Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή - έλεγε - δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και ''τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει''. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η «Λωξάντρα» είναι η ιστορία της γιαγιάς της Μαρίας Ιορδανίδου. Πρόκειται για μια γυναίκα που έζησε στο μεγαλύτερο κέντρο εκείνης της εποχής, την Πόλη, και είδε με τα ίδια της τα μάτια να σβήνει μια εποχή και να ανατέλλει μια άλλη, γεμάτη πολέμους και συμφορές. Aλλωστε δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο τελειώνει με τον θάνατο της Λωξάντρας τον Ιούλιο του 1914 όταν, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, «Ανοίγει ο Aδης το στόμα του, αρχίζει ποτάμια το αίμα να κυλάει. Καινούργια εποχή γεννιέται.»
Ίσως να πρόκειται για το πιο «νόστιμο» βιβλίο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Οι 247 σελίδες του μοσχοβολούν αρώματα και γεύσεις από εδέσματα, τόπους και συνήθειες της Ανατολής. Της Κωνσταντινούπολης, συγκεκριμένα? της πολυαγαπημένης Πόλης. Γιατί εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα ζει η Λωξάντρα που γίνεται πρωταγωνίστρια του βιβλίου και της ζωής. Πότε παίρνοντας δυναμικές πρωτοβουλίες, πότε κάνοντας κινήσεις ελιγμού και τακτικής στην καθημερινότητά της και πότε κρατώντας ισορροπίες ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, η δυναμική αυτή γυναίκα γίνεται ένα εμβληματικό πρόσωπο. Κέντρο της ψυχής της είναι η αλληλεγγύη. Κέντρο όμως του μικρόκοσμου που την περιβάλλει, η κουζίνα της. Εδώ, ανάμεσα σε τσουκάλια και τεντζερέδες, σε γουδιά και χερόμυλους, η Λωξάντρα θα αποδειχτεί άφταστη μαγείρισσα. Ετοιμάζει του κόσμου τις λιχουδιές: από τα πιο απλά γλυκά ως τις πιο απαιτητικές γαστρονομικές γεύσεις. Πεντανόστιμες όλες πάντα. Το μυστικό της; Η κρυφή της συνταγή; Το μυστικό της μπαχάρι; Η αγάπη. Γιατί η Λωξάντρα είναι μια γυναίκα που τα λόγια, οι κινήσεις της και η μορφή της αναδίδουν το ωραιότερο άρωμα του κόσμου: την τέχνη να έχεις ανοιχτή την αγκαλιά σου. Κώστας Ακρίβος
Ο Δημητρός κόντευε να πατήσει τα εβδομήντα και όμως ακόμα δούλευε. Δούλευε στην εφημερίδα Κωνσταντινούπολις, που την έβγαζαν τότε ο Δημήτριος και ο Αθανάσιος Νικολαΐδης.
Χιώτης ήταν ο Δημητρός. Στη σφαγή της Χίου, όταν οι Τούρκοι σφάξαν τους γονείς του, και κείνονα —μωρό παιδί— τον βγάλανε στο σκλαβοπάζαρο, ένας αδελφός του πατέρα του από τη Σύρα —ο σιορ Βασιλάκης ο λουκουμτζής— ήρθε στη Χίο και έδωσε ένα πουγκί γρόσια για να τον αγοράσει από τους Τούρκους.
Ο Βασιλάκης, που ήταν ανύπαντρος, μεγάλωσε το Δημητρό σαν παιδί του και όταν τον έκανε δεκαεφτά χρονών τον έστειλε στην Πόλη, στο σπίτι της θειας Ειρήνης, για να σπουδάσει το παιδί, μια και είχε τέτοια κλίση στα γράμματα.
Θαμπώθηκαν τα μάτια του Δημητρού σαν έφτασε στην Πόλη. Στην ωραία Επτάλοφο. «Χαίρε, Κωνσταντινούπολις, των πόλεων η βασιλίς.» Ξαπλωμένη πάνω σε δυο ηπείρους, ανοίγει η Πόλη τα στήθια της στο βοριά της Μαύρης Θάλασσας από τη μια μεριά και στη νοτιά του Μαρμαρά από την άλλη. Γιουρούσι λες και κάνουνε τα δυο αντίθετα ρεύματα για να την κατακτήσουνε. Παλεύει η Δύση με την Ανατολή και τη διεκδικούνε και αφρίζουνε και κλωθογυρίζουνε μπροστά στην πούντα του Σαράι Μπουρνού, στα πόδια της Αγια-Σοφιάς μεσ' στην καρδιά της Πόλης.
Πώς να μη γίνει ο Δημητρός ποιητής, πώς να μη γίνει ρομαντικός! Σπάραξε η καρδιά του σαν είδε τους μιναρέδες γύρω απ' την Αγια-Σοφιά. Και όμως εκείνη στέκεται μεγαλόπρεπη και με ηγεμονική σεμνότητα σκορπά στο γύρο της γαλήνη. Μπροστά στο μεγαλείο της μυρμήγκι μοιάζει ο άνθρωπος, και όμως και το μυρμήγκι μέσα στην Αγια-Σοφιά φαίνεται και παίρνει σημασία. Κάτω απ' το μεγάλο θόλο της σαν σταθείς, δεν ξέρεις αν ο θόλος πρόβαλε για να σε προστατέψει ή αν υψώνεται για ν' ανοιχτεί και να πετάξεις απάνω. Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια... Άλλον ένα Παρθενώνα χτίσαν οι Βυζαντινοί και τον αφιέρωσαν και αυτοί στου Θεού τη Σοφία.
Έτσι την είδε ο Δημητρός την Αγια-Σοφιά που στέκεται μέσα στην παλιά Πόλη που την τριγυρίζουνε τα τείχη τα βυζαντινά. Εκεί δεν είχε πάνε κ' έλα και θόρυβο και θέατρα και ξένους, όπως στο Πέρα και στο Γαλατά. Εκεί η ζωή κυλούσε γιαβάς-γιαβάς. Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, μικρά ξύλινα σπίτια με τεράστιες γεροδεμένες πόρτες που μοιάζουν πόρτες φυλακής. Καφασωτά παράθυρα, ερημιά. Τσαρσιά με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και συντέφι. Μεταξωτά υφάσματα και λαχουρένια σάλια από τις Ινδίες, πολύτιμα αρώματα και ο αέρας μυρίζει πατσουλί.
Στους περιβόλους των τζαμιών λιάζουνται Τούρκοι καθισμένοι ανακούκουρδα. Βρύσες μεγάλες με τρεχάμενα νερά και ένα γύρο περιστέρια.
Κανένας Ευρωπαίος δεν κάθονταν εκεί, — Τουρκιά. Και κανένας Τούρκος δεν κάθονταν στο Σταυροδρόμι, — Ρωμιοσύνη.
Η Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή ήτανε ένα χαρμάνι από διάφορες πολιτείες, προάστια και χωριά, σκορπισμένα πάνω στα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Και η κάθε πολιτεία, το κάθε προάστιο, το κάθε χωριό είχε τον τοπικό του χαρακτήρα, τα ήθη και τα έθιμα του πληθυσμού που πλειονοψηφούσε.
Την ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου την κατοικούσαν περισσότερο Έλληνες και γενικά Ευρωπαίοι, — το Μέγα Ρέμα, το Μπουγιούκ-Ντερέ, τα Θεραπειά, όλα εκείνα τα προάστια θυμίζανε Ευρώπη. Η ασιατική όχθη ήτανε Ανατολή. Εκεί έβγαινε το νταούλι για να θυμίσει στους πιστούς πως ήταν ραμαζάνι. Εκεί ο μουεζίνης τρεις φορές τη μέρα διαλαλούσε ταχτικά πως ένας είναι ο Αλλάχ, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του Αλλάχ. Και στην απέναντι όχθη σαν έφτανε αυτός ο αντίλαλος, έφτανε σαν παραμυθένια φωνή από έναν άλλον κόσμο.
Το Φανάρι, που ήταν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, εξακολουθούσε να είναι ακόμη το κέντρο της ελληνικής διανόησης, όμως είχε χάσει την πρωτινή του αίγλη.
Της Αγίας Βαρβάρας ανήμερα, στις αρχές του Δεκέμβρη, την πιάσανε οι πόνοι την Κλειώ. Ήταν απόγεμα και η Λωξάντρα είχε λιμπιστεί αντσούγες και είχε στείλει τον Ταρνανά να της αγοράσει απ’ το μπακάλη. Κάθουνταν στο παράθυρο της τραπεζαρίας και τον περίμενε, όταν άξαφνα άκουσε το Γιωργάκη να τρέχει και να φωνάζει:
― Πάω να φέρω τη μαμή!
Ένα «κρακ» ένοιωσε μέσα της η Λωξάντρα και ύστερα τρεμούλα.
― Σπάσανε τα νερά; φώναξε.
Αλλά ο Γιωργάκης είχε φύγει.
Βγήκε τρεχάτη ν’ ανέβει πάνω, και αντίς απάνω βρέθηκε στην κουζίνα με τον κόπανο στο χέρι. Είχε μπροστά της το γουδί της σκορδαλιάς άδειο και το κοπανούσε και μουρμούριζε:
― Να μην ακούσω τις φωνές, Παναΐα μου, να μην τις ακούσω.
― Καλέ Λωξάντρα, τι κοπανάς εκεί; Τρελάθηκες; είπε η Ελεγκάκη μπαίνοντας στην κουζίνα βιαστικά. Καλέ το νερό βάλε να βράσει. Γέννα έχουμε!
Ντράπηκε η Λωξάντρα και καμώθηκε πως δεν ήξερε πως άρχισαν οι πόνοι.
Μπήκε το νερό στη φωτιά και έβρασε, και ξανάβρασε, και ξανάβρασε, και όλη τη νύχτα έβραζε ώσπου ξημέρωσε, και η Κλειώ ακόμα δεν είχε γεννήσει.
Η Κλειώ απάνω, φωνή στη γη, φωνή στον ουρανό.
Μπρούμυτα η Λωξάντρα στην κάμαρά της, μπροστά στο εικονοστάσι τάζει. Τάζει στην Μπαλουκλιώτισσα, χτυπά το κεφάλι της στο πάτωμα. Όλο της το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι της. Χτυπούνε τα μηλίγγια της, το πρόσωπό της είναι μελανό.
Και άξαφνα:
― Έλα πάμε.
Ανοίγει το εικονοστάσι και βγάζει από μέσα τη Μπαλουκλιώτισσα.
― Πάμε.
Σαν μπήκε η Λωξάντρα στο δωμάτιο βαστώντας την εικόνα, η Κλειώ είχε κλεισμένα τα μάτια της και ήτανε εξαντλημένη. Οι πόνοι είχαν σταματήσει.
― Βγάλ’ τους όλους έξω, λέει η Λωξάντρα στη μαμή, και κλείδωσε την πόρτα.
Ακουμπά την εικόνα πάνω απ’ το κεφάλι της λεχούσας:
― Κλειώ, Κλειώ, η Μπαλουκλιώτισσα είναι απάνω απ’ το κεφάλι σου. Τη νοιώθεις; Μπρος, τάξε.
Κούνησε η Κλειώ τα χείλια της και η Λωξάντρα κατάλαβε πως τάζει το μαργαριτάρι της. Τότες η Λωξάντρα έδεσε δυο φασκές του μωρού στα κάτω κάγκελα του κρεβατιού, έδωσε τις άκρες τους στα χέρια της Κλειώς, και της λέει «Τράβα».
― Ακούς τι σε λέω; Να, τώρα που θα ξανάρτει ο πόνος – γιατί θα ξανάρτει, δε γένεται,- τράβα και σφίξου. Περίμενέ τονα, γιατί χωρίς το μεγάλο πόνο δεν ελευτερώνεσαι. Μην τον αποφεύγεις. Παρακάλα νάρτει για να ελευτερωθείς. Και άμα έρτει μην ξεφωνίζεις σαν την τρελή, στα μπόσικα, μην τον σκορπάς στον αέρα, κατάπιε τον στα σωθικά σου και σπρώξ’ τονα και βγάλ’ τονα από κάτω, μαζί με το παιδί!»Έτσι μπράβο… άλλη μια. Μπράβο: Τράβα τις φασκές. Μούγκριζε, μη φωνάζεις. Άφεριμ. Τώρα ησύχασε.
Και σκουντώντας τη μαμή με τον αγκώνα της:
― Άντε μωρή εσύ από κάτω να πιάσεις το παιδί, έρχεται!
― Έρχεται! φωνάζει η Λωξάντρα. Μπράβο, Κλειώ, έρχεται.
Οι φωνές της Κλειώς τώρα πια δεν ακούονται, φωνάζει η Λωξάντρα.
― Άαααχ! Άαααχ!
Και σε λίγο ένα μεγάλο «Αχ», που θα ακούστηκε ως το Γαλατά Σεράι, και η Λωξάντρα σωριάστηκε στο πάτωμα.
… Αυτή τη φορά πεντάρα δεν δίνει η Λωξάντρα για το νοικοκυριό της. Τι πρόκειται να χάσει σάματις; Τα γιούκα της ή τους κουρελόμπογούς της; Εκείνα πάνε χαθήκαν μαζί με το Μακροχώρι. Πάει και το χαμηλό το ονταδάκι της, πάει και ο πλάτανός της. Όμως η Παναγία η μεγαλόχαρη δεν την άφησε, της έδωσε το παιδί, κι όπου είναι το παιδί εκεί είναι κι ο παράδεισός της. Με τη μυρωδιά του παιδιού ζει και με το φως του βλέπει. Γιατί ένα είναι Το Παιδί ( με κεφαλαίο Τ και Π ), και η Λωξάντρα είναι η γιαγιά του παιδιού.
Και έτσι αποφασίστηκε να πάνε να εγκατασταθούνε στον Πειραιά.
……………………………………………………………………………………………………………………..
Κι έτσι, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωί, μέσα στα καλοκαιριάτικα του Άι – Δημήτρη, πέρασε το βαπόρι μπροστά απ’ την προβλήτα του Πειραιά και βγήκανε οι πειραιώτικες βάρκες να το προϋπαντήσουν και να το μπάσουν πανηγυρικά μέσα στο λιμάνι. Απ’ το Λιμεναρχείο ξεκίνησε η ατμάκατος. Στην προκυμαία του Τελωνείου άρχισε κάποια κίνηση. Κατέβασε το βαπόρι τη σκάλα του για ν’ ανεβεί ο έλεγχος, οι επιβάτες έτοιμοι ανεβήκανε στο σαλόνι. Γύρω από το βαπόρι αλληλοσπρώχνουνταν οι βάρκες και οι βαρκάρηδες ξεφώνιζαν. Πίσω από το φιλιστρίνι της κουκέτας της παραμονεύει η Λωξάντρα και περιμένει ν’ ακούσει τους ζουρνάδες και τα νταβούλια της υποδοχής. Περιμένει να δει τους Υπουργούς και τους Ναυάρχους με τα τρικαντά και τα σπαθιά. Πούν’ τους για; Ούτε Υπουργούς βλέπει ούτε σπαθιά.
Η αλήθεια είναι πως για την έκπληξη που του έκανε τότες η Κλειώ, σαν ήρθανε στον Πειραιά, ο Γιωργάκης γέλασε, μιλιά δεν είπε. Τον πρώτο χρόνο όλα πήγανε καλά. Το δεύτερο χρόνο όμως το βαπόρι του άλλαξε πάλι δρομολόγια και από τότες πέρασε κι άλλος ένας χρόνος από πάνω και Γεωργάκη δεν ξαναείδανε. Τώρα τελευταία μάλιστα χάσανε και τα ίχνη του.
Σκύβει, κοιτάζει το δρόμο… ερημιά! «Ό-ω-ωχ! Χασμουριέται. «Κακορίζικος τόπος. Τρώγουνται αναμεταξύ τους σαν τα σκυλιά. Τι τρώγεστε, μπρε; Τι τρώγεστε; Να, ιστέ τρεις πήχες χώμ…»
- Αμάν! Να τους πάλε! αρπάζει την καρέκλα της και τρέχει μέσα.
Μπήκε άνοιξη! Τα πράματα ησύχασαν και η Λωξάντρα, αν δεν κατάφερε ακόμα να διώξει την Κοντύλω, την παραμέρισε. Κι αυτό κάτι ήταν. Το παιδί τώρα ξαναγύρισε στη γιαγιά.
- Σήμερα τι κάνουμε, γιαγιά;
- Τι λες εσύ να κάνουμε;
- Πάμε για ραδίκια;
Παίρναν αμάξι και ξεκινούσαν για τη Φρεαττύδα. Μετά το Ρωσικό Νοσοκομείο ήτανε του Σκουλούδη το σπίτι, και έπειτα ερημιά. Κατσάβραχα. Τι ωραία ραδίκια, τι καυκαλήθρες, τι λάπατα μάζευες εκεί.
Μια μέρα, που στο σπίτι έλαχε πολλή δουλειά, αντίς να πάνε περίπατο, κατέβηκαν στο καφενείο της Πλατείας Αλεξάντρας να φάνε ένα κοκ. Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι, φάγαν το κοκ, και σε λίγο η Λωξάντρα άρχισε να στενοχωριέται. Ερημιά. Άδειο το καφενείο. Ένας μεσόκοπος κύριος κάθουνταν λίγο παρακεί αμίλητος.
- Ά-γα-γα-γαχ! Χασμουρήθηκε η Λωξάντρα, πάμε να φύγουμε; Εδώ είναι τζαν τζιν τοπ οϊνάρ.
Ο κύριος που κάθουνταν στο διπλανό τραπεζάκο πάτησε τα γέλια και ύστερα άρχισε να βήχει δυνατά. Πνιγουρίστηκε. Γυρίζει η Λωξάντρα να δει τι γίνεται, και ο κύριος σηκώνεται απάνω και τη χαιρετά.
- Πολίτισσα είστε; Της λέι. Εγώ είμαι ο Τούρκος ο Πρόξενος.
- Πα! Είπε η Λωξάντρα, από πότε είσαι εδώ;
Και πιάσανε κουβέντα. Ο πρόξενος μιλούσε ωραία ελληνικά. Μιλήσαν για την Πόλη, ενθουσιάστηκε η Λωξάντρα κι αμέσως τον προσκάλεσε στο σπίτι τους να πάρει έναν πολίτικο μεζέ.
- Αμάν, γιοκ! Το δίχως άλλο θάρτεις. Όχι δε θα με πεις!
………………………………………………………………………………………………………………………………
- Εσύ θέατρο είδες ποτέ σου; Ρώτησε την Άννα. Δεν είδες, πάμε να διεις.
Στο Πασαλιμάνι έπαιζαν εκείνο το βράδυ Καπετάν Γιακουμή.
- Καπετάν Γιακουμή; λέει η Κοντύλω σαν φτάσανε στην πόρτα του θεάτρου. Δεν πάω!
- Γιατί, μωρή, δεν πας;
Δεν πάει γιατί στον ΚαπετάνΓιακουμή κοροϊδεύουνε τους Υδραίους.
Σε λίγο βγάλανε τον πασατέμπο και τα στραγάλια. Μοίρασε η Λωξάντρα τον πασατέμπο και αρχίζει να περιεργάζεται την αυλαία. Τι να γράφει απάνω στην αυλαία άραγες!
- Θέατρο του Λαού γράφει, λέει η Αν’ξίτσα.
- Αυτό το γράφει έξω απ’ την πόρτα, λέει η Κοντύλω. Εδώ γράφει : «Ο Λαός υπ… υπέρ της βιο… βιομηχανίας, και η βιομηχανία υ… υπέρ του Λαού. Το πιλο… πιλο… πιλοποιείον των Αθηνών. Η. Πουλόπουλος.»
Τη Λωξάντρα με τον καιρό τη μάθανε οι αμαξάδες του Πειραιά. Τη μάθανε τα λουστράκια της αγοράς και η Τρούμπα και ο κήπος ο Τινάνειος, όπου τα καλοκαίρια χόρευε ταραντέλα. Από την κυρά Αρχόντω, την πλύστρα τους, σιγά-σιγά την έμαθε ο Άι-Διονύσης, και από τα δουλικά της γειτονιάς την έμαθε ο Προφητηλίας και τα Μανιάτικα και άλλες συνοικίες. Και αρχίσανε να κατεβαίνουνε οι γυναικούλες στην Καστέλα γυρεύοντας να βρούνε πού κάθεται μια γριά Πολίτισσα που μοιράζει ρούχα και τρόφιμα. Τη μάθανε στο τέλος κι οι βαρκάρηδες.
Πριν κλείσουν τρία χρόνια από τότες που είχαν έρθει στον Πειραιά, η Λωξάντρα είχε γίνει τόσο κοσμοαγάπητη, που αν έβαζε κάλπη στις δημαρχιακές εκλογές θα του την έσκαγε του Δαμαλά, γιατί όλες οι συνοικίες θα ψήφιζαν Λωξάντρα. Κι ας ήταν και Πολίτισσα, και ας συχαίνουνταν τις Πολίτισσες οι ντόπιοι. Όλοι Λωξάντρα θα ψηφίζανε. Όλοι, εκτός απ’ τα Υδραίικα.
Από τους ψαράδες του Τουρκολίμανου η Άννα έμαθε τι είναι ο γάντζος, το καμάκι, η λαδιά, η πράγγα, οι συρτές. Έμαθε τα ονόματα των ψαριών και ξέρει πως όταν πιάσει μαΐστρος αποβραδίς, τη νύχτα θα σηκωθεί μελτέμι.
Ο κυρ Λελούδας είχε ανοίξει ένα καφενεδάκι κοντά στο Ρωσικό Νοσοκομείο, μα το καφενεδάκι δεν πρόκοβε και η Λωξάντρα τον είχε συμβουλέψει να παρατήσει το λουκούμι και τον καφέ και να βάλει μεζέδες και ούζο. Να βάλει παστουρμά και τσιροσαλάτα με άνηθο.
- Γιαλαντζί – ντολμάδες ξέρεις να ψήσεις; Ιμάμ – μπαϊλντί; Στάσου να σε μάθω.
- Παραμονές που θα έφευγε απ’ τον Πειραιά την έπιασε η μανία να διαφωτίσει τον ελληνικό λαό.
Συνολικά προβλήθηκαν 30 επεισόδια το 1980-1981 από την ΕΡΤ. Ήταν από τις τελευταίες ασπρόμαυρες σειρές των πρώτων ετών της έγχρωμης, από το 1979, ΕΡΤ. Επίσης, είναι από τις παλαιότερες σειρές που διασώζονται στο αρχείο της ΕΡΤ.
.
Σενάριο: Χρήστος Δοξαράς
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Γρηγορίου
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Ηθοποιοί
Η Μπέτυ Βαλάση που ενσάρκωσε τον ομώνυμο ρόλο σε σκηνή από την σειρά.
Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κόρη του μηχανικού του εμπορικού ναυτικού της Αγγλίας Νικολάου Κριεζή και της Ευφροσύνης Μάγκου. Από το 1901 ως το 1909 έζησε με τους γονείς της στην Αθήνα, μετά το χωρισμό τους όμως η Μαρία επέστρεψε στη γενέτειρα και γράφτηκε στο εκεί αμερικανικό κολέγιο. Από το 1914 ως το 1919 έζησε -εγκλωβισμένη από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία- στη Μαριούπολη του Καυκάσου. Κατάφερε να επιβιώσει μόνη παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σε ρωσικό γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψε στην Πόλη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου,όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη. Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με το σύζυγο και τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα. Συνεργάστηκε με το περιοδικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. Μόρφωση ως μεταφράστρια. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του μυθιστορήματος Λωξάντρα. Τιμήθηκε για το έργο της με το Χρυσό Σταυρό και το Οφφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (1978). Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Μαρία Ιορδανίδου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεσοπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στους λογοτέχνες εκείνους που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό -έργα της με κύριο παράδειγμα τη Λωξάντρα μεταφέρθηκαν και στην τηλεόραση- και αγνοήθηκαν από την κριτική. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου της είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που κυριαρχεί ολοένα και εντονότερα κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδρομής της, η αμέλειά της για μια συστηματική κατανομή του αφηγηματικού υλικού της και η αμεσότητα, ακρίβεια και φυσικότητα του λόγου της.http://www.ekebi.gr/
Κυκλοφόρησε η εικονογραφημένη νουάρ νουβέλα του εικαστικού Γιάννη Βακιρτζή.
40 πρωτότυπα σχέδια υπηρετούν μια σκοτεινή υπόθεση, ενδιαφέρουσας πλοκής, που διαδραματίζεται σε μια παραθαλάσσια ελληνική, επαρχιακή πόλη.
Με όλα τα χαρακτηριστικά του νουάρ: ονειρική, παράξενη, ερωτική, αμφίσημη και σκληρή, η νουβέλα συντηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, με όλες τις ανατροπές, που επιφυλάσσει, μέχρι την τελευταία σελίδα.
Πινελιές εικαστικής οπτικής και λογοτεχνικής διάθεσης προσθέτουν στο τελικό αποτέλεσμα του βιβλίου.
Η γέφυρα του ποταμού έμοιαζε να είναι η γέφυρα του κόσμου, καθώς το φως του
ήλιου γινόταν ολοένα και πιο χρυσό, ώσπου άρχισε να χάνεται, σκαρφαλώνοντας στα
σπίτια, για να καταλήξει σ’ ένα θαμπό
κόκκινο, που έσβησε τελικά στις κορυφές των υψηλότερων κτηρίων.
Το ζευγάρι έμενε εκεί, έως ότου τα φώτα της πόλης άρχισαν να ανάβουν και οι
αντανακλάσεις τους στα ήσυχα νερά έφτασαν να αναμειχθούν για τα καλά με αυτές
από τ’ άστρα και το φεγγάρι.
Η ρόδα, από το κοντινό πάρκο του φεγγαριού, κατάφωτη από χρωματιστές
πυγολαμπίδες, γύριζε σαν φλεγόμενη βάτος.
Στη μία όχθη του ποταμού είναι τα κτήρια
της καινούργιας πόλης. Η άλλη προσφέρει ένα διαφορετικό τοπίο, δρομάκια της
παλιάς πόλης ανακατεμένα, στην αρχή της μόνο, δίπλα στην όχθη, με πιο
καινούργια. Λίγα φανάρια φωτίζουν, εκεί που διασταυρώνονται οι δρόμοι.
Συνθήματα γραμμένα. Ένα κλειστό μαγαζάκι, που πουλάει πέταλα και κουδούνια για
τα πρόβατα. Οι τοίχοι γδαρμένοι σαν από κάποιο μεγάλο ζώο, που αόρατο κάνει
βόλτες στην πόλη.
Βιογραφικό: Ο Γιάννης Βακιρτζής γεννήθηκε στον Πειραιά το 1957, από οικογένεια ζωγράφων. Πρώτη ατομική έκθεση 1980, Αίθουσα Τέχνης Πειραιά. Από τότε μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει πάνω από 40 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό.
Ενώ είχε εισαχθεί στους ηλεκτρολόγους μηχανολόγους στο Ε.Μ.Π., τα παράτησε, για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, ενώ παράλληλα έκανε σπουδές μουσικής και αρχιτεκτονικής χώρου.
Σπούδασε στην ΑΣΚΤ, τελείωσε με άριστα, και υποτροφία στην τέχνη του βιβλίου, συνέχισε με ελεύθερες μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό.
Σημαντικότερες παρουσίες του έργου του: Richard Gray gallery, New York και MOMA Μuseums Contemporary Αrt, με το βίντεο τέχνης «Vanito».
Στο έργο του έχουν αναφερθεί επιφανείς προσωπικότητες: Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, Ελένη Βλάχου, Bassam Taufik Μαρίνα Κανακάκη, Έπη Τρίμη κ.α
Έργα του βρίσκονται: Μουσείο Μπουζιάνη, Εθνική Πινακοθήκη, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Μουσείο Πολεμικού Ναυτικού, Αρχιεπισκοπή Πειραιά, Gray Gallery New York, Place des minimes de la vile de Lyon, Μουσείο Βορρέ κ.α.
Βραβεύσεις: Το 1971, βραβείο σε ομαδική έκθεση, που διοργάνωσε η Νομαρχία Πειραιά. 1973 για την απεικόνιση της Καινής Διαθήκης σε διαγωνισμό, που ξεκίνησε από την Επισκοπή του Πειραιά. Το 1974 και 1975 κέρδισε βραβεία σε διαγωνισμό του Αρχηγείου Ναυτικού. Το 2000 από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών για βιβλίο του (ΟΕΔΒ) σχετικό με τα εικαστικά.
Πρόσφατες εκθέσεις του: Μάρτιος 2020, Palazzo ca Zanardi, Βενετία, συμμετοχή με το art video «music and body», μια μουσική σύνθεση, που έγραψε και εκτελεί στο πιάνο σχεδιάζοντας γυμνά σώματα, που αιωρούνται.
2020, art Quid, συμμετοχή στη διεθνή έκθεση του Βερολίνου.
2020, Μάρτιος, Πινακοθήκη Γρηγοριάδη. «Μορφές και Μετασχηματισμοί».
2021, έκθεση με τίτλο αναζητήσεις στην Αυστρία Atelier Perchtoldsdorf.
2021, Μάιος, art gallery Epsilon, με το «μαύρο κίτρινο», μια παλαιότερη ενότητα έργων, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά.
2021, συμμετοχή στα «Απρεπή» του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου Κρήτης.
2021, επιλέχθηκε το βίντεό του «The bridge of the wold», να προβληθεί στην Μπιενάλε της Ουρουγουάης.
Ο Ιπολίτ-Πωλ Ντελαρός (Hippolyte-Paul Delaroche, Παρίσι, 17 Ιουλίου 1797 – 4 Νοεμβρίου 1856) ήταν Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους πιο σημαντικούς ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες της Γαλλίας των μέσων του 19ου αιώνα. Το 1832 εκλέχθηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Επισκέφθηκε την Ιταλία το 1838 και το 1843, όταν ο πεθερός του Οράς Βερνέ (Horace Vernet) ήταν διευθυντής της Γαλλικής Ακαδημίας στη Ρώμη.
The Virgin and Child
Ο Ντελαρός πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό του Παρισιού με τη μεγάλη σύνθεσή του «Η σωτηρία του Ιωνά» (1822), που ήταν η ευκαιρία να γνωριστεί με τον Τεοντόρ Ζερικώ και τον Ευγένιο Ντελακρουά, με τους οποίους συνδέθηκε με μεγάλη φιλία. Η καλλιτεχνική πορεία του Ντελαρός κυμαινόταν μεταξύ κλασικισμού και ρομαντισμού. Οι πίνακες του είναι κυρίως ρομαντικές και ιστορικές συνθέσεις, εμπνευσμένες από τον Σαίξπηρ, τον Ουώλτερ Σκοτ κ. ά.
Οι ιστορικοί πίνακες του Ντελαρός είχαν τεράστια απήχηση στο κοινό της εποχής του. Έγινε δημοφιλής με μεγάλες ιστορικές συνθέσεις και ιστορικά πρόσωπα, όπως «Ο Ναπολέων στο Φονταινεμπλώ», «Ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη», «Η ανάκριση της Ζαν ντ’ Αρκ» (1824, μουσείο καλών τεχνών, Ρουέν), «Η Εκτέλεση της Λαίδης Τζέην Γκρέυ» (1833, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), «Ο Κρόμγουελ και η σορός του Καρόλου Α΄» (μουσείο καλών τεχνών, Νιμ), «Η Μαρία Αντουανέτα αποχωρώντας από τη Επαναστατικό Δικαστήριο μετά την καταδίκη της», «Ο Στράφορντ οδηγούμενος στην εκτέλεση», «Η δολοφονία του δούκα Γκιζ στο Μπλουά»), «Ο Μέγας Πέτρος» (1838 ), «Ο Ναπολέων διασχίζοντας τις Άλπεις» (1848) κ. ά.
Ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς δημιουργίες του Ντελαρός περιλαμβάνονται «Τα παιδιά του Εδουάρδου στον Πύργο» (1830, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι), όπου απεικονίζει τη φυλάκιση των γιων του βασιλιά Εδουάρδου Δ΄ στον πύργο του Λονδίνου, καθώς και «Ο θάνατος της Ελισάβετ Α΄, βασίλισσας της Αγγλίας» (1827, μουσείο του Λούβρου).
Το ημικύκλιο των καλών τεχνών
Το 1837, ο Ντελαρός έλαβε την παραγγελία για μια μεγάλη σύνθεση, μήκους 27 μέτρων, στο ημικύκλιο του αμφιθεάτρου απονομής διπλωμάτων της εθνικής σχολής καλών τεχνών του Παρισιού. Το «Ημικύκλιο των Καλών Τεχνών» (L’Hémicycle des Beaux – Arts) είναι μια ζωγραφική σύνθεση, που απεικονίζει εβδομήντα πέντε μεγάλους καλλιτέχνες όλων των εποχών σε διαλογική συζήτηση, συγκεντρωμένους σε ομάδες γύρω το κεντρικό με μαρμάρινα σκαλάκια βάθρο, στο επάνω μέρος του οποίου υπάρχουν τρεις θρόνοι με καθισμένους και φορώντας αρχαιοπρεπή λευκά ιμάτια τρεις μεγάλους καλλιτέχνες της αρχαιότητας: τον γλύπτη Φειδία, τον αρχιτέκτονα Ικτίνο και τον ζωγράφο Απελλή, οι οποίοι συμβολίζουν την ενότητα των τεχνών.
Το γυναικείο στοιχείο σ’ αυτή τη μεγάλη σύνθεση εκπροσωπείται από τις Μούσες, προστάτιδες των τεχνών, ακουμπισμένες, κάποιες μισόγυμνες, στο στηθαίο της μαρμάρινης σκάλας. Η όλη σύνθεση έχει εκτελεστεί σε ελαιογραφία και ολοκληρώθηκε από τον Ντελαρός το 1841. Καταστράφηκε όμως σε μεγάλο μέρος της από πυρκαγιά το 1855. Ο Ντελαρός ξεκίνησε αμέσως την αποκατάστασή της, πλην όμως πέθανε, πριν ολοκληρωθεί, στις 4 Νοεμβρίου 1856 και το έργο περατώθηκε τελικά από το Γάλλο ζωγράφο Ζοζέφ–Νικολά Ρομπέρ – Φλερύ
Η Εκτέλεση της Λαίδης Τζέην Γκρέυ, 1833
Η Εκτέλεση της Λαίδης Τζέην Γκρέυ είναι ελαιογραφία που φιλοτέχνησε ο Γάλλος καλλιτέχνης Πωλ Ντελαρός το 1833. Σήμερα φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Το έργο απεικονίζει τις στιγμές πριν από το θάνατο της Λαίδης Τζέην Γκρέυ, που εκτελέστηκε το 1554. Η Τζέην είναι επίσης γνωστή ως η «Βασίλισσα των Εννέα Ημερών» εξαιτίας της βραχύχρονης παραμονής της στον αγγλικό θρόνο
Υπόβαθρο
Η Τζέην ανακηρύχθηκε Βασίλισσα στις 10 Ιουλίου 1553. Μόλις εννέα ημέρες μετά έχασε τη μοναρχία. Η εξαδέλφη της, Μαρία Τυδώρ, κόρη του Ερρίκου Η', ήταν η δημοφιλέστερη επιλογή για τον αγγλικό λαό. Μπροστά στην καθολική απόρριψη που αντιμετώπισε, η Τζέην αναγκάστηκε να παραχωρήσει το θρόνο, ενώ η Μαρία έκλεισε τη Τζέην, τον σύζυγο και τον πατέρα της στον Πύργο του Λονδίνου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη της Τζέην έλαβε χώρα το Νοέμβριο, αλλά η θανατική ποινή προσωρινά αναβλήθηκε. Τελικά, το Φεβρουάριο του 1554, ο πατέρας της Τζέην που έλαβε προσωρινή αναστολή, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του Γουάιατ, έτσι στις 12 Φεβρουαρίου 1554, η Μαίρη εκτέλεσε δια αποκεφαλισμού την Τζέην σε ηλικία 17 ετών και το σύζυγό της σε ηλικία 19 ετών. Δυο μέρες μετά ακολούθησε ο πατέρας της. Ο άντρας που οδήγησε τη Τζέην στον τόπο της εκτέλεσης είναι η έτερη μοναδική αναγνωρίσιμη φιγούρα στον πίνακα, ο Τζον Μπριτζ, 1ος Βαρόνος του Τσάντος. Ο Μπριτζ ήταν αξιωματικός στον Πύργο την εποχή της εκτέλεσης.
Περιγραφή
Ο Ντελαρός ζωγράφισε τον πίνακα το 1833, περίπου 300 χρόνια μετά την εκτέλεση, έτσι άντλησε πληροφορίες κυρίως από σύγχρονές του πηγές, προκειμένου να αναπαραστήσει με ακρίβεια τις συνθήκες της εκτέλεσης. Ο Ντελαρός βρισκόταν στο στοιχείο του όταν ζωγράφισε έναν τέτοιο πίνακα, καθώς είχε δημιουργήσει τη φήμη του στο Παρίσι με μεγάλες ρεαλιστικές απεικονίσεις ιστορικών γεγονότων των περασμένων αιώνων. Ωστόσο το έργο περιλαμβάνει και ορισμένες ανακρίβειες: η εκτέλεση φαίνεται πως έλαβε χώρα στο ημίφως κάποιου κελιού, ενώ στην πραγματικότητα έγινε στην αυλή του Πύργου. Ο Ντελαρός πιστεύεται πως έδωσε ο ίδιος αυτή την ελευθερία στον εαυτό του ώστε να εντείνει το δραματικό στοιχείο και να περάσει το μήνυμά του όπως ήθελε.
Επίσης υπάρχουν ανακρίβειες στο ρουχισμό της Λαίδης, η οποία στον πίνακα απεικονίζεται να φορά μεσοφόρι γαλλικού τύπου. Τέλος, κατά την εκτέλεση πιστεύεται πως η Λαίδη δεν φορούσε μαντήλι στα μάτια` ωστόσο στον πίνακα το μαντήλι και το λευκό μεσοφόρι, τα λυτά της μαλλιά, καθώς και η ίδια η στάση του σώματός της, την κάνουν να φαίνεται εξαιρετικά ευάλωτη.
Στα αριστερά του πίνακα δύο ακόλουθοι της Λαίδης αποστρέφουν με πόνο το βλέμμα από το αποτρόπαιο γεγονός, ενώ η μία είναι μισολιπόθυμη σε μια κολόνα κρατώντας τα ρούχα της κυρίας της. Στα δεξιά στέκεται όρθιος ο δήμιος, προφανώς όχι χαρούμενος με αυτό που πρόκειται να κάνει, ωστόσο πιστός στο καθήκον του.
Τα συναισθήματα που αποπειράται να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης μέσω του πίνακα, αναλύθηκαν από την Επικεφαλής της Εκπαίδευσης της Εθνικής Πινακοθήκης, Γκισλέιν Κένυον, για μια εκπομπή του Channel 4 με τίτλο «National Gallery» το 2008. Η Κένυον σχολίασε το προμήνυμα που υποσυνείδητα δημιουργεί το σκοτάδι στον πίνακα. Επίσης προέβαλε την άποψη ότι το καθαρό άχυρο, που συνήθως τοποθετούταν κοντά στο χώρο εκτέλεσης για να απορροφά το αίμα, και το λευκό ένδυμα, επίτηδες παρέμειναν λευκά ώστε να αφήσουν τον παρατηρητή να πλάσει με τη φαντασία του, το τι θα τους συμβεί ακολούθως.
Ιστορία
Το έργο δημιουργήθηκε μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, η οποία έδιωξε από το θρόνο του το Βασιλιά Κάρολο Ι' της Γαλλίας. Ο αδερφός του Καρόλου ήταν ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' της Γαλλίας, ο οποίος έχασε επίσης το θρόνο, αλλά και τη ζωή του, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Το έργο επίσης φέρνει στο νου την εκτέλεση της Μαρίας Αντουανέττας. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, το γεμάτο αυτό συναίσθημα έργο, προκάλεσε αίσθηση στην εποχή του΄. Ήταν δε ιδιαίτερα δημοφιλές στο Παρίσι όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1834.
Το έργο περιήλθε στην κατοχή του Λόρδου Τσέυλσμορ, που το κληροδότησε στην Πινακοθήκη Τέιτ το 1902.
Ο πίνακας θεωρήθηκε πως χάθηκε ανάμεσα σε άλλα έργα, κατά τη διάρκεια μιας καταστροφικής πλημμύρας στην Πινακοθήκη Τέιτ το 1928. Ανακαλύφθηκε και πάλι το 1973 από τον διευθυντή Κρίστοφερ Τζόνστοουν ο οποίος έγραφε ένα βιβλίο σχετικά με το Βρετανό ζωγράφο Τζον Μάρτιν και φυλλομετρούσε τους κατεστραμμένους καμβάδες της πλημμύρας, αναζητώντας κάποιο χαμένο έργο του καλλιτέχνη. Τελικά βρήκε το Μάρτιν, κατεστραμμένο εντελώς, τυλιγμένο μέσα στον πίνακα του Ντελαρός ο οποίος βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση. Ο τελευταίος μεταφέρθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη σύμφωνα με τη συμφωνία διανομής των έργων στα βρετανικά μουσεία.
Πορτρέτο του Φέλιξ Μέντελσον (ελαιογραφία του Edward Magnus, 1846)
Ο Γιάκομπ Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, Αμβούργο, 3 Φεβρουαρίου 1809 – Λειψία, 4 Νοεμβρίου 1847), γεννημένος και ευρέως γνωστός ως Φέλιξ Μέντελσον ήταν Γερμανός συνθέτης, πιανίστας, οργανίστας και διευθυντής ορχήστρας της πρώιμης ρομαντικής περιόδου, από τις διασημότερες φυσιογνωμίες της εποχής.
Εγγονός του φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον (Moses Mendelssohn), ο Φέλιξ γεννήθηκε σε μια εξέχουσα εβραϊκή οικογένεια. Ανατράφηκε άθρησκος μέχρι την ηλικία των επτά ετών, όταν βαφτίστηκε ως Μεταρρυθμιστής χριστιανός. Νωρίς, θεωρήθηκε παιδί-θαύμα, αλλά οι γονείς του ήταν επιφυλακτικοί και δεν επεζήτησαν να αξιοποιήσουν το ταλέντο του.
Ο Μέντελσον απολάμβανε πρώιμη επιτυχία στη Γερμανία, όπου επανέφερε το ενδιαφέρον για τη μουσική τού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ιδιαίτερα αποδεκτός στη Βρετανία, ως συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ, και οι δέκα επισκέψεις του εκεί -κατά τις οποίες πολλά από τα μεγάλα έργα του έκαναν πρεμιέρα- αποτελούν σημαντικό μέρος της καριέρας του. Ωστόσο, οι -ουσιαστικά- συντηρητικές του προτιμήσεις, τον διαχώρισαν από πολλούς από τους πιο «εκσυγχρονιστές» μουσικούς της εποχής του, όπως ήσαν οι Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Σαρλ Αλκάν και Εκτόρ Μπερλιόζ. Το Ωδείο της Λειψίας (σήμερα Πανεπιστήμιο Μουσικής και Θεάτρου της Λειψίας), το οποίο ίδρυσε, έγινε προπύργιο αυτής της «αντι-ριζοσπαστικής» προοπτικής.
Ο Μέντελσον έγραψε συμφωνίες, κοντσέρτα, ορατόρια και μουσική δωματίου, ιδιαίτερα για το πιάνο. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται η εισαγωγή και προγραμματική μουσική για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, η Ιταλική Συμφωνία, η Σκωτική Συμφωνία, η εισαγωγή Εβρίδες, το Κοντσέρτο για βιολί και το Οκτέτο εγχόρδων. Τα Τραγούδια Χωρίς Λόγια είναι οι πιο διάσημες συνθέσεις του για σόλο πιάνο. Μετά από μακρά περίοδο, σχετικού, παραγκωνισμού της μουσικής του, λόγω των μεταβαλλόμενων μουσικών προτιμήσεων και του επικρατούντος αντισημιτισμού, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η δημιουργική πρωτοτυπία του έχει πλέον αναγνωριστεί και επανεκτιμηθεί. Περιλαμβάνεται, πλέον, στους πιο δημοφιλείς συνθέτες της ρομαντικής εποχής, αν και ο θεωρούμενος ως «συντηρητισμός» του, προκάλεσε αντιδράσεις, με αποκορύφωμα τη σκληρότατη κριτική που δέχτηκε από τον Βάγκνερ (βλ. Φήμη και παρακαταθήκη)
Ο Φέλιξ Μέντελσον γεννήθηκε το 1809 στο Αμβούργο που, τότε, ήταν ανεξάρτητη πόλη-κράτος , στο ίδιο σπίτι όπου, έναν χρόνο αργότερα, γεννήθηκε ο βιολονίστας Φ. Ντάβιντ (Ferdinand David). Ο Ντάβιντ ήταν ο μουσικός στον οποίο αφιέρωσε ο συνθέτης το έργο του, Κοντσέρτο για βιολί. Ο πατέρας του, τραπεζίτης στο επάγγελμα, Άμπρααμ Μέντελσον, ήταν γιος του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον. Η μητέρα του, Λία Σάλομον (Lea Salomon), ήταν μέλος της οικογένειας Ίτζιγκ (Itzig) και αδελφή του Γ. Σ. Μπαρτόλντι (Jakob Salomon Bartholdy). Ο Μέντελσον ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας· η μεγαλύτερη αδελφή του, Φάνι, επέδειξε επίσης εξαιρετικό και πρόωρο μουσικό ταλέντο.
Το 1811, τα μέλη της οικογένειας εγκατέλειψαν το Αμβούργο και εγκαταστάθηκαν στο Βερολίνο. Είχαν μεταμφιεστεί, επειδή φοβόντουσαν εκδίκηση των Γάλλων για τον ρόλο της «Τράπεζας Μέντελσον», στο να σπάσει το εμπάργκο (Blocus continental) που είχε επιβάλει ο Ναπολέων Βοναπάρτης στο οικονομικό ηπειρωτικό σύστημα. Ο Άμπρααμ και η Λία Μέντελσον προσπάθησαν να δώσουν στα παιδιά τους -Φάνι, Φέλιξ, Πάουλ και Ρεβέκα- την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Η Φάνι έγινε γνωστή πιανίστα και ερασιτέχνης συνθέτιδα, μάλιστα αρχικά, ο Άμπρααμ είχε σκεφτεί ότι, αυτή και όχι ο Φέλιξ, είχε μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, δεν θεωρείτο πρέπον ούτε από τον Άμπρααμ ούτε από τον Φέλιξ, για μια γυναίκα να έχει καριέρα στη μουσική, οπότε η Φάνι παρέμεινε ενεργή αλλά μη-επαγγελματικός μουσικός. Ο Άμπρααμ, ωστόσο, δεν θέλησε να επιτρέψει ούτε στον Φέλιξ να ακολουθήσει μουσική σταδιοδρομία, μέχρι να καταστεί σαφές ότι σκόπευε σοβαρά να αφιερωθεί σ’ αυτήν.
Ο Μέντελσον μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον διανοουμένων. Στους τακτικούς επισκέπτες που προσκαλούσαν οι γονείς του, στο σπίτι της οικογένειας στο Βερολίνο, περιλαμβάνονταν καλλιτέχνες, μουσικοί και επιστήμονες, μεταξύ των οποίων οι Βίλελμ και Αλεξάντερ φον Χούμπολτ, και ο μαθηματικός Π. Γ. Ντιρικλέ (Peter Gustav Lejeune Dirichlet, τον οποίο αργότερα θα παντρευτεί η αδερφή του Φέλιξ, Ρεβέκα). Συνηθιζόταν να λέγεται ότι, «όλη η Ευρώπη μαζευόταν στο σαλόνι τους».
Μουσική εκπαίδευση
Όπως συνέβη με τον Μότσαρτ, ο Μέντελσον χαρακτηρίστηκε ως «παιδί θαύμα». Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, όταν ήταν έξι ετών, και στα επτά του μελετούσε με την Μαρί Μπιγκό (Marie Bigot) στο Παρίσι. Όταν η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο, και τα τέσσερα παιδιά Μέντελσον μελέτησαν πιάνο με τον Λ. Μπέργκερ (Ludwig Berger), ο οποίος ήταν πρώην μαθητής του Μούτσιο Κλεμέντι. [30] Από τον Μάιο του 1819 -τουλάχιστον-, ο Φέλιξ (και η αδελφή του Φάνι) σπούδασαν αντίστιξη και σύνθεση με τον Κ. Τσέλτερ (Carl Friedrich Zelter) στο Βερολίνο.
Αυτή ήταν μια σημαντική επιρροή στη μελλοντική καριέρα του. Τον Τσέλτερ είχε, σίγουρα, συστήσει η θεία του Φέλιξ, Σάρα Λέβι και ήταν μαθητής του Βίλελμ Φρίντριχ Μπαχ και πάτρονας του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ. Η Σάρα ήταν, η ίδια, μια ταλαντούχα πιανίστα, συχνά παίζοντας με την ορχήστρα του Τσέλτερ στην Ακαδημία Τραγουδιού του Βερολίνου, της οποίας η ίδια και η οικογένεια Μέντελσον υπήρξαν χορηγοί. Η Σάρα είχε συγκεντρώσει σημαντικό αριθμό χειρογράφων της οικογένειας Μπαχ, τα οποία κληροδότησε στην Ακαδημία. Ο Τσέλτερ, του οποίου τα γούστα στη μουσική ήσαν «συντηρητικά» ήταν, επίσης, θαυμαστής της παράδοσης Μπαχ, στοιχείο που, αναμφίβολα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μουσικών προτιμήσεων του Φέλιξ. Γι’αυτό και τα έργα του Μέντελσον δείχνουν μελέτη του μπαρόκ και της πρώιμης κλασσικής μουσικής. Οι φούγκες και τα κοράλ του αντανακλούν, ιδιαίτερα, μια τονική σαφήνεια και χρήση της αντίστιξης που θυμίζει τον μεγάλο κάντορα, από τη μουσική του οποίου επηρεάστηκε βαθιά.
Πρώιμη ωριμότητα
Ο Μέντελσον, πιθανώς, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα 9 του χρόνια, όταν συμμετείχε σε μια συναυλία μουσικής δωματίου, συνοδεύοντας ένα ντούο από κόρνα. Ήταν, επίσης, ένας παραγωγικός συνθέτης από νεαρή ηλικία. Ως έφηβος, τα έργα του παρουσιάζονταν συχνά στο σπίτι του, με μια ιδιωτική ορχήστρα για τους συνδαιτημόνες των πλούσιων γονέων του, μεταξύ της πνευματικής ελίτ του Βερολίνου. ref>Mercer-Taylor (2000), 36</ref> Μεταξύ 12 και 14 ετών, ο Μέντελσον έγραψε 12 συμφωνίες για έγχορδα, για τέτοιες συναυλίες. Αυτά τα έργα αγνοήθηκαν για πάνω από έναν αιώνα, αλλά τώρα ηχογραφούνται και, περιστασιακά, παίζονται σε συναυλίες. Έγραψε την πρώτη του δημοσιευμένη δουλειά, ένα κουαρτέτο για πιάνο, σε ηλικία 13 ετών. Ήταν μάλλον ο πατέρας του που ανέλαβε τη δημοσίευση αυτού του πρώιμου κουαρτέτου πιάνου του Φέλιξ, από τον εκδοτικό οίκο «Schlesinger». Το 1824, ο 15χρονος Μέντελσον έγραψε την Πρώτη του Συμφωνία για πλήρη ορχήστρα (Op. 11).
Σε ηλικία 16 ετών, ο Μέντελσον συνέθεσε το Οκτέτο για έγχορδα σε Μιb Μείζονα, το πρώτο έργο που κατέδειξε την πλήρη δύναμη της μεγαλοφυίας του. Αυτό και η εισαγωγή για το Όνειρο Θερινής Νυκτός, το οποίο έγραψε ένα έτος αργότερα, το 1826, είναι τα πιο γνωστά από τα πρώτα του έργα. (Αργότερα, το 1842, έγραψε επίσης προγραμματική μουσική για το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου Γαμήλιου Εμβατηρίου). Η εισαγωγή είναι, ίσως, το πιο πρώιμο παράδειγμα μιας εισαγωγής κοντσέρτου ή κοντσερτάντε εισαγωγής -δηλαδή, ένα κομμάτι που δεν γράφηκε σκόπιμα για να συνοδεύει μια σκηνική παράσταση, αλλά να φέρει στη μνήμη των ακροατών ένα λογοτεχνικό θέμα παρουσιασμένο σε μια σκηνή συναυλιών. Ήταν ένα είδος που υπήρξε πολύ δημοφιλής φόρμα στη ρομαντική μουσική.
Το 1824, ο Μέντελσον σπούδασε με τον συνθέτη και τον βιρτουόζο του πιάνου Ί. Μόσελες (Ignaz Moscheles) ο οποίος, όπως εξομολογήθηκε στα ημερολόγιά του, δεν είχε πολλά να τον διδάξει. Ο Μόσελες, όμως, έγινε στενός συνάδελφος και φίλος του Μέντελσον, δια βίου. Το 1827, έκανε πρεμιέρα η όπερα του Μέντελσον Ο Γάμος του Κομάτσο. Το έργο απέτυχε και αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία παράσταση στη διάρκεια της ζωής του συνθέτη. Η αποτυχία αυτής της παραγωγής έκανε τον Μέντελσον να αποφύγει να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη φόρμα, στο εξής.
Εκτός από μουσική, η εκπαίδευση του Μέντελσον περιελάμβανε τέχνη, λογοτεχνία, γλώσσες και φιλοσοφία. Ιδιαίτερα, έδειξε ενδιαφέρον για την κλασική λογοτεχνία, μάλιστα, μετέφρασε την Ανδρία του Τερεντίου για τον δάσκαλό του, Χέιζε, το 1825. Ο Χέιζε εντυπωσιάστηκε και εξέδωσε το έργο, το 1826, ως πόνημα του «μαθητή του, Φ****» [δηλ. "Φέλιξ" (οι αστερίσκοι είναι όπως στο αρχικό κείμενο)]. Αυτή η μετάφραση εξασφάλισε στον Μέντελσον σπουδές στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου όπου, από το 1826 έως το 1829, παρακολούθησε διαλέξεις περί αισθητικής, του περίφημου φιλοσόφου Χέγκελ, αλλά και μαθήματα ιστορίας με τον Έ. Γκανς (Eduard Gans) και γεωγραφίας με τον Κ. Ρίτερ (Carl Ritter).
Ο Ανρί Ματίς (πλήρες όνομα Henri Émile Benoît Matisse, 31 Δεκεμβρίου 1869 – 3 Νοεμβρίου 1954) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ζωγράφους του 20ου αιώνα. Θεωρείται ιδρυτής του καλλιτεχνικού κινήματος του φωβισμού καθώς και μία από τις σημαντικότερες μορφές της μοντέρνας τέχνης.
Ο Ματίς γεννήθηκε στην επαρχία Λε Κατώ-Καμπρεζί (Le Cateau-Cambrésis) της βόρειας Γαλλίας ενώ μεγάλωσε στην περιοχή Μποέν-εν Βερμαντουά (Bohain-en-Vermandois). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι όπου μετακόμισε το 1887 και αφού απέκτησε την δικηγορική άδεια εργάστηκε για ένα διάστημα ως συμβολαιογράφος στην γενέτειρά του. Το 1891 προσβλήθηκε από ασθένεια και κατά το στάδιο της ανάρρωσής του ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην ακαδημία τεχνών Julian, μαθητής του Οντιλόν Ρεντόν (Odilon Redon) και του Γκυστάβ Μορώ.
Ο Ματίς παράγει τους πρώτους του πίνακες επηρεασμένος από τα έργα των Σεζάν, Γκωγκέν, βαν Γκογκ, αλλά και από την παραδοσιακή ιαπωνική τέχνη. Η μεθοδολογία του περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον ίδιο, αρχικά την ανεξάρτητη επεξεργασία επιμέρους στοιχείων του πίνακα και στο τελικό μόνο στάδιο την ανάμιξή τους για την παραγωγή της τελικής σύνθεσης. Η τεχνοτροπία του Ματίς είναι αυτή που χαρακτηρίζει το κίνημα των φωβιστών. Η θεματολογία του ήταν διανθισμένη συνήθως με έντονα, φωτεινά χρώματα και αποτελείται κυρίως από προσωπογραφίες, εσωτερικούς χώρους και θέματα νεκρής φύσης.
Η πρώτη ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε πραγματοποιήθηκε το 1901 ενώ η πρώτη ατομική του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1904. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Την περίοδο 1908-1912 εκθέτει επίσης πολλά έργα του σε Μόσχα, Βερολίνο, Μόναχο και Λονδίνο.
Αν και το κίνημα των φωβιστών, του οποίου αποτελεί ηγετική μορφή, χάνει την αίγλη του μετά το 1906, ο ίδιος ο Ματίς γνωρίζει σημαντική καλλιτεχνική αναγνώριση με τα έργα που παράγει την περίοδο 1906-1917 τα οποία ξεφεύγουν από τα όρια του φωβισμού.
Ο Ματίς συνδέθηκε φιλικά με τον Πάμπλο Πικάσο αν και μεταξύ τους υπήρχε πάντα και το στοιχείο του ανταγωνισμού.
Από το 1917 μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του, ο Ματίς έζησε στην πόλη Σιμιέ(Cimiez), σημερινό προάστιο της Νίκαιας (Nice). Το 1941 διαγνώστηκε πως πάσχει από καρκίνο και ένα μέρος των τελευταίων χρόνων της ζωής του αναγκάστηκε να το περάσει σε αναπηρική καρέκλα. Παρά το γεγονός αυτό, δεν εγκατέλειψε το έργο του, αντιθέτως ασχολήθηκε ενεργά με την τεχνική του κολάζ, μέσω της οποίας κατάφερε να παραγάγει μερικά από τα ιδιαίτερα αναγνωρίσιμα σήμερα έργα του.
Η έννοια φωβισμός προέρχεται από τη γαλλική λέξη -fauve που μπορεί να μεταφραστεί άγριο θηρίο (χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει και τα αιλουροειδή) και δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την ελληνική λέξη -φόβος. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1905 στην πρώτη έκθεση της ομάδας των φωβιστών στο Παρίσι.
Αντιπροσωπεύει τη ζωηρή και χαρούμενη έκρηξη μιας τέχνης συνώνυμης με τη νεότητα, από καλλιτέχνες παθιασμένους για τον κόσμο και πρόθυμους να μεταφέρουν στο μουσαμά ένα ισχυρό φορτίο αισθήσεων, που υλοποιούνται με το χρώμα. Μέσα στη φρεσκάδα, στη τολμηρή σιγουριά που φαίνεται να θέλει ν' αποβάλει όλες τις προηγούμενες εμπειρίες, εδρεύει η δύναμη της ξέφρενης ρήξης για την ανανέωση της παρόρμησης. Χρώματα, χρώματα και πάλι χρώματα μέσα σε χρώματα, έτσι που η μορφή πια να μην είναι το ζητούμενο αλλά τούτη η χρωματιστή φόρμα, σαν πανδαισία.Ο κύριος εμπνευστής της, Ματίς, μα και μετέπειτα όλοι οι άλλοι που ακολούθησαν, μέσα στη διάσπαρτη ποικιλομορφία, στο τέλος του 19ου αιώνα, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ιδίωμα ουσιαστικώς αυτόνομο και νέο, για να πετύχουν τους στόχους του. Με τον Ματίς λοιπόν και τους άλλους Φωβιστές -- που θεωρούν ήδη ξεπερασμένο τον Ιμπρεσσιονισμό, παρόλο που αυτός ακόμα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, αμηχανία, φιλυποψία και σκεπτικισμό, από κοινό και κριτικούς -- γεννιέται μια καθαρή ζωγραφική που αποτελεί αυτοσκοπό. Μια ζωγραφική παράφορη, μες την ευτυχία της ακαταπίεστης ύπαρξής της κι υποκειμενική μόνο, όχι στους επιστημονικούς αλλά στους ενστικτώδεις νόμους της αρμονίας των χρωμάτων, μέσα στον πίνακα. Δεν είναι τυχαίο που τελικά κι ο ίδιος ο Μπρακ, γρήγορα εντάχτηκε σ' αυτή την τάση, εγκαταλείποντας τον Κυβισμό.