Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο.
Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά την διάρκεια των σπουδών της, με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.
Η γνωριμία με τον Ροντέν
Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Ροντέν και Dubois.
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.
6Camille Claudel (left) and sculptor Jessie Lipscomb in their Paris studio in the mid-1880
Εγκλεισμός
Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από πρωτοβουλία του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: "[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.". Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet
Έργο
Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984
Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης(Θήβα, 19 Οκτωβρίου1814 – Μόναχο, 6 Δεκεμβρίου1878) θεωρείται ο πρώτος ζωγράφος της μεταοθωμανικής Ελλάδας και ο θεμελιωτής της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου».
Ως παιδί, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια της Επανάστασης του 1821 μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο τηςΒαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με την ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1855 την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck (γνωστός ως Heidegger), ο Πέτερ φον Ες, ο Heinrich von Mayer και μερικοί άλλοι. Κατά την δεκαετία 1845–1855, ταξίδεψε στην Ευρώπη για καλλιτεχνική ενημέρωση, ενώ κατά το διάστημα 1848–1850 διέμεινε στην Ελλάδα.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του Η Έξοδος του Μεσολογγίου. Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά την τριετία 1861–1863, αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες Η Έξοδος του Μεσολογγίου, Γιωργάκης Ολύμπιος,Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι και Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας.
Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α' Νεκροταφείο της πόλης. Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα του ατελιέ του και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) του Μονάχου.
Αναγνωστόπουλος
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του19ου αιώνα, οι οποίοι σπούδασαν στην Γερμανία και δημιούργησαν την λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».
Οι ελαιογραφίες του — όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά — χαρακτηρίζονται από το πομπώδες και νοσταλγικό ύφος των ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Στην εποχή τους, τα έργα του είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Στους πίνακές του, το ενδιαφέρον του ζωγράφου επικεντρώνεται στην ενδυμασία των ατόμων και το στήσιμο της σκηνής γύρω από αυτά. Ωστόσο αυτή η θεατρικότητα των έργων του έχει ως αποτέλεσμα να διακρίνεται με δυσκολία κάποιο αίσθημα στα πρόσωπα που απεικονίζει. Οι κριτικοί τον λοιδορούν ακόμα ότι προσεγγίζει τα θέματά του με την ματιά ενός ξένου, όμως — χωρίς καμία αμφιβολία — ο Βρυζάκης είναι ένας από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής.(http://el.wikipedia.org/ )
Δερβενάκια
Η Ελλάς ευγνωμονούσα.
Πολεμιστές
Ο Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι
O Παλαιών Πατρών ευλογεί τη σημαία της επανάστασης
Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη, 18 Οκτωβρίου 1920 – 6 Μαρτίου 1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια πολιτικών. Ηθοποιός βραβευμένη με πλήθος διεθνών βραβείων και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981—89 και 1993—94 σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οπότε και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε.
Η οικογένεια Μερκούρη προερχόταν από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός, ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, ο οποίος διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου.
Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Στην κατοχή η νεαρή Μελίνα, ούσα σπουδάστρια της δραματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου, συνδέθηκε ερωτικά με τον μαυραγορίτη επιχειρηματία Φειδία (Αλέξη) Γιαδικιάρογλου, ενώ τυπικά ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο. Ο ίδιος ήταν γνωστός και πριν από τον πόλεμο. Κυνικός, καιροσκόπος αλλά παράλληλα πολύ γοητευτικός, είχε την άποψη, η οποία υπήρξε για εκείνον στάση ζωής «είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή - ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!». Για την συγκεκριμένη περίοδο η Μελίνα κατηγορήθηκε έντονα για το γεγονός ότι ζούσε μέσα στις ανέσεις και στην πολυτέλεια σε διαμέρισμα 400 τ.μ. στην οδό Ακαδημίας 4 (μεγάλο μέρος του οποίου όμως είχαν επιτάξει οι Γερμανοί) τη στιγμή που ο Ελληνικός λαός λιμοκτονούσε και δεν συνεισέφερε στην εθνική αντίσταση. Η Μελίνα, για αυτή την περίοδο της ζωής της, είχε μιλήσει δημόσια, τόσο στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» όσο και στην τηλεόραση ως Υπουργός Πολιτισμού. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ανέλαβε την ευθύνη της, για την μη συμμετοχή της στην Αντίσταση κατά την διάρκεια της Κατοχής. Η αφήγησή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, είναι καθηλωτική: « [...]εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που κάποτε θα εξηγηθεί. Θέλω να σου πω, ότι στην Κατοχή, αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς, ήταν σκληρά και ευαίσθητα μαζί. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση ζωής, για ό,τι συνέβη και παραπέρα. H Ελλάδα που γνωρίσαμε εμείς, είναι τρομακτική, είναι κατοχές, είναι τρεις κατοχές. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Σου λέω, ότι ήμουνα τολμηρή, ήμουνα ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου[...] »
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Λυκούργου Καλλέργη, για την Μελίνα εκείνης της εποχής, ο οποίος υπήρξε μέλος του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ενταγμένος στον χώρο της Αριστεράς. «Παρότι ήμουν και είμαι αριστερός, το θέμα της χλιδής στην οποία ζούσε, δεν μ΄ενοχλούσε. Άλλωστε η Μελίνα φιλοξενούσε ανθρώπους, τάιζε ανθρώπους, βοηθούσε φίλους.[...] »
Με την άποψη αυτή συμφωνεί και η σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας Άλκη Ζέη, η οποία ανέφερε πως την περίοδο της κατοχής, η Μελίνα έκρυβε αριστερούς και τους έδινε χρήματα.
Την ίδια εποχή ο Σπύρος Μερκούρης, αδελφός της Μελίνας, είχε περάσει στην Αντίσταση ως μέλος της ΕΠΟΝ. Πολλές φορές η Μελίνα σύμφωνα με μαρτυρίες, κρυφά έπαιρνε χρήματα του Φειδία Γιαδικιάρογλου και τα έδινε στον αδερφό της, για την Αντίσταση και παράλληλα βοηθούσε τους εξαθλιωμένους συναδέλφους της.
Παρά τις κατά καιρούς κριτικές, η απέχθεια της προς τους Ναζί κατακτητές, αποδεικνύεται μέσα από ένα περιστατικό κατά την διάρκεια της κατοχής, όπου άντρες των SS αποπειράθηκαν να την εκτελέσουν εν ψυχρώ. Ένα απόγευμα καθώς η Μελίνα βρισκόταν σε ένα μπαρ της Ομόνοιας μαζί με τους στενούς της φίλους Δέσπω Διαμαντίδου και Ανδρέα Φιλιππίδη, αλλά και με τον τότε δεσμό της Φειδία (Αλέξης), μπήκαν τρεις άνδρες των SS μαζί με έναν σκύλο Αλσατίας. Ο Φειδίας άρχισε να πειράζει τον σκύλο μιλώντας στα γερμανικά. Εκείνοι όταν άκουσαν ότι κάποιος από την παρέα μιλούσε γερμανικά, τους διέταξαν να έρθουν κοντά τους στο τραπέζι. Όλοι υπάκουσαν στην εντολή, εκτός από τη Μελίνα. «Και εσύ!» της φώναξαν. Εκείνη πεισματικά συνέχισε να αγνοεί την εντολή τους. «Θα μετρήσω ως το τρία και θα πυροβολήσω» την προειδοποίησε βγάζοντας ένα ρεβόλβερ, με το οποίο στη συνέχεια την σημάδευε. Η Μελίνα παρέμεινε στη θέση της. Μετά από λίγο, ο άνδρας πυροβόλησε κάνοντας θρύψαλα το ποτήρι δίπλα στον αγκώνα της. Η Μελίνα πετάχτηκε με οργή πάνω και άρχισε να τον βρίζει, παραβλέποντας ότι θα μπορούσε να την πυροβολήσει ξανά. Την ίδια στιγμή ο μπάρμαν είχε καλέσει την Στρατιωτική Αστυνομία οι οποίοι μάζεψαν τους άντρες των SS. Όπως περιέγραψε η ίδια στην αυτοβιογραφία της, γύρισε προς το μέρος του Φειδία και τον χτύπησε στο πρόσωπο μπροστά στους θαμώνες του μπαρ.
Κατά την περίοδο του εμφυλίου, παρ΄όλο που η Μελίνα Μερκούρη ζούσε στο Κολωνάκι το οποίο ήλεγχαν οι Άγγλοι, η ίδια επισκεπτόταν στην Ασφάλεια φίλους και συναδέλφους της, που είχαν συλληφθεί λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Η Αλέκα Παΐζη χρόνια αργότερα διηγιόταν με ευγνωμοσύνη, την επίσκεψη της Μελίνας στη φυλακή όπου και κρατείτο, για να της συμπαρασταθεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Κατά πολλούς υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, πριν συναντήσει τον Ντασέν. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου.
Το 1955 υπήρξε η χρονιά - σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, την Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, ως το τέλος της ζωής της.
Στέλλα
Θέατρο
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «H κόμισσα και ο καμαριέρης». Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας», 1949 «Λεωφορείον ο Πόθος» που αποτέλεσε μια από τις παραστάσεις σταθμούς στην καριέρα της (παράσταση για την οποία γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι») καθώς το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν για τους ηθοποιούς του Εθνικού ήταν «απαγορευμένο», «Το μικρό Καλύβι»,«Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».
Αθήνα - Παρίσι - Νέα Υόρκη
Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη. Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το 1967 με το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Η παράσταση σημείωσε πραγματικό εμπορικό θρίαμβο. Η εξαιρετικά επιτυχημένη ερμηνεία της Μελίνας, της χάρισε μια υποψηφιότητα για το μεγάλο θεατρικό Βραβείο Tony.
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι
Ζυλ Ντασσέν
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: «Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός». «Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ», ομολογεί η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ».
Ο Ζυλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν. Στην επτάλεπτη διαδικασία παραβρέθηκαν ακόμη ο ληξίαρχος και η σύζυγος του Ελβετού δικηγόρου. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου», φέρεται ότι δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση 10 χρόνων». Το ίδιο βράδυ ακολούθησε ελληνικότατο γλέντι με συρτάκι και πολύ κέφι στο Λωζάν Παλλάς.
Λεωφορείον ο Πόθος
Συνέχεια στο θέατρο
Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο την Λυσιστράτη το 1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Κινηματογράφος
Η Μελίνα Μερκούρη στην ταινία Ποτέ την Κυριακή
Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday) το οποίο έχασε απ' την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο «Στέλλα» (1955). Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Καραγιάννης Καρατζόπουλος). Για την ερμηνεία της στην Στέλλα, ήταν υποψήφια στο Φεστιβάλ των Καννών το οποίο έχασε, οδηγώντας την Isa Miranda στην απόφαση να της δώσει ένα ειδικό βραβείο με το όνομά της (Βραβείο Isa Miranda).
Να με θυμάσαι
Ερμηνεύτρια
Η Μελίνα Μερκούρη τραγουδούσε από τα παιδικά της χρόνια, όπως μαρτυρούν ο αδελφός της Σπύρος Μερκούρης και άλλοι που τη γνώριζαν από μικρή. Έκανε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtracks ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση. Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη). Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Η Μελίνα Μερκούρη σε συνέντευξη τύπου, την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα της. (Πηγή:Fotocollectie Anefo/ Nijs,Jac.de/Anefo,1968)
Πολιτική
Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποίησει ενάντια στη χούντα. Κατά την διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας.
Στην Ελλάδα το Δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών οργανώθηκε ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο. Στον φάκελο της, ο οποίος δημοσιεύτηκε πρόσφατα, μεταξύ άλλων έγραφαν: «Να συγκεντρωθεί ό,τι έχει λεχθεί περί Μερκούρη από τους κομμουνιστάς και ιδίως από το ΚΚΕ και το οποίον να καταδεικνύη ότι η δράσις της εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του κομμουνισμού εν Ελλάδι. Το ανωτέρω υλικόν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εις πάσαν ευκαιρίαν διά να καλλιεργηθεί εις το εξωτερικόν η πεποίθησις ότι η εν λόγω ηθοποιός είναι κομμουνίστρια. Αλλά και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη του ανωτέρω υλικού επιβάλλεται να διοχετεύεται συνεχώς διά του ψιθύρου και διά δημοσιευμάτων ότι η Μερκούρη είναι κομμουνίστρια και εργάζεται όχι διά την Δημοκρατίαν αλλά διά τον κομμουνισμόν». Την ίδια εποχή, η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε τους δίσκους και τις ταινίες της, ενώ της δήμευσαν όλη την περιουσία της.
Κατά την διάρκεια των παραστάσεων του «Illya Darling» στις Η.Π.Α, η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε να κάνει τις πρώτες δηλώσεις εναντίον της Χούντας, στην Αμερικανική τηλεόραση. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν και οι απειλές κατά της ζωής της. Η αρχή έγινε με ένα τηλεφώνημα αγνώστου, ο οποίος ουρλιάζοντας την προειδοποίησε «Σκάσε σκύλα, για να μην σε κάνουμε εμείς να σκάσεις!». Ακολούθησαν και άλλα απειλητικά τηλεφωνήματα «Πόρνη! Κομμουνίστρια πόρνη! Οι συνταγματάρχες αναχαίτισαν την εισβολή πενήντα χιλιάδων κομμουνιστών στρατιωτών από την Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Νομίζεις πως θα δυσκολευτούν να σταματήσουν εσένα;» Παράλληλα δεχόταν εκατοντάδες γράμματα, μερικά από τα οποία ήταν γεμάτα μίσος και απειλές. Της έστελναν εικόνες σεξουαλικών βασανιστηρίων και διαστροφής.
Το FBI έχοντας πληροφορίες ότι επίκειται δολοφονική επίθεση εναντίον της, την ενημέρωσε λέγοντας της ότι, πρέπει να λάβει τα μέτρα της ώστε να προστατευτεί. Πράγματι, αστυνομικοί της Νέας Υόρκης άρχισαν να την συνοδεύουν ακόμα και στο αυτοκίνητο. Μια μέρα, η Μελίνα ξεκίνησε με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, για να πάει στο θέατρο. Ένα αυτοκίνητο φάνηκε να ακολουθεί το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν η Μελίνα, ώσπου άρχισε να το πλευρίζει. Μέσα στο αυτοκίνητο διακρίνονταν κάμποσοι άντρες. Όλοι μαζί άρχισαν να βρίζουν τη Μελίνα με χυδαίες εκφράσεις από το ανοιχτό παράθυρό τους. Η Μελίνα θέλησε εξαγριωμένη να τους απαντήσει με τον ίδιο τρόπο ανοίγοντας το παράθυρο της. Τότε αντίκρισε την κάννη ενός όπλου που την σημάδευε. Ο οδηγός τους όταν είδε ότι η Μελίνα συνοδευόταν από αστυνομικό, ο οποίος ήταν έτοιμος να αντιδράσει εναντίον τους, ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.
Ήταν 7 Μαρτίου του 1969, όταν έγινε βομβιστική επίθεση στο θέατρο της Γένοβας, με σκοπό την δολοφονία της. Η βόμβα ανακαλύφθηκε τυχαία, μετά από έλεγχο της σκηνής. Είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που θα μιλούσε η Μελίνα. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική και η αστυνομία της πόλης. Αφού την τοποθέτησαν στο προαύλιο του θεάτρου, η βόμβα εξερράγη ευτυχώς χωρίς θύματα. Μια άλλη απόπειρα επίθεσης εναντίον της έγινε στο Τορίνο. Η Μελίνα είχε ξεκινήσει την ομιλία της καταγγέλλοντας την Χούντα. Μια φάλαγγα από εξαγριωμένους φασίστες ήταν έτοιμοι να της επιτεθούν. Εκείνη την στιγμή μπήκαν μπροστά μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, την περικύκλωσαν δημιουργώντας έτσι μια ανθρώπινη "ασπίδα" με σκοπό να την προστατέψουν, τραγουδώντας προς το μέρος τους, το γνωστό ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Bella Ciao. Οι φασίστες όταν είδαν την αντίδραση τους, τράπηκαν σε φυγή.
Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον και συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιον Σοσιαλιστικόν Κίνημα αργότερα ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Κατεβαίνει υποψήφια στη Β΄ Πειραιά το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης ανέθεσε τη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (ιστορικό κέντρο της Αθήνας) ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχαιολογικό πάρκο. Ενώ ως υπουργός πολιτισμού, υποστήριξε θερμά το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» με σκοπό να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους.
Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίπαλος της στις Δημοτικές εκλογές με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος εκλέχθηκε Δήμαρχος της Αθήνας.
Στη δεύτερη θητεία της στο Υπουργείο Πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία από την πρώτη του δημοτικού, γνωστό ως το Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ - Εκπαίδευση και Πολιτισμός». Ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο όραμα της που ήθελε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να γαλουχήσει τα παιδιά με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Πίστευε ακράδαντα πως με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν μελλοντικοί πολίτες με ουσιαστική παιδεία. «Αν επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση του παιδιού στον πολιτισμό, θα δημιουργηθεί μια άλλη κοινωνία, μια άλλη νοοτροπία, μια άλλη πολιτική». Το πρόγραμμα αυτό, η Μελίνα το παρουσίασε λίγο πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ για λόγους υγείας και αποτέλεσε μια από τις μεγάλες της παρακαταθήκες στον πολιτισμό. Καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.
Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.
Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά.
Επίσης έχει ιδρυθεί, σύμφωνα με επιθυμία της, από το σύζυγό της Ζυλ Ντασέν και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ κ.ά. το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.
O Φρεντερίκ Σοπέν (Frédéric François Chopin, 1 Μαρτίου ή 22 Φεβρουαρίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849) ήταν Πολωνός συνθέτης, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική και από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Αρκετές συνθέσεις του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Οι πληροφορίες για την ημερομηνία γέννησής του δεν είναι ακριβείς: σύμφωνα με κάποιες γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου ή την 1η Μαρτίου, ενώ υπάρχει και η πληροφορία ότι είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ο ίδιος πάντως ανέφερε ως ημερομηνία γέννησης την 1η Μαρτίου. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν Γάλλος που ζούσε στην Πολωνία από το 1787 και έπαιζε βιολί. Είχε αποκτήσει μάλιστα την πολωνική υπηκοότητα και είχε πάρει μέρος στην εξέγερση του 1794. Στην Πολωνία παρέδιδε μαθήματα γαλλικής γλώσσας. Η μητέρα του συνθέτη, Justyna Krzyżanowska, ήταν Πολωνέζα και πιανίστρια.
Ο Φρεντερίκ από μικρός έδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική. Παρακολουθούσε αρχικά μαθήματα από την μητέρα του από 4 ετών μέχρι τα 5 και όταν ήταν 6 ετών τυπώθηκε η πρώτη του σύνθεση. Σε ηλικία 8 ετών εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας. Η φήμη του γρήγορα έγινε μεγάλη και στην Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Ο δάσκαλός της σύνθεσης στο Ωδείο της Βαρσοβίας, Γιοσεφ Έλσνερ, μιλούσε για τις εξαιρετικές ικανότητές του και τη μουσική ιδιοφυΐα του. Το 1829 έδωσε τις πρώτες μεγάλες του συναυλίες στη Βιέννη, και εν τω μεταξύ είχε συνθέσει ήδη μερικά σημαντικά έργα, όπως το κοντσέρτο σε φα ελάσσονα (γνωστό ως 2ο κοντσέρτο), την πρώτη σονάτα για πιάνο (σε ντο ελάσσονα), και κάποιες από τις σπουδές για πιάνο. Το 1830 έφυγε από την Πολωνία για να συνεχίσει τις εμφανίσεις του στη Βιέννη. Μετά την αναχώρησή του ξέσπασε στη χώρα επανάσταση κατά της τσαρικής (ρωσικής) εξουσίας η οποία συνετρίβη και ο συνθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Από το 1831 ζούσε στο Παρίσι, που τότε ήταν επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί ζούσαν πολλοί σπουδαίοι συνθέτες, όπως οι Τζοακίνο Ροσσίνι, Φραντς Λιστ και Εκτόρ Μπερλιόζ. Λίγους μήνες μετά την άφιξή του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ και σταδιακά η φήμη του εξαπλωνόταν. Σύντομα απέκτησε πολλούς μαθητές και τα μαθήματα του προσέφεραν οικονομική άνεση και ασφάλεια. Παρά τη μεγάλη φήμη του όμως απέφευγε τις εμφανίσεις σε μεγάλα ακροατήρια. (Ισχυριζόταν ότι φοβόταν πολύ το κοινό.) Έτσι, στα 18 χρόνια παραμονής στο Παρίσι, έδωσε μόνο 19 ρεσιτάλ. Το 1837 είχε ερωτευτεί μία μαθήτρια πιάνου, την Maria Wodzińska, και είχαν αρραβωνιαστεί, όμως η οικογένεια της κοπέλας διέλυσε τον αρραβώνα, πιθανότατα εξ αιτίας των προβλημάτων υγείας του συνθέτη.
Ο Σοπέν όπως απεικονίζεται από τον φίλο
του τον Ευγένιο Ντελακρουά το 1838
Η σχέση με τη Γεωργία Σάνδη
Στο Παρίσι ο Σοπέν συνδεόταν με τον κύκλο του επίσης φημισμένου συνθέτη και πιανίστα Φραντς Λιστ. Στο σπίτι του γνώρισε τη συγγραφέα Γεωργία Σάνδη(ψευδώνυμο της Βαρώνης Aurore Dudevant), 6 χρόνια μεγαλύτερή του. Η πρώτη γνωριμία με την τολμηρή και μάλλον εκκεντρική συγγραφέα (κάπνιζε και φορούσε αντρικά ρούχα) του είχε προκαλέσει αρνητική εντύπωση και είχε σχολιάσει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Από το 1838 όμως ξεκίνησε η σχέση τους, που κράτησε 9 χρόνια.
Το 1838-9 το ζευγάρι έζησε για λίγους μήνες στη Μαγιόρκα, στο ερημωμένο Μοναστήρι Valldemossa. Η Γεωργία Σάνδη πήγε εκεί γιατί το κλίμα θα βοηθούσε τον γιο της Μωρίς να ξεπεράσει κάποια προβλήματα υγείας και ο συνθέτης την ακολούθησε πιστεύοντας ότι εκεί θα βελτιωνόταν και η δική του υγεία (έπασχε από φυματίωση). Το κλίμα της περιοχής όμως δεν τον βοήθησε, και επιπλέον έπρεπε να αντιμετωπίσουν και την αρνητική στάση των ντόπιων απέναντι στο ανύπαντρο ζευγάρι. Έτσι σύντομα εγκατέλειψαν την Ισπανία και επέστρεψαν στη Γαλλία, όπου ζούσαν κατά διαστήματα στο Παρίσι και στη Νοάν (Nohant), στην κατοικία της Γεωργίας Σάνδη.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.
Έργο
Η μοναδική γνωστή φωτογραφία του Φρεντερίκ Σοπέν, δημιουργία του Λουί-Ωγκύστ Μπισόν (1849)
Το έργο του Σοπέν προορίζεται αποκλειστικά για πιάνο, με εξαίρεση μερικά έργα μουσικής κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, μερικά έργα για πιάνο και βιολοντσέλο και ορισμένα τραγούδια για φωνή και πιάνο. Αρκετά από τα έργα του είναι πολύ απαιτητικά δεξιοτεχνικά, όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι, αλλά αυτό που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Μάλιστα έχει επισημανθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι τέτοια, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή. Παράλληλα όμως με την ανεξάντλητη μελωδική του ευρηματικότητα, ο Σοπέν είχε μια πολύ αναπτυγμένη αρμονική φαντασία, ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων.
Ο Σοπέν αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του, τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες, αλλά τα δικά του έργα δεν προορίζονται για χορό, αφού είναι πολύ γρήγορα και δεξιοτεχνικά. Το ίδιο ισχύει και για τα Βαλς του: είναι ευχάριστα κομμάτια σαλονιού, που προορίζονται για διασκέδαση.
Μερικά από τα 24 Πρελούδια τα συνέθεσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαγιόρκα. Το πιο διάσημο από αυτά είναι το 15ο, το πρελούδιο "της σταγόνας της βροχής". Λέγεται ότι το συνέθεσε ένα βράδυ με έντονη κακοκαιρία, που περίμενε με αγωνία τη Σάνδη και τον γιό της, οι οποίοι είχαν καθυστερήσει να φτάσουν λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο αυτού του είδους οι ιστορίες σχετικά με τα έργα του Σοπέν μάλλον πρέπει να τοποθετηθούν στον χώρο της μυθοπλασίας.
Ξεχωριστές είναι και οι 24 σπουδές για πιάνο: εκτός από τις τεχνικές απαιτήσεις τους, είναι και αξιόλογα μουσικά κομμάτια που μπορούν να ερμηνευθούν σε συναυλίες. Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο προηγουμένως, για παράδειγμα στις σπουδές του Καρλ Τσέρνυ και του Κράμερ το ενδιαφέρον είναι καθαρά παιδαγωγικό. Από την εποχή του Σοπέν όμως και μετά πολλοί συνθέτες παρουσίασαν αντίστοιχα έργα αξιώσεων, όπως οι Φραντς Λιστ, Κλωντ Ντεμπυσσύ και Αλεξάντρ Σκριάμπιν.
Οι Σονάτες του Σοπέν δεν ακολουθούν την παράδοση του βιεννέζικου Κλασικισμού. Οι κριτικοί της εποχής μάλιστα παρατηρούσαν ότι μάλλον δεν γνώριζε καλά τη φόρμα του είδους, η αλήθεια όμως είναι ότι πιθανότατα δεν θα ήθελε ο ίδιος να τηρήσει την αυστηρή φόρμα. Εξ άλλου προτιμούσε κομμάτια σε ελεύθερες φόρμες όπως οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που παρουσίασε Σκέρτσο ως αυτόνομο κομμάτι.
Τα Κοντσέρτα του για πιάνο και ορχήστρα είναι έργα στα οποία κυριαρχεί το πιάνο και η ορχήστρα έχει δευτερεύοντα ρόλο (παρουσιάζει την εισαγωγή, τα συνδετικά μέρη και το κλείσιμο). Στα σημεία που εμφανίζεται το πιάνο ο ρόλος της ορχήστρας είναι καθαρά συνοδευτικός.
Αξιοσημείωτη είναι η μνεία του για τον Ντομένικο Σκαρλάττι, συγκεκριμένα έγραψε:
Πολλοί από τους συναδέλφους μου διδασκάλους κατακρίνουν τη μεθοδολογία μου που περιλαμβάνει έργα του Σκαρλάττι. Πραγματικά με εκπλήσσει η δυσπιστία τους, καθώς η μουσική του περιέχει πλήθος ασκήσεων δακτυλοθεσίας, ενώ διαθέτουν πνεύμα που μπορεί να συγκριθεί άνετα μ' αυτό του Μότσαρτ. Αν μάλιστα δεν είχα το φόβο της κατάκρισης από διάφορους κοντόφθαλμους, θα ερμήνευα ευχαρίστως κομμάτια του Σκαρλάττι στις συναυλίες μου. Είμαι ωστόσο σίγουρος πως η μουσική του κάποια μέρα θα σταθεί στο βάθρο που της αξίζει και θα χαίρει άκρας εκτίμησης, τόσο από μουσικούς όσο και από το κοινό.