i.ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ
Πάνω σε μια κόλλα χαρτί,
πώς να περιγράψω,
ό,τι πιο όμορφο, μαγικό, ασύλληπτο
αλλά και τραγικό, στο τέλος, έχω βιώσει;
Εσύ,
που είσαι κυρίαρχη του μυαλού μου,
η πρώτη και τελευταία σκέψη,
δε θα το διαβάσεις έτσι,
αφού δεν το έζησες έτσι
και δεν το ένιωσες έτσι,
ποτέ.
Αγαπημένη μου,
μουσικές νότες έκστασης,
πέρασαν από μπροστά μου,
παίζοντας με τ’ ονειρικό φως σου,
ερχόμενες σαν ελπίδες απ’ το μέλλον,
τραγουδώντας μακρόπνοα
και χωροχρονικά.
Ήθελα ν’ ακούσω τη φωνή σου,
στον Αστερισμό του Κύκνου,
ν’ αναπολεί τ’ αστέρια που χάθηκαν,
χορεύοντας μπροστά στις μαύρες τρύπες,
για να ξαναγεννηθούν σε παράλληλα Σύμπαντα
και να την ξεχωρίσω
ανάμεσα από χίλιες χαοτικές κραυγές
που ξεπηδούσαν σαν ερινύες απ’ το μυαλό μου.
Κοιτούσα τ’ αστέρια
κι έβλεπα τα μάτια σου.
Ήθελα να δω
την αντανάκλαση της λάμψης των ματιών σου
με τις θαυμάσιες βεντάλιες,
σαν να ’ταν ένα ηλιοβασίλεμα
ή ένα φεγγαρόλουστο βράδυ,
και να την ξεχωρίσω
απ’ τις αχτίδες του Ήλιου
και του Φεγγαριού,
σαν μέγα ρόδο,
σαν μακρόπνοο φως αγάπης,
τόσο προς εμένα,
όσο και προς τα Σύμπαντα που αναβόσβηναν
στις άκρες του αχανούς ουρανού.
Ήθελα να βρεθώ δίπλα σου,
σαν ίσκιος να σ’ ακολουθώ,
ν’ ακουμπώ τα μαλλιά
και το μαργαριταρένιο δέρμα σου,
να μυρίζω τα στήθη σου τα μυρωμένα
που τ’ άρωμά τους θα τ’ αναγνώριζα
αφού ξεπερνούσε ακόμα
και την αιθέρια ευωδιά των λουλουδιών.
Ήθελα με τα χέρια μου,
γύρω απ’ το κορμί σου,
να σ’ αγκαλιάζω σφικτά,
όπως πλέκουν τους καρπούς τους,
στο υγρό θάμπος, οι κερασιές.
Ήθελα ν’ ανταλλάζω μαζί σου
τις αναπνοές μου,
και να σμίγω τα χείλη μου
με τα δικά σου,
όπως έπλεκα μεταξύ τους
τις πευκοβελόνες όταν ήμουν παιδί,
καθισμένος στους μπλε βράχους του Υμηττού,
αγναντεύοντας τη θάλασσα
και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους,
φτιάχνοντας από τότε το περιδέραιο
που θα σου κρεμούσα στον λαιμό.
Τα όνειρά μου,
γεμάτα μουσικόχρωμες ελπίδες
που τις έστελνε το μέλλον και οι πλανήτες,
σαν ωδικά πτηνά μ’ ανοιγμένα φτερά,
ανατροφοδοτούσαν το χθες και το αύριο
παραδομένα στην έκσταση του σήμερα.
Μέχρι που εντελώς ξαφνικά,
ο λαμπερός χωροχρονικός αυλός
γέμισε μ’ άξεστη μαύρη πάχνη.
Μια τρομακτική άναστρη νύχτα
γεννήθηκε κι έφερε την καταστροφή.
Μια αιμοβόρα καταιγίδα
με βροντές κι αστραπές απ’ το υπερπέραν,
άλλαξε τα πάντα.
Τότε κατάλαβα,
ότι αγαπούσα και διεκδικούσα
κάτι που δεν υπήρχε.
Αντίκρισα δυο δόλια ξένα χέρια,
μες στο σκοτάδι,
που βγήκαν απ’ τα έγκατα της Γης
κι όσο το ένα χάιδευε
με πάθος τους ροδένιους σου μυώνες
και σε τράβαγε μακριά μου,
τόσο τ’ άλλο,
μου έσφιγγε τον λαιμό
και με βούλιαζε βαθιά στο χώμα.
Ω, δύσοσμη χωματερή!
Ρόδο, φυτρωμένο στις κοπριές!
Ο Αστερισμός του Κύκνου,
έβαψε μ’ αίμα τις γιρλάντες του,
μάζεψε όλους τους κρυμμένους αστερισμούς,
σίγησε το κρυφό γέλιο τους,
τόξευσε βέλη από βρύα
κι όλοι μαζί χάθηκαν,
όπως είχαν έρθει άλλωστε,
μαζί με την ασημένια και χρυσή λάμψη τους,
απ’ τις αποβάθρες του νυχτερινού ουρανού.
Το Φεγγάρι σάλπισε αγριεμένο,
έδιωξε δακρυσμένο
τις χρυσαχτίνες του Ήλιου από πάνω του
και θόλωσε τα Σύμπαντα
γεμίζοντάς τα
μ’ αρπαχτικά ακάνθινα πουλιά.
Η πνοή τ’ αγέρα έσβησε,
η Γη δίψασε,
ατέλειωτος καημός θρονιάστηκε
στ’ αγγεία του στήθους
και η θάλασσα θρηνώντας
με στοιχειωμένα πλοία να χαροπαλεύουν,
υποχρέωσε έναν Κύκνο
που πετούσε από κατάρτι σε κατάρτι,
να σταματήσει το θλιβερό παρατεταμένο κρώξιμο.
Διαισθανόμενο
τ’ όμορφο μαντικό πουλί του Απόλλωνα
τον επερχόμενο θάνατο,
ράμφισε τα μαύρα πανιά,
κι άρχισε να κελαηδάει
με πολύ γλυκιά φωνή.
Με το κύκνειο άσμα του,
σφράγισε την απαρχή της εποχής,
της πείνας, της δίψας,
των νερών και των καρπών.
Αχ, χαμένη ανθοστέφανη Άνοιξη.
Αχ, εξερευνητή και δημιουργέ του θαύματος
στις παρυφές του δειλινού.
Αχ, ωδές για παγωμένα ροδοπέταλα.
Αχ, σονέτα εκδίκησης της αγάπης.
Αχ, άπληστε θρήνε του ζωσμένου πόνου,
του προδομένου πόθου
και της αιώνιας ερωτικής δίψας,
αφού όλα τα κατάπιες
μόνο σε μια και μοναδική αιφνίδια στιγμή,
υποτάξου πλέον στην απουσία της ζωής
και στον νόμο,
όσο πιο μεγάλος είναι ο έρωτας
να ’χει και τόσο πιο αδυσώπητο τέλος.
Στον Αστερισμό του Κύκνου
ΜΑΝΏΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΎΛΗΣ
ii. ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΦΛΟΙΣΒΟ
Μια ολόκληρη ζωή
περιμένω την αγάπη σου.
Θέλω να γίνει τόσο έντονη
ώστε να με συνεπαίρνει,
όπως οι ανθοί της μυγδαλιάς
ζωγραφίζουν την ομορφιά
μες στο καταχείμωνο.
Θέλω να κυριεύει την καρδιά μου
με ισχυρό γλυκό πάθος,
σαν να κολυμπάμε πάνω στα δελφίνια,
στο βαθύ μπλε θαλασσινό νερό
τα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα,
ακούγοντας, μαζί τους, τον φλοίσβο
καθώς τα κύματα θα χτυπούν
τις δαντελένιες ακτές του Αιγαίου Πελάγους.
Θέλω να σαρώνει το μυαλό μου
κάνοντάς το ν’ αντιστέκεται,
υπονομεύοντας κάθε αρνητική σκέψη,
καταργώντας όλους τους γήινους κανόνες
και τους αβάσταχτους ανθρώπινους νόμους
που καταδυναστεύουν με άκρατη βιαιότητα τον κόσμο.
Θέλω να διαδίδει με επαναστατικό μανιφέστο
και στο τελευταίο μόριο του κορμιού μου,
τη θέρμη της ερωτικής πανδαισίας,
ξεπλένοντάς το με τις αχτίδες του Ήλιου,
παύοντας τον χώρο και τον χρόνο,
καταλύοντας κάθε νομοτέλειά τους,
δημιουργώντας το Σύμπαν μας απ’ την αρχή,
ονειρεμένο, θαυμάσιο, ατελείωτο και παντοτινό,
ευλογημένο απ’ τα βάθη και τις άκρες των αιώνων.
Θέλω με νέες αισθήσεις και όργανα
που θα αρχίζουν και θα τελειώνουν
σε πλήρη συνεύρεση και συνταύτιση μεταξύ μας,
παίζοντας με τη μυρωδιά και την τρυφεράδα
των αναμνήσεων και των λουλουδιών,
την ομορφιά, την πανχρωμία
και την απεραντοσύνη των οριζόντων,
τη μουσικότητα του βουερού ανέμου,
του κελαρύσματος των ποταμών,
και του κελαηδίσματος των αηδονιών,
να γίνουμε δυο παλλόμενα κόκκινα ρόδα
προσκυνητές στους άγιους τόπους,
κάτω απ’ τις χρωματιστές φτερούγες
της αγάπης του αισθαντικού ουρανού.
Ω, αγάπη, μ’ έκανες
να γελάω και να κλαίω με το τίποτα,
αναλύοντας:
σε βροχή, σε χιόνι, σε χαλάζι
τα δάκρυα χαράς ή λύπης των ματιών σου
κι αυτό δε με έχει απογοητεύσει ποτέ.
Θέλω να γίνουμε δυο παλλόμενα κόκκινα ρόδα
σκαρφαλωμένα πάνω στον Αυγερινό
που να λένε αντίο στ’ αστέρια
και στα σκοτάδια της νύχτας,
να καλωσορίζουμε κάθε πρωινό
και να καλημερίζουμε όλους τους ανθρώπους,
υποδεικνύοντας τα ηλιομονοπάτια
της αγάπης και του έρωτα,
γεμίζοντας με φωλίτσες φωτός,
ζεστασιάς, γαλήνης κι ευτυχίας,
ακόμα και τις εσχατιές του κόσμου.
Θέλω σαν μοναδικοί οδηγητές,
με το σώμα και το πνεύμα μας
που θ’ αναπνέει ελεύθερα,
να στολίσουμε με νούφαρα αγάπης
τα νερά των λιμνών του κόσμου,
γιατί η αγάπη είναι μια πνευματική κατάσταση
γεμάτη με συναισθηματικά στολίδια
μοναδικών μαγικών στιγμών.
Από το βιβλίο: ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
iii. ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΣΤΟ ΧΤΕΣ ΜΟΥ
Δεν μπορώ να είμαι μόνο φίλος σου.
Το αγαπώ, δεν είναι τελικά μία απλή λέξη,
όταν έρχεται κάποια και δίνει στη λέξη αυτή,
ολόκληρο το μεγαλειώδες νόημα που εμπεριέχει.
Αρχίζει από το α και τελειώνει στο ω.
Σ’ αγαπώ τόσο που πιο πολύ δε γίνεται.
Δεν μπορώ να είμαι μόνο φίλος μαζί σου.
Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν έχω ξανανιώσει έτσι.
Ούτε μπορώ να πω, πως και συ δε μ’ αγαπάς.
Αλλά η φιλική αγάπη έχει περιορισμούς,
αφού αυτό που θέλω να σου πω,
δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις.
Τα λόγια έχουν τη σκλαβιά και τις αλυσίδες
του ανομολόγητου, του ανολοκλήρωτου.
Δε μου φτάνουν πλέον, η χαρά και τα χαμόγελά σου,
οι ήλιοι και τα φεγγάρια που λάμπουν στα μάτια σου,
τ’ αστέρια που ζωγραφίζεις στα όνειρά μου.
Σε θέλω δική μου. Καταδική μου.
Τα παιχνίδια, τα γέλια και οι φωνές σου στις ακρογιαλιές
δε μου φτάνουν πια. Πώς αλλιώς μπορώ να στο πω;
Θέλω να είμαι η μοναδική ζωή μες στη ζωή σου.
Θέλω να είμαι ο μόνος που θα σκουπίζει τα δάκρυά σου.
Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν έχω ξανανιώσει έτσι.
Ξέρω τι θα χάσω αν φύγεις, αλλά πρέπει να το κάνεις.
Θα βρω τη δύναμη που χρειάζομαι, χωρίς να καταρρεύσω.
Το έχω σκεφτεί. Το έχω αποφασίσει. Δεν μπορώ άλλο να κρύβομαι.
Θα επιστρέψω στο χτες μου, αφού το παρόν με σκοτώνει.
Φύγε χωρίς να γυρίσεις το κεφάλι σου πίσω.
Σ’ αγάπησα πολύ από την πρώτη στιγμή
και μ’ αγάπησες σαν ένα λουλούδι που δεν έπρεπε ν’ αγγίξεις,
για να μην το κόψεις, μην το πληγώσεις, μην το πονέσεις.
Ξέρω τι θα χάσω αν φύγεις. Αλλά πρέπει να το κάνεις.
Αντίο.
Ο νους μου έλεγε πως η ευτυχία δεν εξαρτάται από ό,τι μας λείπει,
αλλά απ’ τη σωστή αξιοποίηση σ’ αυτό που έχουμε.
Αλλά η καρδιά μου δε συμφωνούσε μαζί του
γιατί με σένα, χωρίς εσένα, όπως σε ήθελε, μάτωνε,
δεν είχε ηχηρούς ρυθμούς κι ήταν δυστυχισμένη.
Αντίο.
Γιατί εσύ, πάντα ήσουν μόνον μια αξιαγάπητη φίλη
που έδιωχνε τον θάνατο της μοναξιάς από πάνω μου,
αλλά δεν ήρθες ποτέ τόσο κοντά μου,
όσο σε θέλω, όσο σε θέλουν τα όνειρά μου.
Αντίο.
Είσαι τόσο νέα, ανέμελη, όμορφη
που όταν είσαι στον κήπο μου
τα λουλούδια χάνουν τη λάμψη τους,
τ’ άνθη τους κλείνουν, κι απ’ τα ροδοπέταλα
βγαίνουν αγκάθια και με πληγώνουν.
Αντίο.
Αφού απλώνω τα χέρια μου
και ποτέ δεν αφήνεις να σε φτάσουν,
σαν τις πεταλούδες που πετούν μακριά
γιατί τα φτερά τους δεν αντέχουν
ακόμα και στο πιο τρυφερό χάδι.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ
Από το βιβλίο: ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
iv. ΘΕΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Άσε με, Θεά των Θεών για λίγο ακόμα,
να ταξιδέψω στα βάθη των πράσινών σου ματιών,
να μουσκέψω τα χείλη μου ενώνοντάς τα με τα χείλη σου,
ν’ ακουμπήσω με τα χέρια μου,
σαν ανυπεράσπιστο αναρριχόμενο συσπαζόμενο φυτό,
τις λακουβίτσες και τις εξοχές,
τους λόφους, τα βουνά και τις χαράδρες,
τις λίμνες, τις θάλασσες και τους ουρανούς,
τους πόνους, τις χαρές και τέλος τις λύπες,
τις καταχνιές και τις ευωδιές του κορμιού σου.
Η αγκαλιά σου είναι το ταξίδι μου
στο πιο υπέροχο μέρος του κόσμου.
Άσε με, να ξεκινήσω μ’ ένα αερόπλοιο
απ’ τα χρυσά, εαρινά, παντόχρωμα,
πανεύοσμα και πολυάνθιστα μαλλιά σου.
Να διασχίσω κόβοντας τον γόρδιο δεσμό,
τη γέφυρα των στεναγμών
του ολόλευκου μακρύ λαιμού σου.
Με ρίγος και ίλιγγο να βουλιάξω περιστρεφόμενος,
κυκλώνοντας το φως,
στους δίδυμους αμμόλοφους του κορμιού σου.
Να στροβιλιστώ στις φαλλικές δίνες σου.
Να εμβολίσω σαν νεομύστης τον θάνατο
με ορφικούς ύμνους, ενδελεχείς έρευνες και όσιες τελετές.
Να επιβεβαιώσω τ’ ανεξιχνίαστα, αφού ο έρωτας,
ξυπνώντας στη μνήμη του σώματος την ηδονή,
χαρίζει τη ζωή εκεί όπου διαιωνίζεται
το είδος των ημίθεων
στην απόλυτη ένωση ύλης και ψυχής,
ξεφεύγοντας απ’ τη μομφή του πιθήκου.
Ο έρωτας είναι ένα όνειρο.
Να γλιστρήσω
στις καμπυλωμένες πανέμορφες χαράδρες
και να κατρακυλήσω στους γλουτούς
και τέλος στους κόμπους,
στα πλάτια και στις αιχμές,
χαιρετώντας σαν κατακτητής του ουρανού
και της Γης, τους ηλιοφόρους αργοναύτες σου.
Ήμουν όμορφος κι έγινα άσχημος.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα σκλάβος.
Ήμουν ερωτευμένος με μια θνητή
που δεν ήθελε να μου χαρίσει την ηδονή
και βρέθηκα με το ρίσκο της υπέρβασης,
να κάνω έρωτα μ’ έναν ουράνιο κρίνο, ολάνοιχτο.
Ήμουν ξεχασμένος σ’ έρημο και με βρήκες.
Μια χιονοστιβάδα με είχε καταπλακώσει και με ξέθαψες.
Πλημμυρίδες από καμουτσιές,
από μαχαιριές, από αστραπές, βροντές και θύελλες,
με είχαν τελειώσει και με αναγέννησες.
Το πεπρωμένο σου μεγάλη Θεά
μ’ έκανε χρονοταξιδιώτη κι ονειρευτή,
χορεύοντας πάνω στις Νεφέλες
με την εκτυφλωτική λάμψη του αδύνατου.
Με κοίταξες και στο βάθος των ματιών σου,
άρχισε να ξεδιπλώνεται η χώρα των ονείρων.
Μου χαμογέλασες και ο νους μου σταμάτησε,
η καρδιά μου γέμισε με φτερά
και πετάρισε στους ουρανούς.
Η φωνή μου γέμισε τα Σύμπαντα.
Άπλωσες το χέρι σου
και μ’ ακούμπησες με τ’ ακροδάχτυλά σου.
«Σ αγαπώ!» φώναξα κι έγινα η τρυφερή λεία σου.
Γύρισα προς τ’ άστρα και είδα τα μάτια σου
και μόνον τότε
η ψυχή μου συμφιλιώθηκε με το φως.
Κάνε μου το χατίρι, τώρα ανεμοστρόβιλέ μου
και σβήσε τις φλόγες απ’ τα ξερά χείλη μου με μόνο ένα,
αλλά το πιο όμορφο απ’ όλα, ένα φιλί.
«Αχ, άπληστο δέρμα,
υπέροχης εκδοχής τρυφερών λουλουδιών,
δίδυμοι λόφοι γεμάτοι μ’ αγγεία και γάλα,
θάμνοι λωτών και χρυσανθέμων,
στάχυα που ριγείτε στο στόμα του ανέμου».
Στον Αστερισμό του Κύκνου
ΜΑΝΏΛΗΣ Α. ΚΑΤΣΟΎΛΗΣ
v. Η ΑΓΑΠΗ ΔΕ ΛΕΕΙ ΠΟΤΕ ΨΕΜΑΤΑ
Μέτρησα τις ανάσες με στιγμές
και ο χρόνος ήταν λιγοστός
και η αγάπη βρισκόταν
ερμητικά κλειστή στο χτες.
Ήθελα να ξέρω αν με αγαπάς.
Κοίταξα το πρόσωπό σου.
Το πρόσωπό σου μπορεί
και να μου λέει ψέματα.
Κοίταξα τα μάτια σου.
Τα μάτια σου μπορεί
και να μου λένε ψέματα.
Κοίταξα τα χείλη σου.
Τα χείλη σου μπορεί
και να μου λένε ψέματα.
Σε κράτησα στην αγκαλιά μου σφικτά
κι άκουσα τη μουσική της αιωνιότητας.
Τι όμορφη μουσική! Ω, ναι! Ω, ναι!
Έρωτας και Θάνατος. Αγάπη και Ζωή.
Σάμπως να γέμισε με ήχους αγάπης το Σύμπαν.
Τ’ άστρα έβγαλαν χρυσοκόκκινα φτερά.
Μαγικός ο κόσμος, νανούρισε τον νου,
τη φαντασία και τα όνειρά μου.
Μυστικές φλόγες άρχισαν να καίνε μέσα μου.
Μυστικές μελωδίες με του έρωτα το ηχόχρωμα,
πέρασαν σύντομα από μπροστά μου,
ανοίγοντας ηλιόλουστα μονοπάτια.
Πετάω - πετάω.
Τι περίεργη σχέση με το φως
έχουν τα φτερά της απτής πραγματικότητας;
Το φως κρύβει μέσα του,
τη χαρά της αγάπης και του έρωτα.
Η καρδιά δε λέει ποτέ ψέματα.
Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια μου.
Μ’ αγάπησες αληθινά κάποτε;
Μ’ αγαπάς πάντα.
Η χαρά και η θλίψη
μοιράζουν το αιώνιο φως
και το αιώνιο σκοτάδι
και δε λένε ποτέ ψέματα.
Η αληθινή αγάπη
δε λέει ποτέ ψέματα
και δεν ξεχνιέται ποτέ.
Μέτρησε την αγάπη
με ότι απαρνιέται,
ακόμα και αν απαρνιέται
την ίδια την αγάπη.
Η αληθινή αγάπη
δεν αλλάζει σχήματα,
δεν αλλάζει χρώματα,
δε γίνεται φιλία,
είναι απλά αληθινή
κι έχει μια μοναδική ιδιαιτερότητα,
παραμένει παντοτινή.
Δεν προσπαθεί να σε δαμάσει
και πετάει ελεύθερη στους αιθέρες
μαζί σου.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ