ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ( ΑΛΕΞΙΟΥ ) - ( 8 Μαρτίου 1881 - 17 Νοεμβρίου 1962)

 

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη (Ηράκλειο Κρήτης, 8 Μαρτίου 1881 - Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 1962) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και συγγραφέας.
Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση της Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της. 



ΚΕΙΜΕΝΑ 

Το άσχημο βασιλόπουλο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν.
Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
– Τί θα γίνει ο θρόνος μας σαν πεθάνομε; Ποιος θα κυβερνήσει το λαό μας; ποιος θα μας γεροκομήσει; Κανείς!
Και ήταν πάντα θλιμμένοι και απαρηγόρητοι.
Επειδή όμως ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, προσπαθούσαν να κρύβει ο ένας από τον άλλο τον καημό του.
Όταν η βασίλισσα έβλεπε θλιμμένο τον άντρα της, του έλεγε:
– Έχουν και τα παιδιά τα βάσανά τους, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Όποιος δεν έχει, τον παιδεύει ένας καημός, μα όποιος έχει, τον παιδεύουν πολλά. Λίγο το ’χεις να έχομε ένα παιδί, και όλο να μας κρατά ο φόβος μη μας αρρωστήσει και το χάσομε;
Και σα να λες ο βασιλιάς παρηγοριόταν.
Από μέσα της όμως αναστέναζε η βασίλισσα και συλλογιζόταν: «Άμα λείπει το παιδί από το σπίτι, όλα λείπουν. Το παιδί είναι το στολίδι του σπιτιού. Είναι ό,τι είναι το αηδόνι την άνοιξη, ό,τι είναι το λουλούδι στον κάμπο. Αν σωπάσει το αηδόνι και δεν ανθίσει το λουλούδι, τι θα είναι; Μια ερημιά θ’ απλωθεί στη γη. Έτσι είναι και το σπίτι δίχως το γέλιο του παιδιού».
Και πάλι, σαν έβλεπε ο βασιλιάς τη βασίλισσα κλαμένη και καταλάβαινε την αφορμή, της έλεγε:
– Αχ, βασίλισσά μου, καλά είναι τα παιδιά, μα να βγουν καλά και άξια· μα αν βγουν κακά και στραβοκέφαλα;
Και περνούσαν τα χρόνια.
Είχαν γεράσει πια οι βασιλιάδες, μα ο καημός τους δε γιατρευόταν. Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αχ, να είχαμε ένα παιδί! ήταν ο αναστεναγμός τους μέρα νύχτα.
Ώσπου, από τα πολλά τα παρακάλια, τους άκουσε κάποτε η Μοίρα τους και κίνησε να τους βρει.
Ήταν μια γριούλα καμπουριασμένη, με άσπρα μαλλιά, που ακουμπούσε στο ραβδάκι της και πήγαινε σιγά σιγά.
– Σας ακούω, τους είπε, χρόνια να παραπονιέστε, και είπα να σας κάμω τη χάρη. Έπειτα από ένα χρόνο θα έχετε ένα γιο.
Να το ακούσει αυτό το αντρόγυνο, πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του.
– Θα σας δώσω ένα γιο, εξακολούθησε η Μοίρα, μα απομένει να μου πείτε ποια χαρίσματα θέλετε να έχει. Ό,τι μου ζητήσετε, θα γίνει.
– Ναι είναι χίλια τα χρόνια του, και πάλι να μη λιγοστεύουν! είπε η βασίλισσα.
– Αυτό δε γίνεται, αποκρίθηκε η Μοίρα, μα όσο για πολύχρονος, θα είναι.
– Να γίνει παλικάρι! ζήτησε ο βασιλιάς. Να μη φοβάται τον κίνδυνο και ν’ αγαπά τη χώρα και το λαό του.
– Θα γίνει! έκαμε η Μοίρα.
– Να είναι καλός! παρακάλεσε η βασίλισσα. Η καρδιά του να είναι ανοιχτή σε όλους τους πόνους και τα βάσανα. Ν’ αγαπά τους ταπεινούς και τους δυστυχισμένους.
– Όλα όσα ζητήσατε θα του δοθούν. Τώρα εγώ πάω, θέλετε άλλο τίποτα;
– Καλή μας Μοίρα, όχι, δε ζητούμε τίποτ’ άλλο. Σαν είναι ο γιος μας πολύχρονος και γενναίος, άξιος και δοξασμένος, και ακόμη έχει πονετική καρδιά, τι άλλο θέλει;
– Καλά, είπε η Μοίρα κι έφυγε.
Μα δεν ήταν καλά καλά βγαλμένη από το παλάτι, και η βασίλισσα σηκώθηκε βιαστική κι έστειλε τρεχάτο έναν υπηρέτη να γυρίσει τη Μοίρα πίσω.
– Βασιλιά μου! κάμαμε ένα μεγάλο λάθος. Όλα τα ζητήσαμε για το γιο μας, και ένα, μπορεί το πιο καλύτερο, το ξεχάσαμε.
– Τι ξεχάσαμε; ρώτησε ο βασιλιάς ανήσυχος.
– Ξεχάσαμε να ζητήσομε να γίνει πεντάμορφο το βασιλόπουλο, σαν όλα τα βασιλόπουλα.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε η Μοίρα σιγά σιγά, ακουμπώντας στο ραβδάκι της.
– Καλή μας Μοίρα, έλεος! Ξεχάσαμε να δώσεις και την ομορφιά στο βασιλόπουλο, είπε η βασίλισσα.
– Βασιλιά και βασίλισσα, αποκρίθηκε η Μοίρα, αυτό που ζητάτε δε γίνεται. Ό,τι έγινε, έγινε. Το ριζικό του κλείστηκε πια και δεν αλλάζει.
Η βασίλισσα στα λόγια τούτα έβαλε τα κλάματα και ο βασιλιάς, μόλο που δεν έδινε και πολλή σημασία στην ομορφιά του κορμιού, ήταν και αυτός καταστενοχωρεμένος.
– Ακούστε, είπε η Μοίρα. Να προσθέσω δεν μπορώ πια τίποτα. Μπορώ όμως ένα χάρισμα, όποιο μου πείτε, να το αλλάξω με την ομορφιά.
Η βασίλισσα ώσπου ν’ ακούσει πάλι τούτη την καλοσύνη της Μοίρας, έπεσε στα γόνατά της και την ευχαριστούσε.
– Καλή μου Μοίρα! Καλή μας Μοίρα, έλεγε.
– Μα κάνετε γρήγορα, ξαναείπε η Μοίρα· ό,τι γίνει, να γίνει, γιατί με περιμένουν και αλλού. Ν’ αλλάξω τα πολλά χρόνια που του έδωσα με τη ομορφιά; Να γίνει πεντάμορφο μα λιγόχρονο;
Η βασίλισσα ανατρίχιασε, και ο βασιλιάς το ίδιο.
– Ο Θεός φυλάξει! φώναξαν και οι δυο μαζί.
– Ν’ αλλάξω την παλικαριά του με την ομορφιά;
– Όχι ποτέ! φώναξε ο βασιλιάς. Να γίνει φοβιτσιάρης; Και τότε, τι τη θέλει την ομορφιά;
Και συμφώνησε η βασίλισσα μαζί του.
– Ν’ αλλάξω τότε την καλοσύνη του με την ομορφιά· να είναι όμορφος, μα σκληρόκαρδος και άπονος.
– Όχι! όχι! χίλιες φορές όχι, έκαμε η βασίλισσα και έβαλε τα κλάματα.
Και ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος.
Τότε η Μοίρα, άμα είδε πόσος ήταν ο πόνος τους, τους ψυχοπόνεσε και τους μίλησε έτσι:
– Τούτο μπορώ να κάμω μόνο: Το παιδί σας μια φορά θα γίνει άσχημο. Μα η ασχήμια του θα είναι μαγεμένη. Όποιος το αγαπήσει το βασιλόπουλο, θα το βλέπει πεντάμορφο. Θα το βλέπει να έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όποιος το αγαπήσει, έτσι θα το βλέπει.
– Και γίνεται αυτό; ρώτησε το βασιλικό αντρόγυνο.
– Γίνεται. Δέχεστε;
– Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, και προσκυνούμε τα πόδια σου.
Κι έσκυψαν ίσαμε τη γη. Όταν σηκώθηκαν, δεν είδαν πια τη Μοίρα, είχε χαθεί από μπρος τους.
Και αλήθεια, κιόλας έπειτα από ένα χρόνο γεννήθηκε ένα παιδί πολύ άσχημο.
Αλλά ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα δεν το έβλεπαν πως ήταν άσχημο, γιατί ήταν παιδί τους και το αγαπούσαν. Έλεγε λοιπόν η βασίλισσα σκυμμένη απάνω από την κούνια του παιδιού:
– Είδες, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, η Μοίρα μάς χωράτεψε. Για να μας τρομάξει, μας είπε πως το παιδί μας θα γινόταν άσχημο.

– Αυτό βλέπω κι εγώ, απαντούσε ο βασιλιάς, και γελούσαν για το χωρατό της καλής Μοίρας.
Και το παιδί μεγάλωνε· και όσο μεγάλωνε, η ασχήμια του γινόταν πιο φανερή.
Αλλά κανείς δεν το έβλεπε. Γιατί όλος ο κόσμος το αγαπούσε το βασιλόπουλο. Και αυτό, γιατί το βασιλόπουλο ήταν καλό. Αγαπούσε όλο τον κόσμο, και όλο έκανε καλοσύνες.
Κανένας πια δεν πρόσεχε την ασχημιά του. Και όχι μόνον αυτό, παρά το έβρισκαν και όμορφο. Τόσο που η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα. Και η φήμη έλεγε πως είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
Όλοι το αγαπούσαν το βασιλόπουλο.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος πρώτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975) 

 Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης και Ελλη Αλεξίου, 1941

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ ( 16 Νοεμβρίου 1922 - 18 Ιουνίου 2010 )

 Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά


Αν  μου παράγγελναν να βάλω με σειρά προτεραιότητας την ευσπλαχνία, τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη, θα έδινα την πρώτη θέση στην καλοσύνη, τη δεύτερη στη δικαιοσύνη και την τρίτη στην ευσπλαχνία. Γιατί η καλοσύνη, από μόνη της, ήδη απαλλάσσεται από τη δικαιοσύνη και την ευσπλαχνία, γιατί η δίκαιη δικαιοσύνη περιέχει ήδη μέσα της αρκετή ευσπλαχνία. Η ευσπλαχνία είναι ό,τι απομένει όταν δεν υπάρχει ούτε καλοσύνη ούτε δικαιοσύνη. πηγή



O  Ζοζέ (Ιωσήφ) ντε Σόζα Σαραμάγκου (José de Sousa Saramago, 16 Νοεμβρίου 1922 - 18 Ιουνίου 2010), ήταν Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα έργα του, μερικά από τα οποία μπορούν να θεωρηθούν αλληγορικά, γενικά παρουσιάζουν ανατρεπτικές όψεις πάνω στα ιστορικά γεγονότα, δίνοντας έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα. Ο Σαραμάγκου κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Ίδρυσε το Εθνικό Μέτωπο για την Προάσπιση του Πολιτισμού (Λισσαβώνα, 1992) μαζί με τον Αρμίντο Φρέιτας-Μαγκαλιάες και άλλους. Ζούσε στο νησί Λανθαρότε των Κανάριων Νήσων της Ισπανίας.

Ο Σαραμάγκου ήταν εγγονός ακτημόνων χωρικών από το χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ριμπατέζου, 100 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισσαβώνας. Ο πατέρας του λεγόταν Ζοζέ ντε Σόζα και η μητέρα του Μαρία ντε Πιεδάδε. Το «σαραμάγκου», ένα άγριο ποώδες φυτό, το γνωστό άγριο ραδίκι, ήταν ψευδώνυμο της οικογένειας του πατέρα του, το οποίο ενσωματώθηκε τυχαία στο επώνυμό του κατά την επίσημη καταγραφή του στα μητρώα γέννησης. Το 1924, η οικογένεια Σαραμάγκου μετακόμισε στη Λισσαβώνα, όπου ο πατέρας του ξεκίνησε τη δουλειά του αστυνομικού. Μερικούς μήνες μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη Λισσαβώνα, ο μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια αδελφός του συγγραφέα, Φρανσίσκο, πεθαίνει.
Ο συγγραφέας περνούσε τις διακοπές του στο χωριό των γονιών του, Αζινιάγκα, μαζί με τους παππούδες του. Όταν ο παππούς του υπέστη σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά του και έπρεπε να πάει στη Λισσαβώνα για θεραπεία, ο Σαραμάγκου θυμάται: «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους αντίο μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Το να βλέπεις και να ζεις κάτι τέτοιο, λέει ο Σαραμάγκου, αν αυτό δε σε σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή σου, τότε δεν έχεις αισθήματα. Παρόλο που ο Σαραμάγκου ήταν καλός μαθητής, οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στο κλασικό γυμνάσιο και έτσι ο Ζοζέ τελειώνοντας το δημοτικό γράφτηκε στην ηλικία των 12 σε τεχνικό γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για δύο χρόνια ως μηχανικός αυτοκινήτων. Αργότερα ξεκίνησε να εργάζεται σε εκδοτική επιχείρηση όπου και συνέχισε ως μεταφραστής και έπειτα ως δημοσιογράφος. Υπήρξε διευθυντής έκδοσης της εφημερίδας Diário de Notícias, θέση που αναγκάστηκε να αφήσει μετά τα πολιτικά γεγονότα του 1974-75 (Επανάσταση των Γαρυφάλλων) και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας στην Πορτογαλία, ελεγχόμενης όμως από τη συντηρητική παράταξη. Μετά από μια περίοδο εργασίας ως μεταφραστής, ήταν έτοιμος να συντηρήσει τον εαυτό του ως συγγραφέας. Στην προσωπική του ζωή ο Σαραμάγκου παντρεύτηκε το 1944 την Ίλντα Ρέις. Το μοναδικό τους παιδί, η Βιολάντε, γεννήθηκε το 1947. Το 1988, ο συγγραφέας παντρεύτηκε την αρκετά νεότερή του Ισπανίδα δημοσιογράφο Πιλάρ δελ Ρίο, η οποία είναι και η επίσημη μεταφράστρια των βιβλίων του στα ισπανικά.

Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν η "Γη της Αμαρτίας" (1947), εκδοθέν μεσούσης της δικτατορίας του Αντόνιο Σαλαζάρ, το οποίο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση όταν η έκδοση του μυθιστορήματος «Το Χρονικό του Μοναστηριού» έθελξε την προσοχή του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Ο Σαραμάγκου υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το 1969 ως το θάνατό του,ενώ ήταν επίσης άθεος,και όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, πεσιμιστής. Οι απόψεις του προκάλεσαν αξιοσημείωτη αμφισβήτηση στην Πορτογαλία, ειδικά μετά την έκδοση του μυθιστορήματος "Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον". Μέλη της Καθολικής Κοινότητας της χώρας εξοργίστηκαν με την παρουσίαση του Ιησού από τον συγγραφέα ως σφαλερού ανθρώπινου όντος. Η τότε συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας απέρριψε την υποψηφιότητά του για το ΕυρωπαΪκό βραβείο Λογοτεχνίας, διατεινόμενη ότι το έργο αυτό προσέβαλλε την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της. Ως αποτέλεσμα, και για να ξεπεράσει τη στενοχώρια του, ο συγγραφέας και η γυναίκα του μετακόμισαν στο Λανθαρότε, νησί του συμπλέγματος των Καναρίων Νήσων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το 2006, υπέγραψε μια δήλωση μαζί με άλλους διανοούμενους καταδικάζοντας αυτό που χαρακτηρίζει ως "πολύχρονη στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική πρακτική της οποίας ο πολιτικός σκοπός δεν είναι τίποτα λιγότερο παρά η εξολόθρευση του Παλαιστινιακού Λαού". Στις Ευρωεκλογές του 2009 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής, δεν κατόρθωσε όμως να εκλεγεί.



Λογοτεχνικά θέματα και τεχνοτροπία

Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου συχνά πραγματεύονται φανταστικά σενάρια, όπως αυτό στο μυθιστόρημά του "Η Πέτρινη Σχεδία" (1986), στο οποίο η Ιβηρική Χερσόνησος μετά από μία ρωγμή στα Πυρηναία, αποσπάται από την υπόλοιπη Ευρώπη και πλέει στον Ατλαντικό Ωκεανό. Στο μυθιστόρημά του "Περί Τυφλότητος" (1995), μια ολόκληρη απροσδιόριστη χώρα έχει πληγεί από μια μυστήρια μάστιγα "λευκής τυφλότητας", με διαρκώς αυξανόμενα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης στον πληθυσμό.
Χρησιμοποιώντας τέτοια ευφάνταστα θέματα και σχήματα, ο Σαραμάγκου καταπιάνεται με το υλικό του με ενσυναίσθηση και ευαισθησία για την κατάσταση των ανθρώπων και την απομόνωση της σύγχρονης αστικής ζωής. Οι χαρακτήρες του αγωνίζονται έντονα για την ανάγκη τους να συνδεθούν μεταξύ τους, να σφυρηλατήσουν σχέσεις και δεσμούς κοινότητας, καθώς και για την ανάγκη τους για ιδιαιτερότητα, ατομικότητα, όπως και να βρουν νόημα και αξιοπρέπεια έξω από πολιτικές και οικονομικές δομές. Ο κριτικός Λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ θεωρεί τον Σαραμάγκου τον δεύτερο σημαντικότερο λογοτέχνη εν ζωή παγκοσμίως, πίσω μόνο από τον Φίλιπ Ροθ, αλλά άσκησε κριτική στη σύγκριση συνθηκών που έκανε ο Σαραμάγκου μεταξύ Παλαιστινιακών Εδαφών και Κολαστηρίου του Άουσβιτς, χαρακτηρίζοντάς τον "Πορτογάλο σταλινιστή".
Το πειραματικό στυλ του Σαραμάγκου συχνά χαρακτηρίζεται από μακριές προτάσεις, κατά περιπτώσεις περισσότερο από μια σελίδα σε μάκρος. Χρησιμοποιεί περιόδους. Πολλές από τις παραγράφους του εκτείνονται για σελίδες χωρίς παύση για διάλογο, τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να μην οροθετεί με εισαγωγικά. Όταν ο ομιλητής αλλάζει, ο Σαραμάγκου σηματοδοτεί αυτή την αλλαγή αρχίζοντας με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης που αναφέρει ο νέος ομιλητής. Στο μυθιστόρημά του "Περί Τυφλότητος", ο συγγραφέας εγκαταλείπει ολοκληρωτικά τη χρήση κύριων ονομάτων χρησιμοποιώντας εναλλακτικώς, μοναδικά χαρακτηριστικά για να αναφερθεί και προσδιορίσει τους χαρακτήρες.https://el.wikipedia.org



Ποίημα { Aς ιδιωτικοποιηθούν  τα πάντα.....}
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, 
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, 
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, 
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων 
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. 
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου. 
Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα τη μάνα που σας γέννησε.
http://www.filosofia.gr/


Το  παρακάτω κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου το Τελευταίο τετράδιο, το οποίο περιέχει κείμενα που έγραψε ο συγγραφέας στο blog του.

“Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια... όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος. Θα έπρεπε, επομένως, να είναι εύκολο για τον καθένα να επιλέξει ανάμεσα στην πλευρά της αλήθειας και στην πλευρά του ψεύδους, ανάμεσα στον ανθρώπινο σεβασμό και στην ασέβεια προς τον άλλον, ανάμεσα σε αυτούς που είναι με τη ζωή και αυτούς που είναι εναντίον της. Δυστυχώς, τα πράγματα δε συμβαίνουν πάντα έτσι. Ο προσωπικός εγωισμός, το βόλεμα, η έλλειψη γενναιοδωρίας, οι μικρές δειλίες της καθημερινότητας, όλα αυτά συνεισφέρουν σε μια ολέθρια μορφή πνευματικής τυφλότητας, να βρισκόμαστε δηλαδή στον κόσμο και να μη βλέπουμε τον κόσμο, ή να βλέπουμε από αυτόν ότι, ανά πάσα στιγμή, τείνει να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά να έρθει η συνείδηση και να μας ταρακουνήσει επειγόντως από το μπράτσο και να μας ρωτήσει εξ επαφής: “Πού πας; Τι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;”. Μια εξέγερση ελεύθερων συνειδήσεων θα χρειαζόμασταν. Είναι άραγε εφικτό;”



Περί τυφλότητας (απόσπασμα)

Υπάρχει άραγε εξουσία , είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.

Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα βρε αδερφέ και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού.

Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος.
Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη,γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’αυτό και την κυρά του.
Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα, έστω δύο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο, βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν και αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς.
Σε μια χώρα – συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά – όπου οι τυφλοί πολλαπλασιάζονται όσο δίνονται συντάξεις αναπηρίας και κατορθώνουν οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα;


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ "Δολοφονίες"

 


Ποίηση: Θεοχάρης Παπαδόπουλος Απαγγελία-Σκηνοθεσία-Βίντεο επεξεργασία: Ανδριάνα Μπιρμπίλη


Δολοφονίες


Στον τόπο μου πολτοποιούν βιβλία.
Λένε τη γνώση άχρηστη
χρήσιμα τα λεφτά.
Οι τράπεζες να φαν' καλά
κι ο κόσμος ας πεινάσει.

Στον τόπο μου δολοφονούν γυναίκες.
Ας πρόσεχαν πως ντύνονται
γιατί να προκαλούν;
Εκείνοι που τις σκότωσαν
ήταν καλά παιδιά,
φιλήσυχοι πολίτες.

Στον τόπο μου σκοτώνουνε τον διαφορετικό.
Ντύνεται σαν γυναίκα ο ανώμαλος
θέλει κι εμάς να κάνει σαν κι εκείνον.

Μου λένε να φύγω μακριά,
να φτιάξω τον κόσμο τον δικό μου
σε κάστρο να περιχαρακωθώ
εγώ να 'μαι καλά
να μην με νοιάζουν άλλοι.
Μα μέσα μου πονάει μια πληγή
για κάθε Ζακ,
για κάθε Δήμητρα,
για κάθε Καρολάιν κι Ελένη.

Κι αφού ν' αλλάξω κόσμο δεν μπορώ
παλεύω για ν' αλλάξω αυτόν τον κόσμο.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ







Carpe " Αφομοιώνομαι..."



Λόγια ακατάληπτα
καθώς εκτινάσσονται
μέσα σου οι πόθοι.
Για μια στιγμή
προσεγγίζω τη μαγεία.
Στέκομαι πάνω απ'το ακάλυπτό σου σώμα
απολαμβάνοντας μια ανεπανάληπτη αίσθηση,
τη μοναδική απόλαυση της αφής.
Αφομοιώνομαι σε δυο μάτια χλωμά.
Σφίγγεσαι ελαφριά πάνω μου,
μια μικρή παύση
πριν την απόκρυφη ανταμοιβή.
Μακρόσυρτες κραυγές συνοδεύουν
δύο κορμιά που πάλλονται.
Περιεργάζομαι σιωπηλός την ομοιότητά σου με το τέλειο.

Carpe.








Τζόρτζια Ο'Κιφ - Georgia O'Keeffe ( 15 Νοεμβρίου, 1887 – 6 Μαρτίου 1986 )

 

Η Τζόρτζια Ο'Κιφ , Σαν Πρέρι (Sun Prairie), Ουισκόνσιν, ΗΠΑ, 15 Νοεμβρίου, 1887 – Σάντα Φε, Νέο Μεξικό, ΗΠΑ, 6 Μαρτίου, 1986 ήταν Αμερικανίδα ζωγράφος.
Η Τζόρτζια Ο'Κιφ είναι γνωστή για τα τοπία της και τους πίνακες λουλουδιών της ερήμου, που συχνά ερμηνεύονται σαν σύμβολα γιονί. Χαρακτηριστικά του ύφους της είναι τα τονισμένα περιγράμματα και οι λεπτές τονικές μεταβάσεις, που συχνά μετασχημάτιζαν το θέμα σε μια γεμάτη δυναμική αφηρημένη εικόνα.
Σπούδασε ζωγραφική στο Ίδρυμα Τέχνης του Σικάγου και στο Art Students League της Νέας Υόρκης. Στο 1914 άρχισε να διδάσκει σε δημόσια σχολεία στο Αμαρίλλο (Amarillo) του Τέξας. Στο 1916 ξεκίνησε να διδάσκει στο κολέγιο Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας.

O'Keeffe and Stieglitz 
Ενώ ήταν στη Νότια Καρολίνα, ένας φίλος της έδειξε κάποια σχέδιά της στον φωτογράφο και γκαλερίστα Άλφρεντ Στίγκλιτς (Alfred Stieglitz). Εντυπωσιασμένος από τα σχέδια, ο Στίγκλιτς άρχισε τις διαπραγματεύσεις με την Ο'Κιφ για να διοργανώσει έκθεση των έργων της και τελικά εκείνη τού επέτρεψε να εκθέσει μερικά. Ο Στίγκλιτς εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα με τις αποδόσεις τοπίων της αμερικανικής Δύσης.
Το 1916 ο Στίγκλιτς φρόντισε για την μετακόμιση της Τζόρτζια Ο'Κιφ στη Νέα Υόρκη και της εξασφάλισε ένα σπίτι. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ο'Κιφ και ο Στίγκλιτς ερωτεύτηκαν, πράγμα που οδήγησε τον τελευταίο στο διαζύγιο. Το 1924 η Ο'Κιφ και ο Στίγκλιτς παντρεύτηκαν.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Νέα Υόρκη η Ο'Κιφ δημιούργησε πολλά έργα ζωγραφικής, μεταξύ αυτών και εικόνες από κτήρια της Νέας Υόρκης. Με τις διασυνδέσεις του Στίγκλιτς στην καλλιτεχνική κοινότητα της Νέας Υόρκης, το έργο της Ο'Κιφ έγινε ιδιαιτέρως γνωστό. Ωστόσο η ίδια κουράστηκε από την ζωή στην Νέα Υόρκη και άρχισε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στην Δύση. Ο Στίγκλιτς, πολλά χρόνια μεγαλύτερός της και με συχνά προβλήματα υγείας, δεν μπορούσε να ταξιδεύει μαζί της. Έτσι, τα ταξίδια της στην Δύση τής έδωσαν την μοναξιά που χρειάζονταν για να αφοσιωθεί στην τέχνη της.
Η Ο'Κιφ πέρασε πολλά χρόνια στο Τάος (Taos) του Νέου Μεξικού, και από το 1946, την χρονιά που πέθανε ο Στίγκλιτς, μετακόμισε μόνιμα εκεί. Έζησε ανάμεσα στο Τάος και την Σάντα Φε μέχρι το τέλος της ζωής της το 1986. Το σπίτι της ήταν στο Αμπικούιου (Abiquiu) του Νέου Μεξικού.
Portrait photograph of Georgia O'Keeffe — by Alfred Stieglitz in 1918
Oriental Poppies-1928


Abstraction White Rose - 1927 


Blue and Green Music -  1919-21 


Jimson Weed/White Flower No. 1932 

Jimson Weed 3

  Music Pink and Blue, 1918

 Hibiscus and Plumeria, (1939)


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΜΑΝΟΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ( 15 Νοεμβρίου 1883 – 20 Απριλίου 1959 )

 

Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους.

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης υπήρξε έλληνας γλωσσολόγος και ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, οργάνου του εκπαιδευτικού δημοτικισμού με μεγάλη συμβολή στα εκπαιδευτικά προγράμματα των κυβερνήσεων υπό τονΕλευθέριο Βενιζέλο και συγγραφέας της «Νεοελληνικής Γραμματικής». Κληροδότησε την πνευματική και υλική του περιουσία- ανάμεσά της και την τεράστια βιβλιοθήκη του- στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ιδρύοντας (1959) το Ίδρυμα που φέρει το όνομά του και το οποίο συνεχίζει με σημαντικά δημοσιεύματα και άλλες δραστηριότητες την «καλλιέργεια και την αξιοποίηση της δημοτικής γλώσσας και την προαγωγή της παιδείας του ελληνικού λαού» κατά την επιθυμία του δωρητή.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, υπό το κράτος της οικογενειακής πίεσης, γράφτηκε αρχικά στη φυσικομαθηματική σχολή, για να αλλάξει εντελώς κατεύθυνση μετά από ένα χρόνο και να στραφεί στη φιλοσοφική σχολή και τις συναφείς θεωρητικές σπουδές. Κατόπιν μετέβη στη Γερμανία, προκειμένου να ακολουθήσει παιδαγωγικές σπουδές. Εντέλει τον έλκυσε η Γλωσσολογία, για την οποία εκπόνησε διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του Καρλ Κρουμπάχερ.
Πριν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα, καταπιάστηκε με τη δημιουργία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που κατόρθωσε να προβάλλει τηδημοτική γλώσσα ως σύμβολο μιας γλωσσικής επανάστασης με πολιτικές προεκτάσεις. Το 1917 ο Τριανταφυλλίδης μαζί με τονΔελμούζο καλούνται από την κυβέρνηση Βενιζέλου να εκδώσουν τα πρώτα σχολικά βιβλία στη δημοτική, μια μεταρρύθμιση που θα διακοπεί βίαια το 1920, μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου με προτροπή μάλιστα της σχετικής Επιτροπείας της κυβέρνησης Γούναρη στην έκθεσή της «να πεταχτούν τα βιβλία έξω από τα σχολεία και να καούν στην πυρά».



Ο Τριανταφυλλίδης μετέβη και πάλι στη Γερμανία το 1920, για να επιστρέψει το 1923, επί Πλαστήρα, προκειμένου να διδάξει στηνΠαιδαγωγική Ακαδημία. Αργότερα έγινε ένας από τους πρώτους καθηγητές του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μαζί με καθηγητές όπως ο Γιάννης Αποστολάκης, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Αυτή την ιδεολογική ελευθερία που απλόχερα του πρόσφερε το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, την αρνήθηκε τρις το πανεπιστήμιο Αθηνών και η Ακαδημία Αθηνών, υπό το κράτος του γλωσσολογικού συντηρητισμού της αθηναϊκής φιλοσοφικής σχολής και ιδιαίτερα του τμήματος κλασικής φιλολογίας, που εκείνη την εποχή δεχόταν την ιδεολογική επίδραση του καθηγητή και αργότερα ακαδημαϊκούΙωάννη Σταματάκου. Ο Σταματάκος στη σχετική του εισήγηση λίγο-πολύ περιγράφει τον Μ. Τριανταφυλλίδη ως εγκληματία.
Το 1934 παραιτήθηκε από την καθηγητική του ιδιότητα και επέστρεψε στην Αθήνα, ασχολούμενος αποκλειστικά με τη συγγραφή του έργου του Ιστορική Εισαγωγή, του θεμέλιου πάνω στο οποίο συντάχθηκε αργότερα η Νεοελληνική Γραμματική. Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης πέθανε το 1959 στην Αθήνα. Η περιουσία του βάσει διαθήκης κληροδοτήθηκε στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και με αυτήν δημιουργήθηκε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη




Ιδεολογία 


Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης διαμόρφωσε νωρίς τη δική του ιδιότυπη γλωσσική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να επιτευχθεί η πνευματική επανάσταση στην ελληνική πραγματικότητα, χρειάζεται να απαλλαγεί ο λαός από την καθαρεύουσα, τη γλώσσα της αρχαιομανίας, όπως την οριοθετεί και να διδαχθεί τη δημοτική ως ζωντανή, αληθινή γλώσσα της προόδου.
Ανάμεσα στις συγκρουόμενες σοσιαλιστικές και φιλελεύθερες ιδεολογίες, η πρότασή του υπήρξε η αποσύνδεση της εκπαίδευσης από το Γλωσσικό ζήτημα, προβλέποντας ότι οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις του γλωσσικού ζητήματος θα επισκίαζαν τις ανάγκες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Παίρνοντας αποστάσεις από την ορμητική μερίδα των δημοτικιστών με τις ακραίες ψυχαρικές θέσεις, πρότεινε μια γλώσσα μεικτή, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά από τον Ψυχάρη και χαρακτηρίστηκε συντηρητικός από τον Δελμούζο.
Ο Τριανταφυλλίδης θεωρείται πως αποτίμησε θετικά την προσπάθεια του Κοραή για τη δημιουργίας μιας κοινής Νεοελληνικής, παρά την αντίθεση του Ψυχάρη και άλλων δημοτικιστών της εποχής του. Αντίθετα από τον Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης «αντιλήφθηκε τη δυναμική παράδοση του δημοτικισμού ανεξάρτητα από τις εκάστοτε γλωσσικές επιλογές [...] Προσεγγίζοντας τον κοραϊσμό έξω από το αυστηρό σχήμα του Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης κατέστησε δυνατή την ένταξη του Κοραή στο στρατόπεδο του δημοτικισμού»
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, εισάγοντας ουσιαστικά νεοτερισμό στην εποχή του, ενδιαφέρθηκε επίσης για τη συστηματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε οµογενείς και ξενόγλωσσους, τη μετάβαση δηλαδή από τη διδασκαλία της Ελληνικής ως µητρικής γλώσσας στη διδασκαλία της Ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας.



ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ 


1.Μόνον ύστερα από εσωτερικόν αγώνα, αφού βρήκα, μαζί με τη γλωσσική μου έκφραση, τον εαυτό μου, δεν άργησα να καταλάβω πως όχι μόνο δεν υπάρχει φόβος με τη δημοτική να χαλαρώσομε, ή να χάσομε ως έθνος τη γλώσσα μας, την έκφρασή μας, τον εαυτό μας, τη θρησκεία μας, παρά ίσια ίσια ότι στη δημοτική και με τη δημοτική βρίσκομε και αποκρυσταλλώνομε την αληθινή εθνική μας γλώσσα και μαζί με αυτή τον εθνισμό μας και την πραγματικά γόνιμη και ελεύθερη ένωση με όλους τους ομοεθνείς, την ιστορία μας και με τους αρχαίους.
2.Δημοτικισμός είναι η λογοτεχνική, πνευματική, εκπαιδευτική και κοινωνική κίνηση που μας ζητεί να εργαστούμε για ν’ αποχτήσομε και εμείς κάτι που δεν έχομε και που το έχουν σήμερα όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης, το πρώτο και σημαντικότατο γνώρισμα για κάθε έθνος με σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό: κοινή εθνική γλώσσα, που ολόκληρο το έθνος να μπορεί να τη γράφει και να την αισθάνεται και να τη μιλεί και να την έχει όργανο στη μόρφωσή του και στην πνευματική του ζωή. 
3.Ο δημοτισμός αξιώνει η γλώσσα του λαού μας, που έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας μας, ν’ αναγνωριστεί και από την παιδεία μας, και να υψωθεί σε όργανό της. Ζητεί να θεμελιωθεί ηπαιδεία μας στη ζωντανή μας γλώσσα, στους λαογραφικούς και άλλους λογοτεχνικούς θησαυρούς τούς αποταμιευμένους σ’ αυτή, και σε όλα τα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής ζωής, καθώς διαμορφώθηκε με την ιστορική εξέλιξη του έθνους μας. 
4. Μια γλώσσα δεν μπορεί παρά ν’ ανανεώνεται σιγά σιγά, αν είναι να μένει ζωντανή έκφραση, και μόνο με το σωστό συγκερασμό κάθε φορά της νέας ζωής με τα χτεσινά και τα περασμένα είναι δυνατό να φυλαχτεί γόνιμη κάθε κληρονομιά. 













ΚΛΩΝΤ ΜΟΝΕ

 

Impression, soleil levant, 1872, ελαιογραφία



    Ο Κλωντ Μονέ (Claude Oscar Monet, 14 Νοεμβρίου 1840 - 5 Δεκεμβρίου 1926) ήταν Γάλλος ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του ιμπρεσιονισμού. 


Suzanne Reading and Blanche Painting by the Marsh at Giverny, 1887



    Γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 14 Νοεμβρίου του 1840. Ο πατέρας του, ήταν εύπορος έμπορος της εποχής, που διακινούσε προμήθειες πλοίων. Το 1845, η οικογένεια του μετακόμισε στη Χάβρη, που αποτελούσε σημαντικό λιμάνι, στις όχθες τουΣηκουάνα. Το 1858 γνωρίστηκε με τον Ευγένιο Μπουτίν, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρώτους δασκάλους του Μονέ και τον ενθάρρυνε να ζωγραφίσει την ύπαιθρο, σύνηθες θέμα για ζωγράφους εκείνης της περιόδου. Τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετική Ακαδημία(Academie Suisse) και ήρθε σε επαφή με έργα σημαντικών ζωγράφων επισκεπτόμενος το Μουσείο του Λούβρου. Παράλληλα, γνώρισε τον Καμίλ Πισαρό και τον Γυστάβ Κουρμπέ.

Coquelicots, 1873



Την περίοδο 1860-1862, επιστρατεύτηκε και ταξίδευσε στην Αλγερία. Λόγω προβλήματος της υγείας του, κατάφερε να απολυθεί από το στρατό περίπου το 1862, ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται πως διαδραμάτισε και η θεία του, η οποία μάλιστα υποχρέωσε τον Μονέ να παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής σε κάποιο πανεπιστήμιο. Ο ίδιος ο Μονέ, απέφυγε να εγγραφεί σε κάποιο πανεπιστήμιο, ωστόσο παρακολούθησε μαθήματα, για περίπου δύο χρόνια, στο ατελιέ του Σαρλ Γκλαίρ (Charles Gleyre), όπου συνδέθηκε φιλικά και με τους Ρενουάρ, Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλευ. Ο τελευταίος μάλιστα, απεικονίζεται σε όλες τις μορφές τού πίνακά του "Πικ-Νικ". Πέρα από τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, μοιράζονταν κοινές ιδέες για τη ζωγραφική, οι οποίες αργότερα θα μετουσιώνονταν στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού.


"Woman with a Parasol - Madame Monet and Her Son", 1875


    Το 1870 παντρεύτηκε την Καμίλ Ντονσιέ, με την οποία συζούσαν και είχανε ήδη ένα γιο, τον Ζαν. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου βρήκε καταφύγιο στο Λονδίνο, προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στη Γαλλία και το 1874συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της ομάδας των Ιμπρεσιονιστών στο Παρίσι, με τον πίνακα του Impression, soleil levant (Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος). Ο τίτλος του πίνακα του Μονέ, ενέπνευσε τον κριτικό τέχνης Louis Leroy στην χρήση του όρου Ιμπρεσιονισμός(Impressionism) για πρώτη φορά.

Adresse

    Το 1879 πέθανε η σύζυγός του, αφήνοντάς του δυo παιδιά. Τον Απρίλιο του 1883 μετακόμισε στο Ζιβερνύ (Giverny), ένα χωριό στον ποταμό Επτ, μόλις 65 χλμ μακριά από τη πρωτεύουσα. Εκεί έζησε με την Αλίς Οσεντέ, ερωμένη του από πολλά χρόνια πριν, με την οποία παντρεύτηκαν το 1891. Στις δεκαετίες του 1880 και του 1890, ο Μονέ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σειρές πινάκων, όλοι βασισμένοι σε ένα κοινό θέμα, το οποίο όμως απέδιδε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική τεχνοτροπία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πίνακες του, που απεικονίζουν τον προσωπικό του κήπο, στην οικία του στο Ζιβερνύ. Το διάστημα 1883-1908, ταξίδεψε στη Μεσόγειο, γεγονός που τον ενέπνευσε για την δημιουργία μιας σειράς τοπίων.
Beach



    Το 1908 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την όρασή του, αναπτύσσοντας καταρράκτη στα μάτια του. Τελικά υποβλήθηκε επιτυχώς σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, το 1926, σε ηλικία 86 ετών στο Ζιβερνύ, ως πλούσιος και αναγνωρισμένος ζωγράφος.ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 


Σπάνιο φιλμ του 1915 με τον Μονέ και τον Ρενουάρ

Όταν μια ομάδα Γερμανών διανοουμένων εξέδωσε ένα μανιφέστο μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου όπου υπερηφανεύονταν για την ανωτερότητα του γερμανικού πολιτισμού, ο Guitry εξαγριώθηκε. Ως πράξη πατριωτισμού αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία με τους μεγάλους άνδρες και γυναίκες των τεχνών της Γαλλίας.
Η διάρκειας 22 λεπτών ταινία-ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής, κυκλοφόρησε με τον τίτλο Ceux de Chez Nous και καταγράφει κάποια απ' αυτά τα πρόσωπα: τον Ρενουάρ με τα χέρια παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα να ζωγραφίζει, τον Μονέ μέσα στον κήπο του, τον Ανατόλ Φρανς ενώ τακτοποιεί τη βιβλιοθήκη του, κ.ά. Υπήρξε η αφετηρία της κινηματογραφικής του διαδρομής του.
Τραβήχτηκε το καλοκαίρι του 1915, εμφανίζεται ο Γάλλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος Κλωντ Μονέ σε ηλικία 74 χρονών. Δεν ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής του Μονέ μιας και η δεύτερη σύζυγός του και ο μεγαλύτερος γιος του μόλις είχαν πεθάνει τα προηγούμενα χρόνια και η όρασή του είχε σταδιακά χειροτερέψει λόγω του καταρράκτη.
Όμως, παρά τις συναισθηματικές και σωματικές οπισθοδρομήσεις του, ο Μονέ σύντομα θα ανέκαμπτε, κάνοντας την τελευταία δεκαετία της ζωής του (πέθανε το 1926 σε ηλικία 86 χρονών) μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδο κατά την οποία ζωγράφισε πολλές από τις πιο διάσημες μελέτες του για τα νούφαρα.
Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Guitry και τον Μονέ να συνομιλούν. Στη συνέχεια, ο Μονέ ζωγραφίζει σε ένα μεγάλο καμβά δίπλα σε μια λιμνούλα με νούφαρα.



Etretat

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/