ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ ( 22 Μαΐου 1894 - 28 Σεπτεμβρίου 1988)

 

Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. 
Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. 
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης και Ελλη Αλεξίου, 1941

Εργογραφία

Ι.Πεζογραφία
• Σκληροί αγώνες για μια μικρή ζωή. Αθήνα, 1931.
• Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. Αθήνα, 1934.
• Άνθρωποι. Αθήνα, 1938.
• Υπολείμματα επαγγέλματος. Αθήνα, 1938.
• Λούμπεν. Αθήνα, 1944.
• Παραπόταμοι. Βουκουρέστι, 1956.
• Με τη Λύρα. Βουκουρέστι, 1959.
• Αναχωρήσεις και μεταλλαγές. Βουκουρέστι, 1962.
• Μυστήρια. Βουκουρέστι, 1962.
• Προσοχή συνάνθρωποι. Βουκουρέστι, 1962.
• Σπονδή. Αθήνα, 1964.
• Και ούτω καθεξής. Βουκουρέστι, 1965.
• Δεσπόζουσα. Αθήνα, 1972.
• Και υπέρ των ζώντων. Αθήνα, 1972.
• Κατερειπωμένα αρχοντικά. Αθήνα, 1977.
ΙΙ.Παιδική λογοτεχνία
• Ο Χοντρούλης και η Πηδηχτή. Αθήνα, 1939.
• Ήθελε να τη λένε κυρία. Βουκουρέστι, 1956.
• Το πρώτο μου λεξικό. Αθήνα, 1964.
• Ρωτώ και μαθαίνω. Αθήνα, 1975.
• Τραγουδώ και χορεύω· Παιδικά ποιήματα και τραγούδια μελοποιημένα από τη Μαρίκα Βελ. Φρέρη· Εικονογράφηση Γεράσιμου Γρηγόρη. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Μια μέρα στο Γυμνάσιο. Αθήνα, 1973.
• Έτσι κάηκε το δάσος· Μόνο από αγάπη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986.
ΙV. Βιογραφία
• Για να γίνει Μεγάλος (του Νίκου Καζαντζάκη). Αθήνα, 1966.
V. Εκπαιδευτικά βιβλία
• Βοηθός νηπιαγωγού. Βουκουρέστι, 1952.
VI. Ανθολογίες - Αφιερώματα
• Ανθολογία αντιστασιακής ποίησης. (σε συνεργασία με τη Φούλα Χατζηδάκη)
• Για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά . (σε συνεργασία με τον Τάκη Αδάμο)
• Αντιστασιακή Πεζογραφία. Βερολίνο, 1965.
• Ταράς Σεφτσένκο. Αθήνα, 1964.
• Υπό Εχεμύθειαν· Συλλογή ανεκδότων από τη ζωή λογοτεχνών, καλλιτεχνών και πολιτικών. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1976.
VII. Μεταφράσεις
• Μαξίμ Γκόρκυ, Αναμνήσεις για τον Τολστόη, Αντρέεφ και Τσέχωφ. Αθήνα, Νεοελληνικά Γράμματα, 1937-1938.
• Μωρίς Τορέζ, Παιδί του λαού. Ντεζ, 1954.
• Γιώργη Αμάντο, Η ζωή του Κάρλο Πρέστες. Ντεζ, 1956.
• Μπίλλυ Λάτσις, Η θύελλα. Ρουμανία, 1954-1956.
• Νόσοφ, Βήτια Μαλέεφ. Ρουμανία, 1956.
• Αναμνήσεις για τον Λένιν. Βουκουρέστι, 1957.
• Ζαν Πωλ Σαρτρ, Αποστρατικοποίηση του εκπολιτισμού και Συζήτηση για την παιδική ηλικία του Ιβάν. Αθήνα, Καινούρια Εποχή, 1964.
• Για τον Μάο Τσε Τουνγκ. Αθήνα, 1964.
• Η Μαοϊκή σκέψη, όπλο ακατανίκητο. Αθήνα, 1972.
• Ο Τσε Γκουεβάρα και ο Μαρξισμός. Αθήνα, 1973.
VΙΙΙ. Μελέτες - Επιμέλεια εκδόσεων
• Ψυχολογία παιδός και Παιδαγωγική · εισαγωγή στην ιστορία της παιδαγωγικής. Αθήνα, 1969.
• Για τον Καζαντζάκη (σε συνεργασία με τον Εμμ. Στεφανάκη). Αθήνα, 1977. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Φωσκαρίνης Θ., « » (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφιέρωμα, σ.294-296. Αθήνα, Καστανιώτης, 1979.

 Ομάδα λογοτεχνών του ΕΑΜ Γιάννης Χατζίνης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Σωτήρης Σκίπης, Έλλη Αλεξίου, Γιώργος Βαλέτας (από αριστερά). Σεπτέμβριος 1941.Πηγή φωτογραφίας εδώ



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 


Η λεμονιά του Θεού - Από το βιβλίο «Λούμπεν»

«- Η μητέρα μου πάλι “λεγε αλλιώς. Οι ανθρώποι, λέει, μόλις γεννηθούνε άντρες και γυναίκες, ζούνε πάνω στη λεμονιά του Θεού. Γίνονται ανθοί της λεμονιάς. Μα άλλους ανθούς τους κρατάει η λεμονιά και τους δένει, κι άλλους τους πετάει… Η θειά Λένη αναστέναξε: – Γιατί τους ρίχνει τους μισούς; Γιατί δεν τους κρατάει όλους τους ανθούς της; Τη ρωτάμε΄απόκριση δε δίνει…Μόλις κρατηθεί ο ανθός, αρχίζει να δένει. Να φουσκώνει. Να μεγαλώνει…Μα δεν περνάει ποτές από του κηπουρού το μυαλό, που φύτεψε τη λεμονιά, πώς ένας άντρας μπορεί να ζήσει δίχως γυναίκα, η μια γυναίκα δίχως άντρα. Ευτύς από την αρχή ελογάριασε κι είπε, πως το κάθε λεμόνι κρύβει ένα ταιριαστό ζευγάρι. Ένα ευλογημένο αντρόγυνο. Να ζήσουνε μαζί – μαζί. Να σογεράσουνε. Να γεννοβολήσουνε. Να κάμουνε καινούργιες λεμονιές…Μα οι άνθρωποι δεν έχουνε νου. Μόλις καμωθεί το λεμόνι, παίρνουν το μαχαίρι και το κόβουν στα δυο! Χωρίζουν τα ταιριασμένα ζευγάρια! Γεμίζει χάμω η λεμονιά. Γεμίζει ο κόσμος όλος από μοιρασμένα λεμόνια, που ψάχνουνε μ’ορθάνοιχτα τα μάτια τους, που αγωνίζουνται μέσα στην ανακατωσούρα ν’ανακαλύψουνε τα ταιρια τους!…Δεν είναι εύκολο! Μα και δεν απελπίζουνται…Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα. Γιατί ξέρουνε στα σίγουρα, πως κει μέσα βρίσκεται το ταίρι τους. Καμία φορά, παραζαλισμένα από το ψάξιμο, ξεγελιούνται. Θαρρούνε πως το πέτυχαν! Βλέπουν πως το μπόι τους έρχεται ανάλογο΄πως το χρώμα δεν παραλλάσσει και βαριεστημένοι από την τόση κούραση, τ’αρπάζουν και το κάνουν ταίρι τους. Μα τι να κάμει το μπόι; Τι να σου κάμει το χρώμα; Αφού οι καρδιές δε μοιάζουν; Αφού τα σκελίδια δε συμφώνει ; Αφού οι ψυχές δεν συνταιριάζουν; Έπρεπε πρώτα να κοιτάξουν να δουν σοφυλλιάζουνται τα μέσα; Ύστερα να κοιτάξουν τα έξω. Μα είμαστε λιγόμυαλοι. Ξετάζουμε τις φιγούρες. Δυστυχισμένε άνθρωποι, με τις φλούδες θα φτιάξεις σπίτι; Με τις φλούδες θα περάσεις τη ζήση σου ή με την καρδιά;» 
Μάρκος Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Έλλη Αλεξίου. 1927.Πηγή φωτογραφίας εδώ 


Η Βαγγελίτσα  - από το βιβλίο  Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή.

Η Βαγγελίτσα, ένα ορφανό κοριτσάκι, δυσκίνητο, δειλό και περιορισμένων δυνατοτήτων, είναι παραμερισμένη από τους συμμαθητές της, που άλλοτε την κοροϊδεύουν και άλλοτε τη λυπούνται. Η μόνη που επιμένει να βλέπει τη Βαγγελίτσα ίδια με τα άλλα παιδιά είναι η δασκάλα της, που καταβάλλει συνεχώς προσπάθειες για τη βελτίωση της, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ένα ενδιαφέρον τμήμα του διηγήματος «Η Βαγγελίτσα», από το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή.
πρώτος περίπατος που γίνηκε ήτανε σε μιαν αμμουδερή ακρογιαλιά. Άμα φτιάξανε τα παιδιά φούρνους και ψωμιά στην άμμο, και παίξανε κυνηγητό με τα κύματα, καθίσανε αποσταμένα να φάνε. Μόνο η Βαγγελίτσα καθισμένη μακριά από τις άλλες, κατάντικρυ στον ήλιο, που βασίλευε και της χρύσιζε τα ολόξανθα μαλλιά (είχανε φουντώσει με τον αέρα και της σκέπαζαν το πρόσωπο), έτρωγε το ψωμί και τις σταφίδες που είχε χυμένες στην ποδιά της.

— Γιατί είσαι μόνη σου, Βαγγελίτσα, τη ρώτησε η δασκάλα της, και δεν πας με καμιά παρέα;

— Δε με θέλουνε, γιατί δεν ξέρω να παίζω και τους τα χαλνώ.

Αυτό το έλεγε φυσικά, δίχως παράπονο. Το 'ξερε κι εκείνη πως υστερούσε από τις άλλες και το 'χε πάρει απόφαση. Μόνο η δασκάλα δεν εννοούσε να το πάρει απόφαση και να πάψει να τη βασανίζει. Κι έπρεπε αλήθεια να την αφήσει τη Βαγγελίτσα πια ήσυχη, γιατί για το χατίρι της αδικούσε τ' άλλα παιδιά, τα πολλά, γι' αυτήν που ήτανε μια. Πόσες φορές δεν ξόδευε και τη μισή ώρα του μαθήματος για λόγου της!

— Βγάλε, Βαγγελίτσα, πάνω στο θρανίο σου τέσσερα φασόλια!

— Τέσσερα, απαντούσε η Βαγγελίτσα από μέσα της και δίχως να σηκώνει το κεφάλι.

— Πες το δυνατά! Φωναχτά!

Μα η Βαγγελίτσα ακούγοντας τη φωνή της δασκάλας τα 'χανε και ξεχνούσε τι την ρωτούσε.

— Τέσσερα, είπαμε. Μέτρα και βγάλε τα! Ένα, δύο...

Αρχινούσε κι έβγαζε, έβγαζε, ξεπερνώντας τα τέσσερα και μετρώντας μηχανικά.

— Μόνο τέσσερα! Πολλά έβγαλες. Άφησέ τα τώρα αυτά τα τέσσερα κατά μέρος και μέτρησε χώρια άλλα πέντε!

Η Βαγγελίτσα κοίταζε αφηρημένη.

— Όπως μέτρησες τα τέσσερα, τώρα να μετρήσεις πέντε και να τα βάλεις δίπλα στα τέσσερα.

Τα μετρούσε, πέντε σωστά.

— Πόσα ήταν τούτα που πρωτοβγάλαμε; Κι έδειχνε η δασκάλα τα τέσσερα.

Μιλιά.

— Δεν πειράζει. Ξαναμέτρησέ τα και πες μου! Πόσα είναι τούτα; Κι έδειχνε τα πέντε.

Η Βαγγελίτσα κοίταζε πάλι σα χαμένη.

Και δώσ' του η ιστορία αυτή να ξαναρχινά τρεις και τέσσερις φορές, να θυμώνουνε τα παιδιά, και το περισσότερο ο Πυθαγόρας, που συχνά δεν κρατιότανε ως το τέλος, μόνο σηκωνότανε ορθός και λάβαινε μέρος βοηθώντας τη δασκάλα στη διδασκαλία της:

— Μα, βρε Βαγγελίτσα, δεν ξέρεις αν είναι τα τέσσερα πιο πολλά από τα πέντε; Για να σου χαρίζανε καραμέλες; Τέσσερις θέλεις να σου χαρίσουνε ή πέντε;

* * *

Όπου μια μέρα τής γίνηκε της δασκάλας εξαιτίας της Βαγγελίτσας σωστή αποκάλυψη. Και να πώς: Η Βαγγελίτσα καθότανε σ' ένα μικρό, πάντα φρεσκοασπρισμένο σπιτάκι πιο πάνω από το δικό της, που της ήτανε πια οικείο*, γιατί το περνούσε τέσσερις φορές την ημέρα, βρέχει λιάζει*, να πηγαίνει και να γυρίζει από το σκολειό στο σπίτι της.

Είχε και μια αυλίτσα γεμάτη λουλούδια και εκεί αντίκριζε κάθε μέρα, συμπαθητικό, τυλιγμένο στο μαύρο τσεμπέρι*, το πρόσωπο της μητέρας της Βαγγελίτσας. Όπως ήτανε σκυμμένη στο ράψιμο της, με το ανδρικό σακάκι απλωμένο στην ποδιά —φραγκοράφτισσα* ήτανε— ταρασσότανε στο πέρασμα της δασκάλας και μόλις πρόφτανε να περιμαζέψει ψαλίδια και κουβαρίστρες, για να σηκωθεί και ορθή να απαντήσει στο χαιρετισμό της.

— Καλημέρα σου, κυρία δασκάλα! Αν πρόφτανε, έκοβε και κανένα κλαράκι βασιλικό ή βάρσαμο* και της το πρόσφερνε, για να τον έχει να τον μυρίζεται.

Την ημέρα λοιπόν εκείνη της αποκάλυψης δεν καθότανε κανείς στην αυλή. Μόνο ο γάτος κοιμότανε ξαπλωμένος στο κατώφλι. Από μέσα όμως από το σπίτι έβγαινε μια φωνή, ένα παιδιάτικο τραγούδι δυνατό και γεμάτο και τόσο γλυκό, που η δασκάλα ξαφνιάστηκε.

Θες να 'ναι η Βαγγελίτσα; Είπε και έσκυψε το κεφάλι της από την πόρτα να δει ποιος τραγουδεί. Και πραγματικά ήταν εκείνη. Καθισμένη σ' ένα σκαμνάκι στο κλειστό φύλλο της πόρτας τραγουδούσε η Βαγγελίτσα. Δεν μπορούσε η δασκάλα να πιστέψει ούτε τ' αυτιά της ούτε τα μάτια της. Αυτό το περίφημο τραγούδι έβγαινε από το λαρύγγι της Βαγγελίτσας! Και να μην το ξέρει τόσον καιρό! Μα μήπως άνοιγε και ποτέ το στόμα της; Για να πει ένα «ναι» έπρεπε όλη η τάξη να της δίνει κουράγιο.

Από κείνη τη μέρα πήρε η Βαγγελίτσα άλλη θέση ανάμεσα στα παιδιά. Δεν ήτανε πια το χειρότερο παιδί, που δεν έχει καμιά χάρη απάνω του. Από τώρα κι έπειτα ξεπερνούσε κι αυτή τις άλλες σε κάτι. Στο μάθημα της ωδικής προσκαλιότανε πάντα πρώτη να πει τη μουσική φράση που διδασκότανε, και γρήγορα επιβλήθηκε.

— Ποιος θα το τραγουδήσει αυτό πρώτος;

— Η Βαγγελίτσα! Φώναζαν όλα τα παιδιά μαζί.

Εκείνη σηκωνότανε. Στη φυσιογνωμία της χυνόταν ένα φως, άγνωστο ως τότε, και δυνατά, δίχως να διστάζει, άρχιζε και δεν ελάθευε ποτέ. Μα και τι τραγούδι ήταν εκείνο! Σου άγγιζε τα φύλλα της καρδιάς. Και τα παιδιά, που έχουν διαβολεμένο κριτήριο, φώναζαν μόλις τελείωνε:

— Να χαρείτε, κυρία, αφήσετέ την να το πει άλλη μια φορά!




δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ

 

Εγώ, μ'όλες μου τις δυνάμεις,
μισώ αυτή την υποδούλωση που θέλουν να με κάνουν να την τιμώ.
Λυπούμαι τον άνθρωπο που είναι καταδικασμένος σ΄αυτήν, που γενικά δεν μπορεί να γλιτώσει απ'αυτήν, αλλά δεν είναι η τραχύτητα του μόχθου του που με προδιαθέτει ευμενώς απέναντί του,είναι και δεν θα μπορούσε να΄ναι μόνο η σφοδρότητα της διαμαρτυρίας του''

Αντρέ Μπρετόν (19 φεβρουαρίου 1896 - 28 Σεπτεμβρίου 1966) ήταν σημαντικόςΓάλλος λογοτέχνης. Ποιητής και δοκιμιογράφος, είναι ο κυριότερος θεωρητικός του υπερρεαλισμού  και ίσως η σημαντικότερη μορφή του. Είναι ουσιαστικά η προσωποποίηση του λεγόμενου ορθόδοξου υπερρεαλισμού.
Σπούδασε αρχικά ιατρική στο Παρίσι. Το 1924 δημοσίευσε το πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού. Το 1926, μαζί με αρκετούς ομοϊδεάτες του, προσχωρεί στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα, αργότερα όμως διαγράφεται. Αντιπροσωπευτικά έργα της πολυτάραχης αυτής περιόδου είναι το πεζογράφημα Άσκοπα βήματα (1924), το δοκίμιο Ο υπερρεαλισμός και η ζωγραφική (1928), η Νατζά (1928): ιστορία της τυχαίας συνάντησης με μιαν αινιγματική γυναίκα η οποία τον γοητεύει. Το 1931 παντρεύεται τη Ζακλίν Λάμπα που του εμπνέει το Τρελός έρως (1937). Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική διαδίδοντας τον υπερρεαλισμό. Αν και ήρθε συχνά σε ρήξη με πολλούς παλαιούς ομοϊ¬δεάτες του, παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ακαταπόνητος και ασυμβίβαστος οραματιστής της ολικής απελευθερωτικής επανάστασης. Άλλα αντιπροσωπευτικά έργα του: Τα μαγνητικά πεδία (1920), Τα συγκοινωνούντα δοχεία (1932), Αρκάνα 17 (1945), Ποιήματα (1948).http://users.sch.gr/



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 
Πάντα για πρώτη φορά

Πάντα για πρώτη φορά
Μετά βίας σε γνωρίζω εξ όψεως
Επιστρέφεις εκείνη την ώρα της νύχτας σε ένα σπίτι
πλάγια απ' το παράθυρό μου
Σπίτι ολάκερα φανταστικό
Είναι εκεί που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο
Μέσα στο απαράβατο σκοτάδι
Περιμένω να συμβεί μία φορά ακόμα το συναρπαστικό ρήγμα
Το ρήγμα το μοναδικό
Στην πρόσοψη και στην καρδιά μου
Όσο πιο κοντά σου έρχομαι
Στην πραγματικότητα
Όσο περισσότερο το κλειδί τραγουδά στην πόρτα του άγνωστου δωματίου
Όπου μου φανερώνεσαι μονάχη
Στην αρχή ενώνεσαι ακέραιη με τη φωτεινή
Τη φευγαλέα γωνία μιας κουρτίνας
Είναι χωράφι γιασεμιών που ατένισα χαράματα
σε ένα δρόμο στα περίχωρα της Grasse
Με το διαγώνιο ράπισμα των κοριτσιών ενώ συλλέγουν
Πίσω τους τα σκοτεινά να πέφτουνε φτερά των γυμνωμένων φυτών
Μπροστά τους η πλατεία εκτυφλωτικού φωτός
Η αυλαία αόρατα ανεβασμένη
Σ' έναν παροξυσμό τα άνθη συρρέουν όλα μέσα
Είσαι εσύ σε πάλη ενάντια στην ώρα εκείνη την τόσο μακριά ποτέ
αρκετά θολή μέχρι τον ύπνο
Εσύ σαν να μπορούσες να 'σαι
Η ίδια παρά τ' ότι εγώ δε θα σε συναντήσω ίσως
ποτέ
Κάνεις να φαίνεται σα να μην ξέρεις πως σε παρακολουθώ
Με τρόπο θαυμαστό δεν είμαι πλέον σίγουρος ότι το ξέρεις
Η απραξία σου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
Ένα σμήνος ερμηνείες περιβάλλει την κάθε σου χειρονομία
Είναι ετούτο ένα κυνήγι του μελιού
Είναι καρέκλες κουνιστές του καταστρώματος είναι κλαδιά
που κινδυνεύεις να σε γδάρουν μες στο δάσος
Είναι σε μια βιτρίνα της οδού Notre-Dame-de-Lorette
Δυο σταυρωμένες γάμπες όμορφες πιασμένες με ψηλές κάλτσες
Που ξεχειλώνουν στην καρδιά ενός μεγάλου άσπρου τριφυλλιού
Είναι μια μεταξένια σκάλα που ξεδιπλώνεται πάνω από τον κισσό
Είναι
Τι άλλο από την κλίση μου πάνω από τον γκρεμό και από την δική σου απουσία
Βρήκα το μυστικό κλειδί
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά


ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ

Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
μια γυναίκα τόσο ωραία
που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
είναι τόσο ωραία
που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
κατάματα
όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
του αέρος
ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς
Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
γραμμάτων
όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών
για να βρέχει πάντοτε

Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
σμίξουν
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου νια τον έρωτα
του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
θάμνους γιομάτους πέπλους
και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
εκτάσεως
αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων
μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)

ΣΧΟΛΙΟ
Γραμμένο με τον υπερρεαλιστικό τρόπο της αυτόματης γραφής, το κείμενο αυτό απαρτίζεται από ένα σύνολο φράσεων που φαίνονται σαν να έχουν αναδυθεί από το ασύνειδο του ανθρώπου που τις έγραψε, χωρίς να έχουν υποστεί λογική επεξεργασία. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά εικόνων και περιγραφών που διαδέχονται η μία την άλλη συνειρμικά, χωρίς -ή με ελάχιστη- έλλογη σύνδεση μεταξύ τους, με τη βοήθεια, ωστόσο, μιας ομαλής συντακτικής ακολουθίας, η οποία, παρά την αντίθεση που δημιουργεί η λογικότητά της, λειτουργεί ως συνεκτικό τους στοιχείο. Η αντίθεση αυτή είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό της υπερρεαλιστικής γραφής, το οποίο τη διακρίνει από τη φουτουριστική και την ντανταϊστική, που, όταν εφαρμόζουν πιστά τις προγραμματικές τους αρχές, οδηγούνται σε καταστρατήγηση των συντακτικοί κανόνων.
Η προσωδιακή διάταξη του παραπάνω κειμένου σε μιαν ακολουθία μακρών ελευθέρων στίχων είναι το μόνο στοιχείο μιας αισθητικής διάθεσης, η οποία ενισχύεται και από την παρθενικότητα ορισμένων εικόνων (λ.χ. η γυναίκα που περνά ανεπαίσθητους μέσα σε θρόισμα λουλουδιών, ή οι αοιδοί των οποίων η φωνή έχει το χρώμα της άμμου). Η αισθητικότητα των εν λόγο.) εικόνων, στο βαθμό που αυτές είναι αποτέλεσμα της αυτόματης γραφής, είναι προϊόν τύχης. Το σύνολο είναι ένα κείμενο που δεν έχει σκοπό να συγκινήσει με τον συνήθη τρόπο της ποίησης, αλλά να αποκαλύψει με τη βιαιότητα της άλογης νοηματικής ακολουθίας του όψεις της πραγματικότητας, τις οποίες ο έλλογος τρόπος θέασης της δεν μπορούσε να διακρίνει http://users.sch.gr/



Ο Ελεύθερος Γάμος

Η γυναίκα μου με τα μαλλιά της φωτιάς του ξύλου
Με σκέψεις των αστραπών της ζεστασιάς
Με τη μέση της κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη σιλουέτα της ενυδρίδας μέσα στης τίγρης τα δόντια
Η γυναίκα μου με κονκάρδα το στόμα της και με το μπουκέτο
των άστρων του τελευταίου μεγαλείου
Με δόντια αποτυπώματα του λευκού ποντικού πάνω στην άσπρη γη
Mε την κεχριμπαρένια γλώσσα την καθαρισμένη
Η γυναίκα μου με τη γλώσσα της μαχαιρωμένης όστιας
Με τη γλώσσα της κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με τη γλώσσα της πέτρας της απίστευτης
Η γυναίκα μου στα βλέφαρά της κοντύλια των μικρών παιδιών
Στα φρύδια της η άκρη της χελιδονοφωλιάς
Η γυναίκα μου στους κροτάφους της οι σχιστόλιθοι σκεπής θερμοκηπίου
Και με τους αχνούς στα τζάμια
H γυναίκα μου με τους ώμους της σαμπάνιας
Και με σιντριβάνι από κεφάλια δελφινιών που ζουν κάτω απ’ τον πάγο
Η γυναίκα μου με τους καρπούς σαν τα σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα του τυχαίου και του άσσου κούπα
Με τα δάχτυλα του κομμένου χόρτου
Η γυναίκα μου με τις μασχάλες των αλεπούδων της νύχτας του Άη Γιάννη
Με μπράτσα απ’ τον αφρό της θάλασσας και του υδατοφράκτη
Και με το ανακάτωμα του σταριού και του μύλου
Η γυναίκα μου με τις γάμπες σα ρουκέτα
Με κινήσεις ρολογιού κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με κνήμες απ’ το μεδούλι του κουφόξυλου
Η γυναίκα μου με πόδια γράμματα κεφαλαία
Με πόδια αρμαθιά κλειδιά στο πόδια των πιωμένων καλφάδων
Η γυναίκα μου με μαργαριταρένιο κριθάρι στο λαιμό
Η γυναίκα μου με χρυσή κοιλάδα στήθος
Το ραντεβού μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Στα στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινά καλύβια
Η γυναίκα μου με στήθια όρυγμα ρουμπινιών
Με τα στήθια φάντασμα του τριαντάφυλλου κάτω απ’ την τριανταφυλλιά
Η γυναίκα μου με την κοιλιά ξεδίπλωμα της βεντάλιας των ημερών
Με την κοιλιά γαμψό νύχι γιγάντιο
Η γυναίκα μου με την πλάτη του πουλιού που δραπετεύει κάθετα
Με την πλάτη του ζωηρού ασημιού
Με την πλάτη του φωτός
Με σβέρκο από τυλιγμένη πέτρα και βρεγμένη κιμωλία
Και το πέσιμο ενός ποτηριού απ’ όπου μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με τους γοφούς της βάρκας
Με τους γοφούς της γυαλάδας και τις φτερούγες του βέλους
Και από κοτσάνια φτερών του άσπρου παγωνιού
Της ζυγαριάς της άσπλαχνης
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από κεραμικό και από αμίαντο
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από την πλάτη του κύκνου
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια της άνοιξης
Με το σεξ της γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με το σεξ της διευθέτησης και του ορνιθόρρυγχου
Η γυναίκα μου με το σεξ από φύκια και από αρχαίες καραμέλες
Η γυναίκα μου με το σεξ του καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια με δάκρυα γεμάτα
Με τα μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια της σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερό να το πιείς στην φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια δάσος συνέχεια κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια της στάθμης του νερού της στάθμης του αέρα της γης και της φωτιάς


(μετφρ.-σημείωμα: Κώστας Ριτσώνης)



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (28 Σεπτεμβρίου 1893 – 21 Ιανουαρίου 1984)

 

Ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αίγιο και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής.
Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουμερλής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.
 (ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)





ΠΟΙΗΜΑΤΑ 


Στάδιον δόξης 


(συλλογή Εαυτούληδες 1950)




Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα 


οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα , 
κάθε μια της ζωής-μου ήταν κει στραβομάρα, 
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη 
(με καμπούρες κι αλλήθωροι με στραβή άλλα αρίδα). 
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν χαχόλοι 
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ μου φωνάξανε τη Χαλκίδα την είδες 
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις; 
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου όλοι εμείς φασουλήδες, 
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία 
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει. 
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία, 
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία 
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι 
μεταξύ-τους για ρόλους-των κάθε μια-μου αηδία, 
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες), 
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις 
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει 
(αχ, κι η πρόγκα τι δόξα-μου!.,. σ' ουρανούς θα με σύρει) 
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη 
σαν από τεμπεσίρι...



Χορός συρτός


Κάλλιο χορευταράς νά' μουνα πέρι 
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια~ 
θά' σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι, 
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους 
θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα 
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους, 
που θά' ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη, 
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι, 
κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι, 
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε! 
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια, 
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε- 
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και, σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία, 
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα, 
μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία, 
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...



Φαντασία 

Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί 
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη, 
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί 
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει. 

Kαι νάν σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά 
γι άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, 
κι αυτός ο άνεμος τρελλά, τρελλά να μας σκουντά 
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων. 

Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός 
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει 
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός : 
όξ απ τον κύκλο των νερών στα χάη. 

Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί 
πέρ από τόπους και καιρούς έως ότου φως μου 
καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν η κορδέλλα η φανταιζί, 
βγούμε απ την τρικυμία αυτού του κόσμου 



ΧΑΛΚΙΔΑ 
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος 
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη! 
νά μήν ξέρω άν είμαι μέσα στήν ασβόλη 
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε είπα ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, 
ώ Χαλκίδα πόλη (έλεγα) καί φέτος 
ήμουν στ' όνειρό μου είδα Περικλέτος, 
πάλι Περικλέτος ήμουν είδα?

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι 
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, 
Ως θερία, ως δέντρα αναγλυμένοι ως ψάρια 
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου 

κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα, 
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα 
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου. 
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο 
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα: 
ʼχ, νεκρόν στό χώμα νά φωνάζεις είδα 

έναν μου ακόμη πιερότο! . . .


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/