Τζακ Κέρουακ ( 12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969 )

 

O Τζακ Κέρουακ (Jack Kerouac, πραγματικό όνομα: Jean-Louis Lebris de Kérouac, 12 Μαρτίου 1922 - 21 Οκτωβρίου 1969) ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, εικονοκλάστης του γραπτού λόγου, ένας από τους κύριους εκπροσώπους, μαζί με τους Γουίλιαμ Μπάροουζ και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, της Μπητ γενιάς (αγγλ. Beat Generation) και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του ανήκουν τα μυθιστορήματα Οι αλήτες του Ντάρμα, Οι υποχθόνιοι και πάνω απ΄όλα το Στο δρόμο.
Ο Κέρουακ αναγνωρίζεται για τη μέθοδο της αυθόρμητης πρόζας. Από θεματικής πλευράς, το έργο του εκτείνεταιν σε πεδία όπως η Καθολική πνευματικότητα, η τζαζ, η ελευθεριότητα, ο Βουδισμός, τα ναρκωτικά, η φτώχεια και τα ταξίδια. Κατέστη διασημότητα του underground και, μαζί άλλους Μπητ λογοτέχνες, ένας από τους προγόνους του κινήματος των χίπις, αν και παρέμεινε εχθρικός προς ορισμένα από τα πολιτικά ριζοσπαστικά στοιχεία του.
Το 1969, σε ηλικία 47 χρονών, ο Κέρουακ πέθανε από εσωτερική αιμορραγία εξαιτίας της μακροχρόνιας κατάχρησης αλκοόλ. Από το θάνατό του, το λογοτεχνικό κύρος του Κέρουακ έχει αυξηθεί, και πολλά απαρατήρητα στο παρελθόν έργα του έχουν δημοσιευθεί. Όλα τα βιβλία του είναι σε κυκλοφορία σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των Η Κωμόπολη και η Πόλη, Στο δρόμο, Ντόκτορ Σακς, Οι αλήτες του Ντάρμα, Mexico City Blues, Οι υποχθόνιοι, Ο γυρισμός του ταξιδευτή, Οράματα του Κόντυ, Η θάλασσα τ' αδέρφι μου, και Μπιγκ Σερ

Οικογενειακή καταγωγή

Γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 12 Μαρτίου 1922. Ήταν γιος του Λεό Αλσίντ Κιρουάκ ή Κερουάκ και της Γκαμπριέλ Ανιέ Λεβέκ. H καταγωγή του Κέρουακ ήταν γαλλο-καναδική. Οι πρόγονοι της οικογένειας είχαν φτάσει το 18ο αιώνα από τη Βρετάνη της Γαλλίας στο Νέο Κόσμο και εγκαταστάθηκαν στο Κεμπέκ.Ο παππούς του, Ζαν Μπατίστ, υπήρξε πιθανότατα ο πρώτος Κερουάκ που μετακινήθηκε γύρω στο 1890 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα στο Νιου Χαμσάιρ, όπου εργάστηκε ως μαραγκός. Σύμφωνα με διηγήσεις του πατέρα του, η οικογένεια των Κερουάκ αποτελούνταν από αριστοκράτες απογόνους Κελτών που έφθασαν στην Κορνουάλη από την Ιρλανδία, για να μετεγκατασταθούν αργότερα στη Βρετάνη, όπου απέκτησαν ένα προγονικό οικόσημο που περιείχε το γνωμικό Aimer, Travailler et Souffrir (Να αγαπάς, να εργάζεσαι και να υποφέρεις). H οικογένεια του Κέρουακ έδινε μεγάλη σημασία στην γαλλική καταγωγή της και τη γλώσσα, καθώς και στην καθολική πίστη.

Παιδικά και νεανικά χρόνια

Ο Τζακ Κέρουακ, που σε όλη τη ζωή του παρέμεινε δίγλωσσος, μέχρι την ηλικία των έξι ετών δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά. Οι γονείς του συνεννοούνταν στο σπίτι στη ζουάλ (joual), μια εκδοχή της κεμπεκικής διαλέκτου της γαλλικής, η οποία θεωρείτο υποδεέστερη από τους αγγλόφωνους και στοιχείο διάκρισης - απομόνωσης. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, που έζησε έως την ενηλικίωσή του στην εργατική γαλλο-καναδική συνοικία του Λόουελ, είχε κυρίως Ελληνοαμερικάνους για στενούς φίλους. Για τον Κέρουακ, η γαλλο-καναδική γλώσσα δεν ήταν ένα απλό εργαλείο συνεννόησης με τους οικείους του, αλλά βασικό στοιχείο ταυτότητας, όπως και ο αδιάσπαστα συνδεδεμένος με αυτήν καθολικισμός.
Το 1926 βίωσε το χαμό του αδελφού του Ζεράρ από ρευματικό πυρετό, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά και τον ενέπνευσε να γράψει το μυθιστόρημα Visions of Gerard, όπου -μεταξύ άλλων- αποτύπωσε και το μαρτυρικό θάνατό του. Η καταπληκτική του μνήμη τού χάρισε από νωρίς το προσωνύμιο Memory Babeκαι τον βοήθησε στη συγγραφή των έργων του, που σε μεγάλο βαθμό βασίζονταν σε αναμνήσεις του παρελθόντος. Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα κι από μικρή ηλικία έδειξε τάση προς την καλλιτεχνία, γράφοντας δικά του περιοδικά, τα οποία μάλιστα εικονογραφούσε μόνος του.

Σπουδές στη Νέα Υόρκη

Μεγαλώνοντας, ο Κέρουακ εξελίχθηκε σε εξαιρετικό αθλητή του στίβου, του μπέιζμπολ και πάνω απ΄ όλα του αμερικανικού ποδοσφαίρου, του οποίου ήταν και ο σχολικός ήρωας. Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών του (Ιούνιος 1939), ο προπονητής της ομάδας (αμερικανικού) ποδοσφαίρου του διάσημου νεοϋορκέζικου Πανεπιστημίου Κολούμπια κανόνισε να παρακολουθήσει ο Κέρουακ μια προπαρασκευαστική χρονιά στο Horace Mann School of Boys, στη Νέα Υόρκη. Έπρεπε να βελτιώσει τους σχολικούς βαθμούς του, ώστε να μπορέσει να λάβει μια πλήρη αθλητική υποτροφία σπουδών. Μια ανάλογη πρόταση έλαβε ο Κέρουακ και από το Κολέγιο της Βοστώνης (Boston College, γνωστό ως BC), φημισμένο Ιησουϊτικό καθολικό πανεπιστημιακό ίδρυμα των ΗΠΑ, με έδρα ένα προάστιο της Βοστώνης. Τελικά, επέλεξε να πάει στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής, ο Κέρουακ έβγαζε το χαρτζιλίκι του γράφοντας «πτυχιακές εργασίες» για λογαριασμό άλλων σπουδαστών, χρεώνοντας 2 δολάρια το κομμάτι, τους δίδασκε γαλλικά και, τελικά, εργάστηκε ως αθλητικογράφος στην εφημερίδα New York World-Telegraph.
Στο Κολούμπια, ως φοιτητής, ο Κέρουακ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αρκετά από τα μετέπειτα μέλη της λογοτεχνικής μπητ γενιάς, όπως τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η φοίτησή του διήρκεσε περίπου ένα χρόνο: κατά το πρώτο εξάμηνο έσπασε το πόδι του στη διάρκεια ενός αγώνα (αμερικανικού) ποδοσφαίρου, γεγονός που σηματοδότησε μία κρίσιμη καμπή στη ζωή του καθώς του στέρησε τη δυνατότητα να ακολουθήσει σπουδαία σταδιοδρομία ως αθλητής. Το ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της υποτροφίας και ως εκ τούτου και των σπουδών του στο πανεπιστήμιο. Επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τελικά ξεκίνησε να εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης της εφημερίδας Λόουελ Σαν (Lowell Sun).

Στο ναυτικό

Μετά από διάφορα επαγγέλματα που άσκησε στο Λόουελ και στη Βοστώνη, όπου έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, τον Ιούλιο του 1942 μπάρκαρε ως λαντζέρης με το εμπορικό πλοίο Ντόρτσεστερ, με προορισμό τη Γροιλανδία. Είχε ανάγκη από χρήματα και αναζητούσε την περιπέτεια, θέλοντας να ξεφύγει από την ανιαρότητα της ζωής του: γι' αυτό επέλεξε να ταξιδέψει με ένα πλοίο που συμμετείχε σε συμμαχικές νηοπομπές, κάνοντας επικίνδυνες διαδρομές στο Βόρειο Ατλαντικό. Μετά την επιστροφή του (Οκτώβριος 1942), εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Νέα Υόρκη παρακολουθώντας μαθήματα στο Κολούμπια, κατόπιν πρόσκλησης του προπονητή του να επιστρέψει στον ποδοσφαιρικό σύλλογο του πανεπιστημίου. Σύντομα εγκατέλειψε για δεύτερη φορά και οριστικά την ομάδα, έπειτα από έντονη διαφωνία με τον προπονητή του. Την ίδια περίπου περίοδο ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημα The Sea Is My Brother, έργο που τελικά δεν ολοκληρώθηκε. Τον επόμενο χρόνο, κατατάχθηκε εθελοντικά στη σχολή αξιωματικών του Αμερικανικού Ναυτικού, από όπου απολύθηκε έξι μήνες αργότερα. Στη διάρκεια της παρουσίας του στη σχολή υπήρξε μάλλον απείθαρχος. Τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και τελικά οι γιατροί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ήταν ακατάλληλος για το ναυτικό, χαρακτηρίζοντας τον στη διάγνωση τους ως «αδιάφορη προσωπικότητα». Αργότερα, του επετράπη να επιταχθεί ξανά στο Ναυτικό, και ταξίδεψε μεταξύ ΗΠΑ και Αγγλίας, υπηρετώντας ως απλός ναύτης στο πολεμικό πλοίο S.S. George Weens.



Τα χρόνια της ωριμότητας

Όταν επέστρεψε από την Αγγλία, ο Κέρουακ μαζί με την φίλη του Έντι Πάρκερ (Edie Parker), συνδέθηκε στενά με τους Λουσιέν Καρ (Lucien Carr) και Άλλεν Γκίνσμπεργκ, τότε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με τον Μπάροουζ, καθώς και με τον Νιλ Κάσαντι. Εκείνη την εποχή, σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του και γενικά την γενιά του ως ψυχικά κουρασμένη με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας» (beatness), εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο Beat Generation.
Παντρεύτηκε την Έντι Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Καρρ για τη δολοφονία του κοινού φίλου τους Ντέιβιντ Κάμερερ. Ο Κέρουακ είχε συλληφθεί ως ύποπτος για συνενοχή στην πράξη και η οικογένεια της Πάρκερ προσφέρθηκε να πληρώσει την εγγύησή του -κάτι που είχε αρνηθεί να κάνει ο πατέρας του- με το όρο να παντρευτεί την κόρη τους. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το 1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του.
Λίγο μετά τον θάνατο του, ο Κέρουακ άρχισε τη συγγραφή του πρώτου μυθιστορήματός του, Η κωμόπολη και η πόλη (The Town and the City), το οποίο δημοσιεύτηκε το 1950. Στο βιβλίο τον απασχόλησε το θέμα της διάστασης ανάμεσα στο γνώριμο κόσμο της γειτονιάς, της κωμόπολης, και της ζωής στη μεγαλούπολης. Επιπλέον, περιείχε δραματοποιημένα στοιχεία σπό τη νεανική σχέση του με τη Μαίρη Κάρνεϊ (Mary Carney), ένα θέμα στο οποίο θα επανέλθει διεξοδικότερα σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, με το Maggie Cassidy. Η Κάρνεϊ-Κάσιντυ υπήρξε για τον Κέρουακ η εξιδανικευμένη εικόνα της γυναίκας που οι άντρες συνήθως πλάθουν για την «πρώτη αγάπη» τους.
Το 1949 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι από τη Νέα Αγγλία στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον φίλο του Νιλ Κάσαντι και την πρώην σύζυγο του Κάσαντι, Λουάν (Luanne). Την επόμενη δεκαετία, ο Κέρουακ ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Αμερική και το Μεξικό, άλλοτε οδηγώντας με συνεπιβάτη τον Κάσαντι, κι άλλοτε κάνοντας ότο-στοπ. Η περιπλάνησή θα αποτελούσε τη βάση του περίφημου μυθιστορήματός του Στο δρόμο (On the Road).

Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν Χάβερτυ. Το 1952 -ενώ το ζεύγος είχε ήδη χωρίσει- γεννήθηκε η κόρη τους Ζαν (Janet Kerouac), την οποία ο Κέρουακ εξαναγκάστηκε να αναγνωρίσει έπειτα από εννιά χρόνια. Το επόμενο διάστημα, αποτέλεσε μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδο για τον Κέρουακ. Άρχισε να γράφει με μανία, τα γνωστά του μυθιστορήματα Στο δρόμο, βασισμένο στα ταξίδια του, τα Οράματα του Κόντυ (Visions of Cody), το Ντόκτορ Σακς (Dr. Sax), το Μάγκι Κάσιντι (Maggie Cassidy), τους Υποχθόνιους (The Subterraneans) και άλλα έργα.

Περίπου το 1955, άρχισε να μελετά το Βουδισμό, επηρεασμένος αρχικά από το έργο του Ντουάιτ Γκοντάρ (Dwight Goddard) A Buddhist Bible ενώ ασχολήθηκε έντονα με το διαλογισμό. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Μεξικό, ολοκλήρωσε την ποιητική του σειρά Μπλουζ του Μέξικο Σίτι (Mexico City Blues) καθώς και το μυθιστόρημα Τριστέσα (Tristessa) γραμμένο για μιά κοπέλα που γνώρισε εκεί. Το 1956 άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα Τα οράματα του Ζεράρ(Visions of Gerard) γραμμένο για τον αδελφό του, Γραφές της αιωνιότητας (The Scripture of the Golden Eternity) καθώς και πολλά ποιήματα.

Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Στο δρόμο το 1957, άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Οι αλήτες του Ντάρμα (The Dharma Bums). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση του On the Road, ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη. Πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη -ο ίδιος, άλλωστε, παραλλήλιζε τον τρόπο που έγραφε με εκείνον που ένας μουσικός της τζαζ έπαιζε τρομπέτα ή σαξόφωνο. Επίσης, αρθρογράφησε στα περιοδικά Playboy, Swank, Holiday, Escapade και Esquire.
Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ (Big Sur) της Καλιφόρνιας, όπου και έγραψε το τελευταίο του ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μπιγκ Σερ.

H παρακμή

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κέρουακ αισθανόταν ότι είχε ξοφλήσει ως συγγραφέας εμπορικών βιβλίων. Βίωνε τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκδοτικού κόσμου και της κατεστημένης κριτικής, που τώρα έστρεφε το ενδιαφέρον σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν διδαχτεί από αυτόν, όπως ο Γκίνσμπεργκ. Έτσι, αφού παντρεύτηκε το 1966 την ελληνικής καταγωγής παιδική του φίλη Στέλλα Σάμπας, μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Σεντ Πίτερσμπεργκ, στη Φλόριντα, μαζί με την μητέρα του και και τις δυο αγαπημένες του γάτες Πιτού και Μινέτ.

Θάνατος

Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών από αιμορραγία του στομάχου, αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας αργής αυτοκτονίας με αλκοόλ, στις 21 Οκτωβρίου 1969, τα ξημερώματα, στο Νοσοκομείο του Αγ. Αντωνίου του Σεντ Πίτερσμπεργκ. Στις 24 του μηνός, στο Λόουελλ, στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννου του Βαπτιστή, εκεί όπου συμμετείχε ως παπαδάκι όταν ήταν μικρός, τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Στους παρευρισκόμενους ήταν και οι Γκίνσμπεργκ, Πήτερ Ορλόσφσκι, Γκρέγκορυ Κόρσο, η πρώην σύζυγός του Έντι, ο Τζον Χολμς κ.άλ. Το προηγούμενο βράδυ, οι φίλοι των παιδικών και νεανικών του χρόνων, Ελληνοαμερικανοί ως επί το πλείστον, είχαν ξεφαντώσει με οργιαστικό τρόπο προς τιμήν του -μαζί τους και αρκετοί από τους επισκέπτες. Η ταφή έγινε στον οικογενειακό τάφο των Σάμπας στο Λόουελ, στο Νεκροταφείο Έντσον.

Αποτίμηση του έργου του

Στυλοβάτης και εμπνευστής της γενιάς των μπιτς, μιας γενιάς που απέρριπτε τη ζωή και τον κονφορμισμό της δεκαετίας του 1930 διψώντας για μια ριζική αλλαγή, ο Τζακ Κέρουακ έζησε και δημιούργησε πιστός στις αρχές του. Περιθώριο, ναρκωτικά, "Στο δρόμο". Όπως και ο τίτλος ενός από τα γνωστότερα βιβλία του, ο Κέρουακ όργωσε τις Η.Π.Α. και το Μεξικό, σε μια ταξιδιωτική οδύσσεια κατά τη διάρκεια της οποίας επιβίωνε κάνοντας διάφορες ευκαιριακές δουλειές. Τα Οράματα του Κόντι, Οι υποχθόνιοι, Οι αλήτες της Ντάρμα αναφέρονται στα καλύτερα δείγματα γραφής του Κέρουακ. Μαζί με τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον πεζογράφο Γουίλιαμ Μπάροουζ αποτέλεσαν τα εμβληματικά πρόσωπα της γενιάς των μπιτς
Σήμερα ο Κέρουακ αναγνωρίζεται ως ένας από τους μείζονες Αμερικανούς συγγραφείς, αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν έτυχε της ίδιας αναγνώρισης από τους κριτικούς. Θεωρείται πλέον ένας «οραματιστής» συγγραφέας και τοποθετείται στη μεγάλη γραμμή της παράδοσης του Ουώλτ Ουίτμαν και του Μαρκ Τουαίην, ενώ συχνά αναφέρεται ως ο «πρώτος μεταμοντερνιστής».Το βιβλίο Στο δρόμο όμως οι εκδότες το απέρριψαν, λόγω του πειραματικού στυλ γραφής του και του συμπαθητικού τόνου του απέναντι στις μειονότητες και τις περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες της μεταπολεμικής Αμερικής. Πολλοί επιμελητές εκδόσεων ένιωθαν επίσης άβολα με την ιδέα της δημοσίευσης ενός βιβλίου που περιείχε αυτό που ήταν -για την εποχή- γραφικές περιγραφές της χρήσης ναρκωτικών και της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, μια κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποβολή κατηγοριών αισχρότητας, μια μοίρα που αργότερα έπληξε το Γυμνό γεύμα του Μπάροουζ και το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ.
Το ύφος του, η πειραματική «αυθόρμητη πρόζα» και ο «αντι-ακαδημαϊσμός» που διέκριναν τον Κέρουακ, οδήγησαν «τη λογοτεχνία στα πεδία μιας τέχνης όπου κανόνας ήταν η αλληλουχία ιδεών και εντάσεων, οι οποίες στοιχειοθετούσαν έναν υψηλό και βαθύτατο τρόπο έκφρασης».[30] Το μεταθανάτιο Οράματα του Κόντυ, που συμπληρώνει το Στο δρόμο, αναγνωρίζεται από πολλούς ως το αριστούργημά του και ένα από τα πιο σπουδαία πεζογραφήματα του εικοστού αιώνα, που τοποθετεί τον Κέρουακ δίπλα σε άλλους πρωτοποριακούς συγγραφείς όπως ο Τζόυς και ο Φώκνερ. Ο γραπτός λόγος του, που σύμφωνα με τον Γκίνσμπεργκ ήταν καθαρά ποιητικός, και ο ίδιος ως προσωπικότητα επηρέασαν άμεσα[β] πολλούς σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς και ποιητές, όπως τον Μπάροουζ, τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον ίδιο τον Άλ. Γκίνσμπεργκ, πολλούς Αφρο-Αμερικανούς λογοτέχνες, μέχρι και τον Μπομπ Ντύλαν.
Από πολιτική σκοπιά, ο Κέρουακ βρήκε εχθρούς και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος. Η Δεξιά αποστρεφόταν τη σχέση του με τα ναρκωτικά και τον σεξουαλικό ελευθερισμό του και η Αριστερά καταφρονούσε τον αντι-κομμουνισμό και τον καθολικισμό του. Χαρακτηριστικά ο ίδιος παρακολούθησε το 1954 τις ακροάσεις-ανακρίσεις του Μακάρθυ στην αμερικανική Γερουσία, καπνίζοντας μαριχουάνα και υποστηρίζοντας τον διαβόητο αντικομμουνιστή σταυροφόρο γερουσιαστή. Στο βιβλίο Ο γυρισμός του ταξιδευτή έγραψε: «όταν πήγα στο Κολούμπια το μόνο που προσπάθησαν να μας διδάξουν ήταν ο Μαρξ, λες και νοιαζόμουν», θεωρώντας το Μαρξισμό, όπως τον Φροϋδισμό, έναν απατηλό τρόπο σκέψη.


ΒΙΒΛΙΑ
Στο Δρόμο

Το εξώφυλλο της ελληνικής
έκδοσης του "Στο Δρόμο"
Το «Στο Δρόμο» είναι το δημοφιλέστερο μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ κι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα της μπητ γενιάς. Πραγματεύεται τα ταξίδια και τις περιπέτειες του συγγραφέα στην αμερικανική ήπειρο μαζί με σημαίνουσες προσωπικότητες της μπητ λογοτεχνικής σκηνής. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1957 και αναδείχθηκε σε μπεστ σέλερ, ενώ εξέλαβε εξαιρετικές κριτικές. Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πλέθρον για πρώτη φορά το 1981 και ξανά το 2015 στην αρχική μορφή του κειμένου.
Ο Κέρουακ ξεκίνησε να επεξεργάζεται το κείμενο το 1948 ενώ το 1951, μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων, ολοκλήρωσε την πρώτη εκδοχή του, το αρχικό χειρόγραφο. Για τη συγγραφή του κόλλησε μαζί σελίδες χαρτιού τηλετυπίας οι οποίες δημιούργησαν τελικά ένα ρολό περίπου 360 μέτρων. Μετά από περιπέτειες και διαδοχικές απορρίψεις του έργου, ο συγγραφέας προχώρησε σε αναθεώρηση του κειμένου, με προσθήκες ψευδώνυμων, φανταστικών περιστατικών και αποκοπή αρκετών τολμηρών σκηνών, το οποίο τελικά εκδόθηκε σε μια παραλλαγή της αρχικής μορφής του το 1957

Το βιβλίο

Στο αρχικό χειρόγραφο του «Στο Δρόμο» ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί ψευδώνυμα για τους χαρακτήρες του και περιγράφει τις σκηνές περισσότερο ωμά και άμεσα, σε μια προσπάθεια να αποτυπώσει τα γεγονότα «όπως ακριβώς συνέβησαν». Έτσι ξεκινά την αφήγησή του από τη στιγμή που γνωρίζει τον Νιλ Κάσαντι στην Νέα Υόρκη και αποφασίζει να διασχίσει τις Η.Π.Α για να φτάσει στη δυτική ακτή. Θα πραγματοποιήσει συνολικά τέσσερα ταξίδια προς διάφορες κατευθύνσεις της αμερικανικής ηπείρου στα οποία θα βρίσκονται μαζί του πρόσωπα όπως ο Νιλ και ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Γουίλλιαμ Μπάροουζ, αλλά και άγνωστοι χαρακτήρες τους οποίους θα τύχει να συναντήσει στο δρόμο. Όλη την αφήγηση διατρέχει η συνεχής οδήγηση στους αμερικανικούς δρόμους, οι διαρκείς και εκστατικοί διάλογοι των χαρακτήρων και η τζαζ των μικρών μπαρ και των δρόμων των αμερικανικών πόλεων. Η διαρκής μέθη, η χρήση ναρκωτικών, οι σεξουαλικές σκηνές και οι αντίξοες συνθήκες από την έλλειψη χρημάτων ακολουθούν τον αφηγητή και συμπληρώνουν τις περιπέτειές του.

Το βιβλίο αποτελεί μια αναγνωστική πρόκληση καθώς, εκτός από τους διαχωρισμούς ανάμεσα στα τέσσερα διαδοχικά ταξίδια, το κείμενο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, ούτε καν σε παραγράφους. Όλη η αφήγηση επικεντρώνεται στην θυελλώδη προσωπικότητα του Νιλ, την σημαντική επίδραση που έχει η ενέργειά του στους άλλους αλλά και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των χαρακτήρων. Παράλληλα, ο Κέρουακ από την πλευρά του αφηγητή δημιουργεί ένα εξαιρετικό μωσαϊκό τόσο της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας, όσο και των βαθύτερων βιωμάτων και επιθυμιών της νεολαίας. Περιγράφει θαυμάσια τα πρόσωπα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και τα φέρνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, καλώντας τον σχεδόν να ταυτιστεί μαζί τους και να τα συνοδεύσει στην αδιάκοπη φυγή τους. Χρησιμοποιώντας μια γλώσσα χειμαρρώδη, ωμή, σχεδόν μια γλώσσα «του δρόμου», με μακροσκελείς προτάσεις και έλλειψη σημείων στίξης, διατρέχει όλη την αμερικανική επικράτεια και μεταφέρει άμεσα στον αναγνώστη τα πραγματικά του βιώματα, την ίδια τη μυθιστορηματική ζωή του.


Ο Τζακ Κέρουακ κρατώντας το αρχικό χειρόγραφο σε ρολό του «Στο Δρόμο»



Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Νίκος Εγγονόπουλος ( 21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985 )

 

Ο Νίκος Εγγονόπουλος  (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί, η οικογένεια Εγγονόπουλου αποκλείστηκε από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 και εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινό Γυμνάσιο. Από το 1930 ως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Στο μεταξύ (1932) γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1934 μετατέθηκε στην Τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου και ένα χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε. Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο εργασίας, από όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το 1945 αποσπάστηκε ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, όπου το 1956 έγινε μόνιμος επιμελητής και εγκατέλειψε τη θέση του στο Υπουργείο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε επιμελητής της έδρας Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.

Εγγονόπουλος (αριστ)
 με τονΚόντογλου (κάτω)
ντυμένοι μοναχοί
τη δεκαετία 1930-40 
Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο, επέστρεψε όμως τρία χρόνια αργότερα, καθώς εκλέχτηκε έκτακτος μόνιμος καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και το 1969 τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και αποχώρησε από το Πολυτεχνείο, όπου το 1976 ανακηρύχτηκε ομότιμος καθηγητής. Παντρεύτηκε δυο φορές, το 1950 τη Νέλλη Ανδρικοπούλου με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο, και το 1960 την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Εριέττη. Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος, αγιογράφος και σκηνογράφος. Η πρώτη του εμφάνιση στον καλλιτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1938 με την παρουσίαση ζωγραφικών έργων του στα πλαίσια της έκθεσης Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στίχους του στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού και εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, ενώ συνεργάστηκε ως σκηνογράφος στην παράσταση του έργου του Πλαύτου Μένεχμοι στο θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939), Επιστροφή των πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1956) [για την οποία τιμήθηκε το 1958 με το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας], Η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Δημοσίευσε ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (από ποιήματα των Μαγιακόφσκι, Λωτρεαμόν, Λόρκα, Μπωντλαίρ, ντε Κίρικο, Πικάσσο, Τζαρά) στα περιοδικά της εποχής (Νέα Γράμματα, Τετράδιο, Κύκλος, Υπερρεαλισμός, Ο Ταχυδρόμος, Πάλι, Ευθύνη, Ζυγός, Σπείρα, Cahiers du sud, London magazine, Manna κ.α.), πήρε μέρος σε εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρώμη, Οττάβα, Μόντρεαλ, Βανκούβερ, Βρυξέλλες, Σαν Πάολο κ.α.) και συνεργάστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος (του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του θεάτρου Κοτοπούλη κ.α.). Το 1979 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, ενώ για το ζωγραφικό του έργο είχε τιμηθεί με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α’ (1966).

Σε νεαρή ηλικία 
Τιμήθηκε επίσης με το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά ουγγρικά και μελοποιήθηκαν από το Νίκο Μαμαγκάκη, τον Αργύρη Κουνάδη, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση που του στοίχισε το ένα του πόδι. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, στα πλαίσια της οποίας έδρασε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση της ελληνικότητας.

Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αθήνα, Κύκλος, 1938.
• Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ιππαλεκτρύων, 1939.
• Επτά ποιήματα. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Μπολιβάρ. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Η επιστροφή των πουλιών. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Έλευσις. Αθήνα, Ίκαρος, 1948.
• Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1957.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
• Bolivar · un poeme grec. Παρίσι, Francois Maspero, 1976. (μετάφραση Franchita Gonzalez Battle)
• Bolivar · Un poemia Griego. Καράκας, Junentud Griega de Venezuela - Editorial Arcadia, 1981. (μετάφραση Miguel Castillo Didier)
ΙΙ.Πεζογραφία- Δοκίμιο - Τέχνη
• Ελληνικά Σπίτια. Εικονογραφημένη έκδοση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, 1972.
• Ο Καραγκιόζης · Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1980.
• Πεζά κείμενα· Με δύο έγχρωμους πίνακες. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1987.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Ποιήματα Α΄ · Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Ποιήματα Β΄ · Η επιστροφή των πουλιών - Έλευσις - Ο Ατλαντικός - Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1977. 1. Για τις μεταφράσεις έργων του Εγγονόπουλου στα αγγλικά και την ελληνική δισκογραφία Εγγονόπουλου βλ Connoly D., «Παράρτημα · Έργα του Εγγονόπουλου σε αγγλική μετάφραση» και Μπαγέρης Δημήτρης, «Ν.Εγγονόπουλος: Από Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής στα κλειδοκύμβαλα των συνθετών», Διαβάζω381, 1/1998, σ.155-156 και 140 αντίστοιχα.
http://www.ekebi.gr


Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος

ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΠΙΝΑΚΕΣ 

Μπολιβάρ 

Μπολιβάρ, 
ένα ελληνικό ποίημα
.................................
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα 
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, 
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια 
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης 
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, 
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, 
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, 
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, 
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει 
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα 
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του. 
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με 
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια 
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος 
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της 
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, 
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, 
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, 
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο 
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική 
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει 
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας 
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε 
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν 
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, 
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, 
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες. 
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα 
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
...................................................................
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ― 
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ 
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου 
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
..................................................
αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες 
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad

επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón, 
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια, 
corazón, 
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες, 
corazón, 
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια, 
corazón, 
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς, 
corazón, 
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα, 
corazón, 
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς, 
corazón.
 (Αποσπάσματα )





Μπολιβάρ 

Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι


Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μην καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους. Πάντως οι σκέψεις αυτών των Αλβανών δεν περνούν πέρα από τους σκαρμούς των παραθύρων. Κι' αυτό διότι Ιταλός τις, ακούων εις το όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και επαγγελλόμενος τον επιδιορθωτήν πνευστών οργάνων, προσπαθεί να εξαπατήση τους μελλονύμφους, εφαρμόζων σε παλαιού συστήματος ραπτομηχανήν Σίγγερ τέσσερα χουνιά, εκ των οποίων τα δύο γυάλινα και τ’ άλλα δύο καμωμένα από ένα οποιονδήποτε μέταλλο. Να μην ταραχθή κανείς: η εικών αύτη είναι η μόνη που εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα να ανακαλύψη το μυστικόν του φρέατος.
Από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)



Ο Καβάφης -  1939


Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο

“Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδεντρων την αρμονία;
Όχι – όχι – μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο

να ελπίζεις – να ελπίζεις πάντα – πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
– που τους ρημάζει η τρομερή “ευκολία” –
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη – πόθος ευγένειας – ηρεμία
ίσως όχι πολλές – ίσως να ‘σαι άτυχος: καμία –
τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία

άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
σύ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να ‘ρθ’ η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θάνατου κρεβάτι.”




Ποιητής και η μούσα 1939
ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΧΑΡΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΩΡΗΤΡΙΑ ΠΟΘΟΥ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗΣ

αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι’ ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι’ ευγενικά
μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό — ιταλικό μου φαίνεται — βάζο με παραστάσεις
γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου
— αφού το θέλεις —
τη θλίψη του πρασίνου βλέμματός σου
την βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακρυά
μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου



Αργώ

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ

το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική
η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —
η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό




Μακέτα σκηνικών για το έργο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα»

Η Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά "Θυμάμαι…θυμήθηκα"


Sad Girl painting by Vamiir


Μη διστάζεις να εκφράσεις τη λύπη σου για κάποιον, μην κρύβεις τα δάκρυά σου, ενδεχόμενα το λυγμό σου. Αυτό θα σε κάνει πολύ δυνατό, γιατί θα συνεχίσεις να νιώθεις κάτι για τον άλλον, από την απάθεια, που πλέον μας δέρνει.

Ήμουν παιδί στα δεκαπέντε- δεκαέξι, όταν πέθανε η γιαγιά μου. Μόλις άκουσα τον θάνατό της, ήθελα να κλάψω με λυγμούς αλλά, προσέξτε, ντρεπόμουνα .Σκεφτόμουν, «τι θα λένε οι συγγενείς και φίλοι που μαζεύτηκαν;»

Έτσι, κατάπια τον πόνο μου, τη θλίψη, και γύρισα πίσω τα δάκρυα. Σήκωνα το κεφάλι μου και κοιτούσα τον ουρανό και έσφιγγα τις παλάμες .«Όχι δεν θα κλάψεις» έλεγα στον εαυτό μου.

Το βράδυ που κουκουλώθηκα στα σκεπάσματά μου, έκλαψα πάρα πολύ και μονολογούσα κιόλας:« γιαγιάκα μου, πόσο σε βασάνισε η μακρά ασθένεια ,πόσα χρόνια στο κρεβάτι υπέφερες …»Τέτοια έλεγα, σα να μοιρολογούσα, για να κλάψω πιο πολύ , να μου φύγει ένα βάρος .Άλλωστε τα μοιρολόγια έχουν και αυτόν το σκοπό, να προκαλέσουν θλίψη βαθύτερη και πόνο για ένα άτομο που δεν θα ξαναδούμε .

Την άλλη μέρα ,όταν όλα είχαν τελειώσει ένιωθα διαφορετική. Θυμάμαι ήρθε ένα γατάκι άγριο στην αυλή και ήθελα να του δώσω οτιδήποτε για να ζήσει. Το αγάπησα έτσι απλά, με το που το είδα .

Εντελώς ξαφνικά άλλαξα, ένιωθα μέσα μου κάτι ανεξήγητα ωραίο.

Έτσι πορεύτηκα και μάλιστα κατέβαλα προσπάθειες να γίνω καλύτερη ,να νιώθω και να ξεχωρίζω τις καταστάσεις πόνου, γιατί οι πόνοι είναι διάφοροι αλλά ο ψυχικός είναι που κάνει πραγματικά και το σώμα να υποφέρει. Μπορεί να υποφέρεις για την απώλεια αλλά αγαπάς ταυτόχρονα, τον άνθρωπο.

Όταν συνειδητοποιείς, τι ακριβώς σου συμβαίνει, ωριμάζεις μέσα σου ,γίνεσαι πολύ δυνατός κι ας κλαις.

Το τραγικό μπορεί , αν το χωνέψεις , ότι έτσι έγινε ,δεν αλλάζει, να μεταβληθεί μέσα σου σε κάτι πολύ τρυφερό , μόνο για σένα για την ηρεμία της ψυχής σου, που σε οδηγεί συχνά και σε δημιουργία.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά.