Η Μεγ. Μαντίνεια, ημιορεινό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου |
Οι μελετητές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής συνήθως επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κτίσματα εντυπωσιακά, τα οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως ως χώροι κατοικίας ή άμυνας των πληθυσμών (π.χ. πύργοι, πυργόσπιτα) ή ως χώροι λατρείας (π.χ. εκκλησίες, μοναστήρια) και αγνοούν ταπεινότερα κτίσματα (π.χ. μαντριά, αποθήκες, ξωκλήσια, σταφιδόσπιτα κ.ά.), τα οποία θεωρούνται υποδεέστερα ή μη αντιπροσωπευτικά. Συχνά όμως σε αυτά τα δευτερεύοντα κτίσματα, τα οποία ήταν απαραίτητα στις αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες αφού εξυπηρετούσαν καθημερινές λειτουργικές ανάγκες, διατηρήθηκαν με αυθεντικότητα πανάρχαια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί σε παρόμοια κτίσματα τεχνικές ή κατασκευαστικές συνήθειες ανάλογες με εκείνες αρχαίων ακόμα και προϊστορικών κτισμάτων.
Σε αυτήν την κατηγορία των ταπεινών, αλλά όχι ασήμαντων, κτισμάτων ανήκουν και τα συκόσπιτα της Μαντίνειας, χωριού της Έξω Μάνης. Τα συκόσπιτα αυτά τα ονόμαζαν και συκοκαλύβες ή απλά καλύβες ή και μαντριά, επειδή σε ορισμένα από αυτά το χειμώνα ξεχείμαζαν βοσκοί με τα κοπάδια τους, που κατέβαιναν από τα ορεινά χωριά του Ταϋγέτου: Αλτομιρά, Γαϊτσές, Πηγάδια κλπ.
Η συκοκαλύβα της οικογ. Πατσέα, στη θέση Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι). |
Η καλύβα του Ηρακλή Μανέα στα Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι) |
Η μοναδική κάμαρη του συκόσπιτου ήταν σχεδόν τετράγωνη, διαστάσεων 4x4 μ. περίπου και ύψους ως 3 μ., χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις. Ήταν κτισμένα με λιθοδομή και λασποκονίαμα, το οποίο στα περισσότερα έφευγε πολύ γρήγορα από τις βροχές και τους ανέμους. Η κεραμοσκεπή τους ήταν καλαμωμένη, αλλά δεν είχε ταβάνι ούτε συνδετικό υλικό (λάσπη) για την επικόλληση των κεραμιδιών, τα οποία στήριζαν στη θέση τους πέτρες. Αντίθετα, στις κεραμοσκεπές των κατοικιών υπήρχαν καλάμια, πάνω στα οποία έστρωναν ένα στρώμα λάσπης, όπου κολλούσαν τα κεραμίδια. Επίσης στον κορφιά σφήνωναν συνήθως ένα μπουκαλάκι με αγιασμό.
Το εσωτερικό του συκόσπιτου διαιρείτο σε δύο χαμηλά δώματα με ένα ξύλινο μεσοπάτωμα (πατάρι), στο οποίο ανέβαιναν με μια μικρή ξύλινη σκαλίτσα. Στο πατάρι είτε κοιμόντουσαν είτε μπρούλιαζαν τα σύκα είτε και τα δύο μαζί. Το κάτω δώμα το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη. Το έστρωναν με κορασάνι, ένα μίγμα κεραμιδόσκονης, ασβέστη και χώματος, που το χτυπούσαν με πέτρες για να γίνει συμπαγές και αδιάβροχο. Με κορασάνι έστρωναν και το λιακό των κατοικιών, ακριβώς διότι ήταν αδιάβροχο και δεν έσταζε.
Η καλύβα της γριας δασκάλας στην Παλιόχωρα Αβίας, με χτισμένο το φρατζάτο. |
«Εγώ, όταν μεγάλωσα, έστησα δικό μου φρατζάτο, γιατί ήθελα να φουμάρω και κανένα τσιγάρο στα κρυφά!»
Το μαγείρεμα γινόταν σε μια πέτρινη γωνιά, φτιαγμένη πρόχειρα από δύο μεγάλες πέτρες, ανάμεσα στις οποίες έκαιγαν τα ξύλα, ενώ πάνω τους ακουμπούσε η χύτρα. Για κάθισμα χρησιμοποιούσαν κορμούς από συκιές, λαξεμένους στο επάνω μέρος για να γίνουν κάπως επίπεδοι. Το εσωτερικό του συκόσπιτου φωτιζόταν από την πόρτα και από ένα-δυο μικρά παράθυρα. Το βράδυ χρησιμοποιούσαν λαδοφάναρα, λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου ή ασετιλίνης, ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας.
Η καλύβα Ιωάννη Δάκαρη, στα Κουτρουμάνια (Ακρογιάλι). |
Η μετακόμιση από το χωριό στη συκοκαλύβα γινόταν στα μέσα Ιουλίου, συνήθως την επομένη του Άγιο-Λιος, μόλις προβάλανε τα σύκα. Η μετεγκατάσταση ήταν αναγκαία, διότι η απασχόληση με τα σύκα ήταν μακροχρόνια και κοπιαστική. Κρατούσε όχι μόνο την ημέρα αλλά ακόμα και το βράδυ. Ξεδιαλέγανε τα ξερά σύκα και τα μπρουλιάζανε με τη λάμπα, ιδιαίτερα τον Αύγουστο που είχε φούγα, δηλαδή μεγάλη πίεση από δουλειά. Έτσι καθεμιά οικογένεια έπρεπε να μεταφέρει όλα τα απαραίτητα για τη θερινή διαμονή της στο συκόσπιτο: ρούχα, στρωσίδια, κατσαρολικά, βαρέλια για νερό, τα σύνεργα του συκολογίσματος (βούρλα, βελόνες, τάβλες, πούργια, κοφίνια, καλάμια, σακιά, καλαμωτά) και φυσικά τα ζωντανά (αρνιά, γίδες, πουλερικά, υποζύγια, ακόμα και τις γάτες). Η μετακόμιση γινόταν πάντα βράδυ, για να μεταφέρουν εύκολα τις κότες, κοιμισμένες μέσα σε κοφίνια.
Να σημειωθεί εδώ ότι τα βόδια, τα οποία είχαν επίσης οι περισσότερες οικογένειες, φρόντιζαν το καλοκαίρι να τα δανείζουν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου, με αντάλλαγμα συνήθως καρπούς. Π.χ. έπαιρναν 100 οκάδες κούκλα (καλαμπόκι), 15-20 οκάδες φασόλια ή άλλες ποσότητες ανάλογα με τη συμφωνία. Έτσι απαλλάσσονταν από το βάρος της διατροφής τους. Τα βόδια για το ζευγάρισμα ήταν απαραίτητα στο αγροτικό νοικοκυριό. Επειδή το κόστος αγοράς και συντήρησής τους ήταν μεγάλο, πολλοί είχαν μόνο ένα βόδι. Στο ζευγάρισμα συνεταιρίζονταν με κάποιον ζευγολάτη με βόδι. Η «σεμπριά» ήταν αμοιβαία επωφελής καθώς ο ζευγολάτης αναλάμβανε να καματέψει τα λαχίδια του ιδιοκτήτη και σε αντάλλαγμα χρησιμοποιούσε το βόδι για να καματέψει τα δικά του ή και άλλα λαχίδια επ’ αμοιβή. Το χειμώνα τα τάιζαν με ξερά συκόφυλλα που είχαν μαζέψει από το καλοκαίρι. Τους θερινούς μήνες που δεν υπήρχε επαρκής τροφή τα δάνειζαν σε αγρότες του μεσσηνιακού κάμπου, όπως αναφέραμε. Σε άλλα χωριά της περιοχής, π.χ. στον Κάμπο, το καλοκαίρι οδηγούσαν τα βόδια σε ορεινές τοποθεσίες με άφθονο χορτάρι και νερό και τα άφηναν ελεύθερα (Ν. Τσιλιβή, «Στην σκιά του κάστρου της Ζαρνάτας», 2003, σ. 76).
Καθώς όλα τα χέρια ήταν απαραίτητα, από την εποχιακή μετοίκηση δεν εξαιρούνταν ούτε οι ετοιμόγεννες που ξεγεννούσαν στο συκόσπιτο και την άλλη μέρα ξαναγύριζαν στη δουλειά. Από οικογενειακή αφήγηση γνωρίζω πως, το καλοκαίρι του 1945, η γιαγιά μου Αργυρώ Θ. Μπελίτσου κλήθηκε να συνδράμει τη γειτόνισσα Ζωίτσα Μανωλάκου [Λεουτσέα], όταν την έπιασαν οι πόνοι. Την ξεγέννησε μέσα στην συκοκαλύβα της, στα Λίποβα.
Σύκα ασκάδια και ασκαδοσυκιά. Η βασική ποικιλία των ξερών σύκων Καλαμάτας, τα γνωστά κι ως τσαπελόσυκα.
Όλη αυτή η ταλαιπωρία άξιζε τον κόπο, αφού η συκοπαραγωγή άφηνε ένα καλό ετήσιο εισόδημα. Γι’ αυτό πολλοί αντικαθιστούσαν τις ελιές, που αποτελούσαν από παλιά τη βασική καλλιέργεια της περιοχής, με ασκαδοσ’κιές. Είναι χαρακτηριστική η φράση που λέγανε παρηγορητικά, σε όποιον αντιμετώπιζε κάποια οικονομική δυσκολία: «Κουράγιο, φτάσαν τα σύκα!». Πολλοί αγόραζαν βερεσέ από τα μαγαζιά, με την υποχρέωση να ξεχρεώσουν στα σύκα και να σβήσει το τεμπεσίρι. Άλλες χαρακτηριστικές φράσεις των οφειλετών ήταν «στις ελιές» ή «στο κουκούλι», ανάλογα με την παραγωγή από την οποία πρόσμεναν να εισπράξουν εισόδημα.
Να διευκρινίσουμε εδώ πως η συκιά άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στη Μεσσηνία μετά τη σταφιδική κρίση, δηλαδή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και ακολούθησε η γειτονική λακωνική χερσόνησος, στην οποία ως το 1938 ανήκαν διοικητικά οι Μαντίνειες. Το 1911 η Μεσσηνία είχε τις περισσότερες συκιές σε όλη την Πελοπόννησο. Το ξερό σύκο σύντομα εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό εξαγωγικό προϊόν προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αποφέροντας ικανό εισόδημα στους παραγωγούς και όχι μόνο. Στα χρόνια του μεσοπολέμου στην Μεσσηνία δραστηριοποιούνται στην εμπορία, διακίνηση κι εξαγωγή του σύκου πολλοί έμποροι ακόμα και ανώνυμες εταιρίες.
Ξερά σύκα Καλαμών, μπρουλιασμένα σε τσαπέλα. |
Από την πλευρά του κράτους το 1929 ιδρύθηκε το «Γραφείο Προστασίας Ελληνικών Σύκων», με σκοπό την εφαρμογή επιστημονικών μέσων στην παραγωγή ξηρών σύκων και το 1934 ιδρύθηκαν τα πρώτα κρατικά αποστειρωτήρια. Το 1935 ιδρύθηκε η ΣΥΚΙΚΗ: Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Σύκων, Ξηρών Καρπών από ενώσεις και συνεταιρισμούς συκοπαραγωγών της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, η οποία μεταπολεμικά απορρόφησε το «Γραφείο Προστασίας», ίδρυσε κεντρικό απεντομωτήριο στην Καλαμάτα και γενικά προώθησε το προϊόν.
Καλαμάτα, δεκ. '60. Το απεντομωτήριο της Συνεταιριστικής Ένωσης Σύκων "ΣΥΚΙΚΗ". |
Τα σύκα έδιναν λοιπόν ένα καλό εισόδημα, αλλά είχαν και πολύ μεγάλο κόπο. Μέχρι να φθάσει η εποχή της συγκομιδής, έπρεπε να έχουν γίνει ένα σωρό εργασίες, οι οποίες ξεκινούσαν από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Τότε, αφού μάζευαν τα πεσμένα ξερά συκόφυλλα, τα οποία αποθήκευαν για να ταΐζουν τα βόδια το χειμώνα, ξελάκκωναν κι έριχναν φουσκί στα συκόδενδρα. Τον Οκτώβρη τα όργωναν για πρώτη φορά και την άνοιξη γινόταν το δεύτερο όργωμα. Πολλοί έκαναν και τρίτο όργωμα, στα μισά της άνοιξης. Ακολουθούσε το τρίψιμο της ψώρας από τα κλαδιά, γιατί αλλιώς γέμιζε όλο το δένδρο κι ο καρπός. Το τρίψιμο γινόταν με το χέρι, με μια λινάτσα, και είχε μεγάλη κούραση, αφού έπρεπε να περαστεί όλο το δένδρο, κλαρί-κλαρί. Ταυτόχρονα έκοβαν τους μούλους, τα μικρά ασθενικά κλαράκια που φύτρωναν στο δένδρο και αδυνάτιζαν το μελίγκι. Στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου αγριοσυκίζανε για να γίνει το κουνούπισμα (επικονίαση). Δηλαδή κρεμούσαν στα ήμερα δένδρα αγριόσυκα (ορνούς) περασμένα σε βούρλα, ώστε να γίνει η γονιμοποίηση από ένα μικροσκοπικό έντομο την ψήνα (σαν μυγάκι), που πετούσε από τα αγριόσυκα (αρσενικά) στα ήμερα (θηλυκά) σύκα. Αυτό έπρεπε να επαναλαμβάνεται κάθε βδομάδα, για τρεις ή τέσσερις φορές σε όλες τις συκιές και ήταν από τις πιο κουραστικές δουλειές. Όταν οι αγριοσυκιές οψιμίζανε, αναγκάζονταν να αγοράζουν αγριόσυκα από άλλες περιοχές (π.χ. από τους Δολούς), για να μη χαθεί η παραγωγή.
Το κουνούπισμα (επικονίαση) από τα αγριόσυκα (ορνούς) με το έντομο ψήνα.
Παράλληλα έπρεπε να ετοιμάσουν τα απαραίτητα σύνεργα. Δηλαδή να αγοράσουν τα ειδικά χοντρά βούρλα για το μπρούλιασμα, διότι τα βούρλα που υπήρχαν στους κοντινούς βάλτους, κυρίως του Αλμυρού, ήταν λεπτά και δεν έκαναν γι’ αυτή τη δουλειά. Τα χρησιμοποιούσαν μόνο στο αγριοσύκισμα και στην κατασκευή των κοφινέλων ψαρέματος. Έπρεπε να φτιάξουν τα καλαμωτά, στα οποία λιάζανε τα σύκα. Για το σκοπό αυτό έβαζαν καλαμιές στα ρέματα ή στους βάλτους. Τα καλαμωτά είχαν διαστάσεις 0,80x2 μ. περίπου και ήταν χωρισμένα σε 3 ή 4 διαζώματα, τα διαζούγια, από εγκάρσια χοντρά ξύλα, ενδιάμεσα και δύο στις άκρες. Παλιά για να φτιάξουν το καλαμωτό, έδεναν τα καλάμια με μουρόφλουδες. Τα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούσαν λεπτό σύρμα ή λουρίδες από λαμαρίνα και καρφάκια. Τα καλαμωτά της οικογένειας έπρεπε να είναι ομοιόμορφα, γιατί όταν περίμεναν βροχή, τα στοίβαζαν γεμάτα σύκα το ένα πάνω στ’ άλλο και τα σκέπαζαν. Έπρεπε τότε τα εγκάρσια ξύλα να ακουμπούν μεταξύ τους, για να μη πιέζουν και καταστρέφουν τα σύκα.
Άπλωμα σύκων στα καλαμωτά προς αποξήρανση |
Κούκκινος 1945 και 1948. Δυο φωτογραφίες στο αλώνι του παππού μου Τηλέμαχου Δικαιάκου, με φόντο τα καλαμωτά. Συχνά τα αλώνια χρησιμεύαν κι ως απλώστρες για τα σύκα. |
Επίσης, έπρεπε να πλέξουν τα πούργια, μεγάλα ψηλά κοφίνια με τα οποία κουβαλούσαν τα σύκα απ’ το χωράφι στην απλώστρα. Τα πούργια τα πλέκανε με λυγιές και καλάμια. Καλάμια βάζανε στο τοίχωμα, ενώ με λυγιά, που είναι πιο σκληρή και ανθεκτική, φτιάχνανε τον πάτο, τον χείλο και μερικά ζωνάρια στο τοίχωμα για να το ενισχύσουν. Επίσης έφτιαχναν κοφίνια και πλατύγυρα καπέλα για τον ήλιο. Τα τελευταία τα έπλεκαν με ράπες, δηλαδή σιτοκάλαμα μαλακωμένα στο νερό. Τέλος, απαραίτητα εξαρτήματα ήταν οι τάβλες και οι βελόνες για το μπρούλιασμα. Τις τάβλες τις έφτιαχναν από ένα σκληρό ξύλο, που το έκοβαν σε σχήμα ελλειψοειδές, διαστάσεων 20x30 εκ. περίπου. Την τάβλα την έδεναν στη μέση τους, στην κοιλιά, και επάνω στήριζαν τη βελόνα σε μια υποδοχή για να μη τους τρυπάει. Τις βελόνες του μπρουλιάσματος τις αγόραζαν απ’ την Καλαμάτα. Ήταν δύο τύπων, οι μικρές, μήκους 25-30 εκ. για τα τσαπελάκια κι οι μεγάλες, μήκους 40 εκ. περίπου για τις τσαπέλες.
Τα πούργια για τη μεταφορά των σύκων.
Στις 15-20 Ιουλίου προβάλανε τα πρώτα σύκα, συνήθως στην περιοχή Ντολιανά (Δολιανά), στην οποία ευνοείτο η πρώιμη ωρίμανση. Ακολουθούσαν οι άλλες περιοχές, με τελευταία συνήθως την περιοχή Κόκα, όπου οψιμίζανε. Όταν φυσούσε μαΐστρος, συντόμευε η ωρίμανση. Το πρώτο σύκο, σύμφωνα με την παράδοση, το εύρισκε πάντα ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-Ντίνος Καραμπίνης. Γύριζε και ερευνούσε καθημερινά τις συκιές, ώσπου να το ανακαλύψει. Μετά το περιέφερε στα καφενεία του χωριού και το επεδείκνυε θριαμβευτικά, σκορπίζοντας το χαμόγελο στους αγωνιούντες Μαντιναίους, αρκετοί από τους οποίους πρόσμεναν τα σύκα για να ξεχρεώσουν τα βερεσέδια τους.
Συκοκαλύβες που μετατράπηκαν σε μόνιμες κατοικίες, στον έρημο σήμερα οικισμό Κόκα, του Νικολή Παπαδέα (Ντρένιου) και του Θεόδωρου Αβράμη.
Στις αρχές Αυγούστου γινόταν το πρώτο τίναγμα. Τα σύκα τα τίναζαν ένα-ένα με ένα δίμυτο καλάμι, πολύ προσεκτικά, για να μη τα τραυματίσουν. Τίναζαν τα ασκάδια, δηλαδή τα κάπως σουρωμένα και όχι τα φρέσκα, τα πρίσκουλα, τα οποία τα μάζευαν χωριστά και τα έδιναν σε άλλον έμπορο. Τα τιναγμένα σύκα τα έβαζαν στα πούργια και τα μετέφεραν με τα ζώα στην απλώστρα. Εκεί ξεδιάλεγαν τα άσπρα, δηλαδή τα σχεδόν ξερά, από τα πράσινα και τα άπλωναν στα καλαμωτά για να λιαστούν. Τα σύκα έμεναν στην απλώστρα δυο-τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα τα άσπρα τα μάζευαν, ενώ τα πράσινα τα γύριζαν για να λιαστούν κι από την άλλη μεριά τους. Το σύκο έπρεπε να λιαστεί καλά και να φύγει όλη η υγρασία, γιατί αλλιώς ξίνιζε. Οι έμποροι πρόσεχαν πολύ αυτή τη λεπτομέρεια και τα ανήλιαστα τα γύριζαν πίσω. Αυτή την περίοδο παραμόνευε ο κίνδυνος από μια μπόρα να χαθεί όλη η παραγωγή. Γι’ αυτό με το παραμικρό συννέφιασμα έσπευδαν να στοιβάξουν τα καλαμωτά και να τα σκεπάσουν με λινάτσες, για να μη βραχούν.
Κάθε βράδυ ξεδιάλεγαν από τα καλαμωτά τα ξερά σύκα και τα συγκέντρωναν στο πατάρι του συκόσπιτου για μπρούλιασμα. Το μπρούλιασμα γινόταν με τη βοήθεια μιας μακριάς βελόνας, που τη στήριζαν σε μια τάβλα δεμένη στην κοιλιά τους. Στη βελόνα έδεναν ένα βούρλο και περνούσαν σύκα φτιάχνοντας τις λεγόμενες τσαπέλες ή τα τσαπελάκια, που περιείχαν συγκεκριμένο αριθμό ξερών σύκων, ανάλογα με την παραγγελία του εμπόρου: 10, 12, 15, 20 ή 40 σύκα. Οι μεγάλες τσαπέλες, με 40 σύκα, προορίζονταν για τις Η.Π.Α. Τα βούρλα πριν χρησιμοποιηθούν τα άφηναν στο νερό για μια-δυο ώρες. Το μπρούλιασμα ήθελε προσοχή. Τα σύκα έπρεπε να είναι περίπου ομοιόμορφα και τρυπημένα στο κέντρο από την ίδια πλευρά. Έτσι ώστε οι τσαπέλες να είναι όμοιες και ισοβαρείς, αλλιώς ο έμπορος δεν τις δεχόταν. Τις τσαπέλες τις βάζανε σε σακιά, τα οποία κουβαλούσαν με ζώα σε αποθήκες στις κοντινές ακτές. Από κει τις φόρτωναν οι μαούνες και τις μετέφεραν στην Καλαμάτα, απ’ όπου ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Στα μέσα Αυγούστου, κοντά στη γιορτή της Παναγίας, γινόταν το πρώτο μπάρκο κι όλοι βιαζόντουσαν να το προλάβουν. Σε αυτό πουλούσαν το πριμαρόλι, το πρώτο σύκο, το οποίο έπιανε καλύτερη τιμή είτε γιατί θεωρείτο καλύτερης ποιότητας (πιο μεγάλο) είτε γιατί οι έμποροι είχαν κάποιες παραγγελίες να εξυπηρετήσουν.
Καλαμάτα, δεκ. '60. Μαούνες φορτώνουν κιβώτια με ξερά σύκα, για να μεταφερθούν σε πλοίο. |
Πολύ παλιά, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο μοναδικός που είχε αποθήκη στην περιοχή και συγκέντρωνε τα σύκα ήταν ο Γεώργιος Σπανέας στο Αρχοντικό. Το μαγαζί αυτό βρισκόταν στο χώρο του μετέπειτα εξοχικού κέντρου Φραγκούλη. Ο Γεώργιος Σπανέας κατείχε επίσης ένα μεγάλο συκοπερίβολο στη Μικρή Μαντίνεια, γνωστό σαν περιβόλα του Σπανέα, από το οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Περιβόλα. Η περιβόλα αυτή έκανε 10-12.000 οκάδες σύκα το χρόνο!
Αργότερα, την περίοδο του μεσοπολέμου, σύκα συγκέντρωναν στις παραλίες οι εξής:
Κοπάνο: Στέλιος Γεωργουλέας και Σωκράτης Σκιάς.
Παλιόχωρα: Βασίλειος Πουλέας (σε αποθήκη του Σπύρου Γεωργουλέα).
Αρχοντικό: Βασ. Κωνσταντινέας, Βασ. Νικητάκης, Ευθ. Φραγκούλης (για μικρό διάστημα).
Πανίτσα Μικρής Μαντίνειας: Πότης Λιακέας.
Το Δεκαπενταύγουστο όλη η οικογένεια δούλευε εντατικά, αφού τα περισσότερα σύκα ήταν έτοιμα για τίναγμα. Και παράλληλα είχαν αρχίσει να ωριμάζουν και τα σταφύλια, όπως λέει ένα παλιό τοπικό δίστιχο:
Της Άγια-Μαρίνης ρώγα, τ’ Άγιο-Λιος σταφύλι
και τ’ Άγιο-Παντελέημονος, ξεκούτρουλο κοφίνι.
Το δίστιχο, στο οποίο συμπυκνώνεται λαϊκή σοφία και γνώση αιώνων, σίγουρα δημιουργήθηκε με αναφορά στο παλιό ημερολόγιο. Π.χ. στην εορτή του Αγ. Παντελεήμονος (27 Ιουλίου) πρέπει να αντιστοιχίσουμε την 9η Αυγούστου του σημερινού ημερολογίου.
Όταν ωρίμαζαν τα σταφύλια, αφού γέμιζαν τα πούργια με σύκα, πολλές φορές γι’ απανωγόμι έβαζαν σταφύλια. Συγχρόνως υπήρχαν ένα σωρό καθημερινές δουλειές, το μαγείρεμα, το νεροκουβάλημα από τα πηγάδια, το πότισμα των ζώων κλπ. Ειδικά η τροφοδοσία του νερού ήταν πολύ κουραστική, αφού έπρεπε καθημερινά να πηγαίνουν με τα ζώα στα όχι πάντα κοντινά πηγάδια, για να γεμίσουν δυο-τρία εικοσάλιτρα βαρέλια, με τα οποία έβγαζαν όλο το εικοσιτετράωρο. Πρόβλημα νερού υπήρχε και στο Χωριό (Μεγ. Μαντίνεια), το οποίο υδρευόταν από μια κεντρική βρύση. Αντίθετα στους παράλιους οικισμούς (Παλιόχωρα, Κούκκινος, Αρχοντικό, Κοπάνο) υπήρχαν πολλά πηγάδια, ιδιωτικά και δημόσια. Έτσι μες το κατακαλόκαιρο ήταν πάντα διψασμένοι. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που αναγκάζονταν να πίνουν νερό μαζί με τους ζόλους, μέσα από τα σκαφίδια όπου πότιζαν τα ζώα, ανακατεμένο με κακαράτζα. Πάντως ξέκλεβαν λίγο χρόνο για να κόψουν με το κασάρι λίγα φραγκόσυκα, ενώ τα παιδιά καψάλιζαν φύλλα φραγκοσυκιάς ώσπου να καούν τα αγκάθια, τα σκίζανε και φτιάχνανε βαρκάκια που τα έριχναν στις σγούρνες.
Το μπουγέλο, η βίκα και η βαρέλα ήταν απαραίτητα για την άντληση και μεταφορά του νερού. |
Πηγάδια με αντένα για την άντληση νερού στις θέσεις Πατσούρου (άνω) και Σάνταβα (κάτω, φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος). |
Στις αρχές του Σεπτέμβρη, όταν η δουλειά ξελάσκαρε λίγο, άρχιζαν να μαζεύουν τα απόσ’κα, δηλαδή τα κακής ποιότητας μικροσκοπικά σύκα, τα οποία είτε έβγαιναν σε μούλους, είτε ήταν χτυπημένα, είτε τα μάζευαν στο χαμολόι. Τα απόσυκα τα προόριζαν για ζωοτροφή, κυρίως για τις γίδες, ή τα έδιναν για οινόπνευμα, το συκονόπνευμα. Επίσης μάζευαν και τα φαγουλάρικα, τα οποία έτρωγαν στο σπίτι ή τα αποθήκευαν για ζωοτροφή.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη, την παραμονή του Σταυρού, φρόντιζαν να έχει τελειώσει το συκομάζεμα και αφού συμμάζευαν τα ζώα και τα πράγματά τους, επέστρεφαν στο Χωριό, στην μόνιμη κατοικία τους. Εκτός αν η τιμή των σύκων ήταν πολύ χαμηλή, οπότε καθυστερούσαν λίγες μέρες για να τα πουλήσουν ακριβότερα.
Αυτή ήταν η ιστορία των σύκων στις Μαντίνειες. Μετά την κατοχή τα σύκα έμειναν απούλητα, η τιμή τους έπεσε κατακόρυφα και πολλοί Μαντιναίοι άρχισαν σιγά-σιγά να βάζουν ελιές αντί για συκιές, με αποτέλεσμα σήμερα να μην υπάρχει στην περιοχή κανείς συκοπαραγωγός. Τα περισσότερα συκόσπιτα έμειναν σε αχρηστία. Μερικά από αυτά, που ήταν πιο κοντά στα παράλια του Μεσσηνιακού, χρησίμεψαν σαν μόνιμες κατοικίες όσων μετακινήθηκαν από τις Μαντίνειες προς τις ακτές μετά τον πόλεμο. Τα περισσότερα γκρέμισαν από τον σεισμό του 1944 και απόμειναν χαλάσματα. Πολλών οι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες κατασκευές (αρμάκια, μάντρες, αποθήκες, λότζες). Άλλα χορτάριασαν και χάθηκαν. Τα λιγοστά που έχουν διατηρηθεί σε κάπως καλή κατάσταση, απόμειναν βουβοί μάρτυρες για να θυμίζουν την παλιά εποχή της συκοπαραγωγής, η οποία κράτησε περίπου εκατό χρόνια στις Μαντίνειες.
Θοδωρής Μπελίτσος, Αύγουστος 2021.
*Πρώτη δημοσίευση με τίτλο: «Τα μαντιναίικα συκόσπιτα»,«Ιθώμη» Καλαμάτας, 39-40 (Δεκέμβριος 1996), σελ. 131-140 και Θ. Μπελίτσος «Εν Αβία» 2016, σελ. 171-175.
Προέλευση φωτογραφιών:
*Πούργι, βίκα, νεροβάρελο, μπουγέλο: ‘https://www.messiniandiet.gr/pourgia’.
*Πούργι: ‘https://www.loganikos.gr/village/istories-tou-xoriou/2015-11-04-10-37-31.html’.
*Άπλωμα σύκων στα καλαμωτά: ‘http://lyrasi.blogspot.com/2012/09/blog-post_13.html’.
*Ορνοί, επικονίαση: ‘https://www.marko.gr/h-epikoniash-ton-anueon-ths-sykias/’.
*Μαούνες: Αν. Μηλίτση-Νίκα, Στ. Βερράρου, "Η Καλαμάτα μέσα από το φακό του Χρ. Αλειφέρη 1937-1974", εκδ. ΓΑΚ Μεσσηνίας.
https://belitsosquarks.blogspot.com/