ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Σύκα και συκόσπιτα στη Μαντίνεια της Μάνης"

 

Η Μεγ. Μαντίνεια, ημιορεινό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου

Οι μελετητές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής συνήθως επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κτίσματα εντυπωσιακά, τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώροι κατοικίας ή άμυνας των πληθυσμών (π.χ. πύργοι, πυργόσπιτα) ή ως χώροι λατρείας (π.χ. εκκλησίες, μοναστήρια) και αγνοούν ταπεινότερα κτίσματα (π.χ. μαντριά, αποθήκες, ξωκλήσια, σταφιδόσπιτα κ.ά.), τα οποία θεωρούνται υποδεέστερα ή μη αντιπροσωπευτικά. Συχνά όμως σε αυτά τα δευτερεύοντα κτίσματα, τα οποία ήταν απαραίτητα στις αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες αφού εξυπηρετούσαν καθημερινές λειτουργικές ανάγκες, διατηρήθηκαν με αυθεντικότητα πανάρχαια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί σε παρόμοια κτίσματα τεχνικές ή κατασκευαστικές συνήθειες ανάλογες με εκείνες αρχαίων ακόμα και προϊστορικών κτισμάτων.

Σε αυτήν την κατηγορία των ταπεινών, αλλά όχι ασήμαντων, κτισμάτων ανήκουν και τα συκόσπιτα της Μαντίνειας, χωριού της Έξω Μάνης. Τα συκόσπιτα αυτά τα ονόμαζαν και συκοκαλύβες ή απλά καλύβες ή και μαντριά, επειδή σε ορισμένα από αυτά το χειμώνα ξεχείμαζαν βοσκοί με τα κοπάδια τους, που κατέβαιναν από τα ορεινά χωριά του Ταϋγέτου: Αλτομιρά, Γαϊτσές, Πηγάδια κλπ.

Η συκοκαλύβα της οικογ. Πατσέα, στη θέση Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι).


Πρόκειται για μονοκάμαρες κατασκευές, τις οποίες έκτιζαν στα συκοχώραφά τους οι κάτοικοι των χωριών Μεγάλη και Μικρή Μαντίνεια. Στη Μικρή Μαντίνεια υπήρχαν πολλά στις θέσεις Άσπρα Αλώνια, Περιβόλα κ.α., ενώ στη Μεγάλη Μαντίνεια συκόσπιτα υπήρχαν διάσπαρτα σε πολλές τοποθεσίες (Ντολιανά, Κουτρουμάνια, Καλίνα, Σιρόκο, Κοκκινόγειο, Παλιόχωρα, Κόκα κλπ), αφού καλλιεργούσαν συκιές σε όλη την έκταση μεταξύ του Χωριού και των ακτών. Εκεί διέμεναν τους καλοκαιρινούς μήνες, από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, δηλαδή όσο διαρκούσε η συγκομιδή, το λιάσιμο και το μπρούλιασμα των σύκων, μέχρι να φύγει και το τελευταίο μπάρκο προς τους καλαματιανούς εμπόρους. Καμιά φορά, αν η τιμή των σύκων ήταν χαμηλή, η διαμονή στο συκόσπιτο παρατεινόταν ως τα τέλη Σεπτεμβρίου, για να πάρουν κάποιες δεκάρες παραπάνω στην οκά.

Η καλύβα του Ηρακλή Μανέα στα Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι)

Η μοναδική κάμαρη του συκόσπιτου ήταν σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων 4x4 μ. περίπου και ύψους ως 3 μ., χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Ήταν κτισμένα με λιθοδομή και λασποκονίαμα, το οποίο στα περισσότερα έφευγε πολύ γρήγορα από τις βροχές και τους ανέμους. Η κεραμοσκεπή τους ήταν καλαμωμένη, αλλά δεν είχε ταβάνι ούτε συνδετικό υλικό (λάσπη) για την επικόλληση των κεραμιδιών, τα οποία στήριζαν στη θέση τους πέτρες. Αντίθετα, στις κεραμοσκεπές των κατοικιών υπήρχαν καλάμια, πάνω στα οποία έστρωναν ένα στρώμα λάσπης, όπου κολλούσαν τα κεραμίδια. Επίσης στον κορφιά σφήνωναν συνήθως ένα μπουκαλάκι με αγιασμό.

Το εσωτερικό του συκόσπιτου διαιρείτο σε δύο χαμηλά δώματα με ένα ξύλινο μεσοπάτωμα (πατάρι), στο οποίο ανέβαιναν με μια μικρή ξύλινη σκαλίτσα. Στο πατάρι είτε κοιμόντουσαν είτε μπρούλιαζαν τα σύκα είτε και τα δύο μαζί. Το κάτω δώμα το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη. Το έστρωναν με κορασάνι, ένα μίγμα κεραμιδόσκονης, ασβέστη και χώματος, που το χτυπούσαν με πέτρες για να γίνει συμπαγές και αδιάβροχο. Με κορασάνι έστρωναν και το λιακό των κατοικιών, ακριβώς διότι ήταν αδιάβροχο και δεν έσταζε.

Η καλύβα της γριας δασκάλας στην Παλιόχωρα Αβίας, με χτισμένο το φρατζάτο.


 Δίπλα στο συκόσπιτο, σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους και κοντά στην πόρτα, έφτιαχναν το φρατζάτο, ένα πρόχειρο καλαμένιο ή ξύλινο υπόστεγο, με κυπαρισσένιους στύλους, σκεπασμένο με κλαριά δένδρων. Σε αυτό μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν, όταν η καλύβα γέμιζε σύκα. Ορισμένοι έφτιαχναν και ξεχωριστά φρατζάτα, ανεξάρτητα από τη συκοκαλύβα, για διάφορους λόγους, κυρίως όταν οι οικογένειες ήταν πολυμελείς. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του ηλικιωμένου μαντιναίου Σαράντου Σπεντζούρη:

«Εγώ, όταν μεγάλωσα, έστησα δικό μου φρατζάτο, γιατί ήθελα να φουμάρω και κανένα τσιγάρο στα κρυφά!»

Το μαγείρεμα γινόταν σε μια πέτρινη γωνιά, φτιαγμένη πρόχειρα από δύο μεγάλες πέτρες, ανάμεσα στις οποίες έκαιγαν τα ξύλα, ενώ πάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Για κάθισμα χρησιμοποιούσαν κορμούς από συκιές, λαξεμένους στο επάνω μέρος για να γίνουν κάπως επίπεδοι. Το εσωτερικό του συκόσπιτου φωτιζόταν από την πόρτα και από ένα-δυο μικρά παράθυρα. Το βράδυ χρησιμοποιούσαν λαδοφάναρα, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου ή ασετιλίνης, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.

 

Η καλύβα Ιωάννη Δάκαρη, στα Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι).

Η μετακόμιση από το χωριό στη συκοκαλύβα γινόταν στα μέσα Ιουλίου, συνήθως την επομένη του Άγιο-Λιος, μόλις προβάλανε τα σύκα. Η μετεγκατάσταση ήταν αναγκαία, διότι η απασχόληση με τα σύκα ήταν μακροχρόνια και κοπιαστική. Κρατούσε όχι μόνο την ημέρα αλλά ακόμα και το βράδυ. Ξεδιαλέγανε τα ξερά σύκα και τα μπρουλιάζανε με τη λάμπα, ιδιαίτερα τον Αύγουστο που είχε φούγα, δηλαδή μεγάλη πίεση από δουλειά. Έτσι καθεμιά οικογένεια έπρεπε να μεταφέρει όλα τα απαραίτητα για τη θερινή διαμονή της στο συκόσπιτο: ρούχα, στρωσίδια, κατσαρολικά, βαρέλια για νερό, τα σύνεργα του συκολογίσματος (βούρλα, βελόνες, τάβλες, πούργια, κοφίνια, καλάμια, σακιά, καλαμωτά) και φυσικά τα ζωντανά (αρνιά, γίδες, πουλερικά, υποζύγια, ακόμα και τις γάτες). Η μετακόμιση γινόταν πάντα βράδυ, για να μεταφέρουν εύκολα τις κότες, κοιμισμένες μέσα σε κοφίνια.

Μεγ. Μαντίνεια 1928 περίπου. Ο παππούς μου Θοδωρής Μπελίτσος με τον μικρό αδερφό του Πότη έχουν ζέψει τα βόδια για το καμάτεμα. Το χειμώνα τα έτρεφαν με ξερά συκόφυλλα. Το καλοκαίρι τα δάνειζαν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου, με αντάλλαγμα όσπρια και άλλους καρπούς.

Να σημειωθεί εδώ ότι τα βόδια, τα οποία είχαν επίσης οι περισσότερες οικογένειες, φρόντιζαν το καλοκαίρι να τα δανείζουν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου, με αντάλλαγμα συνήθως καρπούς. Π.χ. έπαιρναν 100 οκάδες κούκλα (καλαμπόκι), 15-20 οκάδες φασόλια ή άλλες ποσότητες ανάλογα με τη συμφωνία. Έτσι απαλλάσσονταν από το βάρος της διατροφής τους. Τα βόδια για το ζευγάρισμα ήταν απαραίτητα στο αγροτικό νοικοκυριό. Επειδή το κόστος αγοράς και συντήρησής τους ήταν μεγάλο, πολλοί είχαν μόνο ένα βόδι. Στο ζευγάρισμα συνεταιρίζονταν με κάποιον ζευγολάτη με βόδι. Η «σεμπριά» ήταν αμοιβαία επωφελής καθώς ο ζευγολάτης αναλάμβανε να καματέψει τα λαχίδια του ιδιοκτήτη και σε αντάλλαγμα χρησιμοποιούσε το βόδι για να καματέψει τα δικά του ή και άλλα λαχίδια επ’ αμοιβή. Το χειμώνα τα τάιζαν με ξερά συκόφυλλα που είχαν μαζέψει από το καλοκαίρι. Τους θερινούς μήνες που δεν υπήρχε επαρκής τροφή τα δάνειζαν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου, όπως αναφέραμε. Σε άλλα χωριά της περιοχής, π.χ. στον Κάμπο, το καλοκαίρι οδηγούσαν τα βόδια σε ορεινές τοποθεσίες με άφθονο χορτάρι και νερό και τα άφηναν ελεύθερα (Ν. Τσιλιβή, «Στην σκιά του κάστρου της Ζαρνάτας», 2003, σ. 76).

Καθώς όλα τα χέρια ήταν απαραίτητα, από την εποχιακή μετοίκηση δεν εξαιρούνταν ούτε οι ετοιμόγεννες που ξεγεννούσαν στο συκόσπιτο και την άλλη μέρα ξαναγύριζαν στη δουλειά. Από οικογενειακή αφήγηση γνωρίζω πως, το καλοκαίρι του 1945, η γιαγιά μου Αργυρώ Θ. Μπελίτσου κλήθηκε να συνδράμει τη γειτόνισσα Ζωίτσα Μανωλάκου [Λεουτσέα], όταν την έπιασαν οι πόνοι. Την ξεγέννησε μέσα στην συκοκαλύβα της, στα Λίποβα.

 

Σύκα ασκάδια και ασκαδοσυκιά. Η βασική ποικιλία των ξερών σύκων Καλαμάτας, τα γνωστά κι ως τσαπελόσυκα.

 

Όλη αυτή η ταλαιπωρία άξιζε τον κόπο, αφού η συκοπαραγωγή άφηνε ένα καλό ετήσιο εισόδημα. Γι’ αυτό πολλοί αντικαθιστούσαν τις ελιές, που αποτελούσαν από παλιά τη βασική καλλιέργεια της περιοχής, με ασκαδοσ’κιές. Είναι χαρακτηριστική η φράση που λέγανε παρηγορητικά, σε όποιον αντιμετώπιζε κάποια οικονομική δυσκολία: «Κουράγιο, φτάσαν τα σύκα!». Πολλοί αγόραζαν βερεσέ από τα μαγαζιά, με την υποχρέωση να ξεχρεώσουν στα σύκα και να σβήσει το τεμπεσίρι. Άλλες χαρακτηριστικές φράσεις των οφειλετών ήταν «στις ελιές» ή «στο κουκούλι», ανάλογα με την παραγωγή από την οποία πρόσμεναν να εισπράξουν εισόδημα.

Να διευκρινίσουμε εδώ πως η συκιά άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στη Μεσσηνία μετά τη σταφιδική κρίση, δηλαδή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ακολούθησε η γειτονική λακωνική χερσόνησος, στην οποία ως το 1938 ανήκαν διοικητικά οι Μαντίνειες. Το 1911 η Μεσσηνία είχε τις περισσότερες συκιές σε όλη την Πελοπόννησο. Το ξερό σύκο σύντομα εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό εξαγωγικό προϊόν προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αποφέροντας ικανό εισόδημα στους παραγωγούς και όχι μόνο. Στα χρόνια του μεσοπολέμου στην Μεσσηνία δραστηριοποιούνται στην εμπορία, διακίνηση κι εξαγωγή του σύκου πολλοί έμποροι ακόμα και ανώνυμες εταιρίες.  

 

Ξερά σύκα Καλαμών, μπρουλιασμένα σε τσαπέλα.

Από την πλευρά του κράτους το 1929 ιδρύθηκε το «Γραφείο Προστασίας Ελληνικών Σύκων», με σκοπό την εφαρμογή επιστημονικών μέσων στην παραγωγή ξηρών σύκων και το 1934 ιδρύθηκαν τα πρώτα κρατικά αποστειρωτήρια. Το 1935 ιδρύθηκε η ΣΥΚΙΚΗ: Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Σύκων, Ξηρών Καρπών από ενώσεις και συνεταιρισμούς συκοπαραγωγών της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, η οποία μεταπολεμικά απορρόφησε το «Γραφείο Προστασίας», ίδρυσε κεντρικό απεντομωτήριο στην Καλαμάτα και γενικά προώθησε το προϊόν.

Καλαμάτα, δεκ. '60. Το απεντομωτήριο της Συνεταιριστικής Ένωσης Σύκων "ΣΥΚΙΚΗ".

Τα σύκα έδιναν λοιπόν ένα καλό εισόδημα, αλλά είχαν και πολύ μεγάλο κόπο. Μέχρι να φθάσει η εποχή της συγκομιδής, έπρεπε να έχουν γίνει ένα σωρό εργασίες, οι οποίες ξεκινούσαν από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Τότε, αφού μάζευαν τα πεσμένα ξερά συκόφυλλα, τα οποία αποθήκευαν για να ταΐζουν τα βόδια το χειμώνα, ξελάκκωναν κι έριχναν φουσκί στα συκόδενδρα. Τον Οκτώβρη τα όργωναν για πρώτη φορά και την άνοιξη γινόταν το δεύτερο όργωμα. Πολλοί έκαναν και τρίτο όργωμα, στα μισά της άνοιξης. Ακολουθούσε το τρίψιμο της ψώρας από τα κλαδιά, γιατί αλλιώς γέμιζε όλο το δένδρο κι ο καρπός. Το τρίψιμο γινόταν με το χέρι, με μια λινάτσα, και είχε μεγάλη κούραση, αφού έπρεπε να περαστεί όλο το δένδρο, κλαρί-κλαρί. Ταυτόχρονα έκοβαν τους μούλους, τα μικρά ασθενικά κλαράκια που φύτρωναν στο δένδρο και αδυνάτιζαν το μελίγκι. Στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου αγριοσυκίζανε για να γίνει το κουνούπισμα (επικονίαση). Δηλαδή κρεμούσαν στα ήμερα δένδρα αγριόσυκα (ορνούς) περασμένα σε βούρλα, ώστε να γίνει η γονιμοποίηση από ένα μικροσκοπικό έντομο την ψήνα (σαν μυγάκι), που πετούσε από τα αγριόσυκα (αρσενικά) στα ήμερα (θηλυκά) σύκα. Αυτό έπρεπε να επαναλαμβάνεται κάθε βδομάδα, για τρεις ή τέσσερις φορές σε όλες τις συκιές και ήταν από τις πιο κουραστικές δουλειές. Όταν οι αγριοσυκιές οψιμίζανε, αναγκάζονταν να αγοράζουν αγριόσυκα από άλλες περιοχές (π.χ. από τους Δολούς), για να μη χαθεί η παραγωγή.

Το κουνούπισμα (επικονίαση) από τα αγριόσυκα (ορνούς) με το έντομο ψήνα.

 

Παράλληλα έπρεπε να ετοιμάσουν τα απαραίτητα σύνεργα. Δηλαδή να αγοράσουν τα ειδικά χοντρά βούρλα για το μπρούλιασμα, διότι τα βούρλα που υπήρχαν στους κοντινούς βάλτους, κυρίως του Αλμυρού, ήταν λεπτά και δεν έκαναν γι’ αυτή τη δουλειά. Τα χρησιμοποιούσαν μόνο στο αγριοσύκισμα και στην κατασκευή των κοφινέλων ψαρέματος. Έπρεπε να φτιάξουν τα καλαμωτά, στα οποία λιάζανε τα σύκα. Για το σκοπό αυτό έβαζαν καλαμιές στα ρέματα ή στους βάλτους. Τα καλαμωτά είχαν διαστάσεις 0,80x2 μ. περίπου και ήταν χωρισμένα σε 3 ή 4 διαζώματα, τα διαζούγια, από εγκάρσια χοντρά ξύλα, ενδιάμεσα και δύο στις άκρες. Παλιά για να φτιάξουν το καλαμωτό, έδεναν τα καλάμια με μουρόφλουδες. Τα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν λεπτό σύρμα ή λουρίδες από λαμαρίνα και καρφάκια. Τα καλαμωτά της οικογένειας έπρεπε να είναι ομοιόμορφα, γιατί όταν περίμεναν βροχή, τα στοίβαζαν γεμάτα σύκα το ένα πάνω στ’ άλλο και τα σκέπαζαν. Έπρεπε τότε τα εγκάρσια ξύλα να ακουμπούν μεταξύ τους, για να μη πιέζουν και καταστρέφουν τα σύκα.

 

Άπλωμα σύκων στα καλαμωτά προς αποξήρανση
Κούκκινος 1945 και 1948. Δυο φωτογραφίες στο αλώνι του παππού μου Τηλέμαχου Δικαιάκου, με φόντο τα καλαμωτά. Συχνά τα αλώνια χρησιμεύαν κι ως απλώστρες για τα σύκα.


Επίσης, έπρεπε να πλέξουν τα πούργια, μεγάλα ψηλά κοφίνια με τα οποία κουβαλούσαν τα σύκα απ’ το χωράφι στην απλώστρα. Τα πούργια τα πλέκανε με λυγιές και καλάμια. Καλάμια βάζανε στο τοίχωμα, ενώ με λυγιά, που είναι πιο σκληρή και ανθεκτική, φτιάχνανε τον πάτο, τον χείλο και μερικά ζωνάρια στο τοίχωμα για να το ενισχύσουν. Επίσης έφτιαχναν κοφίνια και πλατύγυρα καπέλα για τον ήλιο. Τα τελευταία τα έπλεκαν με ράπες, δηλαδή σιτοκάλαμα μαλακωμένα στο νερό. Τέλος, απαραίτητα εξαρτήματα ήταν οι τάβλες και οι βελόνες για το μπρούλιασμα. Τις τάβλες τις έφτιαχναν από ένα σκληρό ξύλο, που το έκοβαν σε σχήμα ελλειψοειδές, διαστάσεων 20x30 εκ. περίπου. Την τάβλα την έδεναν στη μέση τους, στην κοιλιά, και επάνω στήριζαν τη βελόνα σε μια υποδοχή για να μη τους τρυπάει. Τις βελόνες του μπρουλιάσματος τις αγόραζαν απ’ την Καλαμάτα. Ήταν δύο τύπων, οι μικρές, μήκους 25-30 εκ. για τα τσαπελάκια κι οι μεγάλες, μήκους 40 εκ. περίπου για τις τσαπέλες.

 


Τα πούργια για τη μεταφορά των σύκων.

 

Στις 15-20 Ιουλίου προβάλανε τα πρώτα σύκα, συνήθως στην περιοχή Ντολιανά (Δολιανά), στην οποία ευνοείτο η πρώιμη ωρίμανση. Ακολουθούσαν οι άλλες περιοχές, με τελευταία συνήθως την περιοχή Κόκα, όπου οψιμίζανε. Όταν φυσούσε μαΐστρος, συντόμευε η ωρίμανση. Το πρώτο σύκο, σύμφωνα με την παράδοση, το εύρισκε πάντα ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-Ντίνος Καραμπίνης. Γύριζε και ερευνούσε καθημερινά τις συκιές, ώσπου να το ανακαλύψει. Μετά το περιέφερε στα καφενεία του χωριού και το επεδείκνυε θριαμβευτικά, σκορπίζοντας το χαμόγελο στους αγωνιούντες Μαντιναίους, αρκετοί από τους οποίους πρόσμεναν τα σύκα για να ξεχρεώσουν τα βερεσέδια τους.

 

Συκοκαλύβες που μετατράπηκαν σε μόνιμες κατοικίες, στον έρημο σήμερα οικισμό Κόκα, του Νικολή Παπαδέα (Ντρένιου) και του Θεόδωρου Αβράμη.

 

Στις αρχές Αυγούστου γινόταν το πρώτο τίναγμα. Τα σύκα τα τίναζαν ένα-ένα με ένα δίμυτο καλάμι, πολύ προσεκτικά, για να μη τα τραυματίσουν. Τίναζαν τα ασκάδια, δηλαδή τα κάπως σουρωμένα και όχι τα φρέσκα, τα πρίσκουλα, τα οποία τα μάζευαν χωριστά και τα έδιναν σε άλλον έμπορο. Τα τιναγμένα σύκα τα έβαζαν στα πούργια και τα μετέφεραν με τα ζώα στην απλώστρα. Εκεί ξεδιάλεγαν τα άσπρα, δηλαδή τα σχεδόν ξερά, από τα πράσινα και τα άπλωναν στα καλαμωτά για να λιαστούν. Τα σύκα έμεναν στην απλώστρα δυο-τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα τα άσπρα τα μάζευαν, ενώ τα πράσινα τα γύριζαν για να λιαστούν κι από την άλλη μεριά τους. Το σύκο έπρεπε να λιαστεί καλά και να φύγει όλη η υγρασία, γιατί αλλιώς ξίνιζε. Οι έμποροι πρόσεχαν πολύ αυτή τη λεπτομέρεια και τα ανήλιαστα τα γύριζαν πίσω. Αυτή την περίοδο παραμόνευε ο κίνδυνος από μια μπόρα να χαθεί όλη η παραγωγή. Γι’ αυτό με το παραμικρό συννέφιασμα έσπευδαν να στοιβάξουν τα καλαμωτά και να τα σκεπάσουν με λινάτσες, για να μη βραχούν.

Κάθε βράδυ ξεδιάλεγαν από τα καλαμωτά τα ξερά σύκα και τα συγκέντρωναν στο πατάρι του συκόσπιτου για μπρούλιασμα. Το μπρούλιασμα γινόταν με τη βοήθεια μιας μακριάς βελόνας, που τη στήριζαν σε μια τάβλα δεμένη στην κοιλιά τους. Στη βελόνα έδεναν ένα βούρλο και περνούσαν σύκα φτιάχνοντας τις λεγόμενες τσαπέλες ή τα τσαπελάκια, που περιείχαν συγκεκριμένο αριθμό ξερών σύκων, ανάλογα με την παραγγελία του εμπόρου: 10, 12, 15, 20 ή 40 σύκα. Οι μεγάλες τσαπέλες, με 40 σύκα, προορίζονταν για τις Η.Π.Α. Τα βούρλα πριν χρησιμοποιηθούν τα άφηναν στο νερό για μια-δυο ώρες. Το μπρούλιασμα ήθελε προσοχή. Τα σύκα έπρεπε να είναι περίπου ομοιόμορφα και τρυπημένα στο κέντρο από την ίδια πλευρά. Έτσι ώστε οι τσαπέλες να είναι όμοιες και ισοβαρείς, αλλιώς ο έμπορος δεν τις δεχόταν. Τις τσαπέλες τις βάζανε σε σακιά, τα οποία κουβαλούσαν με ζώα σε αποθήκες στις κοντινές ακτές. Από κει τις φόρτωναν οι μαούνες και τις μετέφεραν στην Καλαμάτα, απ’ όπου ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Στα μέσα Αυγούστου, κοντά στη γιορτή της Παναγίας, γινόταν το πρώτο μπάρκο κι όλοι βιαζόντουσαν να το προλάβουν. Σε αυτό πουλούσαν το πριμαρόλι, το πρώτο σύκο, το οποίο έπιανε καλύτερη τιμή είτε γιατί θεωρείτο καλύτερης ποιότητας (πιο μεγάλο) είτε γιατί οι έμποροι είχαν κάποιες παραγγελίες να εξυπηρετήσουν.

Καλαμάτα, δεκ. '60. Μαούνες φορτώνουν κιβώτια με ξερά σύκα, για να μεταφερθούν σε πλοίο.

Πολύ παλιά, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο μοναδικός που είχε αποθήκη στην περιοχή και συγκέντρωνε τα σύκα ήταν ο Γεώργιος Σπανέας στο Αρχοντικό. Το μαγαζί αυτό βρισκόταν στο χώρο του μετέπειτα εξοχικού κέντρου Φραγκούλη. Ο Γεώργιος Σπανέας κατείχε επίσης ένα μεγάλο συκοπερίβολο στη Μικρή Μαντίνεια, γνωστό σαν περιβόλα του Σπανέα, από το οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Περιβόλα. Η περιβόλα αυτή έκανε 10-12.000 οκάδες σύκα το χρόνο!

Αργότερα, την περίοδο του μεσοπολέμου, σύκα συγκέντρωναν στις παραλίες οι εξής:

Κοπάνο: Στέλιος Γεωργουλέας και Σωκράτης Σκιάς.

Παλιόχωρα: Βασίλειος Πουλέας (σε αποθήκη του Σπύρου Γεωργουλέα).

Αρχοντικό: Βασ. Κωνσταντινέας, Βασ. Νικητάκης, Ευθ. Φραγκούλης (για μικρό διάστημα).

Πανίτσα Μικρής Μαντίνειας: Πότης Λιακέας.

Το Δεκαπενταύγουστο όλη η οικογένεια δούλευε εντατικά, αφού τα περισσότερα σύκα ήταν έτοιμα για τίναγμα. Και παράλληλα είχαν αρχίσει να ωριμάζουν και τα σταφύλια, όπως λέει ένα παλιό τοπικό δίστιχο:

Της Άγια-Μαρίνης ρώγα, τ’ Άγιο-Λιος σταφύλι

 και τ’ Άγιο-Παντελέημονος, ξεκούτρουλο κοφίνι.

Το δίστιχο, στο οποίο συμπυκνώνεται λαϊκή σοφία και γνώση αιώνων, σίγουρα δημιουργήθηκε με αναφορά στο παλιό ημερολόγιο. Π.χ. στην εορτή του Αγ. Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) πρέπει να αντιστοιχίσουμε την 9η Αυγούστου του σημερινού ημερολογίου.

Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, αφού γέμιζαν τα πούργια με σύκα, πολλές φορές γι’ απανωγόμι έβαζαν σταφύλια. Συγχρόνως υπήρχαν ένα σωρό καθημερινές δουλειές, το μαγείρεμα, το νεροκουβάλημα από τα πηγάδια, το πότισμα των ζώων κλπ. Ειδικά η τροφοδοσία του νερού ήταν πολύ κουραστική, αφού έπρεπε καθημερινά να πηγαίνουν με τα ζώα στα όχι πάντα κοντινά πηγάδια, για να γεμίσουν δυο-τρία εικοσάλιτρα βαρέλια, με τα οποία έβγαζαν όλο το εικοσιτετράωρο. Πρόβλημα νερού υπήρχε και στο Χωριό (Μεγ. Μαντίνεια), το οποίο υδρευόταν από μια κεντρική βρύση. Αντίθετα στους παράλιους οικισμούς (Παλιόχωρα, Κούκκινος, Αρχοντικό, Κοπάνο) υπήρχαν πολλά πηγάδια, ιδιωτικά και δημόσια. Έτσι μες το κατακαλόκαιρο ήταν πάντα διψασμένοι. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που αναγκάζονταν να πίνουν νερό μαζί με τους ζόλους, μέσα από τα σκαφίδια όπου πότιζαν τα ζώα, ανακατεμένο με κακαράτζα. Πάντως ξέκλεβαν λίγο χρόνο για να κόψουν με το κασάρι λίγα φραγκόσυκα, ενώ τα παιδιά καψάλιζαν φύλλα φραγκοσυκιάς ώσπου να καούν τα αγκάθια, τα σκίζανε και φτιάχνανε βαρκάκια που τα έριχναν στις σγούρνες.

 

Το μπουγέλο, η βίκα και η βαρέλα ήταν απαραίτητα για την άντληση και μεταφορά του νερού.


 

Πηγάδια με αντένα για την άντληση νερού στις θέσεις Πατσούρου (άνω) και Σάνταβα (κάτω, φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος).


Στις αρχές του Σεπτέμβρη, όταν η δουλειά ξελάσκαρε λίγο, άρχιζαν να μαζεύουν τα απόσ’κα, δηλαδή τα κακής ποιότητας μικροσκοπικά σύκα, τα οποία είτε έβγαιναν σε μούλους, είτε ήταν χτυπημένα, είτε τα μάζευαν στο χαμολόι. Τα απόσυκα τα προόριζαν για ζωοτροφή, κυρίως για τις γίδες, ή τα έδιναν για οινόπνευμα, το συκονόπνευμα. Επίσης μάζευαν και τα φαγουλάρικα, τα οποία έτρωγαν στο σπίτι ή τα αποθήκευαν για ζωοτροφή.

Στα μέσα του Σεπτέμβρη, την παραμονή του Σταυρού, φρόντιζαν να έχει τελειώσει το συκομάζεμα και αφού συμμάζευαν τα ζώα και τα πράγματά τους, επέστρεφαν στο Χωριό, στην μόνιμη κατοικία τους. Εκτός αν η τιμή των σύκων ήταν πολύ χαμηλή, οπότε καθυστερούσαν λίγες μέρες για να τα πουλήσουν ακριβότερα.

Αυτή ήταν η ιστορία των σύκων στις Μαντίνειες. Μετά την κατοχή τα σύκα έμειναν απούλητα, η τιμή τους έπεσε κατακόρυφα και πολλοί Μαντιναίοι άρχισαν σιγά-σιγά να βάζουν ελιές αντί για συκιές, με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχει στην περιοχή κανείς συκοπαραγωγός. Τα περισσότερα συκόσπιτα έμειναν σε αχρηστία. Μερικά από αυτά, που ήταν πιο κοντά στα παράλια του Μεσσηνιακού, χρησίμεψαν σαν μόνιμες κατοικίες όσων μετακινήθηκαν από τις Μαντίνειες προς τις ακτές μετά τον πόλεμο. Τα περισσότερα γκρέμισαν από τον σεισμό του 1944 και απόμειναν χαλάσματα. Πολλών οι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες κατασκευές (αρμάκια, μάντρες, αποθήκες, λότζες). Άλλα χορτάριασαν και χάθηκαν. Τα λιγοστά που έχουν διατηρηθεί σε κάπως καλή κατάσταση, απόμειναν βουβοί μάρτυρες για να θυμίζουν την παλιά εποχή της συκοπαραγωγής, η οποία κράτησε περίπου εκατό χρόνια στις Μαντίνειες.

 

Θοδωρής Μπελίτσος, Αύγουστος 2021.

*Πρώτη δημοσίευση με τίτλο: «Τα μαντιναίικα συκόσπιτα»,«Ιθώμη» Καλαμάτας, 39-40 (Δεκέμβριος 1996), σελ. 131-140 και Θ. Μπελίτσος «Εν Αβία» 2016, σελ. 171-175.

 

 

Προέλευση φωτογραφιών:

*Πούργι, βίκα, νεροβάρελο, μπουγέλο: ‘https://www.messiniandiet.gr/pourgia’.

*Πούργι: ‘https://www.loganikos.gr/village/istories-tou-xoriou/2015-11-04-10-37-31.html’.

*Άπλωμα σύκων στα καλαμωτά: ‘http://lyrasi.blogspot.com/2012/09/blog-post_13.html’.

*Ορνοί, επικονίαση: ‘https://www.marko.gr/h-epikoniash-ton-anueon-ths-sykias/’.

*Μαούνες: Αν. Μηλίτση-Νίκα, Στ. Βερράρου, "Η Καλαμάτα μέσα από το φακό του Χρ. Αλειφέρη 1937-1974", εκδ. ΓΑΚ Μεσσηνίας.

 

 https://belitsosquarks.blogspot.com/






ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΩΚΟΣ ( 1854 – 7 Αυγούστου 1902 )

 

Ο Νικόλαος Βώκος (Ύδρα, 1854 – Αθήνα, 7 Αυγούστου 1902) ήταν Έλληνας ζωγράφος της Σχολής του Μονάχου.
Ήταν γιος του Εμμανουήλ Μιαούλη και εγγονός του διάσημου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Ανδρέα. Γράφτηκε αρχικά για σπουδές στην Σχολή Ευελπίδων, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε για σπουδάσει ζωγραφική στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κατά την περίοδο 1874–1878. Το 1885, μετά από διαγωνισμό, έλαβε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο με δασκάλους τον Νικόλαο Γύζη, τον Λούντβιχ Λαίφτς (Ludwig Löfftz) και τον Ανδρέα Μύλλερ (Andreas Müller). Στο Μόναχο παρέμεινε επί 16 χρόνια διατηρώντας σχολή ζωγραφικής μέχρι που ασθένησε. Επέστρεψε το 1902 στην Ελλάδα όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.Συμμετείχε σε σχετικά λίγες εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: Μόναχο (1898), Παρίσι (1900), Αθήνα (Έκθεση των Ολυμπίων το 1875 και το 1888, Σύλλογος Παρνασσόςτο 1901 κλπ), κ.ά. Απέσπασε χάλκινο το 1888 στο διαγωνισμό των Ολυμπίων και το αργυρό μετάλλιο σε έκθεση σκαριφημάτων που διοργάνωσε ο Σύλλογος Παρνασσός.
Τεχνοτροπία
Ως ζωγράφος καταπιάστηκε με όλα τα θέματα: ηθογραφίες, τοπιογραφίες, προσωπογραφίες, αγιογραφίες (Αγία Ειρήνη Αθηνών, Μητρόπολη Ύδρας), διακρίθηκε ωστόσο για τις πολύ ρεαλιστικές νεκρές φύσεις κατά κύριο λόγο με θαλασσινά (ψάρια και όστρακα).Μεταξύ των βραβευθέντων έργων του ονομαστά υπήρξαν ο Ιχθυοπώλης (Βραβείο Σικάγου) και το Επιτραπέζιον, που κόσμησε τα Ανάκτορα του Αντιβασιλέως της Βαυαρίας Λουιτπόλδου.https://el.wikipedia.org/

 Κοχύλια

 Νεκρή φύση με φρούτα 

  Νεκρή φύση με πουλιά 

 Νεκρή φύση με φρούτα και ασημικά 

 Νεκρή φύση με κυνήγι και φρούτα 

 Νεκρή φύση με ψάρι


ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ZUMBI – single “25 FIRES” από το άλμπουμ “AHEAD OF TIME”

 


ZUMBI "25 FIRES" - OFFICIAL MUSIC VIDEO

(Δείτε το εδώ)



 

Οι Zumbi είναι μια μπάντα από το Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.

Τους αρέσει πολύ το  trip-hop / electronic η alternative και η μουσική downtempo.

Υπέγραψαν με τη New Dream Records και κάνουν σχέδια για  περιοδεία στο μέλλον. Στις 30 Απριλίου 2021 κυκλοφόρησε  το άλμπουμ τους AHEAD OF TIME”.

 

Οι στίχοι τους μιλούν μεταξύ άλλων για την έλλειψη επικοινωνίας, την  πορνεία, την πολιτική, τους εμπρησμούς στις εκκλησίες των μαύρων τη δεκαετία του ’90, τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων των γυναικών στην Αφρική κ.α.

 

Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνεται και το τραγούδι “25 fires” 

 

https://www.facebook.com/Zumbiband-105015961567402/

https://soundcloud.com/user-336651955

https://www.instagram.com/zumbivibes/

https://twitter.com/zumbiband

ZUMBI "FEAR"  - OFFICIAL MUSIC VIDEO

https://www.youtube.com/watch?v=NtnK8ef-cUM

ZUMBI "GO DEEP" – OFFICIAL MUSIC VIDEO

https://www.youtube.com/watch?v=xjalKQR24C4

 

 


--


ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ( ΔΙΨΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ & ΑΠΥΘΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ)



ΔΙΨΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Κρυφά μηνύματα στα ιερογλυφικά ανώνυμων καιρών,
διψασμένες μέρες στη δίνη ακατάληπτων χρησμών.
Γυμνά μνημεία αστόλιστα από μνήμες και δάκρυα.
Σε παγίδες ανελέητες τρεχαλητά αγωνιώδη ονείρων.
Γκρίζο φόρεμα στους ώμους της γερασμένης κούκλας
στη βιτρίνα ενός σκοτεινού ωκεανού.
Σώματα πολλά βυθισμένα στην άβυσσο μιας άλογης μέρας.
Σε κυρτά κάτοπτρα οι ήχοι της σιωπής.
Θαμμένα μυστικά σε στήθη πετρωμένα.
Μια γυροβολιά χορού αντρίκιου
κι ο θάνατος στο κατώφλι με τις άγριες τριανταφυλλιές.
Κορμιά πληγωμένα απ’ το φαρμακερό βέλος μιας παράλογης απουσίας.
Πάνω απ’ τα κύματα μοναχική αιώρα
τρίζει θλιβερά απ’ το βάρος της χαμένης αθωότητας.
Λήθη άμοιρη και λησμονημένη στο ψυχομαχητό του αιώνα.

Ιωάννα Αθανασιάδου



ΑΠΥΘΜΕΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ

Λευκό τ’ ουρανού στο βάθος των ψυχών,
μονοπάτια από φως και άπειρο.
Αόρατο το βήμα στις θάλασσες με τις μεγάλες υποσχέσεις,
διάφανα τα ρολόγια στου ήλιου τα σπάργανα.
Ζωντανά τ’ αγάλματα στα λιβάδια με την άγρια μέντα,
πετρωμένες οι όψεις μιας μοίρας πλανεύτρας.
Σε σεντόνια λευκά τα σώματα των ξεψυχισμένων ωκεανών,
τυλιγμένα στους ανέμους κορμιά χαμένα στον απύθμενο καιρό.
Άνυδρα καλοκαίρια σκαρφαλωμένα στους βράχους,
ανίατες οι θύελλες με το πληγιασμένο πρόσωπο.
Ανασαίνει η αλμύρα τα ανομολόγητα μυστικά μιας ανυπάκουης φθοράς.
Τα ρόδα των ονείρων ζωντανά ακόμη στην αγκάλη του κοριτσιού
που χάθηκε περπατώντας στα νερά.
Ανήσυχη ψελλίζει τις προσευχές της η θάλασσα.
Τ’ άσπλαχνα κύματα κρύβουν τα μυστικά τους.

Ιωάννα Αθανασιάδου


Φωτογραφίες :  Alla Tsank art 





Carpe - 2 Ποιήματα ( " Λαιμητόμος..." & "Κραδασμός.." )



Λαιμητόμος...

Οι ακραιφνείς αγύρτες
συνοδεύουν το βίο μας.
Παρενοχλούν τη ζωή,
καθορίζουν την εξέλιξη των πεπραγμένων
ασύστολα.
Γράφουν το σενάριο
της καθημερινότητας,
ένα παραμύθι
με άσχημο τέλος για μας.
Αδιάσειστα τα στοιχεία
της ενοχής τους.
Οραματίζομαι τη στιγμή
όπου μια λαιμητόμος δικαίου
θα αιωρείται
πάνω απ'τους συλητές
των ψυχών μας.
Ορίσαμε κηδεμόνα
της μοίρας μας
τον κακό πατριό του παραμυθιού.

Carpe.



Κραδασμός..

Με τα ακροδάχτυλα
ακούμπησα το δέρμα σου
με ανάσα κομμένη
άκουσα τις φλέβες
να σαλεύουν.
Θα ήθελα να ανταλλάξω
όλο τον κόσμο
με την έκσταση
που μου πρόσφερες.
Σε ένα μαβί ουρανό
οι αγριοτριανταφυλλιές
ακόμα αναρριχώνται.
Ο κραδασμός της ζωής
αντηχεί στην ατμόσφαιρα.
Τα πρωινά γλιστρώ
πάνω στο σώμα σου,
μια περιπλάνηση ατέλειωτη σε ακρογιάλια κρυφά.

Carpe.


Πίνακες Siegfried Zademack








ΤΙΜΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ ( 1875 - 22 Σεπτεμβρίου 1952 )

Ο Τίμος Μωραϊτίνης (1875 - 22 Σεπτεμβρίου 1952) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας (κωμωδίας - επιθεώρησης), εκδότης, δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιητής.

Πολύπλευρη και θρυλική προσωπικότητα των Γραμμάτων ο Τίμος Μωραϊτίνης καλλιέργησε με το πληθωρικό του ταλέντο τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου κατά το πρώτο ήμισυ του 20ο αιώνα. Θέατρο (πρόζα και επιθεώρηση), Χρονογράφημα, Ποίηση, Μυθιστόρημα, Αθηναϊογραφία, Διήγημα, Ταξιδιωτικά, διακρίνονται για το λεπτό χιούμορ, την πρωτοτυπία, το στοχασμό, το λυρισμό και ένα αστείρευτο κέφι μαζί με ρομαντική διάθεση. Η Ακαδημία Αθηνών τον συγκαταλέγει μεταξύ των λογοτεχνών που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη και καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων.
 • Σαν Θεατρικός συγγραφέας χαρακτηρίστηκε «ως πατέρας και δημιουργός της νεοελληνικής κωμωδίας», με δεκάδες θεατρικά και με αποκορύφωμα της προσφοράς του την Αιωνία Ζωή και τον Άρχοντα του Κόσμου, τις δύο φιλοσοφικές κωμωδίες του, που καταγράφονται σαν εφάμιλλα ή και καλύτερα αντίστοιχων του ξένου ρεπερτορίου. Τα θεατρικά του έργα σημείωναν τεράστια επιτυχία και αποτελούσαν Θεατρικό, κοσμικό και εισπρακτικό γεγονός, διανύοντας μακρά σειρά παραστάσεων. • Σαν Χρονογράφος, «επέβαλε» το χρονογράφημα ως λογοτεχνικό είδος και του αποδόθηκε ο τίτλος του κορυφαίου και έδωσε στο είδος αυτό την οριστική του μορφή
. • Σαν Ποιητής ο Μωραϊτίνης αναφέρθηκε ως αυθόρμητος τραγουδιστής που βαδίζει αμέριμνος ανάμεσα στους μετρικούς κανόνες με την ευσυγκίνητη μελωδία. Ο λυρικός τροβαδούρος με τον μουσικώτατο οίστρο.
 • Σαν Αθηναιογράφος αποτελεί τη μοναδική πρωτογενή πηγή αναφοράς στην Παληά Αθήνα (τέλη 19ου- αρχές 20ου αιώνα). Είναι ο πρώτος που ανέδειξε αυτήν την Αθήνα με το δικό του μοναδικό τρόπο. Ο χαρακτηρισμός του Αθηναιολάτρη τον συνόδευε σε όλες τις άλλες λογοτεχνικές του εκφράσεις, αποκαλύπτοντας τις άγνωστες πλευρές εκείνης της Αθήνας. Αποκορύφωμα της αθηναιολατρείας του είναι το τραγούδι «Στης Πλάκας της ανηφορίες» σε στίχους και μουσική Τίμου Μωραϊτίνη. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τις ανάγκες του θεατρικού του έργου «Η Μπερλίνα».

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1876. Εγκαταλείποντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αφοσιώθηκε στο χρονογράφημα και την ποίηση. Υπήρξε χρονογράφος για μεγάλο διάστημα στην εφημερίδα «Εμπρός» αλλά και σε πολλές άλλες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Ασχολούμενος με το θέατρο αναδείχθηκε σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας. Ιδιαίτερα σε κωμωδίες και επιθεωρήσεις που στέφθηκαν με πλήρη επιτυχία. Σημαντικότερα εξ αυτών ήταν: «Μαραθώνιος δρόμος» (1906), «Πρωθυπουργίνα» (1908), «Πανόραμα» (επιθεώρηση του 1908), «Εύθυμος χήρος» (1909), «Το τσάι της Νίτσας» (1912), «Βαμπίρ» (1917), «Το παλιοκόριτσο» (1921), «Η επιστροφή των θεών» (1923), «Ένα ταξιδάκι στη Σελήνη» (1924), «Δακτυλογράφος ζητεί θέσιν» (1925), «Μοντέρνο σπίτι» (1926), «Μπερλίνα» (επιθεώρηση), «Αιώνια ζωή» (1929) και «Ιστορία της Αθήνας» (1931).

Στη δεκαετία του 1930 και ειδικότερα στα χρόνια πριν τον Β' Π.Π. υπήρξε η ψυχή της αθηναϊκής αποκριάς. Ήταν αυτός που ανέδειξε την Πλάκα της Αθήνας ως κέντρο του αποκριάτικου κεφιού, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, αλλά και μετά τον πόλεμο επιμελούνταν των διαφόρων αποκριάτικων εκδηλώσεων. Μία μεγάλη σειρά από ποιήματα αφιερωμένα σε πρόσωπα της αποκριάς,(πιερότους κολομπίνες, μάσκες και κομφετί) αναδείχθηκαν σε σπουδαία τραγούδια της αποκριάς, και του κρασιού. Κάποια δε εξ αυτών ήταν αφιερωμένα και σε λαϊκούς τύπους της παλιάς Αθήνας χάρη των οποίων και διασώθηκαν πολλά λαογραφικά στοιχεία της περιόδου εκείνης. Σημαντικότερες επιθεωρήσεις του εκείνης της εποχής ήταν: «Όνειρο αποκριάτικης βραδυάς», «Τζιτζίκι», «Ξιφίρ Βαλέρ, «Α-μπε-σε-ντέ», κ.ά.

Ο Τίμος Μωραϊτίνης διακρίνονταν για το σπινθηροβόλο αλλά και δροσερό πνεύμα του με μια ρομαντική διάθεση επιστροφής στο παρελθόν θεωρώντας το ωραιότερο και αγνότερο. Στα διάφορα επιθεωρησιακά σκετς καυτηρίαζε τακτικά τις ξένες εκφράσεις, κυρίως γαλλικές, που χρησιμοποιούσαν οι νεόπλουτοι, πολλές φορές αγνοώντας την ακριβή σημασία τους, πλέκοντας παρεμφερείς ή ελαφρά παραποιώντας τις.

Παράλληλα ο Τ. Μωραϊτίνης ασχολήθηκε και με το μυθιστόρημα γράφοντας το «Ολόκληρη ζωή», καθώς και με την ποίηση γράφοντας την ποιητική συλλογή «Φθινοπωρινά φύλλα» ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ασχολήθηκε περισσότερο με την ιστορική λαογραφία της Αθήνας αποδίδοντάς τη επίσης σε ποίηση.

Ο Τίμος Μωραϊτίνης είχε λάβει μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, κατά τον οποίο και τραυματίστηκε, και μέχρι τον θάνατό του σεμνυνόταν για την "επ΄ ανδραγαθία" τιμητική διάκριση που έλαβε από τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄. Το 1910 διετέλεσε γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων. Τον Σεπτέμβριο του 1912 εξέδωσε την καθημερινή πολιτική εφημερίδα "Ημερήσια Νέα". Το 1938 ανέλαβε πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Το 1947 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων.

Ο Τίμος Μωραϊτίνης πέθανε στην Αθήνα το 1952.

Σημειώσεις
Πολλά ποιήματα που έγραψε έγιναν σπουδαία τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα. Μεταξύ αυτών είναι τα «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», «Εγώ το πίνω», κ.ά. Ειδικότερα για το πρώτο, με το οποίο και "έμαθε η ανθρωπότης πως ο θεός είναι Πλακιώτης", το συνέταξε, όπως ο ίδιος ομολογούσε μέσα από τις θεατρικές παρλάτες που έγραφε, όταν πηγαίνοντας τακτικά στο πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην οδό Λυσίου, περιδιάβαινε την Πλάκα καταγράφοντας τις εικόνες της που έβλεπε τότε.
Πλούσιο αρχείο με θεατρικά τραγούδια του Τ. Μωραϊτίνη διαθέτει το Μουσείο ελληνικού θεάτρου.
Επίσης το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας σ΄ ένα αγώνα που κατέβαλε στη δεκαετία του 1970 διέσωσε πολλά θεατρικά σκετς, σε κείμενα του Τ. Μωραϊτίνη, στις μαγνητοφωνήσεις των οποίων, στους ραδιοθαλάμους Ζαππείου συμμετείχαν εκλεκτοί ηθοποιοί όπως οι αδελφές Άννα και Μαρία Καλουτά, ο Αλέκος Λειβαδίτης κ.ά.π. με κυρίαρχο βέβαια στα τραγούδια του κρασιού τον Πέτρο Κυριακό που απέδιδε θαυμάσια, με τους απαραίτητους λοξιγκισμούς, όπως το «Με λεν μπεκρή! που το ΄χουν βρει;»



ΕΙΠΑΝ ΓΙ ΑΥΤΟΝ 

Ο ακαδημαϊκός  Πέτρος Χάρης την επαύριον του θανάτου του, το Σεπτέμβριο του 1952:
«Θα ‘πρεπε να μη ζω σ’ αυτόν τον τόπο- γράφει ο Π. Χάρης- για να μην ξέρω πόσο δημοφιλής ήταν ο Μωραϊτινης. ‘Εως που όμως έφτανε αυτή η δημοτικότητά του το κατάλαβα μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο. Το πρώτο πράγμα που μου είπαν ήταν: Πέθανε ο Μωραϊτίνης! Κι έπειτα όλα τ’ άλλα. Έπειτα η πολιτική, έπειτα η οικονομική κρίση, έπειτα τα γενικά, τα ατομικά, τα μεγάλα ή μικρά ζητήματα».
Και ο Γεώργιος Φτέρης γράφει στο «Βήμα» το 1961: «Γράφοντας « Ο Τίμος» δεν θα χρειαζότανε ασφαλώς να εξηγήσουμε στους αναγνώστες μας, τουλάχιστον της περασμένης γενιάς και στους παληούς Αθηναίους για ποιον Τίμο πρόκειται. Ένας ήταν ο Τίμος. Ο Μωραϊτίνης.»

Ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μέλας έγραψε: «Όσοι ενεκρολόγησαν τον αλησμόνητο Τίμο Μωραϊτίνη , σημειώνουν την σοβαρήν έκφρασι της μορφής του στην καθημερινή του εμφάνισι. Όταν τον έβλεπε κανείς χωρίς να ξέρη ποιος είναι ήταν αδύνατο να υποθέση ότι αυτός ο υποβλητικός κύριος ήταν ο άνθρωπος, που επί πενήντα και πλέον χρόνια διεσκέδαζε τους Αθηναίους με τα πνευματώδη γραψίματά του. Στο δρόμο θα τον έπερνε κανείς για πρόεδρο Εφετών μάλλον παρά για ευθυμογράφο. Είναι όμως μονάχα αυτό το χαρακτηριστικό του Τίμου Μωραϊτίνη;».

Παράλληλα ο Δημ . Ψαθάς έγραψε μεταξύ άλλων «Ένα πράγμα που χαιρόταν κανείς στον Τίμο Μωραϊτίνη μόλις τον γνώριζε από κοντά ήταν αυτός ο αέρας της αξιοπρέπειας και της εντιμότητας. Ένα κορμί ίσιο που έλεγες και συμβόλιζε το χαρακτήρα του.»
Και ο Νικ. Σύριος παρατηρεί «… προπαντός ήταν ένας ωραίος και ιδιόρρυθμος τύπος. Ένας εξαιρετικός άνθρωπος.»

 ΠΟΙΗΜΑΤΑ 



ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ

Ένα πρωί ανοίγει η αυλαία,
Με γέλιο, με τραγούδι ή με κλάμα,
Κι αρχίζει η παράσταση.Το δράμα
,Δεν έχει τίτλο ούτε συγγραφέα.
Και ρόλους παίζουμε μεγάλους και σπουδαίους
Πότε τους ήρωες, τους δυστυχείς ή τους μοιραίους
,Πότε ιππότες με τη μάσκα την αστεία,
Πότε το δούλο, τον ελεύθερο, το σκλάβο,
Κι ακούγονται φωνές απ’ την πλατεία:
Μπράβο, Παλιάτσο! Μπράβο!
Το υστερνό το δάκρυ που θα τρέξη,
Θα ‘ναι του έργου η πράξη η τελευταία …
Τώρα θα έρθη άλλος θίασος να παίξη.
Εμείς ετελειώσαμε: ΑΥΛΑΙΑ.
✿    ✿    ✿    ✿


Ο ΑΛΛΟΣ

Κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα με μάθη
Και ας διαβαίνω με τον κόσμο όλο μαζί,
Βαθιά, μεσ’ της ψυχής μου έχω τα βάθη
Τον άλλον που κλεισμένος πάντα ζη.
Με ξέρουν μόνον κάποιες ερημιές,
Εκεί που ανθίζουν τ’ άγρια τα κρίνα,
Του κάμπου τα λουλούδια, οι κυκλαμιές,
Κάποια φτωχά δρομάκια στην Αθήνα.
Κρυφομιλώ με τη μικρή μου καμαρούλα
Και, πού και πού, η σιωπή της μ’ απαντά.
Και τάπαμε πολλές φορές με τη βροχούλα
Στο παραθύρι μου κοντά.
Κανείς δεν ξέρει αυτόν που ‘χω στα βάθη.
Μα ποιος σκοτίσθηκε να μάθει…

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Κωνσταντίνος Λίχνος " Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ"

 

Τα νέα εξαπλώθηκαν σαν αυγουστιάτικη πυρκαγιά και το σούσουρο που προκλήθηκε ήταν πρωτόγνωρο. Στους δρόμους έβλεπες διαρκώς ανθρώπους να διαδίδουν την είδηση ψιθυρίζοντας συνωμοτικά, ενώ παρίσταναν δήθεν τους αδιάφορους. Στους καφενέδες δεν θιγόταν άλλο θέμα πέραν αυτού και οι πάντες ένιωθαν αρμόδιοι να εκφέρουν μια γνώμη. Ο πάπα Ιερόθεος ανέστη εκ νεκρών! Τούτη ήταν η επικρατούσα υπόθεση και υπήρχαν ήδη, τουλάχιστον δυο, καταμετρημένες θεάσεις να την στηρίζουν· μία στο παλιό νεκροταφείο και μία μέσα στο ιερό της εκκλησίας. Περισσότερες αν συνυπολογίσουμε πως μερικοί, αν και δεν είδαν τον ίδιο τον αναστημένο, παρατήρησαν τα ράσα του να ξεπροβάλουν στιγμιαία μπροστά απ' τον πολυέλεο της εκκλησίας.

Οι φήμες οργίαζαν και επηρέαζαν σταδιακά μέχρι και όσους αρχικά παρουσιάστηκαν δύσπιστοι. “Όπου υπάρχει καπνός, δεν μπορεί παρά να υπάρχει και φωτιά”, ψέλλιζαν όσοι δήθεν δεν είχαν κατασταλάξει ακόμη. Κι έτσι, όλο και πιότεροι πείθονταν πως κάτι είχε όντως συμβεί, ενώ οι μαρτυρίες διαρκώς και πλήθαιναν. Κάποιοι υποστήριξαν πως είχαν περάσει χαράματα από το νεκροταφείο και αντίκρισαν το τάφο του παπά ανάστατο, ενώ μέσα στο λυκαυγές και την αυγινή καταχνιά ήσαν σίγουροι πως τους περιτριγύριζε το φάντασμα του. Ένιωθαν μάλιστα τόσο υπερήφανοι καθώς διηγούνταν την ιστορία τους, που έπιανες τον εαυτό σου να παρασύρεται από ενθουσιασμό και να τείνει να τους πιστέψει.

Τι να πρωτοπιστέψεις όμως, εδώ που τα λέμε. Αμέτρητες είχαν εμφανιστεί θεωρίες, μα το πιο αξιοπερίεργο ήταν πως δεν λογαριάζονταν σαν απλές εικασίες. Κάθε αφήγηση, όσο κι αν ήταν παράλογη, στηριζόταν σε εμπειρικά δεδομένα και συγκέντρωνε ακολούθους σεβάσμιους· αξιώνοντας έτσι να ξεφύγει απ΄ του μύθου τα όρια. Αποδείχθηκε μάλιστα, τέτοια η παραισθητική επίδραση των εξιστορήσεων αυτών που μοιάζαν οι άνθρωποι άβουλοι, να τραβιούνται ανήμποροι από μια πετονιά αόρατη· που θηλιά θα κατέληγε για να στραγγαλίσει το νου και να οδηγήσει στην πλήρη απόπτωση της διάνοιας. Το υπερπέραν μας έγνεφε μαυλιστικά και 'μείς ανταποκρινόμασταν στο αινιγματικό κάλεσμά του, ελκόμενοι από μια ροπή ανυπέρβλητη προς το πανάρχαιο και ισχυρότατο ετούτο αφιόνι.

Κάποιοι, δεδηλωμένοι σκεπτικιστές, διατείνονταν ότι επρόκειτο για περίπτωση νεκροφάνειας και πως ο παπάς δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τον μάταιο τούτο κόσμο. Συνιστούσαν μάλιστα, να παραφυλάξει κάποιος στο σπίτι του γιατί πιθανότατα θα κατευθυνόταν εκεί, μόλις ανακτούσε τις δυνάμεις του κι ερχόταν στα συγκαλά του, ο παρ' ὀλίγον νεκρός. Άλλοι, περισσότερο εύπιστοι, υποστήριζαν διακαώς την εκδοχή του γνήσιου θαύματος και μιλούσαν για κανονική νεκρανάσταση, σαν του Λαζάρου. Τεκμηρίωναν, μάλιστα, την υπόθεση αυτή με χειροπιαστές αποδείξεις. Ισχυρίζονταν δηλαδή, πως ο τάφος μοσχοβόλαγε μύρο ενώ στο χώμα τριγύρω είχαν, εν μια νυκτί, φυτρώσει ζουμπούλια και κρίνα. Κι εγώ πάσχιζα να αναχαιτίσω το βουητό των ακατάστατων σκέψεων και να συμφιλιωθώ με το φύσει αδύνατον· καθώς ακόμη και μιαν νεκρανάσταση κατέληγε να είναι θεωρητικά εφικτή.

Κυκλοφορούσε φυσικά και η γελοιωδέστερη των θεωριών, αυτή του βρικολακιάσματος. Η υπόθεσης ήταν, πως ο αποθανών διαβολίστηκε, διέκοψε το μακάριο ύπνο του και άρον άρον σηκώθηκε απ’ το τάφο μαινόμενος. Οι θιασώτες ετούτης της άποψης δεν ήσαν σίγουροι για το πως θα έπρεπε να λογαριαστούν με τον απέθαντο κληρικό. Αν θα έπρεπε δηλαδή, να πλήξουν το φυσικό σώμα του, να ξορκίσουν το ανήσυχο πνεύμα του ή να εξαγνίσουν στην πυρά τα στοιχειωμένα του υπάρχοντα· που φαινόταν να μετακινούνται κατ' ιδίαν βούληση. Καθώς ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους, μάλιστα, ανασηκώναν κάθε τόσο τους ώμους τους κι όλο ανατριχίλα φτύναν στο κόρφο τους· νιώθοντας λες και κάτι ανόσιο κρυφανάσαινε πίσω απ' τον σβέρκο τους. Παρά τον φόβο τους όμως, αποδεικνύονταν εξαιρετικά ενθουσιώδεις μόλις δεχόταν έστω και την ελάχιστη ενθάρρυνση. Ίσως επειδή με την παράσταση τους κατόρθωναν να μεταγγίσουν τον τρόμο και στις καρδιές των ακροατών τους, κατά κύριο λόγο μερικές θεόπληκτες και καθηλωμένες γριές.

Υπήρχαν ασφαλώς και κάποιοι με σύνεση, που αφουγκραζόταν καχύποπτα όλες τις θεωρίες δίχως να πιστεύουνε τίποτα. Πιότερο γούστο είχανε όμως οι χωρατατζήδες, αυτοί ποτέ τους δεν έμπαιναν σε σκέψεις μεγάλες. Τώρα, ως συνήθως πιωμένοι, διασκεδάζαν εις βάρος των μωρόπιστων, ενώ πάσης ευκαιρίας δοθείσης χλευάζαν τον νεωκόρο· τον πρώτο και μόνο μάρτυρα αυτόπτη. Φαντασμένο καντηλανάφτη τον ανέβαζαν, ξεδιάντροπο μπαγαπόντη τον κατέβαζαν και γελούσαν με την ψυχή τους. Το πράμα δεν ήταν για γέλια όμως, τουναντίον η κατάστασης ήταν ιδιαζόντως σοβαρή. Το χωριό όλο ήταν ανάστατο, οι πάντες διατελούσαν σε κατάσταση μέθης κι έφτανες σε σημείο να νιώθεις πως κάπως έπρεπε να τους επαναφέρεις στα λογικά τους, μα σε συγκρατούσε η σκέψη πως δεν θα τ’ αντέξουν. Άμα τους ταράξεις τον ύπνο θα βλέπουν εφιάλτες στον ξύπνιο τους μερικοί από δαύτους. Άμα τους κλονίσεις τις πλάνες, θα μαραθούν σαν λουλούδια που ξεριζώθηκαν άγαρμπα απ΄ το οικείο και οριοθετημένο παρτέρι τους.

*

Σαν μεσημέριασε, ο θεοσεβούμενος συρφετός, με πρωτοπόρες τις μαυροφορούσες γριές, κίνησε κατά το νεκροταφείο. Έπρεπε δίχως αναβολή να διερευνήσουν το ζήτημα και να δουν με τα ίδια τα ματιά τους, οι άπιστοι θωμάδες. Καθώς τραβούσαν το δρόμο, μάζευαν άνθη για να τ' αποθέσουν δίπλα στο μνήμα του παπά και δίχως υπερβολή, το αγιόκλημα στον κήπο του γιατρού έμοιαζε μαδημένο από αποχαλινωμένους καλικάντζαρους. Κι όσο βαδίζαν κατά την αποκάλυψη τόσο εξυμνούσαν το μεγαλείο του θεού και σταυροκοπιόντανε. “Ζωντανή θρησκεία η δική μας. Κάθε μέρα κι απ΄ ένα θάμα γίνεται!”, αναφωνούσαν αλλόφρονες. Μα το πιο παράδοξο από όλα τα θάματα, έβρισκα πως ήταν το να πιστεύει ο κοσμάκης ακόμη στα θαύματα. Ποιος θα τολμούσε όμως, να εναντιωθεί στην ειλικρινή τους προσπάθεια να ανακαλύψουν το τι στ΄ αλήθεια συνέβηκε. Ποιος θα κατέκρινε την τυφλή εμπιστοσύνη που εναποθέταν στο παράλογο, αγνοώντας περιφρονητικά κάθε δισταγμό της διάνοιας; Πλέον η φαντασία τους κάλπαζε, λες και υποδαυλίζονταν από την αφόρητη αυγουστιάτικη ζέστη, ενώ το αδιάλειπτο μουρμουρητό τους ερχόταν να προστεθεί στο μονότονο τιτίβισμα των τζιτζικιών για να προκαλέσει ένα σάλαγο που πλανιόταν παντού σαστίζοντας τις αισθήσεις.

Όταν επέστρεψε στο χωριό η νεκροπομπή, μαζεύτηκε πλήθος γύρω από τις προπορευόμενες γριές και τις κοιτούσε με γουρλωμένα τα μάτια. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχηδόν, “τον είδατε; Σας μίλησε; Έδωσε καμιά παραγγελιά, καμιά ορμήνια;”, μα απαντήσεις δεν δίνονταν. Ο κόσμος αδημονούσε να ακούσει τα νέα μα οι γριές δεν έλεγαν τίποτα, παρά μόνο σταυροκοπιόταν εκστασιασμένες και γνέφαν καταφατικά προς κάθε κατεύθυνση. Είτε δεν είδαν τίποτα, σκέφτηκαν κάποιοι, είτε είδαν κάτι τόσο μυστήριο που δεν μπορούν να το περιγράψουν με λόγια.

Καθώς περνούσε η ώρα, όλο και κάποιος από 'κείνους που είχαν επιθεωρήσει το μνήμα άρχιζε να συνέρχεται απ΄ την παραζάλη και απευθυνόταν στους διπλανούς του τρεμάμενος: ”Τελικά τι είδαμε στ' αλήθεια;”, ρωτούσε ντροπιασμένος που δεν είχε μπορέσει να καταλήξει από μόνος του. “Ποιος ξέρει; Μυστήριο ο θεός, που να τον χωρέσει το λογικό του ανθρώπου”, απαντούσε κάποιος άλλος κοιτάζοντας επικριτικά τον απορημένο για να αποδοκιμάσει τις αμφιβολίες του. Κι όσο δεν αποκαλύπτονταν οι λεπτομέρειες της επίσκεψης των πιστών στον άγιο τάφο, τόσο ο κόσμος φούντωνε από περιέργεια κι ύστερα από λίγο κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει το τι θα έβαζε με το νου του.

Για τους περισσότερους δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη. Το πράγμα μιλούσε από μόνο του και όποιος απλά συλλογάται, συλλογάται σωστά. «Άγιος άνθρωπος ήτανε ο μέχρι πρότινος μακαρίτης. Ολημερίς προσευχόταν και βοηθούσε όσους το είχαν ανάγκη. Αν δεν άξιζε να αναστηθεί αυτός, δεν το αξίζει κανένας!», δήλωνε σύσσωμη η κοινή γνώμη που πλέον είχε αποφανθεί τελεσίδικα πως πρόκειται περί θαύματος. Άγιος άνθρωπος ήτανε πράγματι, μόνο του σφάλμα που αφόρισε τα πανηγύρια ως παγανιστικά και είμαστε το μόνο χωριό στην περιοχή δίχως δικό του παζάρι, αναφώνησαν κάποιοι κακοπροαίρετοι. Από αυτούς που αφιερώνουν την ζωή τους στα βαγγέλια και ξεχνάνε τον άνθρωπο, μου έφυγε και μένα ο λόγος· μα ευθύς ντράπηκα κι αναρωτήθηκα ποιοι είμαστε ‘μείς που θα κρίνουμε ελαφρά τη καρδία τους άλλους. Μπερδεμένο κουβάρι καταλήγουν τα πράματα και σ' αυτή τη ζωή δεν ξέρει κανείς ποιον να μεμφθεί και ποιον να παινέψει. Αναμφίβολα όμως, ο παπά Ιερόθεος ήταν άνθρωπος άγιος και δεξιοτέχνης στο να καλλιεργεί την παθητική προσμονή της μεταθανάτιας ζωής, ώστε να διατηρεί το ποίμνιο πράο· καταπώς οφείλει να πράττει καθένας του θεού απεσταλμένος.

Στα τελευταία του, μπουχτισμένος απ' τις πολλές συναναστροφές, απομονώνονταν στην άγια σκήτη του κι έκανε μέρες ολάκερες να ξεμυτίσει. Παραδομένος στην καθαρτική μοναξιά και την προσευχή την ανώφελη, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Κι αν είχε καμιά υποχρέωση ξεπόρτιζε αξημέρωτα, αποφεύγοντας έτσι τις ενοχλητικές χαιρετούρες. Τα χέρια του είχαν ζαρώσει και γιομίσει με ρόζους, μα ήταν σκληρά σαν κυπαρισσόξυλο κι αφού τον υπάκουαν μέχρι το τέλος τα ζόριζε όσο τον έπαιρνε. Ώρες ολάκερες περνούσε μονάχος στην αποθήκη του, μ’ ένα στενό παραθύρι πάνω από το κεφάλι του που με τα βιας επέτρεπε στο φως να διαχυθεί στο δωμάτιο. Καθισμένος σ’ ένα χαμόσκαμνο, παρέα μ’ ένα εικόνισμα του Αϊ-Γιώργη που ήταν χωμένο σε μια κόγχη στο τοίχο, κρατούσε σφυρί και καλέμι μα ανάθεμα αν ήξερε ακόμη κι ο ίδιος τι σκάλιζε στο μισοσκόταδο. Έτσι πορεύτηκε στο τέλος, ήσυχα και ταπεινά μέχρι που άγιασε κι αναστάτωσε το χωριό μας ολόκληρο.

*

Τ’ απόγεμα κι ενώ καθόμουν στο καφενέ, πετάχτηκε αίφνης ορθός ένας μεγαλόσωμος τύπος και συμπεριφερόταν λες και είχε δεχτεί την θεία επιφοίτηση. Μεταξύ άλλων, πρότεινε να ενημερώσουμε και τις κεφαλές της εκκλησίας γιατί τέτοιο θάμα δεν έπρεπε να παραμείνει αφανέρωτο. Θα ήταν από μεριά μας, μέγιστο σφάλμα να μην εκμεταλλευτούμε την καλή μας την τύχη. "Φανταστείτε τι θα σήμαινε για το χωριό μας άμα ανακηρύξουν τον Ιερόθεο άγιο!", είπε κι ένα θεόσταλτο φως περίχυσε το μελαμψό πρόσωπο του. Οι υπόλοιποι εκ πρώτης ξαφνιάστηκαν από το ενδεχόμενο τούτο, μα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά γύρω τους, έσπευσαν ευθύς να συγκατανεύσουν. Ένας ανομολόγητος φόβος έμοιασε τότε να τους καταλαμβάνει και μολονότι είχαν κατορθώσει να δώσουν εξήγηση σε όσα συνέβαιναν, έδειχναν τελικά να μην έχουν πειστεί ούτε και οι ίδιοι. Μήπως βιάζονταν να χαρούν και να αποκαλέσουν ευλογία αυτό που συνέβη; Μήπως δεν είχε αγιάσει ο αναστημένος τελικά; Μήπως, ανίκανος να αναπαυτεί, σηκώθηκε απ' το τάφο για να εξαπολύσει κατάρες κι ανάθεμα; Το αναρωτηθήκαν αυτό για κάμποση ώρα, μα το μόνο τους πόρισμα ήταν πως είτε άγιος, είτε τρίβολος, ο εκλιπών ιερέας είχε όντως αναστηθεί και κάποιον έπρεπε να συμβουλευτούνε γι' αυτό.

Η απόφαση είχε παρθεί, θα ενημέρωναν την εκκλησία το γρηγορότερο κι αύριο το πρωί θα τελούσαν παρακλητική λιτανεία στο νεκροταφείο. Έπρεπε να προσκαλέσουν, βλέπετε, το πνεύμα του αγίου, ώστε να καταδεχτεί να παρουσιαστεί μπροστά τους και να υπάρχουν πλέον μαρτυρίες αδιάψευστες. Τους πέρασε από το μυαλό να φυλάξουν και σκοπιά διπλά στον τάφο, αλλά δεν βρέθηκε κανείς αθεόφοβος αρκετά ώστε να σταθεί βραδιάτικα δίπλα στο μνήμα του αγίου. Τι είχαν να φοβηθούν όμως, μήτε και εκείνοι το γνώριζαν. Άγιος άνθρωπος ήταν ο μακαρίτης, πράος και ήσυχος, ούτε κουνούπι δεν πείραζε. Όσο ζούσε βέβαια, του σούρναν τα εξ αμάξης γιατί ήταν σχολαστικός και άκαμπτος σε θέματα ηθικής, μα σαν πέθανε δεν τον κακολογούσε κανείς. Μόνο μελανό σημείο στο βίο του, ήταν πως τον ξέκανε η παλιαρρώστια, πράγμα που για μερικούς είναι αδιανόητο να τυχαίνει σε έναν διαλεχτό του θεού. Η άποψη αυτή όμως, πηγάζει από μια προκατάληψη που την κοροϊδεύουνε σήμερα ως και εκείνοι που ουσιαστικά δεν απαλλαχτήκαν ακόμη απ' την ισχνή της επίδρασή.

Το επόμενο πρωινό, σηκώθηκα να ακολουθήσω κι εγώ τα στίφη των ευσεβών που κατευθυνόταν στον πανάγιο τάφο. Ούτε ένα χιλιόμετρο δρόμος δεν ήτανε αλλά μας φάνηκε σωστός γολγοθάς. Πριν το ησυχαστήριο, ήταν ένας χαμόλοφος με αραιοφυτεμένες λεύκες και το θερμό αυγουστιάτικο ανεμοχάδι που τις επισκέπτονταν έκανε τα φύλλα τους να θροούν. Τα κλαδιά τους έγερναν σεβαστικά από την πίεση του αέρα κι ύστερα ανασηκώνονταν ξανά με τόλμη και τίναζαν το φύλλωμα τους για να αποδιώξουν το λιοπύρι που είχε εγκαταλείψει τ' αγέρι επάνω τους. Το γρασίδι σειόταν κι αυτό απ' τον άνεμο και πάσχιζε να ξεκλέψει καμιά πνιχτή ανάσα, ενώ απ’ το τρικύμισμα των αγριόχορτων αναδύονταν τύρφη, οσμές και κάθε λογής ζωύφια. Μέσα στο κάμα, οι φλέβες των φύλλων φουσκώναν όλο λαχτάρα για να τραβήξουνε λίγη υγρασία, σαν τις καρδίες των ανθρώπων που χτυπούσαν σαν μανιασμένες απ' τον πόθο να αντικρίσουν το θάμα.

Οι μπροστάρηδες προχωρούσαν με αργά σερνάμενα βήματα και βλέμμα χαμένο, σαν του περιπλανώμενου που κινείται σε μέρη ανοίκεια κι αφού δεν αναγνωρίζει τίποτα προσπερνάει τα πάντα. Δεν υπήρχε στάλα βιασύνη στους τρόπου τους, είχε κυριαρχήσει σε όλους η καθησυχαστική βεβαιότητα που προανήγγειλε ότι σύντομα το θάμα θα εκδηλωθεί και εμπρός τους. Κάθε δρασκελιά και μιαν υπέρβαση, κάθε ζύγωμα και μια ανατριχίλα. Γέροι, αρρώστοι και κουτσοί βαδίζαν ατάραχα και μοναχά τα σκυλιά που παραξενεμένα τους είχαν πάρει κατόπι γαβγίζανε μιά στο τόσο, για να διαταράξουν την κατανυκτική ησυχία. "Με το θέλημα του θεού θα λυθεί κι αυτό το μυστήριο", σκεφτόταν κι αντλούσαν κουράγιο από εκείνους που συνεχίζαν ακάθεκτοι· μα κανείς δεν νοιαζόταν για τον διπλανό του που βαρυγκωμούσε απ' το ηλιόκαμα και τη ζέστη. Με έπιασε σύγκρυο, μου στένευε τη ψυχή η θέαση του αποχαυνωμένου ετούτου όχλου και ίσως μονάχα επειδή κοντοστάθηκα να παρατήρησα το γέρο που λιγοθυμούσε ξοπίσω μου.

Έτρεξα να τον συνεφέρω, βρέχοντας ελαφρώς το μαντίλι μου κι ακουμπώντας το στο ρυτιδιασμένο του κούτελο. Έτοιμος ήμουν ν' αφήσω το παράπονο μου για τα καλά να ξεδώσει, μα συγκρατήθηκα. Σκέφτηκα να βγάλω φωνή, να καλέσω βοήθεια μα το ένιωσα μάταιο. Που να γνοιαστούνε για τους ζωντανούς αυτοί, όταν ολόγυρα τους περπατούν οι πεθαμένοι; Πως να αφανίσει κανείς το ιερό ετούτο εμπόδιο, ώστε να τους αποσπάσει από την παραίσθηση και να τους στρέψει στα γήινα πράγματα; Ο πατέρας αδέκαστος κριτής, ο γιος συνοδοιπόρος ακούραστος και το Άγιο πνέμα αθέατος φύλακας. Γιατί να γνοιαστείς για τους άλλους ανθρώπους όταν σε καλοδέχεται τέτοια θεία ομήγυρη; Δόξα Σοι τω Θεώ, υπάρχει θεός και δεν είμαστε μόνοι. Δόξα το θεό, είμαστε περαστικοί από αυτή τη ζωή που τυραγνάει τον άνθρωπο. Δόξα το θεό, που σπλαχνίστηκε πάλι τους δούλους τους και τα φέραμε βόλτα και φέτος.

Πήρα τον γέρο και τον έγειρα κάτω από τον ίσκιο μιας μουριάς, ενώ παραμιλούσε καλώντας με άγιο. Στερνή και μοναδική του αποθυμιά, να τον βλογήσω για να μπει στον παράδεισο. Έμεινα μαζί του εκεί, μέχρι που επέστρεψε η θεοπομπή και περνούσαν από μπροστά μας όλοι απογοητευμένοι και ξέπνοοι. Ούτε θάμα, ούτε άγιο, ούτε τάφο ολάνθιστο είδανε. Στα μάτια τους ένα περίσσεμα φόβου, απελπισιάς κι αλαβάστρινο της αμάθειας φάος. Περπάταγαν ράθυμα λες και οδηγούνταν στη κανονικότητα απρόθυμα και επιστρέφαν σε μια άλλη, πιο ήπια και οικία, παραίσθηση· ενώ είχαν ακόμη μια κάποια συναίσθηση του κόσμου τριγύρω τους. Προπαντός αντιλαμβανόταν την μουδιασμένη καχυποψία και τις ιοβόλες ματιές που εξαπέλυαν ο ένας στον άλλο. Σαν τα ερεθισμένα φύλλα της μουριάς, που νιώθαν μέχρι και το πιο ανεπαίσθητο του ανέμου ρίπισμα, αισθανόταν και τούτοι τα γεμάτα ντροπή χαιρέκακα βλέμματα. Σταδιακά όμως, η πίστη τους στο απόκοσμο ανέκαμπτε, αντιπαρέρχονταν την μικρή αυτή αναποδιά και σμίγαν ξανά με το θείο μυστήριο.

Ο γέρος ξεψύχησε στα χέρια μου αθόρυβα κι εγώ λίγο έλειψε να φωνάξω “τετέλεσται”, μπας και το πάρουν είδηση ακόμη και οι θαυματοπλάστες που παρελαύναν εμπρός μου. Σώπασα όμως, ξεράθηκε η γλώσσα μου και παρέμεινα άπραγος να τους κοιτώ μ' απορία. Που να εισακουστείς, πως να αρθρώσεις λόγο νηφάλιο μέσα σε τόση θρησκευτική παραζάλη; Κοιτούσα άναυδος τις γυρισμένες τους πλάτες καθώς συνεχίζαν να προχωρούν ως την επόμενη στροφή, ως εκεί που ο δρόμος έπαιρνε να γίνει κατήφορος και τότε χάθηκε για πάντα απ’ τα μάτια μου ετούτο το θλιβερό καραβάνι. Μετά από λίγο, φαινόταν μονάχα ο κονιορτός που είχε ανασηκωθεί και υψωνόταν πάνω απ' τα κεφάλια τους σαν θαμπή άλως· στέφοντάς τους με σταχτή φωτοστέφανο. Έκλεισα τότε τα μάτια του γέρου, σταύρωσα τα χέρια του και κίνησα για να ειδοποιήσω το σόι του. Ποιος ξέρει όμως, μέχρι να φτάσω στο χωριό μπορεί να έχει και τούτος αναστηθεί. Άγιος άνθρωπος φαινόταν και δαύτος.

( Βασισμένο σε αληθινή ιστορία )



Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.