ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ( ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΤΕΧΝΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ)

 


Arrivals 5 by David Palmer

Φιλίππο Τομμάζο Μαρινέττι  - ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ ΜΟΥ


Ορμητικέ θεέ, μιας ατσάλινης φυλής,
μεθυσμένο αυτοκίνητο του διαστήματος
που ποδοκροτείς και τρέμεις από αγωνία
ροκανίζοντας το χαλινάρι με τα δόντια να τρίζουν...
Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό,
με μάτια σιδηρουργείου,
θρεμμένο με φλόγα και λάδια ανθρακικά
που δεν χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες...
Ελευθερώνω την καρδιά σου που βροντά διαβολικά
ελευθερώνω τις γιγάντιες σαμπρέλες σου,
για το χορό που εσύ ξέρεις να χορεύεις
διασχίζοντας τους λευκούς δρόμους όλου του κόσμου!...
Χαλαρώνω επιτέλους
τα μεταλλικά σου ηνία,
κι εσύ ορμάς με ηδονή
μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή!
Στο ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου
ο ήλιος σ’ ακολουθεί στη δύση του
επιταχύνοντας στον ορίζοντα,
το αιμόφυρτο καρδιοχτύπι του...
Κοίταξε, πώς καλπάζει, πέρα, στα βάθη των δασών!...
Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμονα;
Εγώ είμαι στην εξουσία σου!... Πάρε με!... Πάρε με!...
Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη
από πολυφωνικούς ήχους·
κάτω απ’ τον τυφλωμένο ουρανό, κι ας είν’ γεμάτος άστρα,
πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο και τον πυρετό μου,
μαστιγώνοντάς τους με δυνατά σπαθίσματα.
Και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι
και νιώθω στο λαιμό
μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια
χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα...
Είναι τα χέρια τα δικά σου, μαγευτικά και μακρινά
που με τραβούν, κι ο άνεμος
είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή,
ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ’ απορροφάς!...
Α! Α! βλέπω ξάφνου ανεμόμυλους
μαύρους, βραδυκίνητους,
που μοιάζουν να τρέχουν στα πάνινα σπονδυλωτά φτερά τους
σαν σε μακριά πόδια...

Τα βουνά ετοιμάζονται να πετάξουν
στη φυγή μου μανδύες αργοσάλευτης δροσιάς,
εκεί, σ’ εκείνη την αποτρόπαια στροφή...
Βουνά! Τερατώδη αγέλη από Μαμούθ
βαριά καλπάζετε, σκύβοντας
τις πελώριες κορυφές σας,
προσπερνάτε, τυλιγμένα
στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης!
Κι ακούω ν’ αντηχεί ακαθόριστος ο θόρυβος
που αποτυπώνουν στους δρόμους
οι μυθικές εφτά λεύγες μπότες
των κολοσσιαίων ποδιών σας...
Ω βουνά με τους δροσερούς γαλάζιους μανδύες !...
Ω ποτάμια όμορφα που αναπνέετε
ευτυχισμένα στο σεληνόφως !
Ω σκοτεινές πεδιάδες!... Σας προσπερνώ τρέχοντας!...
Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!
Αστέρια! αστέρια μου! ακούτε
τη βιασύνη των βημάτων του;...
Ακούτε τη φωνή του, που θρυμματίζει η οργή...
την εκρηκτική φωνή του, που ουρλιάζει, ουρλιάζει...
και τη βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του
που καταρρέουν ορμητικά
ατέλειωτα;...
Δέχομαι την πρόκληση, ω άστρα μου!...
Πιο γρήγορα!... Ακόμη πιο γρήγορα!...
Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!...
Άφησε τα φρένα! Δεν μπορείς;
Σπάστα, λοιπόν,
ώστε ο σφυγμός της μηχανής να εκατονταπλασιάσει την ορμή του!

Ζήτω! Μακριά απ’ αυτή την ακάθαρτη γη!
Ξεφεύγω, τέλος, κι ευκίνητα πετώ,
πάνω απ’ το μεθυστικό ποτάμι των άστρων
που πλημμυρίζει το μεγάλο κρεβάτι τ’ ουρανού!
μτφρ. Μαρία Στεφανοπούλου

http://ebooks.edu.gr/



Arrivals 4 by David Palmer


Κωστής Παλαμάς - Το αεροπλάνο

Τόλμα να πλανάς τον εαυτό σου
και όνειρα να πλέκεις.
Schiller


Ο ΑΝΤΡΑΣ

Όσο γνωρίζεις πιο καλά, τόσο αγαπάς πιο πλέρια.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Όσο και πιο πολύ αγαπάς, και πιο πολύ γνωρίζεις.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Στης πλάσης τα τετράπλατα, στα τρίστρατα του κόσμου

πλανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια
Λόγγοι, πλαγιές λιβαδωτές, νεροσυρμές, ποτάμια,
δασά ρουμάνια, ξέφωτα, κάμποι απότιστοι, χέρσοι,
και η λεύκα ασημοσάλεμα και ο πεύκος μοσκοανάσα,
του χωραφιού μαλάματα και τ’ αμπελιού τοπάζια,
στενορυμιές, πλατώματα, κήποι, βοσκότοποι, όλα
τα βλησίδια του πράσινου, κι οι γέννες όλες του ήλιου,
κι όλα τα θώρια της στεριάς, από τα κορφοβούνια
που υψώνουν ακατάδεχτα μέτωπα κι ορθοστέκουν,
ώς το χορό του σπουργιτιού στα ταπεινά της ρούγας,
—μαράζωσ’ από της στενής καλύβας το κατώφλι
με τ’ άνεργο ξαγνάντεμα στα ξεφτισμένα, στα ίδια.
Πάρτε μ’ εσείς. Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα,
στων πόλων το ξεπάγιασμα, στων τροπικών τη φλόγα,
στα κλίματα όλα ορέγομαι, ονειρεύομαι ταξίδια.

Πέλαα σπιλαδοχάραχτα κι εσείς, θαλασσοπλάτια,
πάντα σαν απαράδοτα, πάντα παραδομένα
στον Κάραβο, του δολερού νερού τον αντρειωμένο
που ξέρει και σας αψηφά κι έρχεται και σας δέρνει,
όσο να ξαπολύσετε την Τρικυμιά, της μαύρης
της Λάμιας του γιαλού αδερφή που τρώει τα παλικάρια,
για να τον πνίξει μονομιάς, να τον απορουφήξει,
κολάζοντάς του το δαρμό και την αψηφισιά του.
Θαλασσοπλάτια πλανερά που απάνου σας ακόμα,
σαν του ψαριού το πλέξιμο, σαν τη βουτιά του γλάρου,
φλοισβίζοντα ή μουγκρίζοντα ή μουγγά, φοβερά πάντα,
κρατάτε και τα ερωτικά φιλιά που σας τα στέλνει
θαλασσοδρόμα και η ματιά τ’ ανθρώπου η ξαγναντεύτρα
μέσ’ απ’ της γης τα χώματα και μέσ’ απ’ τ’ ακρογιάλια·
μα καθώς είστε απόνετα, πνιμούς και τάφους όμοια
μοιράζετε αξεχώριστα, κι ανοίγετε των πάντων,
κι όποιου σάς δέρνει ατρόμαχτα κι όποιου φιλιά σάς στέλνει.
Πάρτε μ’ εσείς, είναι σ’ εσάς και η ζωή που μου πρέπει,κι ο χαλασμός… 
Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα.Μούτσος, της μπόρας πιστικός,
 κολέγας της μπουνάτσας,απάνου απ’ τα βαλτόνερα κι απάνου από τα χρόνια
ψάχτης των ατλαντόκοσμων, των ωκεανών περάτης,π
λανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια.

Μα βαθιά μέσα μου γρικώ φωνή περιγελάστρα,
μέσ’ από σύρματα κλουβιού ξανδιάντροπη μια κίσσα:

—Στριμμένε, οκνέ, κιοτή, λογά, φτωχέ, χαμένε, ψεύτη!
Σωριαστής είσαι και, μπορεί, θησαυριστής. Του κάκου.
Δεν είσ’ εσύ ταξιδευτής, καθώς δεν είσαι χτίστης,κι ακόμα, 
ακόμα πιο πολύ των αποσκεπασμένω
δεν είσ’ εσύ ο ξεσκεπαστής. Καθώς γελάς, γελιέσαι.
Παθητικό το σκούσμα σου και κούφιο τ’ όνειρό σου,
κι ο αργός ψαλμός του τριζονιού βούισμα στ’ αφτιά σου πάντα.
Τ’ άδεια του χαύνου σου ουρανού ποτέ δε θα γιομίσει
ταράζοντάς τα ο χρυσαϊτός προς τ’ άχανα δρομάρης!—

Φωνή ζηλιάρα, αστόχαστη, χοντροκομμένη, αρνήτρα!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Μέσα σου, ακόμα πιο βαθιά, φωνή ν’ ακούσεις άλλη,
σαν ερημίτισσα ψυχή και σα χυτή από άρπα,
και πιο πολύ στη σιγαλιά σιμά παρά στον ήχο:
—Κι αν αταξίδευτος περνάς κι ασάλευτος κι α σβήνεις,
ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι δίνεις.
Κι απάνου στ’ αχνοσύγνεφο μπορεί κανείς να πλάσει
τ’ άγαλμα που σκαλίζει το στο μάρμαρ’ ο τεχνίτης.
Των αγαλμάτων η τιμή και η δόξα των πλασμάτω
δεν είναι στη μακρόχρονη στερεοθεμελιωμένη
ζωή μονάχα· δύνασαι κι απάντεχα να τά βρεις
τα τίμια και τ’ αθάνατα για νίκες και για δόξες
και για στυλώματα βωμών και για προσκυνητάρια,
στου ωραίου το γοργονείρεμα, στην αστραπή της χάρης.
Ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι κάνεις·
και τα βαθιά του στοχασμού, σαν τα πλατιά της πράξης.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ναι. Καβαλάρης δεν είμαι, δεν είμαι πεζολάτης,
ανήμπορα τα πόδια μου και το κορμί σωμένο,
καθιστικού γραμματικού πόδια, κορμί, σημάδια.
Μα εγώ πεινώ, εγώ διψώ. Να ταξιδέψω θέλω
ξαρμάτωτος, αφτέρωτος, αβοήθητος, μονάχος,
χωρίς κανένα τύλιμα, χωρίς κανένα ανέβα
παραμυθένιω μαγναδιών και θρυλικών Πηγάσων
με το λαχάνιασμα του ατμού, με του τροχού το βρόντο,
και με τ’ αχτιδοβόλημα του αιθέρα του πατέρα,
που είναι μαγνήτης, φωτιά, φως, φωνή, φτερό, ορμή, δρόμος,
πρωτεϊκά, ακατάπαυτα, σε χίλιες μύριες όψες
με το γοργό της αστραψιάς, με τ’ άυλο των πνεμάτων,
πάντα αλλαχτός ο ανάλλαχτος και μεταμορφισμένος.
Να τηνε πάω βουλήθηκα τη Διπλομοναξιά μας
να τηνε δώσω του Ντουνιά γυναίκα να την πάρει,
καθώς πηγαίνει ο βασιλιάς και παρατάει θυσία
για κάποιο μέγα λυτρωμό της Πολιτείας του, μόλοτ
ο σάρακα που τονε τρώει, το σπλάχνο του, την ώρια
μοναχοθυγατέρα του μπρος στη σπηλιά ενός Δράκου.

Πάρτε με, καπνοκάραβα, και σύρτε με, βαγόνια,
και φέρτε με, αυτοσάλευτα, ταξιδευτή, παντού, όπου.
Τραντάζουν γη και θάλασσες από το τράντασμά σας.
Γοργά είν’ ακουμπιστήρια σας, μακριά περάσματά σας
Λόντρες, Παρίσια, Αμέρικες, Γολκόντες, Βαβυλώνες,
λαοί, στεριές, χώρες, καθεμιά και μια Βαβέλ που υψώνει
προς κάποιο θεό τον όγκο της προκλητικά, με θράσος.
Και της πρωτομαστόρισσας αρχόντισσας του κόσμου
και της κυκλώπειας Μηχανής, της άχαρης, τη χάρη
πάω να τη βρω, να ψάξω την και να τη διαλαλήσω
.Δύναμη καθώς είχανε και αφέντες καθώς ήταν
στα ξωτικά της άβυσσος και στα δαιμονολόγια
κι ο γόης από τα Τύανα κι ο βιβλικός ο ρήγας,
κουβαλητής των θησαυρών του Οφίρ στην Ιδουμαίαν
,απάνου στα δεφτέρια τους τα μαγικά σκυμμένοι,
—όμοια στους πύργους τους ψηλούς, 
των άστρων που είναι βίγλες,
και στα τρισμέγιστα σκολειά και στα βαθιά εργαστήρια
σκλαβώνονται και γδύνονται και λεν τα μυστικά τους,
κάτου απ’ τα μάτια του σοφού, με του σοφού τα χέρια,
μες στα χωνιά τα χημικά και μέσα στ’ αστρογυάλια
και τα στοιχειά και τ’ άρματα της Πλάσης, νικημένα.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Εξόν από τον Έρωτα κι εξόν από το Χάρο.

Μα εγώ θα πάρωτο φύσημά μου αφάνταστα, 
κατάμακρα, πιο πέρα,προς τον αιθέρα,
και η ταξιδεύτρα πιο θρασά και πιο ψηλά από σένα
στα γλαυκά ξένα.

Γιά ιδές το μεγαλόφτερο! — Κι ας είναι η ώρα τώρα
ονειροφόρακι ας είν’ οι ανθοί ερωτόπουλα, νυφιάτικα κλινάρια
και τα χορτάρια —

Νά το όρνιο! Των αγέρηδων τα σπλάχνα αργοτρυπάει
πετάει, και πάει,με τα στοιχεία και τ’ αστρικά να πάρει άπαρτα κάστρα
μέσ’ από τ’ άστρα,και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτουτ
ο μούγκρισμά του.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτου
το μούγκρισμά του,σαν αρχαγγέλου σάλπισμα που σύναξη ασωμάτων
προστάζει αρμάτων·για κάποιο θάμα φύτρωμα νέου κόσμου, ή για μια πλάση
που θα χαλάσει;

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Για σένα ηρώισσα μια φωτιά μες στην καρδιά μου ανάβει,φτεροκαράβι!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Και ιδανικών και θρίαμβων μπαλσαμωτής και θάφτης
ο αεροναύτης,
κι ό,τι ώς τα ψες καυκήματα κι ό,τι ώς τα τώρα νίκες,
—σε νεκροθήκες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Και πας με γέρανους κι αϊτούς, με γύπες και λελέκια
στ’ αστροπελέκια,

Ο ΑΝΤΡΑΣ

σε στράτα πρωτοπάτητη, βελλερεφόντεια, νέα,
ορμή Αχιλλέα!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Α! στα φτερά σου πάρε με, στ’ όνειρο το μεγάλο
χέρι να βάλω,το φως να ιδώ σαν πιο κοντά, 
σαν απ’ το φως πιο απάνω,και να πεθάνω!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Το φως που τάχα λαχταράς σαν πιο σιμά
να τ’ αγναντέψεις,είν’ η ομορφιά σου· 
το δικό σου είναι το φως.Ο νους σου, αραχνοδούλευτος, 
γυναίκεια είναι σοφός,
μα είν’ η καρδιά σου η δύναμη τα πάντα που τολμά.
Την ίδια εσέ και στου άχανου το ψήλος θα γυρέψεις.
Ο αεροναύτης σου είναι
του πόθου σου άγγελος Γαβριήλ που θα σε κόψει, κρίνε!
Και ο Θάνατος —τον κάλεσες— είν’ αυτός που ταιριάζει
πάντα με την Αγάπη, και τον κράζει
στερνό διαφεντευτή και παραστάτη
της ηδονής το λίγωμα στο ερωτικό κρεβάτι.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Άνθρωπε, ο νους σου αλύγιστος κι αντρίκεια είναι χοντρός,
για να σειστεί, να λυγιστεί και να το περιλάβει
το που μεθά με πλάνεμα στο φτερωτό καράβι
Στο πλάνεμά μου εμπρόςστενοί είν’ ακόμη
κι όσοι απ’ τους πόθους σου στρωτοί στα πάντα, εδώ, εκεί, δρόμοι.

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Στο πείσμα του παθητικού ριμαδόρου, στο πείσμα
του θηλυκού ονειρόδαρτου φεγγαρολιγωμένου
και κάθε αλαφροΐσκιωτου και νεραϊδοπαρμένου,
στο πείσμα τ’ άθλιου τ’ άπραγου που εγώ ειμαι κι ο εαυτός μου,
θέλω από μέσα μου να φύγω, θέλω να τραβήξω
σ’ όποια και σ’ όσα έξω από μένα υπάρχουν κι είναι ο κόσμος.
Την αρχοντιά θέλω να πω, το κράτος και το έργο
της Ύλης που είναι δύναμη, της Δύναμης που είν’ ύλη!

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Το μέγα φτεροκάραβο το λογισμό μου ανάβει,
σαν το καράβι το επικό, σαν το στοιχειό καράβι
που πάντα αρμένιζε, ποτέ δεν άραζε, 
ώς την ώραπού ηταν της μοίρας του γραφτό, 
της μοίρας του ταμένο
να βρει τη γλυκανάπαψη στους κόρφους του λιμιώνα,
μόλις η αγάπη θα ’δινε το πρόσταγμα, η αγάπη
,σε μιας γυναίκας την καρδιά, για τον καταραμένο,
για τον καραβοκύρη του, πού ηταν του ριζικού του
να τρέχει παραδέρνοντας και να μη στέκει, πάντα.

—Καραβοκύρη τ’ ουρανού, σ’ αγάπησ’, αεροναύτη,
έτσι ερωτεύτηκε η λευκή τρισμακρινή παρθένα
του στοιχειωμένου καραβιού τον αποκηρυγμένο
κι από στεριές και θάλασσες κι απ’ τους ανθρώπους ναύτη,
καθώς μας τον παράδωκε, ριμένο στο κανάλι
της μουσικής του, ο κύριος των παναρμόνιων ήχων.…
Μα πώς φοβάμαι! Ο Θάνατος πώς με παραμονεύει!
Μ’ απιλογιέται ο Θάνατος, τον Έρωτα όταν κράζω.
Τάχα να πέθαν’ ο Έρωτας, και μόνος βασιλεύει
στην Οικουμένη ο Θάνατος; Ή μήπως ένα κάνουν
οι δυο αδερφοί, χαιράμενοι συντροφικά τα πάντα;
Τί Έρωτας, τί Θάνατος! Δεν έχεις να διαλέξεις!

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Μην τρέμεις, μη ρωτάς και μη σταυροκοπιέσαι· υπάρχει
απάνου από τον Έρωτα κι από το Θάνατο ένας,ένας 
που μοιάζει σα Θεός και σαν των όλων κύρης.
Αρχή και τέλος, τίποτε· μα μήτε και σημάδι
και δικαιοσύνης και σπλαχνιάς και παναγαθοσύνης
κανένα που να κάνει τον πλάσμα, τον πλάστη, απ’ όσα
του ανθρώπου είναι γνωρίσματα φερτά στο απέραντο όλα.
Αυτός και του Έρωτα η πηγή, και του Θανάτου η φύτρα!
Νόμος ο Κύριος —Δόξα σοι!— και η Δέσποινα, Επιστήμη.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ

Ω θολωμένε από βιβλία που γράφονται του κάκου!
Κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου
που προσκαλεί στην εκκλησιά και που το μονοπάτι
στρώνει προς της παράκλησης το μυστικό παλάτι,
κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου
που σπρώχνει μια φτωχή ψυχή να κάμει το σταυρό της,
το κίνημα το αθέλητο κι απ’ την καρδιά βγαλμένο
πιο πολύ αξίζει, πιο σοφό το σταυροκόπημά της
κι απ’ όλους των πολύξερων τους νόμους και τους δρόμους.
απόσπασμα 

-  Διαβάστε περισσότερα εδώ http://www.greek-language.gr/


Stearman Biplane by Stuart Swartz 

Τίτος Πατρίκιος - Προσγειώσεις

Σε λίγο θα προσγειωνόμουν
κι ετοιμάστηκα για κάθε ενδεχόμενο
αφού τα περισσότερα ατυχήματα
γίνονται στις προσγειώσεις
άλλωστε η προσγείωση η δική μου
είχε ήδη αναγγελθεί
στο τελευταίο μου ποίημα
Είχα πια βαρεθεί να περιίπταμαι
να εποπτεύω από ψηλά τα όσα συμβαίνουν
ήθελα τώρα το χώμα με τα χέρια μου να πιάσω
ακόμα και πάνω του να συρθώ , να ψάξω
να το γνωρίσω για τα καλά από την αρχή.
Προσγειώθηκα χωρίς κανένα πρόβλημα
μα μόλις πάτησα στο έδαφος
άλλαξα γνώμη, άλλαξαν και τα σχέδια
χρειάστηκαν κάποια τρεχάματα
γι ανεφοδιασμό με τρόφιμα
για να γεμίσουν καύσιμα οι δεξαμενές
και πάλι απογειώθηκα.
Είπα μου φτάνει
όσο ζυμώθηκα ως τώρα με το χώμα
όσο κατάφερα από κοντά τον κόσμο να γνωρίσω
καλύτερα είναι να περιίπταμαι
να εποπτεύω από τους ουρανούς τα πάντα
σχολιαστικά, χωρίς και πολλές ευθύνες
Το αεροπλάνο πήρε μεγάλο ύψος
αλλά καθώς έβλεπα γι άλλη μια φορά
τους ανθρώπους να μικραίνουν και να χάνονται
τους τόπους να μισοσβήνουν
τελικά να εξαφανίζονται
τρόμαξα κάποια στιγμή που δεν είχα
τίποτα από τη γη ν΄αγγίξω
κανέναν να πούμε δύο κουβέντες
να τον δεχτώ, να με δεχτεί, να τον απαρνηθώ
να μ΄αποδιώξει εκείνος.
Ώσπου επιθύμησα ξανά
συνωστισμούς και ρήξεις και συναρμογές
σωμάτων, αισθημάτων, ιδεών
νοστάλγησα ακόμα και το χιλιοπατημένο χώμα.
Ελπίζω τα καύσιμα να κρατήσουν
ως το επόμενο αεροδρόμιο
κι η νέα προσγείωση να είναι ομαλή.



Hold On Tight  by Cindy Thornton 

Μίλτος Σαχτούρης - Το αεροπλάνο

Δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
η ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

Η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
το παιδί απ’ το Στενό Παράθυρο βγήκε
κι έμεινε μετέωρο στο Κενό

Τέλειωσε τέλειωσε το εκτόπλασμά μου
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
δε θα σας ταράζω πια με τα όνειρά μου
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό

http://www.greek-language.gr/



The Royal Flying Corps  by Wilf Hardy 

Φερεϊντούν Φαριάντ -Ουρανός χωρίς διαβατήριο

Πατρίδα μου είναι
ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο,
χωρίς πύλη.
Μπαίνω απ’ τον αέρα
 


The Amazing Race 6  by Leah Saulnier 

Γ. Χ. Ώντεν - Πένθιμο Μπλουζ


Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τ’ αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.

Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη…

Τ’ αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

(Μτφ. Ερρίκος Σοφράς)
https://apotis4stis5.com/



Encounter by Steven Heyen 

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Δημήτρης Ψαθάς ( 21 Οκτωβρίου 1907 - 13 Νοεμβρίου 1979 )

 

«Θα». Ευλογημένος να είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε πρώτος αυτό το μονοσύλλαβο. Από όλους τους χρόνους και τις κλίσεις των ρημάτων ο μέλλων είναι εκείνος που φορτώνεται ευχαρίστως και αίρει με υπομονή τις ελπίδες και τα όνειρά μας. Χωρίς το «θα» η ζωή μας θα ήταν αβάσταχτο φορτίο


Ο Δημήτρης Ψαθάς (Τραπεζούντα Πόντου 21 Οκτωβρίου 1907 - Αθήνα 13 Νοεμβρίου 1979) ήταν πολυγραφότατος Έλληνας χρονογράφος, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.

Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία. Τα έργα του γνώρισαν τη διεθνή αναγνώριση και μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ρουμανικά και τα τουρκικά, και παίχτηκαν σε πολλές χώρες του κόσμου. Υπήρξε σύμβουλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1979 στην Αθήνα.

Εργοβιογραφία

Ο Δημήτρης Ψαθάς καταγόταν από την Τένεδο αλλά γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου τον Οκτώβριο του 1907. Το 1923, με τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, την ευθυμογραφία και το θέατρο. Το 1925 ξεκινάει τα πρώτα δημοσιογραφικά του βήματα από τις σελίδες της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα. 
Το 1935 αρχίζει να γράφει στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα στιγμιότυπα από τα δικαστήρια με το ψευδώνυμο «Ο μάρτυς».
Το 1937 αναλαμβάνει το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα (που μετά την Κατοχή μετονομάστηκε σε Τα Νέα), όπου παρέμεινε για σαράντα περίπου χρόνια δίνοντας με πάθος την καθημερινή του παρουσία μέσα από τη στήλη του μαχητικού του χρονογραφήματος «Εύθυμα και Σοβαρά», που δέσποζε στην πρώτη σελίδα. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το πρώτο χιουμοριστικό του βιβλίο, το Η Θέμις έχει Κέφια, με θέμα τα ευτράπελα των δικαστηρίων. 
Το 1938 κυκλοφορεί το επόμενο Η Θέμις έχει Νεύρα.
Το 1940 γράφει το πρώτο θεατρικό του έργο, Το Στραβόξυλο.
Το 1941 κυκλοφορεί σε βιβλίο η θρυλική Μαντάμ Σουσού, ενώ την ίδια χρονιά γράφει και παρουσιάζει στο θέατρο την κωμωδία του Ο Εαυτούλης μου. 
Το 1942 ανεβαίνει στη σκηνή η θεατρική «Μαντάμ Σουσού». 
Το 1942-1943 γράφει τα μονόπρακτα Ο Νευρικός Κύριος (γνωστό ως «Η τσάντα και το τσαντάκι»), Η γαλάζια χελώνα και το Ιφιγένεια εν ...Μαύροις (που κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο Ο Νευρικός Κύριος και άλλα σκέτς). 
Το 1943 παρουσιάζει την κωμωδία Οι ελαφρόμυαλοι. 
Το 1945 κυκλοφορούν τα βιβλία του Χειμώνας του 41, Αντίσταση και Το χιούμορ μιας εποχής, όπου απεικονίζει με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής. 
Το 1946 γράφει την κωμωδία του Ο Φον Δημητράκης, 
Το 1950-1951 ταξιδεύει στην Αμερική, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και περιλαμβάνει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις σε τρία βιβλία: Κάτω απ' τους ουρανοξύστες (1950), Στη χώρα των μυλόρδων (1951) και Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951). 
Το 1953 γράφει την κωμωδία Ζητείται ψεύτης, 
το 1954 την κωμωδία Μικροί Φαρισαίοι, 
ενώ το 1956 κυκλοφορεί το χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Οικογένεια Βλαμμένου, μία σάτιρα των ηθών της εποχής. 
Ακολουθούν οι κωμωδίες του Ενας βλάκας και μισός (1956), Προς Θεού μεταξύ μας (1957), Φωνάζει ο κλέφτης (1958), Εταιρεία Θαυμάτων (1959), Η Μαίρη τα λέει όλα (1960), Εξοχικόν κέντρον Ο Ερως (1960), Εμπρός να γδυθούμε (1962), Η Χαρτοπαίχτρα (1963), Ξύπνα Βασίλη (1965), Ο αχόρταγος (1966), Ο κουτσομπόλης (1968), Προίκα μου αγαπημένη (1968), Οι ατίθασοι (1970), Ο αφελής (1973), Το ανθρωπάκι (1974).

Τελευταία του βιβλία ήταν «Σε ήχο πλάγιο» (1973) και «Μαίηντ ιν Αμέρικα».

Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν επιλογές χρονογραφημάτων του σε τρία βιβλία: Στο καρφί και στο πέταλο (1999), Στου κουφού την πόρτα (2001) και Το εύθυμο καρνέ (2002).

Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε επίσης και ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαίτερης πατρίδας του, με τον τίτλο Γη του Πόντου (1966).

Τα θεατρικά του έργα, κωμωδίες, παίχτηκαν απ΄ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και με τους καλλίτερους Έλληνες ηθοποιούς. Σπουδαιότερα εξ αυτών ήταν: «Το στραβόξυλο» (1940), «Ο εαυτούλης μου» (1941), «Οι ελαφρόμυαλοι» (1942), «Μαντάμ Σουσού» (1942), «Σκίτσα της εποχής» (1944), «Φον Δημητράκης» (1947), «Η ζωή μου είναι ωραία» (1952), Ζητείται ψεύτης (1953), «Μικροί Φαρισαίοι» (1954), «Ο φαύλος κύκλος» (1954), «Ένας βλάκας και μισός» (1956), «Προς Θεού μεταξύ μας» (1957), «Φωνάζει ο κλέφτης» (1958),«Εταιρεία θαυμάτων» (1959), «Η Μαίρη τα λέει όλα» (1960), «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» (1960), «Εμπρός να γδυθούμε» (1962), η «Χαρτοπαίχτρα» (1963), «Ξύπνα Βασίλη» (1965), ο «Αχόρταγος» (1966), «Ο Κουτσομπόλης» (1968), «Προίκα μου αγαπημένη» (1968), «Οι ατίθασοι» (1970), «Ο αφελής» (1973), «Το ανθρωπάκι» (1974) κ.α.

 Γη του Πόντου 


Μια σειρά από εύθυμα σημειώματα γύρω απ' τα παιδικά μου χρόνια -δημοσιευμένα στον «Ταχυδρόμο»- ήταν το ξεκίνημα που με παρέσυρε σιγά-σιγά να γράψω ένα Χρονικό για τον ελληνισμό του Πόντου. Όχι εύθυμο, βέβαια, γιατί ένα τέτοιο γραφτό δεν γίνεται να είναι εύθυμο, και πολύ λιγότερο όταν αφορά στην χρονική περίοδο της Ιστορίας του Πόντου, που μπαίνει σε τούτο το βιβλίο -1914-1922- δηλαδή, τα χρόνια που αντιστοιχούν στην τελευταία φάση της τραγωδίας και το τελικό ξερίζωμα του ελληνισμού του Πόντου. (. . .) (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ) 


Η Δέσποινα Βανδή διαβάζει «Γη του Πόντου» του Δημήτρη Ψαθά


Η καταστροφή της Σμύρνης στη «Γη του Πόντου» του Δημήτρη Ψαθά

Άπειρα είναι όσα γράφηκαν γύρω απ’ την τραγωδία εκείνη που ονομάσθηκε Μικρασιατική Καταστροφή. Παίρνω μερικές χαρακτηριστικές γραμμές απ’ το χρονικό του Χρήστου Αγγελομάτη, που βγήκε πρόσφατα και χρησιμοποιεί τα πιο εξακριβωμένα ιστορικά στοιχεία:
«Η ουσιαστική τουρκική επίθεσις ήρχισε την 13ην προς την 14ην Αυγούστου. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε εγκατασταθή με τον επιτελάρχη του Φεβζή πασάν, τον Νουρεντίν, διοικητήν της πρώτης στρατιάς, και τον Ισμέτ διοικητήν ολόκληρου του μετώπου εις Κοτζά Τεπέ, εις το παρατηρητήριον της πρώτης στρατιάς. Την ημέραν της επιθέσεως η όλη δύναμις του τουρκικού στρατού κρούσεως ανήρχετο εις 120.000 ανδρών. Η κύρια συγκέντρωσις των Τούρκων είχε συντελεσθή διά μυστικών νυκτερινών πορειών εις την γραμμήν νοτίως του Έσκή Σεχίρ και νοτιοδυτικώς του Αφιόν Καραχισάρ, αλλά προ παντός του Αφιόν Καραχισάρ. Σκοπός των Τούρκων ήτο να αιφνιδιάσουν τας ελληνικας δυνάμεις. Η επίθεσις του έχθρού υπήρξε λυσσώδης, οι αξιωματικοί με τα περίστροφα εις το χέρι εξετέλουν πάντα ορρωδούντα. Κανείς δεν ηδύνατο να υποχωρήση. Και εγράφη τότε από μέρος του ελληνικού στρατού ένα άλλο έπος, του οποίου αι λεπτομέρειαι εξακολουθούν να είναι άγνωστοι, διότι δυστυχώς εξακολουθεί να κρατή η εντύπωσις εις πολλούς ότι ο ελληνικός στρατός ηττήθη εις την Μικρασίαν».

Και προσθέτει: «Η προπαγάνδα είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθειαν να πείση τον ελληνικόν στρατόν ότι εμάχετο εις μάτην. Από την Σμύρνην έφθανεν ο αντίλαλος των συζητήσεων του Στεργιάδου περί “ευτάκτου αποχωρήσεως” και περί των αγωνιωδών προσπαθειών να ευρεθή τρόπος διεξόδου. Είχε καταβληθή κάθε δυνατή προσπάθεια από τον εχθρόν και τους συμμάχους της Ελλάδος να πεισθή ο Έλλην στρατιώτης ότι εις μάτην εμάχετο. Και όμως παρά ταύτα έδωσε μάχας που θα ετίμων κάθε στρατόν και εξήστραψε και πάλιν η απαράμιλλος γενναιότης του Έλληνος στρατιώτου».

Η ουσία, ωστόσο, ήταν ότι η κατάρρευση και η καταστροφή στάθηκαν χωρίς το προηγούμενό τους. Δεν χρειάσθηκαν πολλές μέρες για να γραφούν οι τελευταίες σελίδες της μεγαλύτερης τραγωδίας της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού. Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε άτακτα καίγοντας και ρημάζοντας ό,τι μπορούσε, για ν’ ανακόψη την καταδίωξη των Τούρκων. Οι Τούρκοι, με προπομπούς τους τσέτες, έπεφταν με λύσσα επάνω στους Έλληνες –στρατιώτες και ντόπιο πληθυσμό– κατασφάζοντας όσους προλάβαιναν. Η Σμύρνη ζούσε τις επιθανάτιες στιγμές της ύστατης αγωνίας, που ο αντίλαλός της γρήγορα θα μεταδινόταν στα πέρατα της Μικρασίας όπου τα όνειρα ενός πανάρχαιου ελληνικού λαού γκρεμίζονταν μέσα στην μαύρη απελπισία, για πάντα.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά Η γη του Πόντου, εκδ. Μαρία Δ. Ψαθά, Αθήνα 2017, σ. 502-504.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 


Πρωί - πρωί. Έν' αυτοκίνητο γεμάτο σκίζει τους δρόμους της Αθήνας. Μισόγυμνοι είναι οι άνθρωποι. Με πρόσωπα χλομά κοιτάνε απ' το παράθυρο, ζητώντας να χαρούν για ύστερη φορά τους δρόμους, τους ανθρώπους, τα κτήρια, τα τραμ, όλη αυτή την κίνηση μιας πόλης που λέγεται ζωή και φεύγει μπρος στα μάτια τους με γρηγοράδα. Κι οι πρωινοί διαβάτες βλέπουν. Μέσα οι Γερμανοί, με τα όπλα τους στα χέρια, γύρω - τριγύρω σε τούτα τα κορμιά που πάνε για σφαγή. Σαν πρόβατα. Τα μάτια απελπισμένα. Κι αν πρόφτασες να δεις, δεν θα ξεχάσεις ποτέ το παράπονο του ανθρώπου που του στερούνε τη ζωή, ενώ ακόμα μέσα του σφριγάνε οι χυμοί της και καίει ο πόθος να χαρεί τον ήλιο που ξεπροβάλλει φέρνοντας σ' όλα τα άλλα πλάσματα της γης το φως και την ελπίδα. Άλλοτε έτσι. Άλλοτε βλέπεις άλλα. Απ' τα παράθυρα του μαύρου φορτηγού κοιτάνε μάτια όλο πείσμα και απόφαση. Ξέρουν πως θα πεθάνουνε κι αυτοί, όμως κρατάνε την ύστερη αγωνία σφιχτά μέσα στα δόντια τους και βρίσκουν το κουράγιο να φωνάξουν: Έχετε γεια! Ένα χέρι ανεμίζει στον αέρα και χάνεται. Κλαις. Βλέπεις πως πάνε θαρρετά στον θάνατο αυτοί, γιατί πιστεύουνε βαθιά πως το ζεστό τους αίμα είναι ανάγκη να ποτίσει κάποιαν Ιδέα που τη λένε Λευτεριά κι έγραψαν οι νόμοι της ζωής να θρέφεται με αίμα για να ρίξει τους ανθούς. Δουλεύει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Ποτάμι τρέχει το αίμα, ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα στην Αθήνα. Απ' όπου περνάτε, είπε ο Χίτλερ στους πιστούς του, θ' αφήνετε πίσω σας μόνο μάτια να κλαίνε. Κι οι Γερμανοί που λατρεύουν τον θεό τους, κατά γράμμα κρατάν τις εντολές του. . . (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

Αποσπάσματα 

«Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς»

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα «ναι» να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
¹Ο Ν. Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης από τον Δημήτρη Ψαθά.



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Τζοακίνο Ροσσίνι ( 29 Φεβρουαρίου 1792 - 13 Νοεμβρίου 1868 )

 

Ο Τζοακίνο Αντόνιο Ροσσίνι (ιτ. Gioachino Antonio Rossini, 29 Φεβρουαρίου 1792 - 13 Νοεμβρίου 1868) ήταν Ιταλός συνθέτης, παγκοσμίως φημισμένος για τις όπερές του, με πιο γνωστές τον Κουρέα της Σεβίλλης, τη Σταχτοπούτα και τον Γουλλιέλμο Τέλλο. Έγραψε ακόμη έργα θρησκευτικής μουσικής, τραγούδια, μουσική δωματίου και άλλα κομμάτια για πιάνο και μικρά σύνολα. Οι μελωδίες του αγαπήθηκαν από πολύ κόσμο, ενώ ενέπνευσε πλήθος συνθετών, χαρίζοντάς του το προσωνύμιο "Ο Ιταλός Μότσαρτ".

Γόνος μιας μουσικής οικογένειας, ο Ροσσίνι γεννήθηκε στην πόλη Πέζαρο· ο πατέρας του, Τζουζέπε, έπαιζε κόρνο και η μητέρα του, Άννα, ήταν τραγουδίστρια. Εν μέσω μιας ταραχώδους παιδικής ηλικίας, όπου λόγω των πολέμων η οικογένεια αναγκάστηκε να μετοικίσει στη Μπολόνια, ο Ροσσίνι αρχικά εκπαιδεύεται στο τσέμπαλο από τον Τζουζέπε Πρινέττι. Αργότερα γίνεται βοηθός σε ένα σιδεράδικο και τη μουσική του εκπαίδευση αναλαμβάνει ο Άντζελο Τεζέϊ. Μέχρι τα δέκα του χρόνια έχει μάθει να διαβάζει μουσική, να παίζει πιάνο και κόρνο, αλλά και να τραγουδά, ενώ αποτελεί μέλος της χορωδίας της τοπικής εκκλησίας. Ορισμένα έργα, όπως οι έξι σονάτες για έγχορδα, γράφτηκαν όταν ήταν περίπου δώδεκα ετών και ήδη αντανακλούν την επιρροή του Χάυντν και του Μότσαρτ.

Το 1805 κάνει την πρώτη και μοναδική του εμφάνιση ως τραγουδιστής στο έργο "Camilla" του Φερντινάντο Παέρ. Της ιδίας εποχής είναι και η πρώτη του όπερα, "Demetrio e Polibio", την οποία θα δει επί σκηνής αρκετά αργότερα, έχοντας ήδη παρουσιάσει άλλες πέντε όπερές του. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στο Ωδείο της Μπολόνια, όπου σπουδάζει βιολοντσέλο με τον Καβεντάνι και αντίστιξη με τον π. Στανισλάο Ματτέϊ. Οι αυστηροί κανόνες της αντίστιξης φαίνεται πως είχαν αρνητική επίδραση και τον ώθησαν προς ένα πιο ελεύθερο συνθετικό ύφος. Η δε ικανότητά του στην ενορχήστρωση προέκυψε από την ενασχόλησή του με τα κουαρτέτα και τις συμφωνίες του Χάυντν και του Μότσαρτ, τις οποίες ενορχήστρωνε για διάφορους οργανικούς συνδυασμούς.


Il pianto d'Armonia sulla morte d’Orfeo

Το ξεκίνημα της καριέρας

Στα δεκαέξι του κερδίζει το πρώτο βραβείο του Ωδείου της Μπολόνια, για την καντάτα του "Il pianto d'Armonia sulla morte d’Orfeo", ενώ επιδίδεται στη σύνθεση όπερας. Οι πιο αξισημείωτες, "La pietra del paragone" και "Il signor Bruschino" παρουσιάζονται στη Ρώμη, τη Βενετία και το Μιλάνο, ενώ με τη μεσολάβηση του Μαρκησίου Καβάλλι, ή όπερα "La cambiale di matrimonio" ανεβαίνει με επιτυχία στη Βιέννη. Ακολουθούν οι όπερες "Τανκρέδος" ("Tancredi") και "Μια Ιταλίδα στο Αλγέρι" ("L'italiana in Algeri") που σημειώνουν ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία και εκτοξεύουν τη φήμη του 20χρονου συνθέτη σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μέχρι τα 21 του είχε εδραιωθεί στο φιλόμουσο κοινό της Ιταλίας και συνέχισε να γράφει όπερες, οι οποίες παρουσιάζονταν στο Μιλάνο και τη Βενετία· η αποδοχή τους δεν ήταν τόσο επιτυχής όσο με τον "Τανκρέδο" κι έτσι το 1815 ο Ροσσίνι αποσύρεται στο πατρικό του στη Μπολόνια. Μια πρόταση συνεργασίας έρχεται από τον ιμπρεσάριο του θεάτρου της Νάπολης, Ντομένικο Μπαρμπάϊα: θα γινόταν διευθυντής των Θεάτρων San Carlo και del Fondo. Τα καθήκοντά του περιλάμβαναν τη σύνθεση μιας όπερας το χρόνο για το καθένα από τα δύο θέατρα, με αμοιβή 200 δουκάτα το μήνα· άλλα 1000 δουκάτα θα λάμβανε κάθε χρόνο από τα τραπέζια χαρτοπαιξίας των θεάτρων ως μερίδιο συμμετοχής, συγκεντρώνοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή.

Ένα από τα αξιοσημείωτα έργα αυτής της περιόδου είναι και η όπερα "Elisabetta, regina d'Inghilterra" ("Ελισάβετ, Βασίλισσα της Αγγλίας"), στην οποία πρωταγωνίστησε η μέλλουσα σύζυγός του, Ιζαμπέλλα Κολμπράν. Η όπερα αυτή είναι η πρώτη στην οποία ο Ροσσίνι γράφει επακριβώς τους καλλωπισμούς των αριών, αποτρέποντας τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό τους από τους τραγουδιστές, ενώ αντικαθιστά το ασυνόδευτο ρετσιτατίβο (σέκκο) με τη συνοδεία ενός κουαρτέτου εγχόρδων.



Ο Κουρέας της Σεβίλλης και η μέση περίοδος

Στις 20 Φεβρουαρίου 1816 ανεβαίνει στο Θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης η πιο γνωστή όπερά του, ο "Κουρέας της Σεβίλλης". Ο αρχικός της τίτλος ήταν "Almaviva" και το λιμπρέτο γράφτηκε από τον Τσεζάρε Στερμπίνι πάνω σε μια εκδοχή του θεατρικού του Πιερ Μπωμαρσέ Le Barbier de Séville. Σαμποταρισμένη από υποστηρικτές του Τζοβάννι Παϊζιέλλο -του οποίου η συνώνυμη όπερα παιζόταν ήδη για 25 χρόνια- αποτέλεσε παταγώδη αποτυχία: οι θεατές σφύριζαν και φώναζαν καθ' όλη τη διάρκεια της πρώτης πράξης. Σύντομα, εντούτοις, η επιτυχία της έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις, που αντικατέστησε τον "Κουρέα" του Παϊζιέλλο, κληρονομώντας παράλληλα τον νέο της τίτλο. Αξιοσημείωτο παραμένει το παρασκηνιακό γεγονός ότι ο Ροσσίνι, κατά δήλωσή του, συνέθεσε το έργο σε δώδεκα μόλις ημέρες, χρόνο-ρεκόρ που ξεπερνάει και τις τέσσερις εβδομάδες που χρειάστηκε ο Χαίντελ για το ορατόριό του "Μεσσίας".

Ανάλογη επιτυχία με τον Κουρέα κάνει και η όπερα του 1817 "Σταχτοπούτα"· ο Ροσσίνι δέχεται τη μελοποίηση του λιμπρέττου υπό τον όρο να παραλείψει τα όποια υπερφυσικά στοιχεία. Τέσσερα χρόνια μετά παντρεύεται την διάσημη σοπράνο Ιζαμπέλλα Κολμπράν και μετακομίζει στη Βιέννη, όπου οι όπερές του αποθεώνονται από το κοινό. Εκεί, γνωρίζει από κοντά τον 51 ετών πλέον Μπετόβεν, ο οποίος αργότερα του γράφει σε μια επιστολή: "...ώστε εσύ είσαι ο Ροσσίνι, ο συνθέτης του Κουρέα της Σεβίλλης. Σε συγχαίρω. Θα παίζεται για όσο θα υπάρχει Ιταλική όπερα. Ποτέ μην προσπαθήσεις να γράψεις κάτι άλλο εκτός από όπερα μπούφα: κάθε άλλο είδος θα βλάψει τη φύση σου". Επιστρέφοντας στη Μπολόνια, λαμβάνει μια πρόσκληση του πρίγκηπα Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ο οποίος τον προσκαλεί στη Βερόνα, ώστε να συμβάλλει -μέσω ενός συνεδρίου- στην "αποκατάσταση της αρμονίας".



Μέχρι το 1823 ο Ροσσίνι έχει γράψει περί τις 20 όπερες. Απ' αυτές, ο Οθέλλος αποτελεί την κλιμάκωση του έργου του, όποτε και στρέφεται στην όπερα σέρια. Εν αντιθέσει με το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, ο Ροσσίνι επινοεί ένα ιλαρό τέλος, καθώς στην εποχή του οι τραγικές καταλήξεις στα θεατρικά έργα αποδοκιμάζονταν από το κοινό της Ρώμης. Το ίδιο έτος, με την παρακίνηση του διευθυντή του Βασιλικού Θεάτρου, επισκέπτεται το Λονδίνο. Το έργο του έλαβε θερμή υποδοχή από το λονδρέζικο κοινό, ενώ παρουσιάστηκε ενώπιον του Βασιλέα Γεώργιου Δ΄, ο οποίος τον αποζημίωσε με το ποσό των 7000 λιρών για την πεντάμηνη παραμονή του εκεί. Την επόμενη χρονιά ανέλαβε τη διεύθυνση του Ιταλικού Θεάτρου στο Παρίσι (Théâtre des Italiens), με μισθό 800 λίρες τον χρόνο. Η επιτυχία του εκεί ήταν τόσο μεγάλη που ο Κάρολος Ι΄ του παραχώρησε συμβόλαιο για πέντε όπερες το χρόνο, το οποίο όταν έληξε του απέφερε μια ισόβια και παχυλή σύνταξη.

Τέλος της καριέρας και τα τελευταία χρόνια

Την περίοδο του Παρισιού (1824-1829) ο Ροσσίνι γράφει την κωμική όπερα "Ο Κόμης του Ορύ" και τον "Γουλιέλμο Τέλλο". Με την τελευταία, όντας 38 ετών και με 38 όπερες στο ενεργητικό του, λήγει την ιδιότητά ως συνθέτης όπερας· το πιο αξιοσημείωτο στην όπερα αυτή είναι ίσως η εισαγωγή (ή ουβερτούρα) της, που αποτέλεσε μοντέλο για πολλές άλλες εισαγωγές σε όπερες του 19ου αιώνα. Αν και εξαίρετο έργο, η διάρκειά του υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες, καθιστώντας σπάνιο το ανέβασμά του· μια σύντμησή του προτιμάται στις περισσότερες παραγωγές, ενώ η ουβερτούρα αποτελεί κλασικό κομμάτι του ορχηστρικού ρεπερτορίου.

Το 1829 ο Ροσσίνι επιστρέφει στη Μπολόνια· η μητέρα του είχε ήδη αποβιώσει από το 1827 και ο ίδιος ήθελε να σταθεί στο πλευρό του πατέρα του. Τα σχέδια για μια επιστροφή στο Παρίσι ναυάγησαν λόγω της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 και της έκπτωσης του Βασιλέα Καρόλου Ι΄, ενώ η ιδέα μιας νέας όπερας με θέμα τον Φάουστ επίσης έπεσε στο κενό. Δυο χρόνια αργότερα γράφει έξι μέρη από το Στάμπατ Μάτερ του, το οποίο -κατά παράκληση του Ροσσίνι - συμπληρώνει με άλλα έξι μέρη ο Τζοβάννι Ταντολίνι. Εντούτοις το έργο ολοκληρώνεται από τον ίδιο το Ροσσίνι μέχρι το 1841 και σημειώνει επιτυχία ανάλογη μ' αυτή των οπερών του.

Το 1845 πεθαίνει η πρώτη σύζυγός του και στις 16 Αυγούστου του επόμενου χρόνου νυμφεύεται ξανά, με την Olympe Pélissier, μοντέλο του ζωγράφου Οράς Βερνέ. Για μια ακόμη φορά λόγω πολιτικών αναταραχών, ο Ροσσίνι αφήνει τη Μπολόνια και -μετά από ένα διάστημα στη Φλωρεντία- μετοικεί στο Παρίσι το 1855. Με την εθελούσια αποχή του από τον χώρο της όπερας, ο Ροσσίνι επιδίδεται στη γαστρονομία και διοργανώνει στην έπαυλή του δεξιώσεις, προσκαλώντας διάφορες προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης και της λογοτεχνίας. Το πάθος του για το καλό φαγητό τον οδηγεί στην ερασιτεχνική ενασχόλησή του μ' αυτό, δημιουργώντας μάλιστα και πολλά πιάτα, όπως τα Tournedos Rossini, τα οποία στις μέρες μας φιγουράρουν σε πολλά ιταλικά εστιατόρια.

Από μουσικής σκοπιάς, το έργο του είναι μικρής εμβέλειας, γράφοντας σύντομα κομμάτια για ιδιωτικές συναυλίες. Σ' αυτά περιλαμβάνονται οι "Αμαρτίες του παλιού καιρού" ("Péchés de vieillesse"), μια συλλογή από κομμάτια κυρίως για πιάνο, αλλά και για φωνή και μικρά σύνολα, τα οποία συγκεντρώνονται σε 14 τόμους. Το ταλέντο του για τη μελωδία και η χιουμοριστική διάθεση είναι κι εκεί παρόντα, με πιο εμφανή την επιρροή από τον Μπετόβεν και τον Σοπέν. Έχοντας αντιμετωπίσει για χρόνια μια φθίνουσα υγεία, στα 76 του χρόνια πεθαίνει από πνευμονία στην εξοχική του κατοικία στο Πασσύ· ετάφη στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ και τον επόμενο χρόνο -κατά παράκληση της ιταλικής κυβέρνησης- η τέφρα του μεταφέρεται στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού στη Φλωρεντία.



Η μετά θάνατον φήμη του και έτερα παραφιλολογικά

Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Ροσσίνι χρημάτισε πρεσβευτής του Ιταλικού Ινστιτούτου και έλαβε αμέτρητες τιμές, με πιο σπουδαίο ίσως το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Μετά τον θάνατό του ο Βέρντι πρότεινε τη συλλογική σύνθεση ενός Ρέκβιεμ προς τιμήν του· η παρουσίαση του έργου, ανήμερα του μνημοσύνου του, εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, ο Βέρντι χρησιμοποίησε ένα μέρος που είχε γράψει, συνθέτοντας το περίφημο πια Ρέκβιεμ του για τον Μαντσόνι. Μόλις το 1989, ο Γερμανός διευθυντής ορχήστρας Χέλμουτ Ρίλλινγκ, παρουσίασε την παγκόσμια πρώτη του αυθεντικού "Ρέκβιεμ για τον Ροσσίνι".

Ο συνθέτης Μάουρο Τζιουλιάνι, επηρεασμένος από τη μουσική του, έγραψε έξι σετ παραλλαγών για κιθάρα, πάνω σε θέματα του Ροσσίνι. (έργα 119-124). Το κάθε σετ τιτλοφορείται Ροσσινιάνα και αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της κατάλληξης -άνα, προς τιμήν κάποιου συνθέτη. Το 1925, ο Οττορίνο Ρεσπίγκιενορχήστρωσε τέσσερα κομμάτια από τις Αμαρτίες του παλιού καιρού, συνθέτοντας τη σουίτα Ροσσινιάνα.

Συνήθης πρακτική για τον Ροσσίνι αποτελούσε ο πλαγιαρισμός, η παραβολή δηλαδή μελωδιών και αποσπασμάτων από έργα του, σε άλλα του έργα. Η πρακτική αυτή δεν ήταν κάτι καινούριο -ο Μπαχ, ο Χαίντελ και τόσοι άλλοι πριν απ' αυτόν έκαναν ακριβώς το ίδιο. Χαρακτηριστική μανιέρα στις ενορχηστρώσεις του αποτελεί μια σταδιακή δόμηση έντασης, με βάση ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο· η τεχνική αυτή, που στα χέρια του αναπτύχθηκε αριστουργηματικά, ευθύνεται και για το παρατσούκλι της εποχής, "Signor Crescendo".

Οι περισσότερες από τις όπερές του έπεσαν στη λήθη κατά τη διάρκεια της ζωής του· κάποιες ανασύρθηκαν στην επιφάνεια τα τελευταία 50 χρόνια, χάρη στην αναβίωση του μπελ κάντο, του οποίου και θεωρείται ένας από τους κύριους εκφραστές.

Κατά τον βιογράφο Χέρμπερτ Βάινστοκ, η περιουσία του Ροσσίνι αποτιμήθηκε σε 2,5 εκατομμύρια φράγκα, που αντιστοιχούν σε περίπου 1,4 εκατομμύρια σημερινά δολάρια. Ένα μέρος τους κληρονομήθηκε από τους συγγενείς του και το υπόλοιπο -σύμφωνα με τη διαθήκη του- παραχωρήθηκε στην Κοινότητα του Πεζάρο. Με το κληροδότημα ιδρύθηκε το Ωδείο της πόλης, το οποίο αργότερα μετετράπη στο Κρατικό Ωδείο Τζοάκινο Ροσσίνι. Το μετέπειτα Ίδρυμα Ροσσίνι έχει την επιμέλεια του Ωδείου και σκοπός του είναι η προώθηση του έργου και της προσωπικότητας του συνθέτη. Στους αδελφούς συνεργάτες του ιδρύματος περιλαμβάνεται και το Φεστιβάλ Όπερας Ροσσίνι.



Όπερες

Demetrio e Polibio (Δημήτριος και Πολύβιος), σύνθεση του 1806, πρώτη παράσταση το 1812)
La cambiale di matrimonio (Υπόσχεση γάμου), 1810
L'equivoco stravagante (Παράξενη παρεξήγηση), 1811
L'inganno felice (Η ευτυχής απάτη), 1812
Ciro in Babilonia, ossia La caduta di Baldassare (Ο Κύρος στην Βαβυλωνία ή Η πτώση του Βαλτάσσαρ), 1812
La scala di seta (Η Μεταξένια σκάλα), 1812
La pietra del paragone (Η λυδία λίθος), 1812
L'occasione fa il ladro, ossia Il cambio della valigia (Η ευκαιρία κάνει τον κλέφτη ή Η αλλαγή της βαλίτσας),1812
Il signor Bruschino, ossia Il figlio per azzardo (Σινιόρ Μπρουσκίνο ή Ο κατά τύχην γιος), 1813
Tancredi, 1813
L'Italiana in Algeri (Η Ιταλίδα στο Αλγέρι), 1813
Aureliano in Palmira (Ο Αυρηλιανός στην Παλμύρα), 1813
Il Turco in Italia (Ο Τούρκος στην Ιταλία), 1814
Sigismondo, 1814
Elisabetta, regina d'Inghilterra (Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας), 1815
Torvaldo e Dorliska, 1815
Il barbiere di Siviglia ossia L'inutile precauzione (Ο κουρέας της Σεβίλλης ή Οι ανώφελες προφυλάξεις), 1816
La gazzetta (Η εφημερίδα), 1816
Otello, ossia Il moro di Venezia (Οθέλλος ή Ο Μαυριτανός της Βενετίας), 1816
La Cenerentola, ossia La bontà in trionfo (Η Σταχτοπούτα ή Ο θρίαμβος της καλοσύνης), 1817
La gazza ladra (Η κλέφτρα κίσσα), 1817
Armida, 1817
Adelaide di Borgogna, 1817
Mosè in Egitto (Ο Μωϋσής στην Αίγυπτο), 1818
Adina, 1818
Ricciardo e Zoraide, 1818
Ermione, 1819
Eduardo e Cristina, 1819
La donna del lago (Η Κυρά της Λίμνης), 1819
Bianca e Falliero, o sia Il consiglio dei Tre (Μπιάνκα και Φαλιέρο ή Το συμβούλιο των Τριών), 1819
Maometto secondo (Μωάμεθ Β΄), 1820
Matilde di Shabran, 1821
Zelmira, 1822
Semiramide, 1823
Ugo, Re d'Italia (Ούγκο, βασιλιάς της Ιταλίας), 1824
Il viaggio a Reims, ossia L'albergo del giglio d'oro (Το ταξίδι στη Ρεμς ή Το πανδοχείο του Χρυσού Κρίνου), 1825
Ivanhoé (Ιβανόης), 1826
Le siège de Corinthe (Η πολιορκία της Κορίνθου), ανάπλαση του Μωάμεθ Β΄, 1826
Moïse et Pharaon, ou Le passage de la Mer Rouge (Μωϋσής και Φαραώ ή Η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης), ανάπλαση του Μωϋσή στην Αίγυπτο, 1827
Le Comte Ory (Ο κόμης Ορύ), 1828
Guillaume Tell (Γουλλιέλμος Τέλλος), 1829












ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ ( 1899 - 12 Νοεμβρίου 1944 )

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, Καλαμπάκα ( 1899 - Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1944 ) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας
Ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε στην Καλαμπάκα, όπου υπηρετούσε τότε ως σχολάρχης ο πατέρας του Γεώργιος Ιωάννου. Η μητέρα του λεγόταν Ειρήνη Βλάχου, ενώ ο μικρότερος αδερφός του Χρήστος. Το 1899 όλη η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και από εκεί το 1906 στο Λαύριο, όπου ο ποιητής τελείωσε το Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο. Το 1916 αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου έλαβε το πτυχίο του το 1923. Το 1924 εργάστηκε στο Υπουργείο Γεωργίας και Τουρισμού. Το 1927 διορίστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση στην οποία παρέμεινε έως το θάνατό του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1938, ο Τέλλος Άγρας μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην οδό Αγαθουπόλεως, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής χειροτέρεψε η ευαίσθητη κατάσταση της υγείας του. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, τραυματίζεται από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ στον αστράγαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου τελικά πεθαίνει το Νοέμβριο από σηψαιμία.
Συγγραφική δραστηριότητα
Η συγγραφική δραστηριότητα του Τέλλου Άγρα ξεκίνησε το 1907 όταν αλληλογραφούσε ως συνδρομητής του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων ενώ από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά πλέον στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Το Μάιο του 1923, όταν δηλαδή τέλειωσε τη Νομική, γράφει στη Διάπλαση των Παίδων το πεζογράφημα «Αποχαιρετισμός». Συνεργάζεται και με άλλα περιοδικά, όπως με τη Λύρα, τον Βωμό, τους Νέους κ.ά.
Το 1918 βραβεύεται στο Σεβαστοπούλειο Διαγωνισμό, ενώ κερδίζει και βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εσπερία στο Λονδίνο. Το 1921 έδωσε διάλεξη για τον Καβάφη στην αίθουσα του Ελληνικού Ωδείου. Την ίδια χρονιά μεταφράζει τις Στροφές του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas).
Ο Τέλλος Άγρας έγραψε κυρίως ποίηση και κριτική λογοτεχνίας. Συχνά έγραφε και στο περιοδικό "Νέα Εστία", της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα, ενώ δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ελληνικά Γράμματα", "Νέα Ζωή", "Αλεξανδρινή Τέχνη", "Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου" και σε πολλά άλλα έντυπα καθώς και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού (1928).
Το 1934 κυκλοφόρησαν Τα βουκολικά και τα εγκώμια, η πρώτη ποιητική του συλλογή και το 1939 η δεύτερη με τίτλο Καθημερινές, που τιμήθηκε το 1940 με το " Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης".
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους: Νένα Βενετσάνου, Ορφέα Περίδη, Νότη Μαυρουδή και Γιάννη Σπανό.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια · Το φθινοπωρινό ειδύλλιο - Βουκολικά - Μεταφράσεις - Τα Εγκώμια - Παραφωνίες - Σπουδές - Μπαλάντες - Καθημερινές · 1917-1924 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, 1934.
• Καθημερινές · Το σπίτι κ’ η γειτονιά - Αττική - Αγάπη · 1923-1930 · Οριστικά χειρόγραφα. Αθήνα, Δημητράκος, χ.χ.
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας · Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Φέξης, 1965.
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Jean Moreas, Οι Στροφές. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Jean Moreas, Επιλογή από το ποιητικό του έργο. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Βουκολικά και εγκώμια και καθημερινές• Επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας• επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Εστία, ;
• Κριτικά πρώτος τόμος· Καβάφης - Παλαμάς · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Κριτικά δεύτερος τόμος · Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα · Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1981. 
• Κριτικά τρίτος τόμος · Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1984.
• Κριτικά τέταρτος τόμος · Γενικά και ειδικά θέματα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1995.
• Επιλογή απ’ τα ποιήματα· Επιμ. - Ανθολ. Κώστας Στεργιόπουλος. Αθήνα, Ερμής, 1996.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ποίημα Eρωτικό

Animula vagula, blandula,
hospes, comesque corporis,
qua nunc abibis in loca?
Pallidula, rigida, nudula,
nec, ut soles, dabis jocos.
ADRIANUS

Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,
ξενητεμμένη του κορμιού συντρόφισσα,
για πού μισεύεις;
Xλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,
μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.
AΔPIANOΣ


Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές
παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.
Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,
άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Eρωμένη,
με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

Mες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,
το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!
Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ
– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.
Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,
γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...
K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,
στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!
Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.
Ώ ψυχή μου, ώ σφάλισε τα μάτια!

❀    ❀    ❀    ❀
Πανσέδες

Άκρα παντού ησυχία– και τηνέ περισσεύουν
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ' τη βρύση
κ' οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν·
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίση.

Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει,
κι' αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ' τις άλλες·
πότε, στάλα· και πότε, θάλασσα– και πάει:
μια, στάλα· και μια, θάλασσας μαβειές αγκάλες,

ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα·
και το γειτονικό τ' αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ' το δικό του εντύμα,

το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ' ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ' το λιλά και σ' άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγωνιού φτερά σα νάθελε φορέσει.

Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι' όσο τον βλέπω, στο είναι του– νά, που μου μοιάζει!
Σα να μ' ακούη με το είναι του, κι' ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζη...

K' έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμείγει
–κ' είναι σα να το μέλλη και να μη το μέλλη–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ' αξέβαφα μαβειά με ντύνει, και με θέλει.

Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι' αγάλια, με χωρεί κ' εμένα, ολίγο-ολίγο·
στα μάτια του τ' ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.

❀    ❀    ❀    ❀
Oρφικό
Φράχτης ξύλινος, παλιού κισσού αντιστύλι,
και σε στοίβα λιθάρια (εκεί που δε θαρρούσες
μια ψυχή ζωντανή) παιδί, κ' έχει στα χείλη
όργανο, και κρεμάει ανάερα τις πατούσες,
λιγνές πατούσες.

Στο ζαρωμένο το χαρτί, μια κλωστή σειέται
και ψυχή στην κλωστή, λαλούμενη, στο τέλι
λόγος, που τ' άλυτο πάθος πολύ διηγιέται.
Kάνεις κακό, αγαθό παιδί, μα τί σε μέλλει;
αχ, τί σε μέλλει;

Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός τυραννιέται στις νότες,
σε μια φούχτα μαβύ χαρτί μια τρίχα τρίζει...
Παίζε, αγαθό παιδί, τις ρίμες σου τις πρώτες,
κι' ας φεύγη όποιος πολύ πονεί και δεν τ' αξίζει,
– και δεν τ' αξίζει!

Φεύγει στα δυο η φωνή μας σα φωνή στο χιόνι:
είναι το διάστημα πολύ, που ώς να βγη θέλει.
Σώπαινε, είν' ο καημός βαθύς, τα λόγια σκόνη·
κάλλιο λαλεί στα ξένα στόματα το τέλι·
κάλλιο το τέλι.

Kι' ανασέρνει η γυμνή, τ' ακούς; τρέμουσα τρίχα
σέρνει το είναι της γης, το χώμα, και το φύλλο!
Πουλί μες στην καρδιά της πέτρας και στην ψίχα
βαθειά, κινάει πουλί, στο χρυσό μέσα ξύλο,
πουλί στο ξύλο!

Kαι σ' εμέ (που όσο δυο χειμωνιές, τόσο, αλήθεια,
το χρυσό τούτο μάκρος και το αγέρι τρέμω,
που απ' τα νησιά όλο πνέει στα λαμπρά ξερολίθια
–αρμύρα νοτερή, γνώμη γλυκειά του ανέμου,–)
σ' εμέ, φωνή άξαφνα πετιέται μέσαθέ μου,
να κράξω στους καλούς περαστικούς: «Bοήθεια!»

Mα ψυχή ζωντανή δε φαίνεται. Aνεμίζουν,
πέτρα την πέτρα, ανώφελες αγριοβιολέττες.
– Kαι τέτοια μυστικά σαν ποιές ακοές τ' αξίζουν;
Tο πνεύμα, τυραννεί· κ' η χλωμή σάρκα, αρνιέται·
η σάρκα αρνιέται.

Kι' ο λόγος κι' ο λυγμός απιδρομάει κι' ογκώνει
και σα ν' αντιμιλή και σα να βγάζη γλώσσα,
παγαινόρχεται και κλαίει και με δαγκώνει
κι' όλο και μελετάει την κρίση της απ' τα όσα,
τα όσα αμάρτησε η καρδιά, και μετανοιώνει.

Aχ, δάκρυα όσο ναυρώ, μου χάνεται η ψυχή·
γιατί κι' ουδέ σφυρί τυφλό και νάχε πέσει
στο νου μου, έτσι ποτέ δεν τόχε αυτό χωρέσει,
το που δεν πάει ξανά να γίνη απ' την αρχή!

– Tάχα έτσι να σε γεύωνται, ρίζα του κόσμου;
Ύλη λαλούμενη! ύλη εντέλεια μοναχή!
Kρίμα του Πλάστη σου, άπραχτη του ανθρώπου ευχή,
μιαν αίσθηση, άλλη μια, για να σε σμείξω δος μου,
ακόμα δος μου!
❀    ❀    ❀    ❀

 δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/