Μαρίκα Κοτοπούλη ( 3 Μαΐου 1887 - 11 Σεπτεμβρίου 1954 )

 

Η Μαρίκα Κοτοπούλη (3 Μαΐου 1887 - 11 Σεπτεμβρίου 1954) ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός. Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Πρωταγωνίστησε, ωστόσο, σε πολλά διαφορετικά θεατρικά είδη, ανάμεσά τους η κομεντί και η φάρσα. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Μολονότι δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, κέρδισε το θαυμασμό με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού και τη δημιουργικότητα της σκέψης της.

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν κόρη της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος.
Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο Ο αμαξάς των Άλπεων. Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων».

Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

Στο Βασιλικό Θέατρο

Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Στο ξεκίνημα αντιμετώπισε εχθρότητα από μερίδα συναδέλφων της, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα από τους κριτικούς κι αυτό ενέτεινε τον ανταγωνισμό με την ευνοούμενη των ανακτόρων ηθοποιό Άννα Φραγκοπούλου. Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη νύκτα, Φάουστ και άλλα. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε.

Θιασάρχης

πηγή
 https://atexnos.gr/

Έγινε θιασάρχης το 1908 και το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο «Ομονοίας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και το 1936 μετακόμισε στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου. Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο. Στις αρχές του 1929 η Κοτοπούλη συνέστησε την «Ελευθέραν Σκηνήν», σε συνεργασία με τον χρονογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά και με τη σύμπραξη του γαμπρού της Μήτσου Μυράτ. Η δημιουργία του θιάσου είχε σχεδιαστεί ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα, όμως, οι οικονομικές αποτυχίες ορισμένων επιλογών της «Ελευθέρας Σκηνής» οδήγησαν τον Μελά στην απόφαση να αποχωρήσει από το σχήμα, επιλέγοντας την προώθηση των συμφερόντων του μέσω του Εθνικού. Μετά τη διάλυση του θιάσου, η Κοτοπούλη, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών, έφυγε τον Οκτώβριο του 1930 για παραστάσεις στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1932. Η επιθυμία της να δημιουργήσει ένα θεατρικό σχήμα που θα ήταν το αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκε όταν επέστρεψε από την Αμερική και έφτιαξε έναν θίασο με την άλλοτε ανταγωνίστριά της, Κυβέλη, ο οποίος γνώρισε σημαντική επιτυχία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παρουσία της Κοτοπούλη στο θεατρικό σανίδι αραίωσε. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου.

Θάνατος

Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη την επόμενη του θανάτου της, αφού πρώτα το φέρετρό της εκτέθηκε στη Μητρόπολη σε λαϊκό προσκύνημα.

Ρόλοι

Στην καριέρα της, η Κοτοπούλη διακρίθηκε ως Ηλέκτρα στην Ορέστεια, ως Ιφιγένεια και Μαργαρίτα (στο Φάουστ) του Γκαίτε, ως Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ και, όσον αφορά το ελληνικό ρεπερτόριο, ως Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Δημητρίου Βερναρδάκη και Θεοδότη στους Ισαύρους του Ραγκαβή.. Ξεχωριστή, επίσης, ήταν η ερμηνεία της στη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου το καλοκαίρι του 1909 στo θέατρο Ομονοίας, στέγη της Νέας Σκηνής, όταν ο συγγραφέας εμπιστεύτηκε σ' αυτήν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι στην Κυβέλη, όπως συνήθιζε. Όσον αφορά την επιθεώρηση, παρόλο που η Κοτοπούλη είχε μια σημαντική παρουσία στο είδος στα νεανικά χρόνια της, η ίδια δεν ήθελε τη συσχετίζουν με αυτήν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει το 1918 δήλωση «περί αποτάξεως» αυτού του ιδιαίτερου τύπου θεατρικού έργου.

Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε για μια και μοναδική φορά στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρ. Ξενόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν συμπαραγωγή με συμμετοχή του συζύγου της Γ. Χέλμη και του Κώστα Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο φιλμ, μαζί με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Η ταινία έως σήμερα θεωρείται χαμένη.


Απόσπασμα με τη Μαρίκα Κοτοπούλη από τη χαμένη σήμερα ελληνοτουρκική παραγωγή του 1933 «Ο κακός δρόμος», σε σκηνοθεσία Μουχσίν Ερτογρούλ και σενάριο Ναζίμ Χικμέτ (βασισμένη σε μια ιστορία του Γρηγορίου Ξενόπουλου). Η μεγάλη ηθοποιός συμπρωταγωνιστεί με την Κυβέλη. Στο ηχητικό απόσπασμα ακούμε τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε ένα μοναδικό ντοκουμέντο, να μιλά στο Παναθηναϊκό Στάδιο λίγο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς των Επτανήσων, το 1953.


Προσωπική ζωή

Με το σύζυγο της Γ. Χέλμη
Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε εκεί ως Πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας και τον οποίο είχε πρωτοσυναντήσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Η πολύκροτη σχέση τους, που βάσταξε έως τα τέλη του Ιουλίου του 1920, οπότε και δολοφονήθηκε ο αγαπημένος της από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής. Το ζευγάρι από τον Ιούνιο περίπου του 1912 συζούσε, χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου, κάτι που όμως έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον, λόγω της ταξικής διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους και της επακόλουθης αντίδρασης της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δραγούμη.

Την περίοδο που ο τελευταίος βρισκόταν εξόριστος στην Κορσική (1917-19), η Κοτοπούλη είχε γνωρίσει τον θεατρικό επιχειρηματία Γεώργιο Χέλμη, με τον οποίο σύναψε ερωτική σχέση.Τον παντρεύτηκε το 1923 και μοιράστηκε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της -παιδιά δεν απέκτησαν.

Στις πολιτικές της πεποιθήσεις η Κοτοπούλη ήταν φιλομοναρχική, θεωρώντας πως το παλάτι ήταν θεσμός ιερός. Ωστόσο, οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από αυτήν την επιλογή. Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε όσο μπορούσε τους αριστερούς συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας υπέρ αυτών στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της: «καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου»".



Διακρίσεις και τιμές

To 1923 η Κοτοπούλη έλαβε το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1939 τιμήθηκε για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό στο ανέβασμα της Ορέστειας από τον Ροντήρη, οι συνάδελφοι της Κοτοπούλη έλαβαν την πρωτοβουλία και της έδωσαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς, ο οποίος όμως ατόνησε τα τελευταία χρόνια. Το 1950 της απονεμήθηκε από τον βασιλιά Παύλο το παράσημο του Ταξιάρχη. Το 1955 επί Κατσώτα εγκρίνεται η ταφή της Μαρίκας Κοτοπούλη στο χώρο που προορίζεται η ταφή εξεχόντων ανδρών στο Α΄Νεκροταφείο. Ειναι η μοναδική γυναίκα που τάφηκε εκεί. Ο δημοτικός σύμβουλος Σφέτσος εισηγήθηκε την ταφή σε αυτόν τον χώρο επειδή η νεκρή τίμησε την ελληνική τέχνη και επειδή ο σύζυγος της θα έφτιαχνε μαυσωλείο που θα κοσμούσε το νεκροταφείο.



Κληρονομιά

Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί μια σπουδαία γενιά Ελλήνων ηθοποιών του 20ού αιώνα. Άμεσα επίγονές της ήταν η Ελένη Παπαδάκη, η Κατίνα Παξινού και η Κατερίνα Ανδρεάδη. Καλλιτεχνικά τέκνα της, που μαθήτευσαν κοντά στη μεγάλη πρωταγωνίστρια λιγότερο ή περισσότερο τακτικά, υπήρξαν η Μαίρη Αρώνη, η Έλλη Λαμπέτη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη, ενώ είχε συμβολή και στην ανάδειξη των Λογοθετίδη, Γ. Γληνού, Βεάκη, Μινωτή και Δ. Χορν.

Στην Αθήνα, στη «Βίλα Κοτοπούλη», το οίκημα που ήταν το γαμήλιο δώρο του Χέλμη προς τη μεγάλη πρωταγωνίστρια, στεγάζεται και λειτουργεί το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου.


ΣΤΙΓΜΕΣ 

Ο Γιάννης Τσαρούχης θυμάται την Μαρίκα Κοτοπούλη:

Είχα την τιμή και την ευτυχία να δουλέψω με την Μαρίκα Κοτοπούλη ως σκηνογράφος σε μερικά έργα που ανέβασε. Στην «Κυρία δε με μέλλει» του Σαρντού, στην «Ελισσάβετ» του Ζωσαί, που έκανα και τα κοστούμια, στην «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω, και στην «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Πέντε μέρες πριν πεθάνει την επισκέφτηκα ύστερα από πολλούς μήνες που είχα να την δω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε το καλοκαίρι που ερχόταν στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους. Στην «Κυρία δε με μέλλει» με όλα της τα χαρίσματα, δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ρόλο, έσπασε το καλούπι που δεν είχε αντοχή να βαστάξει το υπέρογκο βάρος του ταλέντου της. Το ίδιο και στην «Ελισσάβετ» για τις σκηνές που είναι κάπως εύθυμες και παριζιάνικα κομψές. Στις σκηνές όμως που ήταν δυνατές, ήταν αξέχαστη. Όταν της φέρνουν τα όπλα του Έσσεξ που εκτελέστηκε κατά τη διαταγή της, έλεγε: «Γονατίστε». Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Την άκουγα στερεότυπα κάθε βράδυ. Σ’ αυτό το «Γονατίστε» υπήρχε όλο το δράμα της Ελισσάβετ. Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη το ρόλο της.

Φάγαμε μαζί το μεσημέρι που το ραδιόφωνο ανήγγειλε την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα από εμβατήρια ελληνικά και αγγλικά. Πριν ακούσουμε το φριχτό άγγελμα, η Κοτοπούλη είπε: «Πολλά εμβατήρια ακούω. Σε λίγο θα ακούσουμε την κήρυξη του πολέμου». Την είδα στην «Αντιγόνη» και μου έκανε κατάπληξη ο ρεαλισμός της. Την είδα ακόμη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, απαίσια ντυμένη, αλλά τι παίξιμο, Θεέ μου! Όλα σβήνανε μπροστά στη δύναμή της: το απαίσιο σκηνικό, τα ασήμαντα κοστούμια και ο ακατάλληλος χώρος στη σφεντόνη του Παναθηναϊκού Σταδίου. Την είδα επίσης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Η φωνή της είχε την αμεσότητα και την ορθότητα μιας νέγρικης γλυπτικής.

«Θα ανεβάσουμε μαζί ένα έργο στην Επίδαυρο». «Την Μήδεια;» ρώτησα. «Άσ’ την αυτήν την ρουφιάνα που σκότωσε τα παιδιά της. Την Ηλέκτρα θα ανεβάσουμε μαζί», μου είπε. Λίγες μέρες μετά πέθανε.

Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ’ όλους για την τέχνη της και την βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ’ όλο τον κόσμο ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σ’ εκείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: «Δεν ξέρω πού κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δε θα σας έλεγα. Δε θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκομένους». Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε προστάτεψε και βοήθησε στα κυνηγητά τους από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. «Είναι απαραίτητοι στο θέατρο», έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
αποσπάσματα από κείμενο του για την Μ. Κοτοπούλη
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, τεύχος 68



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης ( 11 Σεπτεμβρίου 1904 - 7 Απριλίου 1995 )

 

Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης (11 Σεπτεμβρίου 1904 - 7 Απριλίου 1995) ήταν Έλληνας πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Έγινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά του μυθιστορήματα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου του 1904. Ο πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Πετσάλης, υφηγητής της γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συμμετείχε ως στρατιωτικός ιατρός με τους Αμυνίτες της Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στην Α΄και Β΄Αναθεωρητική Βουλή (1910-11), ως πληρεξούσιος Εύβοιας και λίγο μετά εκλέγεται βουλευτής της ίδιας περιοχής με το κόμα των Φιλελευθέρων. Η μητέρα του ήταν η Θεοδώρα Διομήδη. Είχε έναν ακόμα αδελφό τον Αλέξανδρο γεννημένο το 1902. Στα προεφηβικά του χρόνια φοιτά στο εκπαιδευτήριο Δ. Μακρή.Σπούδασε αρχικά στη Νομική Σχολή του Μονπελιέ και στη συνέχεια στο Παρίσι,στην εκεί Νομική Σχολή και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο Διπλωματικό τομέα. Το φθινόπωρο του 1924 επιστρέφει στην Ελλάδα χωρίς να έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του. [8] Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας υπηρέτησε ως αποσπασμένος στη Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή στην Ελλάδα λόγω της γαλλομάθειάς του. Τον Απρίλιο του 1928 λαμβάνει το πτυχίο από τη Νομική Σχολή της Αθήνας με βαθμό Λίαν καλώς«μαρτυρώντας την επιμέλειά του» Η επαγγελματική του σταδιοδρομία ξεκινά από το Τμήμα Οικονομικών Μελετών και Στατιστικής της νεοϊδρυμένης Τράπεζας της Ελλάδος, την εποχή που διοικητής της ήταν ο Αλέξανδρος Διομήδης αδελφός της μητέρας του, ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της Εταιρείας Μελετών Διοικητικού Δικαίου.Στις αρχές Μαρτίου του 1932 απορρίπτει ανεπίσημη πρόταση που του γίνεται από τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας Παύλο Καλλιγά να διοριστεί νομάρχης Φλωρίνης ενώ εκφράζει την πρόθεσή του να συμμετάσχει στις εκλογές ως υποψήφιος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος όμως δεν τον εντάσσει στο ψηφοδέλτιό του, λόγω των ριζοσπαστικών του ιδεών.Τελικά προσχωρεί στο Προοδευτικό Κόμμα του Γεώργιου Καφαντάρη  Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 έρχεται πρώτος επιλαχών στο νομό Εύβοιας. Το 1941 παντρεύεται την Αιμιλία το γένος Γεωργίου Τριλίβα.Στις αρχές του 1946 παραιτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η λογοτεχνική και επιστημονική του διαδρομή

Ο Πετσάλης-Διομήδης πρωτοεμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα με ποιήματα που πρωτοδημοσιεύονται στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα στις 6 Μαρτίου 1923 και μετά τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με τίτλους, αντίστοιχα Ζωή και Ηλιοβασίλεμα. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ποιητικές συλλογές οι οποίες μένουν ανέκδοτες.Από τον Νοέμβριο του 1924 έως τον Φεβρουάριο του 1925 δημοσιεύει στο περιοδικό Ερανιστής τα πρώτα διηγήματά του: Χινοπωρινές αισθηματολογίες,Στερνά λείψανα, Πατέρας, Το παραμύθι της χαράςΜεταξύ 1925 και 1928 γράφει δεκαπέντε μόνο διηγήματα. Τον Ιανουάριο του 1929 γράφει και δημοσιεύει το 1930 την μελέτη Σκέψεις επί των μεταπολεμικών τάσεων συγκεντρώσεως της εξουσίας Τον Φεβρουάριο του 1929 γράφει και δημοσιεύει, επίσης, το 1930 τη Συμβολή εις την Φιλοσοφίαν του Δικαίου. Στη διάρκεια της ίδιας χρονιάς δημοσιεύει άρθρα νομικού περιεχομένου. Το 1930 εκδίδει το Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του Προσφυγικού ζητήματος και το 1931 Το Δάνειον Παραγωγικών Έργων και τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδος Από το 1933 έως το 1935 εκδίδει τρία μυθιστορήματα: Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη, Το Σταυροδρόμι και το Ο Απόγονος και μια συλλογή διηγημάτων,Παράλληλα και Παράταιρα.

Έργα 

Μονογραφίες

Συμβολή εις την μελέτην της φιλοσοφίας του Δικαίου 
Αι σύγχρονοι τάσεις συγκεντρώσεως της εξουσίας 
Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του προσφυγικού ζητήματος 
Τα παραγωγικά δάνεια.
Διηγήματα

Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα (1925) 
Γερές και αδύναμες γενεές (τριλογία, πρώτη έκδοση 1933, επανεκδ. 1950 με τον τίτλο Μαρία Πάρνη) 

Ιστορικά μυθιστορήματα

Οι Μαυρόλυκοι 
Η καμπάνα της Αγια -Τριάδας (1948) 
Ελληνικός Όρθρος (Πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, 1963) 

Θεατρικά έργα

Στη ρίζα του μεγάλου δέντρου (1952) (εκδόθηκε το 1960 με τον τίτλο Μέγας εσπερινός) 
Η λύκαινα (1953) 
Η γυναίκα με τα σπασμένα φτερά (1954) 
Η σφαγή των μνηστήρων (1955) 
Χέρια πάνω στον τοίχο (1966) 

Χρονικά

Δεκατρία χρόνια 1909 - 1922 (1964) 
Έξαρσις της γλυκείας χώρας Κύπρου (1956)(Α΄ Βραβείο Διηγήματος). 

πηγή φωτογραφίας 





Ο Θανάσης Πετσάλης Διομήδης περιγράφει την πρώτη πτήση αεροπλάνου στην Ελλάδα:

Μας πήγαν εκείνο το χειμώνα στο Ν. Φάληρο, να δούμε κάτι το καταπληκτικό, ένα θαύμα, ένα σύγχρονο θαύμα. Θα πετάξει για πρώτη φορά αεροπλάνο στην Ελλάδα, από το Ν. Φάληρο στο Παλαιό και πίσω πάλι. Και σε τι τρομακτικό ύψος, θα φτάσει, λένε, τα τριάντα μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χιλιάδες κόσμος ήτανε συναγμένος σ’ όλο το μάκρος της ακτής, όσο φτάνει μάτι ανθρώπου, μαυρολογούσαν οι δύο εξέδρες, κόσμος, κόσμος πλημμύριζε και παιχνίδιζε την Καστέλλα από την κορυφή του Προφήτη Ηλία ίσαμε χαμηλά κάτω. (…) Άξαφνα πέταξε το πουλί, πέταξε στ’ αληθινά. Και λέω άξαφνα, γιατί δεν είχα προσέξει ότι δυο τρεις άνθρωποι πολεμούσαν κάμποση ώρα να το βάλουν μπρος, ο έλικας γύρισε με δαιμονισμένο θόρυβο και το πουλί με τον άνθρωπο σχεδόν κρεμασμένο στο κενό, έτρεξε ένα διάστημα πάνω στην ακτή και ύστερα ζυγιάστηκε και πέταξε, ξεκόλλησε, σηκώθηκε στον αέρα, πετούσε. Ο κόσμος ξέσπασε σε φωνές και σε παλαμάκια. Το πουλί μάκρυνε γρήγορα, μίκρυνε -τριάντα μέτρα ψηλά- έκοψε μια πελώρια βόλτα πάνω από τον Ζωολογικό Κήπο και πήρε να γυρίσει πίσω. Τώρα μεγαλώνει πάλι, μεγαλώνει, έρχεται, κοντεύει, ήρθε, νάτο. Ο κόσμος απόμεινε με ανοιχτό το στόμα. “Ο άνθρωπος κάνει θαύματα λένε. Αφού κατάφερε να πετάξει”.
“ΔΙΑΦΑΝΕΙΕΣ” Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ


ΟΙ ΜΑΥΡΟΛΥΚΟΙ 

Περίληψη

''Χρονικό της Τουρκοκρατίας'' χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του το μνημειώδες αυτό έργο που καλύπτει δύο πολυσέλιδους τόμους της σειράς της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Οι Μαυρόλυκοι ξεπερνούν κατά πολύ το χρονικό: είναι το έπος και το πάθος ενός λαού που οραματίζεται την ελευθερία του κι αγωνίζεται γι' αυτήν. Ο Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης προσέφερε με τους Μαυρόλυκους μία από τις αρτιότερες συνθέσεις της νεότερης αφηγηματικής λογοτεχνίας μας. Οι Μαυρόλυκοι αποτέλεσαν σταθμό στα ελληνικά γράμματα. Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε το έργο κατά την πανηγυρική συνεδρία της 24ης Μαρτίου 1950 και απέδωσε επιγραμματικά το μέγεθός του: ''Εδώ η τέχνη και η Ιστορία σφικτά χειροκρατούμεναι παρουσιάζουν ως εν πανοράματι τας περιπετείας του Γένους''.


 Αποσπάσματα

Σκυλιασμένος μπήκε ο Ανέστης στο Βοίτυλο. Και τι να δει, ανάστατος ο τόπος. Άξαφνα αντίκρισε τη θάλασσα! Ωχ, η θάλασσα! Πρώτη φορά την έβλεπε τη θάλασσα. Κι άξαφνα μπλέχτηκε σ’ ανθρωποσύναξη μεγάλη.
‒ Τι τρέχει, βρε παιδιά; ρωτάει.
‒ Ο Μόσκοβος, μωρέ, τήρα, μωρέ, ήρθε ο Μόσκοβος, να τος!
Πέρα στον γιαλό, στο περιγιάλι κάτω, ήτανε φουνταρισμένες τρεις γαλιότες με δώδεκα κουπιά και μια φρεγάτα μεγαλούτσικη. Πάνω στις γέφυρες, σαν τα μερμήγκια λιάζονταν τα τσούρμα κι οι αρματωμένοι.
‒ Το λοιπόν; κάνει ο Ανέστης, σηκώθηκε ο τόπος;
Κανένας δεν του απάντησε. Ήτανε πια στα αίματα όλος ο κόσμος. Όλοι τρέχανε στις ρούγες και στις πλατείες. Πολλοί κρατούσανε στα χέρια κάτι μεγάλα χαρτιά γραμμένα και τα διαβάζανε δυνατά στους άλλους:
«Διά το έλεος του Θεού με εψήφισεν η Βασίλισσα πληρεξούσιον επίτροπόν της, ώστε εγώ, παρασταίνοντας το άγιόν της πρόσωπον και έχοντας τελείανεξουσίαν εις πάντα και πολεμώντας, να ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω τ ο γ έ ν ο ς σ α ς α π ό τ η ν σ κ λ α β ι ά!»
‒ Ποιος τα λέει αυτά, μωρέ; βρόντηξε μια φωνή.
‒ Σσσσ! του κάνανε. Ο Ορλώφης! Σώπα.
«Έχοντας καλάς ελπίδας εις την δύναμι των Αγίων Γραφών και τας νίκας όπου έως τώρα εκάμαμεν, ογλήγορα να διώξωμεν τον τύραννον και να πηγαίνωμεν εις την Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ο ύ π ο λ ι ν. Τώρα δε όπου έφθασα εις τον Μωρέαν, φ α ν ε ρ ώ ν ω ε ι ς ό λ ο τ ο Γ έ ν ο ς τ ω ν Ρ ω μ α ί ω ν, ότι δεν θέλω λείψει να βάλω εις πράξιν από μέρους μου κάθε μέσον, μη ψηφώντας κινδύνους, διά να τους ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ω!»
Κάποιος ήρθε τρέχοντας:
‒ Κατεβήκανε στην καπιτάνα (τη ναυαρχίδα) οι Μαυρομιχαλαίοι!
‒ Πότε, πότε;
‒ Να, τώρα. Πάνε ν’ ανταμώσουνε τον Ορλώφ. Θ’ αποφασίσουνε.
Η μέρα πέρασε βαριά, στενάχωρα. Κουφόβραση πλάκωνε τα στήθια, μια κακιά νοτιά. Το βράδυ μαθευτήκανε κι άλλα.
‒ Οι δυο ήτανε, έλεγε ο κόσμος. Ο Στέφανος κι ο Σκυλόγιαννης (οι Μαυρομιχαλαίοι). Είδανε τον Ορλώφ. Τον ένανε. Θόδωρος, θαρρώ, τόνε λένε. Αλλά δε μ’ αρέσει πώς έρχουνται τα πράματα. Να δούμε. Δε μ’ αρέσει.
Αργά κοινολογηθήκανε κι άλλα.
‒ Φέρανε, λέει, 60 καντάρια μπαρούτι. Σε βαρέλια από 400 οκάδες.
‒ Μπόμπες;
‒ Στάσου, ντε. Φέρανε και 30 καντάρια μπόμπες.
Ο κόσμος σούρωσε τα φρύδια.
‒ Τι να σου κάνουνε 30 καντάρια. Μ’ αυτά θα τον βαρέσουμε τον μπεηλέρμπεη;
‒ Δεν ξέρω, άμε να τους τα πεις. Δυο κάτεργα ξεφορτώνουνε.
Νύχτωνε πια, κι όμως λαός πολύς στεκότανε στ’ αραξοβόλι κι έβλεπε τις βαριές τις κάσες που τις ξεφόρτωναν οι Ρούσοι. Κοίταζε ο κόσμος τα ξανθά γιγαντόσωμα παλικάρια και δε μιλούσε, ουδέ και πολυζύγωνε.
‒ Άρματα είναι μες στις κάσες. Ντουφέκια, μπιστόλια, σπαθιά…
Τον Ανέστη τόνε περιμάζεψε ένας ντόπιος στο σπίτι του‒ του πήρε το σπασμένο αρχαίο κεφάλι για πληρωμή‒ ένα δίπατο νοικοκυρόσπιτο με αυλή. Εκεί στην αυλή, σε μια αδειανή ξυλαποθήκη τον βάλανε τον Ανέστη, να περάσει τη νύχτα. Του ’δωσαν κι ένα πιάτο φαΐ. Αποσταμένος ο Ανέστης μηδέ που πρόφτασε να ξαπλώσει. Ξύπνησε μέρα πια. Έξω άκουσε κουβέντες. Θαρρείς και τον έχουνε ξεχάσει ολότελα. Βγήκε και καλημέρισε. Ένα φλαμούρι στη μέση της αυλής, και μια φουντωτή περικοκλάδα αγκάλιαζε τη θύρα, σκαρφαλώνοντας στους παραστάτες.
‒ Άντε τώρα, του είπε ένας ψυχογιός. Άμε να δουλέψεις.
‒ Βρες μου δουλειά, έκανε ο Ανέστης.
‒ Τι ξέρεις;
‒ Ξέρω τ’ άρματα.
‒ Πάαινε στο πόρτο. Ίσα-ίσα γυρεύουνε ν’ αρματώσουνε κόσμο.
Πήγε στο λιμάνι, μα ήτανε θάλασσα τα πράματα. Είχανε κατεβεί από τα γύρω χωριά κάπου εκατό αρματωμένοι και φωνάζανε και σουλάτσερναν. Οι Ρούσοι είχανε ξανά τρυπώσει στα καράβια τους. Μιαν αστραπή εφέγγιζε σ’ ολωνών τα μάτια, ακόμα και στων γυναικών τα μάτια, πίσω απ’ τα μισογερτά παραθύρια.
‒ Ακούς εκεί τον κερατά, αφέντη τόνε βάλαμε;
Είχε μαθευτεί, λέει, ότι ο Ορλώφ, ο πρίντζιπας, τους εμίλησε άπρεπα στους Μαυρομιχαλαίους.
‒ Άσκημα; Πώς άσκημα;
‒ Τους διάταξε, λέει… ποιος διατάζει εδώ;… «Τους ανθρώπους σου να διατάζεις», του είπανε κι αυτοί. «Γρήγορα, λέει, να μηνύστε και στους άλλους τους καπετανέους» έτσι διάταξε ο Ορλώφης. Δεν του άρεσε του κυρ-Στέφανου ο τρόπος. Πήρε τον αδερφό του και βγήκανε στη στεριά δίχως άλλη κουβέντα. Τώρα ζητάνε γράμμα της Αυτοκρατόρισσας με την υπογραφή της. «Είμαστε έτοιμοι να σηκωθούμε, μα τα παθήματα μάς γινήκανε μαθήματα», έτσι του είπανε του πρίντζιπα.
‒ Αλλά είπε, λέει, ο πρίντζιπας ότι έρχεται κι ο αδερφός του ο Αλέξης μ’ άλλα καράβια, με στρατό. Γι’ αυτό τσακωθήκανε οι εδικοί μας, μας κοροϊδεύουνε, λέει. Με τέσσερα ή δεκατέσσερα καράβια και με πεντακόσιους ή χίλιους Μοσκοβίτες δε γίνεται τίποτα. Να φέρουνε μπαρούτια, να φέρουνε μπόμπες, άρματα, να φέρουνε και στρατό. Δεν τους πιστεύει πια κανένας τους «Φράγκους» (ήθελε να πει τους «ξένους»).
Τέλος, περάσανε δεκατρείς μέρες, όσο να βρούνε τρόπο να συμφωνήσουνε οι Μανιάτες με τον Ορλώφ.
.............................................................................

‒ Τι λες γι’ αυτά, εσύ;
‒ Λέω…
Σώπασε πολλήν ώρα. Ο άλλος τον άφησε.
‒ Λέω πως ήρθε ο καιρός.
‒ Έτσι λέω κι εγώ.
Ο Ρήγας κόμπιασε ξαφνικά.
‒ Μένουν οι δικοί μας. Με μηνάνε πως είναι έτοιμοι. Ο Ρώμας με έγραψε από τη Ζάκυνθο. Οι Μανιάτες, όλοι, είναι πάνοπλοι, έτσι με γράφουν.
‒ Φοβούμαι μην υπερβάλλουν.
‒ Δεν φοβούμαι. Κι ας υπερβάλλουν. Οπλισμένοι είναι. Γυμνασμένοι είναι. Τρακόσα χρόνια πάνω στα βουνά.
‒ Ο λαός; Το πλήθος;
‒ Ο λαός είναι ξύπνιος. Ξύπνησε. Αλαλάζει. Θα τόνε σπάσει με τα δόντια του τον ζυγό!
‒ Στάσου! Νομίζω ότι υπερβάλλεις εσύ τώρα.
‒ Έχω πειστήρια. Ελευθερία ή θάνατος! γράφουνε όλοι. Ανάβουν καντήλια εμπρός στην εικόνα του Μποναπάρτη, του Ελευθερωτού. Το δικό μου… το δικό μου το τραγούδι, ο Θούριος, τον περνάνε από χέρι σε χέρι, με το γράψανε πολλοί, από χέρι σε χέρι, χειρόγραφο, αφού δεν πήγανε ακόμα τα αντίτυπα… έτσι με λένε, περνάει από στόμα σε στόμα… τι γρήγορα ωστόσο, ε!… πόσος καιρός είναι! δεν το λέω γιατί είναι δικό μου, αλλά… για να πιάνει έτσι, θα πει… θα πει ότι, σα φλόγα που είναι, πέφτει σε μπαρούτη… μπαρούτη! Ο κόσμος, όλοι οι Γραικοί, αμέσως παίρνουνε φωτιά! Τέτοια με γράφουν. Θες πίστεψέ τα. Εγώ τα πιστεύω.
‒ Είσαι έτοιμος εσύ;
‒ Έτοιμος είμαι. Προσμένω να τυπώσεις τούτο εδώ και κάτι άλλο… Αυτό θε να ’ναι για την τελευταία στιγμή. Ύστερα… θα τραβήξουμε εμπρός, θα κινήσω εγώ, μόνος πρώτα. Οι άλλοι θα ’ρθούνε ένας-ένας, το πολύ δυο-δυο μαζί, να μην υποψιαστεί η Αστυνομία.
Έφυγε αισιόδοξος από του Πούλιου. Κι άξαφνα, γυρίζοντας στο σπίτι του, βρίσκει γράμμα από το Παρίσι. «Παρίσιοι, Σεπτεμβρίου 5, 1797». Είναι γράμμα του Κοραή. Θεέ μου! Θα πασκίζει πάλι να του κόψει την ορμή! Ποιος! Ο Κοραής! Πάντα του ψύχραιμος, πάντα με το μυαλό. Όχι! δεν του ταιριάζει του Ρήγα αυτός ο άνθρωπος, κι ας είναι πιο σοφός… Α, μα παραείναι σοφός, με τον διαβήτη πάντα! Πάλι για τα βιβλία γράφει, πάλι για το πνευματικό ξύπνημα των Γραικών, πρώτα να μάθουν γράμματα, λέει, πρώτα να μάθουν πράγματα, κι ύστερα, ύστερα θα σκεφθούμε για τον σηκωμό. Τόσο σοφός, τόσο σοφός! Κι «είναι πρόωρον» ακόμη, λέει. Όχι! δεν είναι πρόωρον, όχι!

«Φίλε πολίτα», γράφει ο Κοραής.
«Έλαβα την 26 Ιουλίου.
» Παρουσιάζω σε και εμαυτόν με δύο πληγωμένους, οι οποίοι κοινωνούν εις εις τον άλλον τους πόνους των με την αυτήν επιθυμίαν της θεραπείας, αλλ’ όχι και με την αυτήν αίσθησιν. Διότι κατά την καθενός κράσιν αναλογεί και του πόνου η αίσθησις… Χρειάζονται, αδελφέ, βιβλία, χρειάζονται κατά μέρος διδάσκαλοι, οι οποίοι είναι μισθωτοί, χρειάζεται συναναστροφή σοφών ανδρών, αναγκαιοτέρα και από αυτήν την ανάγνωσιν… και τι δεν χρειάζονται! Όθεν σε παρακαλώ θερμώς, να μεταχειρισθείς όλην σου την προθυμίαν και να κινήσεις πάντα λίθον, να κατορθώσεις το να τυπωθώσι και δεύτερον ως άνω… κλπ. κλπ.».
‒ Καλά! Καλά! ξέσπασε ο Ρήγας αναμμένος. Τα γράμματα! Τα βιβλία! Οι σοφίες! Οι πνευματικοί αγώνες! Καλά και άγια! Όμως το σπαθί;… Ήρθε η ώρα του σπαθιού πριν την ώρα των γραμμάτων! Τι να γίνει! Εμείς με το ’να χέρι θα κρατούμε το σπαθί και με τ’ άλλο τα βιβλία! Το σπαθί είναι πιο ακονισμένο σήμερα παρά το μυαλό και, μα τον Θεό, δ ε ν κ ά ν ε ι, δ ε ν μ π ο ρ ε ί σήμερα πια να περιμένει!
Γύρισε το γράμμα από το άλλο φύλλο και διάβασε:
«Σε έστειλα με την περασμένη πόστα γράμματα διά κάποιον Ζηνόβιον εις Βιέννα. Γράψε (να ζήσεις) αν τω τα εγχείρισες. Αι συγχύσεις της Γαλλίας είναι σχεδόν προς το τέλος των, και όλοι ελπίζομεν ότι πλησιάζει ο καιρός του να ελευθερωθώμεν από τους καθημερινούς κινδύνους και βάσανα, οπόταν…»
‒ Ε, μα είναι ανυπόφορος! φώναξε ο Ρήγας κατακόκκινος. Κινδύνους! Βάσανα! Μα εγώ τους θέλω τους κινδύνους! Τα θέλω τα βάσανα! Αυτά με θρέψανε εμένα! Α! τι αλλιώτικοι που είμαστε! Κρίμα! Κρίμα! Ο Κοραής! Τόσο σοφός!…
Στάθηκε. Σκέφτηκε.
‒ Ίσως και να ’χει δίκιο, ωστόσο. Είναι στιγμές που με κλονίζει κάτι. Δεν ξέρω, μπορεί και να ’χει δίκιο αυτός. Πάρωρος σηκωμός μπορεί να καταστρέψει. Θεέ μου! Πώς με επηρεάζει ο Κοραής! Τι ακτινοβολία πρέπει να ’χει, αφού τούτο το γράμμα…
Το γράμμα τέλειωνε έτσι: «Έρρωσο και γίνου φρόνιμος ως ο όφις, ότι αι ημέραι πονηραί εισί διά πολλάς αιτίας».
Έτσι ήτανε κάθε φορά που λάβαινε γράμμα από τον Κοραή, σπαραζότανε ο Ρήγας. Από τη μια η χαρά του γραμματισμένου, του ηδονιστή της μελέτης, του αισθητικού του Ρήγα, από την άλλη η συμπίεση του Ρήγα του ορμητικού, του αυθόρμητου, του ασυλλόγιστου Ρήγα.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/


Ντ. Χ. Λώρενς ( 11 Σεπτεμβρίου 1885 - 2 Μαρτίου 1930) - Επιλογές από το Λογοτεχνικό και από το Εικαστικό έργο του.

 

Ο Ντ.Χ.Λώρενς (David Herbert Lawrence, 11 Σεπτεμβρίου 1885 - 2 Μαρτίου 1930) ήταν Άγγλος πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και ζωγράφος.

Ήταν παιδί ενός κοινωνικά (τουλάχιστον) αταίριαστου γάμου μεταξύ ενός ανθρακωρύχου και μιας διευθύντριας σχολείου. Τα βιώματα αυτής της ασυμφωνίας αντικατοπτρίζονται τόσο στην ζωή όσο και στο έργο του, ιδιαίτερα στον Εραστή της λαίδης Τσάττερλυ. Σπούδασε στο γυμνάσιο του Νότιγχαμ με υποτροφία και μετά στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Το 1910 δημοσίευσε το Λευκό Παγώνι και τον ίδιο καιρό πέθανε η μητέρα του με την οποία ήταν υπερβολικά δεμένος. Δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος και το 1911 εγκατέλειψε το επάγγελμα επειδή διαγνώστηκε ότι έπασχε απόφυματίωση.

Το 1912 συνδέθηκε ερωτικά με την Γερμανίδα Φρήντα Γουήκλυ το γένος φον Ριχτχόφεν (von Richthofen), σύζυγο καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, ταξικά πολύ ανώτερή του, έξι χρόνια μεγαλύτερή του και μητέρα τριών παιδιών. Έφυγαν μαζί στην Γερμανία και μετά στην Ιταλία, όπου ο Λώρενς τελείωσε το μυθιστόρημά του Γιοι και Εραστές που δημοσιεύτηκε το 1913. Επέστρεψαν στην Αγγλία το 1914 και παντρεύτηκαν. Το 1915 το βιβλίο του Ουράνιο Τόξο απαγορεύτηκε ως άσεμνο.
Μετά τον πόλεμο άρχισε για τον Λώρενς και την Φρήντα η «άγρια περιπλάνηση». Ταξίδεψαν και πάλι στην Γερμανία και Ιταλία και μετά στην Κεΰλάνη, την Αυστραλία, το Νέο Μεξικό και το Μεξικό. Επέστρεψαν στην Ευρώπη το 1925 και εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία.
πηγή φωτογραφίας 

Το 1928 και 1929 κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα στην Φλωρεντία και στο Παρίσι αντίστοιχα ο Εραστής της λαίδης Τσάττερλυ. Επίσης το 1928, το βιβλίο εκδόθηκε, άγρια λογοκριμένο, στη Νέα Υόρκη. Το 1959 εκδόθηκε πλήρες στη Νέα Υόρκη και το 1960 στο Λονδίνο, όπου έγινε αντικείμενο μιας πολύκροτης δίκης, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αθώωση των υπευθύνων των Penguin Books. Το 1929 η αστυνομία έκλεισε μιαν έκθεση πινάκων του Λώρενς στο Λονδίνο και οι πίνακές του του αποδόθηκαν υπό τον όρο να μη ξαναεκτεθούν στην Αγγλία.
Ο Λώρενς πέθανε το 1930 σε σανατόριο στη Βανς (Vence) της Κυανής Ακτής. Θεωρούμενος «καταραμένος» συγγραφέας όσο ζούσε, αποδείχθηκε αυτός που άλλαξε την αντιμετώπιση του σεξ από την λογοτεχνία.
Τα πρώτα του έργα ασχολούνται με τις βλαβερές συνέπειες του σύγχρονου, βιομηχανοποιημένου πολιτισμού που αποκόπτει τον άνθρωπο από την φύση και καθιστά τις ανθρώπινες σχέσεις προβληματικές. Στα κατοπινά έργα του Λώρενς η φροϋδική ανάλυση κυριαρχεί καθώς και η σημασία που αποδίδει στην σεξουαλική συμπεριφορά. Το επιστέγασμα ήταν ο Εραστής της λαίδης Τσάττερλυ, όπου η ερωτική πράξη καταργεί την ταξική διαφορά και τις κοινωνικές συμβάσεις.

Μυθιστορήματα
The White Peacock (Λευκό Παγώνι, 1911)
The Trespasser (Ο Καταπατητής, 1912)
Sons and Lovers (Γιοι και Εραστές, 1913)
The Rainbow (Ουράνιο Τόξο, 1915)
Women in Love (Ερωτευμένες γυναίκες, 1920)
The Lost Girl (Το χαμένο κορίτσι, 1920)
Aaron's Rod (Η ράβδος του Ααρών, 1922)
Kangaroo (Καγκουρώ, 1923)
The Boy in the Bush (Το αγόρι στους θάμνους, 1924)
The Plumed Serpent (Το φτερωτό ερπετό, 1926)
Lady Chatterley's Lover (Εραστής της λαίδης Τσάττερλυ, 1928)

The Escaped Cock (Ο δραπέτης κόκκορας, 1929 –επανεκδ. το 1931 ως The Man Who Died, Ο άνθρωπος που πέθανε)





Συλλογές διηγημάτων

The Prussian Officer and Other Stories (Ο Πρώσος αξιωματικός και άλλα διηγήματα, 1914)
England, My England and Other Stories (Αγγλία, Αγγλία μου και άλλα διηγήματα, 1922)
The Fox, The Captain's Doll, The Ladybird (Η αλεπού, Η κούκλα του λοχαγού, Το θηλυκό πουλί, 1923)
St Mawr and other stories (Σαιντ Μάουρ και άλλα διηγήματα, 1925)
The Woman who Rode Away and other stories (Η γυναίκα που έφυγε με το άλογο και άλλα διηγήματα, 1928)
The Virgin and the Gipsy and οther Stories (Η παρθένα κι ο Τσιγγάνος και άλλα διηγήματα, 1930)
Love Among the Haystacks and other pieces (Έρωτας μέσα στα στάχυα και άλλα κείμενα, 1930)
Ποιητικές συλλογές

Love Poems and others (Ερωτικά ποιήματα και άλλα, 1913)
Amores (1916)
Look! We have come through! (Κοίτα ! τα καταφέραμε ! - 1917)
New Poems (Νέα ποιήματα, 1918)
Tortoises (Χελώνες, 1921)
Birds, Beasts and Flowers (Πουλιά, ζώα και λουλούδια, 1923)
Ταξιδιωτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Twilight in Italy and Other Essays (Σούρουπο στην Ιταλία και άλλα δοκίμια, 1916)
Sea and Sardinia (Θάλασσα και Σαρδηνία και άλλα δοκίμια, 1921)
Mornings in Mexico and Other Essays (Πρωινά στο Μεξικό και άλλα δοκίμια, 1927
Sketches of Etruscan Places and other Italian essays (Σχεδιάσματα ετρουσκικών τοποθεσιών και άλλα ιταλικά δοκίμια, 1932)

Δοκίμια

Study of Thomas Hardy and other essays (Μελέτη για τον Τόμας Χάρντυ και άλλα δοκίμια, 1914)
Movements in European History (Κινήματα στην ευρωπαϊκή ιστορία, 1921)
Psychoanalysis and the Unconscious (Ψυχανάλυση και το Ασυνείδητο, 1921)
Studies in Classic American Literature (Μελέτες για την κλασσική αμερικανική λογοτεχνία, 1923)
Reflections on the Death of a Porcupine and other essays (Σκέψεις για τον θάνατο ενός σκαντζόχοιρου και άλλα δοκίμια, 1925)
Apocalypse and the writings on Revelation (Η Αποκάλυψη και τα κείμενα σχετικά μ' αυτήν, 1931) https://el.wikipedia.org


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Το μόνο που ζητώ

Το μόνο που ζητώ από μια γυναίκα είναι να νιώσει τρυφερά για μένα
όταν και μένα η καρδιά μου κτυπήσει τρυφερά γι’ αυτήν,
να γεννηθεί ανάμεσά μας ένα απαλό, απαλό τρεμούλιασμα
σα σιωπηλές καμπάνες.
Είναι το μόνο που ζητώ.
Με κούρασαν τόσο οι βίαιες γυναίκες που απαιτούν ν’ αγαπηθούν
δίχως να υπάρχει ίχνος αγάπης μέσα τους.

 (μετάφραση: Ολυμπία Καράγιωργα)


ΑΚΟΥ ΤΗ ΜΠΑΝΤΑ

Μια μπάντα παίζει πολύ πρωί,
μα είναι μόνο δυστυχισμένοι άνθρωποι,
που θορυβούν για να πνίξουν
την εσωτερική τους κακοφωνία και τη δική μας.

Ένα μικρό φεγγάρι, αρκετά ήσυχο, ακουμπάει και τραγουδάει
στον εαυτό του, τη νύχτα
κι η μουσική των ανθρώπων, είναι σαν ένα ποντίκι, που ροκανίζει,
που ροκανίζει σε μια ξύλινη παγίδα παγιδευμένο.

Μετάφρ. Μόσχος Λαγκουβάρδος


ΠΙΑΝΟ

Μία γυναίκα, απαλά, μου τραγουδάει, στο σούρουπο,
πηγαίνοντάς με ξανά στα περασμένα, μέχρι να δω
ένα παιδί, να κάθεται κάτω απ΄το πιάνο, στη βουή των
τρεμάμενων χορδών,
και να κρατά τα μικρά, ζυγιασμένα πόδια μιας μητέρας,
που χαμογελά καθώς τραγουδάει.

Σε πείσμα, η ύπουλη δεξιοτεχνία του τραγουδιού
προδίδει την καρδιά μου, που ανήκει
στα παλιά κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι, με τον χειμώνα έξω
και τους ύμνους, στο ζεστό σαλόνι, με το πιάνο οδηγό μας.

Έτσι είναι τώρα μάταιη για τον τραγουδιστή η ορμή του,
με το μεγάλο μαύρο παθητικό πιάνο. Η γοητεία
των παιδικών ημερών με κατακλύζει, η ωριμότητά μου είναι
πεταγμένη
κάτω στην πλήμμυρα της μνήμης. Σαν παιδί κλαίω για το
παρελθόν.

Μετάφρ. Μόσχος Λαγκουβάρδος

Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι
Αρθρο της Μίνας  Καραγιάννη  στο http://peopleandideas.gr/

«Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», ένα φανταστικό μουσείο!


http://etolikobiblio.weebly.com/

Το βιβλίο γράφτηκε το 1928 για να καταγγείλει τον πουριτανισμό της Αγγλίας, θεωρήθηκε πορνογράφημα, απαγορεύθηκε και κυκλοφορούσε μέσω ιδιωτικών ακόμη και χειρό­γραφων αντιγραφών ώσπου το 1960 μετά από μι δίκη-νίκη για την ελευθερία του λόγου, κυκλοφόρησε ελεύθερα.
Πού να το περίμενε ο Ντ. Χ. Λώρενς ότι το 2012 μια κυριακάτικη εφημερίδα στην Ελλάδα θα το προ­σέ­­φε­­ρε στους αναγνώστες της ως το πρώτο μιας σειράς «απαγο­ρευ­μέ­νων» βι­βλίων μιας κάπως μακρινής εποχής. Το υλικό του θεωρήθηκε πορ­νο­γραφικό για τους ενήλικες των αρχών του δύσκολου 20ου αιώνα. Το ίδιο υλικό σήμερα α­ντι­στοι­χεί στο επίπεδο γνώσεων μαθητών των τελευταίων τάξεων του δη­μο­τικού σχο­λείου οι οποίοι στα διαλείμματα αλλά και στις αίθουσες μοιράζονται με τους συμμαθητές τους μέσω των έξυπνων κινητών τους α­ντίστοιχες αλ­λά και πιο «προχωρημένες» εικόνες. Σχεδόν έναν αιώνα μετά τη συγ­γρα­φή του θα μπο­ρούσε κάλλιστα να α­ποτελεί άρθρο ενός περιοδικού lifestyle.
Δεν ε­πι­διώκω να κάνω λο­γο­τε­χνική, ηθικοπλαστική ή κοινωνική ανάλυση του φαι­νομένου που συνοδεύει το εν λόγω πόνημα, κάθε αναγνώστης βρίσκει και ξεχωρίζει στο αφήγημα κάτι διαφορετικό.
Προσωπικά αυτό που αναγνώρισα στις σελίδες του είναι ένα μουσειακό α­φή­γημα της βιομηχανικής Αγγλίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Μια αποτύπωση της κα­θη­με­­ρι­νό­τητας, των συνηθειών και των ηθών της αγγλικής μεγαλοαστικής αλλά και της ερ­γα­τικής τάξης. Από τους τοίχους των δωματίων και τους διαδρόμους περνούν καλλιτεχνικά ρεύματα, πολιτικές ιδεολογίες, μικροϊστορία, επαγγέλματα που φθίνουν και άλλα που εμφανίζονται, μια ζωή που φεύγει και μια ζωή που έρχεται. Όλα αυ­τά σε μια χρονική περίοδο όπου οι αλλαγές καταγράφονται στην καθη­με­ρινή ζωή και την επηρεάζουν σε τραγικό βαθμό.
Βρισκόμαστε σε ένα αγγλικό, μεγάλο σπίτι του 18ου αιώνα φτιαγμένο με καφετιά πέτρα. Ο τόπος, ο βιομηχανικός βορράς, είναι το Sheffield, η περιοχή δράσης του Robin Hood. Το σπίτι αυτό έχει τρεις ορόφους και περιβάλλεται από την υγρή φύση της περιοχής.
Στο σαλόνι του ισογείου είναι ζωντανές ακόμα οι συζητήσεις των ενοίκων μεταξύ τους αλλά και με τους επισκέπτες.

Ακούμε κάποιες από αυτές:
Η βιομηχανική Αγγλία διαγράφει την αγροτική. Μια έννοια διαγράφει μιαν άλλη. Η παλιά Αγγλία διαγράφει την καινούρια. Και η συνέχεια που απομένει δεν είναι οργανική μα μηχανική.

Η κοινή γνώμη παρακολουθεί τα γεγονότα με σκεπτικισμό, επιφύλαξη και φόβο.

Όταν ήμουν κορίτσι (λέει μια κυρία της περιοχής) τούτο το ορυχείο το θεωρούσαν το καλύτερο της χώρας και όποιος δούλευε εδώ ήταν περήφανος. Τώρα λένε ότι το πλοίο βουλιάζει και είναι καιρός να φύγουν όλοι..άλλοι λένε πως δε φεύγουν γιατί φοβούνται και σιχαίνονται όλες αυτές τις μηχανές που τους βάζουν να χειρίζονται.

Μπροστά από τα μάτια μας περνά σαν ταινία η ιστορία των Λουδιτών, του κινήματος που αναπτύχθηκε στην ευρύτερη αυτήν περιοχή της Αγγλίας έναν αιώνα πριν, (1811-1814). Οι λουδίτες με εξεγέρσεις και κα­τα­στρο­φές μηχανημάτων και εργοστασίων εκδήλωναν την εχθρότητα των ανθ­ρώπων απέναντι στις μηχανές που θα άλλαζαν συθέ­με­λα τη ζωή τους. Εύκολα κάνουμε το συσχετισμό με την αρχή του 20ου αιώνα όπου οι αλλαγές παρουσιάζουν ομοιότητες. Η νέα φάση εκβιομηχάνισης φαίνεται ως λύση αλλά και εχθρός.
Οι άνθρωποι παρουσιάζονται διχασμένοι απέναντι σε αυτήν. Από τη μια πλευρά βρίσκονται αυτοί που θέλουν να δια­τη­ρή­σουν τα κεκτημένα τους αξιοποιώντας τις ευ­καιρίες της βιομηχανικής ανάπτυξης και από την άλλη εκείνοι που αντι­πα­λεύ­ουν την εκβιομηχάνιση και επιθυμούν τη διατήρηση της ισορροπίας που είχαν πριν από αυτήν:
 και στο κάτω- κάτω της γραφής ποιος πήρε από τους ανθρώπους τη φυσική τους ζωή και την ανθρωπιά τους και τους έδωσε τούτη τη βιομηχανική φρίκη…


https://www.ianos.gr
Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού υπάρχουν άρθρα για τη σοβιετική επανάσταση. Οι μεγαλοαστοί ανησυχούν από την ενδεχόμενη διάδοση του μπολσεβικισμού στο συντηρητικό περιβάλλον της επαρχίας της Αγγλίας.
Ο σοσιαλισμός, μπολσεβικισμός έχουν διαδοθεί στον κόσμο (της επαρχίας τους); Ω! έκανε εκείνη! Ακούγονται μερικοί φωνακλάδες. Γυναίκες κυρίως που έχουν βουτηχτεί στα χρέη. Οι άνδρες δεν πολυδίνουν σημασία. Δεν νομίζω πως οι άνδρες του Τέρβεσολ θα γίνουν ποτέ Κόκκινοι. Είναι πολύ αξιοπρεπείς για κάτι τέτοιο. Οι νεότεροι όμως λένε τις μπούρδες τους πού και πού… όταν λοιπόν δεν έχουν λεφτά ακούνε τις αερολογίες των κόκκινων. Κατά βάθος, όμως, δεν τις πιστεύει κανείς.

Σε μιά γωνία του σαλονιού υπάρχουν εικόνες από φουτουριστικά έργα.

Εκεί στον κόσμο των μηχανικά άπληστων… με τα φώτα που σπιθοβολούσαν, τα καυτά μέταλλα που ξερνούσαν και το μουγκρητό της κίνησης.

Το καλλιτεχνικό αυτό κίνημα εξυμνούσε το μεγαλείο των μηχανών και τις αναγνώριζε ως μέσο προόδου και εξέλιξης.
Στον επάνω όροφο βρίσκονται τα υπνοδωμάτια με ρούχα εποχής και παρουσιάζεται ο τρόπος ένδυσης της μεγαλοαστικής τάξης. Τα παράθυρά του είναι ανοιχτά στο δάσος με το οποίο γειτονεύει το σπίτι. Στον εξωτερικό χώρο υπάρχουν νοητές πινακίδες με την περιγραφή της φύσης με λεπτομέρειες στα δένδρα και στα φυτά.

Στον τρίτο όροφο, στο ψηλότερο σημείο του σπιτιού, υπάρχει το σαλονάκι της λαίδης. Στους τοίχους κρέμονται γερμανικά αντίγραφα των Ρενουάρ και Σεζάν. Είναι το μοναδικό μοντέρνο δωμάτιο του σπιτιού.

Στον υπόγειο χώρο βρίσκουμε μια άλλη ενότητα του φανταστικού αυτού μουσείου που αναφέρεται σε παλιά έπιπλα γεμάτα ρούχα. Απομεινάρια εργαλείων της εποχής που χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες, δείγματα της ζωής της κατώτερης τάξης.

Ο Ντ. Χ. Λώρενς, γιος ανθρακωρύχου και δασκάλας, ξεπέρασε τη μοίρα του πατέρα του και έγινε δάσκαλος. Μέσω αυτού του έργου, αν και επιδίωξε μια κα­ταγγελία στα πουριτανικά ήθη της εποχής, δεν περιορίσθηκε στη θρησκευτική προσέγγιση, αντίθετα αναφέρει τις κοινωνικές αλλαγές, τις οποίες καταγράφει με πολλές λεπτομέρειες σαν να ήταν ιστορικός ή αν­θρωπολόγος και το λιγότερο που μπορεί να θεωρήσει κανείς αυτό το βι­βλίο είναι πορνογραφικό.

Κατανοούμε την απαγόρευσή του από το κατεστημένο της εποχής, άλλωστε είναι αδύνατον να το εξετάσουμε με τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα. Εγώ περπάτησα στις σελίδες του σαν να ήμουν μέσα σε ένα μουσείο της επαρχιακής Αγγλίας. Ενα μουσείο που παρουσιάζει τις ιστορίες των ανθρώπων και του χώρου, που κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν για το παρόν και το μέλλον τους.

Προτείνω λοιπόν τη μουσειακού χαρακτήρα αφήγηση μιας εποχής που δεν υπάρχει πια ως εναλλακτικό τρόπο διαβάσματος ενός τόσο γνωστού βιβλίου .
Μίνα Καραγιάννη http://peopleandideas.gr/

ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ 











δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/


Εμιλί ντι Σατλέ (17 Δεκεμβρίου 1706 - 10 Σεπτεμβρίου 1749 ) - Γαλλίδα φυσικός, μαθηματικός και συγγραφέας

 

Η Εμιλί ντι Σατλέ (Gabrielle-Emilie le Tonnelier de Breteuil, Marquise du Chastellet-Laumont, 17 Δεκεμβρίου 1706 - 10 Σεπτεμβρίου 1749) ήταν Γαλλίδα φυσικός, μαθηματικός και συγγραφέας. Συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων γυναικών επιστημόνων, ζώντας μάλιστα σε μία εποχή κατά την οποία οι κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκπαίδευση των γυναικών. Σημαντικότερη συνεισφορά της θεωρείται η μετάφραση και ο σχολιασμός του έργου του Νεύτωνα Principia Mathematica.

Η Εμιλί ντι Σατλέ γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1706, στο Παρίσι. Ανήκε σε οικογένεια της ανώτερης κοινωνικής τάξης και ο πατέρας της ήταν στην υπηρεσία του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Δεν διέθετε αξιόλογη εξωτερική εμφάνιση: ήταν ψηλή και ιδιαιτέρως αδέξια, τόσο ώστε οι γονείς της να προσλάβουν δασκάλους για αθλητικές δραστηριότητες και καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως χορό, ιππασία, ξιφασκία, γυμναστική, μουσική -έπαιζε αρπίχορδο σχετικά ικανοποιητικά- ακόμα και για την τέχνη του ηθοποιού, στην οποία φαίνεται πως διέθετε ταλέντο. Από νεαρή ηλικία έδειξε σαφή προτίμηση στα μαθηματικά, στις γλώσσες και τις φυσικές επιστήμες. Ο πατέρας της την ενθάρρυνε, αντιλαμβανόμενος την έφεσή της, αν και, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, οι γυναίκες συνήθως δε σπούδαζαν ή διδάσκονταν ορισμένα στοιχειώδη μαθήματα στο σπίτι, έχοντας ως κύριο στόχο την επίτευξη ενός επιτυχημένου γάμου.

Η Εμιλί ντι Σατλέ μελέτησε επίσης φιλοσοφία και λογοτεχνία και ήρθε σε επαφή με έργα των Tasso, Οράτιου, Βιργίλιου, Κικέρωνα, Λουκρήτιου, Μίλτον και άλλων, εκπονώντας μάλιστα μια γαλλική μετάφραση της Αινειάδας. Παρά την κλίση της στον τομέα των γλωσσών, η αληθινή αγάπη της ήταν τα μαθηματικά κι η φιλοσοφία. Η στροφή στη συστηματικότερη μελέτη τους ενθαρρύνθηκε από έναν οικογενειακό φίλο, τον Μ. de Mezieres, που αναγνώρισε το ταλέντο της. Επίσης όμως, θα μπορούσε να 'χε δει, από τις μεγάλες δεξιώσεις στο σπίτι, όλους τους μεγάλους μαθηματικούς, όπως πχ. ο Bernard de Fontenelle, ή φιλοσόφους της εποχής, -όπως ο Βολταίρος- που παρήλαυναν εκεί κατά καιρούς.

Οι εργασίες της στα μαθηματικά, -σύμφωνα με τον Μεζιέρ- ήταν «θηλυκές», αλλά σπάνιας πειθαρχίας, ουσιαστικές κι εντυπωσιακές. Ο πατέρας της έλεγε: «Η πιο μικρή μου κόρη επιδεικνύει το μυαλό της τρομάζοντας τους υποψήφιους γαμπρούς». Έτσι, αποφάσισε να την τοποθετήσει στο Συμβούλιο των Βερσαλλιών κι εκείνη εντυπωσιάστηκε από το κλίμα που επικρατούσε εκεί, ωστόσο δεν άλλαξε τις πεποιθήσεις της. Της άρεσε πολύ η γοητεία, η υπερβολή κι η κοσμική ζωή που συνάντησε, παράλληλα, όσο μεγάλωνε, γινόταν όλο και πιο θερμή, όσον αφορά στην ερωτική της ζωή. Αυτό φαίνεται κι από τις πολλές της ερωτικές σχέσεις πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του γάμου της. Η μαθηματικός Ρόμπιν Άριανροντ έγραψε για εκείνη: «Ψηλή και αριστοκρατική, παθιασμένη τόσο στην πνευματική όσο και στην ερωτική της ζωή, ήταν μεγαλύτερη ακόμα και από τη ζωή. Ήταν πολύ πληθωρική για τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής της. Πολύ φιλόδοξη, πολύ συναισθηματική, πολύ σεξουαλικά απελευθερωμένη. Και πολύ φεμινίστρια επίσης. Δεν μάσαγε τα λόγια της όταν έγραφε για τον αγώνα της να μορφωθεί στα ανώτερα μαθηματικά και την φυσική (γιατί τα κορίστια δεν μπορούσαν τότε να πάνε σχολείο και πολύ περισσότερο στο πανεπιστήμιο).»

Η ντι Σατλέ επέλεξε ως σύζυγο τον 34χρονο αυλικό και στρατιωτικό Mαρκήσιο Florent-Claude Chastellet -τον λιγότερο αντιπαθητικό και πιο αξιόλογο από όσους την περιτριγύριζαν. Ο γάμος τελέστηκε με όλες τις αρμόζουσες τιμές, στις 20 Ιουνίου. Η Σατλέ είχε ήδη θέσει όρους, σύμφωνα με τους οποίους δεν επρόκειτο να σταματήσει τις μελέτες της και πως δεν θα άλλαζε τον τρόπο ζωής της όσον αφορά στις αγαπημένες της συνήθειες, συμπεριλαμβανομένης και της τάσης της προς την απιστία. Ο Μαρκήσιος δέχθηκε στο σύνολό τους τις προτάσεις της, με μόνη σημείωση να μην τον ρεζιλέψει ποτέ. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατό της. Τα δυο επόμενα χρόνια απέκτησε μαζί του δυο παιδιά, τη Françoise Gabriel Pauline, στις 30 Ιουνίου 1726 και τον Louis Marie Florent στις 20 Νοεμβρίου 1727. Τον επόμενο χρόνο, στα 1728, έχασε τον πατέρα της κι έκανε πολλές επισκέψεις στη μητέρα της στη Creteil. Tην 1η Απριλίου 1733 έκανε άλλον ένα γιο που όμως δεν έζησε πολύ, καθώς πέθανε τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους. Νωρίτερα, είχε γνωρίσει τον Βολταίρο.

Μετά τον γάμο της δε σταμάτησε να ζει έντονα, συνέχισε ανεμπόδιστα, παρά τις εγκυμοσύνες, να δημιουργεί ερωτικές σχέσεις. Παράλληλα, συγκέντρωσε τους καλύτερους δασκάλους της εποχής για να συνεχίσει τις μελέτες της. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν ο διάσημος Γάλλος μαθηματικός κι αστρονόμος της εποχής, ο Pierre Louis de Maupertuis, ο Κλερώ (κι οι δυο υπήρξαν εραστές της), και ο γνωστός φυσικομαθηματικός Koenig. Παλιότερα, είχε ερωτευτεί έναν παλαιό αξιωματικό της φρουράς, που είχε παραιτηθεί για να ασχοληθεί με τη Φυσική, τον Δούκα του Ρισελιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε στη μελέτη και της συνέστησε, μάλιστα, τους κορυφαίους δασκάλους. Όταν εκείνος αναχώρησε το 1730 για μια επιστημονική αποστολή στον πόλο, η Σατλέ πληγώθηκε, αλλά έμεινε ελεύθερη.

Η γνωριμία της με τον Βολταίρο, ο οποίος τη γνώριζε από παιδί συχνάζοντας στο σπίτι της οικογένειάς της και σε δεξιώσεις, επέφερε σημαντικές αλλαγές στη ζωή της. Γνωρίστηκαν μια βραδιά του 1733 στην Όπερα, κι αργότερα ήρθαν πιο κοντά στους γάμους του Δούκα του Ρισελιέ, του πρώην εραστή της. Σύντομα διαπίστωσαν πως σκέφτονταν με παρόμοιο τρόπο, ερωτεύτηκαν και δημιούργησαν σχέση. Ο Βολταίρος ήταν πάλι κυνηγημένος από το γαλλικό καθεστώς κι εκείνη τον έκρυψε στον πύργο της στο Cirey, όπου της μετέφερε τις γνώσεις του από την εξορία του στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα τις θεωρίες του Νεύτωνα. Εκείνη δεν συμφωνούσε με τον συλλογισμό του Νεύτωνα πως η ενέργεια χάνεται και πως ο παντοδύναμος την αναπληρώνει σαν κάποιος που κουρντίζει συνεχώς το μηχανοκίνητο ρολόι του σύμπαντος. Ο Βολταίρος αναγνώρισε το θάρρος της να αμφισβητήσει με το «ιερό τέρας» των μαθηματικών, αναγνωρίζοντας την εκπληκτική δύναμη, προσπάθεια και προσήλωση στις μελέτες της και μάλιστα όντας γυναίκα.

Είχα κουραστεί από τη τεμπέλικη, καβγατζίδικη ζωή του Παρισιού», θυμόταν αργότερα εκείνος, «από τα βασιλικά προνόμια, τους κομματισμούς, τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες ανάμεσα στους μορφωμένους. Το 1733 συνάντησα μια νεαρή κυρία που συνέβαινε να σκέφτεται σχεδόν όπως εγώ...

Μαζί μοιράζονταν βαθιά τα ενδιαφέροντα για τη πολιτική μεταρρύθμιση και κυρίως μοιράζονταν τη κλίση για τη προαγωγή της επιστήμης. Ο σύζυγός της είχε έναν εγκαταλελειμμένο πύργο στο Cirey-sur-Blaise, στη NA Γαλλία, τον οποίο παραχώρησε στη Σατλέ ως χώρο μελέτης και έρευνας. Εκείνη, μαζί με τον Βολταίρο, προχώρησε στην ανακαίνισή του, την ίδια εποχή που αποφάσισε να αλλάξει την ορθογραφία του ονόματός της, μετατρέποντας το επώνυμο Chastellet σε Chatelet.

Η ανακαίνιση του πύργου διήρκεσε δυο χρόνια και πραγματοποιήθηκε κυρίως με έξοδα του ενθουσιασμένου φιλοσόφου. Ήταν πολύ ευχάριστος στην όψη, διαθέτοντας εκπληκτική θέα και θαυμάσιους κήπους. Οι δυο ερωτευμένοι μελετητές εγκαταστάθηκαν εκεί. Η Σατλέ είχε δικό της επαγγελματικό εργαστήριο, υπήρχε μια προσωπική πτέρυγα για τον Βολταίρο, καθώς και ένας διακριτικός διάδρομος που συνέδεε την κρεβατοκάμαρά του με τη δική της. Οι περιστασιακοί επισκέπτες από τις Βερσαλλίες, έβλεπαν μιαν όμορφη γυναίκα να μένει πρόθυμα μέσα, δουλεύοντας στο γραφείο της μέχρι αργά το απόγευμα, με είκοσι κεριά γύρω από σωρούς υπολογισμών και μεταφράσεων. Ο προηγμένος επιστημονικός εξοπλισμός είχε τοποθετηθεί στη μεγάλη αίθουσα. Δημιούργησαν μια μεγάλη επιστημονική βιβλιοθήκη κι ένα επιστημονικό εργαστήριο με τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό της Ευρώπης.

Όταν τους επισκέφτηκε ο Henault, έγραψε χαρακτηριστικά:

Ο πύργος έχει θαυμάσια θέα. Οι δυο τους είναι βυθισμένοι στις ασχολίες τους: Εκείνος γράφει στίχους στο γραφείο του κι εκείνη με τρίγωνα και διαβήτες στο δικό της να μελετά. Η αρχιτεκτονική του σπιτιού είναι ρομαντική κι εκπληκτικά θαυμάσια.

Ο Βολταίρος ερχόταν στο γραφείο της, όχι μόνο γιατί ήθελε να κουβεντιάσουν για τον έρωτά τους, αλλά και για να αντιπαραβάλει τα λατινικά κείμενα του Νεύτωνα με κάποια από τα πιο πρόσφατα σχόλια των Ολλανδών. Μερικές φορές η Ντι Σατλέ πλησίασε πολύ στο να κάνει το αρχικό άλμα προς τις μελλοντικές ανακαλύψεις. Εκτέλεσε μια παραλλαγή του πειράματος του Λαβουαζιέ με τη σκουριά και αν οι κλίμακες που ήταν σε θέση να επεξεργαστεί μηχανικά ήταν ελάχιστα πιο ακριβείς, ίσως να ήταν εκείνη που θα είχε ανακαλύψει πρώτη το νόμο της διατήρησης της μάζας πριν ακόμη γεννηθεί ο Λαβουαζιέ.

Το 1737 ο Βολταίρος υπέβαλε μια εργασία στη Γαλλική Ακαδημία Τεχνών, για το βραβείο εκείνης της χρονιάς, ενώ το ίδιο έκανε και η Σατλέ κρυφά. Το βραβείο κέρδισε τελικά ο Όιλερ. Οι επιστήμονες που επισκέπτονταν τον πύργο της, όπως ο Κένιχ κι ο Μπερνούλι, έμεναν συχνά επί εβδομάδες ή και μήνες. Ο Βολταίρος ήταν ευχαριστημένος που η εύθραυστη, νευτώνεια επιστήμη κέρδιζε έδαφος μέσω των προσπαθειών τους, αλλά εκείνη ήταν η αληθινή ερευνήτρια του φυσικού κόσμου κι εκείνη που αποφάσισε πως υπήρχε ένα βασικό ερώτημα στην έρευνα του οποίου έπρεπε να στραφεί, σχετικά με τη φύση της ενέργειας.

Η επιστημονική κοινότητα ήταν διχασμένη, καθώς η αγγλόφωνη υποστήριζε τον Νεύτωνα και η γερμανόφωνη τον Λάιμπνιτς, ωστόσο η ντι Σατλέ από τη Γαλλία έδωσε την τελική απάντηση:

"Νεύτωνα κάνεις λάθος. Η ενέργεια εξαρτάται από το τετράγωνο της ταχύτητας. Ο Θεός χρειάστηκε στην αρχή αλλά όχι και στη συνέχεια"!

Στον πύργο της σχεδίασε και πραγματοποίησε το πείραμα που αποδείκνυε τη θέση της. Το τετράγωνό της ταχύτητας θα εμφανιζόταν και στην διάσημη εξίσωση του Αϊνστάιν πολλές εκατονταετίες μετά. Μετά την ανακάλυψή της ταξίδευσε με τον Βολταίρο, διασκεδάζοντας και συνεχίζοντας να κάνει υπολογισμούς, μεταφράζοντας, γράφοντας και παράλληλα σκανδαλίζοντας το Παρίσι με τη συμπεριφορά της.

Η Σατλέ εξοικειώθηκε με τη θεωρία του Λάιμπνιτς για τον τύπο της κινητικής ενέργειας και προσπάθησε να τον αποδείξει, καταλήγοντας τελικά στην πρώτη δημοσιευμένη εργασία της, που κυκλοφόρησε με τίτλο Institutions De Physique (Όργανα Φυσικής) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Επίσης μετέφρασε όλα τα γνωστά βιβλία του Νεύτωνα για τις βασικές αρχές των μαθηματικών στα γαλλικά, για πρώτη φορά, και προσέθεσε κι ένα δικό της βιβλίο με τίτλο Algebraical Commentary (Αλγεβρικά Σχόλια), βιβλίο δυσνόητο που λίγοι εκλεκτοί μαθηματικοί ήταν σε θέση να κατανοήσουν. Επίσης ανέλαβε να μεταφράσει το έργο του Mandeville The Fable Of The Bees, στα γαλλικά, ένα παράξενο κείμενο ηθογραφικού χαρακτήρα. Δεν το μετέφρασε απλώς, παρέλειψε μερικά κομμάτια, προσέθεσε μερικά άλλα και μια εισαγωγή σχετικά με τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή:

Αισθάνομαι όλο το βάρος της προκατάληψης που τόσο μας αποκλείει, παγκοσμίως, από τις επιστήμες. Κι είναι τόσο πολύ αντιφατικό που με καταπλήσσει πάντα, όταν βλέπω πως ο νόμος μας επιτρέπει να καθορίσουμε τη μοίρα των μεγάλων εθνών, αλλά δε μας αφήνει καμία θέση, κανένα δικαίωμα στην εκπαίδευση για να μάθουμε να σκεφτόμαστε για τούτο. Αφήνω τον αναγνώστη να συλλογιστεί γιατί, ποτέ κατά τη διάρκεια τόσων πολλών αιώνων, μια καλή τραγωδία, ένα καλό ποίημα, μια σεβαστή ιστορία, μια λεπτή ζωγραφική, ένα καλό βιβλίο στη φυσική, δεν έχει γίνει από γυναίκα. Γιατί αυτά τα πλάσματα η των οποίων η δυνατότητα μάθησης εμφανίζεται όμοια με των αντρών, φαίνονται να σταματιούνται από κάποια ακαταμάχητη δύναμη, αλλά μέχρι τότε που οι γυναίκες θα έχουν το λόγο να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη μη εκπαίδευσή τους. Είμαι πεπεισμένη πως πολλές γυναίκες είναι είτε απληροφόρητες των ταλέντων τους λόγω της μη εκπαίδευσής τους είτε από μόνες τους θάβονται εξ αιτίας της προκατάληψης κι ελλείψει διανοητικού θάρρους. Η εμπειρία μου το επιβεβαιώνει αυτό.

Η συμπεριφορά της οδήγησε σε προστριβές με τον πρώην δάσκαλο κι εραστή της Μωπέρτιους. Όταν το 1740 εξέδωσε μια εργασία που προσπάθησε να ενσωματώσει τις θεωρίες των, Καρτέσιου, Νεύτωνα και Λάιμπνιτς, δέχθηκε τα πυρά του πρώην δασκάλου της, του Κένιχ, ο οποίος τη μήνυσε θεωρώντας πως τον αντέγραψε, ανασκευάζοντας απλά και μόνο τα μαθήματα που της έκανε. Όταν το θέμα συζητήθηκε επίσημα, κανείς δεν υποστήριξε τη Σατλέ, παρά το γεγονός πως η εργασία της ήταν πρωτότυπη. Ο Μ. Kline έγραψε για την εργασία:

Προσπάθησε να ενσωματώσει Καρτέσιο, Νεύτωνα, και τις ιδέες του Λάιμπνιτς. Στη φιλοσοφική πλευρά τα θέματα που συζητά είναι ελεύθερα: δύναμη και ρόλος του Θεού, η φύση του διαστήματος, αίτια και δύναμη. Φυσικά είναι γνωστό πως πριν τα μαθήματα του Κένιχ, η Εμιλί δε γνώριζε για τις ιδέες του Λάιμπνιτς μα τούτο το γεγονός δε κάνει αυτόματα το βιβλίο της, βιβλίο του, παρά μόνο πως απλά ήταν ο δάσκαλος της συγγραφέως.

Το 1744 υπέβαλε στη Γαλλική Ακαδημία την εργασία της με τίτλο Dissertation Sur La Nature Et La Propagation Du Feu και αυτή τη φορά κέρδισε το βραβείο. Το 1745 ξεκίνησε ένα νέο φιλόδοξο πόνημα: τη μετάφραση από την 3η λατινική έκδοση του Μathematica Ρrincipia Νaturalis Philosophiae του Νεύτωνα, που είχε εκδοθεί το 1726 στο Λονδίνο από τον εκδότη H. Pemberton, υπό την επίβλεψη του ίδιου του συγγραφέα. Την επόμενη χρονιά εξασφάλισε την άδεια να το εκδώσει με βασιλικό προνόμιο. Στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου που τελικά θα εκδοθεί οριστικά και πλήρες το 1759, ο Βολταίρος έγραψε:

Η κυρία ντι Σατλέ, παρέχει  διπλήν υπηρεσία στο Μέλλον με τη μετάφρασή της αυτή του Principia και του εμπλουτισμού του με τα σχόλιά της. Όσον αφορά στα αλγεβρικά σχόλια, είναι πολύ περισσότερο από μια μετάφραση. Βάσισε τούτο το μέρος στους υπολογισμούς του Clairaut, έλυσε τους υπολογισμούς, ο ίδιος ο Clairaut έλεγξε, αλλά αυτοί επιβεβαιώθηκαν κι από ένα τρίτο άτομο, έτσι ώστε να 'ναι αδύνατο να γλιστρήσει κάποιο λάθος, από παράλειψη ή απροσεξία, στην εργασία τούτη. Είναι καταπληκτικό που μια γυναίκα κατάφερε να φέρει σε πέρας μια τέτοιαν εργασία...

Αυτή η δουλειά την απορρόφησε πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ, η σχέση της με τον Βολταίρο τελείωσε. Έχει ερωτευτεί, από την Άνοιξη του 1748, ένα νεαρό αυλικό κι ελάσσονα ποιητή, ονόματι Marquis de Saint-Lambert, από τον οποίο έμεινε ξανά έγκυος, στα 43 της. Παρά την ηλικία της και τους φόβους πως δεν θα επιζούσε από τη γέννα, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Προκειμένου να μην εκθέσει το σύζυγό της, όπως του είχε υποσχεθεί, συμβουλεύτηκε τον Βολταίρο με τον οποίο συνέχιζαν να είναι καλοί φίλοι. Εκείνος της συνέστησε να προσποιηθεί πως το παιδί είναι του άντρα της, όπως και συνέβη. Η Σατλέ συνέχισε να εργάζεται, ακόμα πιο εντατικά και με προγραμματισμό, εγκαταλείποντας τελείως τη κοσμική ζωή, με εξαίρεση την σπάνια υποδοχή λίγων φίλων.

Τη 1η Σεπτέμβρη του 1749, παρέδωσε το έργο της που δεν ήταν απλά μια μετάφραση του «Principia» του Νεύτωνα, αλλά περιλάμβανε και δικές της σημειώσεις, συμπεράσματα και διευκρινίσεις της συχνά δυσνόητης γραφής του Νεύτωνα όπως και παραδείγματα πειραμάτων που αποδείκνυαν το κείμενο. Ήταν ένα μνημειώδες έργο που μόνο κάποιος με πλήρη και βαθιά γνώση τόσο των μαθηματικών όσο και της σύγχρονης φυσικής μπορούσε έστω και να διανοηθεί και η Σατλέ το έφερε σε πέρας. Η μοντέρνα της γραφή και το ξεκάθαρο ύφος της σύντομα οδήγησαν τους επιστήμονες της της Γαλλίας να κατανοήσουν και να επεκτείνουν τις ιδέες του Νεύτωνα.

Τρεις μέρες μετά την ολοκλήρωση του έργου της γέννησε ένα κορίτσι. Το παιδί πέθανε μετά από πέντε ημέρες, ενώ η ίδια καταπονήθηκε σημαντικά από τη γέννα. Σε συνδυασμό με μια μόλυνση, κατέπεσε με ψηλό πυρετό κι έτσι, δέκα μέρες μετά τη γέννα πέθανε παρουσία του συζύγου της, του Βολταίρου και του νεαρού μαρκήσιου. Η Γαλλία είχε κερδίσει τη μοναδική ακόμα και μέχρι σήμερα μετάφραση της Principia στα γαλλικά, (ανατυπώθηκε το 1966), χάνοντας μια πάρα πολύ σπουδαία γυναίκα και επιστήμονα. Μια γυναίκα που ντύθηκε άντρας για να μπει στους επιστημονικούς κύκλους. Ντύθηκε άντρας για να μπορεί να συναναστρέφεται τους διανοούμενους της εποχής. Ντυνόταν άντρας κι αργότερα, όταν είχε γίνει γνωστή, για να προκαλεί τα ήθη της εποχής.

Η Εμιλί ντυ Σατλέ, αν και υπήρξε ένα από τα επιστημονικά μυαλά της Γαλλίας, σταδικά ξεχάστηκε ή έμεινε γνωστή μόνο ως ερωμένη του Βολταίρου. Μόνο πρόσφατα το έργο της και η συνεισφοά της έχουν αρχίσει να ξαναέρχονται στην επιφάνεια. Στη ζωή της προβληματίστηκε πολύ για τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες που επιθυμούσαν να μορφωθούν καθώς και για τις προκαταλήψεις σε βάρος τους και είχε γράψει:

«Αν ήμουν βασιλιάς θα άλλαζα μια αδικία που περιορίζει την μισή ανθρωπότητα. Θα επέτρεπα στις γυναίκες να συμμετέχουν σε όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως σε εκείνα του πνεύματος.»