Ο Μανώλης Α. Κατσούλης, γεννήθηκε τον Γενάρη του 1951 στην Αθήνα. Είναι έγγαμος πατέρας, τεσσάρων παιδιών. Οι γονείς του, συμμετείχαν στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, την περίοδο 1940 - 1944. Κατά τη δικτατορία, συστρατεύεται με δυο φίλους του σε οργάνωση, που κατά τη διάρκεια αντιστασιακής αποστολής τους, δολοφονούνται απ’ το καθεστώς. Σχεδόν ταυτόχρονα, το 1971, έκδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ», προσπαθώντας να εκφράσει τους πόθους, τους στόχους και τα οράματά του, απ’ τη νεανική του ηλικία, για μια Ελλάδα δημοκρατική κι ελεύθερη.
Από μικρός, είχε τη μανία να σκαρώνει έμμετρο αλλά και διηγηματικό, σχεδόν πάντα λυρικό, λόγο, σε σχολικές και τοπικές εφημερίδες. Ορισμένα ποιήματά του, ο ίδιος τα μελοποιούσε για να γίνουν τραγούδια του νέου κύματος που άνθιζε στην εφηβεία του.
Ποιήματα, με τη δική του προικισμένη και ξεχωριστή λυρική διάθεση, που απεικονίζουν τον εσωτερικό του κόσμο, στρέφονται, άλλα συμβολικά κι άλλα ευθεία, ενάντια στις κατεστημένες ιδέες αλλά και στο δικτατορικό καθεστώς, χτυπώντας ταυτόχρονα τα ρυθμικά τύμπανά τους, για μια νέα κοινωνία με ιδεολογική καθαρότητα, απαλλαγμένη από φανατικές αγριότητες.
Πάντα με κριτική ασυμβίβαστη ματιά, αλλά και με αγάπη, προτρέπει τους αναγνώστες, να μιμηθούν τους ήρωές του, ν’ αγωνιστούν για έναν κόσμο καλύτερο, ασφαλέστερο και πιο δίκαιο, ώστε να υποδεχτούν τις νέες γενιές που έρχονται, προσφέροντάς τους ευνοϊκότερες συνθήκες και περισσότερο φως.
ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Τι κι αν
έχασα τον πόλεμο;
Τι κι αν
απ’ τη φυλή μου
χάθηκαν πολλοί;
Είχα νικήσει
απ’ την αρχή,
όταν έπεσαν
οι πρώτες σφαίρες.
Ο Γιαν Πάλαντς, ήταν Τσέχος φοιτητής, σύμβολο της αντίστασης κατά των Σοβιετικών εισβολέων στην Τσεχοσλοβακία, ο οποίος το 1968 αυτοπυρπολήθηκε. Στην τσάντα του βρέθηκε ένα σημείωμα, γραμμένο σε μαθητικό τετράδιο, που έγραφε: «Επειδή οι λαοί μας βρίσκονται στα πρόθυρα της απελπισίας, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε για να ξυπνήσουμε τη λαϊκή συνείδηση...».
Ο Μανώλης Κατσούλης, παρά τις απαγορεύσεις και τη σκληρή λογοκρισία που επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, σ’ ένα ακόμα απ’ τα ποιήματά του, υμνεί αυτόν τον αγωνιστή που πέθανε για την ελευθερία του λαού του, προτρέποντας να τον μιμηθούν οι συμπατριώτες του. Αυτό βέβαια θα το πληρώσει ακριβά, αυτός και όλη η οικογένειά του, αφού μετά την έκδοση του βιβλίου του, απολύεται από τη Διεύθυνση της Φαρμακοβιομηχανίας που εργαζόταν σαν μηχανικός-εφαρμοστής. Διακόπτεται η αναβολή στράτευσής του, λόγω σπουδών, και κατατάσσεται στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Τρίπολης, όπου παρουσιάζονται, ως επί το πλείστον, όσοι είναι χαρακτηρισμένοι αριστεροί.
Το βιβλίο του, «ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ», αναπαράγεται και μοιράζεται στους χώρους του Πολυτεχνείου, που βρίσκεται υπό κατάληψη. Αντιστασιακοί στίχοι του διαβάζονται κι απαγγέλλονται απ’ τους φοιτητές, λίγο προτού το τεθωρακισμένο όχημα μάχης της Χούντας ρίξει την πόρτα, βάφοντας μ’ αίμα την εξέγερση. Το προαύλιο του εκπαιδευτικού ιδρύματος ποτίζεται με αίμα και τσαλακωμένες Ελληνικές σημαίες. Λίγες μέρες μετά γίνεται χώρος προσκυνήματος.
ΓΙΑΝ ΠΑΛΑΝΤΣ
…………………………….
Όσο κι αν όμως οι ληστές
να μας κρατούν σκλάβους,
όσο κι αν θέλουν,
με τη φωτιά που άναψες εσύ,
Γιαν Πάλαντς,
εσύ και μύριοι άλλοι
που προηγήθηκαν,
αλλά και που θα ακολουθήσουν,
απ’ τα σκοτάδια της σκλαβιάς,
τις ελευθερίες των λαών μας,
με τα σκοινιά που τις κρατούν δεμένες,
τον Ήλιο απ’ τη δύση
θα τραβούν και θ’ ανατέλλουν.
Νόμος:
Φωτιά και Φως να ’ναι αγκαλιά.
Το 1976 απολύεται, αφού έχει εκτίσει 30 μήνες τη στρατιωτική του θητεία, απ’ το στρατόπεδο του Πυροβολικού στον Έβρο. Το 1984 διορίζεται στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών, Διπλωματούχος Μηχανολόγος Εργοδηγός, εκλέγεται πρόεδρος στην Πανελλήνια Ένωση Εργαζομένων ΚΤΕΟ της χώρας και αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας του ΥΠ.Μ.Ε.
Παράλληλα με τη λογοτεχνική του ενασχόληση, αρθρογραφεί για εξειδικευμένα θέματα, όπως είναι η Οδική Ασφάλεια και η Αντιρύπανση. Ασχολείται με τη στατιστική ανά περιοχή·της συμπεριφοράς των οδηγών, της ποιοτικής κατάστασης των οχημάτων και των προβλημάτων του οδικού δικτύου. Γνώστης των προβλημάτων της Ανατολικής Αττικής, αρθρογραφεί στον τοπικό και ημερήσιο Τύπο. Συμμετέχει στην έκδοση των εφημερίδων, «ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ» και «ΑΛΛΑΓΗ ΓΛΥΚΩΝ ΝΕΡΩΝ». Το 1994 – 2002 εκλέγεται Δήμαρχος στον Δήμο των Γλυκών Νερών Αττικής, τον οποίον οργανώνει, αναμορφώνει κι εξοπλίζει μ’ επιτυχία, με μεγάλα τεχνικά έργα.
Σε διεθνές επίπεδο συνεργάζεται με παγκόσμιους φορείς (Κύπρο, Ευρωπαϊκή Ένωση, Βαλκάνια, Καναδά, Αμερική) για την ειρήνη, τη διεθνή αλληλεγγύη, την προστασία του περιβάλλοντος και ιδιαίτερα εναντίον του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακκούγιου (Akkuyu) της Τουρκίας.
Κατά τη διάρκεια της Δημαρχιακής θητείας του, αρχαιολογικές ανασκαφές, φέρνουν στο φως Μυκηναϊκό νεκροταφείο με δεκάδες λακοειδείς τάφους και τουλάχιστον έναν μεγάλο θολωτό τάφο με τεράστιο δρόμο στην περιοχή Φούρεσι των Γλυκών Νερών. Με παραστάσεις του στα αρχαιολογικά συμβούλια, στα υπουργεία, στις δικαστικές αίθουσες και με κινητοποιήσεις των κατοίκων που φτάνουν να κάνουν εικονικές ανασκαφές, καταφέρνει να σώσει το αρχαίο μνημείο προσωρινά. Δυστυχώς, μετά απ’ την οκταετή θητεία του στον Δημαρχιακό θώκο, οι αρχαιολόγοι αφανίζουν τον αρχαίο τάφο, αφού δίνουν άδεια και χτίζεται πολυώροφη οικοδομή πάνω σ’ αυτόν. Η Αττική χάνει έναν Θολωτό, και όχι μόνον, Μυκηναϊκό τάφο στο μέγεθος του τάφου του Αγαμέμνονα.
Το 2002 εκδίδεται απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του: «Ο άνθρωπος –λύκος» το οποίο επανεκδόθηκε απ’ τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ το 2020 κι επίσης, τον ίδιο χρόνο, εκδίδεται απ’ τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ το βιβλίο: «Ο Χρονοταξιδιώτης στον Ήλιο του Μεσονυκτίου».
Μετά από 50 γεμάτα χρόνια ενασχόλησής του με τη λογοτεχνία, σαν το κύμα της θάλασσας που ήταν και η αγαπημένη του πλατφόρμα, ο καμβάς που έστηνε να εξελίσσονται με το πνεύμα της αγάπης αλλά και της εξέγερσης οι στίχοι του, τα ποιήματά του πηγαινοερχόντουσαν σε διάφορες κατευθύνσεις, έχοντας να κάνουν βέβαια με τα ιστορικά, πολιτικά, οικολογικά και κοινωνικά ζητήματα, που απασχολούσαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο την πατρίδα του αλλά και τον κόσμο γενικότερα.
«Τα μάτια σου
μοιάζουν με τα βότσαλα
που αλλάζουν χρώμα,
ανάλογα με το ποιος τα χαϊδεύει,
το κύμα της ακρογιαλιάς
ή
οι αχτίδες του Ήλιου».
Με εικόνες και παραστάσεις, αλλά και με συνεχείς ανατροπές, ταυτίζει τον εαυτό του με τον στίχο, λατρεύει την ομορφιά και τον έρωτα και τοποθετεί την τέχνη πάνω απ’ την πολιτική του σταδιοδρομία κι οτιδήποτε άλλο. Άλλοτε, τον συνεπαίρνει η προσπάθεια να περιγράψει ρομαντικά, μ’ ευαισθησία και μ’ αισθησιασμό, τα γεγονότα που συνέπλεκαν η φαντασία και το όραμα με το θυμητικό του, τονίζοντας με την ένταση των συναισθημάτων του την ομορφιά αλλά και την ασχήμια, όπου την ανακαλύπτει. Άλλοτε, με ποιητικό, ιδεολογικό, φιλοσοφικό πάθος και προβληματισμό, ψάχνοντας τις αλήθειες και τα μυστικά που έκρυβε ο χωρόχρονος απ’ τις αισθήσεις του, κατέφευγε στον ασαφή συμβολισμό, αφήνοντας ανοιχτές τις κερκόπορτες του υλικού και ιδεατού κόσμου.
Είναι βέβαιο, η χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, που ακολουθούσε τους ρυθμούς των ανατροπών και του πειραματισμού του εικοστού αιώνα, στην παγκόσμια ποίηση, πως τον έχουν επηρεάσει. Περισσότερο τον εκφράζει η ποίηση στην αρχαία Ελλάδα αλλά και το κίνημα του συμβολισμού, που ξεκίνησε τον δέκατο ένατο αιώνα στη Γαλλία μ’ αισθητισμό, κι αναπτύχθηκε σ’ όλο τον κόσμο, με την ξεχωριστή του εκδοχή από χώρα σε χώρα, π.χ στη Γερμανία, ο Φρίντριχ Νίτσε κυριαρχεί και φιλοσοφεί, κτίζοντας το σπίτι του υπεράνθρωπου, στη Ρωσία οι ποιητές προσανατολίζονται να ψάχνουν τα μυστικά του κόσμου και να δημιουργούν κοινωνικές ανατροπές.
Όσο αυξάνονται πληθυσμιακά οι χώρες, αναπτύσσεται η ταχύτητα και κυριαρχεί ο τεχνολογικός πολιτισμός, εξαπλώνονται και παγκοσμιοποιούνται οι παράλογοι αιματηροί πόλεμοι, καταστρέφεται το περιβάλλον και λιγοστεύουν οι γήινοι πόροι, αρχίζουν τα ψυχολογικά προβλήματα, μεγαλώνει ο φόβος, η μοναξιά, ο ατομικισμός, απομακρύνεται ο ρομαντισμός και η ποίηση εισέρχεται στην υπηρεσία των υπαρξιακών ζητημάτων. Η ψυχανάλυση, το υποσυνείδητο και ο ρητορικός επαναστατικός λόγος, ανάλογα με τη χώρα και τα προβλήματά της, εγκαθίστανται στους στίχους και διαμορφώνουν γενικότερα και προσανατολίζουν την τεχνοτροπία του λογοτεχνικού έργου. Βέβαια, διάφορα μικρά κινήματα, πολλές φορές εθνικής εμβέλειας, προσπαθούν να διαφοροποιηθούν υπό τη σκιά του γενικότερου λογοτεχνικού κλίματος. Για παράδειγμα παλαιότερα, το 1905, Ρώσοι και Ιταλοί ποιητές, που ονομάστηκαν Φουτουριστές, απέρριψαν τη λογική κατασκευή προτάσεων και σύνταξης, καθώς και την παραδοσιακή γραμματική. Παρουσίαζαν συχνά για ποίηση, μια ασυνάρτητη σειρά από λέξεις γδυμένες απ’ το νόημά τους και χρησιμοποιημένες, μόνο και μόνο για την επιρροή που εξασκούσε στον αναγνώστη ο ήχος τους.
Αυτό βέβαια κράτησε για λίγο, αλλά επηρέασε τελικά την ποίηση και πολλές άλλες τέχνες μέχρι και σήμερα.
Διάφορες θεωρίες, προσανατολίστηκαν μέσ’ απ’ την ποίηση να δημιουργήσουν μια παγκόσμια γλώσσα. Καταργούν εντελώς τις ρομαντικές εικόνες και τις περιγραφές της φύσης. Εγκαταλείπουν· το στιχουργικό μέτρο, τις στροφές, την ομοιοκαταληξία, τον εσωτερικό ρυθμό, αφήνοντας περιθώρια για παρανοήσεις, ερασιτεχνικές δοκιμές και αδόκιμες πρωτοτυπίες.
Σ’ όλη την ευρωπαϊκή ποίηση, παρατηρείται εξελικτικά η καθιέρωση του ελεύθερου στίχου, μ’ εξαίρεση τη Ρωσία, όπου σε γενικές γραμμές διατηρούν την παραδοσιακή ποίηση με κάποιες, όχι ουσιαστικές, παραλλαγές.
Ο Μανώλης Κατσούλης, είναι λάτρης του Αρχαιοελληνικού Πολιτισμού, σε βαθμό που κάποιος έφορος της Β ́ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, τον αποκάλεσε «προβληματικό και παθιασμένο» για την επιμονή του στη διαφύλαξη και την ανάδειξη των αρχαιοτήτων. Δεν μπορεί να ξεπεράσει τον οχαδερφισμό του Νεοελληνικού Κράτους και των υπνωμένων Ελλήνων απέναντι σ’ αυτόν τον πνευματικό θησαυρό. Έτσι, στα μυθιστορήματα και στα ποιήματά του, κάθε τόσο υψώνει καθάρια τη φωνή του, ενδυναμωμένη με την περίσσια φαντασία κι ευαισθησία του, για ν’ απαγγείλει στη σιγαλιά της νύκτας, την ώρα που σχεδόν τα πάντα κοιμούνται, ότι η παρακαταθήκη, τα κειμήλια, τα φυλακτά αυτού του αιώνιου Έθνους, βρίσκονται ή στην επιφάνεια, στο κάλλος, στη γοητεία, στη μαγεία αυτής της γης ή θαμμένα πριν από χιλιετηρίδες στο εσωτερικό της και περιμένουν να βγουν, άφθαρτα, προκλητικά παθιασμένα με την ομορφιά, στο φως.
Η γραφίδα του, χρησιμοποιείται με τον καλύτερο τρόπο και δεν ξεχνά, ότι είναι πολύ σημαντικός όχι μόνο ως συγγραφέας αλλά και ως πολιτική και πολιτιστική προσωπικότητα. Κι ακόμη, πως βρίσκεται πάνω σ’ αυτή τη δαντελωτή κατοικία των Θεών που πλέει χωρίς πυξίδα στ’ άπλετο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας κι είναι ποτισμένη με ποίηση, τραγούδια και μ’ αίμα για την αγάπη, τον έρωτα και την ελευθερία.
Έτσι κάθε τόσο ξαναζωντανεύει, μ’ έναν ξεχωριστό αλλά και πολλές φορές δραματικό τρόπο, μορφές, ήθη κι έθιμα, λησμονημένα στα ηλιοφώτιστα αλλά και σκοτεινά βάθη των περασμένων αιώνων.
Το να μαζέψει όλη αυτή τη δουλειά (2.000 σελίδων) μέχρι σήμερα σε τέσσερα βιβλία, κάνει το εγχείρημα να φαίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον, συγκρουσιακό και προκλητικό. Στην Ελλάδα κι όχι μόνον, πλέον, όλο και περισσότεροι, περιμένουν πολλά απ’ αυτόν και το έργο του.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i.ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Σαν ρόδισαν τα σύννεφα
και φλόγισε ο ουρανός,
αντί για σένα έφτασε
μια κόρη των Θεών,
που ’χε κορώνα στα μαλλιά
ασημοχρυσαφένια.
Κι ανάβλυσε αρώματα
και χρώματα μαβιά.
Και πάθος ξεσήκωσε
στη θάλασσα και μένα.
Και μου ’πε:
Η ακρογιαλιά,
θα ’ ναι από ’δω και μπρος,
νόστος ασήκωτος, βαρύς,
μαχαίρι καρδιακό,
του θρήνου το κελάρυσμα,
του πόνου η σειρήνα.
Οι πύρινες αχτίδες της,
σαν της ματιάς σου το φως,
διπλοσκιές ποτέ ξανά
δε θ’ άδραχναν σ’ ακρογιαλιές.
Τα δάκρυα του ουρανού,
τ’ ουράνιου τόξου ριζικό
και τα σπαθιά των αστεριών,
με πάπυρους θα τα έστελνε,
πνιγμένα μες στο αίμα.
Γέλια, αγάπες, έρωτες,
παιχνίδια κάτω απ’ τα νερά,
πύργους, φωτιές στις αμμουδιές
και πετριές στα αφρόνερα,
μαζί,
μόνο μες στα όνειρα
θα τα έβλεπα ξανά
κι ακόμα στα φαντάσματα
του νου μου, τα χαμένα.
ii. ΑΙΩΝΙΑ ΔΙΨΑ
Αχ, γυναίκα!
Πόσο μικρός θα ’ταν ο κόσμος χωρίς εσένα;
Πώς να στολίσω με τα χείλη μου
τον διάφανο λαιμό σου;
Πώς με τ’ ακροδάχτυλά μου
να χτενίσω τα φτερά του πάθους σου;
Πώς με τις κραυγές και τα δάκρυά μου
να σκοτώσω τις ερινύες σου;
Αχ, γυναίκα!
Μεταμορφώθηκες σε Δάφνη
για να γλυτώσεις απ’ τον πόθο μου,
αφού ο φτερωτός Θεός της αγάπης και του έρωτα
με χτύπησε με τα βέλη του
κι άναψε μέσα μου ένα τρομερό πάθος για σένα.
Σαν απαρηγόρητος Απόλλωνας, σε ικετεύω
και μ’ ένα κλαδί σου,
στόλισα το μέτωπο και τη χρυσή λύρα μου.
Αχ, γυναίκα!
Βγήκες απ’ τα έγκατα της Γης σαν ρόδο.
Τα ποτάμια γέμισαν με τους πόθους σου.
Σαν κοχύλι έκλεψες την πνοή απ’ τον άνεμο
για ν’ αναστήσεις τα παιδιά σου.
Μάρτυρες του όρκου μου τα πέταλα των λουλουδιών
που αντέγραψαν από σε· την αφή απ’ τα στήθη σου,
τα χρώματα των ματιών σου,
τ’ άρωμα της αναπνοής σου.
Αχ, γυναίκα!
Πόσο μικρός θα ’ταν ο κόσμος χωρίς εσένα;
Άχρωμος κι άχρονος και ψεύτικος.
Η μέρα του, χωρίς Ήλιο.
Η νύχτα του, χωρίς άστρα και Φεγγάρι.
Οι εποχές του, χωρίς Καλοκαίρι.
Η Άνοιξή του, χωρίς άνθη κι αρώματα.
Το Καλοκαίρι του, χωρίς θάλασσα και δρόσους.
Το Φθινόπωρό του, χωρίς καρπούς.
Ο Χειμώνας του, χωρίς χιόνι.
Κι όταν,
ο παγερός άνεμος περνάει αντιλαλώντας τη σιωπή,
μαδώντας τα πέταλά σου:
Ο κόσμος γίνεται φτωχότερος.
Το Φεγγάρι κρύβεται
και καλεί τις κόρες της νύχτας να θαμπώσουν τ’ άστρα.
Το ηλιοβασίλεμα αποστερείται τα χρώματά του.
Ο φάρος καταρρέει και χάνει το φως του.
Κι όταν,
στις μύχιες ώρες του βραδινού
απ’ το τραπέζι λείπει το ποτήρι σου,
αιώνια δίψα η αλήθεια σου,
ασταμάτητη αναδύεται γεμάτη νοσταλγία
χορεύοντας στους ρυθμούς που βγαίνουν
απ’ το ζωηρό τραγούδι του κρασιού.
Στο βάζο μαραίνονται τα λουλούδια.
Το μυαλό μου σε συλλογίζεται γυμνή,
τυλιγμένη στο μεταξωτό τρυφερό δέρμα σου,
σε φέρνει σαν την όαση των ηλιόλουστων ημερών,
σαν το χαμόγελο των Αλκυονίδων, στην καρδιά του Χειμώνα.
Η καρδιά μου αλλοπαρμένη, δυστυχισμένη,
ριγεί σαν τα στάχυα του κάμπου στο έλεος του ανέμου,
θρηνώντας τον χαμένο θησαυρό της.
iii. ΜΙΑ ΟΛΟΦΩΤΗ ΜΕΡΑ
Ξέρω ότι δεν μπορώ
να είμαι άλλο μόνος.
Χωρίς αγάπη,
μοιάζω να μην πατάω
καλά στα πόδια μου.
Κι όταν ακόμα περπατάω στην ακτή,
σταματάω και κοιτάζω τα μακρινά βουνά
που ξαπλώνουν πίσω απ’ τη θάλασσα,
και νομίζω πως σε βλέπω.
Εκεί,
ανάμεσα στην άχνα του γαλάζιου,
βάζεις φωτιά στη σκέψη μου.
Κι όταν δύει ο Ήλιος,
ακτινοβολείς σαν πορφυρό γυαλί.
Αχ, τι όμορφη που λάμπεις.
Το σκοτάδι της νύχτας προσπαθεί
αλλά δεν μπορεί να σε κρύψει.
Νυχτολούλουδό μου,
πνοή ζωής το τροπικό άρωμά σου.
Αναμφίβολα είσαι αυτό
που τόσα χρόνια περίμενα,
αναπτέρωνε τις ελπίδες μου
και ζέσταινε τα όνειρά μου.
Μυστηριώδες κορίτσι,
ωχ, αρχίζω και σ’ ερωτεύομαι,
θέλω να σε κάνω δικό μου,
ακόμα και τα κύματα συμφωνούν παφλάζοντας
και η παλίρροια μεγαλώνει την επιθυμία μου.
Ναι, είσαι αυτό που έψαχνα.
Δεν είμαι μόνος τώρα πια,
ίσα ίσα που σε νιώθω μέσα μου πιο ζωντανά,
καθώς μ’ αγγίζουν τα φωτισμένα βλέμματα
που στέλνουν τα ολόγιομα φεγγάρια σου
και τότε θέλω να σου δώσω τόσα φιλιά,
στα κοραλλένια χείλη σου
και στα ολοπόρφυρα μάγουλά σου.
Θέλω να έρθω κοντά σου
με χίλιες αγκαλιές,
να σε νανουρίσω για να κοιμηθείς.
Έλα μαζί μου. Η ζωή είναι σύντομη.
Θέλω την τρυφερότητα απ’ το άγγιγμά σου.
Κάνε με πιλότο των αναμνήσεων σου
κι άφησε ν’ αναβοσβήνουν λαμπιόνια,
κατακόκκινες πύρινες σφαίρες,
στον Διαστημικό Σταθμό της καρδιάς σου.
Ψάξε τις ελπίδες σου στ’ αστέρια
μπορεί να είναι κάπου εκεί.
Κάνε τα όνειρά σου γιρλάντες
με την εκτυφλωτική λάμψη του αδύνατου
και κρέμασέ τες στο Φεγγάρι.
Κοίτα, πόσο ομόρφυνε η αγάπη μας
το πρωινό και το ηλιοβασίλεμα.
Ακόμα και τα σκοτάδια της νύχτας
πνίγουν μέσα στη σιωπή κι απαλύνουν
τον θόρυβο των συναισθημάτων
σέρνοντας πίσω τους μια ολόφωτη μέρα.
Τόσα αρώματα και χρώματα
και τόσες μουσικές
δε γεύτηκα ποτέ.
Από το βιβλίο: ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
iv. ΛΥΠΑΜΑΙ
Λυπάμαι,
λυπάμαι πολύ για ό,τι σου ’χω κάνει,
αφού ήμουν η αιτία να σου ραγίσει η καρδιά.
Είναι προφανές
πως τώρα έχω μετανιώσει
αλλά και πως εσύ είσαι καλά,
αφού είσαι όρθια, μ’ έχεις ξεπεράσει
ορθώνοντας ανάμεσά μας, με τη σιωπή σου,
έναν αδιαπέραστο τοίχο.
Η μνήμη μου έχει σταματήσει
και δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο,
παρά μόνο τις ωραίες εκείνες διαδρομές,
καθώς βαδίζαμε χέρι χέρι, στα μονοπάτια του κόσμου.
Πόσες φορές δεν έχω αναρωτηθεί, αν θα ’θελες να με ξανακούσεις,
να μου δώσεις μια ακόμη ευκαιρία,
να σου ζητήσω συγνώμη
και να κάνουμε πιο όμορφα πράγματα,
αγάπη μου.
Πόσο θα ’θελα, να τα ξεπεράσουμε όλα,
ώστε να ξαναζήσουμε εκείνα τ’ ανεπανάληπτα πρωινά
και τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα,
που οι φλόγες του Σύμπαντος
χόρευαν και τραγουδούσαν τον έρωτά μας.
Κι όταν κτυπάει το τηλέφωνό μου,
οι χτύποι της καρδιάς μου ακούγονται πιο δυνατοί,
ο νους μου λαχταρά να ’σαι σύ στη γραμμή
με τη ζεστή σιγανή φωνή,
με τη φωτιά της αγάπης
να μηδενίζει την όποια απόσταση μας χώριζε.
Τώρα πια, όμως, ποτέ δεν είσαι σύ.
Μόνο μια φωνή που βγαίνει από μέσα μου,
την ακούω κάθε φορά:
«Ό,τι σπέρνεις, θερίζεις».
Και σε καλώ, χιλιάδες φορές το έχω κάνει,
γιατί θέλω να σου πω:
«Εγώ φταίω που γκρεμίστηκε ο μαγικός κόσμος μας,
που ξεκίνησε σαν άνεμος με ορμητικά φτερά
πάνω στην άμμο των μεγάλων προσδοκιών,
που χάριζε στον νου και στο σώμα μας την αναπνοή
και κατέληξε ο θρήνος ενός ανολοκλήρωτου έρωτα».
Αλλά το τηλέφωνό σου έχει πλέον σιωπήσει.
Πόσο θα ’θελα, τουλάχιστον για μια φορά,
να σηκώσεις το ακουστικό,
να μ’ ακούσεις να σου λέω,
με το παράπονο του ποιητή
που έχασε τη σύντροφό του:
«Σ’ αγαπώ», κι ακόμα:
«Τι κρίμα, έγινε αυτό που φοβόμασταν.
Όλη η μαγεία έμεινε στο χθες.
Ξεμείναμε, αγάπη μου, από διαδρομές
κι απομείναμε ν’ αγναντεύουμε,
με δάκρυα στα μάτια και με βουβά χείλη,
ένα κομμάτι χθεσινού ουρανού
από ξεθωριασμένες ακρογιαλιές, με ουράνια τόξα,
πάνω από λευκές θάλασσες».
Αλλά το τηλέφωνό σου έχει πλέον σιωπήσει
και η αγάπη όταν γίνεται σιωπή,
σέρνει μαζί της δεινά και πόνους.
Η αγάπη όταν γίνεται σιωπή,
γίνεται η πιο δυνατή κραυγή
και σαν όλες τις κραυγές,
σκοτώνει....
«Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ,
γιατί η φωτιά της αγάπης σου έσβησε για πάντα,
όπως η ζωή σβήνει για πάντα με τον θάνατο».
Στον Αστερισμό του Κύκνου