SOCIAL SCREAM – νέο single “In Dispute”

 Δείτε το lyric video εδώ 

 

Οι Social Scream είναι ένα Heavy Metal σχήμα από την Σπάρτη που δραστηριοποιείται στην μουσική σκηνή από το 2008. 

Η μπάντα στα πρώτα της βήματα λειτουργούσε ως cover band δίνοντας αρκετά live εντός και εκτός Σπάρτης. 

Η ανάγκη όμως για δημιουργία προσωπικού υλικού και το όραμα του κιθαρίστα/τραγουδιστή/συνθέτη Βλάση Διαμαντάκου κίνησε τις διαδικασίες για την υλοποίηση και κυκλοφορία του ντεμπούτου δίσκου των Social Scream  τον Ιούνιο του 2014. 

Από τότε οι Social Scream έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα ολοκληρωμένα άλμπουμ και δύο digital singles


Τώρα μας παρουσιάζουν το νέο τους single με τίτλο “InDispute”. 

  

Official social media 

                


...

ΣΥΜΩΝΗ ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΥ - Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΜΟΥ (ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ)

 


Συμώνη Κατραμάδου : Ο κατακτητής μου
Εκδότης : ΥΔΡΟΠΛΑΝΟ
Έτος έκδοσης: 2021
Είδος: Ιστορικό μυθιστόρημα
Αρ. σελίδων: 352
Εξώφυλλο: Μαλακό
Διαστάσεις: 14 x 21
ISBN: 978-618-5556-76-1


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Τον 1ο α ι. π .Χ. οι Ρωμαίοι έχουν κατακτήσει την ελληνική γη. Στη Μυτιλήνη, οι κάτοικοι θα συμμαχήσουν με τον Μιθριδάτη, όμως η επιλογή αυτή θα τους στοιχίσει ακριβά. Η Φοίβη, μια νεαρή αριστοκράτισσα, ετοιμάζεται για τον γάμο της με τον αγαπημένο της Αρίωνα. Όμως, άλλα ποθούμε εμείς κι άλλα μας γράφει η μοίρα. Θα μπορέσει η Φοίβη να χαράξει τη ζωή που ονειρεύεται ή άλλοι θα την ορίσουν; Θα ζήσει με τον άνδρα που αγαπά ή ο κατακτητής θα κερδίσει και την ίδια; Η πορεία και η πάλη της με τις δυνάμεις που τη σκλαβώνουν είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Το ταξίδι της Ψυχής στην αναζήτηση του Έρωτα.

Αποσπάσματα

Η ΠΗΓΗ


"Δοκίμασα το νερό με τα δάχτυλα του ποδιού. Είχα ξεχάσει πόσο ζεστό ήταν! Πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα.

Μια καυτή αγκαλιά με τύλιξε. Κινήθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τον καταρράχτη και στάθηκα από κάτω του. Θα βρεχόταν τα μαλλιά μου, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα να νιώσω το νερό να τρέχει πάνω στο σώμα μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί με τα μάτια κλειστά, το νερό να με χτυπά στους ώμους και το πρόσωπο και να ρέει πάνω μου. Ένοιωθα τόση ευεξία! Κάποια στιγμή, σήκωσα τα χέρια ψηλά να τρέξει το νερό πάνω τους. Άνοιξα τα μάτια.

Μέσα στους ατμούς που αναδύονταν από την στέρνα, διέκρινα μια γνώριμη ανδρική φιγούρα. Ο Μάριος! Στεκόταν δίπλα στον βράχο όπου είχα αφήσει τα ρούχα μου. Δεν μπορεί! Έτριψα τα μάτια μου. Δεν είχα κάνει λάθος. Προσπάθησα να κρύψω την γύμνια μου με τα χέρια μου, ενώ το μυαλό μου δούλευε σε φρενήρεις ρυθμούς. Πώς με βρήκε; Η Δορκάς γιατί δεν με ειδοποίησε; Τί ήθελε εδώ;

Με γρήγορες κινήσεις, ο Μάριος γδύθηκε και έριξε τα ρούχα του πάνω στα δικά μου. Θα έμπαινε στην στέρνα! Του γύρισα την πλάτη και απομακρύνθηκα όσο περισσότερο μπορούσα, γονατίζοντας για να κρύψω την γύμνια μου στο νερό. Άκουσα τον παφλασμό που έκανε το νερό όπως το έσχιζε με το σώμα του και έσφιξα τα χέρια μου στο στήθος μου. Δεν άκουσα τίποτα για λίγο. Πού πήγε; Η περιέργεια μ' έκανε να στρέψω το κεφάλι. Ήταν κάτω από τον καταρράκτη και έτριβε με τα χέρια το σώμα του για να ξεπλύνει τον ιδρώτα και την σκόνη του δρόμου. Το δέρμα του λευκό και αψεγάδιαστο έλαμπε κάτω από το νερό. Τα μαλλιά του βρεγμένα φαινόταν πιο σκούρα και μακριά. Οι μυς της πλάτης σχημάτιζαν ρυάκια. Οι γλουτοί γεροδεμένοι στηρίζονταν σε δυο δυνατά πόδια που έμοιαζαν σμιλεμένα από μάρμαρο.

Απέστρεψα το βλέμμα. Η παρουσία του μου προκαλούσε ταραχή. Έπρεπε να βγω από την πηγή. Προχώρησα προσεκτικά προς τον βράχο που ήταν τα ρούχα, κρατώντας την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τον καταρράκτη. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, αφού έπρεπε να περπατώ γονατιστή. Είχα ήδη φτάσει στην όχθη και ετοιμαζόμουν να σηκωθώ για να βγω έξω, όταν ένοιωσα το χέρι του στο μπράτσο μου.«Πού πας;» "

Απόσπασμα, Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΜΟΥ της Συμώνης Κατραμάδου, εκδ. Υδροπλάνο. 


ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

"«Αφέντη, την έδεσα. Τραβήξτε!» Η φωνή του ιπποκόμου, απόκοσμη έτσι όπως έβγαινε από το πηγάδι, διέκοψε τις σκέψεις μου.

Όλοι κοιτούσαμε τώρα το σχοινί που ανέβαινε σιγά σιγά γύρω από την τροχαλία, σέρνοντας στην άκρη του το αποτρόπαιο φορτίο του. Πρώτα είδαμε τα πόδια. Ο χιτώνας είχε κολλήσει επάνω τους και διέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το καλλίγραμμο σχήμα τους. Μετά ο κορμός, έκανε μια αφύσικη καμπύλη. Τέλος, το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, με τα μακριά μαλλιά να κρέμονται σαν φύκια. Ο Μάριος την έπιασε, την σήκωσε στα χέρια και την εναπόθεσε απαλά στο δάπεδο. Την κοίταξε για μια στιγμή, χάιδεψε το μάγουλό της. Μετά, έλυσε το σχοινί από την μέση της, το έριξε πάλι στο πηγάδι και φώναξε στον ιπποκόμο να δεθεί."

Απόσπασμα, Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ ΜΟΥ της Συμωνης Κατραμάδου, εκδ. Υδροπλάνο.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

HΔρ. Συµώνη Κατραµάδου γεννήθηκε και µεγάλωσε στη Μυτιλήνη της Λέσβου. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία/Γλωσσολογία και Νοµικά στο ΕΚΠA. Απέκτησε µεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Υπολογιστική Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ Αγγλίας και διδακτορικό στη Θεωρητική Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσµπουργκ. Εργάζεται ως πολιτιστικός ακόλουθος με ειδίκευση στις ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές και πολιτιστικές πολιτικές και προωθεί τη συνεργασία της Ελλάδας µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την προβολή του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού στις τρίτες χώρες. Τον τελευταίο χρόνο εργάσθηκε για την διαμόρφωση της νησιωτικής πολιτιστικής μας πολιτικής. Έχει ζήσει για σπουδές και εργασία στην Αγγλία, στη Νότια Αφρική και στον Καναδά. Έχει εκδώσει το ιστορικό μυθιστόρημα Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ – Το ταξίδι της Αταλάντας (2018, εκδ. Ωκεανίδα) και έγραψε το σενάριο του μουσικοθεατρικού έργου ΣΑΠΦΩ -ΚΑΛΑΝ ΣΕΛΑΝΝΑΝ που βασίζεται στο ανωτέρω μυθιστόρημα. Συμμετέχει στην συλλογική έκδοση για το 1821 «Λεσβογραφίες του Αγώνα» (2021, εκδ. Μύθος) με το διήγημα για μεγάλα παιδιά Η ΓΛΑΥΚΗ ΚΑΙ Ο ΜΠΟΥΡΛΟΤΙΕΡΗΣ ΤΟΥ 1821 και ευελπιστεί να υλοποιήσει την σειρά «Γλαύκη» με στόχο την εξοικείωση των παιδιών με την ναυτική μας ιστορία και την ενάλια πολιτιστική μας κληρονομιά. Στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει, ενώ της αρέσει και η πεζοπορία (έχει περπατήσει στις Άλπεις αλλά και στις σαβάνες της Ν. Αφρικής), το χειμερινό σκι, η ιστιοπλοΐα και οι καταδύσεις. Έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη της γης και θα ήθελε να δει ακόμη περισσότερα. Πάντα όμως επιστρέφει στη βάση της, την Ελλάδα, και την αγαπημένη της ιδιαίτερη πατρίδα, τη Μυτιλήνη.








Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά "Μην πλανιέσαι, προνόησε"




Σ' έναν κόσμο που αντιπαλεύει τον κορωνοϊό, χρειάζεται να επιλέξουμε πώς θα πορευθούμε και σε προσωπικό επίπεδο ο καθένας ,μιας και αγνοούμε το πότε θα τελειώσει τούτη η πανδημία.

Στην αρχή ,φάνηκε να χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας, μιας και τούτοι οι επιστήμονες του 21ου αιώνα δεν γνώριζαν παρά μονάχα από τα διαβάσματά τους περίπου, τι να αναμένουν.

Η επιτάχυνση των προσπαθειών τους, έδωσε γρήγορα αποτελέσματα αλλά ήταν μοιραίο να πεθάνουν εκατομμύρια άνθρωποι.

Η πανδημία θυμίζει κάτι από το λοιμό των Αθηνών του οποίου θύμα υπήρξε ο Περικλής και… ο Χρυσός Αιώνας του .

Ο κόσμος, όπως και τότε και πολλές φορές αργότερα, μετά από μια ασθένεια που στέλνει πολλούς στο θάνατο , αλλάζει, δεν είναι ο ίδιος ,όπως πριν από αυτήν. Δεν είναι ίδιος στη συμπεριφορά, στη διαβίωση, στην ανάπτυξη.

Η απειλή της πανδημίας ,μεγαλώνει την ευθύνη μας απέναντι σε εμάς και τα παιδιά μας αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθός της. Η συμπεριφορά μας απέναντι στον ιό θα αποτελέσει τη σωτηρία ή την καταστροφή μας. Ήδη, αγανακτισμένοι, πονεμένοι, θλιμμένοι, πιστοί, λιγότερο πιστοί και άπιστοι, ψάχνουμε τον βηματισμό μας και φοβάμαι ότι δεν τον έχουμε βρει, ενώ έχουν περάσει δύο χρόνια, κατά τα οποία πειραματιζόμαστε σε επιστημονικό, αλλά και προσωπικό επίπεδο.

Έχουν ήδη δημιουργηθεί κινήματα ,όπως συμβαίνει σε δύσκολες καταστάσεις και εποχές,-αναμενόμενο-τα οποία ,φοβάμαι πως αν συνεχιστεί η πανδημία από τη μια και άλλα φαινόμενα όπως η ακρίβεια ,που ήδη έκανε την εμφάνισή της, από την άλλη, θα οδηγήσουν το λαό, τους λαούς σε διχόνοια με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ναι, δεν φέρνει τελικά, αρνητικό κλίμα μόνο ο πόλεμος .

Πριν φτάσουμε σε ακραία φαινόμενα έγερσης και εξέγερσης των πολιτών, καλό θα ήταν να μαθαίνουμε καθημερινά και γιατί κρίνεται απαραίτητη η κοινή πλεύση απέναντι σε έναν αόρατο, πλην όμως καταστροφικό εχθρό.

Είναι λάθος να δικάζουμε ο ένας τον άλλον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να καταντούμε υπάνθρωποι ,για πράγματα που όντως δεν γνωρίζουμε.

Ποιος άραγε μας χώρισε σε πολίτες υπέρ και κατά του εμβολίου, σε πιστούς και άπιστους, γιατί αυτή είναι πλέον η κοινωνική πραγματικότητα. Αναπόδραστη μοίρα ή  ευθύνη των ιθυνόντων απέναντι στο λαό;

Μέχρι να βρεθεί μια άκρη, ας προσπαθήσουμε να τα βρούμε με τον εαυτό μας ,να κρίνουμε ,ο καθένας με την όποια γνώση έχει, τι μας συμφέρει να κάνουμε και γιατί;

Αντί να πλανιόμαστε , ας προνοήσουμε για να κερδίσουμε τη ζωή μας.

Είναι φρόνιμο να ακούσουμε τις οργανώσεις υγείας, παραμερίζοντας την καχυποψία περί συμφερόντων και εμπορευματοποίησης της πανδημίας.

Αντιμέτωποι με το φάσμα του θανάτου, με το παρόν του παρόντος, που γεννά φόβο, αγωνία, δυστυχία, ας αναλογιστούμε, ποιο όφελος προκύπτει από την παγκόσμια αποδοχή, πως ο εμβολιασμένος έχει περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει από τον ανεμβολίαστο - αυτό δείχνουν τα περιστατικά θανάτου λόγω covid - κι ας αποφασίσουμε.

Τώρα που τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην πανδημία και στα εκατομμύρια θανάτων που προκάλεσε και προκαλεί ,είναι ίσως χρήσιμο να επιλέξουμε τη σωτηρία μας και αυτήν των παιδιών μας.


Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός












ΕΒΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ

Σειρήνες του χρόνου Μνήμες του πόνου σιγήσατε. Στο ετήσιο εγερτήριο άριστα αποτύχατε. Λίγοι μονάχα υποκλίνονται ακόμα στο σκαμμένο μας χώμα. Αιωνία η μνήμη των ζωντανών που θυμούνται. Ε.Κ 20-7-21


ΛΙΟΠΥΡΙ ΕΝΤΟΣ Λιοπύρι καυτό τζιτζίκια λαλούνε τ'αφτιά ξεκουφαίνουν ανάσα που κόβεται ταχύτατη πάλι η καρδιά χάνει χτύπους. Πατούσες που καίνε ρανίδες ο ιδρώτας κυλάει και στάζει ανυπόφορη ζέστη δροσιά μάταια ψάχνω. Μαρτύριο μέγα εντός κατοικεί η ανοχή λιγοστεύει η ανάγκη φουντώνει βουτιά στο βυθό ή σάλτο ρισκάρεις; δροσίσου ψυχή μου Λιοπύρι καυτό. Ε.Κ 18/07/21


ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ Στο ουράνιο ταξίδι σου σαν αφεθείς, σαν έτοιμος από καιρό σα θαραλλέος... να εύχεσαι να 'χεις μαζί σου αποσκευές βαριές ,πολύτιμες με κλέος. Χώσε στην τσάντα σου μαζί, αγάπη ,καλοσύνη αυτά που μάζευες παλιά σου 'διναν πάντα τη γαλήνη . Να σαι σεμνός και ταπεινός να έχεις σωφροσύνη ποτέ σου μη ομολογείς την κάθε ελεημοσύνη. Να κάνεις πάντα υπομονή νηστεία μα και προσευχή όσα σου έστειλε ο Θεός είναι και βάσανο και ευχή. Αυτά τα μόνα σου μπαγκάζια οι πιο ακριβές σου επενδύσεις όταν τα μάτια σου θα κλείσεις ξαφνικά όσα μάζευες θ' αφήσεις. Τίποτα πλέον δεν ορίζεις μήτε σου πλέον δε γροικάς άλλοι για σένα αποφασίζουν τα ρούχα ακόμη που φοράς. Αφήνεις πίσω περιουσία άγχος για χρέη και δουλειά ότι συγκέντρωσες σε ουσία μονάχα παίρνεις αγκαλιά. Ξύπνα λοιπόν και παραιτήσου από ανούσια μην εξαρτάσαι πράξεις και ήθος σου μετράνε γι αυτό να μην αυταπατάσαι. Εβίτα 20-3-21





"Έφυγε ο φίλος" Τραγούδι σε Στίχους Αθω Χατζηματθαίου & Μουσική Παναγιώτη Χρόνη



Στίχοι Αθως Χατζηματθαίου
Μουσική παναγιώτης χρόνης 

Έφυγε ο φίλος 

Έχει η καρδιά μου συννεφιά 
τα χείλη στάζουν πόνο. 
Τα βήματα σέρνω βαριά 
στης ερημιάς το δρόμο. 

Ρεφρέν 
Έφυγ’ ο φίλος το παλληκάρι 
κι εσβησ’ ο ήλιος και το φεγγάρι. 
Κι όλες οι μέρες κυλούν θλιμμένες
 χώρια σου φίλε αγαπημένε. 

Στο στέκι τώρα σκυθρωποί 
κι αμίλητοι οι φίλοι. 
Το βλέμμα τους μες στης σιωπής 
το ματωμένο δείλι. 

Ένα ταξίδι η ζωή 
που η μοίρα το ορίζει. 
Όμως το τέλος δεν μπορεί 
κανείς μας να γνωρίζει.
Αθως Χατζηματθαίου

 





Κωνσταντίνος Λίχνος "ΝΕΑ ΑΓΩΓΗ"

Tommy Ingberg  photography

«Ανήθικο» και «παντελώς αχρείο»· έτσι αποκαλούσε τελευταία τον εαυτό του. Μα αντί να καταρρέει υπό το βάρος τέτοιων κατηγοριών, έδειχνε να λαμβάνει κάποιου είδους νοσηρή ικανοποίηση απ' τα κοσμητικά αυτά επίθετα, με τα οποία στόλιζε το άτομο του.

Τα έβρισκε εξίσου ταιριαστά με το «αλιτήριος» που χρησιμοποιούσε μέχρι προσφάτως, γιατί, καθώς φαίνεται, είχε από καιρό χάσει κάθε ψήγμα εγωισμού κι αυταρέσκειας. Πλέον επέλεγε τους πιο μειωτικούς χαρακτηρισμούς για να αναφέρεται ενδιάθετα στο πρόσωπο του και έβρισκε, είναι η αλήθεια, τόσους πολλούς υβριστικούς προσδιορισμούς για να αυτοχαρακτηρίζεται, που πια ήταν αδύνατον να τους συγκρατεί όλους, ακόμη κι ο ίδιος. Μέχρι και την μνήμη του κατηγορούσε πως ήταν νωθρή λοιπόν, παρόλο που θεωρούνταν νέος κι ακμαιότατος για την εποχή μας. Είχε φτάσει όμως, όπως έδειχνε να πιστεύει, σε μια ηλικία που δεν μπορούσε άλλο να ξεχειλώνει τον εαυτό του και διαρκώς να τον επανασυνθέτει. Δεν ήταν πια παιδί, ώστε να περιμένει να γίνει κάποιος σαν μεγαλώσει, ούτε μπορούσε να φέρει αιωνίως το τίτλο του «φερέλπιδος νέου» που έχει ολάκερη ζωή μπροστά του. Πλέον είχε διαμορφωθεί ως προσωπικότητα και προσδοκούσε να γευτεί μια κάποια εσωτερική σταθερότητα και, αν ήταν εφικτό, να αποκτήσει μια αίσθηση ταυτότητας κι ακεραιότητας του χαρακτήρα.

Τώρα που εργαζόταν ως υπάλληλος σε κάποια δημόσια υπηρεσία, έβλεπε τον κόσμο αρκετά διαφορετικά απ' ό,τι παλιότερα. Έκτοτε που δέχτηκε την πρώτη του προαγωγή μάλιστα, απολάμβανε τον σεβασμό των συναδέλφων, μα και του προϊσταμένου του. Το μόνο κακό ήταν πως είχε πέσει όμως στη δυσμένεια του εαυτού του. Βλέπεται, στο χώρο που εργάζεται, δεν προσελήφθη ακριβώς αξιοκρατικά, αλλά αυτό δεν έδειχνε αρχικά να τον επηρεάζει διόλου. Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα, όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία, μα όλως τυχαίως κατόρθωνε διαρκώς να επισκέπτεται ως αδειούχος το σπίτι του. Και τότε, όπως και τώρα, ειδικής μεταχείρισης έχαιρε, μα δεν ήταν ο μόνος. Γιατί να χολοσκάει λοιπόν; Με το σταυρό στο χέρι, κανένας δεν πρόκοψε.

Οι μικρές παρασπονδίες στις οποίες είχε υποπέσει φάνταζαν ασήμαντες, καθώς αποτελούσαν για τους πάντες κοινή πρακτική κι εκείνος δικαιολογούνταν απόλυτα· όντας νέος που προσαρμοζόταν στις συνθήκες και εξερευνούσε στον κόσμο τριγύρω του. Παράλληλα με τον κόσμο, διερευνούσε φυσικά και τον εαυτό του τον ίδιο, μα εκείνον τον έκρινε με εξωφρενική επιείκεια· λογαριάζοντας τον ασχημάτιστο κι εύπλαστο. Αργότερα, σαν τ' αποφάσιζε, θα ήταν ικανός να σταθεροποιηθεί σ΄ όποιο καλούπι επέλεγε και να πορευτεί όπως έκρινε εκείνος σωστά. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, ως μια σειρά πλημμελημάτων μπορούσε να περιγράψει το βίο του· έγκλημα δεν είχε διαπράξει κανένα. Για την ώρα, δεν μπορούσε παρά να συνεχίζει το δρόμο του, να συμπλέει με τις κοινωνικές νόρμες και να συμμορφώνεται με το σύστημα αξιών των γονιών του.

Είχε μείνει, προτού διοριστεί, άνεργος για κάμποσους μήνες και συνειδητοποίησε το διάστημα εκείνο πως, εφόσον οι προσφερόμενες θέσεις απασχόλησης είναι λιγοστές, θα έπρεπε να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία που θα του δινόταν. Αμέτρητες φορές είχε πιάσει τότε τον εαυτό του να τριγυρνά μάταια έξω απ' τα γραφεία εύρεσης εργασίας ή να ξεφυλλίζει άπελπις τις μικρές αγγελίες. Πριν προλάβει να τον διεκδικήσει η απογοήτευση όμως, μεσολάβησαν οι γνωριμίες των δικών του για να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Το σκέφτηκε σοβαρά, βέβαια, αν θα έπρεπε να δεχτεί την ευεργεσία αυτή που του προσφερόταν ανέξοδα, καθώς κι αν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει τυχόν κατηγορίες που θα εξαπολύονταν εναντίον του απ' το φιλικό και συγγενικό του περιβάλλον. Το να παρέμενε άνεργος όμως, ενώ συνάμα θα είχε εξαγριώσει τους γονείς του, φάνταζε αποτυχία πολύ μεγαλύτερη από τη χρήση αθέμιτων μέσων για την απόκτηση μιας ταπεινής θέσεως εργασίας.

Την κατακραυγή ένιωθε βέβαιος πως θα μπορούσε να την αντέξει. Η μικρή κοινωνία, στην οποία ζει, μπορεί να ενοχλείται με το παραμικρό, αλλά τελικά αποδέχεται και χωνεύει τα πάντα. Κι όσοι θα σπεύσουν να τον επικρίνουν, εάν βρισκόταν στη θέση του, το ίδιο με εκείνον δεν θα έπρατταν άλλωστε; Κανείς δεν είναι αμέμπτου ηθικής σήμερα κι αυτή η διαπίστωση είναι από μόνη της ικανή να απενοχοποιήσει κάθε έκνομη συμπεριφορά και ατασθαλία. Καιρό ήταν λοιπόν, να το πάρει απόφαση. Θα γινόταν κι εκείνος, ένας από αυτούς που καθημερινά τους κατακρίνουνε ανενδοίαστα όλοι, μα ενδόμυχα τους ζηλεύουν και τους επαινούν. «Ένας ακόμη αμοραλιστής αριβίστας»!

Αυτός θα ήταν ένας τίτλος που θα μπορούσε να τον αποδώσει στον εαυτό του δικαιωματικά. Κι εφόσον θα τον έφερε επάξια, θα αποτελούσε αντικείμενο παραδειγματισμού για τους υπόλοιπους και θα πρόσφερε, με τη στάση ζωής του, επαρκή δικαιολογία για αναρίθμητες μελλοντικές ανομίες. Κάπως έτσι δημιουργούνται τα πρότυπα άλλωστε. Χέρι με χέρι περνάει στους επόμενους η σκυτάλη της παράδοσης, μέσω της μίμησης. Και οι νέες γενιές, για να καλύψουν τις πομπές τους, δεν θα χρειάζονται τίποτα πιότερο, απ' το να στρέψουν το δάχτυλο στους προγενέστερους.

Στην τελική, κι εκείνος το ίδιο δεν έκανε; Περπάτησε ένα δρόμο, που τον είχαν στρώσει άλλοι, πριν απ' αυτόν. Κι όσο θα ακολουθούν όλοι, την αγία τούτη πεπατημένη, τόσο η φαυλότητα θα σκεδάζετε προς κάθε κατεύθυνση και θα εμποτίζει τις συνειδήσεις. Oποιοδήποτε διαφορετικό μονοπάτι είναι δύσβατο, σε κάθε στροφή του καραδοκούν Λαιστρυγόνες και η τόλμη που απαιτείται για να το περπατήσει κανείς, δεν γίνεται να βρεθεί σ' εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους. Ίσως ακόμη και ο πολύτροπος Οδυσσέας, ο πιο περιβόητος των πλανήτων, να λιποψυχούσε εάν γνώριζε εκ των προτέρων τα προσκόμματα που θα συναντούσε μέχρι να προσαράξει στη πολυπόθητη Ιθάκη του. Το σώφρον άλλωστε, δεν είναι να περιπλανιόμαστε σε μονοπάτια επίφοβα, αλλά το να πορευτεί ο καθένας μας όσο το δυνατόν πιο ασφαλώς και ακόπιαστα. Πολυμήχανος σήμερα, είναι αυτός που επιδεικνύει επινοητικότητα στην εξεύρεση ατομικών λύσεων και διαπρέπει στην αποποίηση κάθε περιττής υποχρέωσης και κάθε είδους ευθύνης.

«Στυγνός πρακτικιστής» το λοιπόν· κι αυτός θα μπορούσε να ήταν ένας τίτλος ταιριαστός για εκείνον. Είχε άλλωστε, από καιρό διακόψει κάθε σχέση με τα νεανικά του οράματα, το ομολογούσε με κάθε ευκαιρία κι ο ίδιος. Μπορούσε να δηλώνει με αυθάδεια δύσπιστος απέναντι σ' όλες τις θεωρίες και να ισχυρίζεται περήφανος, πως κόρεσε στο έπακρο τις φιλοσοφικές του ανησυχίες. Είχε ήδη αντιληφθεί με σαφήνεια το τρόπο που λειτουργούσε ο κόσμος και δεν υπήρχε περίπτωση να πιαστεί απονήρευτος. Μπορούσε πλέον να ελίσσεται επιδέξια σε κάθε κατάσταση, αλλά και να επινοεί δικαιολογίες για να επαναπαύει διαρκώς τη συνείδησή του. Το σημαντικότερο ήταν, ότι κατείχε την δεξιότητα να διατυπώνει σιβυλλικά τις απόψεις του και όταν το απαιτούσε η περίσταση να αλλάζει τεχνηέντως δέρμα σαν φίδι. Κι αυτά όλα είναι προσόντα πολύτιμα στις μέρες που ζούμε, δεν θα μπορούσε να το αρνηθεί κανένας αυτό.

Τι τα θες, τι τα γυρεύεις... Μπερδεμένο κουβάρι καταλήγουν τα πράγματα σ' αυτή τη ζωή. Το ίδιο γεγονός, αλλιώς το βλέπει ο ένας κι αλλιώς το κρίνει ο άλλος. Το μόνο σίγουρο είναι, πως δεν πρέπει να προκαλούμε το κοινό αίσθημα, ώστε να μας βλέπει με καλό μάτι η κοινωνία. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να ερμηνεύσουν μονάχοι τα όσα συμβαίνουνε γύρω τους, ειδικά αν δεν έχουν πρωτύτερα αξιολογηθεί δημοσίως, αν δηλαδή δεν έχει αποφανθεί γι' αυτά η παντοκράτειρα κοινή γνώμη. Ακόμη κι αυτοί όμως, ποιοι είναι τάχα που θα υποδείξουν τι είναι σωστό και τι λάθος; Στην τελική, είναι ο καθένας μας αποκλειστικά υπεύθυνος για τις πράξεις του ή μήπως για όλα ευθύνονται οι περιστάσεις και οι συλλογικές παθογένειες; Ας τον ξεφορτωθούνε, λοιπόν· ας τον αφήσουνε ήσυχο να πορεύεται όπως καταλαβαίνει εκείνος.

Όχι πως δεν έχει ανάγκη κανέναν βέβαια ή ότι έχει καταφέρει τάχα στη ζωή του κατιτίς το σπουδαίο. Για μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας και την δυνατότητα να εξασφαλίζει τα απαραίτητα έκανε τα όσα έκανε. Ασχέτως που το κυνήγι των απαραίτητων, για τη συντήρηση της ζωής αγαθών, έχει μετατραπεί σήμερα σε ένα ατέρμον ταντάλιο μαρτύριο. Και είναι να αναρωτιέσαι, τι μας είναι πραγματικά απαραίτητο και σε τι ενέργειες οφείλει να καταφεύγει κανείς για να το αποκτήσει. Ερώτηση, θα μου πείτε, κάπως αόριστη, καθώς ουδεμία συνθήκη παραμένει αμετάβλητη στου χρόνου το ακλόνητο πέρασμα. Πάντως, για να επιβιώσεις σ' αυτή τη ζωή, έπρεπε ανέκαθεν να πράττεις τα δέοντα. Τα αναγκαία και πρέποντα δηλαδή, ή τα ανθρωπίνως εφικτά και επιτρεπόμενα, αν θέλουμε αλλιώς να το θέσουμε. Όσες ενέργειες δεν επιτρέπονται, αποτελούν, αν διαπραχθούν, ηθικής ολισθήματα· μα χρησιμοθηρικά, καθαρά πιο ωφέλιμα αποδεικνύονται πάντα τα νομικά ανεπίτρεπτα. Γιατί όσο η ηθική υπνώττει εφημερεύει η διαφθορά και εδραιώνεται έρποντας στων βολεμένων τις ράχες.

Κάθε δημόσια πράξη γίνεται πρόπλασμα μελλοντικών συμπεριφορών. Έτσι αναπαράγεται το κυρίαρχο ήθος και διαμορφώνεται η κοινή λογική, αυτό το συνονθύλευμα συλλογικής αφροσύνης. Μέσω του παραδειγματισμού πλάθονται τα πρότυπα της κάθε εποχής, στα οποία προσαρμόζονται των ανθρώπων τ' ατελείωτα στίφη. Κι όταν κάτι χαράζεται εντός μας μέσω της μίμησης, καμιά διδαχή δεν μπορεί να το σβήσει. Καμιά νουθεσία δεν είναι ικανή να αποσείσει την πρόληψη, που επιβεβαιώνεται τάχα απ' τα ίδια τα μάτια μας και θάλλει επάνω στην εύφορη και παχυλή μας αμάθεια.

Κάπως έτσι, διαμορφώθηκε η «Νέα αγωγή» που ανάγει σε αξία υπέρτερη την θήρευση της επιτυχίας και της οικονομικής πλησμονής. Μα όλα αυτά δεν είναι παρά θεωρητικολογίες αβάσιμες, κι εκείνος, σαν «γνήσιος ρεαλιστής», δεν τις λαμβάνει υπόψη του. Άλλωστε, τα έχει καταφέρει περίφημα έως τώρα και επ’ ουδενί λόγω θα διακινδύνευε την τωρινή του κατάσταση. Στο κάτω κάτω, το κόστος για να πετύχει όσα πέτυχε, δεν ήταν δα και τόσο υψηλό. Μονάχα την ψήφο του έταξε, ως ανταπόδοση για την ευεργεσία που δέχτηκε και απώλεσε έτσι μέχρι κι αυτό, το κατά πολλούς ιερό, δικαίωμα του εκλέγειν.

Μικρό το κακό, θα μου πείτε. Άλλοι έχουν θυσιάσει πολλά περισσότερα για να κερδίσουν μια θέση στον ήλιο. Κανείς δεν μπορεί να παραμείνει ακέραιος εν μέσω αχρείων, εκεί που δεν εκτιμάται η αρετή και η φαυλότητα δρα ανεμπόδιστα. Γιατί καταλήγει τόσο πολύκλωνος της διαφθοράς ο κορμός, που περιτυλίγει τους πάντες και ο «πραγματιστής» φίλος μας το είχε αποδεχτεί πλήρως αυτό. Κι αν βίωνε ποτέ του ευνομίας εκλάμψεις και βρισκόταν εμπρός σε διλήμματα, ήξερε πως όλα αυτά θα εκλείψουν, όταν θα το έπαιρνε απόφαση να θεραπευτεί μια και καλή απ' τη νόσο που καλείται «συνείδηση». Μέχρι τότε, θα αναμετριέται με την αυτοεπίκριση και την ενοχή, αυτούς τους δυο ανθρωποφάγους υφάλους. Πασχίζοντας να τους αποφύγει με ημίμετρα, δεν θα μπορούσε παρά να αισθάνεται χαμένος κι ανίσχυρος, έτσι όπως νιώθει ο καθένας μας όταν χάνει των καταστάσεων τον έλεγχο.

Βλέπετε, ακόμη κι αν έχει για τα πάντα προνοήσει, αισθάνεται ανέτοιμος και παρόλο που έχει προ πολλού τους λογαριασμούς του φροντίσει, συνεχώς νιώθει οφειλέτης σε όλους. Μπορεί γι' αυτό να πασχίζει διακαώς να ευχαριστήσει τους πάντες και να είναι αρεστός. Μα αυτό τον κάνει να αισθάνεται «γελοίος» στο τέλος της μέρας και ίσως αυτός να είναι ο επόμενος τίτλος που θα διεκδικήσει επάξια. Όπως και να 'χει, θα έπρεπε να ξεμπερδέψει με την αυτοανάλυση και να περιορίσει τη διάθεσή του για αυτοκριτική, προτού μπει σε μπελάδες. Κυρίως, να διακόψει τους μελαγχολικούς του νυχτερινούς συλλογισμούς, γιατί τον κρατάνε άγρυπνο σχεδόν κάθε βραδύ. Ξεκίνησε με την αυταπάτη πως τους ελέγχει, αλλά κάθε τόσο χιμάνε επάνω του σαν αφηνιασμένα κύματα που τον παρασύρουν στην απελπισία. Η χειρότερη πλάνη του όμως, δεν ήταν αυτή. Ήταν πεποίθηση, πως διαμορφώνει ορθολογικά τις επιλογές του. Γιατί μόνο την τελευταία στιγμή, όταν έχουν πια δρομολογηθεί όλα και βρίσκεται μια ανάσα προτού επιλέξει, μονάχα τότε εμφανίζεται η σκέψη, για να επικυρώσει μια απόφαση προ πολλού ειλημμένη και να παρουσιαστεί ψευδεπίγραφα - παραγκωνίζοντας δήθεν το θυμικό - ως ηνίοχος της συμπεριφοράς του.

Όσο κι αν αποφεύγει την ενδοσκόπηση όμως, κάθε τόσο έρχεται το είδωλο του και στέκεται προκλητικά ανάμεσα στο βλέμμα του και στον κόσμο. Κι αφού αποστρέφεται εκείνο που βλέπει, αναζητά απεγνωσμένα τρόπους να μεταπλάσει τον εαυτό του. Ανίκανος να αποδεχτεί το ποιος είναι εξαϋλώνεται, ξεχειλώνει στον χρόνο μέχρι να αφανιστεί ολότελα το τωρινό του περίβλημα. Αναβιώνει περασμένες στιγμές για να τις αναβαπτίσει, ανοικοδομώντας την αυτοεικόνα του και εδραιώνοντας ένα εναλλακτικό παρελθόν. Τα πάντα εντός του καταλήγουν ρευστά κι ανυπόστατα, καθώς καταργεί των γεγονότων την αλληλοδιαδοχή κι αναπλάθει τις μνήμες του. Μέχρις ότου να διακοπεί η ονειρική περιπλάνηση τούτη, να αποκτήσει και πάλι συνείδηση του ξεπεσμού του και να αναδυθεί απ' της ψυχής του μύχια ξανά κραταιή η αυτοπεριφρόνηση.

Κι αν τώρα βολοδέρνει μονάχος, επιτρέποντας να τον τρώει το σαράκι των χθεσινών ενοχών, δεν παύει να ελπίζει κρυφά πως ο βασανισμός του ετούτος κάποια στιγμή θα τελειώσει. Σύντομα, θα σκληρύνει την πέτσα του πιότερο κι απρόσβλητος θα καταστεί σε κάθε κρίση συνείδησης. Θα το επιδιώξει αυτό, ισχυριζόμενος πως πράττει κατά τον δαίμονα εαυτού και πως μεριμνά πρωτίστως για το προσωπικό του συμφέρον. Δύσκολα πείθεται κάποιος όμως, όταν δεν επιθυμεί να πεισθεί και ίσως η αποτυχία του να διαμορφωθεί άτρωτος απέναντι στην αυτοκριτική, να είναι το έσχατο ίχνος ευσυνειδησίας που του 'χει απομείνει. Θα το αφανίσει όμως κι αυτό, όταν πραγματικά το θελήσει, γιατί πιότερο απ' όλα λαχταρά το να νιώθει ανάλαφρος. Έχει αποδείξει άλλωστε πως μπορεί να γίνει τα πάντα, γιατί πάνω απ' όλα ποθεί την ανεμελιά της απολύτρωσης. Μπορεί - και το ξέρει - να αδιαφορήσει εντελώς για την υστεροφημία του, να προσαρμόσει στην ανημποριά του πάσαν αξίαν και να περιγελάσει κάθε επίκριση. Το μόνο που δυσκολεύεται ακόμη να οραματιστεί, είναι τον εαυτό του ως γονέα, γιατί τέτοιος όπως έχει καταντήσει, δεν θα μπορούσε παρά να αναθρέψει απογόνους ανήθικους.

Βιογραφικό


Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.




ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Λιμοκτονών θνήσκω..."

 


Κάτισχνος από την πείνα, κάθιδρος και κατέρυθρος από τον υψηλό πυρετό, σύρθηκε και μισάνοιξε την άθλια εξώθυρα της καλύβας του. Τα κουρέλια που σκέπαζαν το άρρωστο κορμί του, έκρυβαν κάπως τα σημάδια του τύφου που τον σιγότρωγε. Κάθισε στο πεζούλι κι απίθωσε το διδασκαλικό σκουφί του εκλιπαρώντας τους περαστικούς για ένα γρόσι, ένα κομμάτι ψωμί, λίγες σταφίδες, με φωνή που μόλις ακουγόταν:
-Γενναίοι μου συμπατριώται...
Πήρε μερικές ανάσες κι άρχισε να ψέλνει την "Δέησι υπέρ των Ελλήνων", ένα παλαιό στιχούργημα άγνωστου ποιητή, το μέλος του οποίου είχε κανονίσει σε βυζαντινό ήχο τρίτο, και με αυτό εμψύχωνε τους γενναίους πολεμιστές, λίγες εβδομάδες ενωρίτερα, κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς.

"Ζευ, Θεέ, Θεών τε και ανδρών ομού, πάντων βασιλεύ
Ω συ Μουσών, Χαρίτων, Αθηνάς, Ερμού, Απόλλωνος γονεύ
Έκπληξον, κεραυνοφόρε τους εχθρούς των σοφών Γραικών..."

Κάποιοι τον θυμούνταν, "δες, ο δάσκαλος που μας έψελνε το Θούριο", και του άφηναν ένα παξιμάδι ή μια γαλέτα στο σκουφί, κουνώντας το κεφάλι με λύπη.
-Πείτε του γενναίου Αρχιμανδρίτη, ότι έχω χρεία, ψιθύριζε σε όποιον πλησίαζε αλλά μάταια. Έπαιρνε μια ανάσα και συνέχιζε απτόητος το άσμα του:

"Ρίψον Ζευ, βροντώδη σου τον κεραυνόν
Βρόντησον, ερίγδουπε, βρόντον τρομερόν
Πλήξον σκληρών βαρβάρων κεφαλάς
Φθάνει πλέον των Ελλήνων τα δεινά"

Οι λίγοι που κοντοστέκονταν, διέκριναν στο θολό βλέμμα του τη σπίθα που σιγόκαιγε ακόμα, τον πόθο για τη λευτεριά του δουλωμένου γένους. Η φλόγα που τρεμουλιαστή μεν αλλά ζωντανή, είχε φωλιάσει βαθιά μέσα του, γινόταν ύμνος και δέηση στον πατέρα θεών και ανθρώπων Δία:

"Έως πότε, αγκυλομήτα Ζευ, πλήθος συμφορών;
Ας επανακάμψει και εις ημάς ο χρυσούς αιών".

Αυτή η φλόγα τον είχε οδηγήσει στον ξεσηκωμένο Μοριά. Είχε ποτίσει το είναι του από μικρό παιδί, όταν στο χωριό του στις ακτές της Βιθυνίας, στη Μαρμαρίδα θάλασσα, ο γέρων Θεοδόσιος* ο εκ Μουδανιών, παλαιός διδάσκαλος στη σχολή των Κυδωνιών που είχε επιστρέψει στα πάτρια, τους δίδασκε ψαλτική κι αριθμητική, τους μάθαινε να απαγγέλλουν το Θούριο του Ρήγα και τους μιλούσε για το ένδοξο παρελθόν του τυραγνισμένου γένους.
Τ' αγάπησε τα γράμματα ο υιός του Φιλίππου του αλιέως. Στα δώδεκα φόρεσε το ράσο, έλαβε το όνομα Εφραίμ και διάβαζε τον Απόστολο στο ψαλτήρι ως βοηθός Αναγνώστη. Άφησε τη σκούνα και τα δίχτυα και διάλεξε το δρόμο της γνώσης και της διδαχής. Στα δεκάξι του αποχαιρέτησε οριστικά γονικά κι αδέρφια και, συστημένος από τον Θεοδόσιο, ταξίδεψε στο Αϊβαλί, σπουδαστής στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών. Εκεί, κοντά στον σοφό λόγιο Βενιαμίν τον Λέσβιο, του ανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες. Πέρα από τα ιερά γράμματα που γνώριζε ήδη, μαθήτευσε στην ελληνική γραμματεία, τη φυσιογνωσία, την πειραματική επιστήμη, την αστρονομία και όσο αυγάταιναν οι γνώσεις του, τόσο φούντωνε μέσα του ο θαυμασμός για τους αρχαίους προγόνους κι ο πόθος της λευτεριάς.

-Περίανδρε;
-Χαράλαμπε, εδώ βρίσκεσαι;
-Μα εσύ είσαι κάτωχρος, αδελφέ!
-Μη με πλησιάζεις, αδελφέ μου Χαράλαμπε, μη σε πιάσει κι εσένα το χτικιό. Μόνον ολίγο φαγί βρες μου αδελφέ μου, ολίγον ζωμόν, διότι μόνον γαλέτα και σταφίδας εσθίω τελευταίως. Αδυνατώ να υπάγω ως την επιμελητεία, το σώμα ασθενεί λίαν εκ του λοιμού και δεν με υπακούει πλέον. Δεν θα αντέξω επί πολύ.
-Σπεύδω τάχιστα! Θα φροντίσω, μη σε μέλλει.

Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στο αποστεομένο πρόσωπό του. Όχι μόνο από την άξαφνη εξ ουρανού βοήθεια. Αλλά κι από τις όμορφες αναμνήσεις που ξύπνησε στο μυαλό του η απρόσμενη παρουσία του παλιού του συντρόφου, του Χαράλαμπου Μάλη*, Κύπριου την καταγωγή, γνώριμου από την Βασιλεύουσα, όπου ο αναγνώστης Εφραίμ είχε μεταβεί φλογισμένος από τον πόθο να μεταδώσει την αρχαιογνωσία που είχε διδαχθεί στην Ακαδημία των Κυδωνιών. Ο Μάλης, ως παλαιότερος στην Πόλη και γνωστός διδάσκαλος ομογενών νέων, τον είχε συστήσει σε επιφανείς ρωμαίικες οικογένειες που αναζητούσαν κάποιον φιλόμουσο και φιλογενή οικοδιδάσκαλο για τα τέκνα τους.
Εισήλθε έτσι στον κύκλο των Ρωμιών της Πόλης, και με την φλογερή διδασκαλία του σύντομα απέκτησε όνομα ικανού και γενναιόφρονος διδάκτορος. Διάβαζε στους μαθητές του αποσπάσματα από τον Λόγιο Ερμή, του οποίου ήταν συνδρομητής, από τους μύθους του Αισώπου, τους δίδασκε τους λόγους του Λυσίου και του Ισοκράτη, Πλούταρχο, Στράβωνα, Πλάτωνα, τις εκδόσεις αρχαίων συγγραμμάτων του Αδαμάντιου Κοραή που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες των φιλόμουσων της Πόλης. Παράλληλα, συνέθετε και απήγγειλε πατριωτικά ασμάτια, τα οποία αποστήθιζαν οι μαθητές του. Είχε ευγλωττία, αυτοσχεδίαζε και εκφωνούσε φλογερές ομιλίες, συναρπάζων τους ακροατές του.
Εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα ο μαθητής του στην Πόλη, Δημήτριος Μιχ. Βασιλείου*, υπερήλικας πλέον, θυμόταν ακόμα τον διδάσκαλό του Εφραίμ "με τον σκούφον" και απήγγειλε σε διάλεξη στην αίθουσα του Παρνασσού το πατριωτικό στιχούργημα που τους είχε διδάξει:

"Φίλοι μου συμπατριώται,
υπό τον ζυγόν έως πότε
των αχρείων μουσουλμάνων
της Ελλάδος των τυράννων;"

Όπως το υποσχέθηκε, ο Χαράλαμπος δεν άργησε να επιστρέψει με ένα κύπελλο ζεστού ζωμού. Ανακάθησε στο πεζούλι και ήπιε το ζωογόνο ρόφημα. Η όψη του δεν ζωντάνεψε ιδιαίτερα αλλά η διάθεσή του βελτιώθηκε πάραυτα. Ανυψώθηκε το ηθικό του κι άρχισαν με τον Μάλη να θυμούνται τις μυστικές συζητήσεις τους στην Πόλη, όταν ως μέλος της Εταιρείας των Φιλικών ο Μάλης τον μύησε κι εκείνον στο μεγάλο μυστικό και τον όρκισε στα μυστήρια της Εταιρείας.
-Και αύθις ο Εφραίμ μετονομάσθη εις Περίανδρον! Υιοθέτησα το όνομα του εκ των επτά σοφών, θεωρών πως ούτως κληρονομώ και την σοφίαν του, συμπλήρωσε αστειευόμενος και γέλασαν κι οι δυο.
-Πώς και ευρέθης στην Τριπολιτσά; ρώτησε ο Μάλης. Νόμιζα πως ήσουν στην Καλαμάτα, παρά τον παπά-Θεόκλητον τον Φαρμακίδην, εις την Εθνικήν Τυπογραφίαν, ως με έγραψες.
-Αδελφέ μου Χαράλαμπε, πολλά υπέφερα δια την πατρίδα, αναστέναξε ο Περίανδρος κι εσφούγγισε ένα δάκρυ. Από πού να ξεκινήσω. Με είχες αφήσει προ δύο ετών εις την Βασιλίδα των πόλεων ως οικοδιδάσκαλον των τέκνων του ευγενούς τσελεπή-Μιχαλάκη*. Ότε στας αρχάς του τρέχοντος έτους εσηκώθη το γένος κατά του τυρράνου, θα έμαθες πως στην Πόλη οι Αγαρηνοί αφηνίασαν. Κυνήγησαν κι αφάνισαν τη στρατιά του γενναίου πρίντζηπος Αλεξάνδρου εις την Βλαχία και σαν μαθεύτηκε πως ξεσηκώθη ο Μοριάς, η Ρούμελη και τα νησιά, έσυραν τον Πατριάρχη εις το ικρίωμα και εσφαγίασαν όσους Ρωμιούς της Πόλης ενόμιζαν ως υπαιτίους. Ο αυθέντης μου πρόκαμε κι έστειλε τη φαμελιά του στην Οντέσσα. Εγώ έμεινα μαζί του να φυλάξουμε το βιος του, μα σαν δυσκόλεψε η κατάσταση, εμβήκαμε εις ένα βρίκι και ήρθαμε εις την Αίγινα, όπου εχωρίσθημεν.
-Εκεί με απεγύμνωσαν οι εδικοί μας, αν έχεις το Θεό σου, συνέχισε ο Περίανδρος κι έπνιξε ένα λυγμό που ανέβηκε στον πονεμένο λαιμό του.
-Δηλαδή;
-Κάποιοι γενναίοι Ρουμελιώτες που φτάσανε στο νησί κυνηγημένοι απ' τα μέρη τους, ρίχτηκαν στο πλιάτσικο, γυμνώνοντας νοικοκυραίους και μη. Θύμα της λαφυραγωγίας των υπήρξα και εγώ ο τάλας, και ευρέθην ως κάλαμος εις τον άνεμον. Ανέβηκα τότε εις τα Τρικόρυφα**, εις την υπηρεσίαν του φιλογενούς πρίντζηπος Δημητρίου, ίνα δουλεύσω την Πατρίδα και να συνεργήσω εις τον υπέρ της ελευθερίας ιερόν αγώνα από κάποιο πόστο, όπου θα ήμουν χρήσιμος. Εζήτησα όπλον, μα δεν με έδωκε κανείς. Ούτε κάποιον υπούργημα σχετικόν με τας γνώσεις μου. Επί τριάκοντα ημέρας περιφερόμουν ψωμοζητών, αφηγούμενος εις τας καλύβας τας πράξεις και τας αρετάς των προγόνων μας.

Διέκοψε συγκινημένος, ήπιε λίγο νερό και συνέχισε:
-Μα δεν έμεινα εντελώς άπραγος. Κατά τας μάχας εσυνόδευα τους γενναίους μαχητάς εις το πεδίον του Άρεος, τους εμψύχωνα και τους εγκαρδίωνα με θούριους και κηρύγματα. Ολίγον έλειψε να κατέβω εις τον Πλούτωνα από σφαίραν κανονίου από την Τριπολιτσάν που έπεσε πλησίον μου. Καθημερινώς εκινδύνευα την ζωήν μου δια την γλυκειά πατρίδα μετέχων στις αψιμαχίες άοπλος, πένης και λιμάζων, διότι δεν ανήκον εις κανένα ασκέρι και δεν με έδιδαν ταγίνι, ούτε τα αναγκαία δια την τροφήν μου. Εκοιμώμην επάνω εις πέτρας, ότε κάποιοι Μωραΐτες μ' έκλεψαν τον σάκον με τα ολίγα ρούχα μου κι απέμεινα "γυμνότερος από το γουδοχέρι", κατά την παροιμίαν.
-Και πώς ευρέθεις να εργάζεσαι παρά τον Φαρμακίδην, εις την έκδοσιν της Σάλπιγγος, στην Καλαμάτα;
-Εν τέλει με εσπλαχνίσθη ο ελλόγιμος κύριος Βάμβας κι ότε ο γενναιόκαρδος πρίντζηπας Δημήτριος έφερεν το τυπογραφείον, με συνέστησε εις τον χαριέστατον Θεόκλητον. Επήγα εις την Καλαμάταν ως βοηθός του. Με εδέχθη με δυσαρέσκειαν, φερόμενος πολλά υπεροπτικώς, με μόνην αμοιβήν εκατόν δράμια άρτου ημερησίως, και τούτα κατά περίστασιν, όχι τακτικώς.

Μια σκιά μελαγχολίας σκέπασε το βλέμμα του. Μόλις συνήλθε, συνέχισε την αφήγηση των περιπετειών του:
-Έκαμα υπομονήν καθότι τα πράγματα ήσαν ακόμη ακατάστατα. Εδούλευα ειλικρινώς και τιμίως δια το γένος, μολονότι γύρωθεν πλείστοι μισόκαλοι, χρυσολάτραι, εφέροντο βαρβαρικώς και απλήστως σωρεύοντες τάλαρα, ενώ οι αληθείς πατριώται επένοντο. Αγάπησα την πατρίδα πλειότερο απ' ότι με ηγάπησεν εκείνη, αδελφέ μου Χαράλαμπε, απόσωσε με θλίψη κι έγειρε κουρασμένος το κεφάλι.
-Περίανδρε, μη σκοτίζεσαι. Θα μιλήσω του Αρχιεπισκόπου Δικαίου, στη δούλεψή του είμαι. Θα εύρω λύση. Ξεκουράσου τώρα. Αύριο θα σου φέρω πάλι φαγί κι ένα ντοτόρο να σε κοιτάξει.
Ο ντοτόρος ήρθε με ένα μαντήλι στο στόμα καθώς η δυσωδία από τα εκατοντάδες κουφάρια ήταν ανυπόφορη. Δεν πλησίασε, τον είδε εκ του μακρόθεν κι αναχώρησε κουνώντας απελπισμένος τα χέρια.
-Πυρετός εκ τύφου, όπως το υπέθεσα, είπε στον Μάλη. Δεν υπάρχει γιατρειά.

Ο Μάλης παρακάλεσε τον Δικαίο. Εκείνος θυμήθηκε τον Περίανδρο από τον κύκλο των Φιλικών της Πόλης, τον σπλαχνίστηκε, μα οι ανάγκες του αγώνα ήταν πολλές, πού καιρός για τους χιλιάδες που θέριζε ο λοιμός που προκλήθηκε από τα σκορπισμένα σ' όλη την πόλη άταφα κορμιά, απ' όταν εκυρίευσαν οι Ρωμιοί την Τριπολιτσά κατά την 23η Σεπτεμβρίου.
Απογοητεύτηκε, μα δεν το έβαλε κάτω ο φίλος του. Πήγε στον τυπογράφο Κωνσταντίνο Τόμπρα* και σε άλλους πολλούς, ακόμα και σε ανθρώπους του μπέη της Μάνης Πέτρου Μαυρομιχάλη. Ρώτησε να μάθει για την πολιτεία του Περίανδρου. Όλοι είχαν καλούς λόγους να πουν, για την φιλοτιμία του, τον πατριωτικό ζήλο και την αφιλοκερδή προσφορά του στον πανεθνικό αγώνα.
Αφού έλαβε καλές γνώμες από όλους πήγε και στον Θεόκλητο που γνώριζε πως ήταν δύστροπος και πείσμων. Εκείνος δεν του έδωσε σημασία. Είχε τις δικές του σκοτούρες μιας και ο πρίγκηπας επέμενε εις την προεξέτασι των κειμένων πριν τυπωθούν στην εφημερίδα, κάτι που δεν δεχόταν επ' ουδενί ο πολύς Φαρμακίδης. Με συνέπεια το τέταρτο φύλλο της Σάλπιγγος, στο οποίο θα περιγράφονταν τα γεγονότα της άλωσης της Τριπολιτσάς, να μην τυπωθεί αν και είχε προετοιμαστεί.
-Ναι, το βάλαμε μπρος, αμέσως μόλις ελάβαμε το χαρμόσυνο μαντάτο, στας 26 του Σεπτέμβρη, επιβεβαίωσε ο Περίανδρος στον Μάλη, την επόμενη που του επήγε το ημερήσιο συσσίτιο. Αλλά ο Θεόκλητος εψυχράνθη με τον πρίντζηπα και διέκοψε την εργασία. Εξ αιτίας αυτής της διαφωνίας έπαψε να εκδίδεται η "Σάλπιγξ Ελληνική", εφημερίς την οποία ηγάπησα ως τέκνον μου καίτοι την εδούλευσα πενόμενος. Τότες ήλθον και εγώ εις Τριπολιτσάν, προς αναζήτησι κάποιας άλλης επωφελούς υπηρεσίας προς το γένος. Και εδώ μ' ηύρεν το κακό.

Ο Μάλης συνέχισε να τον σιτίζει, μα όσο περνούσαν οι μέρες χειροτέρευε. Το σαράκι δεν υποχωρούσε. Ψηνόταν στον πυρετό και δεν είχε πια δύναμη ούτε να βγει στο πεζούλι. Το μυαλό του ταξίδευε στα παιδικά του χρόνια, στους γονείς και τ' αδέρφια του που είχε χρόνια να μάθει νέα τους. Πού και πού, πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα, τον άκουγαν να σιγοτραγουδά:

"Ανάμεσα σε Τρίγλια, Συγκή και Μουντανιά**
Καράβι αρμενίζει με δεκ'οχτώ πανιά".

-Τραγούδι από τον τόπο μου είναι, απάντησε σε κάποιον που ρώτησε.
Άλλοτε πάλι έπιανε να ψέλνει προσωπικές παρακλήσεις προς τον Δία, δικής του επινόησης:

"Επίβλεψον και ίδε, πλέον, και ημάς
Εάν και υπάρχεις Ζευ!
Και την αρετήν αληθώς τιμάς".

Απελπισμένος, ένα πρωί μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει, φόρεσε το σκουφί του, το μοναδικό απομεινάρι που θύμιζε το διδασκαλικό παρελθόν του, σύρθηκε ως την ξύλινη πόρτα κι έγραψε με ένα κομμάτι κάρβουνο:
"Λιμοκτονών θνήσκω..."
Ξάπλωσε στο αχυρένιο στρώμα και εξεμέτρησε το ζην, λίγο πριν μπει ο Νοέμβρης του Α' έτους της ελευθερίας (1821).
Με αυτό το υστερόγραφο, καλλιγραφημένο όπως τα λιγοστά γραπτά του, τα οποία σύναξε ο αδελφικός φίλος του Χαράλαμπος Μάλης*, "δια να διασωθή τό όνομά του εις τα χρονικά της Ελλάδος, όπου έτρεξε και ηύρε το τέλος", αποχαιρέτησε πρόωρα τα εγκόσμια ο Περίανδρος ή Εφραίμ του Φιλίππου, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών περίπου.
Δεν υπήρξε ούτε σπουδαίος πολεμιστής, ούτε διακεκριμένος λόγιος. Όμως είχε ικανή παιδεία, εφλέγετο από ειλικρινές πατριωτικό πάθος και πάσχισε να μεταδώσει, με όση δύναμη είχε, τη φλόγα της λευτεριάς στους συμπατριώτες του.

Θ. Μπελίτσος, Παλιόχωρα Αβίας, Σεπτέμβρης 2021.


* * *


Σημειώσεις

*Ο πίνακας "A beggar seated on a bank" είναι έργο του 1630, του Ολλανδού ζωγράφου Rembrandt.

*Ο Περίανδρος Φιλίππου (περ. 1785-1821), πρόσωπο υπαρκτό, γεννήθηκε σε κάποια παραλιακή πολίχνη της Βιθυνίας, στη νότια ακτή της Προποντίδας. Έλαβε εγκύκλιο παιδεία στην περίφημη Ακαδημία Κυδωνιών. Εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στην Πόλη με αξιοπρεπές εισόδημα, ήταν συνδρομητής του Λόγιου Ερμή και μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε', διέφυγε στην Πελοπόννησο, όπου εργάστηκε υπό άθλιες συνθήκες αμοιβής και διαβίωσης στο Εθνικό Τυπογραφείο στην Καλαμάτα.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς μετέβη στην πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, όπου ασθένησε από λοιμική νόσο και απεβίωσε. Η λογοτεχνική απόδοση του βίου και του άδοξου τέλους του, την οποία επιχείρησα, περιλαμβάνει πολλά στοιχεία μυθοπλασίας αλλά στηρίχτηκε σε διασώθεντα τεκμήρια, τα οποία αντλήθηκαν κυρίως από τις παρακάτω βιβλιογραφικές πηγές.
-Β.Π. Παναγιωτόπουλου, "Περίανδρος Φιλίππου", Ο Ερανιστής τόμος 1 (1963), τεύχ. 2, σελ. 56-60 και τεύχ. 3/4, σελ. 86-99.
-Δημητρίου Μ. Βασιλείου, "Ενθυμήματα της εποχής μου", Εν Αθήναις 1890, σελ. 5-6.
-Αντωνίου Ν. Σιγάλα, "Συλλογή εθνικών ασμάτων", Εν Αθήναις 1880, σελ. 1-2.
-Χαραλάμπους Μάλη, επιστολή στην εφ. "Αθηνά" Ναυπλίου, φ. 70, 19-11-1832.

*Πρόσωπα.
Εκτός από τις γνωστές προσωπικότητες που αναφέρονται στο κείμενο (Παπαφλέσσας, Πετρόμπεης, Νεόφυτος Βάμβας, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Αδαμ. Κοραής, Βενιαμίν Λέσβιος, Υψηλάντηδες), υπάρχουν και κάποια πρόσωπα λιγότερο γνωστά, για τα οποία παραθέτω λίγες πληροφορίες για τον φιλομαθή αναγνώστη:
-Θεοδόσιος εκ Μουδανιών. Δίδαξε στην Σχολή Κυδωνιών στην πρώτη φάση της, πριν από το 1792.
-Μιχαήλ Βασιλείου (τσελεπή Μιχαλάκης). Φιλόμουσος έμπορος της Κων/πολης, Φιλικός, μέλος οικογένειας εμπόρων και λογίων με καταγωγή από το Αργυρόκαστρο της Ηπείρου, με επιχειρηματική δραστηριότητα σε Οδησσό, Τεργέστη, Βιέννη, Γαλλία κ.α. Υπήρξε χορηγός της έκδοσης του Λόγιου Ερμή και εκδόσεων αρχαιοελληνικής γραμματείας, στην διάδοση των οποίων στον ελληνικό χώρο συνέβαλε. Ο πρεσβύτερος αδελφός του Αλέξανδρος Βασιλείου (1760-1818), γνωστός λόγιος της διασποράς, υπήρξε έμπιστος φίλος και στενός συνεργάτης του Αδ. Κοραή.
-Δήμητριος Μιχ. Βασιλείου, υιός του προηγούμενου, μαθητής του Περίανδρου Φιλίππου.
-Χαράλαμπος Μάλης. Κύπριος λόγιος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, γραμματεύς εξ απορρήτων του Παπαφλέσσα, που υπηρέτησε αργότερα σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις.
-Κωνσταντίνος Τόμπρας. Κυδωνιεύς που είχε λάβει γνώσεις τυπογραφίας στη Γαλλία κοντά στον εκδότη Firmin Didot (Διδότο). Ανέλαβε να λειτουργήσει την τυπογραφική μηχανή που έφερε ο Δημ. Υψηλάντης, στην οποία τον Αύγουστο του 1821 τυπώθηκε στην Καλαμάτα η πρώτη εφημερίδα των επαναστατημένων Ελλήνων, η "Σάλπιγξ Ελληνική", καθώς και άλλα κυβερνητικά έντυπα.

**Τοποθεσίες.
- Τρικόρυφα: τα Τρίκορφα Αρκαδίας, όπου στήθηκε το στρατόπεδο των Ελλήνων πολιορκητών της Τριπολιτσάς το καλοκαίρι του 1821.
- Τρίγλια, Συγή ή Συγκή, Μουδανιά: τρεις κοντινές παράλιες πόλεις στις νότιες ακτές της Προποντίδας, στην επαρχία της Βιθυνίας, στο έμπα του κόλπου της Κίου. Ως το 1922 είχαν σχεδόν αμιγή ελληνικό πληθυσμό.
Θ.Μ.