Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

 

Ο Άι Βασίλης αποτελεί σήμερα μία διεθνή λαογραφική μορφή η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους που υπήρξαν «καλοί» κατά τη διάρκεια του χρόνου. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού της Πρωτοχρονιάς και των Χριστουγέννων. Η γνωστή παρουσία του με κόκκινη στολή, λευκή γενειάδα, τα γυαλιά του, πάντα χαμογελαστός με το σάκο με τα δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ζωηρά ελάφια ή τάρανδοι αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες αυτών των εορτών ακόμη και σε χώρες μη Xριστιανικές.

Είναι ακριβώς ο ίδιος ο «Σάντα Κλάους» (Άγιος Νικόλαος) των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» (= «ο Καλός γερο-πατέρας») των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων και «Babbo Natale» των Ιταλών.
Η σημερινή μορφή του Άι Βασίλη έγινε δημοφιλής με το ποίημα «A Visit from St. Nicholas» (Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο) που δημοσιεύτηκε το 1823. Η οπτικοποιημένη εκδοχή πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Harper’s Weekly» το 1863.

Συμμετοχή στην δημοφιλία είχε και το παιδικό βιβλίο «The Life and Adventures of Santa Claus» του 1902. Η White Rock Beverages ήταν μια εταιρία αναψυκτικών που τον χρησιμοποίησε το 1915 για να πουλήσει μεταλλικό νερό, και το 1923 τζίντζερ-έιλ.

Το 1931 η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία αναψυκτικών Coca-Cola παρουσίασε τον Άι-Βασίλη με πρωτοχρονιάτικα δώρα τα προϊόντα της εταιρείας στα χρώματα βεβαίως εκείνης. Η διαφήμιση αυτή υπήρξε εμπορικά τόσο επιτυχής που έμελλε να γίνει σήμα δημοτικότητάς της ανά τον κόσμο. Η μακρόχρονη χρήση του σε διαφημίσεις της Coca-Cola παγίωσε την εμφάνισή του και ειδικά τα κόκκινα ρούχα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν δική της εφεύρεση.

Στη Δύση το πρόσωπο του Αγίου Βασιλείου έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Στην ιστορία του Αγίου Νικολάου οι βόρειοι λαοί έχουν προσθέσει στοιχεία των δικών τους παραδόσεων (τάρανδοι, έλκηθρο, άστρο του Βορρά, μεγάλες κάλτσες κλπ) μια κουλτούρα που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή αυτή φαίνεται να πέρασε περίπου στη δεκαετία του 1950-1960, κυρίως στον αστικό πληθυσμό από τους «συγγενείς» μετανάστες που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν τον «Δυτικό» Άϊ-Βασίλη.

Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς ο Άγιος Βασίλης είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος έζησε στη Καππαδοκία που αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο και που θεωρείται στη παγκόσμια ιστορία ως ο εμπνευστής αλλά και πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Βασίλειος ήταν ψηλόλιγνος, με μαύρα μάτια και γένια. Ακόμη και ο Άγιος Νικόλαος στην Ορθόδοξη παράδοση αγιογραφείται ως ισχνός ασπρογένης γέροντας. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε στης 31 Δεκεμβρίου του 378. Τη 1 Ιανουαρίου του 379, ημέρα της κηδείας του, διατηρούμενη στη παράδοση, θεωρήθηκε (πρώτα) απ΄ όλους χριστιανικούς λαούς ότι φέρνει ευλογία και καλή τύχη στη νέα χρονιά. Τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς πέρα από τα παινέματα κύριο πρόσωπο είναι ακριβώς ο Μέγας Βασίλειος για το έργο του οποίου γίνεται υπενθύμιση στον σπιτονοικοκύρη ώστε να επαναλάβει επ' ωφελεία βεβαίως των παιδιών που ψάλλουν αυτά.

Σε όλες τις χώρες, εκτός από την Ελλάδα ο Άγιος Βασίλης επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα. Στην Ελλάδα, τον δεχόμαστε την Πρωτοχρονιά, γιατί είναι η μέρα της εορτής του Αγίου Βασιλείου.

Ποιος ήταν ο Μέγας Βασίλειος

Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλειος, ήταν Πατέρας της Εκκλησίας, επίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.

Γεννήθηκε από Άγιους γονείς το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και όχι της Καππαδοκίας, όπως αναφέρεται πολλές φορές λανθασμένα, αφού η Νεοκαισάρεια είναι πόλη της Μητρόπολης Νεοκαισάρειας που είναι κυρίως τμήμα των ορίων που ονομάζουμε Πόντο. Ο πατέρας του Άγιος Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).

Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.

Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.

Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.

Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.

Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.

Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.

Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.

Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.








Φίοντορ Ντοστογιέφσκι - Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο

 

alberto sebastiani

Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω υποθέτω, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε ότι πρέπει να έχει συμβεί μία παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά. 

Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι ετών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού, καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές προς το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πως είχε βρεθεί εκεί; Θα πρέπει να ήρθε με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά αρρώστησε. Πριν από δύο μέρες είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες. Πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους, ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα, πριν έρθουν τα Χριστούγεννα, ήταν, εδώ και εικοσιτέσσερις ώρες αναίσθητος από το μεθύσι. 

Σε μίαν άλλη γωνιά, μία άθλια γριά γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού, αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε απομείνει σε μια κανάτα, όμως, όσο και αν έψαξε, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι, είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ» σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλισε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει, κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω απ’ την πόρτα του γείτονα στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στο δρόμο. 

Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το δρόμο. Στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά, κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων, που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ –αχ, μανούλα μου, μονάχα να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο- Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα πάνω από τα στόματά τους που άχνιζαν, οι οπλές τους κροτάλιζαν πάνω στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους τόσο και –αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαί και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα, για ν’ αποφύγει το παιδί. 

Να κι ένας άλλος δρόμος –ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα το ποδοπατούσαν. Πως φώναζαν όλοι, πως έτρεχαν πάνω-κάτω και το φώς, το φως! Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το ταβάνι ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και μικρές κούκλες και αλογάκια και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Και ύστερα ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Και μπορούσε ν’ ακούσει τη μουσική μέσα από το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής –αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρείς όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί και έδιναν τα γλυκά σε όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο. Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πως του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά, δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα, για να το κρατήσει σφιχτά. Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει που πήγαινε. 

Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθάνονταν τόσο μόνο κι έρημο και ξαφνικά, κύριε ελέησον –Τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας. Πίσω από μία βιτρίνα ήταν τρείς κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που κάθονταν και έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του και έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι. Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες. 

Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά ον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το καπέλο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο χώμα. Ακούστηκε μια φωνή, που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει που πηγαίνει βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα. «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!» 

Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια και είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να ‘χε χωθεί μέσα σε φούρνο. Μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες», είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο μα τόσο ζωντανές!…» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα με πήρε ο ύπνος, τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!» 

«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή. Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά ω, τι λαμπρό φως! Ω τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό. Που βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες , ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά και αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε και ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια πως σας λένε; Πως σας λένε κοριτσάκια;», ρώτησε γελώντας και θαυμάζοντάς τα. 

«Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους…» Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος, πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω από τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης, κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν σαν άγγελοι γύρω από το Χριστό, κι εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια του να τα’ αγγίξει και ευλογούσε –και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας, η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα. 

Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα. Έψαξαν για τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς. 

Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλα να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια –δηλαδή, όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα. Όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω. 

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://ithaque.gr/








ΕΛΕΝΗ ΚΙΟΥΠΗ "ΑΤΙΤΛΟ"


Πέρασα τα σύνορα με μια εξορία στην πλάτη.
Όπου πάτησα το πόδι μου γη μου ήταν.
Γεννήθηκα χοροπηδώντας
με το σχοινάκι της αισιοδοξίας στα χέρια
και στα πόδια μου μια λύπη δεμένη.
Στις αξιολογήσεις της ζωής τό 'σφιγγα στο λαιμό μου.
Κολύμπησα στο αχαρτογράφητο πέλαγος της άγνοιας και
χόρεψα αγκαλιά με καταιγίδες σε λάμψεις αστραπής.
Μάδησα πέταλα χορού και τα κατάπια αμάσητα.
Λάτρεψα τις απαγγελίες ποιημάτων στις σχολικές γιορτές
μπήκα και σε ρόλους θεατρικούς.
Σκηνοθέτησα και τη Ζωή μου.
Έδωσα κι αυτό που δεν είχα.
Σώπασε η τάξη γιατί μίλησα με την αταξία και
έδωσα θέση στο χαμό μα δεν έκατσε.
Αβόλευτη ψυχή
την κοίμιζα κάθε βράδυ στο ένα πόδι
γιατί το ηλεκτρισμένο αύριο περίμενε.
Με ζεμάταγε η αυγή
κι έβραζαν οι μέρες μου την πραγματικότητα
Κάθε δειλινό έσκαγε ηφαίστειο και με έκαιγε η λάβα του
Πυροβόλαγε και ο κρυφός κυνηγός το όνειρο
Το περιφραγμένο στον αυλόγυρο του ματιού
Αχχ Θεέ μου απόψε θα ουρλιάξω παράπονα
Θα ξεντυθώ τη ζωή μου
για να κοιμήσω γλυκά το μέλλον μου.


Φωτογραφία : "Blind Faith".(Detail) By Richard MacDonald.US
Από https://m.facebook.com/SculpLovers/






ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ "O Έρωτας στα χιόνια"

 

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.


Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.




Διατηρούν τις βιταμίνες τους τα κατεψυγμένα τρόφιμα;

 

 Πολλές φορές τα φρέσκα τρόφιμα επιλογής μπορεί να μην είναι πάντα διαθέσιμα στην αγορά. Έτσι, τα κατεψυγμένα τρόφιμα μπορούν να αποτελέσουν μια ιδιαίτερα αξιόλογη επιλογή, ιδίως αν δεν πρόκειται να καταναλωθούν τα φρούτα και τα λαχανικά σας μέσα σε μία ή δύο ημέρες.

Γράφει η Έφη Καδόγλου, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος  

Είναι ένας «εύκολος» τρόπος να ενσωματωθούν υγιεινά τρόφιμα στη διατροφή σας από κάθε ομάδα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των δημητριακών ολικής αλέσεως, των φρούτων, των λαχανικών, των πρωτεϊνών και των γαλακτοκομικών.

Εκτός από την εξοικονόμηση χρόνου, τα κατεψυγμένα τρόφιμα μπορούν να είναι ωφέλιμα για άτομα με περιορισμένο χώρο κουζίνας ή σκευών. Συνήθως, είναι προσιτά σε τιμή και επιτυγχάνεται μείωση της σπατάλης τροφίμων (λόγω μακράς διάρκειας).

Μάλιστα, έχει φανεί ότι άτομα που υιοθετούν την χρήση κατεψυγμένων τρόφιμων στη συνήθη ρουτίνα τους, μπορεί να έχουν καλύτερη ποιότητα διατροφής συγκριτικά με αυτούς που δεν τα προτιμούν. Με τόσες πολλές επιλογές στο διάδρομο κατεψυγμένων τροφίμων, υπάρχουν πολλά τρόφιμα που θα βρείτε να σας αρέσουν.

ΟΦΈΛΗ ΤΩΝ ΚΑΤΕΨΥΓΜΈΝΩΝ ΤΡΟΦΊΜΩΝ

  1. Τα φρούτα και τα λαχανικά που προορίζονται για κατάψυξη συλλέγονται στο εμπόριο στη μέγιστη ωρίμανση τους, κι έτσι είναι πιο πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Συνήθως, μετά τη συγκομιδή, τα λαχανικά πλένονται, ζεματίζονται, κόβονται, καταψύχονται και συσκευάζονται μέσα σε λίγες ώρες, «κλειδώνοντας» θρεπτικά συστατικά και γεύση.
Σε αντίθεση, τα προϊόντα που προορίζονται να πουληθούν φρέσκα, συλλέγονται σε λιγότερο ώριμο και θρεπτικό στάδιο, για να διαρκέσουν περισσότερο κατά τη μεταφορά και την αποθήκευση, αλλά χάνουν έτσι πληθώρα θρεπτικών συστατικών. Αυτό συμβαίνει, λόγω της έκθεσης τους στο οξυγόνο κατά τη μεταφορά και αποθήκευση χωρίς παγωμένα προϊόντα διατήρησης.

  1. Τα φρούτα τείνουν να μην υφίστανται λεύκανση, καθώς αυτό μπορεί να επηρεάσει πολύ την υφή τους. Αντίθετα, μπορούν να χρησιμοποιηθεί ασκορβικό οξύ (μια μορφή βιταμίνης C) ή προσθήκη ζάχαρης για να αποφευχθεί η αλλοίωση. Συνήθως, δεν προστίθενται χημικά για παραγωγή πριν από την κατάψυξη.
  2. Τα λαχανικά σε αντίθεση με τα φρούτα, ζεματίζονται πριν από την κατάψυξη και εκτίθενται σε θερμοκρασίες ζεστού νερού μεταξύ 90 και 95 βαθμούς Φαρενάιτ κι έτσι καταστρέφονται τα ένζυμα που προκαλούν αποχρωματισμό, μαύρισμα και απώλεια γεύσης-υφής. Ωστόσο, λόγω ζεματίσματος μπορεί να χαθεί ένα μέρος υδατοδιαλυτών θρεπτικών συστατικών (βιταμίνη Β και C)

Το ζεμάτισμα διατηρεί το φωτεινό πράσινο χρώμα των τροφίμων αρκετά έντονο, αφού καταψυχθούν και αποθηκευτούν, διαφορετικά θα είχαν μια γκριζωπή ή καστανή όψη. Το ζεμάτισμα αλλάζει επίσης τη δομή των φυτικών ινών, καθιστώντας τα λαχανικά πιο μαλακά, λιγότερο τραγανά και ευκολότερα στο μάσημα.

  1. Τα κατεψυγμένα τρόφιμα συσκευάζονται μεμονωμένα σε ατμόσφαιρα αζώτου. Η έκθεση των φρούτων και των λαχανικών στο άζωτο βοηθά στη διατήρηση των θρεπτικών συστατικών που υποβαθμίζει το οξυγόνο, και συμβαίνει επίσης με ορισμένα φρέσκα λαχανικά (π.χ. χόρτα σε σακούλες).
  1. Επιπλέον, διατηρούν τις βιταμίνες και τα μέταλλα τους και δεν υπάρχει καμία αλλαγή στην περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, πρωτεΐνες ή λίπος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κατεψυγμένα τρόφιμα έχουν περισσότερες βιταμίνες και μέταλλα σε σύγκριση με τα φρέσκα, επειδή τα φρέσκα τρόφιμα χάνουν βιταμίνες και μέταλλα με την πάροδο του χρόνου, ενώ η κατάψυξη διατηρεί τα θρεπτικά συστατικά.

ΔΩΣΤΕ ΠΡΟΣΟΧΗ !!!

  • Δεν παράγονται όλα τα κατεψυγμένα τρόφιμα με τις ίδιες αναλογίες στα συστατικά – πολλά μπορεί να είναι πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά, πρόσθετα σάκχαρα και αλάτι. Διαβάζετε πάντα τις διατροφικές ετικέτες τροφίμων και τη λίστα συστατικών και συγκρίνετε ώστε να βρείτε τη πιο θρεπτική επιλογή κατεψυγμένου τροφίμου.
  • Λάβετε υπόψη ότι η ποσότητα κατεψυγμένων γευμάτων, μπορεί να αποτελεί παραπάνω από μία μερίδες. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να διπλασιάσετε ή να τριπλασιάσετε τις θερμίδες και τα θρεπτικά συστατικά που αναφέρονται στη διατροφική ετικέτα, αν καταναλώσετε ολόκληρο το πακέτο. Ιδανικά, επιλέξτε αυτά που έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά, πρόσθετα σάκχαρα και αλάτι και υψηλότερα σε φυτικές ίνες, βιταμίνες και μέταλλα.
  • Για να διατηρήσετε ασφαλή τα κατεψυγμένα τρόφιμα, ακολουθήστε τις συγκεκριμένες μεθόδους μαγειρέματος που αναγράφονται στη συσκευασία. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να ξεπαγώσετε τα κατεψυγμένα τρόφιμα είναι στο ψυγείο. Πιο συγκεκριμένα, όταν ξεπαγώνετε το κρέας στο ψυγείο, βεβαιωθείτε ότι οι χυμοί δεν στάζουν σε άλλα τρόφιμα. Για να ξεπαγώσετε γρήγορα, τοποθετήστε το φαγητό σε μια στεγανή πλαστική σακούλα και βυθίστε το σε κρύο νερό μέχρι να ξεπαγώσει, αντικαθιστώντας το κρύο νερό κάθε μισή ώρα και μαγειρεύοντάς το αμέσως μετά την απόψυξη. Τα τρόφιμα μπορούν, επίσης να αποψυχθούν στο φούρνο μικροκυμάτων και θα πρέπει να μαγειρεύονται αμέσως μετά την απόψυξη.

Συμπεράσματα:

Καλό είναι αν καταναλώνετε καθημερινά φρούτα και λαχανικά να έχετε ως αρχική επιλογή τα φρέσκα! Ωστόσο, όταν γνωρίζετε ότι δεν πρόκειται να καταναλωθούν έγκαιρα, είναι προτιμότερο να τα επιλέξετε κατεψυγμένα, διότι θα διατηρηθούν τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά τους (βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία κτλ.)

Σίγουρα, υπάρχει μια πιθανότητα απώλειας θρεπτικών συστατικών, αλλά είναι συνήθως μικρή συγκριτικά με τα φρέσκα τρόφιμα και επηρεάζεται, ανάλογα με το είδος του λαχανικού, τη διάρκεια του ζεματίσματος και το χρόνο αποθήκευσης στην κατάψυξη (>1 έτος).

Επιπλέον, δώστε βάση και ελέγξτε ότι έχουν καταψυχθεί με σωστό τρόπο τα τρόφιμα. Ύστερα, όταν τα χρησιμοποιήσετε ακολουθείστε τις οδηγίες απόψυξης και μαγειρέματος που αναγράφονται σε αυτά, για την καλύτερη ποιοτική ασφάλεια τους!

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ: Τι είναι τα πεπτικά ένζυμα και πότε πρέπει να τα λαμβάνουμε;

Ακολούθησε το fmh.gr στο Google News, στο Twitter, στο Facebook στο Υoutube και στο Instagram

διαιτολογος online

Έφη Καδόγλου, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος  

Bibliography

Brown, M. (2017, June 15). Healthline. Fresh vs Frozen Fruit and Vegetables — Which Are Healthier? . Retrieved from https://www.healthline.com/nutrition/fresh-vs-frozen-fruit-and-vegetables

Drayer, L. (2019, May 31). CNN Health. Why frozen fruit and veggies may be better for you than fresh. Retrieved from https://edition.cnn.com/2019/05/30/health/frozen-fruit-vegetables-drayer-food/index.html

Ellis, E. (2020, April 28). Eat Right Academy of Nutrition and Dietetics. Frozen Foods: Convenient and Nutritious . Retrieved from https://www.eatright.org/food/planning-and-prep/smart-shopping/frozen-foods-convenient-and-nutritious

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.fmh.gr/



ΜΥΡΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ "Ο Πρωτομάρτυς Στέφανος με το αίμα του πότισε το δένδρο της Ορθοδοξίας. Έδειξε τον δρόμο της πίστης σε όλους μας."

                                                


                                                                 

Ο Πρωτομάρτυς Στέφανος με το αίμα του πότισε το δένδρο της Ορθοδοξίας. Έδειξε τον δρόμο της πίστης σε όλους μας.

                                                                                                           

Στέφανος ο πρώτος μάρτυρας, ο πρώτος άνθρωπος που μαρτύρησε, και μάλιστα σκληρά, και έχυσε το αίμα του για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Μαρτύρησε την πίστη του στον Θεάνθρωπο Χριστό και έλαβε τον στέφανο της αγιότητας από τον αγωνοθέτη Χριστό. Το όνομά του είναι ελληνικό και σημαίνει τον άνθρωπο που φορά στεφάνι, στέμμα, δηλαδή τον διαλεχτό και αξιόλογο άνθρωπο. Ήταν πιθανότατα ελληνικής καταγωγής και είχε μόρφωση και ήθος, τα οποία τον καθιστούσαν ξεχωριστό στην Ιερουσαλήμ.

            Οι Πράξεις των Αποστόλων δεν αναφέρουν τόπο και έτος γεννήσεώς του. Για πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα του Στεφάνου όταν εκλέκτηκε Διάκονος. Σύμφωνα με την αγιογραφική μαρτυρία, όταν οι μαθητές των Αποστόλων έγιναν πάρα πολλοί, οι Ελληνιστές χριστιανοί διαμαρτύρονταν ότι οι χήρες των και τα ορφανά τους αδικούνταν κατά την διανομή των τροφίμων. Οι Απόστολοι, για να ασχοληθούν με το κύριο έργο των που ήταν το κήρυγμα, πρότειναν στους πιστούς να εκλέξουν Διακόνους, δηλαδή βοηθούς των οι οποίοι θα είχαν ως κύριο έργο την φροντίδα για τα υλικά αγαθά. Οι Απόστολοι θα ασχολούνταν, κυρίως , με την αθάνατη ψυχή δια του κηρύγματος και οι Διάκονοι για την φροντίδα του φθαρτού σώματος. Να διαχειρίζονται χριστιανικά τις γνωστές «Αγάπες» των πρωτοχριστιανικών χρόνων, την κοινή τράπεζα. Οι πιστοί εξέλεξαν επτά Διακόνους. Αυτοί ήταν: ο Στέφανος, πολύ πιστός και φωτισμένος νέος, ο Φίλιππος, ο Πρόχορος, ο Νικάνορας, ο Τίμωνας, ο Παρμενάς και ο Νικόλαος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός αυτό. Είχε διακριθεί μέχρι τότε για την εργατικότητα, την σοφία του και την βοήθειά του στις «Αγάπες».  Μετά την εκλογή των χειροτονήθηκαν από τους Αποστόλους δια της επιθέσεως των χειρών επί της κεφαλής των.   Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος. Ο Στέφανος ξεχώρισε για τις ικανότητές του, ονομάστηκε Αρχιδιάκονος και εκτός από τα καθήκοντα του Διακόνου βοηθούσε τους Αποστόλους στο κήρυγμα. Με το κήρυγμά του πολλούς βοήθησε να απαρνηθούν τα είδωλα και να προσχωρήσουν στις τάξεις των χριστιανών, να βαπτιστούν και να αγωνίζονται για την περαιτέρω εξάπλωση του Χριστιανισμού. Πάντα με την βοήθεια και την ευλογία της θείας χάριτος. Τίποτα καλό και θεάρεστο δεν γίνεται χωρίς την βοήθεια του Θεού. Κήρυττε και θαυματουργούσε ο Αρχιδιάκονος Στέφανος προς δόξαν Κυρίου. Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Τα κηρύγματά του τα στήριζαν και τα επιβεβαίωναν μεγάλα κι εξαίσια θαύματα. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους. Ο χαρισματικός λόγος του Στεφάνου, η προσωπικότητά του και τα θαύματά του προσελκύουν πολλούς στην πίστη του Χριστού ανάμεσα τους και μεγάλο αριθμό Ιουδαίων. Θαυματουργούσε λοιπόν ο Άγιος Πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ο χαρισματικός λόγος του Στεφάνου, η προσωπικότητά του και τα θαύματά του προσελκύουν πολλούς στην πίστη του Χριστού ανάμεσα τους και μεγάλο αριθμό Ιουδαίων.

            Η χριστιανική πολύπλευρη δράση του Στεφάνου ανησυχεί τους Ιουδαίους και τρομάζει τον χαιρέκακο διάβολο. Οι υπηρέτες του κακού αποδεικνύονται ανίσχυροι να αντιμετωπίσουν τον Στέφανο. Δεν μένουν αδρανείς και δεν σταυρώνουν τα χέρια τους. Ο αντίχριστος δαίμονας τους οδηγεί στον δρόμο της συκοφαντίας, της βίας  και της διαβολής. Με δωροδοκίες, με ψέματα και απειλές μαρτύρων χαλκεύουν κατηγορίες εναντίον του Διακόνου, τακτική γνωστή και στη σημερινή εποχή. Οι άνθρωποι του Ιουδαϊκού Συνεδρίου με κατάλληλα κατευθυνόμενους και δωροδοκηθέντες μάρτυρες, δήθεν αυθόρμητα, καταγγέλλουν τον Στέφανο ότι τον άκουσαν να μιλάει βλάσφημα εναντίον του Μωυσή, του Θεού και του ναού. Δημιουργούν με τα δασκαλεμένα και τρομοκρατημένα όργανά των κλίμα εχθρικό για τον κήρυκα του Ευαγγελίου Διάκονο Στέφανο. Υφαίνεται με σατανικό τρόπο το κατηγορητήριο εναντίον του με τη βοήθεια πληρωμένων συκοφαντών και πλειάδας ψευδομαρτύρων. Όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς οι συκοφαντίες πέτυχαν τον σκοπό τους. Προκάλεσαν μίσος, φανατισμό κι επιθετικότητα στον Ιουδαϊκό λαό, στους πρεσβυτέρους, τους προεστούς των Ιουδαίων και τους γραμματείς: «Συνεκίνησαν τέ τόν λαόν καί τούς Πρεσβυτέρους καί τούς γραμματεῖς» (Πραξ. στ 12). Το σχέδιο προχωρεί με τα χαλκευμένα ψέματα και τις συκοφαντίες. Όλα προσχεδιασμένα. Η δίκη αρχίζει. Στο εδώλιο ο Αρχιδιάκονος Στέφανος ακούει τα σατανικά ψέματα και τις ψευδέστατες κατηγορίες. Σιωπηλός, γαλήνιος και ατάραχος. Όλοι παρατηρούν έκπληκτοι το πρόσωπο του Μάρτυρα να λάμπει ως ο ήλιος. Θεϊκό σημάδι. Λαμπυρίζει το πρόσωπό του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο αγωνοθέτης Κύριος του έχει έτοιμο τον στέφανο της νίκης και της αθανασίας. Έχει έτοιμο το στεφάνι για να τιμήσει τον γενναίο αθλητή. Οι άνθρωποι του Ιουδαϊκού Συνεδρίου και οι δικαστές γνώριζαν καλά τον Πρωτομάρτυρα, την αφοσίωσή του και τον αγώνα για τον Κύριο και το γεγονός ότι θαυματουργούσε. Ήθελαν να τον θανατώσουν, να απαλλαγούν από την παρουσία του. Αφού οι δικαστές άκουσαν τους στημένους μάρτυρες και τα χαλκευμένα τερατώδη ψέματα απευθύνεται προς τον Στέφανο ο αρχιερέας και τον ερωτά « είναι αληθινά, κατηγορούμενε, όσα καταγγέλλουν εναντίον σου οι μάρτυρες;» Ήθελαν να τηρήσουν τους τύπους, ενώ η απόφαση ήταν ειλημμένη. Με την ερώτηση αυτή προς τον Αρχιδιάκονο δίδεται η ευκαιρία στον αγωνιστή του Κυρίου να μιλήσει για πολλές αλήθειες. Στη αρχή αναφέρεται σε ιερά πρόσωπα, στον Μωυσή και στους άλλους Πατριάρχες του Ιουδαϊκού λαού και εκφράζει τον σεβασμό του στα πρόσωπα αυτά. Συγχρόνως καταγγέλλει και αποκαλύπτει ότι οι Ιουδαίοι πρόγονοί τους συμπεριφερθήκανε άσχημα με σκληρότητα, κακία και αγνωμοσύνη. Επιστρέφει την κατηγορία. Τους κατηγορεί ότι δεν σεβάστηκαν την προφητεία  για την έλευση του Ιησού Χριστού στην γη. Συλλάβανε και καταδικάσανε τον Κύριο σε θάνατο. Αποκαλύπτει ότι με κακόβουλο φρόνημα στρέφονται κατά των ευεργετών τους.

Καταπέλτης γίνεται ο Πρωτομάρτυρας προς το τέλος της απολογίας του. -Σκληροτράχηλοι και αναίσθητοι στην καρδιά και στ’ αυτιά σας. Εγωιστές και ισχυρογνώμονες, που βουλώνετε τα αυτιά στην πνευματική αλήθεια. Πάντοτε στέκεστε αντίθετοι, εχθρικοί στο Άγιο Πνεύμα, όπως και οι προγονοί σας. Ποιόν, αλήθεια, από τους προφήτες δεν καταδιώξανε οι πατέρες σας; Κι όχι μόνο τους καταδιώξανε αλλά και φόνευσαν εκείνους που προανήγγειλαν τον ερχομό του Μεσσία Χριστού. Και σ’ αυτόν τον ίδιο τον Χριστό, τον απόλυτα
αναμάρτητο και δίκαιο, εσείς έχετε γίνει προδότες και φονιάδες.
Γκρεμίζει το σαθρό κατηγορητήριο ο Πρωτομάρτυρας και από κατηγορούμενος μετατρέπεται σε φοβερό κατήγορο. Τους καταγγέλλει και αποδεικνύει ότι είναι εθελόκακοι, εθελότυφλοι και προφητοκτόνοι. Τους καταγγέλλει για φονικό μένος κι εναντίωση στο Άγιο Πνεύμα:
-Πάντοτε στέκεστε αντίθετοι, εχθρικοί στο Άγιο Πνεύμα, όπως και οι προγονοί σας, τονίζει. «Ὑμεῖς ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίω ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καί ὑμεῖς» (Πράξ. ζ΄51).

Η καταγγελία αυτή έλεγε προς τους δικαστές του ξέρω την απόφαση, γνωρίζω τι με περιμένει. Εσείς σκοτώσατε τόσους και τόσους προφήτες, σταυρώσατε τον Θεό και δεν θα διστάσετε να θανατώσετε τους μαθητές Του και τους Αποστόλους Του. Στην αρχή οι δικαστές του παρακολουθούν την διαδικασία ατάραχοι. Όσο προχωρά η απολογία χάνουν την ψυχραιμία τους και κυριεύονται από μίσος και μανία. Στο τέλος της απολογίας γίνεται ένα θαύμα. Ο Στέφανος βλέπει τους ουρανούς ανοικτούς και αναφωνεί γεμάτος χαρά: «Να, βλέπω ανοιγμένους τους Ουρανούς και τον Υιό του ανθρώπου να βρίσκεται στα δεξιά του Θεού!» Το συνέδριο ταράσσεται και φωνές μίσους και εκδίκησης ακούγονται. Γράφει σχετικά μ’ αυτό ο Λουκάς: «Κράξαντες φωνή μεγάλη συνέσχον τά ὦτα αὐτῶν» (Πράξ. ζ 57). Ορμούν όλοι εναντίον του και τον οδηγούν έξω από την πόλη με φωνές και βρισιές. Εκεί μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο του Συνεδρίου. Οι δήμιοι τον βασανίζουν, τον προπηλακίζουν. Άγριες φυσιογνωμίες τον περιβάλλουν και με άγριες διαθέσεις. Οι δήμιοι βγάζουν μέρος των ενδυμάτων τους για να λιθοβολούν πιο άνετα τον μάρτυρα. Ο Μάρτυρας του Χριστού προσεύχεται. Προσεύχεται και γι αυτούς που είναι έτοιμοι να τον συντρίψουν με άγριο λιθοβολισμό. Σε λίγο βροχή πέφτουν οι πέτρες καταπάνω του. Το σώμα του πληγώνεται, το αίμα τρέχει. Τον χτυπούν όλοι, σκληρά, ανελέητα. Καταματωμένος συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του και προσεύχεται: «Κύριε Ιησού, δέξαι τό πνεῦμα μου», ψιθυρίζει. Μιμείται ο Πρωτομάρτυρας τον Σωτήρα Χριστό που συγχώρεσε τους σταυρωτές Του και κράζει μεγαλόφωνα: «Κύριε, μή στήσης αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην!». Κύριε, μη καταλογίσεις σ’ αυτούς αυτή την αμαρτία. Μ’ αυτά τα τελευταία λόγια της συγγνώμης παραδίνει την αγία του ψυχή στον Βασιλέα Χριστό. «Και τούτο ειπών εκοιμήθη», γράφει ο ιερός Ευαγγελιστής. Ο Πρωτομάρτυρας εισέρχεται στην χορεία των μαρτύρων του Χριστού και στην αιώνια βασιλεία. Με το αίμα του πότισε το δένδρο της Ορθοδοξίας και άνοιξε τον χορό των μαρτύρων.

Ο λιθοβολισμός του Στεφάνου έγινε χωρίς την έγκριση της Ρωμαϊκής αρχής. Έγινε παρανόμως. Οι Ρωμαίοι δεν είχαν παραχωρήσει τέτοιο δικαίωμα, ποινής θανάτου, στο Συνέδριο των Ιουδαίων. Το άγιο σώμα του αγγελόμορφου Πρωτομάρτυρα το φρόντισαν και το ενταφίασαν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων που θρήνησαν το θάνατο του. Ο λιθοβολισμός του Πρωτομάρτυρα έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, τρία περίπου χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού. Ήτανε παρών σε αυτόν και ο νεανίας Σαύλος, ο μετέπειτα φλογερός Απόστολος του Χριστού Παύλος. Μετά τον λιθοβολισμό του Στεφάνου το ιουδαϊκό μένος στρέφεται αδιάκριτα εναντίον όλων των Χριστιανών των Ιεροσολύμων.          

 Σύμφωνα με τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ο πόθος του μαρτυρίου ανεβάζει το Χριστιανό σε αγγελικό αξίωμα. Ανοίγει τις πύλες των ουρανών. Και όταν οι πέτρες πέφτουν με οργή και σφοδρότητα στο νεανικό σώμα του Πρωτομάρτυρα εκείνος υπομένει καρτερικά και συγχωρεί. Γίνεται μιμητής του Χριστού.

Στίχος

Λόγων στεφάνοις, οἷα τιμίοις λίθοις, Στέφω Στέφανον, ὃν προέστεψαν

λίθοι.

Εἰκάδι λαΐνεος Στέφανον μόρος ἑβδόμῃ εἷλεν.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε


Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, απελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον

Ὁ Δεσπότης χθὲς ἡμῖν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει, καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει· χθὲς μὲν γάρ, ὁ Βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθη, σήμερον δέ, ὁ οἰκέτηςλιθοβολεῖται· δι᾽ αὐτὸν καὶ τελειοῦται, ὁ πρωτομάρτυςκαὶθεῖοςΣτέφανος.

Κάθισμα Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ

Ἀπόστολε Χριστοῦ, Διακόνων ὁ πρῶτος, Πρωτόαθλε σοφέ, τῶν Μαρτύρων ἀκρότης, ὁ κόσμου τὰ πέρατα, ἁγιάσας τοῖς ἄθλοις σου, καὶ τοῖς θαύμασι, ψυχὰς ἀνθρώπωνλαμπρύνας, τους τιμῶντάς σε, ῥῦσαι παντοίων κινδύνων, πανεύφημε Στέφανε.

                   Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ

Τὴν τοῦ Πνεύματος πηγήν, ἐν τῇ καρδίᾳ μυστικῶς, κεκτημένος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς ἀληθῶς, τῶν Ἰουδαίων ἀπήλεγξε τὴν αὐθάδειαν, καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς, τόν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἀναβλαστήσαντα, τῷ τῆς σοφίας καὶ χάριτος πληρώματι, πεπληρωμένος ὁ ἔνδοξος. Ἀλλ’ ὦ Τρισμάκαρ,τοὺς σὲ τιμῶντας,σῷζε θείαις πρεσβείαις σου.

Ὁ Οἶκος

Ὡς ἀστὴρ φαεινὸς σήμερον συνεξέλαμψε, τῇ Γεννήσει Χριστοῦ, ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος, ἀστράπτων καὶ φωτίζων τὰ πέρατα ἅπαντα, τῶν Ἰουδαίων μόνονἠμαύρωσε τὴν πᾶσαν δυσσέβειαν, σοφίας λόγοις τούτους διελέγξας, ἀπὸ τῶν Γραφῶν διαλεγόμενος, καὶ πείθων τούτους, τὸν γεννηθέντα ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦν, Υἱὸν αὐτόν εἶναι Θεοῦ, κατῄσχυνε τούτων τὴν ἀσεβῆ κακουργίαν, ὁ πρωτομάρτυς καὶ θεῖος Στέφανος.

Μεγαλυνάριον

Πρῶτος Διακόνων ἀναδειχθείς, πρῶτος τοῦ Δεσπότου, ἐχρημάτισας μιμητής· ὅθεν Ἀθλοφόρω, πρωτεύων Πρωτομάρτυς, τύπος αύτοῖς ἐγένου, πρώταθλε Στέφανε.

Η Αγία Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου κάθε έτος την 27η Δεκεμβρίου

 

Μυργιώτης  Παναγιώτης

Μαθηματικός

   










Carpe " Σφυρηλατώ..."

Woman Crossing the Sea on Stepping Stones  by Jill Battaglia

Αγναντεύω τα ερείπια,
τις λέξεις στους τοίχους.
Καταμεσής του χειμώνα
κρύβεται ο σπαραγμός.
Η νύχτα γδύθηκε
ατενίζει με αυθάδεια
τις δονήσεις της ψυχής.
Η λογική απαγορεύει
τους αισιόδοξους χρωματισμούς.
Μες στο χειμώνα
κλωθογυρίζει η άνοιξη,
στο χάος κρέμονται οι όμορφες στιγμές.
Οι ανάσες εναντιώνονται στο φόβο,
αντιμάχονται τα αδιέξοδα της λογικής.
Φιλώ την ομίχλη
των εσωτερικών μου τοπίων.
Πορεύομαι προς την έξοδο κινδύνου,
μια ησυχία αλλόκοτη καλύπτει
τα απογυμνωμένα μέλη.
Ρισκάρω ακούγοντας χρησμούς επικίνδυνους,
σφυρηλατώ τα βράδια με τους χτύπους της καρδιάς.

Carpe.