ΙΔΕΟπολις
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com
ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
Μουσική και
Πολιτική: Χατζιδάκης ο «απολιτίκ(;)»
και ο αριστερός Θεοδωράκης
«Αν δεν είχα βιώσει αυτά
που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτήν την μουσική. Η μουσική για εμένα ποτέ δεν
υπήρξε αυτοσκοπός, είναι κάτι το βιωματικό».(Μίκης Θεοδωράκης)
Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη πέραν όλων των άλλων
ανέδειξε και δύο θέματα. Το πρώτο αφορά τις σχέσεις του με τον Μάνο Χατζιδάκη και το δεύτερο τη σχέση Μουσικής και Πολιτικής. Για τις σχέσεις
των δύο μουσικών «τεράτων» της
νεοελληνικής μουσικής ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Άλλα αποτυπώνουν την
αλήθεια κι άλλα προσεγγίζουν τη μυθοπλασία για την οποία οι συγκάτοικοι τώρα
της «γειτονιάς των αγγέλων» ίσως να
γελούν ή και να θυμώνουν.
Ωστόσο οι ανθρώπινες σχέσεις
και ο «μουσικός ανταγωνισμός» των δύο μουσικών βοήθησαν σημαντικά
στην παραγωγή μουσικών αριστουργημάτων αλλά ταυτόχρονα τροφοδότησαν και τον
προβληματισμό για τη σχέση των μουσικών με την πολιτική. Απόρροια και παράγωγο
θέμα αυτών των προβληματισμών και οι συζητήσεις για τη σχέση Μουσικής και Πολιτικής. Σωστό, λοιπόν, είναι ό,τι γράφεται ή λέγεται για τις
σχέσεις Χατζιδάκη και Θεοδωράκη να λαμβάνει σοβαρά υπόψη το πολιτικό χρώμα της
μουσικής τους και κυρίως να ερμηνεύει ορθολογικά τα όρια της Μουσικής και της
Πολιτικής.
Μουσική
και Πολιτική
Ανιχνεύοντας ιστορικά τις
σχέσεις Μουσικής και Πολιτικής οδηγούμαστε σε δύο βασικές διαπιστώσεις. Η μία – λίγο απόλυτη – θεωρεί πως οι δύο αυτές
έννοιες είναι όχι μόνο ετυμολογικά και σημασιολογικά διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και «αφιλόξενες» μεταξύ τους. Κι αυτό γιατί πολλοί πρεσβεύουν πως η
ανάμειξη της μιας στην άλλη ακυρώνει το ρόλο και των δύο. Η άλλη άποψη,
αντίθετα, θεωρεί πως η Μουσική και η Πολιτική επικοινωνούν μέσα από έναν υπόγειο αγωγό – ρεύμα στο βαθμό που ο
άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικόν ζώον». Έτσι κάθε δημιούργημά του συνιστά και
μία πολιτική πράξη. Με αυτήν την έννοια η Μουσική και η Πολιτική τέμνονται και
η μία διακονεί την άλλη
εξωτερικεύοντας έτσι το βαθύτερο ιδεολογικό στίγμα του υποκειμένου.
Ιστορικά, βέβαια, παρατηρήθηκαν
και φαινόμενα η μουσική να υπηρετεί την Πολιτική κατά καταχρηστικό και προπαγανδιστικό τρόπο. Στρατευμένοι, δηλαδή, μουσικοί υπηρέτησαν «πιστά» την πολιτική εξουσία παραβιάζοντας βάναυσα τη λεπτή
ισορροπία μεταξύ της Μουσικής και Πολιτικής. Όταν η μουσική γίνεται το εργαλείο
ή ο μηχανισμός επιβολής μιας
ιδεολογίας ή πολιτικής πρακτικής με στόχο την πολιτική ποδηγέτηση του πλήθους, τότε κάτι αρρωστημένο γεννιέται.
Πρόκειται για τη μουσική τερατογέννηση.
Από τους εθνικούς ύμνους κάποιων χωρών, από τα κομματικά τραγούδια μέχρι και
τις μουσικές συνθέσεις που ταυτίστηκαν απόλυτα με κάποια πολιτική ιδεολογία ή
χρησιμοποιήθηκαν για τον ιδεολογικό προσηλυτισμό των πολιτών.
Τα παραδείγματα για την
πολιτική «χρήση» της μουσικής είναι πολλά και έλκουν την καταγωγή τους
από τα παλιά χρόνια. Σχετικά ο Πλάτων
στην «Πολιτεία» του αναφέρει: «Οι
μουσικοί τρόποι δεν αλλοιώνονται ποτέ δίχως να διαταράξουν τις πιο βασικές
πολιτικές και κοινωνικές συμβάσεις». Ο Μύθος του Σάτυρου Μαρσύα από τη Φρυγία είναι ενδεικτικός.
Θέλοντας με τον Αυλό του να προκαλέσει (μουσικός νεωτερισμός) τον Φοίβο Απόλλωνα (Λύρα…) τον κάλεσε σε μία «μουσική
μονομαχία». Στο τέλος ο Μαρσύας νικήθηκε και γδάρθηκε ζωντανός για την Ύβρη του και τη νέα μουσική που
πρότεινε. Ακόμη και μία διαφορετική μουσική πρόταση μπορεί να εκληφθεί ως
πολιτική πράξη – πρόταση αμφισβήτησης του παραδοσιακού.
Ανάλογα είναι και τα παραδείγματα μεγάλων μουσικών που τα
έργα τους οικειοποιήθηκαν αυθαίρετα από κάποια πολιτικά καθεστώτα ή οι ίδιοι οι
πολιτικοί συνειδητά υπηρέτησαν αυτά: Βέρντι,
Μπετόβεν, Βάγκνερ, Σοστακόβιτς
είναι μερικοί μουσικοί που το έργο τους πρόβαλε εμφαντικά τις σχέσεις Μουσικής
και Πολιτικής, όταν χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά από τους τρόφιμους της
πολιτικής εξουσίας. Η μουσική στράτευση
συνιστά μία ιεροσυλία για το χώρο της μουσικής. Ο υπουργός προπαγάνδας του
Χίτλερ, ο Γκαίμπελς, συνήθιζε να
επενδύει τις ομιλίες του με μουσική στοχεύοντας στον ιδεολογικό εξανδραποδισμό των ακροατών μέσα από τη συναισθηματική
φόρτιση που προκαλούσαν οι ήχοι της μουσικής.
Η πολιτική ταυτότητα
Εις τα «καθ’ ημάς» - και για να
επανέλθουμε στη σχέση Χαζιδάκη και Θεοδωράκη – η μουσική και η πολιτική ακολούθησαν
μία ανάλογη πορεία. Η μουσική, δηλαδή, πολλές φορές εξέφραζε τις πολιτικές ανησυχίες του δημιουργού ή
κατέστη θεραπαινίδα πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Οι μελετητές του μουσικού
έργου των δύο μουσικών αλλά και της πολιτικής πορείας και ταυτότητάς τους διακρίνουν μία σαφέστατη διαφοροποίηση που εκφράστηκε και αποτυπώθηκε με κάποια στερεότυπα,
όπως: Ο δεξιός – συντηρητικός ή απολιτίκ
Χατζιδάκης vs Ο
αριστερός, προοδευτικός, πολιτικοποιημένος, αγωνιστής Θεοδωράκης.
Πόσο, όμως, αυτά τα στερεότυπα – που από τη φύση τους εμπεριέχουν επικίνδυνες
γενικεύσεις και απολυτοποιήσεις – αποδίδουν την ιστορική αλήθεια; Υπάρχει
άνθρωπος «απολιτίκ», όταν ο άνθρωπος θεωρείται «φύσει και θέσει» πολιτικόν ζώον;
Μία περιδιάβαση στα μουσικά
έργα και των δύο μουσικών θα μάς διευκόλυνε για τις πολιτικές καταβολές και των δύο μουσικών. Για την πολιτική
ταυτότητα του Θεοδωράκη το έργο της
ανίχνευσης είναι εύκολο. Τα μουσικά του έργα εμπεριέχουν σε υπερβολικό βαθμό το
πολιτικό στοιχείο. Οι πολιτικοί
προβληματισμοί, οι ιδεολογικές επιλογές και οι γενικότερες κοινωνικές του
ευαισθησίες είναι εναργέστατες. Πολλές φορές το μουσικό του έργο συνιστά τον
ορισμό του «μουσικού ακτιβισμού». Εξάλλου πάμπολλες φορές και ο ίδιος με
τα λόγια και τα γραπτά του περιέγραψε σαφέστατα την πολιτική του ταυτότητα,
όπως βέβαια και η πολιτική του δράση οριοθέτησε – έστω και με κάποιες πολιτικές
υπερβολές και ασυνέχειες – την πολιτική του ιδεολογία.
Το ζήτημα της σχέσης
Μουσικής (οι) και Πολιτικής κρίνεται δυσχερέστερο στο πρόσωπο του Χατζιδάκη. Την πολιτική του ταυτότητα
περισσότερο την οριοθέτησαν κάποιες δηλώσεις
του ή γραπτά του (τα περίφημα σχόλια
στο Γ΄ πρόγραμμα) και πολύ λιγότερο το μουσικό του έργο. Ενδεικτικές είναι οι
δηλώσεις του που χαρτογραφούν το πολιτικό περιεχόμενο της προσωπικότητάς του.
«Είμαι δημοκράτης, αστός, ουμανιστής και
αναθεωρητής της δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομουνιστής. Εγώ περιέχω και την
αριστερά. Η αριστερά, όμως, δεν με περιέχει»
Πόσο, όμως, αυτή η ομολογία
υπηρετήθηκε και πιστοποιείται από τη μουσική του; Σε ποιο σημείο κάποιο μουσικό
του δημιούργημα συγκλίνει με την πολιτική
ταυτότητα και πορεία του καθ’ ομολογίαν αριστερού Θεοδωράκη
Η
περίπτωση του «Κεμάλ»
«Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο
κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα»
Οι τελευταίοι αυτοί στίχοι
του τραγουδιού του Χατζιδάκη, του «Κεμάλ» ίσως να αποτυπώνουν την συντηρητική(;) ιδεολογία του για την
αλλαγή του κόσμου. Ίσως να είναι και το απόσταγμα μιας βιωμένης γνώσης και
βιοθεωρίας που θυμίζει ή παραπέμπει στην Παρμενίδειο
θεωρία περί «ακινησίας» και
σταθερότητας των βασικών δομών του σύμπαντος. Ίσως – ίσως να εξωτερικεύουν την
προσωπική πικρία του μουσικού για
την κυριαρχία του φθηνού και της υποκουλτούρας
της εποχής του. Ασυμβίβαστος στις σειρήνες του ψεύτικου και του χυδαίου είχε
πει πως:
«Δύο είναι οι εχθροί της
πολιτικής και του πολιτισμού: Ο λαϊκισμός
και ο ελιτισμός».
Κεμάλ
- Χατζιδάκης (Το τραγούδι "Κεμάλ")
Ωστόσο σε κάποιους άλλους
στίχους του ίδιου τραγουδιού ο Χατζιδάκης αναιρεί εν μέρει το τελευταίο δίστιχο
διακηρύσσοντας εμφαντικά πως:
«Νικημένο μου ξεφτέρι, δεν
αλλάζουν οι καιροί/ με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί».
Όσο κι αν ξαφνιάζει αυτή η
θέση του Χατζιδάκη – στίχοι Ν. Γκάτσου – φαίνεται να καταγράφει εμφαντικά τη
βαθύτερη ουσία της πολιτικής ταυτότητάς
του, ακυρώνοντας τους χαρακτηρισμούς περί ενός συντηρητικού ή «απολιτίκ» μουσικού δημιουργού. Βέβαια ο
Χατζιδάκης δεν ανήκει στους υπέρμαχους της βίας
ούτε της επανάστασης. Ούτε βέβαια
ασπαζόταν τη θέση του Μαρξ πως «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας».
Απλά είδε ξεκάθαρα πως οι μεγάλες αλλαγές είναι απόρροια βίαιων γεγονότων και
ανθρώπινων συμπεριφορών. Η Τέχνη, η μουσική και ο πολιτισμός δεν είναι αρκετά
για να αλλάξει ο κόσμος.
Ο γνωστός στιχουργός Μανώλης Ρασούλης διακωμωδώντας το
τελευταίο δίστιχο του Κεμάλ πρόβαλε τη δική του αντιπρόταση με δικό του
τραγούδι: «Αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει Κεμάλ/ θέλει σωστοί χιλιάδες να ‘ναι
στους τροχούς/ να ‘ναι ψυχή η νύφη και γαμπρός ο νους».
Η
πολιτική σύγκλιση
Στο μοναδικό, ίσως, πολιτικό
τραγούδι – «Κεμάλ» - του Χατζιδάκη θα μπορούσαμε να συστοιχίσουμε τον «Επιτάφιο»,
το «Γελαστό
παιδί» και το «Ένα το Χελιδόνι» (Άξιον Εστί) του
Θεοδωράκη. Είναι από τις λίγες φορές που μουσικά και πολιτικά συγκλίνουν οι δύο
μουσικοί, έστω κι αν τους χώριζε μία πολιτική άβυσσος. Θεματολογικά – και όχι μουσικά – τα παραπάνω τραγούδια διακηρύσσουν τη
διαχρονική εμπειρία και διαπίστωση πως οι αλλαγές (κοινωνικές, πολιτικές…)
χρειάζονται τη συνεργασία πολλών, το
αγωνιστικό πνεύμα και ίσως – ίσως τη βία και τη θυσία ανθρώπων.
«Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη
ακριβή/ για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή/ Θέλει νεκροί χιλιάδες να
‘ναι στους τροχούς/ Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους»
(Οδ. Ελύτη «Άξιον Εστί»)
Το «Γελαστό παιδί» (υπαρκτό
πρόσωπο) και ο «Κεμάλ» (κάτι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο μύθο) έφεραν
κοντά τους δύο μουσικούς γίγαντες της μουσικής μας σε έναν χώρο που οι διαφορές
τους – αντιθέσεις τους ήταν μεγάλες. Ωστόσο και οι δύο δεν συμβιβάστηκαν με το
ψευδεπίγραφο «λαϊκό» και εργάστηκαν για το πραγματικό «λαϊκό», τη λαϊκότητα,
έστω και με διαφορετικές μουσικές προτάσεις. Η μελοποίηση και η απόδοση του «Επιταφίου»
του Ρίτσου είναι η κατεξοχήν ενδεικτική περίπτωση της δημιουργικής συνεργασίας και διαφωνίας των δύο μουσικών. Και οι δύο ήταν ασυμβίβαστοι απέναντι
στους ευτελείς μηχανισμούς του κράτους.
«Δεν είναι
συμφέρον κανενός κράτους να παρέχει ουσιαστική παιδεία, γιατί αυτή δημιουργεί
ελεύθερους πολίτες, και αυτοί είναι επικίνδυνοι για το κράτος».(Χατζιδάκης)
Αντικρατιστής ή αναρχικός ο Χατζιδάκης; Πολιτικά όχι. Η
μουσική του, όμως, ευαισθησία και η αυστηρή αισθητική του θα μπορούσαν να τον κατατάξουν σε μία sui generis μορφή «αναρχισμού». Ο
Θεοδωράκης με τον πολιτικό του ακτιβισμό και τις αντισυμβατικές του πολιτικές μεταμορφώσεις έκανε πράξη τον
μουσικό και πολιτικό του «αναρχισμό».
Εξάλλου και οι δύο πίστευαν πως η μη-αντίδραση
στο κακό και το άσχημο μολύνει όλους.
«Όταν, όμως, το πρόσωπο του
τέρατος πάψει να μάς τρομάζει,
τότε πρέπει να φοβόμαστε…
γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε
αρχίσει να του μοιάζουμε».(Χατζιδάκης)