Μισέλ Πωλ Φουκώ (15 Οκτωβρίου 1926 - 25 Ιουνίου 1984)

 

O Μισέλ Πωλ Φουκώ (Michel Paul Foucault, 15 Οκτωβρίου 1926 - 25 Ιουνίου 1984) ήταν Γάλλος δομιστής και μεταμοντερνιστής φιλόσοφος, συγγραφέας, ψυχολόγος και ψυχοπαθολόγος. Επηρεάστηκε έντονα από τα γραπτά των Φρίντριχ Νίτσε και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Έγινε γνωστός από τις μελέτες που έκανε σχετικά με τις έννοιες και τους κώδικες, όπως οι "αρχές του αποκλεισμού", μέσω των οποίων λειτουργούν και αυτοκαθορίζονται οι κοινωνίες, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους στοχαστές του Μάη του '68, αν και ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχθηκε κάποια σύνδεση με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τότε. Στο συγγραφικό του έργο, ασχολήθηκε, κυρίως, με τη φυλακή, την τιμωρία, την αστυνομία, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, τη φροντίδα των πνευματικά ασθενών και τις διακρίσεις μεταξύ αυτών και των εμφρόνων.

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στο Πουατιέ στις 15 Οκτωβρίου του 1926. Η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη, καθώς ο πατέρας του ήταν χειρουργός και εξέχουσα προσωπικότητα της τοπικής κοινωνίας, ενώ η μητέρα ήταν του κληρονόμος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Ο πατέρας του επιθυμούσε να ακολουθήσει τα επαγγελματικά του βήματα. Κοντινοί άνθρωποι του Φουκώ από μικρή ηλικία, υποστήριζαν πως ήταν πολύ κλειστός και δύσκολος χαρακτήρας. Από το 1936 έως το 1940, φοίτησε στο Λύκειο του Πουατιέ και, έπειτα, μετέβη στο Κολλέγιο του αγίου Στανίσλαου του Πουατιέ, έχοντας άριστες επιδόσεις στα γαλλικά, στα λατινικά και στα αρχαία ελληνικά. Το 1945, πήγε στο Παρίσι, για να σπουδάσει στο -πολύ καλής φήμης- Λύκειο του Ερρίκου Δ΄ και την επόμενη χρονιά, εισήχθη στην Εκόλ Νορμάλ Συπεριέρ (Ecole Normale Superier - ENS), τέταρτος στη σειρά. Εκεί, απέκτησε πτυχία στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, έχοντας καθηγητή τον Λουί Αλτουσέρ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην ENS, ανακάλυψε την ομοφυλοφιλία του, εμφάνισε τάσεις αυτοκτονίας και επιθετικότητας και ασπάστηκε τον κομμουνισμό, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για το ότι, κατανάλωνε πολύ αλκοόλ και πειραματιζόταν με διάφορες ναρκωτικές ουσίες.
Η συλλογή των τίτλων σπουδών και η έκδοση των πρώτων βιβλίων

Το 1952, έλαβε δίπλωμα ψυχοπαθολογίας από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Παρισιού και μέχρι το 1955, δίδασκε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Λιλ. Στη συνέχεια, δίδαξε ψυχολογία και στην ENS, μετά από πρόσκληση του Αλτουσέρ και αποχώρησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, εργάστηκε σε ψυχιατρικές κλινικές και στα πανεπιστήμια της Ουψάλα (καθηγητής γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας), της Βαρσοβίας (διευθυντής του γαλλικού τμήματος) και του Αμβούργου (επικεφαλής του Γαλλικού Ινστιτούτου). Από το 1960 μέχρι και το 1966, δίδασκε φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Κλερμόν-Φερράν και στο Πανεπιστήμιο Παρισιού-Βενσέν, στο οποίο παρέμεινε για συνολικό χρονικό διάστημα δύο ετών. Μεταξύ αυτού του χρονικού διαστήματος, μετέβη για λίγο καιρό στη Βραζιλία, για να δώσει διαλέξεις. Το 1961, εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο "Τρέλα και παραλογισμός: Η ιστορία της τρέλας στην Κλασσική Εποχή", το οποίο αποτελεί ανάλυση της έννοιας της τρέλας, όπως αυτή χρησιμοποιείτο από την κοινωνία του 17ου αιώνα και τον βοήθησε στο να πάρει το διδακτορικό του. Το 1966, μετέβη στην Τυνησία, για να διδάξει φιλοσοφία στο τοπικό πανεπιστήμιο. Εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε το βιβλίο του, "Η τάξη των πραγμάτων", το οποίο έγινε μπεστ-σέλλερ. Επέστρεψε στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1968. Την επόμενη χρονιά, διεξήγαγε μια έρευνα για τη φύση της "ιδιότητας του συγγραφέα" και της κοινωνικής λειτουργίας του.

Η καθιέρωση

Το 1970, εκλέχθηκε ισόβιος καθηγητής της Ιστορίας των Συστημάτων της Σκέψης, στο Κολλέγιο της Γαλλίας.Από τη δεκαετία του '70, ξεκίνησε να συνεργάζεται με την Ομάδα Πληροφόρησης για τις Φυλακές (Groupe d’Information sur les Prisons). Οι αγώνες του μέσα από αυτήν, οδήγησαν στην κοινή αποδοχή του ως επαναστάτη διανοούμενου, κάτι που ο ίδιος ουδέποτε αποδέχθηκε. Το 1971, εμφανίσθηκε σε εκπομπή της ολλανδικής τηλεόρασης που μεταδιδόταν ζωντανά και στην οποία είχε μια μακρά συζήτηση με τον Νόαμ Τσόμσκυ, με θέμα: "Ανθρώπινη φύση: δικαιοσύνη εναντίον δύναμης" ("Human Nature: Justice versus Power"). Η συζήτηση μεταξύ των δυο φιλοσόφων συμπεριλήφθηκε στον τόμο "The Basic Concern of Mankind". Το 1975, εκδόθηκε το βιβλίο του "Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής", το οποίο αποτελεί μελέτη του νεότερου ποινικού συστήματος. Το 1976 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος της τριλογίας "Η ιστορία της σεξουαλικότητας". Και οι τρεις τόμοι αναφέρονταν στην ιστορία των αντιλήψεων για τη σεξουαλικότητα, με αφετηρία την εποχή της αρχαίας Ελλάδας και ανέδειξαν το Γάλλο φιλόσοφο σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενος της εποχής του. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε σε Αμερική, Ιαπωνία και Βραζιλία, ενώ επισκέφθηκε τις φυλακές Attica της Νέας Υόρκης. Το 1978, στάλθηκε στο Ιράν, από την ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, για να καλύψει την Ιρανική Επανάσταση.
Το τέλος

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέγραψε αρκετά βιβλία, ενώ ασχολήθηκε με τη διερεύνηση της σεξουαλικότητας του ατόμου. Πέθανε στις 25 Ιουνίου του 1984, στο νοσοκομείο De la Salpetriere του Παρισιού, από νευρολογικές επιπλοκές που του προκάλεσαν οξεία σηψαιμία, ενώ ήταν οροθετικός. Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκαν τρεις βιογραφίες του.

Προσωπικές απόψεις

Ο Μισέλ Φουκώ ήταν εκφραστής του πρώιμου δομισμού και του ύστερου μεταμοντερνισμού, ενώ απέρριπτε τη νεωτερικότητα ως προσπάθεια για ολικό μετασχηματισμό. Είχε διατυπώσει πως, ο άνθρωπος δεν είναι το αυτονόητο επίκεντρο και αντικείμενο της επιστήμης, παρά μια σχετικά πρόσφατη επινόηση προορισμένη να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον. Επίσης, υποστήριξε ότι, ότι ο λόγος δεν είναι απλή αναπαράσταση της επιθυμίας ή της εξουσίας, αλλά αυτό για το οποίο και μέσω του οποίου αγωνίζεται κανείς, δηλαδή, η εξουσία που διεκδικεί, για να ιδιοποιηθεί. Σχετικά με τη σεξουαλικότητα του ατόμου, διατύπωσε την άποψη ότι, αυτή αποτελεί την κεντρική στρατηγική με την οποία ο μέσος Ευρωπαίος ή Αμερικανός αστός συνηθίζει να αυτοκαθορίζεται και να οριοθετεί την ταυτότητά του. Ακόμα, προέβλεψε έναν μελλοντικό κόσμο, στον οποίο οι άνθρωποι θα αποκτούσαν όλο και περισσότερες εμμονές με το σεξ, το οποίο θα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο στην ύπαρξή τους. Επιπροσθέτως, θεωρούσε τις φυλακές, τα νοσοκομεία και τα φρενοκομεία, μέσα αποκλεισμού της κοινωνίας. Ως προς τις φυλακές ειδικά, πίστευε πως, "αποτελούν έναν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς που είχαν δημιουργηθεί για να πειθαρχεί η κοινωνία στα κελεύσματα των κρατούντων".Πέραν αυτού, είχε επισημάνει ότι, μέσα από την εξέταση των κοινωνικών αντιλήψεων πάνω στο θέμα των "μέσων αποκλεισμού", μπορεί να γίνει δυνατή η μελέτη της ανάπτυξης και των τρόπων της εξουσίας. Τέλος, μέσα από τη μελέτη "Τι είναι ο συγγραφέας", κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και το σύστημα ιδιοκτησίας καθιστά αυτόν λειτουργό του καπιταλιστικού συστήματος, το χαμένο ιερό του στάτους αντισταθμίζεται από "τη συστηματική πρακτική της παραβίασης και μέσω αυτής της αποκατάστασης του κινδύνου για ένα γραπτό που τα ιδιοκτησιακά οφέλη του ακόμα κατοχυρώνονται". Παρόλ' αυτά, πάσχιζε συνεχώς να καταστήσει σαφές ότι, τα έργα του δεν απέβλεπαν στην ενθάρρυνση κινητοποίησης μέρους ή όλου του λαού, για την επίτευξη κάποιου κοινωνικού μετασχηματισμού (αν και ήταν υπέρ των μερικών μετασχηματισμών), καθώς ο ίδιος ήταν ενάντιος σε οποιαδήποτε ενέργεια και εξέλιξη αυτού του είδους.

Ενδεικτική εργογραφία 

"Τρέλα και παραλογισμός: Η ιστορία της τρέλας στην Κλασσική Εποχή" ("Folie et Déraison: Histoire de la folle a l'âge classique") (1961)
"Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου" ("Les Mots et les Choses: Une Archeologie des sciences humaines") (1966)
"Η αρχαιολογία της γνώσης" ("Un'archéologie du savoir") (1969)
"Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής" ("Surveiller et punir: Naissance de la prison") (1975)
"Η ιστορία της σεξουαλικότητας" ("Histoire de la sexualité") (3 τόμοι) (1976-1984)
"Τι είναι διαφωτισμός"
"Ψυχική αρρώστεια και ψυχολογία"
"Για τη λαϊκή δικαιοσύνη και τα δικαστήρια"
"Αυτό δεν είναι πίπα"
"Ο στοχασμός του έξω"
"Η μικροφυσική της εξουσίας"
"Εξουσία, γνώση και ηθική"
"Ο μεγάλος εγκλεισμός"
"Η τάξη του λόγου"
"Για την υπεράσπιση της κοινωνίας"
"Τι είναι ο συγγραφέας"
"Οι μη κανονικοί"
"Ουτοπίες και ετεροτοπίες"
"Τρία κείμενα για τον Νίτσε"
"Το μάτι της εξουσίας"
"Κινηματογράφος και λαϊκή μνήμη"
"Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ"
"Επίσκεψη στη φυλακή Άττικα"
"Για την εξουσία και την ταξική πάλη. Συζήτηση με τέσσερα μέλη της LCR"
"Η τιμωρητική κοινωνία"
"Εισαγωγή στην ανθρωπολογία του Καντ"
"Η ζωγραφική του Μανέ"
"Τι είναι κριτική"

 https://el.wikipedia.org/


Η ιστορία της τρέλας 
Η ιστορία της τρέλας είναι έργο του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Φουκώ που επιχειρεί να παρουσιάσει την ιστορία του όρου "τρέλα" κυρίως κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Το βιβλίο αποτελεί την δημοσιευμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής (doctorat d'État) του Φουκώ. Ο αρχικός τίτλος του ήταν Folie et déraison, histoire de la folie à l'âge classique ("Τρέλα και παραλογισμός, η ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή"). Με τον όρο "κλασική εποχή" εννοείται η εποχή του γαλλικού κλασικισμού (17ος-18ος αιώνας). Βασικό θέμα του έργου είναι η ιστορία της έννοιας της τρέλας στο λόγο των ανθρώπινων κοινωνιών, το πώς αυτή η έννοια χρησιμοποιήθηκε από κυβερνήσεις και πώς άλλαξε μορφές ανά τους αιώνες. Στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του έργου, το 1972 από τον εκδοτικό οίκο Gallimard, ο τίτλος περιορίστηκε στη γνωστή Ιστορία της τρέλας.

Το έργο αυτό είναι το πρώτο στο οποίο ο Φουκώ αναπτύσσει τις ιδέες του σχετικά με τις κοινωνικές δομές των κοινωνιών-συστημάτων που προσαρμόζονται ανάλογα με την εποχή. Η ιστορία της τρέλας άσκησε μεγάλη επίδραση στο κίνημα του δομισμού και του μεταδομισμού καθώς και στη λογοτεχνική θεωρία και κριτική.
Το έργο

Ο Φουκώ έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της διατριβής του, που θα εξελισσόταν στην Ιστορία της τρέλας, στην Ουψάλα και στην Κρακοβία και επέστρεψε στη Γαλλία το 1961 για να την υποστηρίξει στη Σορβόννη, η οποία του απένειμε τον τίτλο του δόκτορα του κράτους (Docteur d'État). Στην υποστήριξη της διατριβής του, στην επιτροπή βρισκόταν και ο γιατρός και φιλόσοφος Ζωρζ Κανγκιλέμ, ο οποίος υπήρξε καθηγητής του Φουκώ και τον επηρέασε βαθιά.

Η ιστορία της τρέλας διαρθρώνεται σε τρία μέρη και εξετάζει το θέμα της τρέλας από ιστορική, ψυχολογική, φιλοσοφική, θεωρητική και λογοτεχνική σκοπιά. Το έργο είναι αρκετά περιγραφικό, καθώς παρουσιάζει αφενός τις συνθήκες εγκλεισμού των ατόμων που θεωρούνταν ότι επεδείκνυαν αποκλίνουσα συμπεριφορά και αφετέρου εξετάζει τις απεικονίσεις της τρέλας στη λογοτεχνία και την τέχνη, στην Αναγέννηση και την Κλασική Εποχή. Ο Φουκώ πραγματοποίησε εκτεταμένη έρευνα σε αρχεία ασύλων, δημαρχείων, νοσοκομείων και πτωχοκομείων, καθώς και σε πολλά λογοτεχνικά και ιστορικά έργα προκειμένου να παρέχει ακριβείς πληροφορίες για την πρόσληψη και αντιμετώπιση της τρέλας. Σημαντικό ρόλο στις περιγραφές και στα συμπεράσματα του Φουκώ παίζει και η φιλοσοφία , κυρίως τα έργα του Ρενέ Ντεκάρτ, ενώ στάθηκε και στο έργο του Έρασμου ο οποίος έδωσε το λόγο την τρέλα στο έργο του Μωρίας Εγκώμιον. Αντίστοιχα με τον ουμανιστή θεωρητικό, ο Φουκώ επεδίωξε να μελετήσει τις εκφράσεις του λόγου που αποδιδόταν στην ίδια την τρέλα, δηλαδή στο άτομο που είχε χαρακτηριστεί ως "τρελό". Μέσα από την περιγραφή τόσο των παραπάνω έργων όσο και των συνθηκών εγκλεισμού των "τρελών" ατόμων, ο Φουκώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ιδέα της τρέλας ακολούθησε αυτήν της λέπρας, καθώς πολλά πρώην λεπροκομεία λειτούργησαν ως άσυλα τρέλας. Έτσι, υποστηρίζει ότι η τρέλα είναι μία κατασκευή του συστήματος και του δικού του κυρίαρχου λόγου, ο οποίος εδραιώνεται και συντηρείται παρουσιάζοντας περιπτώσεις ατόμων (και του λόγου τους) που πρέπει να αποκλειστούν από το κοινωνικό σύνολο, προκειμένου να διατηρηθεί η ευημερία της κοινωνίας και να προστατευτούν τα υγιή μέλη της από τα "παράφρονα", "άρρωστα" άτομα.

Σημαντικό ρόλο παίζει και η διαφορά ανάμεσα στην Τρέλα και τη Λογική, καθώς και το πώς αυτές οι δύο έννοιες εκφράζονται σε θρησκευτικά κείμενα και αναπαραστάσεις, σε θεωρητικά έργα καθώς και στο λόγο κυβερνήσεων και νομικών αποφάσεων σχετικά με τη θέσπιση της τρέλας ως ασθένειας. Ο Φουκώ ανατρέχει σε παλιά αρχεία των δημοτικών αρχών, σε μαρτυρίες ατόμων που είτε είχαν βιώσει εγκλεισμό σε άσυλο είτε όχι καθώς και σε φιλοσοφικά έργα για να καταδείξει ότι η νίκη της Λογικής έναντι της Τρέλας (άρα του ορθολογισμού έναντι του παραλογισμού) δεν είναι παρά μια νίκη πλασματική, καθώς η τρέλα και ο λόγος της δεν είναι παρά κατασκευασμένες έννοιες προκειμένου να επιτευχθεί η κυριαρχία της επικρατέστερης άποψης, δηλαδή της άποψης της κυβέρνησης ή του μονάρχη. Εφαρμόζοντας μία τεχνική ιστορικής έρευνας την οποία ο ίδιος ονόμασε «αρχαιολογία», ο Φουκώ καταδεικνύει την δύναμη του κυρίαρχου λόγου καθώς και τις κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα. Η Ιστορία της Τρέλας δείχνει επίσης πόσο δύσκολο είναι να αποδομηθεί ή να καταρριφθεί μία κοινωνική δομή, με το Φουκώ να υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές δομές προσαρμόζονται στις εκάστοτε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και δεν παύουν να υπάρχουν. Από αυτή την άποψη, μία ολική αποδόμηση του κυρίαρχου συστήματος και του λόγου του θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942)

 

 Πορτραίτο του Δημ. Καμπούρογλου, 1935 - Φωτογραφία Nelly’s - Νέλλη Σουγιουλτζόγλου

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942 ) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαικός, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και ήταν γιος του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτή της Εθνικής σκηνής, και της λογίας Μαριάννας Σωτηριανού - Γέροντα, κόρης του Άγγελου Γέροντα. Βαφτίστηκε από τον αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1877 αναγορεύτηκε διδάκτορας.
Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση και την Ιστοριογραφία με την οποία και ασχολήθηκε τελικά. Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχωρεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας και ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς». Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 με τον νόμο περί άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παύθηκε από τη θέση του. Το 1923 τιμήθηκε από την πολιτεία με το αριστείο γραμμάτων. Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας. Στις αρχές του 1942 ασθένησε με πνευμονία, στις 10 Φεβρουαρίου υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 21 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε.Ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Μαράτου από το1884 και είχε τρία παιδιά: Τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη. Στις 19 Απριλίου του 1939 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας στην Πλάκα.

Συγγραφικό έργο

Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα σαν ιστορικός επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι' αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων στο οποίο και εργάστηκε περισσότερο σαν Λογράφος παρά σαν Ιστορικός..
Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920), Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, "Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού" (1916) κ.α.
Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή Η φωνή της καρδιάς μου ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Ήταν γραμμένο στη δημοτική και είχε έντονα αντιρομαντικά στοιχεία σε σχέση με το κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή βραβεύτηκε το 1873 στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ στον ίδιο διαγωνισμό το 1874 επαινέθηκε, χωρίς να διακριθεί, ποιητική συλλογή του στην οποία σατίριζε και παρωδούσε το ρομαντικό ύφος των συγχρόνων ποιητών. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του Παλαιαί αμαρτίαι. Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα "Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί", όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. Συνήθως υπέγραφε τα λογοτεχνικά του έργα με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Η Μυρσίνη 

Ἤθελα κ’ ἐγὼ νὰ κάμω
μιὰ φορὰ τὸν ποιητή,
καὶ ἀγάπησα μιὰ κόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.

Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴ μόνον καὶ φωνή.

Τὴν ἀγάπησα, μοῦ εἶπε
πῶς μὲ ἀγαπᾷ κι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.

Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰ γέλοια μου,
ὅλο καὶ παραπατοῦσα,
κούναγα τὰ χέργια μου,

Μέσ’ ‘στὸ δρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰ λόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰ πόδια μου.

Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸ δρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰ ἦναι,
ἢ τρελλός, ἢ ποιητής.

Καιρὸ εἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰ ἰδῶ, ‘στὴ Μουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰ διαφορετική.

Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴ καὶ πεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡ Μυρσίνη νἆν’ αὐτή;

Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸ μανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶ γελᾷ...

Ἔκανε πῶς δὲν μὲ ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶ δὲν μὲ γνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ ‘πῶ!!

Μιὰ ἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰ σοῦ ‘πῶ Μυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;

Γέλασε, κι’ ἀφοῦ μοῦ κάνει
μιὰ μετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰ μοῦ εἴπῃ λέξι,
φεύγει, καὶ μ’ ἀφίνει ‘κεῖ!

Τἄχασα ἀπ’ τὴ ‘ντροπή μου,
νὰ μὲ πάρῃ γιὰ κουτό!
νὰ γελάσῃ καὶ νὰ φύγῃ,
νὰ μ’ ἀφήσῃ μοναχό!!

Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰ νὰ εὕρω αὐτὸς ὁ τρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.

Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡ Μυρσίνη, καὶ πολύ,
καὶ τὰ γέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰ ὡραία συμβουλή.

«Παιχνιδάκια θέλει ὁ ἔρως,
ὅπως ὅλα τὰ παιδιά,
καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θὰ γεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴ καρδιά,

Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶ χαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶ δάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!

Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶ πηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶ κυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖ δά.»

Κ’ ἐγὼ τόρα τὴν καρδιά μου,
μὲ τὴν συμβουλὴ αὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰ τὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.

Πότε ν’ ἀγαπᾷ τοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰ πετᾷ ‘στὰ φούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.

Ἀγαπῶ καὶ τῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶ καὶ τῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.

Ηὗρα καὶ τὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶ τὰ γέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶ τὰ χέργια μου,

Ἴσια στέκ’ ἡ κεφαλή μου,
ἴσια καὶ τὰ πόδια μου,
‘ξέρω ποῦ νὰ τραγουδήσω,
καὶ μετρῶ τὰ λόγια μου·

Οὔτε ποιητὴ μὲ λένε,
οὔτε καὶ τρελλὸ μαζί,
ἡ Μυρσίνη ἡ καϋμένη,
ἡ Μυρσίνη μου νὰ ζῇ.

❀❀❀❀

Ο σταυρός του λαιμού της

Εἰς τὸ λαιμό του
ἕνα κορίτσι
εἶχε κρεμάσει
ἕνα σταυρό·
διατί τάχα
νὰ προσκυνήσω,
νὰ τὸν φιλήσω,
νὰ μὴ ‘μπορῶ;

Γιατί ὁ ‘μαῦρος;
τί φταίω; μήπως
κ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι
Χριστιανός;
κι’ ἂν κάμω λάθος
εἰς τὰ φιλιά μου,
τὰ χείλη φταῖνε,
ἢ ὁ λαιμός;

Καθένας πρέπει
σταυρὸ σἂν ἴδῃ,
ὅπου τὸν εὕρῃ
νὰ τὸν φιλῇ,
χωρὶς κἀνένας
νὰ τὸν καλῇ.

Ἐκείνη ποὔχει
λαιμὸ ὡραῖο,
καὶ ἔχει φόβο
μὴ φιληθῇ,
εἰς τὸ λαιμό της
σταυρὸ ποτέ της
ἂς μὴ κρεμάσῃ,
πρὶν ‘πανδρευθῇ.

Εἶν’ ἁμαρτία
κἀνένας θρῆσκος
ἀπ’ τὸ λαιμό της
νἀ ‘μποδισθῇ,
καὶ τὸ σταυρό της
νὰ μὴ φιλήσῃ,
γιατί ὁ καϋμένος
νὰ κολασθῆ;

❀❀❀❀

Το όνειρόν μου 

Σὲ δυὸ μεγάλαις κάμαραις
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ 'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…

Ἡ μία ἦτο ἀπ' αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸ βαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ' σ' αὐτὴ
ξεράθηκ' ἀπ' τὰ γέλοια.

Σὲ μιὰ βαρέλ' ἀνάσκελα
δυὸ γέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!

Καὶ 'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ' οἱ δύο,
ὁ ἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁ ἄλλος «ἔ! νὰ πίω!!»

Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰ κοιμᾶσθε!!
ποιοὶ εἶσθε; ὁ Χριστόπουλος
κι' ὁ Ἀνακρέων θἆσθε!

Μένουν ξεροὶ κι' ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸ κακό τους,
γιατί νὰ λὲν' τόσα καλὰ
γιὰ τὸ παλῃόκρασό τους.

Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲ κρασὶ δὲν πίνω,
καὶ ὅπως τόρα εἶν' αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰ γίνω.

Ἀφοῦ καὶ τὰ κορίτσ' αὐτὰ
ποῦ τόσῳ ἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶ γιὰ συντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!

Ἐνῷ κἀμπόσοι σἂν κι' ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς κάνουν!!

Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸ κορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰ χέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,

τὶ μπακλαβᾶ, τὶ σαβαρέν,
τὶ τοῦρταις, τὶ συνέχι,
τὶ καταΐφι, ῥεβανί…
καὶ ποιὸ γλυκὸ δὲν ἔχει!!!

Μοῦ λέγ' ἡ μία «ἄκουσε
αὐτὰ ποῦ θὰ σοῦ ποῦμε,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι' αὐτὸ σὲ ἀγαποῦμε».

«Ἀπ' ὅλα τὰ γλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι' ἀπ' ὅλα τὰ κορίτσ' αὐτά,
ποιὰ θέλῃς νὰ φιλήσῃς;»

Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸ ζητήσω,
γλυκὸ θὰ ἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι' ἀπ' ὅλαις νὰ φιλήσω…

Κάνω νὰ πιάσω τὴ μικρή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ μεγάλη,
κάνω νὰ πιάσω τοῦτ' ἐδῶ,
μοῦ φεύγει καὶ ἡ ἄλλη…

Κάνω νὰ πιάσω τὴν παχειά,
μοῦ φεύγει κ' ἡ λυχνοῦλα,
νὰ πιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ ξανθούλα!!!

Σἃν εἶδα μιὰ μὲ καστανὰ
μαλλιά, μὲ 'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ' ἡ καρδοῡλά μου
νὰ γίνῃ δυὸ κομμάτια!

Χύνομαι καταπάνω της,
καὶ στὴ 'στιγμὴ ὁ καϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…

Τὶ βλέπω!! Τὴ γατοῡλά μου
τὴ μαύρη, ποῡ κοντά μου
'κοιμώτανε καὶ μοὔτανε
ἡ μόνη συντροφιά μου,

τὴν εἶχα πιάσ' ἀπ' τὸ λαιμό,
καὶ 'φώναζ' ἡ καϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ' ἦσαν κοιμισμένοι!

Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖ κοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.

Ὡς καὶ 'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸ παστίτσια!!

Ὑπομονή! κἀμμιὰ φορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰ ὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦ φεύγουν!

Ἄχ! καστανὴ ἀγάπη μου,
'στὰ ξύπνα μ' ἂν σὲ πιάσω,
ἂν σὲ ἀφήσ' ἀφίλητη,
σἂν τὸ κουκὶ νὰ σκάσω!

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Ντάριο Φο ( 24 Μαρτίου 1926 — 13 Οκτωβρίου 2016 )

 

«Η τέχνη, όπως το θέατρο, πρέπει να είναι πάντα ένα μέσο και ποτέ ο αυτοσκοπός. 
Ένα εκπληκτικό εφαλτήριο για να φτάσεις σε κάτι άλλο: στην επιστήμη, στη γνώση, στην αλήθεια.
Σε όλη μου τη ζωή δεν έγραψα τίποτα με μόνο σκοπό τη διασκέδαση. 
Πάντα επιδίωκα να συμπεριλάβω στα κείμενά μου τις ρωγμές εκείνες που θα ήταν σε θέση να ταρακουνήσουν τις βεβαιότητες, να αμφισβητήσουν παγιωμένες απόψεις, να προκαλέσουν θυμό, να ανοίξουν λιγάκι το μυαλό του κόσμου. Όλα τα υπόλοιπα, η ομορφιά για την ομορφιά, η τέχνη για την τέχνη, δεν μ’ ενδιαφέρουν».



Ο Ντάριο Φο (ιταλικά: Dario Fo‎, 24 Μαρτίου 1926 — 13 Οκτωβρίου 2016) ήταν Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης. Πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997. Χρησιμοποιούσε τεχνικές της κομέντια ντελ' άρτε και συνεργαζόταν στενά με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε.


Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε, κοντά στην ανατολική πλευρά της Λάγκο Ματζιόρε. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ' την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.


Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό τηςΔημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.



Το 1951 ο Φο συναντάει τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης Εφτά ημέρες στο Μιλάνο. Μετά από λίγο καιρό, αρραβωνιάστηκαν. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε να παρουσιάσει τη ραδιοφωνική εκπομπή Κοκορίκο στη RAI, το εθνικό ραδιόφωνο της Ιταλίας. Έκανε 18 σατιρικούς μονολόγους όπου μετέτρεπε βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα. Οι αρχές, σκανδαλισμένες, ακύρωσαν την εκπομπή.
Το 1953 γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell'occhio). Μετά από αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν και εν συνεχεία η θεατρική ομάδα με δυσκολία έβρισκε θέατρο όπου μπορούσε να παίξει. Παρ' όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής απ' το κοινό.
Η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο παντρεύτηκαν στις 24 Ιουνίου 1954. Ο Φο δούλευε στο Μικρό Θέατρο (Piccolo Teatro) στο Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ απ' τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής.
Το 1955 ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη. Ο Φο έγινε σεναριογράφος και δούλεψε σε πολλές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένων και μερικών του Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ο γιος τους Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους. Η Ράμε δούλευε στο Τέατρο Στάμπιλε στο Μπολτσάνο. Το 1956 ο Φο κι η Ράμε έπαιξαν μαζί στην ταινία του Κάρλο Λιτσάνι, Ο περίεργος (Lo svitato). Κι άλλες ταινίες ακολούθησαν.
Το 1959 γυρίζουν στο Μιλάνο και ιδρύουν τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο—Φράνκα Ράμε. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Η Ράμε ανάλαβε τις διοικητικές δουλειές. Η ομάδα έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο και μετά άρχισε, για πρώτη φορά, τις ετήσιες τουρνέ της σ' ολόκληρη την Ιταλία.
Το 1960 κερδίζουν την εθνική αναγνώριση με το Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο. Κι άλλες επιτυχίες ακολουθούν. Το 1961 τα θεατρικά έργα του αρχίζουν να παίζονται σε Σουηδία και Πολωνία.
Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή Καντσονίσιμα στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε απ' τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς που είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία. Φεύγουν απ' την εκπομπή όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Η ιταλική ένωση ηθοποιών καλεί τα μέλη της να αρνηθούν να τους αντικαταστήσουν. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.
Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες.
Το La Signora e da buttare (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.
Ο Φο έγινε διεθνώς διάσημος όταν το έργο του Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ παίχτηκε στο Ζάγκρεμπ (τότε στηΓιουγκοσλαβία).


Το 1968 ο Φο και η Ράμε ιδρύουν την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή (Associazione Nuova Scena) με κινούμενες σκηνές θεάτρου. Στο Μιλάνο μετέτρεψαν ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο. . Απευθύνθηκαν στο ΚΚΙ για βοήθεια και πρόσβαση σε δημοτικά κέντρα και εργατικές ενώσεις. Τον Οκτώβριο του 1968 έκαναν περιοδεία με το τελευταίο έργο του Φο Grande pantomime con bandiere e pupazzi piccolo I medi ( Μεγάλη Παντομίμα με Σημαίες και Μικρές και Μεσαίες Μαριονέτες), αρχίζοντας από την Τσεζένα. Το έργο, που διαθέτει μάσκες αντί για χαρακτήρες – που αντιπροσωπεύουν το Κεφάλαιο, τη Βιομηχανική Συνομοσπονδία, τη Μεγαλοοικονομία, την Εκκλησία, το Λαό, Επαναστάτες και Αγρότες – ανάμεσά τους μια γιγαντιαία μαριονέτα, που αντιπροσωπεύει το φασισμό, που γεννά τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, της μοναρχίας του Στρατού και της Βιομηχανίας.
Ο Ντάριο Φο αφαίρεσε τα δικαιώματα που απαιτούνταν για να παιχτούν τα έργα του στην Τσεχοσλοβακία μετά την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας από δυνάμεις της συνθήκης της Βαρσοβίας σαν διαμαρτυρία, και αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία που απαιτούσαν οι Σοβιετικοί λογοκριτές. Οι παραγωγές έργων του στο Ανατολικό μπλοκ σταμάτησαν.
Το 1969 παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Ο Μίστερο Μπούφο επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς: μπορεί να θεωρηθεί σαν η ιδρυτική στιγμή αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν αφηγηματικό θέατρο teatro di narrazione, ένα είδος θεάτρου στο οποίο δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν ένα δραματικό ρόλο, ένα θέατρο παρόμοιο με το λαϊκό παραμύθι. Οι πιο διάσημοι Ιταλοί παραμυθάδες είναι οι Μάρκο Παολίνι, Λάουρα Κουρίνο, Ασάνιο Σελεστίνι, Ντάβιντε Ένια και Αντρέα Κοζεντίνο.
Το 1970 ο Φο και η Ράμε άφησαν τη Νέα Σκηνή λόγω πολιτικών διαφορών. Ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα,Collettivo Teatrale La Comune.
Παρήγαγαν έργα (βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό) για τα σύγχρονα προβλήματα με πολλές αναθεωρήσεις. Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μια τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell'Agricoltura) στο Μιλάνο. Το Φενταγίν (1971 ήταν ένα θεατρικό έργο για την ασταθή κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη και οι ηθοποιοί αποτελούνταν από πραγματικά στελέχη της PLO. Από το 1971 ως το 1985, η θεατρική ομάδα δώρισε μέρος των εισπράξεών της για την υποστήριξη απεργιών του ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το 1973 η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντάς την και βιάζοντας την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η ομάδα κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κτίριο στο κέντρο του Μιλάνο και το ονόμασε Παλατάκι Liberty (Ελευθερία) (Palazzina Liberty). Άνοιξαν το Σεπτέμβρη με το Λαϊκός Πόλεμος στη Χιλή (Guerra di popolo in Cile), ένα έργο για μια εξέγερση ενάντια στην χιλιανή στρατοκρατική κυβέρνηση. Γράφτηκε μετά το θάνατο του Σαλβαδόρ Αγιέντε. Ο Φο συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποτρέψει την αστυνομία να σταματήσει την παράσταση. Το έργο του Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! 1974 ήταν μια φάρσα για το κίνημα αυτοδιαχείρισης όπου γυναίκες (και άντρες) έπαιρναν ότι ήθελαν από την αγορά, πληρώνοντας μόνο ό,τι μπορούσαν. Το 1975 έγραψε το Φανφάνι ράπιτο (Fanfani rapito) προς υποστήριξη ενός δημοψηφίσματος υπέρ της νομιμοποίησης της έκτρωσης. Τον ίδιο χρόνο αυτός και η Ράμε επισκέφτηκαν την Κίνα. Το 1975 ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά.
Το 1976 ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Εντούτοις, όταν η δεύτερη έκδοση του Μίστερο Μπούφο παρουσιάζεται στην τηλεόραση το 1977, το Βατικανότο θεωρεί "βλάσφημο" και οι Ιταλοί ακροδεξιοί άρχισαν να γκρινιάζουν ξανά. Παρ' όλα αυτά, η Φράνκα Ράμε, έλαβε το βραβείο IDI σαν η καλύτερη τηλεοπτική ηθοποιός.
Το 1978 ο Φο κάνει την τρίτη έκδοση του Μίστερο Μπούφο. Ξαναγράφει και σκηνοθετεί το Η Ιστορία ενός Στρατιώτη (La storia di un soldato), βασισμένο σε μια όπερα του Στραβίνσκι. Αργότερα διασκευάζει, επίσης, όπερες του Ροσίνι. Γράφει κι ένα έργο για το θάνατο του Άλντο Μόρο, το οποίο ποτέ δεν παίχτηκε δημόσια.

Ο Ντάριο Φο με τη Φράνκα Ράμε και το γιο τους Jacopo


Το 1980 ο Φο και η οικογένεια του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Αλκατράζ (Libera Universita di Alcatraz), στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια. Αγόρασαν την κοιλάδα κομμάτι-κομμάτι. Το "καταφύγιο", επί του παρόντος, το διαχειρίζεται ο Τζάκοπο Φο.
Το 1981 το America Repertory Theater του Κέιμπριτζ προσκάλεσε τον Φο να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκε να του παραχωρήσει βίζα αλλά αργότερα, το 1984, συμφώνησε να του δώσει μία για 6 μέρες μετά από διαμαρτυρίες Αμερικανών συγγραφέων. Το 1985 τους παραχωρήθηκε ακόμη μία και έπαιξαν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο θέατρο του πανεπιστημίου του Νιού Χέιβεν, στο Κέντρο του Κένεντι στην Ουάσινγκτον, στο Θέατρο των Εθνών στη Βαλτιμόρη και στο θέατρο Τζόυς της Νέας Υόρκης.
Το 1989 έγραψε Γράμμα απ' την Κίνα (Lettera dalla Cina) σε διαμαρτυρία για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Τον ίδιο χρόνο ήταν ο πρώτος Ιταλός που σκηνοθέτησε στην Κομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise).
Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ' το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.
Στα έργα του είχε ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στο ύφος της commedia dell' arte. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.
Το 2006, ο Φο ήταν υποψήφιος για δήμαρχος του Μιλάνο, της πιο σημαντικής, οικονομικά πόλης της Ιταλίας. Ο Φο, που πήρε πάνω απ' το 20% των ψήφων, υποστηριζόταν από την Κομμουνιστική Επανίδρυση.

Εργογραφία
Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell'occhio, 1953)
Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ (Gli arcangeli non giocano a flipper, 1959)
Είχε δυο Πιστόλια (με Άσπρα και Μαύρα Μάτια) (Aveva due pistole dagli occhi bianchi e neri, 1960)
Αυτός που Κλέβει ένα Πόδι Έχει Τύχη στην Αγάπη (Chi ruba un piede è fortunato in amore, 1961
H Mεγάλη Παντομίμα (΄΄Grande pantomime con bandiere e pupazzi piccolo I medi΄΄), 1968
Μίστερο Μπούφο (Mistero Buffo, 1969)
Ο Εργάτης Ξέρει 300 Λέξεις το Αφεντικό 1000, Γι' αυτό Είναι Αφεντικό (L'operaio conosce 300 parole il padrone 1000 per queato lui e il padrone, 1969)
Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (Morte accidentale di un anarchico, 1970)
Φενταγίν (Fedayin, 1971)
Δεν Πληρώνω! Δεν Πληρώνω! (Non si paga, non si paga!, 1974)
Η Μαριχουάνα της Μαμάς Είναι πιο Γλυκιά (La marijuana della mamma è la piu bella, 1976)
Όλο Σπίτι, Κρεβάτι κι Εκκλησία (Tutti casa letto e chiesa, 1977)
Η Ιστορία μιας Τίγρης κι Άλλες Ιστορίες (Storia della tigre et altre storie, 1978)
Η Όπερα του Ζητιάνου, (L'opera dello sghignazzo, 1981)
Μια Μάνα (Una madre, 1982)
Το Ανοιχτό Ζευγάρι (Coppio aperta, 1983)
Ελισάβετ: Γυναίκα Κατά Λάθος (Quasi per caso una donna: Elisabetta, 1984)
Το Ημερολόγιο της Εύας (Diario di Eva, 1984)
Ένας Ήταν Γυμνός κι ο Άλλος Φόραγε Φράκο (L´uomo nudo e l´uomo in frak, 1985)
Ο Πάπας και η Μάγισσα (Il papa e la strega, 1989)
Ο Ανώμαλος Δικέφαλος (L'anomalo Bicefalo, 2003)

Μήνυμα προς αγανακτισμένους


"
Σ' έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν' αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε...'
Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ; Θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε…»
Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις στον καμπινέ, να τους χώσεις το κεφάλι μέσα στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, ίσως με λιγότερο φανταχτερές βιτρίνες, ίσως με λιγότερες λεωφόρους, αλλά με λιγότερες λιμουζίνες, με λιγότερους απατεώνες.
Τους πραγματικούς απατεώνες, αυτούς τους μισάνθρωπους με τις χοντρές κοιλιές. Κι έτσι θα είχαμε δικαιοσύνη.
Έτσι, εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι απ’ την τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφτούμε και τον εαυτό μας. Να κτίζουμε σπίτια που να ανήκουν σε μας…
Να ζούμε μια ζωή που θά ‘ναι ολότελα δική μας.
Να ζούμε σαν ολοκληρωμένοι άνθρωποι τέλος πάντων.
Να ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου η επιθυμία σου να γελάσεις, ξεσπάει από μέσα σου σα γιορτή, η επιθυμία να παίξεις και να γιορτάσεις…
κι επιτέλους να κάνεις μια δουλειά που να σ’ ευχαριστεί… σαν κανονικοί άνθρωποι κι όχι σαν ζώα που ζουν και υπάρχουν χωρίς χαρά και φαντασία.
Ένας κόσμος όπου μπορεί κανείς να δει ξανά ότι υπάρχει ακόμη ένας ουρανός… τα λουλούδια που ανθίζουν… ότι ακόμα υπάρχει άνοιξη… και τα κορίτσια που γελούν και τραγουδούν.
Και όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σαν γέρος, πεταμένος σαν στημένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που έζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους…” 

http://www.enallaktikos.gr/


Μια μαρτυρία της Φράνκα Ράμε 




«Τις πιο πολλές φορές κινδυνεύαμε να μην ανεβάσουμε τα έργα. Το «Είχε δυο πιστόλια» έργο που πραγματευότανε τη συμβίωση του φασισμού και της μπουρζουαζίας, του οργανωμένου εγκλήματος και της εξουσίας, μπλοκαρίστηκε από μια σκληρή λογοκρισία που στην κυριολεξία κατακρεούργησε το κείμενο. Αποφασίσαμε να το παρουσιάσουμε χωρίς να πάρουμε υπόψη μας τα κοψίματα. Ήταν μια οξύτατη σύγκρουση με την διεύθυνση της αστυνομίας του Μιλάνου που μάς απείλησε με άμεση σύλληψη. Στο τέλος, το υπουργείο, επειδή φοβήθηκε το επικείμενο σκάνδαλο, αναίρεσε τα κοψίματα. Το αντίγραφο του κειμένου «Αρχάγγελος» κατασχέθηκε επειδή είχαμε προσθέσει στο έργο πολλές έξυπνες εκφράσεις (όχι εγκριμένες). Για το κείμενο αυτό μαζέψαμε μηνύσεις σε όλες τις πόλεις που δουλέψαμε. Σύνολο 280 όσες ήταν κι οι παραστάσεις».
http://www.enallaktikos.gr/


Ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε στην παράσταση «Dario Fo – Η Μάσκα και το Θέατρο» που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το 2005



Το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο Ντάριο Φο είχε βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997, για το πολύχρονο έργο του. Το Νόμπελ σε έναν παλιάτσο; Σ' έναν παλιάτσο και μάλιστα αριστερό;...
Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος χειροκροτούσε την τολμηρή επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας, στην Ιταλία περίσσευαν τα υβριστικά άρθρα και τα αναθέματα. Μία δεκαετία αργότερα, έχοντας απέναντί του την Τζουζεπίνα Μανίν, πολιτιστική συντάκτρια της «Corriere della Sera», για μια σειρά συνομιλιών που απλώνονται τώρα στο «Ο κόσμος μου» (μετ. Αντ. Χρυσοστομίδης, εκδ. «Καστανιώτη»), ο Ντάριο Φο ανακαλούσε εκείνες τις μέρες και, με το πληθωρικό του ύφος, θα σχολίαζε:
«Στο κατώφλι της δεύτερης χιλιετηρίδας, όλοι συζητούσαν ακόμα το πιο απαρχαιωμένο από τα προβλήματα της λογοτεχνίας μας: αν επρόκειτο για "υψηλή" ή για "χαμηλή" κουλτούρα. Μουχλιασμένες θεωρητικούρες, άξιες μονάχα για επαρχιακούς διανοουμενίσκους -οι οποίοι, εμπαθείς όπως είναι, καθόντουσαν και κρυφοπαρατηρούσαν ο ένας τον άλλον, παίρνοντας το μέρος της μιας ή της άλλης παρέας. Κι όταν από τις πάχνες του Βορρά έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία μια απόφαση που τους ξενίζει, νιώθουν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους...». http://www.enallaktikos.gr/





" ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ - ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ "

Το έργο «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! (Non ti pago! Non ti pago!) είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα της καριέρας του. Είναι μια εξαιρετική κωμωδία, μια ανατρεπτική σάτιρα που προκαλεί μεν άφθονο γέλιο αλλά και που διεγείρει τον θεατή να απαντήσει σε κάποια σοβαρά ερωτήματα κοινωνικού περιεχομένου.
Πρόκειται για ένα έργο εντυπωσιακό και αιχμηρό που διακρίνεται για τους ευφυέστατους διαλόγους, την ευρηματικότητα και την επικαιρότητα του, με λαμπρή θητεία στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή.
Η κωμωδία του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! μας μιλά για την επανάσταση των απλών ανθρώπων, των εργατών, όταν η ακρίβεια έχει φτάσει στο απροχώρητο, όταν μαζικές απολύσεις ή μειώσεις ωραρίου και αμοιβών έχουν γίνει καθημερινές και η ζωή έχει γίνει δυσκολότερη από ποτέ. Ο ένας μετά τον άλλο, οι ήρες του έργου υψώνουνε το ανάστημα και τη φωνή διαμαρτυρίας τους.
Ο ίδιος ο συγγραφέας λέει για το έργο του :
«…Μ΄αυτό το έργο, θέλουμε να διηγηθούμε την ιστορία δύο οικογενειών, εργατικών ανθρώπων, που αγωνίζονται με μοναδικό τους όπλο την ανυπακοή σαν πολίτες, κόντρα στην παράλογη, σημερινή κοινωνία…
…Πιστεύοντας πώς με το γέλιο, τη σκληρή σάτιρα, πετυχαίνουμε τη μεγαλύτερη έκφραση αμφιβολίας και αμφισβήτησης, γράψαμε μια φάρσα. Αυτό το είδος φάρσας, είναι μια θεατρική φόρμα που επινόησε ο ίδιος ο λαός, για να χτυπήσει ανελέητα, με γλώσσα τσουχτερή, αιώνες τώρα, τα στραβά μάτια της εξουσίας ή τα σάπια προϊόντα της κοινωνίας …
…Σε τούτη μας τη φάρσα αφήσαμε το παιχνίδι της φαντασίας να φτάσει στο έπακρο. Όταν το γράφαμε στα 1975, οι προβλέψεις μας φαινόντουσαν αερολογίες… Σήμερα η πραγματικότητα όχι μόνο τις επαλήθευσε αλλά και τις ξεπέρασε σ’ένα μεγάλο βαθμό…

Υπόθεση 

Σε μια γειτονιά του Μιλάνου, η Ρόζα επιστρέφει στο σπίτι της με τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Διηγείται στην φίλη της Μαρία τα περιστατικά που συνέβησαν στο κατάστημα με τον διευθυντή εξαιτίας της αύξησης των τιμών. Οι πελάτες κατάφεραν να πληρώσουν με τις παλιές τιμές φωνάζοντας «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ, ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ». Η Ρόζα προσπαθεί να εξαφανίσει τις πολλές σακούλες με τα ψώνια σκεπτόμενη την αντίδραση του συζύγου της. Έτσι, τα βάζει κάτω από το κρεβάτι της και κάτω από το φόρεμα της Μαρίας. Ο Τζοβάνι γυρνάει από το εργοστάσιο που δουλεύει και διηγείται στην Ροζα τα όσα είδε να συμβαίνουν στο σούπερ μάρκετ. Δεν φαντάζεται ότι θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα του μέσα σε αυτό, λέγοντας ότι αν το έκανε θα την χώριζε. Λίγο αργότερα, στο σπίτι τους έρχεται για έρευνα ο αστυνόμος . Ο αστυνόμος πείθεται από το φτωχικό διαμέρισμα και φαγητό τους και δεν τους ερευνά. Επιπρόσθετα, κάθεται στο σπίτι και συζητά με τον Τζοβάνι για τα μέτρα λιτότητας των κυβερνήσεων. Λίγο πριν φύγει ο Τζοβάνι επιμένει να κάνει έρευνα ο αστυνόμος αλλά εκείνος αρνείται. Μετά, η Ρόζα φέρνει την Μαρία στο σπίτι της για την ψεύτικη εγκυμοσύνη της. Αλλά, επιστρέφει πάλι ο Αστυνόμος που επιμένει να πάρει την έγκυο να γεννήσει, όπως και κάνει. Ενώ οι γυναίκες έχουν φύγει για το νοσοκομείο, στο σπίτι του Τζοβάνι φτάνει ο Λουϊτζι που ψάχνει την σύζυγό του Μαρία. Ο Τζοβάνι ενημερώνει τον Λουϊτζι για την εγκυμοσύνη της Μαρίας αλλά καταφέρνει να μπερδέψει ακόμη περισσότερο τα γεγονότα. Οι δυο τους φεύγουν για το νοσοκομείο την ίδια στιγμή που οι γυναίκες τους επιστρέφουν στο σπίτι. Η Ρόζα αποφασίζει να μείνει και εκείνη έγκυος με πακέτα από το σούπερ μάρκετ και το ίδιο κάνουν και οι γειτόνισσές τους! Παράλληλα, ο Τζοβάνι με τον λουϊτζι βρίσκουν στο δρόμο σακιά με ζάχαρη τα οποία αποφασίζουν να κλέψουν αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της ανεργίας που είναι προ των πυλών. Λίγο μετά, ο αστυνόμος εισβάλλει ξανά στο σπίτι της Ρόζας έχοντας καταλάβει το κόλπο με την ψεύτικη εγκυμοσύνη τους. Εκείνες προφασίζονται το έθιμο της γιορτής της Αγίας Ευλαλίας. Ο Αστυνόμος δεν πείθεται και επιμένει να γδυθούν. Για καλή τους τύχη κόβεται το ηλεκτρικό ρεύμα που είναι απλήρωτο και ο Αστυνόμος λιποθυμάει. Προσπαθούν να τον επαναφέρουν δίνοντας του οξυγόνο από φιάλη οξυγονοκόλλησης! Εν τω μεταξύ, ο Τζοβάνι με τον Λουϊτζι βρίσκουν ένα φέρετρο για να μεταφέρουν τα σακιά με τη ζάχαρη που έκλεψαν! Τελικά, ο αστυνόμος συνέρχεται αλλά νομίζει ότι οφείλεται σε θαύμα της Αγίας Ευλαλίας!  http://www.ishow.gr/

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/