαν τον κήπο. Μα το πιο όμορφο απ’ όλα ήταν το κατακόκκινο Ρόδο του Ισπαχάν. Χρόνια ολόκληρα περνούσα μπροστά απ’ το έρμο σπίτι με τον υπέροχο κήπο και δεν ήξερα αν έπρεπε να λυπηθώ ή να χαρώ.

Πριν από μερικούς χειμώνες λοιπόν, καθώς πλησίαζα, βλέπω ένα μικρό αγοράκι στην πόρτα του. Δεν άργησα να καταλάβω πως ήταν διαφορετικό από μας. Σκουρόχρωμο. Η επιδερμίδα του θύμιζε σοκολάτα. Μπορεί να θύμιζε και ψωμί ξεροψημένο. Παραξενεύτηκα. Μόνο του ένα παιδάκι; Είχα κάνει λάθος! Όταν βρέθηκα κοντά είδα και τη μητέρα του. Απ’ το ντύσιμό της κατάλαβα. Ήταν πρόσφυγες από το Ιράν. Μου χαμογέλασε, όταν με είδε, και της χαμογέλασα κι εγώ. Έτρεχα για τη δουλειά. Δεν είχα χρόνο για κάτι παραπάνω.

Το μεσημέρι γυρνώντας στο σπίτι μου, έλυσα όλες μου τις απορίες. Η μαμά και το παιδάκι είχαν βρει καταφύγιο στο ακατοίκητο σπίτι.

Κάθε μέρα που περνούσε αυξάνονταν οι πληροφορίες. Η γειτονιά ενδιαφέρθηκε να βοηθήσει, γιατί το σπίτι δεν είχε ούτε φως ούτε νερό. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Έπρεπε κάτι να γίνει για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Φυσικά κανείς μας δε μιλούσε τη γλώσσα τους. Χωρίς πολλές κουβέντες ο καθένας από τους γείτονες έδινε ό,τι μπορούσε για να διευκολύνει τη ζωή τους. Βρέθηκε τρόπος να ετοιμάζουν το φαγητό τους, ρούχα για να ντυθούν και να σκεπαστούν, σόμπα για να ζεσταθούν. Κάθε Παρασκευή, που έχουμε τη λαϊκή, ο πατέρας μου της έδινε χρήματα να ψωνίσει ό,τι χρειαζόταν. Στο Ιράν έχουν άλλες διατροφικές συνήθειες. Κανείς δεν μπορούσε να τους προσφέρει μαγειρεμένο φαγητό, γιατί δεν τρώνε ό,τι κι εμείς.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά, που είδαμε την Ιρανή και το παιδάκι της να περνούν έξω από το σπίτι μας. Ήταν μεσημέρι κι είχα επιστρέψει από τη δουλειά. Οι νεραντζιές μας ήταν φορτωμένες πορτοκαλόχρυσα νεράντζια. Εκείνη λοιπόν, νόμισε πως ήταν πορτοκάλια και μ’ ένα νεύμα ζήτησε την άδειά μας να κόψει. Την σταματήσαμε έντρομοι και της δώσαμε να καταλάβει πως δεν τρώγονται. Η μητέρα μου έτρεξε μέσα και τις έφερε μερικά από τα πορτοκάλια μας να της προσφέρει. Έτσι καταλάβαμε τη συνήθειά τους να τρώνε πολλά φρούτα.

Πάντα θα σκέφτομαι τι πίκρα θα γεύονταν, αν δεν την είχαμε εμποδίσει να κόψει νεράντζια. Λες και δεν τους έφτανε η πίκρα που είχαν στην ψυχή τους, επειδή ήταν μακριά από την πατρίδα τους και τους δικούς τους! Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν αλλιώς. Έπρεπε να φύγουν για να γλυτώσουν από τον άδικο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει στη χώρα τους.

Τα παιδιά της γειτονιάς μάζεψαν παιχνίδια, αγόρασαν χρωματιστούς μαρκαδόρους και μπλοκ ζωγραφικής για το μικρό αγοράκι. Το είχαν δει ένα Σάββατο πρωί, που δεν είχαν σχολείο, να προσπαθεί να παίξει με ένα άδειο κουτί, που είχε βρει στο δρόμο. Δεν είχαν διανοηθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Το συζήτησαν με τους γονείς τους και η λύση βρέθηκε. Τόσα παιχνίδια τους περίσσευαν! Γραφική ύλη όμως, του αγόρασαν καινούργια. Οι οικογένειες της γειτονιάς δεν είχαν πολλά χρήματα. Γι’ αυτό σκέφτηκαν τρόπους να βοηθήσουν σωστά, αφού όλοι τους στερούνταν πολυτέλειες κι ελάχιστα πράγματα τους περίσσευαν. Τι χαρά που πήρε η Ιρανή, όταν μια λάμπα με γκαζάκι φώτισε τις νύχτες τους! Φρόντισε μια γειτόνισσα να της την προμηθεύσει.

Το κακό ήταν πως δεν υπήρχε στην αγορά ένα ελληνο-ιρανικό λεξικό για να συνεννοηθούμε. Με υπομονή και θέληση όμως σιγά σιγά η Φατμέ, έτσι την λέγαν την Ιρανή, άρχισε να μαθαίνει λίγα ελληνικά και όλα έγιναν πιο εύκολα.

Κάθε πρωί η Φατμέ μάς έφερνε τριαντάφυλλα από τον κήπο για να μας ευχαριστήσει ευγενικά για όσα της προσφέραμε. Πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι στο βάθος της καρδιάς τους! Πόσο ίδια εκφράζουν την αγάπη τους!

Κι εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω πως εκείνα τα πανέμορφα και μυρωδάτα τριαντάφυλλα που τόσα χρόνια θαύμαζα, στολίζαν το σπίτι μας. Η μητέρα μου τα ακουμπούσε στο περβάζι του παραθύρου, έξω, για να έχουν δροσιά. Μια μέρα έτσι που ήταν όμορφα, τα έβγαλα φωτογραφία με το κινητό μου. Τα έδειξα στη δουλειά κι είπα στους συναδέλφους μου την ιστορία. Τους εντυπωσίασε πολύ το Ρόδο του Ισπαχάν. Κουβέντα στην κουβέντα συνειδητοποιήσαμε όλοι ότι το Ισπαχάν ήταν η παλιά πρωτεύουσα του Ιράν, όταν ακόμα το έλεγαν Περσία.

Τι μυστήριο κι αυτό! Τόσα χρόνια λοιπόν, αυτή η τριανταφυλλιά επέζησε, γιατί επρόκειτο να έρθει να τη συναντήσει μια μητέρα μόνη και τρομαγμένη από εκείνα τα μέρη; Και ποια θεία έμπνευση είχε υπαγορεύσει στους παλιούς νοικοκυραίους να την φυτέψουν στην αυλή τους;

Το συζήτησα με τη νονά μου την Κυριακή, που πήγα να την δω. Πίστευα πως θα μπορούσε να μου το εξηγήσει. Είχε διαβάσει πολύ στη ζωή της κι είχε και ταξιδέψει πολύ. Πιάσαμε μια συζήτηση που κράτησε ώρες.

«Ο Θεός όλα τα έχει φτιάξει με σοφία, παιδί μου», μου είπε. «Οι άνθρωποι, που ξέρουν ν’ αγαπούν, πράττουν αυτό που πρέπει, γιατί ακούν με την καρδιά τους το καλό» συμπλήρωσε.

Είχε δίκιο. Το ήξερα ήδη από το σχολείο και αυτή μου το θύμισε. Η αγάπη είναι το κλειδί για όλα. Είναι ο σκοπός της ζωής μας. Όταν αγαπάμε, τίποτα δε φαίνεται πια μυστήριο και παράξενο. Κι ο ξένος δεν είναι ξένος. Είναι αδελφός. Και ο ολάνθιστος φιλάδελφος κάθε που ζέσταινε ο καιρός επί τόσα χρόνια το φώναζε. Φίλοι κι αδελφοί είναι οι άνθρωποι. Πρέπει να είναι.

Πόσα χάθηκαν, πόσοι χάθηκαν, μα έμεινε η αγάπη του φιλάδελφου και το άρωμα των ρόδων ανάμεσά τους να σφραγίζει την αιωνιότητα και το ανθοδοχείο στο περβάζι πάντα εύκαιρο ν’ αγκαλιάσει το εφήμερο. Μεγαλύτερο κακό από το μίσος δεν υπάρχει. Γεννά πολέμους. Κι ένας τέτοιος καταστροφικός πόλεμος κράτησε μακριά τη Φατμέ και το γιο της από το σπίτι της. Σαν άνεμος άγριος την άρπαξε και την πέταξε στη δικιά μας γη. Η χώρα μας όμως είναι ζεστή κι ηλιόλουστη και αγαπά τον άνθρωπο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αυτό το μικρό σπιτάκι με τον κήπο του έστεκε άδειο χρόνια τώρα κι άντεξε χρόνια τώρα, ώσπου ήρθε μια μάνα κι ένα παιδί να του κρατήσουν συντροφιά.

Ξαφνικά όλα μου φάνηκαν τόσο απλά! Αγάπη και φιλοξενία ήταν η απάντηση σε κάθε απορία μου. Κι έφεραν καλοτυχία και στη Φατμέ με το γιο της. Μετά από ενάμιση χρόνο περίπου, ήρθε ο άντρας της και φύγαν όλοι μαζί για τη Φινλανδία, όπου μπορούσε να δουλέψει νόμιμα. Συγκινηθήκαμε όλοι, γιατί ξέραμε πως είναι αποχωρισμός για πάντα. Χαρήκαμε πολύ βέβαια, γιατί ενώθηκε η οικογένεια και αποκαταστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο.

Κάποια φορά, είχαν καταφέρει οι δικοί της και της είχαν στείλει δέμα από την πατρίδα. Και τότε μια μεγάλη έκπληξη μας περίμενε. Είχαν στείλει δώρα για όλους μας. Τα ’χασαμε! Μας φάνηκε αδιανόητο, γιατί συνδέουμε την προσφυγιά με τη φτώχεια. Τότε ήταν που καταλάβαμε τι πάει να πει ξεσπίτωμα. Οι άνθρωποι είχαν αναγκαστεί να χάσουν τα σπίτια τους και τα καλά τους με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους. Η γειτονιά μας στάθηκε καταφύγιο γι’ αυτούς.

Έχουν περάσει πια χρόνια κι η Φατμέ μιλάει με αρκετούς από εμάς μέσω σκάυπ. Η οικογένειά της έχει αυξηθεί. Η μακρινή βορεινή Φινλανδία τους εξασφάλισε το μέλλον τους. Το μικρό σπιτάκι, που τους ζέστανε δυο χειμώνες δεν υπάρχει πια. Ο κήπος ξεριζώθηκε από μπουλντόζες, που φιλοδόξησαν να τον κάνουν παρκάκι. Μόνο η λεμονιά επέζησε. Πάνε οι τριανταφυλλιές! Όλες! Και το Ρόδο του Ισπαχάν. Πάει κι ο φιλάδελφος!

Το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως επέζησαν για να προσφέρουν στους ξένους και μετά χάθηκαν. Μπορεί να μην άντεχαν την ερημιά που θα ακολουθούσε. Ποιος ξέρει;

Κι ο πατέρας μου δεν υπάρχει πια. Λίγες μέρες πριν να φύγει η Φατμέ πέθανε. Φαίνεται πως κι αυτός άντεξε όσο χρειαζόταν να στηρίζει αυτήν και το παιδάκι της κάθε Παρασκευή για τα ψώνια της λαϊκής. Δε θα την ξεχάσω ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο στο νεκροταφείο περιμένοντας με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα να τον αποχαιρετήσει για πάντα.

Αισθάνομαι βαθειά υπερηφάνεια για όλους μας που αγκαλιάσαμε φιλόξενα τους κατατρεγμένους, τιμώντας την αρετή αυτή που έρχεται από την αρχαιότητα. Και μεγαλώνει η υπερηφάνεια αυτή κάθε που θυμάμαι πως παράλληλα μ’ εμάς ο συμπατριώτης της, που ακόμα περιφέρεται στους δρόμους της φτωχικής μας γειτονιάς με το τρίκυκλό του γεμάτο παλιοσίδερα για μεταπώληση, έμπαινε στο σπιτάκι, στο οποίο η Φατμέ είχε βρει καταφύγιο, για να εισπράξει ενοίκιο για ένα ακίνητο, που δεν του ανήκε. Θυμάμαι κι εγώ κι οι γείτονές μου τον τρόμο στα μάτια της.

Ποιος φόβος φυλάει τα έρμα; Κι έρμα είμασταν κι είμαστε όλοι μας σε μια κοινωνία που έχει χάσει τα ίσα της και παραπατάει. Εκτός από παρατημένοι κι αφύλαχτοι όμως, τώρα είμαστε κι ανήμποροι. Οι περισσότεροι στη γειτονιά. Κι η δικιά μας οικογένεια πλέον δε διαθέτει ούτε όσα λεφτά έδινε στην Ιρανή κάθε Παρασκευή για να ψωνίσει στη λαϊκή αγορά. Κι η Ιρανή, που αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέραμε, υλικά και ηθικά, αλλά πλούσια δεν έγινε, μας καλεί να πάμε στη Φινλανδία να μείνουμε στο σπίτι τους. «Μα δεν έχουμε λεφτά ούτε για το αεροπλάνο…» της είπαμε κι εκείνη θέλει να μας πληρώσει τα εισιτήρια. «Υπάρχει και φιλότιμο, Φατμέ!» θέλουμε να της πούμε, αλλά η περήφανη και ταπεινή αυτή λέξη δε μεταφράζεται. Μια μπουκιά ψωμί, που λέει ο λόγος, της το κεράσαμε. Ας τρώει τώρα το ψωμί του Βορρά στην υγειά μας! Αυτό μας φτάνει και μας περισσεύει! Ο λόγος της μας χόρτασε!

Γιατί η φιλοξενία, που στην ουσία της είναι αγάπη, δε γυρεύει ανταπόδοση ούτε ψάχνει για πληρωμή. Δίνεται απλόχερα κι απ’ την καρδιά σου μέσα. Κι άμα τα φυλλοκάρδια ανοίξουν, δεν κλείνουν πάλι. Όμοια με το ρόδο του Ισπαχάν. Μοσχοβολάει μόνο μέχρι να φυλλορροήσει, μα δε χάνεται. Μένει τ’ άρωμά του κλεισμένο στου νου τα συρτάρια, που πρώτα ανοίγουν και μετά για πάντα σφαλίζουν.
Σοφία Δ. Νινιού

Από την ανέκδοτη συλλογή με διηγήματα και ποιήματα με τίτλο «Απουσίες και πορτραίτα»

Φωτογραφία : Σοφία Δ. Νινιού









ΧΑΡΙΤΑ ΜΗΝΗ "Η μάσκα"

 

Φοράμε τη μάσκα μας

για προστασία.

Είν' επικίνδυνα εκεί έξω

μια ύπουλη αρρώστια

προσβάλλει τα άτομα

που κυκλοφορούν

χωρίς προσωπείο

 

Η παρουσία τους ενοχλεί.

Διασπείρουν τον ιό της αλήθειας.

Μεταδίδεται με την επαφή

την ανθρώπινη

η αλληλεγγύη ευνοεί τη διασπορά

το να κρατιέσαι χέρι χέρι

το να βαδίζεις στις πορείες

το να κοιτάζεσαι στα μάτια

το να μοιράζεσαι το ψωμί

και τα μυστικά σου.

 

Ο ιός της αλήθειας

ξυπνάει συνειδήσεις

τρυπώνει μέσα μας

απαιτεί να'μαστε εμείς

δίχως μάσκες

εμποδίζουν τα φιλιά και τον αέρα

της ελευθερίας.

 

 Η Χαρίτα Μήνη είναι κλασική φιλόλογος με μεταπτυχιακές σπουδές στην ψυχολογία. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, άρθρων και δοκιμίων. Το μεταφραστικό της έργο περιλαμβάνει ποικίλα ποιητικά και πεζά κείμενα. Έχει δώσει πλήθος διαλέξεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αγαπάει την τέχνη, τον διαλογισμό και τον φιλοσοφικό στοχασμό.Πηγές έμπνευσής της οι μύθοι, τα αρχέτυπα, ο έρωτας και οι κοινωνικοί αγώνες.

Ιστοσελίδαwww.hmeenee.com

FBwww.facebook.com/HaritaMeeneeAuthor

 

η φωτογραφία είναι από : https://pixabay.com/








Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Edouard Manet, A Bar at the Folies-Bergère


….Μεσ’ στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει,
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σχολειό της λησμονιάς.
Μέσα στα βάθη του καιρού πως η καρδιά στενεύει,
και χάνεται στο λίκνισμα, μιας ξένης αγκαλιάς»
(Γ. Σεφέρης)


Jan  Van Eyck - Arnolfini Portrait


Ορέστης Αλεξάκης - Ο καθρέφτης

Μισόφωτο στην αίθουσα
μονάχος
άγνωστο τι γυρεύοντας
κοιτάζω
τεράστια κάδρα γύρω μου
πορτρέτα
νεκρών παιδιών
και πένθιμα τοπία
τόπων αγνώστων ή
λησμονημένων
Τέλος διακρίνω τον
βαθύ καθρέφτη
καθώς τεράστιο κάδρο δίπλα στ’ άλλα
και μέσα εκεί
παιδί
τον εαυτό μου
στη μέση μιας απέραντης ερήμου
Κρατώντας θυμιατήρι και λαμπάδα

Francesco Mazzola ,  Self-Portrait in a Convex Mirror.


Τάκης Βαρβιτσιώτης - Η μαρτυρία του καθρέφτη

Πάνω στην όψη του αποκοιμίζει
Τη λάμψη ενός κεριού
Όμως βαθύτερα μέσα του
Ανακαλύπτει πολλά πράγματα
Που τραγουδούν

[Όπως όλα τα πράγματα τραγουδούν
Όταν κλείνουμε μέσα μας
Κάτι από την ψυχή τους]

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Κρύσταλλα των ονείρων
Λείψανα φτερών
Και χιόνια
Πολλά χιόνια

Κι είναι τα πράγματα τούτα
Γύψινα χέρια κοριτσιών
Μια κόμη που χλωμιάζει
Πολλαπλασιασμένες ανταύγειες
Παιχνιδίσματα ματιών

Κι ακόμα βαθύτερα μέσα του
Κάποιο θανάσιμο ψύχος
Ένα παράξενο σκληρό βλέφαρο
Που όλο τεντώνεται
Για να φυλάξει το μοναδικό
Υδάτινο μάτι του που τρέμει.
Από τη συλλογή Το πέπλο και το χαμόγελο (1963) του Τάκη Βαρβιτσιώτη

Charles van den Eycken

Μάνος Ελευθερίου - Σ’ έναν καθρέφτη μαγαζιού

Γυρνώντας από κάποιο θάνατό μου
το κάτι λίγο βλέποντας από τον εαυτό μου
σ’ έναν καθρέφτη μαγαζιού

(αυτό το κάτι που ήταν κάποτε αλλιώς
ή που εγώ το νόμιζα)

είδα πως είχα δυο γκρεμούς στο πρόσωπό μου.
Οι παλαιοί μου τρόμοι πια δεν φαίνονταν.
Το σώμα, όσο κοίταξα, μάλλον ακόμη στέρεο
στο αναμενόμενο χωρίς μορφή και ήχους.

Έχω θάψει πολλές αγάπες και πολλούς φίλους.
Η φωνή τους κι η μυρωδιά τους μ’ ακολουθούν.
Ίσως να ζω το μέλλον μου, ως φαίνεται, αλλά ποτέ
δεν το σκέφτηκα σαν αυταπάτη.
Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997) του Μάνου Ελευθερίου


Walter Gay: Elegant Interior, 1910


Οδυσσέας Ελύτης

Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πώς να περάσω μέσα

να περάσω από
την άλλη όψη των πραγμάτων
με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας
κύκλους διαδοχικά
να κατέβω και τους εφτά ουρανούς εωσότου
η αντανάκλαση των αγγέλων μ' αρπάξει
ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα (...)

Κι εγώ που ' μουν πλασμένη να κυνηγάω το θαύμα
σ' ένα ύψωμα επιβλητικό σαν τον Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι ?
το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου
ο ο οποίος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές .
Μαρία Νεφέλη



Gustave Léonard de Jonghe - Vanity


Roberto Juarroz - ΛΕΩ ΛΟΓΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Λέω λόγια μπροστά στον καθρέφτη.

Μερικές φορές πετούν και δραπετεύουν στον αέρα.
Άλλοτε πάλι αντιγράφουν τον καθρέφτη
και συναντάω δύο καθρέφτες ν' αλληλοκοιτάζονται.
Μερικές φορές όμως
οι λέξεις μπαίνουν στον καθρέφτη.

Δεν έχουν μάθει οι λέξεις πώς ν' αντανακλώνται
γιατί αντανακλώμαι σημαίνει διατηρούμαι έξω.

Η αντανάκλαση οι απαρχές είναι της απώλειας.
μετ: Γιώργος Κεντρωτής

https://diastixo.gr/

Salvador Dalí, Fundació Gala-Salvador Dalí, Figueres, 2017


Roberto Juarroz - ΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ Σ' ΕΝΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Κοιτάζομαι σ' έναν καθρέφτη
και εικόνα μου δεν υπάρχει.

Κοιτάζομαι σ' έναν καθρέφτη που δεν υπάρχει
και υπάρχει εικόνα μου.

Η εικόνα δημιουργεί τον καθρέφτη.
Ο καθρέφτης είναι της εικόνας εικόνα.
μετ: Γιώργος Κεντρωτής

Carl von Marr - Try-on

Γιώργος Θέμελης - Το πρόσωπο και το είδωλο

Το πρόσωπο και το είδωλο
(Ώσπερ εν κατόπτρω εαυτόν ορών – Πλάτων)

Όταν ξημερώνει και πέφτει το φως,
Όταν ανοίγεται το φως μες στον καθρέφτη,
Αισθάνομαι να ‘μ’ εγώ το φως, εγώ ο καθρέφτης.

Οι σκιές σκορπούν και τα φαντάσματα,
Τα μάτια ξαναπαίζουν τα βλέφαρά τους.

Φεγγοβολούν τα χέρια, σπιθίζουν τα μαλλιά.
Είμαστε από φως, δεν μας αγγίζει ο θάνατος,
Σαν ένα αλλοτινό ταξίδι ή ένα όνειρο,
Όνειρα ύπνου, περιπλάνηση σκιών μέσα στη νύχτα.

Κοιτάζομαι στο πρόσωπο να γνωριστώ,
Γεμάτος ακόμα σκοτάδια στα μαλλιά,
Φθορά και σκόνη μες στα μάτια.
Αυτό θάναι το δικό σου ανάστημα,
Το σχήμα μου, τ’ ανάστημά μου.

Τα ρούχα, τα μαλλιά, τα μάτια και τα χείλη.
Αυτός ο ήλιος θάναι ο ήλιος σου.
Φιλώ τα χείλη μου, αγγίζω το αίμα,
Σηκώνω το σώμα μου και περπατώ.

Δεν τόξερα πως ήμουνα τόσος, και τέτοιος,
Δε με χωράν τα ρούχα μου τα καθημερινά.

Είμαι ένα ζώο ή ένας Άγγελος;


Patrick William Adam - A Chateau in France


Κ. Π. Καβάφης - Ο καθρέπτης στην είσοδο

«Το πλούσιο σπίτι είχε στην είσοδο
έναν καθρέπτη μέγιστο, πολύ παλαιό•
τουλάχιστον προ ογδόντα ετών αγορασμένο.

Ένα εμορφότατο παιδί, υπάλληλος σε ράπτη
(τες Κυριακές, ερασιτέχνης αθλητής),
στέκονταν μ’ ένα δέμα. Το παρέδοσε
σε κάποιον του σπιτιού, κι αυτός το πήγε μέσα
να φέρει την απόδειξι. Ο υπάλληλος του ράπτη
έμεινε μόνος, και περίμενε.
Πλησίασε στον καθρέπτη και κυττάζονταν
κ’ έσιαζε την κραβάτα του. Μετά πέντε λεπτά
του φέραν την απόδειξι. Την πήρε κ’ έφυγε.

Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα•
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Christian von Schneidau


Χρίστος Λάσκαρις…Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη

Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη
Η σιωπή του καθρέφτη την φοβίζει:
μια τέτοια μέσα του ομορφιά
και να ‘ναι έτσι σκεφτικός!
Κάτι θα βλέπει αυτός.

"Expulsion from Paradise" Andrey Remnev


Γιώργος Μαρκόπουλος - Παλιός καθρέφτης

Και έπειτα όλα οδηγούν στην απόγνωση.
Στην τρέλα ή στον αυτόχειρα.
Όταν μια μέρα διαπιστώσεις
πως παρά τις τόσες σου προσπάθειες
έμεινες πάντα μόνος.

Οι άνθρωποι είναι πάντα μόνοι και φοβούνται
Και κάθε ένας τους κρύβει έναν κόσμο
ή μια πολιτεία ή μια φυλακή.

Φοβούνται.

Το βλέπεις καθαρά στις πόρτες των ματιών τους
όπως όταν μετά από χρόνια
Βλέπεις το πιο καλό παλιό συμμαθητή
και δεν ξέρεις τι να πείτε.

Όλοι είναι «τρίτοι», έλεγε ο φίλος μου Χρηστάκης.

Όταν τους ερευνάς.

Όταν ζητάς από αυτούς
αυτό που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν παιδί
ή έστω ο αδελφός σου όταν ήσουν νέος
που σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του
αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο αδελφός μου;

– Στην παραλία μένουν οι πέτρες των πνιγμένων
και οι μνήμες από τα φωταγωγημένα καράβια που έφυγαν.

από τη συλλογή Οχτώ συν ένα εύκολα κομμάτια
και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, 1980


Portrait Of Aline Mason In Blue by Raimundo de Madrazo y Garreta


-Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

«Από παιδί φοβόμουνα πως ο καθρέφτης
θα μου ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή μια τυφλή
απρόσωπη προσωπίδα που θα ’κρυβε
κάτι ασφαλώς φοβερό. Φοβόμουνα επίσης
πως ο σιωπηλός χρόνος του καθρέφτη
θα ξέφευγε από τη συνηθισμένη ροή του,
τις ώρες του ανθρώπου, και θα εγκαθιστούσε
στα ακαθόριστα φανταστικά όριά του
όντα, μορφές και χρώματα καινούργια.
(Δεν το ’πα σε κανέναν, ντρέπονται τα παιδιά.)
Τώρα φοβάμαι ότι ο καθρέφτης περικλείνει
το αληθινό πρόσωπο της ψυχής μου,
χτυπημένο από ίσκιους και λάθη,
και που το βλέπει ο Θεός• ίσως κι όλος ο κόσμος.»
(Χ.Λ. Μπόρχες, Ποιήματα, μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, Ελληνικά Γράμματα)
https://itzikas.wordpress.com/

Walter Crane - Art and Life, 1907

Ηλίας Πετρόπουλος

Τα μάτια, ο Καθρέφτης της Ψυχής.
Βρίσκω ωραίο το ν’ αρχίζεις ένα ποίημα έτσι, με μια
τόσο άνοστη φράση.
Ο Χ έγραψε: η μοναξιά του Παρισιού είναι η μεγαλύτερη
μοναξιά στον κόσμο.
Ναι, είν’ αλήθεια. Μα είν’ αλήθεια, επίσης, και το ότι
οι παριζιάνες έχουν πολύ όμορφα κωλομέρια.
Κάθομαι, σήμερα, στην υαλόφρακτη ταράτσα του Atrium
και μόλις προσπεράσει η κουκλάρα στρέφω,
γυρίζω και την βλέπω από πίσω, γιατ’ είμαι ρωμιός,
και για έναν ρωμιό αυτό που μετράει στην γυναίκα είναι
τα καπούλια της.
Αχ, ο αναρχικός μπορεί θαυμάσια νάναι και σοδομιστής.
Άλλωστε, το σχετικό παράδειγμα το έδωσαν οι χριστιανοί.
Δεν πιστεύω στην Γενική Ιστορία, καθώς δεν πιστεύω
δεν πιστεύω στην λεγόμενη Μεγάλη Ποίηση.
Η περίφημη ομηρική παρομοίωση αποκρυσταλλώνει μια
στιγμή, στιγμιαία εικόνα μιαν.
Χίλιες στιγμές το έπος. Μύριες εικόνες ο Όμηρος.
Τίποτα δεν του εδίδαξαν τα εγχειρίδια για την Belle Epoque.
Ανιχνεύω τα συμβάντα του 1900 μες τις παλιές
ξεθωριασμένες καρτ-ποστάλ.
Δεν υφίστανται αιώνιοι καθρέφτες.

 https://www.bibliotheque.gr/

Auguste Τoulmouche-vanity

Σύλβια Πλαθ - Καθρέφτης

«Είμαι ασημένιος και σωστός. Χωρίς προκαταλήψεις.
Ό,τι κι αν δω το καταπίνω αμέσως
Έτσι όπως είναι, αθάμπωτο από αγάπη ή απέχθεια.
Δεν είμαι σκληρός, μονάχα ειλικρινής-
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετρα-γωνιασμένο.
Τον πιο πολύ καιρό στοχάζομαι στον τοίχο απέναντι.
Είναι ρόδινος, με πιτσιλιές. Τον έχω δει τόσο πολύ
Που λέω ότι είναι μέρος της καρδιάς μου. Μα τρεμολάμπει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν πάλι και πάλι.

Μια λίμνη είμαι τώρα. Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου αυτό που πράγματι είναι.
Στρέφει μετά σ’ αυτούς τους ψεύτες, το φεγγάρι ή τα κεριά.
Βλέπω τη ράχη της, και πιστά την καθρεφτίζω.
Με δάκρυα μ’ ανταμείβει κι ένα τρέμουλο χεριών.
Είμαι γι’ αυτήν σημαντική. Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί παίρνει η μορφή της του σκοταδιού τη θέση.
Μέσα μου έχει πνίξει αυτή ένα κορίτσι, και μέσα μου
μια γριά
Μέρα με τη μέρα ορθώνεται εμπρός της, σαν ψάρι τρομερό.»
(απο το: Sylvia Plath, Ποιήματα, Κέδρος)

Karl Bryullov - Svetlana Guessing on Her Future (1836)

Γιάννης Ποταμιάνος - Ο καθρέφτης

Βλέπω ένα πρόσωπο
Πίσω από τον γυαλιστερό καθρέφτη
Με βλέμμα απειλητικό
Να τοξοβολεί ερωτηματικά
Ένα μέτωπο ρυτιδιασμένο
Να απαιτεί την ταυτότητά του.
Κουνώντας απειλητικά
Το μαχαίρι της σιωπής Ρωτάει
Ποιος είμαι;
Και ακούω την ηχώ της σιωπής
Να γίνεται φωνή
Στην χαράδρα των χειλιών μου
Ποιος είμαι;

Και επειδή φοβάμαι την μοναξιά
Πάντα βοηθάω τις εικόνες
Αλλάζοντας μαζί τους θέση
Μπαίνω μέσα σε παλιές φωτογραφίες
Μιλάω με παλιούς φίλους
Κάνοντας περιπάτους
Σε εξαίσια τοπία της νιότης μας

Έτσι σχίζοντας το γυαλιστερό γυαλί
Περνώ στην εικονική πραγματικότητα
Κοιτάζω απειλητικά απέναντί μου
Και σιωπηλά ρωτώ
Ποιος είμαι;
Και ακούω την σιωπή μου
Να γίνεται αλλότρια φωνή
Στην χαράδρα των απέναντι χειλιών
Ποιος είμαι;

Και επειδή φοβάμαι τις εικόνες
Και τις σιωπηλές ερωτήσεις τους
Πάντα αλλάζω μαζί τους θέση
Για να βρουν μόνες τους τις απαντήσεις
Έτσι πολλές φορές μπερδεύω
Τον εαυτό μου με την εικόνα μου
Την γλώσσα με τις ιδέες μου
Την πραγματικότητα με τα όνειρά μου
Όμως έχω ένα αλάθητο κριτήριο Για να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου: Ψάχνω την καρδιά μου Αυτή χτυπάει αμετανόητα αριστερά. Συμβουλή: Μην εμπιστεύεστε τα είδωλά σας, η καρδιά τους χτυπάει δεξιά.


Alfred Stevens - La Parisienne japonaise

Λευτέρης Πούλιος - Για το πρόσωπό του στον καθρέφτη

«Ποιος είσαι σύ που με κοιτάζεις μέσα απ’ τον καθρέφτη
ω πανάθλια συντροφιά
ω ανεξιχνίαστο πρόσωπο
Πόσα χρόνια κουβαλήσαμε μαζί το φορτίο της μοίρας;
ω εχθρέ ω τρελέ μου
τρέχεις; κι αν τρέχεις τι;
Άραγε ποιος θα φτάσει πρώτος
εσύ; εσύ; εσύ;
η εγώ;»
(Από το «Γυμνός ομιλητής», Κέδρος)

Narcissus  by Caravaggio


Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Κυρία μπροστά στον καθρέφτη

«Σάμπως μες σε μια ζάλην από βαριά μύρα,
λύνει σιγά-σιγά μες στον διαυγή, νερένιο
καθρέφτη της, την κουρασμένη κίνησή της,
ρίχνοντας πάνω του ακέριο το χαμόγελό της

και περιμένει η νερένια επιφάνεια να φουσκώσει
απ’ αυτό το χαμόγελον∙ ύστερα, τα μαλλιά της
μες στον καθρέφτη χύνει κ’ ενώ τον εξαίσιον
ώμον, από την βραδινή τουαλέττα βγάζει,

Σιωπηλά πίνει απ’ την εικόνα της. Και πίνει
ότι ένας εραστής θα έπινε, σε μια μέθη,
ερευνητικά, δυσπιστία γιομάτος. Και δεν νεύει

στην καμαριέρα της παρά μόνον όταν
στο βάθος του καθρέφτη της βρει φώτα, ντουλάπες
και τη θαμπάδα μιας νυχτωμένης ώρας.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)

The Mirror - William Merritt Chase

Δείτε όλη τη δημοσίευση εδώ 











ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΙΤΣΗΣ "Ξεχάσαμε το φρένο"

 


Από τότε που γεννήθηκα
φορτώθηκα ένα ποδήλατο που
έφτασα στην εφηβεία για να καταλάβω, πώς;
το έχω φορτωθεί

Έπρεπε να το είχα καταλάβει πώς;
το ποδήλατο προοριζόταν για μένα πριν καν υπάρξω,
άλλωστε ποδήλατα έχουμε όλοι

ένα ποδήλατο για να είναι λειτουργικό
έχει ρόδες, τιμόνι, πετάλι, σέλα και αλυσίδες
μα κυρίως αλυσίδες, γιατί αλλιώς...
πώς θα εξυπηρετείται ο σκοπός

και όσο μεγάλωνα αναγνώριζα ότι
το μόνο που δεν χρειάζεται για να είναι λειτουργικό
είναι ο άνθρωπος
Έπρεπε να το χα καταλάβει

έπρεπε να το είχα καταλάβει πώς;
τα ποδήλατα πάνε από μόνα τους
γιατί άλλοι τα συντηρούν.
Ο άνθρωπος πάνω στο ποδήλατο εξυπηρετεί την κίνηση,
τον ατέρμονο βρόγχο
αυτός είναι η μηχανή... εξαρτημένος απ' την αλυσίδα...
δέσμιος της

διότι αν χαλάσει, δεν έχει ποδήλατο
οι άνθρωποι λένε, δεν έχει πορεία.
Της διαδρομής που από πριν έχει χαραχθεί
οι κόποι του όλοι... αλυσίδα
ο νους του όλος, στο πετάλι

Έπρεπε να το είχα καταλάβει...ξεχάσαμε το φρένο

Πίνακας : Didier Lourenco art

Aπό https://gr.pinterest.com/





EDUARD BANULESCU – single “Long Time Ago” από το επερχόμενο EP "Bontida".

 

Το “Long Time Ago” είναι το πιο πρόσφατο single  του Eduard Banulescu. Πρόκειται να συμπεριληφθεί στο EP Bontida”.  

Είναι ένα τραγούδι για τις ρίζες και τις δεσμεύσεις, σε μια εποχή που και τα δύο εξαφανίζονται. Το “Long Time Ago” είναι ένα τραγούδι διαμαρτυρίας. Είναι μια μελωδία για τη διάλυση ουσιαστικών σχέσεων στην εποχή του «εγώ, εμένα, το δικό μου». 

 Η Bontida είναι μια μικρή πόλη στους πρόποδες της Τρανσυλβανίας. Ο Eduard έχει ρίζες εκεί. Αντηχούν ξανά στο τραγούδι.  

Το “Long Time Ago” είναι μέρος ενός μεγαλύτερου έργου που περιλαμβάνει δύο EP, το "Bontida" και το "Berlin". Οι γεωγραφικές τοποθεσίες αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια εξισορρόπησης του παραδοσιακού με την ισορροπία, της άνεσης με τη φιλοδοξία. Το τραγούδι έγραψε ο Eduard Banulescu και όλα τα όργανα τα έπαιξε ο ίδιος. Η παραγωγή του τραγουδιού έγινε από τον αναγνωρισμένο Ρουμάνο παραγωγό/μουσικό Florian Sprinceana. 


Official links