Arrivals 5 by David Palmer
Φιλίππο Τομμάζο Μαρινέττι - ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΣΟ ΜΟΥ
Ορμητικέ θεέ, μιας ατσάλινης φυλής,
μεθυσμένο αυτοκίνητο του διαστήματος
που ποδοκροτείς και τρέμεις από αγωνία
ροκανίζοντας το χαλινάρι με τα δόντια να τρίζουν...
Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό,
με μάτια σιδηρουργείου,
θρεμμένο με φλόγα και λάδια ανθρακικά
που δεν χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες...
Ελευθερώνω την καρδιά σου που βροντά διαβολικά
ελευθερώνω τις γιγάντιες σαμπρέλες σου,
για το χορό που εσύ ξέρεις να χορεύεις
διασχίζοντας τους λευκούς δρόμους όλου του κόσμου!...
Χαλαρώνω επιτέλους
τα μεταλλικά σου ηνία,
κι εσύ ορμάς με ηδονή
μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή!
Στο ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου
ο ήλιος σ’ ακολουθεί στη δύση του
επιταχύνοντας στον ορίζοντα,
το αιμόφυρτο καρδιοχτύπι του...
Κοίταξε, πώς καλπάζει, πέρα, στα βάθη των δασών!...
Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμονα;
Εγώ είμαι στην εξουσία σου!... Πάρε με!... Πάρε με!...
Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη
από πολυφωνικούς ήχους·
κάτω απ’ τον τυφλωμένο ουρανό, κι ας είν’ γεμάτος άστρα,
πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο και τον πυρετό μου,
μαστιγώνοντάς τους με δυνατά σπαθίσματα.
Και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι
και νιώθω στο λαιμό
μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια
χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα...
Είναι τα χέρια τα δικά σου, μαγευτικά και μακρινά
που με τραβούν, κι ο άνεμος
είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή,
ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ’ απορροφάς!...
Α! Α! βλέπω ξάφνου ανεμόμυλους
μαύρους, βραδυκίνητους,
που μοιάζουν να τρέχουν στα πάνινα σπονδυλωτά φτερά τους
σαν σε μακριά πόδια...
Τα βουνά ετοιμάζονται να πετάξουν
στη φυγή μου μανδύες αργοσάλευτης δροσιάς,
εκεί, σ’ εκείνη την αποτρόπαια στροφή...
Βουνά! Τερατώδη αγέλη από Μαμούθ
βαριά καλπάζετε, σκύβοντας
τις πελώριες κορυφές σας,
προσπερνάτε, τυλιγμένα
στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης!
Κι ακούω ν’ αντηχεί ακαθόριστος ο θόρυβος
που αποτυπώνουν στους δρόμους
οι μυθικές εφτά λεύγες μπότες
των κολοσσιαίων ποδιών σας...
Ω βουνά με τους δροσερούς γαλάζιους μανδύες !...
Ω ποτάμια όμορφα που αναπνέετε
ευτυχισμένα στο σεληνόφως !
Ω σκοτεινές πεδιάδες!... Σας προσπερνώ τρέχοντας!...
Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!
Αστέρια! αστέρια μου! ακούτε
τη βιασύνη των βημάτων του;...
Ακούτε τη φωνή του, που θρυμματίζει η οργή...
την εκρηκτική φωνή του, που ουρλιάζει, ουρλιάζει...
και τη βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του
που καταρρέουν ορμητικά
ατέλειωτα;...
Δέχομαι την πρόκληση, ω άστρα μου!...
Πιο γρήγορα!... Ακόμη πιο γρήγορα!...
Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!...
Άφησε τα φρένα! Δεν μπορείς;
Σπάστα, λοιπόν,
ώστε ο σφυγμός της μηχανής να εκατονταπλασιάσει την ορμή του!
Ζήτω! Μακριά απ’ αυτή την ακάθαρτη γη!
Ξεφεύγω, τέλος, κι ευκίνητα πετώ,
πάνω απ’ το μεθυστικό ποτάμι των άστρων
που πλημμυρίζει το μεγάλο κρεβάτι τ’ ουρανού!
μτφρ. Μαρία Στεφανοπούλου
http://ebooks.edu.gr/
Arrivals 4 by David Palmer |
Κωστής Παλαμάς - Το αεροπλάνο
Τόλμα να πλανάς τον εαυτό σου
και όνειρα να πλέκεις.
Schiller
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Όσο γνωρίζεις πιο καλά, τόσο αγαπάς πιο πλέρια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Όσο και πιο πολύ αγαπάς, και πιο πολύ γνωρίζεις.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Στης πλάσης τα τετράπλατα, στα τρίστρατα του κόσμου
πλανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια
Λόγγοι, πλαγιές λιβαδωτές, νεροσυρμές, ποτάμια,
δασά ρουμάνια, ξέφωτα, κάμποι απότιστοι, χέρσοι,
και η λεύκα ασημοσάλεμα και ο πεύκος μοσκοανάσα,
του χωραφιού μαλάματα και τ’ αμπελιού τοπάζια,
στενορυμιές, πλατώματα, κήποι, βοσκότοποι, όλα
τα βλησίδια του πράσινου, κι οι γέννες όλες του ήλιου,
κι όλα τα θώρια της στεριάς, από τα κορφοβούνια
που υψώνουν ακατάδεχτα μέτωπα κι ορθοστέκουν,
ώς το χορό του σπουργιτιού στα ταπεινά της ρούγας,
—μαράζωσ’ από της στενής καλύβας το κατώφλι
με τ’ άνεργο ξαγνάντεμα στα ξεφτισμένα, στα ίδια.
Πάρτε μ’ εσείς. Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα,
στων πόλων το ξεπάγιασμα, στων τροπικών τη φλόγα,
στα κλίματα όλα ορέγομαι, ονειρεύομαι ταξίδια.
Πέλαα σπιλαδοχάραχτα κι εσείς, θαλασσοπλάτια,
Πέλαα σπιλαδοχάραχτα κι εσείς, θαλασσοπλάτια,
πάντα σαν απαράδοτα, πάντα παραδομένα
στον Κάραβο, του δολερού νερού τον αντρειωμένο
που ξέρει και σας αψηφά κι έρχεται και σας δέρνει,
όσο να ξαπολύσετε την Τρικυμιά, της μαύρης
της Λάμιας του γιαλού αδερφή που τρώει τα παλικάρια,
για να τον πνίξει μονομιάς, να τον απορουφήξει,
κολάζοντάς του το δαρμό και την αψηφισιά του.
Θαλασσοπλάτια πλανερά που απάνου σας ακόμα,
σαν του ψαριού το πλέξιμο, σαν τη βουτιά του γλάρου,
φλοισβίζοντα ή μουγκρίζοντα ή μουγγά, φοβερά πάντα,
κρατάτε και τα ερωτικά φιλιά που σας τα στέλνει
θαλασσοδρόμα και η ματιά τ’ ανθρώπου η ξαγναντεύτρα
μέσ’ απ’ της γης τα χώματα και μέσ’ απ’ τ’ ακρογιάλια·
μα καθώς είστε απόνετα, πνιμούς και τάφους όμοια
μοιράζετε αξεχώριστα, κι ανοίγετε των πάντων,
κι όποιου σάς δέρνει ατρόμαχτα κι όποιου φιλιά σάς στέλνει.
Πάρτε μ’ εσείς, είναι σ’ εσάς και η ζωή που μου πρέπει,κι ο χαλασμός…
Μα κι από σας θέλω να πάω πιο πέρα.Μούτσος, της μπόρας πιστικός,
κολέγας της μπουνάτσας,απάνου απ’ τα βαλτόνερα κι απάνου από τα χρόνια
ψάχτης των ατλαντόκοσμων, των ωκεανών περάτης,π
λανέματα ονειρεύομαι, λιμπίζομαι ταξίδια.
Μα βαθιά μέσα μου γρικώ φωνή περιγελάστρα,
Μα βαθιά μέσα μου γρικώ φωνή περιγελάστρα,
μέσ’ από σύρματα κλουβιού ξανδιάντροπη μια κίσσα:
—Στριμμένε, οκνέ, κιοτή, λογά, φτωχέ, χαμένε, ψεύτη!
—Στριμμένε, οκνέ, κιοτή, λογά, φτωχέ, χαμένε, ψεύτη!
Σωριαστής είσαι και, μπορεί, θησαυριστής. Του κάκου.
Δεν είσ’ εσύ ταξιδευτής, καθώς δεν είσαι χτίστης,κι ακόμα,
ακόμα πιο πολύ των αποσκεπασμένω
δεν είσ’ εσύ ο ξεσκεπαστής. Καθώς γελάς, γελιέσαι.
Παθητικό το σκούσμα σου και κούφιο τ’ όνειρό σου,
κι ο αργός ψαλμός του τριζονιού βούισμα στ’ αφτιά σου πάντα.
Τ’ άδεια του χαύνου σου ουρανού ποτέ δε θα γιομίσει
ταράζοντάς τα ο χρυσαϊτός προς τ’ άχανα δρομάρης!—
Φωνή ζηλιάρα, αστόχαστη, χοντροκομμένη, αρνήτρα!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Μέσα σου, ακόμα πιο βαθιά, φωνή ν’ ακούσεις άλλη,
Φωνή ζηλιάρα, αστόχαστη, χοντροκομμένη, αρνήτρα!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Μέσα σου, ακόμα πιο βαθιά, φωνή ν’ ακούσεις άλλη,
σαν ερημίτισσα ψυχή και σα χυτή από άρπα,
και πιο πολύ στη σιγαλιά σιμά παρά στον ήχο:
—Κι αν αταξίδευτος περνάς κι ασάλευτος κι α σβήνεις,
ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι δίνεις.
Κι απάνου στ’ αχνοσύγνεφο μπορεί κανείς να πλάσει
τ’ άγαλμα που σκαλίζει το στο μάρμαρ’ ο τεχνίτης.
Των αγαλμάτων η τιμή και η δόξα των πλασμάτω
δεν είναι στη μακρόχρονη στερεοθεμελιωμένη
ζωή μονάχα· δύνασαι κι απάντεχα να τά βρεις
τα τίμια και τ’ αθάνατα για νίκες και για δόξες
και για στυλώματα βωμών και για προσκυνητάρια,
στου ωραίου το γοργονείρεμα, στην αστραπή της χάρης.
Ό,τι στοχάζεσαι είσ’ εσύ, δεν είσ’ εσύ ό,τι κάνεις·
και τα βαθιά του στοχασμού, σαν τα πλατιά της πράξης.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Ναι. Καβαλάρης δεν είμαι, δεν είμαι πεζολάτης,
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Ναι. Καβαλάρης δεν είμαι, δεν είμαι πεζολάτης,
ανήμπορα τα πόδια μου και το κορμί σωμένο,
καθιστικού γραμματικού πόδια, κορμί, σημάδια.
Μα εγώ πεινώ, εγώ διψώ. Να ταξιδέψω θέλω
ξαρμάτωτος, αφτέρωτος, αβοήθητος, μονάχος,
χωρίς κανένα τύλιμα, χωρίς κανένα ανέβα
παραμυθένιω μαγναδιών και θρυλικών Πηγάσων
με το λαχάνιασμα του ατμού, με του τροχού το βρόντο,
και με τ’ αχτιδοβόλημα του αιθέρα του πατέρα,
που είναι μαγνήτης, φωτιά, φως, φωνή, φτερό, ορμή, δρόμος,
πρωτεϊκά, ακατάπαυτα, σε χίλιες μύριες όψες
με το γοργό της αστραψιάς, με τ’ άυλο των πνεμάτων,
πάντα αλλαχτός ο ανάλλαχτος και μεταμορφισμένος.
Να τηνε πάω βουλήθηκα τη Διπλομοναξιά μας
να τηνε δώσω του Ντουνιά γυναίκα να την πάρει,
καθώς πηγαίνει ο βασιλιάς και παρατάει θυσία
για κάποιο μέγα λυτρωμό της Πολιτείας του, μόλοτ
ο σάρακα που τονε τρώει, το σπλάχνο του, την ώρια
μοναχοθυγατέρα του μπρος στη σπηλιά ενός Δράκου.
Πάρτε με, καπνοκάραβα, και σύρτε με, βαγόνια,
Πάρτε με, καπνοκάραβα, και σύρτε με, βαγόνια,
και φέρτε με, αυτοσάλευτα, ταξιδευτή, παντού, όπου.
Τραντάζουν γη και θάλασσες από το τράντασμά σας.
Γοργά είν’ ακουμπιστήρια σας, μακριά περάσματά σας
Λόντρες, Παρίσια, Αμέρικες, Γολκόντες, Βαβυλώνες,
λαοί, στεριές, χώρες, καθεμιά και μια Βαβέλ που υψώνει
προς κάποιο θεό τον όγκο της προκλητικά, με θράσος.
Και της πρωτομαστόρισσας αρχόντισσας του κόσμου
και της κυκλώπειας Μηχανής, της άχαρης, τη χάρη
πάω να τη βρω, να ψάξω την και να τη διαλαλήσω
.Δύναμη καθώς είχανε και αφέντες καθώς ήταν
στα ξωτικά της άβυσσος και στα δαιμονολόγια
κι ο γόης από τα Τύανα κι ο βιβλικός ο ρήγας,
κουβαλητής των θησαυρών του Οφίρ στην Ιδουμαίαν
,απάνου στα δεφτέρια τους τα μαγικά σκυμμένοι,
—όμοια στους πύργους τους ψηλούς,
των άστρων που είναι βίγλες,
και στα τρισμέγιστα σκολειά και στα βαθιά εργαστήρια
σκλαβώνονται και γδύνονται και λεν τα μυστικά τους,
κάτου απ’ τα μάτια του σοφού, με του σοφού τα χέρια,
μες στα χωνιά τα χημικά και μέσα στ’ αστρογυάλια
και τα στοιχειά και τ’ άρματα της Πλάσης, νικημένα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Εξόν από τον Έρωτα κι εξόν από το Χάρο.
Μα εγώ θα πάρωτο φύσημά μου αφάνταστα,
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Εξόν από τον Έρωτα κι εξόν από το Χάρο.
Μα εγώ θα πάρωτο φύσημά μου αφάνταστα,
κατάμακρα, πιο πέρα,προς τον αιθέρα,
και η ταξιδεύτρα πιο θρασά και πιο ψηλά από σένα
στα γλαυκά ξένα.
Γιά ιδές το μεγαλόφτερο! — Κι ας είναι η ώρα τώρα
Γιά ιδές το μεγαλόφτερο! — Κι ας είναι η ώρα τώρα
ονειροφόρακι ας είν’ οι ανθοί ερωτόπουλα, νυφιάτικα κλινάρια
και τα χορτάρια —
Νά το όρνιο! Των αγέρηδων τα σπλάχνα αργοτρυπάει
Νά το όρνιο! Των αγέρηδων τα σπλάχνα αργοτρυπάει
πετάει, και πάει,με τα στοιχεία και τ’ αστρικά να πάρει άπαρτα κάστρα
μέσ’ από τ’ άστρα,και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτουτ
ο μούγκρισμά του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτου
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Και κράζει και βαρυβογκά και φτάνει ώς εδώ κάτου
το μούγκρισμά του,σαν αρχαγγέλου σάλπισμα που σύναξη ασωμάτων
προστάζει αρμάτων·για κάποιο θάμα φύτρωμα νέου κόσμου, ή για μια πλάση
που θα χαλάσει;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Για σένα ηρώισσα μια φωτιά μες στην καρδιά μου ανάβει,φτεροκαράβι!
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Και ιδανικών και θρίαμβων μπαλσαμωτής και θάφτης
ο αεροναύτης,
κι ό,τι ώς τα ψες καυκήματα κι ό,τι ώς τα τώρα νίκες,
—σε νεκροθήκες.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Και πας με γέρανους κι αϊτούς, με γύπες και λελέκια
στ’ αστροπελέκια,
Ο ΑΝΤΡΑΣ
σε στράτα πρωτοπάτητη, βελλερεφόντεια, νέα,
Ο ΑΝΤΡΑΣ
σε στράτα πρωτοπάτητη, βελλερεφόντεια, νέα,
ορμή Αχιλλέα!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Α! στα φτερά σου πάρε με, στ’ όνειρο το μεγάλο
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Α! στα φτερά σου πάρε με, στ’ όνειρο το μεγάλο
χέρι να βάλω,το φως να ιδώ σαν πιο κοντά,
σαν απ’ το φως πιο απάνω,και να πεθάνω!
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Το φως που τάχα λαχταράς σαν πιο σιμά
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Το φως που τάχα λαχταράς σαν πιο σιμά
να τ’ αγναντέψεις,είν’ η ομορφιά σου·
το δικό σου είναι το φως.Ο νους σου, αραχνοδούλευτος,
γυναίκεια είναι σοφός,
μα είν’ η καρδιά σου η δύναμη τα πάντα που τολμά.
Την ίδια εσέ και στου άχανου το ψήλος θα γυρέψεις.
Ο αεροναύτης σου είναι
του πόθου σου άγγελος Γαβριήλ που θα σε κόψει, κρίνε!
Και ο Θάνατος —τον κάλεσες— είν’ αυτός που ταιριάζει
πάντα με την Αγάπη, και τον κράζει
στερνό διαφεντευτή και παραστάτη
της ηδονής το λίγωμα στο ερωτικό κρεβάτι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Άνθρωπε, ο νους σου αλύγιστος κι αντρίκεια είναι χοντρός,
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Άνθρωπε, ο νους σου αλύγιστος κι αντρίκεια είναι χοντρός,
για να σειστεί, να λυγιστεί και να το περιλάβει
το που μεθά με πλάνεμα στο φτερωτό καράβι
Στο πλάνεμά μου εμπρόςστενοί είν’ ακόμη
κι όσοι απ’ τους πόθους σου στρωτοί στα πάντα, εδώ, εκεί, δρόμοι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Στο πείσμα του παθητικού ριμαδόρου, στο πείσμα
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Στο πείσμα του παθητικού ριμαδόρου, στο πείσμα
του θηλυκού ονειρόδαρτου φεγγαρολιγωμένου
και κάθε αλαφροΐσκιωτου και νεραϊδοπαρμένου,
στο πείσμα τ’ άθλιου τ’ άπραγου που εγώ ειμαι κι ο εαυτός μου,
θέλω από μέσα μου να φύγω, θέλω να τραβήξω
σ’ όποια και σ’ όσα έξω από μένα υπάρχουν κι είναι ο κόσμος.
Την αρχοντιά θέλω να πω, το κράτος και το έργο
της Ύλης που είναι δύναμη, της Δύναμης που είν’ ύλη!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Το μέγα φτεροκάραβο το λογισμό μου ανάβει,
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Το μέγα φτεροκάραβο το λογισμό μου ανάβει,
σαν το καράβι το επικό, σαν το στοιχειό καράβι
που πάντα αρμένιζε, ποτέ δεν άραζε,
ώς την ώραπού ηταν της μοίρας του γραφτό,
της μοίρας του ταμένο
να βρει τη γλυκανάπαψη στους κόρφους του λιμιώνα,
μόλις η αγάπη θα ’δινε το πρόσταγμα, η αγάπη
,σε μιας γυναίκας την καρδιά, για τον καταραμένο,
για τον καραβοκύρη του, πού ηταν του ριζικού του
να τρέχει παραδέρνοντας και να μη στέκει, πάντα.
—Καραβοκύρη τ’ ουρανού, σ’ αγάπησ’, αεροναύτη,
—Καραβοκύρη τ’ ουρανού, σ’ αγάπησ’, αεροναύτη,
έτσι ερωτεύτηκε η λευκή τρισμακρινή παρθένα
του στοιχειωμένου καραβιού τον αποκηρυγμένο
κι από στεριές και θάλασσες κι απ’ τους ανθρώπους ναύτη,
καθώς μας τον παράδωκε, ριμένο στο κανάλι
της μουσικής του, ο κύριος των παναρμόνιων ήχων.…
Μα πώς φοβάμαι! Ο Θάνατος πώς με παραμονεύει!
Μ’ απιλογιέται ο Θάνατος, τον Έρωτα όταν κράζω.
Τάχα να πέθαν’ ο Έρωτας, και μόνος βασιλεύει
στην Οικουμένη ο Θάνατος; Ή μήπως ένα κάνουν
οι δυο αδερφοί, χαιράμενοι συντροφικά τα πάντα;
Τί Έρωτας, τί Θάνατος! Δεν έχεις να διαλέξεις!
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Μην τρέμεις, μη ρωτάς και μη σταυροκοπιέσαι· υπάρχει
Ο ΑΝΤΡΑΣ
Μην τρέμεις, μη ρωτάς και μη σταυροκοπιέσαι· υπάρχει
απάνου από τον Έρωτα κι από το Θάνατο ένας,ένας
που μοιάζει σα Θεός και σαν των όλων κύρης.
Αρχή και τέλος, τίποτε· μα μήτε και σημάδι
και δικαιοσύνης και σπλαχνιάς και παναγαθοσύνης
κανένα που να κάνει τον πλάσμα, τον πλάστη, απ’ όσα
του ανθρώπου είναι γνωρίσματα φερτά στο απέραντο όλα.
Αυτός και του Έρωτα η πηγή, και του Θανάτου η φύτρα!
Νόμος ο Κύριος —Δόξα σοι!— και η Δέσποινα, Επιστήμη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Ω θολωμένε από βιβλία που γράφονται του κάκου!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
Ω θολωμένε από βιβλία που γράφονται του κάκου!
Κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου
που προσκαλεί στην εκκλησιά και που το μονοπάτι
στρώνει προς της παράκλησης το μυστικό παλάτι,
κάθε φορά το σήμαντρο του εσπερινού ή του όρθρου
που σπρώχνει μια φτωχή ψυχή να κάμει το σταυρό της,
το κίνημα το αθέλητο κι απ’ την καρδιά βγαλμένο
πιο πολύ αξίζει, πιο σοφό το σταυροκόπημά της
κι απ’ όλους των πολύξερων τους νόμους και τους δρόμους.
απόσπασμα
- Διαβάστε περισσότερα εδώ http://www.greek-language.gr/
απόσπασμα
- Διαβάστε περισσότερα εδώ http://www.greek-language.gr/
Stearman Biplane by Stuart Swartz
Τίτος Πατρίκιος - Προσγειώσεις
Σε λίγο θα προσγειωνόμουν
κι ετοιμάστηκα για κάθε ενδεχόμενο
αφού τα περισσότερα ατυχήματα
γίνονται στις προσγειώσεις
άλλωστε η προσγείωση η δική μου
είχε ήδη αναγγελθεί
στο τελευταίο μου ποίημα
Είχα πια βαρεθεί να περιίπταμαι
να εποπτεύω από ψηλά τα όσα συμβαίνουν
ήθελα τώρα το χώμα με τα χέρια μου να πιάσω
ακόμα και πάνω του να συρθώ , να ψάξω
να το γνωρίσω για τα καλά από την αρχή.
Προσγειώθηκα χωρίς κανένα πρόβλημα
μα μόλις πάτησα στο έδαφος
άλλαξα γνώμη, άλλαξαν και τα σχέδια
χρειάστηκαν κάποια τρεχάματα
γι ανεφοδιασμό με τρόφιμα
για να γεμίσουν καύσιμα οι δεξαμενές
και πάλι απογειώθηκα.
Είπα μου φτάνει
όσο ζυμώθηκα ως τώρα με το χώμα
όσο κατάφερα από κοντά τον κόσμο να γνωρίσω
καλύτερα είναι να περιίπταμαι
να εποπτεύω από τους ουρανούς τα πάντα
σχολιαστικά, χωρίς και πολλές ευθύνες
Το αεροπλάνο πήρε μεγάλο ύψος
αλλά καθώς έβλεπα γι άλλη μια φορά
τους ανθρώπους να μικραίνουν και να χάνονται
τους τόπους να μισοσβήνουν
τελικά να εξαφανίζονται
τρόμαξα κάποια στιγμή που δεν είχα
τίποτα από τη γη ν΄αγγίξω
κανέναν να πούμε δύο κουβέντες
να τον δεχτώ, να με δεχτεί, να τον απαρνηθώ
να μ΄αποδιώξει εκείνος.
Ώσπου επιθύμησα ξανά
συνωστισμούς και ρήξεις και συναρμογές
σωμάτων, αισθημάτων, ιδεών
νοστάλγησα ακόμα και το χιλιοπατημένο χώμα.
Ελπίζω τα καύσιμα να κρατήσουν
ως το επόμενο αεροδρόμιο
κι η νέα προσγείωση να είναι ομαλή.
Hold On Tight by Cindy Thornton
Μίλτος Σαχτούρης - Το αεροπλάνο
Δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
η ωραία γυναίκα αγαπάει την πίσσα
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
Η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
το παιδί απ’ το Στενό Παράθυρο βγήκε
κι έμεινε μετέωρο στο Κενό
Τέλειωσε τέλειωσε το εκτόπλασμά μου
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
δε θα σας ταράζω πια με τα όνειρά μου
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
δεν αγαπώ το αεροπλάνο
πάντα θα ’χουμε ανάγκη από ουρανό
Πατρίδα μου είναι
ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο,
χωρίς πύλη.
Μπαίνω απ’ τον αέρα
The Amazing Race 6 by Leah Saulnier
Γ. Χ. Ώντεν - Πένθιμο Μπλουζ
Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.
Τ’ αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.
Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη…
Τ’ αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.
(Μτφ. Ερρίκος Σοφράς)
https://apotis4stis5.com/
Encounter by Steven Heyen
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/