Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος.
Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου.
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης και Ελλη Αλεξίου, 1941 |
Εργογραφία
Ι.Πεζογραφία
• Σκληροί αγώνες για μια μικρή ζωή. Αθήνα, 1931.
• Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. Αθήνα, 1934.
• Άνθρωποι. Αθήνα, 1938.
• Υπολείμματα επαγγέλματος. Αθήνα, 1938.
• Λούμπεν. Αθήνα, 1944.
• Παραπόταμοι. Βουκουρέστι, 1956.
• Με τη Λύρα. Βουκουρέστι, 1959.
• Αναχωρήσεις και μεταλλαγές. Βουκουρέστι, 1962.
• Μυστήρια. Βουκουρέστι, 1962.
• Προσοχή συνάνθρωποι. Βουκουρέστι, 1962.
• Σπονδή. Αθήνα, 1964.
• Και ούτω καθεξής. Βουκουρέστι, 1965.
• Δεσπόζουσα. Αθήνα, 1972.
• Και υπέρ των ζώντων. Αθήνα, 1972.
• Κατερειπωμένα αρχοντικά. Αθήνα, 1977.
ΙΙ.Παιδική λογοτεχνία
• Ο Χοντρούλης και η Πηδηχτή. Αθήνα, 1939.
• Ήθελε να τη λένε κυρία. Βουκουρέστι, 1956.
• Το πρώτο μου λεξικό. Αθήνα, 1964.
• Ρωτώ και μαθαίνω. Αθήνα, 1975.
• Τραγουδώ και χορεύω· Παιδικά ποιήματα και τραγούδια μελοποιημένα από τη Μαρίκα Βελ. Φρέρη· Εικονογράφηση Γεράσιμου Γρηγόρη. Αθήνα, Κέδρος, 1977.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Μια μέρα στο Γυμνάσιο. Αθήνα, 1973.
• Έτσι κάηκε το δάσος· Μόνο από αγάπη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986.
ΙV. Βιογραφία
• Για να γίνει Μεγάλος (του Νίκου Καζαντζάκη). Αθήνα, 1966.
V. Εκπαιδευτικά βιβλία
• Βοηθός νηπιαγωγού. Βουκουρέστι, 1952.
VI. Ανθολογίες - Αφιερώματα
• Ανθολογία αντιστασιακής ποίησης. (σε συνεργασία με τη Φούλα Χατζηδάκη)
• Για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά . (σε συνεργασία με τον Τάκη Αδάμο)
• Αντιστασιακή Πεζογραφία. Βερολίνο, 1965.
• Ταράς Σεφτσένκο. Αθήνα, 1964.
• Υπό Εχεμύθειαν· Συλλογή ανεκδότων από τη ζωή λογοτεχνών, καλλιτεχνών και πολιτικών. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1976.
VII. Μεταφράσεις
• Μαξίμ Γκόρκυ, Αναμνήσεις για τον Τολστόη, Αντρέεφ και Τσέχωφ. Αθήνα, Νεοελληνικά Γράμματα, 1937-1938.
• Μωρίς Τορέζ, Παιδί του λαού. Ντεζ, 1954.
• Γιώργη Αμάντο, Η ζωή του Κάρλο Πρέστες. Ντεζ, 1956.
• Μπίλλυ Λάτσις, Η θύελλα. Ρουμανία, 1954-1956.
• Νόσοφ, Βήτια Μαλέεφ. Ρουμανία, 1956.
• Αναμνήσεις για τον Λένιν. Βουκουρέστι, 1957.
• Ζαν Πωλ Σαρτρ, Αποστρατικοποίηση του εκπολιτισμού και Συζήτηση για την παιδική ηλικία του Ιβάν. Αθήνα, Καινούρια Εποχή, 1964.
• Για τον Μάο Τσε Τουνγκ. Αθήνα, 1964.
• Η Μαοϊκή σκέψη, όπλο ακατανίκητο. Αθήνα, 1972.
• Ο Τσε Γκουεβάρα και ο Μαρξισμός. Αθήνα, 1973.
VΙΙΙ. Μελέτες - Επιμέλεια εκδόσεων
• Ψυχολογία παιδός και Παιδαγωγική · εισαγωγή στην ιστορία της παιδαγωγικής. Αθήνα, 1969.
• Για τον Καζαντζάκη (σε συνεργασία με τον Εμμ. Στεφανάκη). Αθήνα, 1977. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Φωσκαρίνης Θ., « » (Έλλης Αλεξίου), Έλλη Αλεξίου · Μικρό αφιέρωμα, σ.294-296. Αθήνα, Καστανιώτης, 1979.
Ομάδα λογοτεχνών του ΕΑΜ Γιάννης Χατζίνης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Σωτήρης Σκίπης, Έλλη Αλεξίου, Γιώργος Βαλέτας (από αριστερά). Σεπτέμβριος 1941.Πηγή φωτογραφίας εδώ |
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Η λεμονιά του Θεού - Από το βιβλίο «Λούμπεν»
«- Η μητέρα μου πάλι “λεγε αλλιώς. Οι ανθρώποι, λέει, μόλις γεννηθούνε άντρες και γυναίκες, ζούνε πάνω στη λεμονιά του Θεού. Γίνονται ανθοί της λεμονιάς. Μα άλλους ανθούς τους κρατάει η λεμονιά και τους δένει, κι άλλους τους πετάει… Η θειά Λένη αναστέναξε: – Γιατί τους ρίχνει τους μισούς; Γιατί δεν τους κρατάει όλους τους ανθούς της; Τη ρωτάμε΄απόκριση δε δίνει…Μόλις κρατηθεί ο ανθός, αρχίζει να δένει. Να φουσκώνει. Να μεγαλώνει…Μα δεν περνάει ποτές από του κηπουρού το μυαλό, που φύτεψε τη λεμονιά, πώς ένας άντρας μπορεί να ζήσει δίχως γυναίκα, η μια γυναίκα δίχως άντρα. Ευτύς από την αρχή ελογάριασε κι είπε, πως το κάθε λεμόνι κρύβει ένα ταιριαστό ζευγάρι. Ένα ευλογημένο αντρόγυνο. Να ζήσουνε μαζί – μαζί. Να σογεράσουνε. Να γεννοβολήσουνε. Να κάμουνε καινούργιες λεμονιές…Μα οι άνθρωποι δεν έχουνε νου. Μόλις καμωθεί το λεμόνι, παίρνουν το μαχαίρι και το κόβουν στα δυο! Χωρίζουν τα ταιριασμένα ζευγάρια! Γεμίζει χάμω η λεμονιά. Γεμίζει ο κόσμος όλος από μοιρασμένα λεμόνια, που ψάχνουνε μ’ορθάνοιχτα τα μάτια τους, που αγωνίζουνται μέσα στην ανακατωσούρα ν’ανακαλύψουνε τα ταιρια τους!…Δεν είναι εύκολο! Μα και δεν απελπίζουνται…Αυτό είναι το χειρότερο απ’όλα. Γιατί ξέρουνε στα σίγουρα, πως κει μέσα βρίσκεται το ταίρι τους. Καμία φορά, παραζαλισμένα από το ψάξιμο, ξεγελιούνται. Θαρρούνε πως το πέτυχαν! Βλέπουν πως το μπόι τους έρχεται ανάλογο΄πως το χρώμα δεν παραλλάσσει και βαριεστημένοι από την τόση κούραση, τ’αρπάζουν και το κάνουν ταίρι τους. Μα τι να κάμει το μπόι; Τι να σου κάμει το χρώμα; Αφού οι καρδιές δε μοιάζουν; Αφού τα σκελίδια δε συμφώνει ; Αφού οι ψυχές δεν συνταιριάζουν; Έπρεπε πρώτα να κοιτάξουν να δουν σοφυλλιάζουνται τα μέσα; Ύστερα να κοιτάξουν τα έξω. Μα είμαστε λιγόμυαλοι. Ξετάζουμε τις φιγούρες. Δυστυχισμένε άνθρωποι, με τις φλούδες θα φτιάξεις σπίτι; Με τις φλούδες θα περάσεις τη ζήση σου ή με την καρδιά;»
Μάρκος Αυγέρης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Έλλη Αλεξίου. 1927.Πηγή φωτογραφίας εδώ |
Η Βαγγελίτσα - από το βιβλίο Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή.
Η Βαγγελίτσα, ένα ορφανό κοριτσάκι, δυσκίνητο, δειλό και περιορισμένων δυνατοτήτων, είναι παραμερισμένη από τους συμμαθητές της, που άλλοτε την κοροϊδεύουν και άλλοτε τη λυπούνται. Η μόνη που επιμένει να βλέπει τη Βαγγελίτσα ίδια με τα άλλα παιδιά είναι η δασκάλα της, που καταβάλλει συνεχώς προσπάθειες για τη βελτίωση της, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ένα ενδιαφέρον τμήμα του διηγήματος «Η Βαγγελίτσα», από το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή.
πρώτος περίπατος που γίνηκε ήτανε σε μιαν αμμουδερή ακρογιαλιά. Άμα φτιάξανε τα παιδιά φούρνους και ψωμιά στην άμμο, και παίξανε κυνηγητό με τα κύματα, καθίσανε αποσταμένα να φάνε. Μόνο η Βαγγελίτσα καθισμένη μακριά από τις άλλες, κατάντικρυ στον ήλιο, που βασίλευε και της χρύσιζε τα ολόξανθα μαλλιά (είχανε φουντώσει με τον αέρα και της σκέπαζαν το πρόσωπο), έτρωγε το ψωμί και τις σταφίδες που είχε χυμένες στην ποδιά της.
— Γιατί είσαι μόνη σου, Βαγγελίτσα, τη ρώτησε η δασκάλα της, και δεν πας με καμιά παρέα;
— Δε με θέλουνε, γιατί δεν ξέρω να παίζω και τους τα χαλνώ.
Αυτό το έλεγε φυσικά, δίχως παράπονο. Το 'ξερε κι εκείνη πως υστερούσε από τις άλλες και το 'χε πάρει απόφαση. Μόνο η δασκάλα δεν εννοούσε να το πάρει απόφαση και να πάψει να τη βασανίζει. Κι έπρεπε αλήθεια να την αφήσει τη Βαγγελίτσα πια ήσυχη, γιατί για το χατίρι της αδικούσε τ' άλλα παιδιά, τα πολλά, γι' αυτήν που ήτανε μια. Πόσες φορές δεν ξόδευε και τη μισή ώρα του μαθήματος για λόγου της!
— Βγάλε, Βαγγελίτσα, πάνω στο θρανίο σου τέσσερα φασόλια!
— Τέσσερα, απαντούσε η Βαγγελίτσα από μέσα της και δίχως να σηκώνει το κεφάλι.
— Πες το δυνατά! Φωναχτά!
Μα η Βαγγελίτσα ακούγοντας τη φωνή της δασκάλας τα 'χανε και ξεχνούσε τι την ρωτούσε.
— Τέσσερα, είπαμε. Μέτρα και βγάλε τα! Ένα, δύο...
Αρχινούσε κι έβγαζε, έβγαζε, ξεπερνώντας τα τέσσερα και μετρώντας μηχανικά.
— Μόνο τέσσερα! Πολλά έβγαλες. Άφησέ τα τώρα αυτά τα τέσσερα κατά μέρος και μέτρησε χώρια άλλα πέντε!
Η Βαγγελίτσα κοίταζε αφηρημένη.
— Όπως μέτρησες τα τέσσερα, τώρα να μετρήσεις πέντε και να τα βάλεις δίπλα στα τέσσερα.
Τα μετρούσε, πέντε σωστά.
— Πόσα ήταν τούτα που πρωτοβγάλαμε; Κι έδειχνε η δασκάλα τα τέσσερα.
Μιλιά.
— Δεν πειράζει. Ξαναμέτρησέ τα και πες μου! Πόσα είναι τούτα; Κι έδειχνε τα πέντε.
Η Βαγγελίτσα κοίταζε πάλι σα χαμένη.
Και δώσ' του η ιστορία αυτή να ξαναρχινά τρεις και τέσσερις φορές, να θυμώνουνε τα παιδιά, και το περισσότερο ο Πυθαγόρας, που συχνά δεν κρατιότανε ως το τέλος, μόνο σηκωνότανε ορθός και λάβαινε μέρος βοηθώντας τη δασκάλα στη διδασκαλία της:
— Μα, βρε Βαγγελίτσα, δεν ξέρεις αν είναι τα τέσσερα πιο πολλά από τα πέντε; Για να σου χαρίζανε καραμέλες; Τέσσερις θέλεις να σου χαρίσουνε ή πέντε;
* * *
Όπου μια μέρα τής γίνηκε της δασκάλας εξαιτίας της Βαγγελίτσας σωστή αποκάλυψη. Και να πώς: Η Βαγγελίτσα καθότανε σ' ένα μικρό, πάντα φρεσκοασπρισμένο σπιτάκι πιο πάνω από το δικό της, που της ήτανε πια οικείο*, γιατί το περνούσε τέσσερις φορές την ημέρα, βρέχει λιάζει*, να πηγαίνει και να γυρίζει από το σκολειό στο σπίτι της.
Είχε και μια αυλίτσα γεμάτη λουλούδια και εκεί αντίκριζε κάθε μέρα, συμπαθητικό, τυλιγμένο στο μαύρο τσεμπέρι*, το πρόσωπο της μητέρας της Βαγγελίτσας. Όπως ήτανε σκυμμένη στο ράψιμο της, με το ανδρικό σακάκι απλωμένο στην ποδιά —φραγκοράφτισσα* ήτανε— ταρασσότανε στο πέρασμα της δασκάλας και μόλις πρόφτανε να περιμαζέψει ψαλίδια και κουβαρίστρες, για να σηκωθεί και ορθή να απαντήσει στο χαιρετισμό της.
— Καλημέρα σου, κυρία δασκάλα! Αν πρόφτανε, έκοβε και κανένα κλαράκι βασιλικό ή βάρσαμο* και της το πρόσφερνε, για να τον έχει να τον μυρίζεται.
Την ημέρα λοιπόν εκείνη της αποκάλυψης δεν καθότανε κανείς στην αυλή. Μόνο ο γάτος κοιμότανε ξαπλωμένος στο κατώφλι. Από μέσα όμως από το σπίτι έβγαινε μια φωνή, ένα παιδιάτικο τραγούδι δυνατό και γεμάτο και τόσο γλυκό, που η δασκάλα ξαφνιάστηκε.
Θες να 'ναι η Βαγγελίτσα; Είπε και έσκυψε το κεφάλι της από την πόρτα να δει ποιος τραγουδεί. Και πραγματικά ήταν εκείνη. Καθισμένη σ' ένα σκαμνάκι στο κλειστό φύλλο της πόρτας τραγουδούσε η Βαγγελίτσα. Δεν μπορούσε η δασκάλα να πιστέψει ούτε τ' αυτιά της ούτε τα μάτια της. Αυτό το περίφημο τραγούδι έβγαινε από το λαρύγγι της Βαγγελίτσας! Και να μην το ξέρει τόσον καιρό! Μα μήπως άνοιγε και ποτέ το στόμα της; Για να πει ένα «ναι» έπρεπε όλη η τάξη να της δίνει κουράγιο.
Από κείνη τη μέρα πήρε η Βαγγελίτσα άλλη θέση ανάμεσα στα παιδιά. Δεν ήτανε πια το χειρότερο παιδί, που δεν έχει καμιά χάρη απάνω του. Από τώρα κι έπειτα ξεπερνούσε κι αυτή τις άλλες σε κάτι. Στο μάθημα της ωδικής προσκαλιότανε πάντα πρώτη να πει τη μουσική φράση που διδασκότανε, και γρήγορα επιβλήθηκε.
— Ποιος θα το τραγουδήσει αυτό πρώτος;
— Η Βαγγελίτσα! Φώναζαν όλα τα παιδιά μαζί.
Εκείνη σηκωνότανε. Στη φυσιογνωμία της χυνόταν ένα φως, άγνωστο ως τότε, και δυνατά, δίχως να διστάζει, άρχιζε και δεν ελάθευε ποτέ. Μα και τι τραγούδι ήταν εκείνο! Σου άγγιζε τα φύλλα της καρδιάς. Και τα παιδιά, που έχουν διαβολεμένο κριτήριο, φώναζαν μόλις τελείωνε:
— Να χαρείτε, κυρία, αφήσετέ την να το πει άλλη μια φορά!
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/