ΑΜΠΕΛΙ - ΤΡΥΓΟΣ - ΚΡΑΣΙ

 

Ούτος την άμπελον είπε τρεις φέρειν βότρυς· τον πρώτον ηδονής· τον δεύτερον μέθης· τον τρίτον αηδίας. Ανάχαρσις, 6ος π.Χ. αιών.



    H άγρια άμπελος συναντάται σε όλη την παράλια ζώνη της Μεσογείου, με εξαίρεση τις παρυφές της Σαχάρας, ενώ το εξημερωμένο φυτό της αμπέλου ανάγεται χρονικά στα όψιμα νεολιθικά χρόνια. Και τα δύο αυτά είδη χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή οίνου, μέχρις ότου η καλλιεργημένη μορφή αμπέλου επικράτησε πλήρως. Η αρχή της καλλιέργειας της αμπέλου μπορεί να αναζητηθεί σε μία περιοχή γύρω από την Κασπία Θάλασσα ή τη Μεσοποταμία, απ” όπου προέρχονται και τα πρώτα σχετικά ευρήματα. Για την Ελλάδα πιθανές είσοδοι είναι η Θράκη ή η ΒΔ Μικρά Ασία, απ” όπου σύμφωνα με το μύθο ο Οδυσσέας παρέλαβε τον οίνο που έδωσε στον Πολύφημο. Πιθανό είναι επίσης όμως κάθε μία από τις περιοχές όπου συναντώνται ίχνη αμπελοκαλλιέργειας να ανέπτυξε ανεξάρτητα την καλλιέργεια αυτή, καθώς η άγρια άμπελος συναντάται εκεί ακόμη και σήμερα.


    Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν φέρει στο φως σπόρους καλλιεργημένων σταφυλιών στην Αίγυπτο και την Κεντρική Ασία από το 4000 π.Χ. Στον ελλαδικό χώρο έχουν επίσης έρθει στο φως κατάλοιπα του καρπού της αμπέλου σε θέσεις όπως ο Καστανάς, το Σέσκλο, ο Αχίλλειος Θεσσαλίας, τα Θαρρούνια Ευβοίας και το Φράγχθι της Πελοποννήσου. Έχουμε δηλαδή κατάλοιπα από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, αλλά και την Τροία από το τέλος της Νεολιθικής εποχής. Στην εποχή του Χαλκού τα σχετικά ευρήματα αυξάνονται και έτσι συναντάμε σχετικά κατάλοιπα στη Λέρνα, τον Άγιο Κοσμά, τη Μύρτο, τη Φαιστό, τις Μυκήνες, την Τίρυνθα.


   Με βάση μάλιστα πρόσφατη αρχαιολογική ανακοίνωση, στο Ντίκιλι Τας – στον προϊστορικό οικισμό από πασσαλόπηκτες καλύβες της μέσης νεολιθικής και πρώιμης εποχής του Χαλκού (6η-3η χιλιετίες π.Χ.) κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων – βρέθηκαν 2.460 καμένοι σπόροι σταφυλιών και 300 φλούδια από σταφύλι ηλικίας 6.500 που πιθανόν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κρασιού, αποτελώντας τα αρχαιότερα πατημένα σταφύλια που έχουν έρθει μέχρι σήμερα στο φως.





Σταφύλια που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Νεολιθικού οικισμού Ντίκιλι Τας




   Η κατανάλωση ή όχι του κρασιού, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν η οινοποσία, αποτελούσαν κριτήρια για απόδοση στερεοτύπων σε διάφορα έθνη από τους αρχαίους Έλληνες. Στους λαούς που έπιναν κρασί, συγκαταλέγονταν εκτός από τους Έλληνες και οι Πέρσες οι οποίοι έμαθαν το κρασί από τους Μήδους και τους Λυδούς, καθώς επίσης οι Σκύθες και οι Θράκες. Οι Αιγύπτιοι για παράδειγμα έπιναν κρίθινο οίνο, ενώ με βάση τον Αρχίλοχο το ίδιο έκαναν επίσης οι Φρύγες και οι Θράκες. Η κατανάλωση άκρατου οίνου θεωρούνταν μία βαρβαρική συνήθεια και τη συναντούσαμε  στους Πέρσες, τους Σκύθες, τους Θράκες αλλά και αλλού. Οι Έλληνες αντίθετα είναι γνωστό πως κατανάλωναν τον οίνο κεκραμένο, ανακατεμένο δηλαδή με νερό.


    Η σχέση των αρχαίων πόλεων με το κρασί ποικίλει, ενώ υπήρχε και άμεση σύνδεση του κρασιού με τα διάφορα έθιμα των εκάστοτε πόλεων κρατών. Οι Φιγαλείς για παράδειγμα θεωρούνταν φιλοπότες, όπως επίσης και οι Βυζαντινοί, οι Αργείοι και οι Τιρύνθιοι. Στη Σπάρτη είχαν το συνήθειο να λούζουν τα νεογέννητα με κρασί, αλλά κατά τα άλλα ήταν πειθαρχημένοι ως προς την κατανάλωσή του. Ο Πλάτωνας όριζε τους περιορισμούς, οι νέοι μέχρι τα 18 να μην δοκιμάζουν κρασί, καθώς και να γεύονται μέτρια ποσότητα μέχρι τα 30 τους χρόνια. Οι Μασσαλιώτες επίσης είχαν νόμο που επέτρεπε τις γυναίκες να πίνουν μόνο νερό.

        

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ 


Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, ΒάκχοςΘεός του οίνου. Θεός των αρχαίων


    Η αρχή της αμπελοκαλλιέργειας στον Ελλαδικό χώρο χάνεται στα βάθη της νεολιθικής περιόδου, η μεγαλύτερή της όμως ανάπτυξη σημειώνεται μεταξύ του 13ου και του 11ου π.Χ. αιώνα. 

     Η σχέση των προγόνων μας, των αρχαίων, με το κρασί είναι γνωστή και χιλιοσυζητημένη. Καλλιεργούσαν αμπέλια και παρήγαγαν ονομαστά κρασιά. Ο Όμηρος στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας στα «Συμπόσιά» τους, ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» αναφέρονται συχνά στους ονομαστούς οίνους της αρχαιότητας. Τα γλυκά και μαλακά κρασιά από τη Θήρα και την Κρήτη, τα λεπτότατα από την Κύπρο και τη Ρόδο, τα ευώδη της Λέσβου, ο χαριέστατος εις παλαίωσιν Κερκυραϊκός, ο υπνωτικός Θάσιος, ο ονομαστός Αριούσιος της Χίου και πάρα πολλά άλλα περιζήτητα κρασιά αναφέρονται στα κείμενα της εποχής. 

   Να μην ξεχνάμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά και την αξία του εμπορίου, το εξαγωγικό τους δε εμπόριο ήταν πολύ καλά οργανωμένο την εποχή εκείνη. Σε αντάλλαγμα του οίνου και του λαδιού οι Έλληνες εισήγαγαν δημητριακά και χρυσό από την Αίγυπτο και τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, χαλκό από την Συρία και την Κύπρο, ελεφαντόδοντο από την Αφρική. 
                                                         Χαρακτικό του Τάσου



   Τα κρασιά που εξάγονταν εκείνη την εποχή ήταν πολλά, πιο φημισμένα όμως ήταν τα κρασιά των νησιών του Αιγαίου. Ο Χίος, ο Λέσβιος και ο Θάσιος υπήρξαν οι πιο ακριβοπληρωμένοι οίνοι κατά τον 4ο Π.Χ. αιώνα. Για την προστασία τους δε από τις απομιμήσεις και τις παραποιήσεις, τα κρασιά της Θάσου έπρεπε να πωλούνται μέσα σε αμφορείς ώστε η ανθεκτικότητά τους να είναι εγγυημένη. Οι οινικοί νόμοι της Θάσου του 5ου αιώνα π.Χ. δεν είναι τίποτε λιγότερο από τα αρχαιότερα νομοθετικά κείμενα για την προστασία των Οίνων Ονομασίας Προέλευσης, στα πλαίσια μιας γενικότερης αμπελοοινικής πολιτικής που αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος και στην προστασία του υγιούς οινεμπορίου. Εδώ μπορούμε επίσης να διακρίνουμε την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας κανονισμών για τα κρασιά ονομασίας προελεύσεως, όπως αυτοί ισχύουν τώρα στις χώρες της Ε.Ε. Οι ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στη νομοθεσία της Αρχαίας Ελλάδος για τα κρασιά ποιότητας που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές και τη νομοθεσία της Ε.Ε. είναι εκπληκτική. 








    Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το κρασί και υπηρετούσαν με πάθος τον θεό του, τον Διόνυσο, μια θεότητα έξυπνη, ζωντανή, ερωτική. Σύμφωνα με το μύθο ο Διόνυσος απήχθη από Ετρούσκους πειρατές στο δρόμο του για την Ιταλία. Φανέρωσε όμως, τη θεϊκή του υπόσταση φυτεύοντας ένα αμπέλι που αναρριχήθηκε στο κατάρτι και μετατρέποντας τους πειρατές σε δελφίνια. Η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα βασιλιά της Κρήτης και σύζυγος του Διόνυσου, του χάρισε δύο γιους, τον Στάφυλο και τον Οινοπίωνα, καθώς και μία κόρη την Ευάνθη. Η πλούσια εικονογραφία των αγγείων της Αττικής κεραμικής μαρτυρά το εύρος της Διονυσιακής λατρείας. Το δράμα, κορυφαία έκφραση της εποχής, γεννήθηκε από τον Διονυσιακό διθύραμβο. Έντονο διονυσιακό χαρακτήρα είχαν οι πολυάριθμες γιορτές, και κυρίως τα αφιερωμένα στο Διόνυσο «Μικρά» και «Μεγάλα Διονύσια», στα οποία γίνονταν και θεατρικοί αγώνες. Αλλά και τα συμπόσια, ευκαιρία για πνευματικές συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών, είχαν ως άξονα την εθιμοτυπικά καθορισμένη οινοποσία.




    Από τη μελέτη της Βακχικής ποίησης ανασύρουμε το τελείως συγκεκριμένο εθιμοτυπικό του πότου, της κατανάλωσης δηλαδή του κρασιού. Ο κοινός πολίτης της αρχαιότητας βουτούσε κάθε πρωί το ψωμί του στο κρασί και αυτή ήταν η μοναδική στιγμή της ημέρας που έπινε άκρατο τον οίνο του, χωρίς δηλαδή να τον αραιώσει με νερό. Γιατί στο συμπόσιο, κοινωνικό θεσμό με κανονισμούς και καθορισμένη εθιμοτυπία, ο πότος, που ακολουθούσε το σύντομο και συνήθως λιτό δείπνο, συνίστατο στην πόση κρασιού αραιωμένου με νερό. Έτσι οι συμποσιαστές, χωρίς να μεθούν, και να συνέχιζαν τις εμπνευσμένες συζητήσεις που έχει καταγράψει η πένα των ποιητών. Η καταδίκη της μέθης είναι πανάρχαια, από την εποχή του Ομήρου και οι μέθυσοι Κύκλωπες αποτελούν προηγούμενα προς αποφυγήν. Οι γυναίκες δεν ελάμβαναν ποτέ μέρος σε αυτές τις συγκεντρώσεις, εκτός φυσικά από τις τραγουδίστριες, τις χορεύτριες ή ακόμη και τις εταίρες που διασκέδαζαν τους παρευρισκόμενους. 






Οι Αρχαίοι Έλληνες, λαός και άρχοντες, καθώς και οι φιλόσοφοι όλων σχεδόν των ρευμάτων , από τους Προσωκρατικούς και τους Ιδεαλιστές ( Πλάτων, Σωκράτης κ.ο.κ. ) μέχρι τους Επικούριους, αγαπούσαν το κρασί, ενώ και οι ποιητές δεν παρέλειψαν να το υμνήσουν. 

Ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» περιγράφει πολλές σκηνές οινοποσίας,ενώ στην «Ιλιάδα» μιλάει για την ασπίδα του Αχιλλέα που είναι διακοσμημένη με μια σκηνή τρύγου. Ο Ευρυπίδης στο σατυρικό δράμα «Κύκλωψ», ( στιχ. 616-624) αναφέρεται πως ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο με το δυνατό κρασί (Μαρώνειος Οίνος) που του έδωσε ο ιερέας Μάρωνας και τον τύφλωσε.


     Ο Αλκαίος, μεγάλος λυρικός ποιητής, μας παροτρύνει να μην φυτέψουμε κανένα άλλο δένδρο παρά μόνο αμπέλι, «Μηδ’ εν άλλο φυτεύσης πρότερον δένδρεον αμπέλω...»
Στην αξία του κρασιού αναφέρονται ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας στα « Συμπόσιά» τους. « Χαλεπόν τοις ανθρώποις η μέθη» ,δηλ. « Φοβερόν ελλάτωμα για τους ανθρώπους η μέθη» ( Πλατ. “Συμπόσιον” c, 176 ) αλλά και ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», όπου αποκαλεί το κρασί « Οίνος, ο αγαθός δαίμονας». Στο ίδιο έργο, σ’ ένα απόσπασμα, ο Εύβουλος ( κωμικός ποιητής του 4ου π.Χ. αιώνα) παριστάνει τον Διόνυσο να λέει ότι το κρασί είναι απαραίτητο στον άνθρωπο, αλλά με μέτρο, γιατί αν πιει περισσότερο τότε παραφέρεται. 
    Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας διέθεταν μια αξιοζήλευτη ποκιλία ειδικών αγγείων, τα οποία χρησιμοποιούσαν τόσο για την ανάμειξη του κρασιού, τη διατήρηση του, όσο και για την ψύξη του, πριν την κατανάλωση. Έτσι έχουμε : 

Αποθηκευτικά
Μίξης οίνου με νερό
Αντλήσεως και σερβιρίσματος οίνου
Πόσης
Ψύξης του οίνου
















Ο περίφημος μελανόμορφος Κρατήρας του Κλειτία, έργο του Εργότιμου και του Κλειτία
Οι αρχαίοι Έλληνες έπιναν το κρασί τους αναμεμιγμένο με νερό, οίνο κεκραμμένο δηλαδή. Όσοι έπιναν τον οίνο άκρατο, σκέτο, ονομάζοντανακρατοπότες, κάτι ανάλογο με το σημερινό μέθυσος. Ο κρατήρας ήταν το αγγείο, στο οποίο αναμιγνυόταν το νερό και το κρασί και η λέξη προέρχεται από το κεράννυμι, που σημαίνει αναμιγνύω.

..........................................

 ΘΕΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ 



Ο Διόνυσος, επίσης Διώνυσος, γιος του θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι ολύμπιος θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί, ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα. Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στα δύο». Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του Κατεργάρη, παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου. 


Στην ελληνική μυθολογία, ο Διόνυσος γεννιέται από τον μηρό του πατέρα του, στη νήσο Ικαρία, και παραδίδεται σε δώδεκα νύμφες ή υδάτινα πνεύματα, τις Υάδες, οι οποίες γίνονται τροφοί του θεϊκού παιδιού. Αργότερα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης την υπηρεσία τους, οι Υάδες εξυψώθηκαν στο ουράνιο στερέωμα όπου λάμπουν ως αστερισμός των Υάδων. ΕίναιΠυριγενής, και Λιμναίος, φέροντας εγγενώς την ποιότητα της 'λίμνης ή του έλους'. Ο Διόνυσος είναι επίσης Διθύραμβος, δηλαδή διγενής, γεννημένος πρώτα από τη φωτιά και κατόπιν από το νερό, ακολουθώντας την παράδοση ανάλογων αρχέγονων θεοτήτων. Ο Διόνυσος, επίσης, συνδέεται με τη γονιμότητα, μέσω του εκπληρωμένου έρωτα και τοεπίγραμμα του Ανακρέοντα στον θεό αρχίζει με τις λέξεις «Ω Κύριε, που σύντροφοί σου στο παιχνίδι είναι ο ισχυρός Έρως, οι μαυρομάτες νύμφες και η Αφροδίτη!» 


Καραβάτζιο - Βάκχος
 
Ενα παραμύθι για το κρασί

Μια φορά κι έναν καιρό, ο θεός Διόνυσος φιλοξενήθηκε από το βασιλιά της Αιτωλίας, Οινέα. Ευχαριστήθηκε πολύ από τη φιλοξενία του και για ανταπόδοση θέλησε να του κάνει ένα δώρο.
Πήρε ένα μικρό και τρυφερό κλίμα αμπελιού και τύλιξε τις ρίζες του με λάσπη για να μην ξεραθεί. Αφού βρήκε ένα μικρό κούφιο κόκαλο αηδονιού το έβαλε μέσα και ξεκίνησε .
Ο δρόμος όμως ήταν μακρινός και το αμπέλι ολοένα μεγάλωνε . Ο Διόνυσος τότε βρήκε ένα μεγαλύτερο κόκαλο, λιονταριού και το έβαλε μέσα. Περπάτησε πάλι πολύ και είδε πως το αμπέλι μεγάλωσε πάλι τόσο, που πετάχτηκε έξω από τη θήκη του.Έψαξε λοιπόν και βρήκε ένα κόκαλο γουρουνιού και έβαλε το αμπέλι μέσα.
Ώσπου έφτασε κάποτε στην Αιτωλία. Ο Οινέας πήρε με χαρά το δώρο του και το φύτεψε. Αυτό μεγάλωσε και κάρπησε και έδωσε καρπούς ωραία και ζουμερά σταφύλια. Ο Οινέας έφαγε μερικά και άλλα τα έστιψε και τα έκανε μούστο. Είδε με περιέργεια ότι ο μούστος ζυμώθηκε και έγινε κρασί.
Το κρασί όμως πήρε και τις χάρες και τα ανάποδα από τα ζώα που με τα κόκαλά τους το μεγάλωσαν.
Έτσι όποιος πιει λίγο κρασί , νιώθει σαν πουλί και κελαηδεί.
Όποιος όμως πιει περισσότερο , θεριεύει και γίνεται σα λιοντάρι και ζητά καυγάδες.
Κι αν πιει ακόμα πιο πολύ , γίνεται σαν το τετράποδο που μες το κόκαλό του ο Διόνυσος το έβαλε τελευταίο…..





                ΑΙΣΩΠΟΣ  - Η αλεπού και τα σταφύλια 

Μια αλεπού πεινασμένη είδε πάνω σ' ένα δέντρο πλεγμένη μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί. Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους αρέσει. 

Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές.

Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω,

σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την 
έτρωγε. Στα κατατελευταία απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον
εαυτό της: 
- Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται.
Αγίνωτα είναι ακόμη... 
Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται να την περιγελούν.
- Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...

                                        Η ΑΜΠΕΛΟΣ Η ΑΛΗΘΙΝΗ 

Κατα Ιωαννην

1
 Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι.  2 πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ.  3 ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν.  4 μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ' ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε.  5 ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.  6 ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται.  7 ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ὑμῖν.  8 ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ γενήσεσθε ἐμοὶ μαθηταί. 9 καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. 10 ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ.  11 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ.  12 αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. 13 μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ. 14 ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν.  15 οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν.  16 οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν.  17 Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. 

1
 «Εγώ είμαι η άμπελος η αληθινή και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός.  2 Κάθε κλήμα ενωμένο μ’ εμένα που δε φέρει καρπό το αφαιρεί. Και καθένα που φέρει καρπό το κλαδεύει, για να φέρει περισσότερο καρπό.  3 Ήδη εσείς είστε καθαροί, εξαιτίας του λόγου που σας έχω μιλήσει. 4 Μείνετε ενωμένοι μ’ εμένα, κι εγώ θα μένω ενωμένος μ’ εσάς. Καθώς το κλήμα δε δύναται να φέρει καρπό από τον εαυτό του αν δε μένει ενωμένο με την άμπελο, έτσι ούτε εσείς αν δε μένετε ενωμένοι μ’ εμένα.  5 Εγώ είμαι η άμπελος, εσείς τα κλήματα. Όποιος μένει ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ με αυτόν, αυτός φέρει καρπό πολύ, γιατί χωρίς εμένα δε δύναστε να κάνετε τίποτα.  6 Αν κάποιος δε μένει ενωμένος μ’ εμένα, πετιέται έξω σαν το κλήμα και ξεραίνεται, και τα συνάζουν και τα ρίχνουν στη φωτιά και καίγονται.  7 Αν μείνετε μέσα μου και τα λόγια μου μείνουν μέσα σας, ζητήστε ό,τι θέλετε και θα σας γίνει.  8 Με αυτό δοξάστηκε ο Πατέρας μου: με το να φέρετε καρπό πολύ και να γίνετε δικοί μου μαθητές.  9 Καθώς με αγάπησε ο Πατέρας κι εγώ εσάς αγάπησα. μείνετε μέσα στην αγάπη τη δική μου.  10 Αν τις εντολές μου τηρήσετε, θα μείνετε μέσα στην αγάπη μου, καθώς εγώ έχω τηρήσει τις εντολές του Πατέρα μου και μένω μέσα στην αγάπη του. 11 Αυτά σας τα έχω μιλήσει, για να είναι η χαρά η δική μου μέσα σας και η χαρά σας να ολοκληρωθεί.  12 Αυτή είναι η εντολή η δική μου: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο καθώς αγάπησα εσάς.  13 Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν κανείς δεν έχει, να θυσιάσει κάποιος την ψυχή του για τους φίλους του.  14 Εσείς φίλοι μου είστε, αν κάνετε όσα εγώ σας δίνω εντολή.  15 Δε σας λέω πια δούλους, γιατί ο δούλος δεν ξέρει τι κάνει ο κύριός του. Εσάς όμως σας έχω πει φίλους, γιατί όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου σας γνώρισα.  16 Δε με εξελέξατε εσείς, αλλά εγώ σας εξέλεξα και σας έθεσα, για να πάτε εσείς και να φέρετε καρπό και ο καρπός σας να μένει, ώστε ό,τι ζητήσετε από τον Πατέρα στο όνομά μου να σας το δώσει.  17 Αυτά σας δίνω εντολή: να αγαπάτε ο ένας τον άλλο». 
ΠΗΓΗ http://kainidiathiki.agiooros.org/



(FROM: Reader Digest's, Great People of the Bible and How They Lived)




Κώστας Κρυστάλλης "Το τραγούδι του τρυγητού "


Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ' αυλάκι, 
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ' αηδόνια, 
το λεν στ' αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια, 
το λέει κ' η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι 
-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο, 
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, 
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο. 
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω, 
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες, 
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι, 
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου. 
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ' αλογό του, 
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα, 
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ' αθάνατο κρασί σου, 
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.



Πίνακας - Claudio da Firenze 





Ι Πολέμης Νερωμένο κρασί


Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τόχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά. 
Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.

Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.

«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη, 
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό, 
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ; 

Δὲν ᾖρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι, 
ᾖρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ: 

«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές, 
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;» 


Πίνακας -Peter Raadsig



Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ "Παίζει ἀπόψε τὸ φεγγάρι" 



Παίζει ἀπόψε τὸ φεγγάρι 
Μέσα στὴν κληματαριά, 
Ποὖναι νὰ τὸ πιεῖς, ἀλήθεια, 
Στὸ ποτήρι, 

Κι ὄχι τόσο γιατὶ παίζει 
Στὴν κληματαριά, 
Ὅσο γιατὶ φέγγει δίπλα 
Σ᾿ ἕνα παραθύρι… 
(Ὧρες)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ 

Ο παππούλης σαν κοπέλι 
κάθε μέρα πάει στ' αμπέλι. 
Το ραντίζει, το θειαφίζει 
και το διπλοκαθαρίζει. 
Και το Μάη με τους ανθούς 
κορφοκόβει τους βλαστούς. 
Κι ως να διπλοξεφυλλίσει, 
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.

Τώρα φέρνει στο μαντίλι 
κόκκινο, γλυκό σταφύλι. 
Τώρα κάθεται δραγάτης 
ο παππούς ο ανοιχτομάτης 
και του πάμε το φαΐ του 
και μας δίνει την ευκή του, 
μας φιλεύει και σταφύλια 
σε καλάθια και μαντίλια.


The Happy Drinkers - Johann Hamza



Κώστας Βάρναλης: Οι Μοιραίοι 

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισιές

(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)

όλ'η παρέα πίναμ' εψες'

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.



Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! 


The Drinker, 1890 by Paul Cézanne 
Κώστας Βάρναλης, Πάλι μεθυσμένος είσαι 

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!

― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος! 



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Ο ΜΗΝΑΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ( ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ .ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ,ΘΡΗΣΚΕΙΑ)

 

Πίνακας - Γ. Τσαρούχης 

Ο Σεπτέμβριος, ή Σεπτέμβρης, ή Σταυρίτες (ποντιακά), είναι ο ένατος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και πρώτος μήνας του Φθινοπώρου (Αττικός μήνας:ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (15 Σεπτεμβρίου - 13 Οκτωβρίου). Περιλαμβάνει 30 ημέρες. Ο Σεπτέμβριος ήταν ο 7ος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου εξ ου και η ονομασία του (Septem (=επτά). Ο λαός μας συνηθίζει να λέει πως: «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνας». Oι καιρικές, όμως, συνθήκες που επικρατούν συνήθως τον Σεπτέμβριο δεν μας επιτρέπουν να το πιστέψουμε! Γιατί, παρ’ όλο που υποτίθεται ότι με την έλευση του Σεπτεμβρίου αρχίζει το φθινόπωρο, κάθε χρόνο φαίνεται ότι ακόμη και σε όλη τη διάρκεια του μήνα το καλοκαίρι καλά κρατεί. Ο καιρός όμως σιγά-σιγά αρχίζει ν’ αλλάζει και να μας προετοιμάζει για τον επερχόμενο χειμώνα. Στο τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, άλλωστε, ξεκινάει επίσημα και το φθινόπωρο, με την άφιξη του Ήλιου στο φθινοπωρινό ισημερινό σημείο της τροχιάς του στις 22 του μήνα.

ΙΝΔΙΚΤΙΩΝ 
Ο Σεπτέμβριος είναι επίσης και ο μήνας της επιστροφής των μαθητών στα σχολεία για μια νέα χρονιά. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα, άλλωστε, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη:
«Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». 
— Μαρίνα Δετοράκη
Γι’ αυτό, άλλωστε, σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας η 31η Αυγούστου ονομάζεται «κλειδοχρονιά» επειδή «κλειδώνει» (τελειώνει) ο προηγούμενος χρόνος, ενώ η 1η Σεπτεμβρίου ονομάζεται «αρχιχρονιά».


Ο Σεπτέμβριος, όμως, έχει κι άλλες ονομασίες, όπως «Σταυριάτης» ή «Σταυρίτης» λόγω της μεγάλης γιορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 του μήνα. Όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης:
«Η μέρα της γιορτής αυτής σε πολλά μέρη αποτελεί χρονικό σταθμό στις τοπικές αγροτικές και ποιμενικές εργασίες και λαμβάνεται ως η αρχή ή το τέρμα για τις σχετικές συμβάσεις. Αλλά σταθμό αποτελούσε παλαιότερα και για τους ναυτικούς, οι οποίοι τότε σταματούσαν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα, όπως συμβούλευε η παροιμία: “Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε”. Στις εκκλησίες μοιράζεται τη μέρα αυτή βασιλικός, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την παράδοση ότι στο μέρος όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό αυτό φυτό, που για το λόγο αυτό λέγεται και σταυρολούλουδο… Με το βασιλικό από την εκκλησία και με αγιασμό της ημέρας ετοιμάζεται το νέο προζύμι για όλη τη χρονιά». 

Πίνακας-Nello Iovine

Κυρίως, όμως, ο Σεπτέμβριος είναι γνωστός με την ονομασία «Τρυγομηνάς» ή «Τρυγητής». Όπως γράφει, με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη:
«Την καθολική και πυρετώδη συμμετοχή της κοινότητας αποδίδει η παροιμιακή φράση “θέρος, τρύγος, πόλεμος”. Η συμμετοχή όλων των κατοίκων του οικισμού αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη εργασία, που συχνά έπαιρνε το χαρακτήρα πανηγυριού… Η μεταφορά των σταφυλιών στο ληνό (πατητήρι, αργαστήρι, καρούτα, πατερό, τραπεζονιά, σκαφόνι κ.ά.) γίνεται με ζώα, με κάρα ή με μηχανικά μέσα, σήμερα πια στα πατητήρια. Το πατητήρι διαφέρει από περιοχή σε περιοχή ως προς το σχήμα και τη χωρητικότητα. Αλλού είναι κτιστή παραλληλεπίπεδη δεξαμενή με κλίση του δαπέδου προς την πλευρά απ’ όπου εξέρχεται ο μούστος, αλλού είναι ένας μεγάλος ξύλινος ή πλεχτός φορητός κάδος, που τοποθετείται κατά το πάτημα πάνω σε κτιστή δεξαμενή (υπολήνιο, αποδοχάρι, δοχειό κ.ά.), μέσα στην οποία ρέει ο μούστος. Το πάτημα των σταφυλιών γίνεται από τους “πατητάδες”. Το γλεύκος (μούστος, απόσταμα, βράσμα, λαγάρι, πρόσυρο κ.ά.) μεταφέρεται και αποθηκεύεται συνήθως σε μεγάλα βαρέλια, που έχουν πλυθεί με ειδικά αρωματικά φυτά (σχίνο, μυρτιά, δάφνη κ.ά.) κι έχουν απολυμανθεί με θειάφι ή έχουν ρετσινωθεί. Μέσα εκεί ο μούστος “βράζει”, ζυμώνεται και γίνεται κρασί». 
— Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη

Όπως γράφει και ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) στο «Τραγούδι του τρυγητού»: «Αμπέλι μου πλατύφυλλο/ και καλοκλαδεμένο,/ δέσε σταφύλια κόκκινα,/ να μπω να σε τρυγήσω,/ να κάμω αθάνατο κρασί,/ μοσχοβολιά γιομάτο». Ο τρυγητός των αμπελιών και η δημιουργία του κρασιού είναι, άλλωστε, μια πανάρχαια διαδικασία που ανάγεται στην περίοδο της γεωργικής επανάστασης πριν από περίπου 7.000 χρόνια, ενώ και οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την οινοποιία τουλάχιστον από το 1700 π.Χ. Η σχετική μάλισταμυθολογία για το κρασί, και η σύνδεσή του με το θεό Διόνυσο, είναι ιδιαίτερα πλούσια. Γιατί το κρασί αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν όχι μόνο ως βασικό συστατικό της διατροφής, αλλά και της θρησκείας, αφού οι Έλληνες πίστευαν ότι το αίμα του σταφυλιού είναι αίμα του θεού Διονύσου και ότι πίνοντας κρασί μεταλαμβάνουν από το αίμα του θεού.
Η λατρεία του Διονύσου συνάντησε αρκετές δυσκολίες. Αρχικά, μάλιστα, και μια κάποια καχυποψία απέναντι στο κρασί, όπως αποτυπώνεται σε πολλούς σχετικούς μύθους. Πάρτε, για παράδειγμα, έναν αττικό μύθο που συνδέει τον αστερισμό της Παρθένου με το κρασί. Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο αστερισμός της Παρθένου αντιπροσωπεύει την Ηριγόνη, την κόρη του Ικάριου που πρώτος υποδέχτηκε τον Διόνυσο στην Αττική και από τον οποίο έμαθε την τέχνη να φτιάχνει το κρασί. Στον τόπο που έγινε η συνάντηση εκείνη φυτεύτηκε το πρώτο αμπέλι και η περιοχή ονομάστηκε από τότε Διόνυσος.http://el.wikipedia.org/

Καραβάτζιο - Βάκχος


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ 

Τον Τρυγητή τ' αμπελουργού πάνε χαλάλι οι κόποι.
Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
Του Σταυρού σταύρωνε και δένε.
Του Σεπτέμβρη οι βροχές, πολλά καλά μας φέρνουν.
Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα.
Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια.
Στον Τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε.
Του Σταυρού σταύρωνε και σπέρνε.
Του Σταυρού αρμένιζε και του Σταυρού δένε. 
Του Σταυρού κοίτα και τ’ Αϊ Γιωργιού ξεκίνα. 
Του Σταυρού σταύρωνε και δένε. 
Αν βρέξει ο τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
Τον τρυγητή τ’ αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε.
Βοηθάει ο Αι- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός. 
Θέρος, τρύγος, πόλεμος. 
Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα [=ισημερία] 




ΕΘΙΜΑ - ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 

1η Σεπτεμβρίου (εορτή του αγίου Συμεών του Στυλίτη): Οι έγκυες γυναίκες απείχαν από κάθε εργασία, για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του αγίου (Συμεών/ σημαδεύω). Την ίδια μέρα γιορταζόταν η «Αρχιχρονιά», ένα έθιμο, κατάλοιπο των βυζαντινών χρόνων, καθώς οι βυζαντινοί τον είχαν ως πρώτο μήνα του επίσημου ημερολογίου.
I. Στη Χώρα της ΚΩ, το βράδυ της 31ης Αυγούστου, δηλ. της τελευταίας ημέρας του μήνα, αστρονομούν, όπως λένε, δηλ. αφήνουν κάτω από τ’ άστρα ένα μεγάλο καρπούζι, με πολλά σπόρια, ένα ρόδι, μια σκελίδα σκόρδο, ένα κυδώνι, ένα φύλλο από τον «πλάτανο του Ιπποκράτη» κι ένα τσαμπί σταφύλι. Το πρωί της «Αρχιχρονιάς» γυναίκες και παιδιά σηκώνονται πριν βγει ο ήλιος και κατεβαίνουν στην παραλία παίρνοντας μαζί, τους «αστρονομημένους» αυτούς καρπούς που φύλαγαν για ένα χρόνο στο εικονοστάσι, τους πετούν στη θάλασσα και βουτάνε στο νερό τους καινούργιους. Βρέχουν το πρόσωπό τους, μαζεύουν θαλασσινό νερό από σαράντα κύματα και βότσαλα από την ακρογιαλιά. Στο δρόμο για το σπίτι σταματούν στον «πλάτανο» και αγκαλιάζουν τον κορμό του για να πάρουν τα χρόνια του και τη δύναμή του. Στο σπίτι πια κρεμούν την καινούρια «Αρχιχρονιά» στο εικονοστάσι, σα σύμβολο αφθονίας για την καινούρια χρονιά. Ρίχνουν λίγα βότσαλα στα μπαούλα, να μην τρώνε οι ποντικοί τα ρούχα, βάζουν λίγα στις τσέπες τους «για το καλό», σκορπίζουν μερικά στην αυλή και ραντίζουν το σπίτι με θαλασσινό νερό για την γλωσσοφαγιά.
II. Στη ΡΟΔΟ, τη μέρα αυτή κρεμούν στο μεσιά - το μεσαίο χοντρό δοκάρι, που βαστάζει τη στέγη - τη δική τους «Αρχιχρονιά»: ένα άσπρο σακουλάκι γεμάτο στάχυα και σιτάρι. Γύρω απ’ αυτό δένουν μια αρμαθιά καρύδια, ένα κρεμμύδι, ένα σκόρδο, ένα κεχρί, καρπό βαμβακιού κι ένα τσαμπί σταφύλι. Αν δεν κάνουν την «Αρχιχρονιά», δεν αρχίζουν καμιά αγροτική εργασία. Την «Αρχιχρονιά» αυτή την ξεκρεμούν από το μεσιά την Πρωτοχρονιά το πρωί. Τα καρύδια και το τσαμπί που γίνεται σταφίδα το τρώνε, ενώ το σιτάρι, το σκόρδο και το κρεμμύδι τα φυλάγουν για να τα ρίξουν μέσα στο σπόρο, όταν θα αρχίσουν τη σπορά. Το θεωρούν καλό ν’ ανακατευτούν με το σπόρο οι καρποί της «Αρχιχρονιάς».
Στο άλλο άκρο της Ελλάδας, στη ΣΩΖΟΠΟΛΗ ΘΡΑΚΗΣ, οι κάτοικοι, το πρωί της 1ηςΣεπτεμβρίου, ράντιζαν ο καθένας με αγιασμό το σπίτι του, τα αμπέλια του και τα δίχτυα του, για να ευλογηθούν και να δώσουν πολλά σταφύλια και πολλά ψάρια αντίστοιχα.

Ένας δάσκαλος, πριν αρκετά χρόνια, στα Χάσια Κοζάνης, διηγείται τι συνέβαινε την πρώτη μέρα που άνοιγαν τα σχολεία:
Στα σχολεία των χωριών τούτων, όταν ανοίξει το σχολείο, έρχονται οι μαθητές, φιλούν το χέρι του δασκάλου. Τους καταγράφει. Έπειτα αρχίζουν με τη σειρά και φέρνουν οι μαθητές μια πίτα, ένα ψωμί, κρασί.
Όταν όμως θα αλλάξουν τα βιβλία ή τις τάξεις, τότε ο κάθε μαθητής θα παρουσιάσει τα νέα βιβλία του στο δάσκαλο να τα ράψει κι ο δάσκαλος τα ράφτει όλα τα βιβλία και τα φυλάγει επάνω στον πάγκο. Οι μαθητές φέρνουν τότε ένα δώρο στο διδάσκαλο, μαντίλι ή τσιράπια ή κότα ή αρνί, ό,τι θέλει ο καθένας, στους δε μαθητές φέρνουν μύγδαλα ή καρύδια ή ζαχαρωτά. Όλοι φέρνουν μικροί και μεγάλοι.
Τότε οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι, έρχονται στην παράδοση, στρώνουν μια βελέντζα ή παλτό καταγής. Σηκώνεται ο δάσκαλος, παίρνει το βιβλίο ενός μαθητή της δευτέρας ή της τρίτης κ.λ.π. τάξης στα χέρια και λέγει: «να αξιώσετε το μαθητή αυτό στην Β ή Γ ή Δ τάξη». Όλοι τότε οι μαθητές σηκώνουν εκείνον το μαθητή με τη βελέντζα καθισμένο μέσα και τον σέρνουν άνω κάτω και φωνάζουν «άξιος», τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν 3 φορές. Κατόπιν εκείνος φιλεί το χέρι του δασκάλου και παίρνει τα βιβλία. Ο δάσκαλος του εύχεται Καλή Πρόοδο και μοιράζει στα παιδιά ό,τι φρούτα έφερε ο μαθητής. Έτσι όλοι οι μαθητές αξιώνονται, όχι την ίδια μέρα, αλλά τις άλλες. Τέλος με τη σειρά φέρουν ο καθένας στο δάσκαλο το κανίσκι του με το ψωμί, πίτα, αυγά, κρασί, ρακή κ.ά.

Το Καλαντάρι του Σεπτεμβρίου από το Très riches heures du duc de Berry


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη 

Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα μπλάβα
με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού
στις λίγες αναμνήσεις που μου μένουν
όταν υμνούσα το Σεπτέμβρη

κι απ' τα νερά τα γκρίζα, τα μαλαματένια του
είχα δει ν' αναδύονται τα πιο ωραία
σώματα της αγάπης μου.
Ήταν α υ τ ή η ψύχρα
α υ τ ή η θολή καθαρότητα
κι ένα γλυκό φωτοστέφανο
τριγύριζε τα πρωινά ψάρια
στον μαρμάρινο μπάγκο.
Ο αέρας ύφασμα
με τέλεια εφαρμογή
η μυρωδιά του γιασεμιού
λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα
λες και με αφορούσε κι εμένα
η ωραιότητα.
Η αγάπη έχει αξία συλλογική
τα τόσα πρόσωπα είναι ένα
μες στο γαλάζιο
κι η συμβολή τους συμβολική
στης εποχής το γύρισμα
στον τρύγο
στο πλύσιμο των βαρελιών
δίπλα στη θάλασσα

στα μαύρα σακιά με κοπριά
ακουμπισμένα στην πόρτα μου
σαν κακοί οιωνοί.
Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη
φοράει το ίδιο φως
σε κάθε επέτειο
κρατάει το ίδιο κλαρί
με τα λαχανιασμένα φύλλα
στην εκθαμβωτική πτώση τους.
Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι
Βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας
στα χείλη μου που τα ΄σχιζε
η χαρά
και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη
τα κρυφά
ανθεστήρια θανάτου.


Palazzo Ducale in Venice:The months of the year - September supeditat (September vintaging). Picture by Giovanni Dall'Orto


 Κική Δημουλά - Βροχή επιστροφής 

Εγώ, όταν μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβριος έλεγε ο Αύγουστος.

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
– καθώς δοκιμαστής κρασιών-,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.
Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.
Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.
Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.
Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αρμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.


Ενα ψηφιδωτό από τον αρχαίο Θύσδρο, το σημερινό el Djem της Τυνησίας. Το ψηφιδωτό, που χρονολογείται τον 3ο αι. μ.Χ., διακρίνεται σε τετράγωνα διάχωρα που γεμίζουν το πεδίο μαζί με φυτικά διακοσμητικά μοτίβα. Σε τέσσερις σειρές και τρεις στήλες διατάσσονται οι δώδεκα μήνες του χρόνου. Στην αρχή κάθε σειράς εικονίζεται το σύμβολο κάθε εποχής.
Τον Σεπτέμβριο δυό νέοι πατούν με ενθουσιασμό τα σταφύλια μέσα στο πατητήρι. Πηγή: www.lifo.gr






Κική Δημουλά -  Οι αποδημητικές καλημέρες 

Άρχισε ψύχρα.
Το γύρισε ο καιρός σε αναχώρηση.
Η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σε κάποια υδρορροή.

Ως χθες ακόμα όλα έρχονταν.
Ζέστες, η διάθεση για φως,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωής.
Γονιμοποιούνταν κάθε βράδυ τα φεγγάρια,
πολλοί διάττοντες έρωτες
ήρθαν στον κόσμο τον περασμένο μήνα.
Τώρα η γνωστή ψύχρα
κι όλα να φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, η διάθεση για φως.
Φεύγουν τα πουλιά, ακολουθούν τα λόγια
η μία ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη
με λύπη αυτοδίδακτη.
Ήδη αποσυνδέθηκε το φως από την επανάπαυση
κι από τις καλημέρες σου.
Τα παράθυρα ενδίδουν.
Το χέρι του μεταβλητού κλείνει τα τζάμια,
άλλοι λεν ως την άνοιξη,
άλλοι φοβούνται δια βίου.
Κι εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιος ξέρει τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός να γίνεις «τ᾿ άλλο μου φθινόπωρο».
Άρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στην πλάτη σου ένα ρούχο αποδημίας.



Ανδρέας Εμπειρίκος - Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση


“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη
βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η
γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους
κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες
των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι
οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών
κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί
όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) ανα-
γαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγε-
λος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε
κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
Έαρ, χειμώνας, θέρος-
όπου κι αν είσαι-
είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”

Α. Εμπειρίκος


«… Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος…»
απόσπασμα από το ποίημα “Επαλήθευσις”



Alphonse Mucha | The Months - September, 1899


Κ. Π.Καβάφης - 
Ο Σεπτέμβρης του 1903

Τουλάχιστον με πλάναις ας γελιούμαι τώρα·
την άδεια την ζωή μου να μη νοιώθω.
Και ήμουνα τόσαις φοραίς τόσο κοντά,.
Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
και μέσα μου να κλαίη η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν η επιθυμίαις μου.

Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ' ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσαις φοραίς τόσο κοντά να είμαι.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Ρένα Καρθαίου - Ο Σεπτέμβρης


Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
κ' έχει ολόχρυσο καπέλο
και χρυσό το πανοφώρι.
Τα παπούτσια του είναι φύλλα
που έχουν πέσει απ' τα πλατάνια
και τα μάγουλά του μήλα.
Με του ανέμου τα ποδάρια
τρέχει δίχως να τον βλέπεις
στων βημάτων του τα χνάρια
διαμαντάκια θε να βρεις.
σταγονίτσες, σταγονίτσες
μιας ολόχρυσης βροχής.
Ο Σεπτέμβρης είναι αγόρι
κατεβαίνει από τα δάση
κατεβαίνει από τα όρη
και έρχεται για να χτυπήσει
μια πελώρια καμπάνα
το σχολειό να αρχινήσει.
Ο Σεπτέμβρης πάντα δες
έχει όλα τα παιδάκια
φίλους και συμμαθητές.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Ντίνος Χριστιανόπουλος ( 20 Μαρτίου 1931 - 11 Αυγούστου 2020)


Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1931 - Θεσσαλονίκη, 11 Αυγούστου 2020) ήταν Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης και καταγόταν από την Ανατολική Θράκη.Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.

Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πήρε πτυχίο του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος -που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις- και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου.  Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος "κύκλος των λογοτεχνών της Διαγωνίου".

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το προσωπικό ύφος της και για τις δημιουργικές επιρροές από τον Καβάφη και τον Τ. Σ. Έλιοτ, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Βέβαια, ορισμένα ποιήματά του (π.χ. τα ποιήματα της σειράς Ο αλλήθωρος) έχουν και το στοιχείο μιας κοινωνικής οπτικής. Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, όπως, για παράδειγμα, όταν κόντεψε να συλληφθεί από τη Χούντα λόγω της άρνησής του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο, τον "Χιλιαστή". Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι.». Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το Τμήμα Φιλολογίας. Απεβίωσε στις 11 Αυγούστου του 2020, σε ηλικία 89 ετών. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κηδεύτηκε, δαπάνη του Δήμου Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη, 13 Αυγούστου από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σαράντα Εκκλησιών) και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Αναστάσεως του Κυρίου Θεσσαλονίκης.https://el.wikipedia.org/

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδοσεις) 

Ι.Ποίηση
• Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950.
• Ξένα γόνατα · Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957.
• Ανυπεράσπιστος καϋμός · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1960.
• Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962.
• Το κορμί και το σαράκι · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964.
• Ποιήματα 1949-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964.
• Προάστια · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1969.
• Το κορμί και το μεράκι · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970.
• Ποιήματα 1949-1970. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1974.
• Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1975.
• Ιστορίες του γλυκού νερού . Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1980.
• Το αιώνιο παράπονο · Ποιήματα και τραγούδια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981.
• Νέα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981 (και σε δεύτερη έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα· Πεζά Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984).
• Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984.
• Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (δεύτερη έκδοση 1992, τρίτη έκδοση 1998).
• Νεκρή πιάτσα· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997.
• Το κορμί και το σαράκι · Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997.
• Η πιο βαθιά πληγή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1998.


ΙΙ.Μελέτες - Παρουσιάσεις - Δοκίμια
• Κάρολος Τσίζεκ · Μια παρουσίαση από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Ηλία Πετρόπουλο. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1959.
• Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1961.
• Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Έκδοση Επιτροπής Πνευματικών Εκδηλώσεων εορτασμού πεντηκοστής επετείου από της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, 1962.
• Δοκίμια σειρά πρώτη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1965.
• Στρατής Δούκας · Μελέτη. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1969.
• Τα γλυπτά της νεώτερης Θεσσαλονίκης (έρευνα με τη συνεργασία του Ι.Βλαχόπουλου και φωτογραφίες του Δημήτρη Τσίτου). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1969.
• Ο ζωγράφος Γιώργος Παραλής (εισαγωγή - επιλογή έργων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1971.
• Ο ζωγράφος Στέλιος Μαυρομάτης (εισαγωγή - επιλογή έργων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1971.
• Στιχάκια του στρατού (σημείωμα - ανθολόγηση). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ, Διαγώνιος, 1973.
• Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης (1921-1924). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1975.
• Ο ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ (εισαγωγή - ). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1976.
• Ν.Μουτσόπουλος, Αναμνήσεις [Σχέδια] (πρόλογος - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1976.
• Βασίλειος Λαούρδας, Φιλολογικά δοκίμια (εισαγωγή - επιλογή κειμένων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1977.
• ΑποθήκηΑ’ · Βιβλιοκρισίες. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1978.
• Οι μεταφράσεις του ‘Ύμνου εις την Ελευθερίαν’ του Σολωμού · Βιβλιογραφία - Πληροφορίες Σχόλια. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον τόμο Αφιέρωμα στον καθηγητή Λίνο Πολίτη, 1978.
• Μελχιόρ Φρόμμελ · 34 σχέδια (πρόλογος - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1979.
• Λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη (1850-1950) · Πρώτη καταγραφή. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ.Διαγώνιος, 1980.
• Ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί Τουρκοκρατίας (1850-1912) · Πρώτη καταγραφή. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1986.
• Ζωγράφοι της Διαγωνίου (εισαγωγή - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1983.
• Ο Αμπεντίν πασάς και ένα ελληνικό ποίημά του. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον πρώτο τόμο της επετηρίδας του κέντρου ιστορίας Θεσσαλονίκης Η Θεσσαλονίκη, 1985.
• Διαγώνιος: Τριάντα χρόνια προσφοράς · Έκθεση τευχών και εκδόσεων του περιοδικού Διαγώνιος (1957-1986). Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 1986.
• Εναντίον · Τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αθήνα, Άγρα, 1986.
• Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη · Προτάσεις για τη μελέτη των καλών τεχνών στη Θεσσαλονίκη. Αθήνα, ανάτυπο από τον τόμο 1ο Συμπόσιο για την τέχνη του Τελλογλείου Ιδρύματος, 1986.
• Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940 (μελέτη - ανθολογία - βιβλιογραφία). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον τόμο Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 του κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, 1986.
• Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη (1889-1989) · Έκθεση λογοτεχνικών περιοδικών Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 1986.
• Φαίδων ο Πολίτης · Ποιήματα (εισαγωγή - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1988.
• Με τέχνη και με πάθος · Δοκίμια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989.
• Συμπληρώνοντας κενά: Σολωμός - Καβάφης - Καββαδίας - Δούκας - Λαούρδας · Φιλολογικές μελέτες. Αθήνα, Ρόπτρον, 1988.
• Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων · Μια συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη. Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 1990.
• Εισαγωγή στα ρεμπέτικα. Θεσσαλονίκη, 1991.
• Το επ’ εμοί · Δοκίμια. Αθήνα, Μπιλιέτο, 1993.
• Εναντίον · Δοκίμια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1993.


ΙΙΙ.Πεζογραφία

• Η κάτω βόλτα · Διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963.
• Οι ρεμπέτες του ντουνιά · Μικρά πεζά. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986.
• Οι προγραμματισμένοι στο χαμό · Ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης · Επιλογή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1990.
• Δώδεκα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1994.


IV. Μεταφράσεις - Διασκευές
• Εντευκτήριο · Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1966.
• Τρία παραμύθια · Σπουδές λαϊκού λόγου (διασκευές). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989.
• Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1997.




ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά


Ὅταν τις νύχτες τριγυρνῶ στη μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα να βρῶ
ἐκεῖνο το τρεμούλιασμα στην ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.

Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τη δική σου ὀμορφιά,
θα τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
με τα καρφιά τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με».

και δε θα καρτεροῦσα πια γλυκό φιλί
οὔτε μία τρυφερή  περίπτυξη.


Ἀναστολή

Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια,
ὅ,τι πεθύμησα με τόση ἀλλοφροσύνη,
ὅ,τι σχεδίασα με τόσο πυρετό,
μόλις σε δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,
στα μάτια και τα χείλη τὸ ἀναστέλλω,
για μία στιγμή πιο ἀπελπισμένη το ἀναβάλλω,
γιατί μονάχα ὅταν τα χέρια μου σε χάνουν,
ἡ πονεμένη φαντασία μου σε κερδίζει.

(ἀπό τη Συλλογή: «Ξένα Γόνατα»)


Ἐκεῖνοι πού μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι που μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρό ἀκόμα θα βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, το ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι που μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια
και μείναν μόνο κεῖνοι που μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι που ἀρνήθηκαν να τους   ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι που μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ...

(1955)


Ἑνός λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς που βρήκατε τον ἄνθρωπό σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι να σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε την πίκρα σας,
ἕνα κορμί να ὑπερασπίζει την ἔξαψή σας,

κοκκινίσατε ἄραγε γιο την τόση εὐτυχία σας,
ἔστω και μία φορά;
Εἴπατε να κρατήσετε ἑνός λεπτοῦ σιγή
για τούς ἀπεγνωσμένους;

Συλλογή: «Ἀνυπεράσπιστος Καημός»


Το Δάσος

Δεν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπό μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι ἔρχονται τα πουλιά τοῦ ἔρωτα και κελαηδοῦνε.

Δεν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπό μέσα μας,
οἱ σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στις λόχμες του ὁ φόβος ἐνεδρεύει.

Ζῷα μικρά και ζῷα ἄγρια το κατοικοῦν,
ὄχεντρες ἕρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,
λιοντάρια ἑτοιμάζονται να μᾶς ξεσκίσουν.

Δεν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπό μέσα μας,
ἔγιναν δάσος σκοτεινό και μᾶς πλακώνουν.

 Συλλογή: «Ὁ Ἀλλήθωρος»



Ὁ Φωτογράφος

Σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τη γειτονιά
σ᾿ αὐτά ἐδῶ τα μέρη
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
να ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλής
κι ἀπ᾿ ομορφιά να ξέρει.

Σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τη γειτονιά
ἂς ἤμουν φωτογράφος
να ὑπηρετῶ την ομορφιά
με τέχνη και με πάθος.

Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
και λαϊκές παρέες
να παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτές κι ὡραῖες
για εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.



ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ

Τί να τα   κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει και πονᾷ
κι ἐσεῖς τα ἴδια παραμύθια

Τί να τα κάνω τα τραγούδια σας
εἶναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μα δε ταιριάζουνε για μένα


Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.

Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει

http://users.uoa.gr/

Εγκαταλείπω την ποίηση

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή
τέλειωσαν πια τα πρελούδια, είρθε η ώρα του κατακλυσμού
όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τί καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή
ν' ανοίξουν χαρακώματα για να κυκλοφορεί ο θάνατος σε όλο τους το σώμα

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκκαλα
όμως είμαι άνθρωπος και γώ, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;

εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία
βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Carpe - Τρία Ποιήματα



Αίσθηση κινδύνου.

Στις θολές φωτογραφίες
γλιστράνε τα δάκρυα.
Κοίταξα την εσωτερική μου άβυσσο
με φακό μεγεθυντικό.
Διέκρινα το βλέμμα σου
να κάθεται στην άκρη του κάβου της καρδιάς.
Δεν πετάξαμε ποτέ,
τα φτερά μας παραδόθηκαν
στις φλόγες.
Το παράπτωμα της σάρκας
ζυμώθηκε με τα χέρια μας.
Εντοπίζω ακόμα μέσα μου
ένα σκίρτημα που αιμορραγεί.
Απολαμβάνω να εκτίθεμαι
στην αίσθηση κινδύνου 
που που αποπνέει η μορφή σου.

Carpe.



Η Νέα Πομπηία

Ζούμε σε ζώνη εκρηξιγενή,
σκυλιά αδέσποτα γλύφουν
τα παπούτσια,
λερωμένα απ' τις λάσπες
καταιγίδων προηγούμενων χρόνων.
Μια ζωή να περνά από μπροστά
φιλμ αμοντάριστο.
Προχωράω προς την έξοδο κινδύνου
που μας υπέδειξαν
οι κατακτητές των ονείρων μας.
Το μέλλον διαγράφεται υπέροχο,
ακίνητοι και αναλλοίωτοι
κάτοικοι μιας νέας Πομπηίας,
κάτω από τη θαλπωρή
των αποβλήτων
που εκκρίνουν πάνω μας
οι δυνάστες των ψυχών και των σωμάτων μας.

Carpe.




 Ασαφείς απαντήσεις..

Μοιράζω την ψυχή
στα σκοτεινά δωμάτια,
εκρηκτική η φωνή της σιωπής.
Φαντασιώσεις ημιτελείς
καλύπτουν τις ώρες.
Εισβάλλω στην πραγματικότητα
με συναισθήματα φθαρμένα.
Οι ασαφείς απαντήσεις
διευρύνουν τα άγχη.
Οι παλμοί στα στήθη
μένουν ανεκμετάλλευτοι.
Κάνω κύκλους
πετροβολώντας τις μέρες με τα κομμάτια της καρδιάς.

Carpe.
...


Φωτογραφίες : Tommy Ingberg Photography