Βούλα Δαμιανάκου (1922 - 19 Σεπτεμβρίου 2016)

 

Η Βούλα Δαμιανάκου (1922 - 19 Σεπτεμβρίου 2016) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια.

Γεννήθηκε στη Πάνιτσα Λακωνίας, νυν Μυρσίνη Γυθείου Λακωνίας. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Αντίστασης. Συνεργάστηκε με τον Βασίλη Ρώτα, σύντροφός του από το 1950 έως τον θάνατό του το 1977. Συνέδεσε το όνομά της με την υπόθεση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον οποίο φιλοξένησε διωκόμενο στο πέρασμά του από την Αθήνα.

Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού του Β. Ρώτα Λαϊκός Λόγος (1966-1967), στο οποίο έγραφε με τα ψευδώνυμα Αλκυόνα, Αλκυών, Ειρήνη Πεζοπόρου. Το μεταφραστικό της έργο σχετίστηκε με τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ (μαζί με τον Βασίλη Ρώτα) και τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Πέθανε στην Αθήνα το 2016.

Εργογραφία

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ


(2014) Από το ληστή του νόμου κάλλιο στο ληστή του δρόμου, Επικαιρότητα
(2012) Στη χάρη της την ΑΕΠΙ ανάβουμε ένα κερί, Επικαιρότητα
(2009) Το κακό κρατάει από μεγάλο σπίτι..., Επικαιρότητα
(2009) Το κακό κρατάει από μεγάλο σπίτι..., Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2004) Οφειλή στον ελληνικό πολιτισμό, Επικαιρότητα
(2003) Σαν σε πηδήσει ο Κατής σε ποιον να παραπονεθείς, Επικαιρότητα
(2001) Όταν ο ήλιος της τραγωδίας ανάτειλε, Επικαιρότητα
(2000) Ο Οτσαλάν στο σπίτι μου, Επικαιρότητα
(2000) Υπεύθυνη δήλωση, Επικαιρότητα
(1998) Παροιμίες και ρήτρες από το έργο του Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1997) Μανιάτικα μοιρολόγια, Επικαιρότητα
(1997) Μοιρολόγια μιας Μανιάτισσας, Επικαιρότητα
(1996) Από την Ελλάδα του Αριστοτέλη στην Ευρώπη του Μάαστριχτ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1991) Τιμιότατο να 'σαι Έλληνας, να 'σαι ο Γιάννης Ρίτσος, Επικαιρότητα

Μεταφράσεις

(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Βασιλιάς Ιωάννης, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Η κωμωδία με πλάνες, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ιούλιος Καίσαρας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Κυμβελίνος, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Δ΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Η΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Β΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο έμπορος της Βενετίας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι δύο άρχοντες της Βερόνας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ποιήματα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Σονέτα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Τέλος καλό όλα καλά, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Τίτος Ανδρόνικος, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(1998) Marlowe, Christopher, 1564-1593, Ο Εβραίος της Μάλτας, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Δ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Τέλος καλό όλα καλά, Επικαιρότητα
(1996) Μπήαν, Μπρένταν, Ένας όμηρος, Επικαιρότητα
(1992) Shakespeare, William, 1564-1616, Βασιλιάς Ιωάννης, Επικαιρότητα
(1991) Shakespeare, William, 1564-1616, Κυμβελίνος, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ποιήματα, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Σονέτα, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Η κωμωδία με πλάνες, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ιούλιος Καίσαρας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Η΄, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο έμπορος της Βενετίας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι δύο άρχοντες της Βερόνας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Τίτος Ανδρόνικος, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Επικαιρότητα
(1978) Shakespeare, William, 1564-1616, Τα σονέτα, Ίκαρος
(1977) Shakespeare, William, 1564-1616, Τα ποιήματα, Ίκαρος


https://el.wikipedia.org/



Οικογένεια - Διήγημα της Βούλας Δαμιανάκου

Το φορτηγό που μ' έφερνε απ' τη Θεσσαλία με κατέβασε σ' ένα μεγάλο χωριό έξω απ' την Αθήνα. Από κει έπρεπε να βρω άλλο μέσο για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Ηταν φθινόπωρο του σαραντατέσσερα, η μαύρη κατοχή είχε πάρει τέλος, ο εχτρός είχε διωχτεί απ' την Ελλάδα. Το χωριό είχε όψη πανηγυριώτικη, ήταν γεμάτο αντάρτες και λαό, που ανάσαινε περπατώντας στους δρόμους, σαν να 'χανε όλοι μόλις βγει από φυλακή.

Ήμουν κατάκοπη απ' το πολύ κουραστικό ταξίδι και μισοάρρωστη απ' τις ταλαιπωρίες. Το μέρος μου ήταν ολότελα άγνωστο. Ποτέ δεν είχε πάει εκεί πριν, ούτε είχα ελπίδα να 'βρισκα κανέναν γνωστό. Στεκόμουν στην άκρη στον μεγάλο δρόμο, μπροστά μου είχα αφήσει τη μικρή βαλίτσα μου. Κοίταζα τον συννεφιασμένο ουρανό, που ολοένα σκοτείνιαζε. Πλησίαζε η νύχτα και συλλογιζόμουν πού να ζητούσα καταφύγιο.

Με πλησίασε ένας αντάρτης:

«Ερχόσαστε από μακριά;».
«Ναι, από πολύ μακριά, και δε γνωρίζω κανέναν εδώ...».
«Δε χρειάζεται να γνωρίσεις, έλα να σε πάω στη μάνα μου, να ξεκουραστείς».

Πήγα μαζί του μ' όλη την εμπιστοσύνη που 'χει ποτίσει τους ανθρώπους ο αγώνας της αντίστασης. Δεν περπατήσαμε πολύ και φτάσαμε σ' ένα χαμηλό σπιτάκι, πρόσχαρο, παστρικό και καλόδεχτο, με αυλή γεμάτη λουλούδια, αϊδημητριάτικα και γαζίες. Το σπιτάκι είχε χρώμα χωριάτικο, από κείνα που η όψη τους δείχνει το ίδιο φιλόξενη σαν του χωριάτη νοικοκύρη τους, που το 'χει κανόνα να μοιράζεται το ψωμί του με όποιον του στείλει ο Θεός.

«Ήρθες, γιε μου; Πέρασε μέσα, κόρη μου», μας καλοδέχτηκε με χαϊδευτική, στοργική φωνή μια ηλικιωμένη μαυροφόρα, σκουπίζοντας βιαστικά με μαντίλι με γύρω πένθος τα μάτια της, που φαίνονταν κοκκινισμένα και υγρά από τα κλάματα.

Μπήκαμε σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο με τραπέζι στη μέση. Επάνω σε άσπρο τραπεζομάντιλο ήταν ένας μεγάλος δίσκος με κόλλυβα, ομορφοστολισμένος και πλάι του μια μαύρη κορδέλα, φανερό πως το πένθος ήταν βαρύ και νωπό στο σπίτι. Ομως το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας έδειχνε τόσο πρόθυμο, που δεν άφησε την ιδέα την πένθιμη να μου πλακώσει την καρδιά.

«Εμένα με συχωρείς, έχω υπηρεσία», είπε ο στρατιώτης και γυρίζοντας στη νοικοκυρά είπε, αγκαλιάζοντάς τη:
«Δε θ' αργήσω, μάνα, κοίτα να περιποιηθείς την ξένη μας».

Η μάνα τον πήγε ως την πόρτα και στάθη εκεί παρακολουθώντας τον με το μάτι. Κοίταζα ένα κάδρο με τέσσερες φωτογραφίες, τις δύο από πάνω από τις δύο από κάτω. Το κάδρο είχε επίσης το σημάδι του πένθους, έναν μαύρο φιόγκο.
Κατάλαβα πως τα πρόσωπα σ' αυτό το κάδρο ήταν η αιτία του πένθους. Από κει που καθόμουν τα 'βλεπα καθαρά: Η πρώτη φωτογραφία ήταν ένας νέος άντρας με μουστάκι και χωρίστρα στο πλάι και στολή υπαξιωματικού. Τα τρία σιρίτια στο μανίκι έδειχναν πως θα ήταν επιλοχίας. Η άλλη, κι αυτή με στολή, ένας νεαρός υπολοχαγός, που 'μοιαζε στο πρόσωπο με τον επιλοχία. Η πρώτη από κάτω έδειχνε ένα αγόρι, έφηβον, με ανοιχτό πουκάμισο και μαθητικό πηλήκιο. Η τέταρτη ήταν μια κόρη με σγουρά κοντοκομμένα μαλλιά, που 'μοιαζε πολύ στη μορφή με τη νοικοκυρά του σπιτιού.

Στο μεταξύ αυτή είχε ξαναμπεί, είδε μ' ευγνωμοσύνη τη ματιά μου σταματημένη πάνω στο κάδρο, ήρθε κι έκατσε κοντά μου στον καναπέ, μου 'πιασε με το χέρι της και δείχνοντάς μου τις φωτογραφίες, μου είπε αφού αναστέναξε βαθιά:

«Αυτός από πάνω είναι ο άντρας μου και πλάι του ο πρώτος μου γιος, ο Σταύρος. Ο μικρός είναι ο Λευτέρης μου και το κορίτσι η Μάρω μου. Μα ρώτησέ με» - είπε η γυναίκα σφίγγοντάς μου το χέρι, ενώ τα μάτια της πλημμύρισαν χοντρά δάκρυα - «πού είναι τοι τώρα;. Να, για όλους βράζω κόλλυβα» - συνέχισε σκουπίζοντας τα μάτια της και προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Ε, δεν είχα κι άλλους», αναστέναξε.

Είδε το ερωτηματικό μου βλέμμα και συνέχισε εξηγώντας μου: «Τούτο το παλικάρι, που σ' έφερε; Τούτος δεν είναι γιος μου. Που με λέει μάνα; Μάνα του είμαι και γιος μου είναι, χωρίς να τον έχω γεννήσει. Τούτος είναι τώρα για μένα κι ο κόσμος όλος».

Την εκοίταζα, αυτή συνέχισε κόβοντας τα λόγια της μ' αναστεναγμούς και σφουγγίζοντας τα δάκρυα.

«Είναι και τούτος πεντάρφανος. Οταν γύρισε απ' τους πολέμους δε βρήκε κανέναν από τους δικούς του ζωντανόν. Είναι βλέπεις πολλοί οι νεκροί, κόρη μου, είναι πολλοί οι σκοτωμένοι και μερικοί βρεθήκανε στη μέση στο ποτάμι και τους πήρε όλους. Ο άντρας μου, εκείνος εκεί ο λεβέντης ο μουστακαλής, χάθηκε στον πρώτο πόλεμο, στην έρημη τη Μικρασία. Ο Σταύρος μου, αξιωματικός, στην Αλβανία, "έπεσε μαχόμενος ηρωικά" μου γράψανε όταν μου στείλανε τα χαμπέρια του. Τούτο το αγόρι, ο Λευτέρης μου, μ' όσα κι αν του 'κανα, δε με άκουσε, έφυγε για να φέρει τη λευτεριά. Τώρα κοντά σκοτώθηκε στα Γρεβενά, κυνηγώντας τους Γερμανούς που φεύγανε. Το κορίτσι πέθανε το σαρανταδυό, από την πείνα. Ολα τα 'δωσα, βραχιόλια από χρυσάφι ατόφιο, καλοδουλεμένο, μου τα πήραν οι μαυραγορίτες, μόλις πλήρωσα δυο μερών φαΐ στο νοσοκομείο με δαύτα, μα γλήγορα μου σώθηκαν όλα κι έτσι σώθηκαν κι οι μέρες της Μάρως μου.»

Κάτι ήθελα να της έλεγα, μα δεν έβρισκα λόγια. Αυτή συνέχισε: «Τούτος, τούτος που σ' έφερε δω, τούτος μου 'φερε τη μαύρην είδηση. Πολέμαγαν μαζί, στα χέρια του ξεψύχησε και ξεψυχώντας του 'πε τη σύσταση να 'ρθει να με βρει. Κι ήρθε ο έρμος ο πεντάρφανος και μ' ήβρε την πεντάρφανη, εδώ στο χωριό, στον μεγάλο το δρόμο, όπου είχα βγει και ρώταγα όλους που περνούσαν. Σήκωνα τα χέρια μου και ρώταγα φωναχτά, είχα βραχνιάξει απ' τις φωνές: "Τον Ελευθερίου, τον Λευτέρη, μην τον είδατε";».

Έκλαιγε, την περίμενα να συνεχίσει.

«Και πέφτει στην αγκαλιά μου ετούτος. "Εγώ θα σου πω", μου λέει, "έλα κοντά μου, έρχομαι από το Λευτέρη..." Ήρθαμε αγκαλιασμένοι στο σπίτι, έκατσε δω που κάθεσαι τώρα κι έκλαιγε σα μωρό και δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. Εγώ είχα καταλάβει. Δερνόμουνα και χτυπιόμουνα και φώναζα όλους τους σκοτωμένους και μάλωνα τον Λευτέρη που δε μ' άκουσε παρά πήγε θεληματικά στον πόλεμο, και τούτος, που είναι γιος μου τώρα, φώναζε κι αυτός τη μάνα του και τ' αδέλφια του, τόσο που κι εγώ μέσα απ' το σπαραγμό μου, μέσα απ' τα δάκρυά μου, τον άκουσα και τον κοίταξα κι είδα και τον δικό του τον πόνο, που ως τότε δεν τον είχα προσέξει. Τότε άρχισε να μου λέει κλαίγοντας πως τα 'ξερε όλα από τον Λευτέρη.

"Το ξέρω", μου είπε, "πως είσαι μια έρημη, μαύρη μάνα και δεν έχεις πού να σηκώσεις τα μάτια σου και ποιον να ιδείς. Το ίδιο κι εγώ, μανούλα μου, δεν έχω πού να πάω και πού να σταθώ, δεν έχω κανέναν, ούτε δικούς, ούτε σπίτι, ούτε καν τάφο, να πάω να κλάψω, όλους κι όλα τ' αφάνισαν οι μπόμπες στον Πειραιά. "Αυτά μου 'λεγε και σηκώθηκε να φύγει και κοντοστεκόταν, ώσπου μ' άφησε αποσβολωμένη και βγήκε απ' την πόρτα, κι ανανοήθηκα και το βλέπω πως μου 'φυγε κι αυτός και χύνομαι και τον προφταίνω στην αυλή και τον πιάνω απ' τα ρούχα του: "Πού πας, γιε μου", του λέω, "πού μ' αφήνεις και φεύγεις κι εσύ;" Και τον έφερα μέσα και τον έκανα γιο μου και μ' έκανε μάνα του».

Εσφούγγισε τα μάτια της και παρηγορημένη κάπως συνέχισε:

«Πόλεμος, κόρη μου, και πάλι πόλεμος και ξανά πόλεμος κι όλο πόλεμος, που να μην ήταν αυτή η λέξη. Πώς τους βαστάει η ζωή τόσους πολέμους; Να περιμένω τον άντρα μου με τους μήνες, να τον περιμένω με τα χρόνια. Πολλοί γύριζαν, εκείνος δε γύριζε, ώσπου μου 'ρθε το μήνυμα πως έμεινε στη Μικρασία. Σφαγμένος, βασανισμένος πήγε. Ε, το πήρα απόφαση, έσκυψα το κεφάλι στην τύχη μου και βάλθηκα να μεγαλώσω τα ορφανά».

Τα μουσκεμένα μάτια της με κοίταζαν καθώς μου 'λεγε την ιστορία της και τώρα στο πρόσωπό της έβλεπα την ανείπωτη θλίψη, το μαύρος πένθος, που 'χε περιτυλίξει το δίσκο με τα κόλλυβα, τις φωτογραφίες, το σπίτι και τον κόσμο. Αναστέναξε και συνέχισε:

«Τα μεγάλωσα τα ορφανά, τα 'καμα ανθρώπους κι απάνω που είπε να χαμογελάσει η καρδιά μου, να σου πάλι ο πόλεμος έρχεται και μου παίρνει το πρώτο μου παιδί, το στύλο του σπιτιού μου. Εσφιξα την καρδιά μου, έπλεκα κάλτσες και πάλευα με την πείνα, πάλευα με τους μαυραγορίτες, καρτερώντας καθημερινά και να το πάλι το μήνυμα το πικρό, το φαρμακωμένο, έφτασε, δεν το εμπόδισε κανείς, ήρθε και μ' ήβρε να μου ειπεί πως "ο υπολοχαγός ο Σταύρος Ελευθερίου έπεσε ηρωικά, εθυσιάσθη υπέρ πατρίδος". Γύριζαν οι στρατιώτες από το μέτωπο, εγώ δεν περίμενα κανέναν, ο δικός μου ο γιος φυλάει το Τομόρι...».

«Ε, μάνα, της είπα αγκαλιάζοντάς τη, να, η ζωή...»

«Το ξέρω, θέλεις να με παρηγορήσεις, παιδάκι μου, και συμπάθησέ με που τα θυμάμαι έτσι ζωντανά και σε φιλεύω με τον πόνο μου, μα είδα τη συμπόνια σου και τα θυμήθηκα όλα. Θυμήθηκα την κόρη μου, να, στην ηλικία σου θα ήταν τώρα, που την έθαψα μόνη μου σαν την Εύα... και στο τέλος ήρθε κι ο αγώνας στα βουνά και μ' άρπαξε και το στερνό μου τ' αποκούμπι και με άφησε σαν ξυλάρμενο καράβι, μεσοπέλαγα. Ηρθε καμιά φορά κι η λευτεριά κι έφερε σ' όλους τη χαρά, έφερε το τραγούδι και το φως και την ελπίδα και μόνο σε μένα την έρημη μάνα δεν έφερε τίποτα».

«Εμ πώς», της είπα, «σου 'φερε και σένα, δε σου 'φερε τούτον το γιο που 'χεις τώρα;».

«Ναι, ?καλά λες», μου απάντησε με βιάση, σαν μετανιωμένη για τον τόσο της θρήνο, «ας μην είμαι αχάριστη και γρουσουζεύω την τύχη μου... Ετσι βρεθήκαμε κι οι δυο μας, κόρη μου, εμείς οι παντέρημοι σμίξαμε την ορφάνια μας και την πίκρα μας και βρήκαμε παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Τώρα βράζουμε κόλλυβα για τους νεκρούς μας κι εγώ δοξάζω το Θεό που μου τον έστειλε. Οταν έρχεται στο σπίτι, η πόρτα μου φωτίζεται το ίδιο, όπως και πριν με το Σταύρο, κι όταν φεύγει απ' το σπίτι, η έγνοια μου τον ακολουθεί και τρέμει η ψυχή μου το ίδιο, όπως και για τα παιδιά που γέννησα κι ανάθρεψα. Τώρα μου λέει πως θέλει να πάει στο Μοριά για κάτι χτήματα κι εγώ δεν τον αφήνω. Τι τα θέλουμε τα χτήματα; Εγώ δε θέλω χτήματα, εγώ θέλω το παιδί μου».

Με κοίταζε πολύ τρυφερά, καθώς μου κράταγε και τα δυο μου τα χέρια με τα χέρια της και ξαφνικά μου 'πε:
«Ξέρεις, κόρη μου, τι λέει ο νους μου έτσι που σε βλέπω; Δεν κάθεσαι κι εσύ εδώ μαζί μας; Τότε θα κάνουμε χαρά και μπορεί να φύγει το πένθος...».

Μαίρη Κουτρούμπα
διήγημα Της Βούλας ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ
Απ τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Ίταλο Καλβίνο ( 15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985)

 

Ο Ίταλο Καλβίνο (ιταλικά: Italo Calvino‎, 15 Οκτωβρίου 1923 - 19 Σεπτεμβρίου 1985) ήταν Ιταλόςπεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στο Σαντιάγο δε Λας Βέγκας στη Κούβα αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Ήταν γιος των βοτανολόγων, Μάριο κι Εβελίνα (Μαμέλι) και αδερφός του Φλοριάνο, σπουδαίου γεωλόγου.
Εγκαταστάθηκαν στο Σαν Ρέμο της ιταλικής Ριβιέρα, για περίπου 20 χρόνια. Συναντήθηκε με τον Εουτζένιο Σκάλφαρι, μετέπειτα πολιτικό κι ιδρυτή της εφημερίδας La Republica, ο οποίος κι έγινε φίλος του. Το 1941 μετακομίζει στο Τορίνο αφού πέρασε κάποιο διάστημα και στο Μιλάνο. Το 1943 μπαίνει στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης, στη ταξιαρχία Γαριβάλδι και μαζί με τον Σκάλφαρι δημιουργούνε τη ΜUL (Movemend Universitarian Liberal). Έπειτα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα.
Το 1947 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο και με τον Γιόζεφ Κόνραντ εργάζονται στην αριστερή εφημερίδα L' Unita. Παράλληλα μπαίνει στον εκδοτικό οίκο Εϊνάντι όπου εργάζονται επίσης οι Νορμπέρτο Μπόμπιο, Νατάλια Γκίνσμπουργκ, Τσέζαρε Παβέζε κι Έλιο Βιτορίνι. Με τον τελευταίο γράφει το εβδομαδιαίο Ιλ Πολυτέκνικο, περιοδικό τέχνης, του πανεπιστημίου. Αφήνει όμως και τον εκδοτικό για να ασχοληθεί πιο εντατικά με την Unita και με τη νέα κομμουνιστική εφημερίδα Rinascita. Το 1950 συνεργάζεται ξανά με τον Εϊνάντι κι αναλαμβάνει υπεύθυνος του λογοτεχνικού τμήματος. Επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση.
Το 1952 γράφει, μαζί με τον Τζόρτζιο Μπαζάνι στο μαρξιστικό εβδομαδιαίο περιοδικό Botteghe Oscure. Το 1957 αφήνει το κομμουνιστικό κόμμα και το γράμμα της παραίτησής του δημοσιεύεται στην Unita. Επισκέπτεται τις ΗΠΑ όπου παραμένει για 6 μήνες, κυρίως στη Νέα Υόρκη, ύστερα από πρόσκληση του ιδρύματος Φορντ. Εντυπωσιάζεται από τον Νέο Κόσμο. Ύστερα από λίγα χρόνια παντρεύεται τη Έσθερ Σίνγκερ, που 'χε γνωρίσει στις ΗΠΑ κι ο γάμος γίνεται στην Αβάνα, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην γενέτειρά του όπου συνάντησε και τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Επιστρέφοντας στην Ιταλία συνεργάζεται εκ νέου με τον Εϊνάντι, εκδίδει τα "Κοσμοκωμικά" και δημιουργεί την OULiPo (OUvroir de Litterature Potentielle).
Στον Γαλλικό Μάη του 1968 γνωρίζει κι επηρεάζεται από τον Ρεημόν Κενώ, ενώ έρχεται σε επαφή και με τους Ρολάν Μπαρτ και Κλωντ Λεβί-Στρως. Σχηματίζει επίσης επαφές με αξιοσημείωτες εμπειρίες, στη Σορβόνη κι ενδιαφέρεται για τους κλασικούς, Λουντοβίκο Αριόστο, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Δάντη, Ιγνάτιο Λογιόλα, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Συρανό Ντε Μπερζεράκ και Τζιάκομο Λεοπάρντι. Το 1973 διατηρεί την επαφή με την Ιταλία, γράφοντας νουβέλες για την ιταλικήν έκδοση του περιοδικού Playboy και για την εφημερίδα Κοριέρε Ντε Λα Σέρα. Το 1975 γίνεται επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και την επόμενη χρονιά κερδίζει το βραβείο για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Επισκέπτεται Ιαπωνία και Μεξικό, καθώς επίσης κι αρκετές αμερικάνικες πόλεις, δίνοντας διαλέξεις. Το 1981 κερδίζει το γαλλικό παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1985 πεθαίνει στη Σιένα, στο παλιό νοσοκομείο της Αγίας Μαρίας Σκάλα, σε ηλικία μόλις 62 ετών.

Έργα

Il visconte dimezzato (Ο διχασμένος υποκόμης, 1952) ― ελλην. μετάφρ. Ρούλα Στράτου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
Il barone rampante (Ο αναρριχώμενος βαρώνος, 1957) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης,"ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ"
Il cavaliere inesistente (Ο ανύπαρκτος ιππότης, 1959) ― ελλην. μετάφρ. Θόδωρος Ιωαννίδης, "ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ"
Gli amori difficili (Οι δύσκολοι έρωτες, 1970, διηγήματα) ― ελλην. μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, "ΑΣΤΑΡΤΗ"
Le citta invisibili (Οι αόρατες πόλεις, 1972) ― ελλην. μετάφρ. Ε.Γ.Ασλανίδης & Σ.Καπογιαννοπούλου, "ΟΔΥΣΣΕΑΣ"
La giornata di uno scrutatore (Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου, 2012, επανέκδοση) από τις Εκδόσεις Κριτική

Αόρατες Πόλεις

"Τι είναι όμως σήμερα η πόλη για μας; Σκέφτομαι ότι έγραψα κάτι σαν τελευταίο ποίημα αγάπης για τις πόλεις, τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να τις ζήσουμε. Η κρίση της πολύ μεγάλης πόλης είναι η άλλη όψη της κρίσης της φύσης. (...) Βιβλία όμως που προφητεύουν καταστροφές και αποκαλύψεις υπάρχουν ήδη πολλά· το να γράψει κανείς ακόμα ένα, θα ήταν πλεονασμός και κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου. Αυτό που ο δικός μου Μάρκο Πόλο θέλει να ανακαλύψει είναι οι κρυφές αιτίες που οδήγησαν τους ανθρώπους να ζήσουν στις πόλεις, αιτίες που μπορούν να ισχύουν πέρα και πάνω από οποιαδήποτε κρίση. Οι πόλεις είναι ένα σύνολο πραγμάτων: απομνημονεύσεων, επιθυμιών, σημείων μιας γλώσσας· οι πόλεις είναι τόποι ανταλλαγών, όπως εξηγούν όλα τα βιβλία της οικονομίας, αλλά οι ανταλλαγές αυτές δεν είναι μονάχα ανταλλαγές εμπορευμάτων, είναι και ανταλλαγές λέξεων, πόθων, αναμνήσεων. Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικόνες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις..."
Το βιβλίο που θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημα του Ιταλό Καλβίνο σε νέα μετάφραση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αποσπάσματα 

οι λεπτόπλοκες πόλεις

Αν θέλετε πιστέψτε με. Θα σας πω τώρα πώς είναι φτιαγμένη η Οκταβία, η αραχνοΰφαντη πόλη. Υπάρχει ένα βάραθρο ανάμεσα σε δυο απόκρημνα βουνά: η πόλη είναι επάνω στο κενό, δεμένη απ' τις δυο κορυφές με σκοινιά, αλυσίδες και γεφυράκια. Περπατάς πάνω στα ξύλινα δοκάρια, προσέχοντας να μη βάλεις το πόδι στα διάκενα ή πιάνεσαι απ' τους κόμπους του κανναβόσκοινου. Κάτω, για εκατοντάδες κι εκατοντάδες μέτρα, δεν υπάρχει τίποτα: κάποιο σύννεφο περνάει· πιο κάτω διακρίνεται το βάθος της χαράδρας.
Αυτά είναι τα θεμέλια της πόλης: ένα δίχτυ που χρησιμεύει για πέρασμα και για στήριγμα. Τα υπόλοιπα, αντί να υψώνονται πάνω, κρέμονται κάτω: σκάλες από σκοινί, αιώρες, σπίτια φτιαγμένα σα σακιά, κρεμάστρες, βεράντες σαν πλοιαράκια, ασκιά νερού, μπεκ γκαζιού, σούβλες, καλάθια κρεμασμένα με σπάγκους, αναβατόρια, καταιωνιστήρες, μονόζυγα και κρίκοι για παιχνίδια, εναέρια βαγόνια, πολύφωτα, γλάστρες με αναρριχώμενα φυτά.
Κρεμασμένη στην άβυσσο, η ζωή των κατοίκων της Οκταβίας είναι λιγότερο αβέβαιη απ' ό,τι στις άλλες πόλεις. Ξέρουν πως το δίχτυ θα κρατήσει όσο αντέξει.

[πηγή: Ίταλο Καλβίνο, Αόρατες Πόλεις, μετάφραση από τα ιταλικά Ε.Γ. Ασλανίδης, Σάσα Καπογιανοπουλου, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1989, σ. 91]

Άλλωστε δεν έχει μεγάλη σημασία: αν τη δει κανείς στέκοντας στο κέντρο της είναι μια άλλη πόλη, Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης που βλέπεις από μακριά, αν την πλησιάσεις, αλλάζει.
Άλλη είναι η πόλη για όποιον περνά χωρίς να μπει μέσα, και άλλη για όποιον εγκλωβίζεται σε αυτή και δε μπορεί να ξεφύγει' άλλη είναι η πόλη στην οποία φτάνει κανείς για πρώτη φορά, άλλη είναι εκείνη που αφήνει πίσω του για να μην ξαναγυρίσει ποτέ' η καθεμιά αξίζει ένα διαφορετικό όνομα' ίσως, για την Ειρήνη, να μίλησα ήδη χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα' ίσως να μη μίλησα παρά μόνο για την Ειρήνη.

-"Εγώ μιλώ, μιλώ", λέει ο Μάρκο, "μα όποιος ακούει συγκρατεί στο μυαλό του μονάχα τις λέξεις που περιμένει να ακούσει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου όταν την ακούς με καλή διάθεση, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να υπαγορεύσω σε προχωρημένη ηλικία, αν συνέβαινε να φυλακιστώ από Γενοβέζους πειρατές και να με ρίξουν στα κάτεργα στο ίδιο κελί με έναν συγγραφέα βιβλίων περιπέτειας. Αυτός που κυβερνά την αφήγηση δεν είναι η φωνή: είναι το αυτί". 

-"Είναι φορές που μου φαίνεται ότι η φωνή σου έρχεται σ' εμένα από μακριά, ενώ εγώ είμαι φυλακισμένος σ' ένα φανταχτερό κι αβίωτο παρόν, στο οποίο όλες οι μορφές της ανθρώπινης συμβίωσης έφτασαν στα άκρα του κύκλου τους και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιες νέες μορφές θα πάρουν. Και ακούω από τη φωνή σου τις αόρατες αιτίες για τις οποίες οι πόλεις ζούσαν, και για τις οποίες ίσως, μετά το θάνατό τους, θα ξαναζήσουν".

Κι όμως στη Ράισα, κάθε στιγμή υπάρχει ένα παιδί που από ένα παράθυρο γελάει σε ένα σκυλί που πήδηξε σ' ένα υπόστεγο για να δαγκώσει ένα κομμάτι μπομπότας που έφυγε από τα χέρια ενός κτίστη ο οποίος ψηλά από το ικρίωμα φώναξε "Καρδούλα μου άσε με να βουτήξω στο πιάτο σου" σε μια νεαρή ταβερνιάρισσα που κρατάει ένα πιάτο με κρέας ραγκού κάτω από την πέργκολα, χαρούμενη γιατί πρόκειται να το σερβίρει στον ομπρελά που γιορτάζει το κλείσιμο μιας καλής δουλειάς, ένα παρασόλι από τη λευκή δανδέλα που αγοράστηκε από μια κυρία της καλής κοινωνίας για να καμαρώνει σαν παγόνι στις ιπποδρομίες, ερωτευμένη με έναν αξιωματικό που της χαμογέλασε ενώ πηδούσε τον τελευταίο φράχη, ευτυχής ο ίδιος αλλά ακόμα πιο ευτυχισμένο το άλογό του το οποίο σχεδόν πετούσε πάνω από τα εμπόδια βλέποντας να πετά στον ουρανό μια πετροπέρδικα, ευτυχισμένο πουλί άρτι απελευθερωμένο από το κλουβί ενός ζωγράφου, ευτυχισμένου που κατάφερε να το ζωγραφίσει φτερό το φτερό με κηλίδες κόκκινες και κίτρινες στη μινιατούρα εκείνης της σελίδας του βιβλίου στο οποίο ο φιλόσοφος λέει: "Και στη Ράισα, πόλη θλιμμένη, υπάρχει ένα αόρατο νήμα που, για μια στιγμή, δένει ένα ζωντανό πλάσμα με ένα άλλο και έπειτα κόβεται, ύστερα επανασυνδέει κάποια κινούμενα σημεία σχεδιάζοντας γρήγορες φιγούρες ώστε, σε κάθε στιγμή, η δυστυχισμένη πόλη να περιλαμβάνει μια ευτυχισμένη πόλη που η ίδια ούτε καν υποψιάζεται ότι υπάρχει".

"Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον' αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μαθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο."


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Νίκος Σκαλκώτας (8 Μαρτίου 1904 - 19 Σεπτεμβρίου 1949)

 

Ο Νίκος Σκαλκώτας (8 Μαρτίου 1904 - 19 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας συνθέτης της σύγχρονης κλασικής μουσικής. Ήταν μέλος της Δεύτερης Βιεννέζικης Σχολής και είχε επιρροές τόσο από την κλασική μουσική όσο και από την Ελληνική παραδοσιακή μουσική.

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».

Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg), ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με τη Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Ακολούθησε η δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935.

Τον Μάιο του 1933 επέστρεψε στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ έπαιρνε τον δρόμο της εξορίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος (Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Μανώλης Καλομοίρης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Σπύρος Φαραντάτος), παρότι ήταν γνωστή η αξία του.

Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Ισχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν τρελός. Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.

Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον Σκαλκώτα. Για να ζήσει καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς: Από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.

Αναμνηστικά πλάκα στο Βερολίνο
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η αμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, γνωστός ως πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι.

Ο Σκαλκώτας πέθανε τελείως άγνωστος και όσο ζούσε δεν άκουσε κανένα από τα έργα του να παίζεται, εκτός από ελάχιστες εκτελέσεις των 36 Ελληνικών Χορών. Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά το θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του (Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζηνίκος κ.ά.), που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, που περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια). Το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθεί ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης.

Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι περίφημοι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό. Ο Σκαλκώτας επεδίωκε να συλλάβει την ουσία της και δεν ήθελε μόνο να αξιοποιήσει την εθνική μας κληρονομιά, όπως η πρώτη γενιά των συνθετών της «Εθνικής Σχολής».

Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ού αιώνα. Ο Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ πλειοδοτεί και σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Λαϊκό μπαλέτο (1949)

Η μουσική του

Σύμφωνα με τον συνθέτη και μεγάλο μελετητή του έργου του Νίκου Σκαλκώτα, Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, το μουσικό έργο και η ανάπτυξη του ύφους του Σκαλκώτα χωρίζονται σε τρεις περιόδους:

1η περίοδος 

Περιλαμβάνει και την εποχή που ο Σκαλκώτας βρισκόταν στη Γερμανία. Εκείνη τη περίοδο, κυριαρχεί στα έργα του αυστηρός δωδεκαφθογγισμός. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπως οι "36 Ελληνικοί Χοροί" που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο.
Χαρακτηριστικά έργα της 1ης Περιόδου:
Οκτέτο (1931)
Πιάνο Τρίο (1936)
Συμφωνική Σουίτα Νο.1 (1929)

2η περίοδος (1938-1945)

Ο Σκαλκώτας δημιουργεί έργα μεγάλης διαρκείας και συλλογές συντομότερων έργων. Τα έργα εκείνης της εποχής είναι πιο επικά, με ηρωικώτερη διάθεση.
Χαρακτηριστικά έργα της 2ης Περιόδου:
Κονσέρτο για Πιάνο και δέκα Πνευστά Όργανα (1939)
Η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942)
32 Κομμάτια για Πιάνο (1940)

3η περίοδος (1946-1949)

Η τελευταία περίοδος πριν πεθάνει. Δημιουργεί έργα με δραματικότερη και σκυθρωπή διάθεση. Εκείνη τη περίοδο, εμφανίζονται και έργα εξ' ολοκλήρου τονικά και αρμονικά.

Χαρακτηριστικά έργα της 3ης Περίοδου:
Η Θάλασσα (λαϊκό μπαλέτο) (1948-49)
Ελληνικός Χορός σε Ντο Ελάσσονα (1949)
Κονσερτίνο για Πιάνο (1948-49)

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Μάνος Λοΐζος (22 Οκτωβρίου 1937 - 17 Σεπτεμβρίου 1982)

 

Ο Μάνος Λοΐζος (22 Οκτωβρίου 1937 - 17 Σεπτεμβρίου 1982) ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες.
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια και πέθανε σε νοσοκομείο στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.
Είχε κυπριακή καταγωγή(ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου, καταγόταν και ήταν κάτοικος των Αγιών Βαβατσινιάς -χωριό της επαρχίας Λάρνακας Κύπρου- και η μητέρα του, Δέσποινα Μανάκη, καταγόταν από τη Ρόδο). Από μικρή ηλικία ασχολείται με τη μουσική: στην ηλικία των επτά ετών μελετά βιολί, αρχικά ερασιτεχνικά κι έπειτα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας.
Αφού αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκαταλείπει με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στην Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική. Το 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάζεται περιστασιακά προκειμένου να επιβιώσει: άλλοτε ως σερβιτόρος, άλλοτε ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε ως μουσικός σε μπουάτ. 

Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Στα τέλη του 1961 αρχές του 1962 συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία συγκρότησης του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη ως διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης. Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενείται στο σπίτι της πρώην συζύγου του καθηγητή των γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, της Διδούς Πετροπούλου, η οποία εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Αυτή θα συστήσει τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογραφεί το πρώτο του σαρανταπεντάρι Το τραγούδι του δρόμου σε στίχους Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο.


Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Μάρω Λήμνου. Μαζί της αποκτά και μία κόρη, την Μυρσίνη.Όταν επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία το Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Το 1971 γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Το 1972 θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ) , που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για δέκα ημέρες. Το 1978 θα παντρευτεί την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη και την ίδια χρονιά θα γίνει πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος.
Τον Οκτώβριο του 1981 μπήκε στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξίδεψε στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.



Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά. Τελευταίος δίσκος του ήταν τα "Γράμματα στην Αγαπημένη" σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.

To 2007 χαρακτηρίστηκε από τον μουσικό χώρο ως έτος Μάνου Λοΐζου τιμώντας τα 70 χρόνια από τη γέννησή του και τα 25 χρόνια από τον θάνατό του.



Δισκογραφία

1968 Ο Σταθμός (MINOS)
1970 Θαλασσογραφίες (MINOS)
1971 Ευδοκία (MINOS) Soundtrack
1972 Να χαμε τι να χαμε (MINOS)
1974 Καλημέρα ήλιε (MINOS)
1974 Τα τραγούδια του δρόμου (MINOS)
1975 Τα Νέγρικα (Μαρία Φαραντούρη)
1976 Τα τραγούδια μας (ΜΙΝΟS)
1979 Πρώτες εκτελέσεις (ΜΙΝΟS)
1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας (ΜΙΝΟS)
1980 Για μια μέρα ζωής (ΜΙΝΟS)
1983 Γράμματα στην αγαπημένη (ΜΙΝΟS)
1985 Ο δρόμος του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο
1992 Οι μπαλάντες του Μάνου (ΜΙΝΟS)
1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι (Μεσόγειος)
1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας
2002 Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις
2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ
2007 Αφιέρωμα στον Μάνο Λοίζο (Χάρις Αλεξίου)



δείτε  περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/





Domenica – νέο single “Συγγρού”

 

Τρεις δεκαετίες στην δισκογραφία οι Domenica μας έχουν χαρίσει μερικές απ’ τις πιο διαχρονικές επιτυχίες της pop/rock σκηνής. Τραγούδια που ακούγονται ακόμα και σήμερα συνεχίζοντας να κερδίζουν συνέχει νέο κοινό.

Η ιστορία συνεχίζεται και τώρα μας παρουσιάζουν ένα νέο τραγούδι με τίτλο “Συγγρού”.

Στίχοι – μουσική: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Domenica – youtube channel

Domenica – νέο single “Συγγρού”

και η ιστορία συνεχίζεται…..

 

--