Μαρίνα Τσβετάγιεβα ( 8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941 )

 


Η Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγεβα ή Τσβετάγιεβα (Мари́на Ива́новна Цвета́ева, 8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941) ήταν Ρωσίδα συγγραφέας.
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1892. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Από το 1902 μέχρι το 1906 έζησε στη Γένοβα. Το 1906 πήγε σχολείο στη Λωζάνη και το 1908 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιστορία της φιλολογίας. Το 1910τύπωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή. Παντρεύτηκε το 1912. Το 1917 έζησε τη Ρώσικη επανάσταση, ενώ ο άντρας της πολεμούσε ενάντια στους Μπολσεβίκους. Το 1920 έχασε τη μια της κόρη. Το 1922 έφυγε για το Βερολίνο και την Πράγα και το 1925 πήγε με την οικογένειά της στο Παρίσι, όπου έμεινε για 14 χρόνια. Το 1939 γύρισε στη Ρωσία, όπου το περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα εχθρικό. Το 1941 οδηγήθηκε στη Γελαμπούγκα (Ταταρστάν) όπου και αυτοκτόνησε.
Τα ποιήματά της ήταν επηρεασμένα από την περίπλοκη προσωπικότητά της, τις σχέσεις της και τα συναισθήματά της.


Το πορτρέτο μιας κορυφαίας των ρωσικών γραμμάτων

H μπαλάντα του αυτοχειριασμού

Κενά στη μνήμη υπάρχουν - σαν γλαυκώματα στα μάτια μας.
Μ. Τσβετάγιεβα, «Το ποίημα του βουνού»
(Μετάφραση Γιώργος Κοροπούλης)

«Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους»: η καρυωτακική ρήση κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον ταραχώδη βίο και το άδοξο τέλος της Μαρίνας Τσβετάγιεβα (1892-1941). Ποιήτρια της καρδιάς και ψυχή παιδιόθεν αντιφρονούσα, σφραγίστηκε ανεξίτηλα από τις ιστορικές συγκυρίες της χώρας της και τις αρχές του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Θυγατέρα ενός από τους εγκυρότερους ιστορικούς της τέχνης, αυστηρά προσηλωμένου στη δουλειά του (στις ενέργειές του οφείλεται κυρίως η επιτυχής λειτουργία του ιδρύματος Ρουμιάντσεφ, του σημερινού Μουσείου Πούσκιν), και μιας ταλαντούχου μητέρας, αφοσιωμένης στην τέχνη του πιάνου, μυείται από νωρίς στον κόσμο της μουσικής και της λογοτεχνίας. Και σίγουρα δεν έγινε ο μουσικός αστέρας που ονειρευόταν η μητέρα της, αλλά η έντονη μουσικότητα των στίχων της, οι συχνές μουσικές παύσεις, πηγή γοργών και απότομων τονικών εναλλαγών, οφείλουν πολλά σε αυτή τη μουσική παιδεία, είδος πνευματικής γυμναστικής, όσο ψυχαναγκαστική και αν τη θεωρούσε η ίδια, όταν επί ώρες, υπό τη μητρική επίβλεψη, ιδροκοπούσε πάνω στα πλήκτρα.

Η Μαρίνα γνωρίζει από νωρίς τη γεύση της εξορίας, όταν ακολουθώντας με τη μικρότερη αδελφή της τη φθισική μητέρα της βρίσκεται σε διάφορα θέρετρα της Δυτικής Ευρώπης, μπαίνει εσωτερική σε γαλλικά σχολεία της Λωζάννης και του Φριβούργου, στον Μέλανα Δρυμό, και αργότερα, μετά τον θάνατο της μητέρας, σε διάφορα αυστηρά σχολεία της Μόσχας. Πάντως, όλες αυτές οι σκληραγωγήσεις δεν θα την εμποδίσουν να κάνει την κίνηση της μεγάλης χειραφέτησης και να φύγει, δεκαεπτάχρονη, στο Παρίσι για να γνωρίσει από κοντά τη γαλλική λογοτεχνική κίνηση, την οποία ως τότε παρακολουθούσε μέσα από βουλιμικά διαβάσματα. Με την επιστροφή της, και προτού ακόμη τελειώσει το σχολείο, έχει έτοιμη την πρώτη της ποιητική συλλογή, το Βραδινό λεύκωμα (1910). Είναι περίπου η εποχή που γνωρίζει και τον μοιραίο άντρα της ζωής της, τον Ρωσοεβραίο Σεργκέι Εφρόν, τον άντρα που θα γίνει σύζυγός της και πατέρας των τριών παιδιών της. Είναι ίσως ακραίο να το πει κανείς, αλλά η Τσβετάγιεβα, με τις πολλές και διάφορες ομοφυλόφιλες είτε ετεροφυλόφιλες περιπέτειες, μια ζωή κρεμασμένη στα κρόσσια του έρωτα, νιώθοντας αδήριτα την ανάγκη να αγαπηθεί, είτε κοντά στον Σεργκέι είτε μακριά του, υπήρξε βαθύτατα μονογαμική. Ουδέποτε τής πέρασε από τον νου ότι αυτός ο γάμος μπορεί να «λυθεί» για τον οιονδήποτε λόγο, και όταν κάποια στιγμή ο Σεργκέι αποτόλμησε να υπαινιχθεί τον χωρισμό, η αντίδρασή της άγγιξε τόσο τα όρια της παραφροσύνης που εκείνος αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και να παραιτηθεί από την ιδέα της ρήξης: H Μαρίνα ζει από νωρίς στον χώρο του απόλυτου - όλα ή τίποτε. Με την ίδια κτητική, αυταρχική διάθεση θα περιβάλει και τα δύο της παιδιά (η δευτερότοκη Ειρήνη πεθαίνει νωρίς από ασιτία σ' ένα άσυλο), την Αριάδνη (=Αλια, για τους οικείους) και τον Μουρ (ονοματισμένον έτσι από το ομώνυμο αφήγημα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν για τον γάτο Μουρ και τις παράξενες ιστορίες του).
Βίζα για την Τσεχία
Με τον Σεργκέι χωρίζεται από νωρίς μέσα στη δίνη του A' Παγκοσμίου Πολέμου και, κατόπιν, του Εμφυλίου, της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μέσω Ερεμπουργκ μαθαίνει ότι βρίσκεται σώος και αβλαβής στην Πράγα και καταφέρνει με νύχια και με δόντια να πάρει μια βίζα για την Τσεχία, μέσω Βερολίνου, όπου ανθεί η ρωσική εμιγκράτσια (1922). Μετά το καλοκαίρι στο Βερολίνο, ακολουθεί η αυτοεξορία στην Πράγα, στα περίχωρα της Πράγας, για την ακρίβεια, όπου ένας νέος απελπισμένος έρωτας θα της δώσει δύο από τα φλογερότερα ποιήματα του ρωσικού λυρισμού, την «Απόπειρα ζήλειας» και «Το ποίημα του βουνού». Την τριετία στην Πράγα ακολουθεί περίπου μία 15ετία στο Παρίσι (πάντα στα περίχωρα και όχι στο κέντρο της πόλης - αιτία μαρασμού και απόγνωσης για τη Μαρίνα, που προσπαθεί με ελάχιστα μέσα να φέρει βόλτα ένα μίζερο νοικοκυριό και να το εξαγοράσει με την πυρετική σχέση της με την ποίηση, που δεν την αφήνει ποτέ, ακόμη και στις πιο απελπιστικές στροφές του βίου της). Δίπλα της ο Σεργκέι μεταστρέφεται: από λευκορώσος τσαρικός γίνεται φιλοσοβιετικός και ένα είδος διπλού πράκτορα. Εγκαταλείπει την οικογένειά του στη Γαλλία και επιστρέφει στη Σοβιετική Ενωση, όπως και η Αλια, η μεγαλύτερη κόρη του ζεύγους. Και πάλι η Μαρίνα θα παλέψει με λύσσα για να τερματίσει τη 17χρονη εξορία της και να γυρίσει στην πατρίδα, στη Μόσχα, με τον Μουρ (1939). Το καταφέρνει εν μέρει, διότι πάλι η πρωτεύουσα τους είναι απαγορευμένη. Αποκομμένη από τον άντρα της και την κόρη της, που βρίσκεται ήδη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, οδηγείται με τον Μουρ σε μια σκοτεινή μεριά της Σοβιετικής Ενωσης, στην περιοχή των Τατάρων, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο κύκλος σφίγγει από παντού και οδηγεί στην τελική λύση: τον Αύγουστο του 1941 η Μαρίνα απαγχονίζεται, αφήνοντας μερικές ύστατες παραγγελίες για την τύχη του Μουρ σε γνωστούς γείτονες.
H τεντωμένη χορδή
Χρόνια αργότερα, με την «τήξη των πάγων», θα εκτιμηθεί η ποιητική φλέβα της Τσβετάγιεβα, αυτή η τεντωμένη χορδή που δεν ηχούσε παρά κάτω από πίεση. Εμεινε η μεγάλη μοσχοβίτισσα ποιήτρια, αντίκρυ στην Πετρουπολίτισσα Αχμάτοβα, στην οποία αφιέρωσε ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματά της, έγραψε για τον μεγάλο ποιητή Μπλοκ, ύμνησε την πόλη της, τη Μόσχα, στα Βέρστια (1921) και Βέρστια Ι (1922), άφησε πίσω της και λυρικές πρόζες και αφηγήματα στα οποία στάλαξε σταγόνα σταγόνα τη ζωή της. Εκτίμησε εγκαίρως, όσο λίγοι, τους ομοτέχνους της Μάντελσταμ και Μαγιακόφσκι, αλληλογράφησε με πάθος με τον Ρίλκε και τον Παστερνάκ (μια τριαδική αλληλογραφία υψηλής τάσης που καλό θα ήταν να μεταφραστεί στη γλώσσα μας: φωτίζει τον κάθε αλληλογράφο χωριστά και το τρίο ανεπανάληπτα)· κοντολογίς, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα πέρασε σαν κομήτης στα ρωσικά γράμματα και άφησε την πολύτιμη χρυσόσκονή της στην ποίηση και στην πρόζα. Ακόμη δεν έχει τελειώσει η οριστική αποτίμηση της γραφής της, παρά ταύτα έχει σταθεροποιηθεί η θέση της στην τετράδα Παστερνάκ, Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Τσβετάγιεβα, μεγαστέρες της γραφής στη Ρωσία του 20ού αιώνα.
Ο Ανρί Τρουαγιά (γεν. 1911), ειδικευμένος στις μυθιστορηματικές βιογραφίες, αλλά σαφέστατα αντίθετος ιδεολογικά με το σοβιετικό καθεστώς, αφήνει τη χολή του να σκιάζει ανεπίτρεπτα τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Υπάρχει έντονη η τάση όλη αυτή η βιογραφία να διαβαστεί σαν παραμύθι, πράγμα που γίνεται και με άλλες του σχετικές εργασίες, με ό,τι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται. Προτιμότερο θα ήταν να επιλεγεί προς μετάφραση κάποια από τις εγκυρότερες εργασίες αναφορικά με το έργο της Τσβετάγιεβα.
Σε ό,τι αφορά την ίδια τη μετάφραση, δυστυχώς χωλαίνει αρκετά και δεν αποφεύγει πολλές κακοτοπιές: εκείνες οι γενικές (της Μαρίνα, της Αναστασία, των κορόνων κτλ.) χαλούν, τουλάχιστον, τη διάθεση του καλόπιστου αναγνώστη, ενώ αρκετές από τις ποιητικές συλλογές ή έργα μένουν αμετάφραστες (στα γαλλικά, π.χ., L'aiglon = ο Αετιδεύς) ή η επιμέλεια του κειμένου αποδεικνύεται ελλιπής (π.χ. ευφράδης). Παρά την εμφανή προχειρότητα της έκδοσης και τις ανεπάρκειες της μετάφρασης, έχουμε ωστόσο μια πρώτη απόπειρα να καταγραφούν αυτή η θυελλώδης ζωή και το έργο μιας μεγάλης ποιήτριας του 20ού αιώνα - και αυτό λίγο δεν είναι.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.





Ρέκβιεμ

Πόσοι να ’χουν πέσει μέσα σ’ αυτό βάραθρο
που έχει ανοίξει μακριά!
Κοντεύει η ώρα να χαθώ
μέσα σ’ αυτή τη γη.

Όλα θα νεκρωθούν, τραγούδια και αγώνες,
που ήταν τόσο λαμπερά ή είχαν αντιφάσεις.
Κι η απαλή φωνή μου, τα πράσινα τα μάτια μου
και τα χρυσά μαλλιά μου.

Το μόνο που θα μείνει θα είναι η ανία
και η λησμονιά.
Κι όλα τα ίδια θα ’ναι κάτω απ’ τον ουρανό
σαν ουδέποτε να υπήρξα εγώ!
Είμαι ασταθής σαν το παιδί 
δεν μου κρατάει ο θυμός,
καλύτερη στιγμή μου όταν γίνονται στάχτη
τα κούτσουρα στο τζάκι.

Τσέλα κι ιππασίες μες στη λόχμη,
καμπάνα εκκλησιάς μες στο χωριό…
Εγώ η τόσο αληθινή και ζωντανή
Μέσα στη γη την τρυφερή θε να χωθώ!

Σε όλους απευθύνομαι, η χωρίς μέτρο εγώ
για ξένους και δικούς!
Να με πιστεύετε απαιτώ
όταν αγάπη σας ζητώ.

Μέρες και νύχτες λόγων και γραφών
ψάχνοντας την αλήθεια των όχι και των ναι 
συχνά ήμουν λυπημένη
σαν είκοσι χρονών,

μα οδεύοντας στο μοιραίο
τις προσβολές τους συγχωρώ·
πως είμαι ασυγκράτητη
με στιλ πολύ περήφανο,

με απότομες ορμητικές στιγμές,
γεμάτη ειλικρίνεια ή υποκριτική…
–Ακούστε με! Ο θάνατος θα ’ναι ακόμα μια αφορμή
για να με αγαπάτε.
Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη


Η Τσβετάγεβα έγραψε το «Ρέκβιεμ» το 1930, φόρο τιμής στον θάνατο του Μαγιακόφσκι. Δεν έπαψε ποτέ να αναφέρεται σε αυτόν με σεβασμό και θαυμασμό. Το 1928, όντας στο Παρίσι, αψηφώντας την πολιτική εναντίον των προσφύγων, παρευρέθηκε στην άφιξή του. Ο θάνατός του τη συντάραξε.

Αρκετά χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει και αυτή τον ίδιο δρόμο. Μετά την αυτοκτονία της βρέθηκαν τρεις επιστολές, στον γιο της, στους φίλους της και στις αδελφές της:

«Μούρα μου!
Συγχώρεσέ με, όμως μετά θα ήταν χειρότερα. Είμαι πολλή άρρωστη, αυτό πια δεν είμαι εγώ. Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ζήσω άλλο. Πες στον μπαμπά και στην Άλα –αν τους δεις– ότι τους αγαπούσα μέχρι την τελευταία στιγμή και ότι βρέθηκα σε αδιέξοδο».

«Αγαπημένοι μου φίλοι!
Μην αφήσετε τον Μούρα. Παρακαλώ όποιον από σας μπορεί να τον πάει στο Τσιστοπόλ στον Ν. Ν. Ασέγιεφ. Τα βαπόρια είναι φοβερά, σας παρακαλώ μην τον στείλετε μόνο. Βοηθήστε τον με τις αποσκευές για να τις τακτοποιήσει και να τις μεταφέρει στο Τσιστοπόλ. Ελπίζω στην πώληση των πραγμάτων μου.
Θέλω ο Μούρα να ζήσει και να μορφωθεί. Με μένα θα χανότανε. Η διεύθυνση του Ασέγιεφ είναι στον φάκελο.
Μη με θάψετε ζωντανή! Ελέγξτε προσεκτικά».

«Αγαπημένε μου Νικολάι Νικολάγεβιτς!
Αγαπημένες μου αδελφές!
Σας παρακαλώ να πάρετε τον Μούρα στο σπίτι σας στο Τσιστοπόλ, απλά να τον πάρετε για παιδί σας και να σπουδάσει. Εγώ παραπάνω δεν μπορώ, μόνο να τον αγαπώ.
Έχω 150 ρούβλια και αν προσπαθήσετε να πουλήσετε όλα τα πράγματά μου...
Στο σεντούκι υπάρχουν μερικά χειρόγραφα με ποιήματα και ένα πακέτο με εντυπώσεις πεζογραφίας.
Σας τα εμπιστεύομαι, να προσέχετε τον Μούρα μου, έχει πολύ εύθραυστη υγεία. Να τον αγαπάτε σαν γιο σας, το αξίζει.
Και εμένα να με συγχωρέσετε, δεν άντεχα.
Μ.Τ.
Μη τον αφήσετε ποτέ. Θα ήμουν τρισευτυχισμένη αν ζούσε μαζί σας.
Πάρτε τον μαζί σας.
Μην τον εγκαταλείψετε».

❉    ❉    ❉    

Προσευχή

Χριστέ μου και Θεέ μου! Διψώ για θαύμα,
Τώρα, αμέσως, στης μέρας την αρχή!
Ω, δώσε μου το θάνατο τώρα που ακόμα
Ένα βιβλίο είναι μπροστά μου όλη η ζωή.

Είσαι σοφός. Δε θα μου πεις αυστηρά:
- «Κράτα, δεν ήρθε ακόμη ο καιρός».
Εσύ μου 'δωσες μονομιάς τόσα πολλά!
Μα θέλω να 'ναι ο κάθε δρόμος ανοιχτός.

Τα θέλω όλα: με την ψυχή Τσιγγάνου,
Τραγουδώντας στη ληστεία να ριχτώ,
Να υποφέρω στους ήχους του οργάνου
Και σαν αμαζόνα στη μάχη να ορμώ.

Να διαβάζω τ' αστέρια σε μαύρο πύργο,
Τα παιδιά να οδηγώ απ' το σκοτάδι πέρα...
Η μέρα η χθεσινή να μοιάζει με μύθο
Κι η κάθε μέρα μου να 'ναι μια τρέλα!

Μ' αρέσει κι ο σταυρός και το μετάξι και το ξίφος,
Η ψυχή μου είναι μιας στιγμής τ' αχνάρι...
Τα παιδικά χρόνια που μου 'δωσες ήτανε μύθος,
Στα δεκαεφτά το θάνατο στείλε να με πάρει.

26 Σεπτεμβρίου 1909, Ταρούσα
μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Ναγκίμπ Μαχφούζ ( 11 Δεκεμβρίου 1911 - 30 Αυγούστου 2006 )

 

Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ  ήταν Αιγύπτιος λογοτέχνης, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1988).
Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1911 στο Κάιρο, στην πυκνοκατοικημένη συνοικία «Ελ Γκαμαλίγια» και πέθανε στις 30 Αυγούστου 2006. Εργάστηκε στο δημόσιο μέχρι το 1972, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Άρχισε να γράφει στα δεκαεφτά του, και το πρώτο μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στην αρχαία Αίγυπτο, εκδόθηκε στα 1939. Από τότε έγραψε γύρω στα τριάντα μυθιστορήματα και περισσότερα από εκατό διηγήματα, πολλά από τα οποία έγιναν επιτυχημένες ταινίες. Πρόσφατη ανθολόγηση του έργου του, έδειξε 179 μεταφράσεις των βιβλίων του, σε 25 γλώσσες. 
Το 1988 η Σουηδική Ακαδημία Γραμμάτων τίμησε τον Μαχφούζ με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του, το οποίο χαρακτήρισε πλούσιο σε αποχρώσεις, άλλοτε απόλυτα ρεαλιστικό και άλλοτε γεμάτο αμφιθυμικές αναμνήσεις. «Τα παιδιά του Γκεμπελάουι», θεωρείται από τους κριτικούς το καλύτερο έργο του.
Το 1994 έγινε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του, από φανατικούς ισλαμιστές

Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά της οικογένειας, με πολύ μεγαλύτερα αδέρφια και μεγάλωσε στο Κάιρο, - μέχρι το 1924 στη συνοικία Γκαμαλίγια στην παλιά πόλη του Καΐρου - και έπειτα στην Αμπασίγια σε μια νέα συνοικία βόρεια της παλιάς πόλης. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, σταδιοδρομία την οποία ακολούθησε και ο μικρότερος γιος του από το 1934 και μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1971. Πριν ωστόσο μπει στον δημόσιο τομέα, σπούδασε στο «Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο» στο Κάιρο, φιλοσοφία. 
Η πρώτη θέση σαν δημόσιος υπάλληλος, ήταν στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου από το 1934 ως το 1938 και έπειτα στο Υπουργείο Βακουφίων en:Ministry of Awqaf (Egypt) σαν γραμματέας του υπουργείου στο Κοινοβούλιο. 
Το 1945 ζήτησε και πέτυχε να μετατεθεί στο τμήμα που στεγαζόταν στο Μαυσωλείο Αλ Γκούρι, σαν υπεύθυνος του προγράμματος των «Καλών Δανείων». Από το 1950 και μέχρι το 1971 υπηρέτησε στο Υπουργείο Πολιτισμού της Αιγύπτου σε θέσεις, όπως στη «Διεύθυνση Λογοκρισίας», στο «Ίδρυμα για την Στήριξη του Κινηματογράφου» και τέλος σαν ειδικός σύμβουλος του τμήματος «Πολιτιστικών Θεμάτων».

Παντρεύτηκε σε ηλικία 43 χρονών το 1954 και απέκτησε δυο κόρες, την Φάτιμα και την Ουμ Καλθούμ.

Έργα του μεταφρασμένα στα ελληνικά

Όλα του τα βιβλία έχουν μεταφραστεί από την Πέρσα Κουμούτση για τις εκδόσεις Ψυχογιός. Όπου αυτό δεν ισχύει, αναγράφεται
1943: Ράδοπις - (Radôbîs), (μτφ. από τα γαλλικά Ελένη Κεκροπούλου και Μερόπη Σταυρίδου για τις εκδ. "Ψυχογιός", α΄έκδ. 1996)
1945: Αδίσταχτος έρωτας - (Al-Qâhira al-jadîda), (2001)
1946: Κρυμμένα όνειρα στο Χαν ελ Χαλίλι - (Khân al-Khalîlî), (α΄έκδ. 1999)
1947: Το σοκάκι της αμαρτίας - (Zuqâq al-midaqq), (α΄έκδ. 1999)
1948: Χίμαιρα - (Al-Sarâb), (μτφ. Πέρσα Κουμούτση για τις εκδ. "Καστανιώτης", 2010)
1949: Η αρχή και το τέλος - (Bidâya wa-nihâya), (μτφ. Αχμέντ Έτμαν, "Ψυχογιός", α΄έκδ. 1990)
Η τριλογία του Καϊρου - (La Trilogie du Caire)
1956: Ο δρόμος κοντά στο παλάτι - (Bayn al-Qasray), (μτφ.Μ.Χωρεάνθη & Μ.Σταυρίδου, "Ψυχογιός", α΄ έκδ. 1995)
1957: Το παλάτι των επιθυμιών - (Qasr al-Chawq), (μετάφρ.Π.Κουμούτσης, "Ψυχογιός", α΄έκδ. 1995)
1957: Οι δρόμοι του Νείλου - (Al-Sukkariyya), (μτφ.Ε.Κεκροπούλου & Μ.Σταυρίδου, "Ψυχογιός", α΄έκδ. 1995)
1959: Τα παιδιά του Γκεμπελάουι - (Awlâd hâratinâ) ,(α΄έκδ. 1996)
1966: Φλυαρία πάνω στον Νείλο - (Tharthara fawq al-Nîl), (α΄έκδ. 1998)
1967: Μιραμάρ - (Mîrâmâr), (μτφ. Μαρία Χωρεάνθη, εκδ. "Ψυχογιός", α΄ έκδ. 1990)
1972: Ο καθρέφτης μιας ζωής - (Al-Marâyâ), (2001)
1973: Αγάπη κάτω απ' τη βροχή - (Al-Hubb taht al-matar), (2003)
1974: Καφενείο Καρνάκ - (Al-Karnak), (Μάρω Φιλίππου για τις εκδ. "Κέδρος", 2008)
1977: Το έπος των Χαραφίς - (Malhamat al-harafîch), (α΄έκδ. 1998)
1982: Απόμεινε από το χρόνο μια ώρα - (Al-Bâqi min al-zaman Sâ'a), (2002)
1983: Ενώπιον του θρόνου - (Amâm al-'arch), (2011)
1987: Λόγια του πρωινού και του σούρουπου - (Hadîth al-sabâh wa-l-masâ'), (μτφ. Ελένη Καπετανάκη και Αγγελική Σιγούρου για τις εκδ. "Καστανιώτηςκαι εφ. "Έθνος", 2011)
1995: Στην καρδιά της νύχτας - (Qalb al-Layl), (2012)
1999: Μέρες και νύχτες της Αραβίας - (Layâli Alf Layla), (α΄έκδ. 1997)
1996:Η δική μου Αίγυπτος - (Naguib Mahfouz: Mon Egypte), (μτφ. από τα γαλλικά Μάγδα Κλαυδιανού για τις εκδ. "Ψυχογιός", 1998) , συνεντεύξεις με τον συγγραφέα Μοχάμεντ Σαλμάουι, αφήγηση της ζωής του






Ο λόγος του Ναγκίμπ Μαχφούζ στη Σουηδική Ακαδημία στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας

«Μην είστε θεατές της δυστυχίας μας»

«Θα σας παρακαλούσα να ακούσετε με ανεκτικότητα την ομιλία μου, διότι γίνεται σε μια γλώσσα που είναι άγνωστη στους περισσότερους από εσάς. Αλλά αυτή είναι η αληθινή νικήτρια του βραβείου. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που η μελωδία της θ’ ακουστεί στην όαση του ανθρωπιστικού πολιτισμού και της κουλτούρας σας».

Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινούσε στη Σουηδική Ακαδημία η γραπτή ομιλία του Ναγκίμπ Μαχφούζ, που τη διάβασε εκπροσωπώντας τον ο συμπατριώτης του και ομότεχνός του Μοχάμεντ Σαλμάουι, όταν έγινε η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας (1988). Ομιλία πρώτα στα αραβικά και μετά στα αγγλικά, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος ο Μαχφούζ. Να σημειωθεί ότι είναι ο μοναδικός αραβόφωνος συγγραφέας που απέσπασε έως τώρα την ανώτατη αυτή λογοτεχνική διάκριση.

Γιος δύο πολιτισμών

«Είμαι γιος δύο πολιτισμών, που κάποια στιγμή στην ιστορία συνήψαν έναν ευτυχισμένο γάμο. Ο πρώτος από τους δύο, ηλικίας επτά χιλιάδων ετών, είναι ο πολιτισμός των Φαραώ· ο δεύτερος, χιλίων τετρακοσίων ετών, είναι ο πολιτισμός του Ισλάμ… Το πεπρωμένο μου ήταν να γεννηθώ στους κόλπους αυτών των δύο πολιτισμών, να βυξάζω το γάλα τους, να ανατραφώ με τη λογοτεχνία και την τέχνη τους. Επειτα ήπια το νέκταρ της πλούσιας και γοητευτικής κουλτούρας σας. Εμπνεόμενος απ’ όλα αυτά, καθώς και από τις δικές μου αγωνίες, οι λέξεις ξεχείλισαν».

Στην ομιλία του νομπελίστα Αιγυπτίου συγγραφέα ήταν διάχυτη η αγωνία του για την τύχη του Τρίτου Κόσμου, απ’ όπου προερχόταν άλλωστε. Για την Αφρική, για την Ασία. Ειδικότερα για τους Παλαιστίνιους ανέφερε: «Εχουν φτάσει στο σημείο να παλεύουν για το πρώτο δικαίωμα που εξασφάλισε ο πρωτόγονος άνθρωπος, να μπορούν να έχουν τη γη τους κι αυτό να τους το αναγνωρίζουν οι άλλοι. Ξεπληρώνονται για τη γενναία και ευγενή αυτή στάση τους, άνδρες, γυναίκες, νέοι και παιδιά, χωρίς καμία διάκριση, με τσακισμένα κόκαλα, τυφεκισμούς, με την καταστροφή των σπιτιών τους και τον βασανισμό τους σε φυλακές».

Κάνοντας έκκληση στους ηγέτες του δυτικού κόσμου επισημαίνει:

«Μην είστε θεατές της δυστυχίας μας. Πρέπει να παίξετε τον ευγενικό ρόλο που αρμόζει στη θέση σας… Εχουμε μπουχτίσει από λόγια. Τώρα είναι ώρα για δράση… Σώστε τους πεινασμένους στην Αφρική! Σώστε τους Παλαιστίνιους από τις σφαίρες και τα βασανιστήρια! Ακόμη, σώστε τους Ισραηλινούς από τη βεβήλωση της μέγιστης πνευματικής τους κληρονομιάς! Σώστε τους υπερχρεωμένους από τους άκαμπτους νόμους της οικονομίας!».

Το κακό είναι ένας φωνακλάς

Ζητώντας συγγνώμη γιατί χάλασε την ησυχία των παρευρισκομένων ο Μαχφούζ αναρωτιόταν στην ομιλία του: «Τι περιμένατε όμως από έναν τριτοκοσμικό; Κάθε δοχείο δεν χαρακτηρίζεται από το περιεχόμενό του; Επιπλέον, πού μπορούν οι στεναγμοί της ανθρωπότητας να βρουν καταφύγιο, αν όχι στην όαση του πολιτισμού σας, που δημιουργήθηκε από τον μεγάλο ιδρυτή της για να υπηρετεί την επιστήμη, τη λογοτεχνία και τις υψηλόφρονες ανθρώπινες αξίες; Και όπως εκείνος κάποτε αφιέρωσε τα πλούτη του στην υπηρεσία του καλού ελπίζοντας έτσι ότι θα επιτύχει τη συγχώρεση, έτσι κι εμείς, παιδιά του Τρίτου Κόσμου, ζητούμε από τους ικανούς, εσάς τους πολιτισμένους, να ακολουθήσετε το παράδειγμά του, να μιμηθείτε τη στάση του, να εμπνευστείτε από το όραμά του».

«Αισιόδοξος», παρά τα όσα συμβαίνουν, θα καταλήξει: «Ισως το κακό να είναι ασθενέστερο απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Μπροστά μας υπάρχει μια ακλόνητη απόδειξη: αν το καλό δεν νικούσε, τότε τα πλήθη των περιπλανώμενων ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν με όλα αυτά τα θηρία, τις φυσικές καταστροφές, τον φόβο και τον εγωισμό. Δεν θα μπορούσαν να φτιάξουν έθνη, να αποκτήσουν δημιουργικότητα και εφευρετικότητα, να κατακτήσουν το διάστημα και να συντάξουν τη Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αλήθεια είναι ότι το κακό είναι ένας φωνακλάς και θορυβώδης διαφθορέας και ο άνθρωπος θυμάται πιο πολύ αυτό που τον πληγώνει απ’ αυτό που τον ευχαριστεί».

Σ.Σ. Ολόκληρη η ομιλία του Ναγκίμπ Μαχφούζ υπάρχει στον τόμο «Τα Νόμπελ Λογοτεχνίας» (εκδόσεις Καστανιώτη).


«Ο ήσυχος θάνατος είναι δώρο Θεού…»

Μια εκτεταμένη συνέντευξη του Μαγκίμπ Μαχφούζ, που έδωσε στον νεότερο ομότεχνό του Μοχάμεντ Σαλμάουι, εκδόθηκε το 1996 με τίτλο «Η δική μου Αίγυπτος» (κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Μάγδας Κλαυδιανού από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»).

Με τη μετριοπάθεια και τη σοφία που τον διακρίνει, ο νομπελίστας συγγραφέας ξεδιπλώνει τη ζωή του, τις αναμνήσεις του, τις σκέψεις του. Ιδού ένα απάνθισμα απ’ αυτές :

* Για τον θάνατο:

«Εύχομαι ένα αίσιο τέλος για τον εαυτό μου. Να φύγω ήσυχα απ’ αυτόν τον κόσμο… Ο ήσυχος θάνατος είναι δώρο Θεού. Είναι όμως κάτι για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο θάνατος έρχεται μοιραία, και το μόνο που μπορούμε να ευχόμαστε είναι να έρθει ήσυχα».

* Για την παλιά συνοικία του Καΐρου, Γκαμαλίγια, όπου μεγάλωσε:

«Οχι μόνο με ενέπνευσε αυτή η συνοικία, αλλά υπήρξε πηγή χαράς για μένα, γιατί οι κάτοικοί της διατήρησαν τις ιδιότητες και τα επαγγέλματα των παππούδων τους, στα ίδια παλιά σπίτια, στους ίδιους στενούς δρόμους και στα σοκάκια… Σ’ αυτά πέρασα το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου».


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Ισαάκ Λεβιτάν ( 30 Αυγούστου 1860 – 4 Αυγούστου 1900 ) , Ρώσος Ζωγράφος

 

Νούφαρα -  1895

Ο Ισαάκ Ίλιτς Λεβιτάν ( 30 Αυγούστου 1860 – 4 Αυγούστου 1900) ήταν Ρώσος ζωγράφος, ένας από τους πιο σημαντικούς τοπιογράφους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής του 19ου αιώνα και τους θεμελιωτές της ρωσικής τοπιογραφίας.

 Self-portrait  1880
Ο Ισαάκ Λεβιτάν γεννήθηκε στο Κιμπαρτάς της Λιθουανίας και προερχόταν από φτωχή, αλλά μορφωμένη εβραϊκή οικογένεια. Στις αρχές του 1870, η οικογένεια Λεβιτάν μετακόμισε στη Μόσχα. Το Σεπτέμβριο του 1873, ο Ισαάκ Λεβιτάν εγγράφηκε στη Σχολή Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής της Μόσχας, ακολουθώντας το τμήμα τοπιογραφίας. Είχε καθηγητές τους διάσημους ζωγράφους Αλεξέι Σαβράσοφ, Βασίλι Περόφ και Βασίλι Πολένοφ.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Σχολή, συνδέθηκε με στενή φιλία με τους ζωγράφους Κονσταντίν Κορόβιν, Μιχαήλ Νεστέροφ και Νικολάι Τσέχωφ, ο αδελφός του οποίου Αντόν Τσέχωφ έγινε ο πιο στενός φίλος του Λεβιτάν. Συχνά επισκεπτόταν τον Τσέχωφ στο σπίτι του, ενώ λέγεται ότι ήταν ερωτευμένος με την αδελφή του Τσέχωφ, Μαρία Πάβλοβνα Τσεχόβα. Ο Λεβιτάν δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια ή παιδιά.

Το 1877, ο Ισαάκ Λεβιτάν παρουσίασε για πρώτη φορά δημοσίως το έργο του, που αντιμετωπίστηκε με ευνοϊκές κριτικές από τον τύπο. Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Αλεξάντρ Σολοβιόφ (Alexander Soloviev) τον Μάιο του 1879, οι μαζικές εκτοπίσεις των Εβραίων από τις μεγάλες πόλεις της ρωσικής αυτοκρατορίας ανάγκασαν τον Λεβιτάν να μετακομίσει στο προάστιο Σαλτικόβκα (Saltykovka), αλλά μετά από πιέσεις μιας ομάδας φιλότεχνων, του επετράπη να επιστρέψει.

Το 1880, ο πίνακας του Λεβιτάν «Φθινοπωρινή ημέρα. Σοκολνίκι» αγοράστηκε από το διάσημο ανθρωπιστή και συλλέκτη έργων τέχνης Πάβελ Τρετιακόφ (Pavel Mikhailovich Tretyakov). Την άνοιξη του 1884 συμμετείχε στις περιοδεύουσες εκθέσεις της ομάδας των «Περιπλανώμενων» (Peredvizhniki). Το 1897, ο Λεβιτάν, διάσημος ήδη ζωγράφος, εκλέχτηκε μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Τεχνών.

Ο Λεβιτάν πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο σπίτι του φίλου του Αντόν Τσέχωφ στην Κριμαία. Πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1900 και ενταφιάστηκε στο εβραϊκό κοιμητήριο του Dorogomilovo στα δυτικά της Μόσχας. Τον Απρίλιο του 1941, τα λείψανα του Λεβιτάν μεταφέρθηκαν στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι (Novodevichy Cemetery) της Μόσχας, δίπλα στον τάφο του Τσέχωφ.

Καλλιτεχνική δράση

Ο Ισαάκ Λεβιτάν ήταν βαθιά επηρεασμένος από τη λυρική γοητεία της ρωσικής υπαίθρου. Φιλοτέχνησε πολυάριθμες τοπιογραφίες, που αποπνέουν μια διάθεση ελεγειακής μελαγχολίας, που έγινε γνωστή ως «τοπιογραφική διάθεση» ("landscape of mood"). Το 1889, ο Λεβιτάν επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο του διάσημου Γάλλου τοπιογράφου Καμίγ Κορό (Camille Corot), τους ζωγράφους της Σχολής της Μπαρμπιζόν (Barbizon) και τους εμπρεσιονιστές.

Οι εμπειρίες του αυτές αντανακλώνται σταθερά στο έργο του, όπου ακολουθεί ένα ύφος ποιητικό και νατουραλιστικό, που δείχνει την οικειότητά του με τους δασκάλους του εμπρεσιονισμού. Χαρακτηριστικοί είναι οι πίνακές του «Φθινοπωρινή ημέρα. Σοκολνίκι» (1879), «Ο δρόμος στη Βλαντιμίρκα» (1892), «Βραδινές καμπάνες» (1892), «Αιώνια ανάπαυση» (1894) και "Νούφαρα" (1895), που βρίσκονται στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ της Μόσχας. https://el.wikipedia.org


Φθινοπωρινή ημέρα. Σοκολνίκι 1879


Lake. Russia 1900. The last, unfinished Levitan painting


Sunny Day 1876


Autumn Landscape 1880

Savvinskaya sloboda near Zvenigorod 1884


 Bridge


Birch Forest 1885-1889


Spring, High Water


Evening bells 1892

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Μαίρη Σέλλεϋ ( 30 Αυγούστου 1797 – 1 Φεβρουαρίου 1851 )

 

Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ Σέλλεϋ (Mary Wollstonecraft Shelley, Λονδίνο, 30 Αυγούστου 1797 – 1 Φεβρουαρίου 1851) ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και σύζυγος του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, γνωστή για το μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας.

Η Μαίρη Σέλλεϋ ήταν κόρη του φιλοσόφου Ουίλλιαμ Γκόντουϊν και της συγγραφέως Μαίρης Γουόλστονκραφτ. Ερωτεύτηκε τον ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, ο οποίος την απήγαγε το 1814 στην Ελβετία. Παντρεύτηκαν μετά τον θάνατο της γυναίκας του Σέλλεϋ, Χάρριετ Γουέστμπρουκ. Το 1816 κατά τη διάρκεια ταξιδιού με τον Σέλλεϋ, και ενώ φιλοξενούνταν στη βίλα του ποιητή Λόρδου Μπάυρον στην Ελβετία, ξεκίνησε να γράφει το πασίγνωστο μυθιστόρημα Φρανκενστάιν. Τελείωσε το έργο το 1817 και εκδόθηκε το 1818. Μετά το θάνατο του συζύγου της αφοσιώθηκε στη συγγραφή.
Κυριότερα έργα
Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (Frankenstein: or, The Modern Prometheus), (1818) ― ελλην.μετάφρ.Ροζίτα Σώκου ("Κάκτος")
Η Βαλπέργκα (Valperga), 1823
Ο τελευταίος άνθρωπος, (The Last Man), 1826
Φώκνερ (Falkner), 1837
Ημερολόγιο ενός ταξιδιού έξι εβδομάδων (Journal of a Six Weeks’ Tour), 1814 για ένα ταξίδι με τον Σέλλεϋ.

Η πρώτη σελίδα της έκδοσης του 1831.

Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας 

Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας (Frankenstein; or, The Modern Prometheus) είναι ο τίτλος της γοτθικής και ρομαντικήςνουβέλας από την Αγγλίδα συγγραφέα Μαίρη Σέλεϊ, που γράφτηκε στα μέσα του 1816 και εκδόθηκε το 1818 στην Αγγλία. Η νουβέλα λέει την ιστορία του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής, που ανακαλύπτει το μυστικό του πώς να δίνει ζωή σε άψυχα πράγματα μέσω αλχημείας, αλλά και τους κινδύνους της γνώσης.

Περίληψη

Η ιστορία αρχίζει με τον καπετάνιο Ρόμπερτ Γουάλτον, που ταξιδεύει με καράβι στον Αρκτικό Κύκλο. Σ' ένα παγόβουνο βλέπει έναν τεράστιο άνθρωπο πάνω σε έλκυθρο που σέρνουν σκυλιά, και αργότερα έναν άλλο άρρωστο άντρα. Ο καπετάνιος τον φιλοξενεί στο καράβι του, και ο ξένος του αποκαλύπτει το όνομά του: Βίκτορ Φρανκενστάιν, και κυνηγάει έναν μεγαλόσωμο και τεράστιο άνθρωπο.
Ο Φρανκενστάιν, ακούγοντας τον σκοπό του ταξιδιού Γουάλτον -να αποκτήσει περισσότερη γνώση- εκνευρίζεται και τον πληροφορεί πως η υπερβολική γνώση μπορεί να καταστρέψει τον άνθρωπο. Για να τον πείσει, του λέει την ιστορία του.
Ο Φρανκενστάιν, γεννήθηκε στην Γενεύη της Ελβετίας από πλούσια και σημαντική οικογένεια. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Χένρι Κλέρβαλ, και περνούσαν το περισσότερο χρόνο μαζί. Στα τέσσερά του, η θεία του πέθανε και η κόρη της, η Ελίζαμπεθ Λαβένζα, ήρθε να κατοικήσει με την οικογένεια του Φρανκενστάιν. Μετά από μερικά χρόνια, ο Φρανκενστάιν αποκτάει ακόμα δύο αδέρφια - τον Έρνεστ και τον Γουίλιαμ. Μετά το θάνατο της μητέρας του, Καρολάιν Μπόφωρτ - Φρανκενστάιν, ο Φρανκενστάιν αφήνει την οικογένειά του για να σπουδάσει στο εξωτερικό.
Στις έρευνές του, ανακαλύπτει πώς να δώσει ζωή σε άψυχη ύλη. Οι καθηγητές του, χωρίς να γνωρίζουν την ανακάλυψή του, του δίνουν ένα εργαστήριο για να εργάζεται. Ο Φρανκενστάιν συλλέγει μέρη πτωμάτων, αγοράζοντας ή κλέβοντας, με σκοπό να "χτίσει" ένα σώμα ανθρώπινου όντος. Μέσα σ' ένα χρόνο, το σώμα ολοκληρώνεται, και το μόνο που μένει είναι να ζωντανέψει. Ένα βροχερό βράδυ, το φέρνει στη ζωή (με άγνωστο τρόπο). Το πλάσμα αποκαλύπτεται να είναι ένα απαίσιο, μεγαλόσωμο τέρας με γαλάζια μάτια και κίτρινο δέρμα.
Ο Φρανκενστάιν αποφασίζει να το καταστρέψει, αλλά το τέρας εξαφανίζεται. Ο Φρανκενστάιν μαθαίνει πως ο Γουίλιαμ έχει δολοφονηθεί, και αποφασίζει να επιστρέψει στην Γενεύη. Φτάνοντας εκεί, βλέπει το τέρας αλλά και πάλι εξαφανίζεται. Ο Φρανκενστάιν μαθαίνει πως ο δολοφόνος είναι η Τζάστιν Μόριτζ, υπηρέτρια των Φρανκενστάιν. Ο Φρανκενστάιν είναι σίγουρος πως ο δολοφόνος είναι το τέρας και όχι η Τζάστιν. Όμως η Τζάστιν καταδικάζεται σε θάνατο.
Ο Φρανκενστάιν, σε μια βόλτα συλλογισμού του στα βουνά, βρίσκει το τέρας, (που, μυστηριωδώς, έμαθε να μιλά) που του λεει την ιστορία του. Το τέρας, μετά την εγκατάλειψή του από τον δημιουργό του περιφέρεται στα βουνά, μέχρι που βρίσκει μια οικογένεια. Κρυμμένος από εκείνους, μαθαίνει να μιλά. Επισκέπτεται τον τυφλό γέροντα της οικογένειας όταν είναι μόνος του για να του μιλήσει. Δεν προλαβαίνει όμως, και η υπόλοιπη οικογένεια εμφανίζεται και τον κυνηγούν. Το τέρας ταξιδεύει στη Γενεύη, όπου βρίσκει τον νεαρό Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ, τρομαγμένος από το τέρας, αρχίζει να τον βρίζει, και λέει πως ο πατέρας του θα τον τιμωρήσει. Το τέρας, μαθαίνοντας πως ο Γουίλιαμ είναι ένας Φρανκενστάιν, τον σκοτώνει για να εκδικηθεί τον δημιουργό του. Παίρνει το μενταγιόν του Γουίλαμ από το λαιμό του και βρίσκει την Τζάστιν να κοιμάται. Έτσι τοποθετεί το μενταγιόν στο λαιμό της, ώστε να κατηγορηθεί εκείνη ως δολοφόνος.
Το τέρας παρακαλεί τον Φρανκενστάιν να του φτιάξει ένα ταίρι για συντροφιά, και του υπόσχεται πως δεν θα ξαναφανεί. Ο Φρανκενστάιν δέχεται. Απομονώνεται σ' ένα μικρό νησί, και χρησιμοποιεί μια καλύβα ως εργαστήριο. Αφού συλλέγει γυναικεία ανθρώπινα μέλη, μέσα σε δύο μήνες, "χτίζει" ένα θηλυκό, ανθρώπινο σώμα. Όμως, πριν τη φέρει στη ζωή, μετανιώνει και καταστρέφει το σώμα. Το τέρας, που τον παρακολουθούσε, του ορκίζεται εκδίκηση.
Ο Φρανκενστάιν επιστρέφει στη Γενεύη και παντρεύεται την Ελίζαμπεθ. Στον μήνα του μέλιτός τους σε μια καλύβα, ενώ ο Φρανκενστάιν προσέχει για το τέρας, η Ελίζαμπεθ είναι μόνη της. Το τέρας εμφανίζεται και την στραγγαλίζει. Ο Φρανκενστάιν, οδηγημένος από εκδίκηση, κυνηγάει το τέρας.
Λίγο αργότερα, μετά το τέλος της ιστορίας του, ο Φρανκενστάιν πεθαίνει. Ο καπετάνιος βρίσκει το τέρας στην καμπίνα του Βίκτορ, και καταλαβαίνει πως το τέρας έχει μετανιώσει για όλα αυτά που έκανε. Μόνο στον κόσμο, το τέρας φεύγει από το πλοίο από το παράθυρο σ' ένα παγόβουνο, και δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά.

«Ματίλντα»: το πιο τολμηρό έργο της Μαίρη Σέλεϊ

Η «Ματίλντα» της Μαίρη Σέλεϊ, έργο τολμηρό για την εποχή του, παρέμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια και κυκλοφόρησε μόλις το 1959. Αν θέλετε να διαβάσετε τι έγραψε η ιέρεια του Ρομαντισμού, μετά τον «Φρανκεστάιν», μπορείτε να αναζητήσετε τη νουβέλα από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση της συγγραφέως Ισμήνης Καπάνταη.
Η περίληψη της έκδοσης έχει ως εξής:«Η Ματίλντα ήταν το δεύτερο, μετά τον Φρανκενστάιν, έργο της Μαίρη Σέλεϊ και γράφτηκε κι αυτό την εποχή που ζούσε ακόμα με τον άντρα της, τον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, στην Ιταλία. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, το 1820, το έστειλε με τη φίλη της Μαίρη Γκίσμπορν στον πατέρα της Γουίλιαμ Γκόντγουιν, για να εκδοθεί. Ο Γκόντγουιν ταράχθηκε από το θέμα του, που αφορούσε μια, έστω και φανταστική, αιμομιξία.
Σύμφωνα με τη Μαίρη Γκίσμπορν (Maria Gisborne and Edward Williams, Shelley’s Friends, Their Journals and Letters, ed. Frederick L. Jones, Norman, 1951, p. 44), ο Γκόντγουιν της δήλωσε πως το βιβλίο δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί παρά μόνον αν γραφόταν πρόλογος, όπου θα υπήρχε σαφής διευκρίνιση ότι δεν είχε στην πραγματικότητα συντελεστεί αιμομιξία.
Δεν έστειλε ωστόσο το έργο για να εκδοθεί (αν και δεν είχε καθόλου διστάσει να στείλει προς έκδοση το έργο της γυναίκας του και μητέρας της Σέλεϊ, Μαίρη Γουόλστονκραφτ, «Maria», εξίσου προκλητικό για τα ήθη της εποχής, μια και το θέμα του ήταν η μοιχεία) και δεν επέστρεψε το χειρόγραφο στην κόρη του παρά τις επανειλημμένες περί αυτού οχλήσεις της. Το έργο εκδόθηκε τελικά το 1959».
Απόσπασμα του βιβλίου: «Τη μοίρα μου τη διαμόρφωσε η ανάγκη, μια εφιαλτική, αδήριτος ανάγκη. Χρειάζονταν χέρια πιο δυνατά από τα δικά μου• πιστεύω μάλιστα πως καμία ανθρώπινη δύναμη δεν θα μπορούσε να σπάσει την άθραυστη αλυσίδα που μ’ έδεσε –εμένα που κάποτε η έννοια της ζωής ισοδυναμούσε με τη χαρά και τα μόνα αισθήματα που με διακατείχαν ήταν αγάπη και καλοσύνη– στη δυστυχία που θα τελείωνε, και τώρα πρόκειται να τελειώσει, στον θάνατο».








Αττίκ - Κλέων Τριανταφύλλου ( 19 Μαρτίου 1885 - 29 Αυγούστου 1944 )

 

Ο Αττίκ (πραγματικό όνομα: Κλέων Τριανταφύλλου, 19 Μαρτίου 1885 - 29 Αυγούστου 1944) ήταν Έλληνας συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος της Εριθέλγης Ραπτάκη. Από την μητέρα του ήταν εγγονός του Δημητρίου Ραπτάκη, ιατρού και βουλευτή Κυθήρων στην Ιόνιο Βουλή, και της Κλεπάτρας Κορωναίου, αδελφής του στρατιωτικού Πάνου Κορωναίου. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Το 1907 φτάνει στο Παρίσι, για να σπουδάσει πολιτικές και οικονομικές επιστήμες -ως συνέχεια των σπουδών του στη Νομική σχολή Αθηνών- όμως αποφασίζει να τις εγκαταλείψει γρήγορα για να γραφτεί στο Conservatoire de Paris, όπου θα έχει καθηγητές τον Gabriel Fauré, τον Camille Saint-Saëns και τον Émile Pessard. Στο Παρίσι θα εκδόσει περίπου 300 συνθέσεις, τραγούδια, μουσική για πιάνο, για οπερέτα, για μπαλέτο κ.α. και θα γίνει ιδιαίτερα γνωστός. Συνεργάστηκε ως ηθοποιός με διάφορους θιάσους και συμμετείχε σε περιοδείες σε διάφορες χώρες ως το 1930, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δημιούργησε την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ».
Λίγο πριν από τον θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα που είχε κάποια σχεδόν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στην ταινία αυτή ο Αττίκ, κουρασμένος από τις κακουχίες της κατοχής και υπερβολικά μελοδραματικός, σε λίγα θύμιζε τη γεμάτη δυναμισμό και ευφυΐα προσωπικότητα του δημιουργού της «Μάντρας».Τραγούδια του συνθέτη στην ταινία απέδωσε η ηθοποιός Ζινέτ Λακάζ.

Λίγους μήνες μετά αυτοκτόνησε παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ένα επεισόδιο με ένα Γερμανό στρατιώτη που τον χτύπησε καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του, φαίνεται πως στάθηκε όχι η αιτία αλλά η αφορμή μάλλον για μια προαναγγελθείσα αυτοκτονία, αποτέλεσμα κατάθλιψης στην οποία είχε περιπέσει.

Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα:
Παπαρούνα (1936), ερμ. Δανάη
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939).Το τραγούδι αυτό γεννήθηκε από μια σύντομη απιστία της Σούρα, Ρωσίδας χορεύτριας την οποία νυμφεύθηκε σε τρίτο γάμο το 1919.
Είδα μάτια (1909)
Ζητάτε να σας πω (1930) ερμ. Δανάη. Σύμφωνα με θρύλο της εποχής, ο Αττίκ (γνωστός για την αυτοσχεδιαστική του ικανότητα) αυτοσχεδίασε το τραγούδι στη «Μάντρα» του (καλλιτεχνική ομάδα της οποίας ήταν και ο δημιουργός). Ο δεύτερος γάμος του Αττίκ με την καλλονή της εποχής, την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου (η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της της Μελίνας Μερκούρη), είχε ατυχή κατάληξη. Κάποιο βράδυ η Φιλιππίδου με τον νέο σύζυγό της, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη, εμφανίστηκε στη Μάντρα και το κοινό, περιπαιχτικά, άρχισε να ζητά το Είδα Μάτια, που ήταν γραμμένο για εκείνην. Ο Αττίκ αποσύρθηκε πικραμένος, και μετά από 10 λεπτά, αφού αυτοσχεδίασε, επέστρεψε και έπαιξε το Ζητάτε να σας πω ως απάντηση.
Μαραμένα τα γιούλια (1935), ερμ. Δανάη
Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936) ερμ. Αττίκ
Αν βγουν αλήθεια (1920)
Τα καημένα τα νιάτα (1918)

"ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ"-1944


Η ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΑΣ ΣΥΝΘΕΤΗ ΑΤΤΙΚ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ "ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑΤΑ"- ΠΑΙΖΟΥΝ.- ΑΤΤΙΚ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ. ΖΙΝΕΤ ΛΑΚΑΖ κα Το φιλμ όχι μόνο γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και νύχτα για την εξοικονόμηση ρεύματος. Η μουσική και τα τραγούδια που ακούγονται στη ταινία είναι του Αττίκ, ενώ ο Δημήτρης Χορν κάνει εδώ την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση. Τα πρώτα τους κινηματογραφικά βήματα σε αυτή τη ταινία κάνουν επίσης ο Γιώργος Φούντας, ο Γιάννης Φέρμης και ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως κομπάρσος. Τα πλάνα με το κοινό που συμμετείχε με καλοπροαίρετους προσκεκλημένους γυρίστηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1943 στον κινηματογράφο ΡΕΞ. Λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας ο Αττίκ πέθανε. Στις 29 Αυγούστου του 1944, ενώ ο Αττίκ βάδιζε στο πεζοδρόμιο, σκόνταψε κατά λάθος σ' ένα Γερμανό στρατιώτη. Εκείνος ο αχρείος, έγινε θηρίο ανήμερο κι άρχισε να χτυπάει ανελέητα το μικρόσωμο Αττίκ. Αυτό ήταν το τελευταίο άχυρο για την καταπονεμένη καρδιά του Αττίκ. Κάθε βράδυ έπαιρνε για να κοιμηθεί μια μικρή δόση ηρεμιστικού Βερονάλ. Εκείνο το βράδυ αύξησε τη δόση του...και δεν ξύπνησε ποτέ πια  https://www.youtube.com/


Μάνδρα του Αττίκ

Η Μάνδρα ή Μάντρα του Αττίκ, ήταν ένας καλλιτεχνικός όμιλος που περιελάμβανε τραγουδιστές και άλλους αυτοσχέδιους παρουσιαστές, μίμους κλπ με διάφορες και πολλές δημόσιες εμφανίσεις και εκδηλώσεις στην Αθήνα, του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση είχε ο Κλέων Τριανταφύλλου γνωστότερος ως Αττίκ, ο οποίος εκτελούσε και χρέη κομπέρ.
Την πρωτοβουλία της ίδρυσης αυτής της καλλιτεχνικής ομάδας με τον τίτλο Μάνδρα είχε ο Αττίκ το καλοκαίρι του 1931 σε συνεργασία με τους Δ. Ευαγγελίδη, και τον Βώττη οπότε και πρωτοπαρουσιάσθηκε αυτή σε υπαίθριο θέατρο, της οδού Μηθύμνης στην τότε Πλατεία Αγάμων (σημερινή πλατεία Αμερικής). Από τότε η Μάνδρα του Αττίκ κάθε καλοκαίρι εμφανίζονταν στην Αθήνα και το χειμώνα περιόδευε στις επαρχίες μέχρι το 1938 οπότε και εγκαταστάθηκε μόνιμα σε μια αθηναϊκή ταβέρνα, την Μονμάρτη, στη διασταύρωση των οδών Αχαρνών και Ηπείρου, η λειτουργία της οποίας εξακολούθησε μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Επί σειρά ετών, τα καλοκαίρια, το πρόγραμμα της Μάνδρας του Αττίκ παρουσιαζόταν στο υπαίθριο θέατρο Δελφοί επί της οδού Αχαρνών. Πολλοί καλλιτέχνες όφειλαν την ανάδειξή τους στη Μάνδρα του Αττίκ. Μεταξύ αυτών: οι τραγουδίστριες Λουίζα Ποζέλι, Ζωή Νάχη, Καλή Καλό, Δανάη, Κάκια Μένδρη, Ντιριντάουα, της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Καίτη Οικονόμου, Λέλα Μιτσούκο, η τελευταία αποκάλυψη του Αττίκ, επίσης ο ντιζέρ Τώνης Ράις, ο Κ. Μπέζος, ο πολυθρύλητος και πανύψηλος μίμος Ανδρέας Ζουλάς, που ο Αττίκ τον παρουσίασε με το ονομα Ζαζάς, ο Σπαθόπουλος, και οι πρώτοι κομφερασιέ (παρουσιαστές) Ορέστης Λάσκος, Χρήστος Πύρπασος, Μίμης Τραϊφόρος, Φίλωνας Αρίας και πολλοί άλλοι.

Η Μάνδρα του Αττίκ διαλύθηκε μετά τον θάνατο του Αττίκ το 1944. Πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν ανεπιτυχώς να δημιουργήσουν παρόμοια συγκροτήματα. Στη δεκαετία όμως του 1950 άρχισαν να δημιουργούνται αναψυκτήρια με έντονο το ύφος της συνέχειας αυτού του είδους καλλιτεχνικής παρουσίας, κυριότεροι δημιουργοί των οποίων ήταν ως παρουσιαστές οι Γιώργος Οικονομίδης, στο Πεδίο του Άρεως ο Όμηρος Αθηναίος, στο Γκρην Παρκ, ο Ζαχαρίας Τσίχλας στην Αίγλη του Ζαππείου, κ.ά.
Σύμφωνα με αρχεία της Ελληνικής Χωροφυλακής, στις 25 Ιουλίου του 1935 υπό την αναμόχλευση πολιτικών παθών ομάδα πολιτών ροπαλοφόρων και κάποιων σμηνιτών εισέβαλαν στο χώρο που εμφανιζόταν η Μάνδρα του Αττίκ μεταβάλλοντας τα πάντα σε ερείπια τραυματίζοντας καλλιτέχνες και θαμώνες μεταξύ των οποίων και τον δημοφιλή καλλιτέχνη Αττίκ στο κεφάλι, πολλοί εκ των οποίων στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Αφορμή του γεγονότος ήταν μια σατιρική κωμωδία κατά του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη. Λίγες ημέρες μετά ακολούθησαν παρόμοιες επιδρομές και σε γραφεία εφημερίδων. https://el.wikipedia.org/


Φωτογραφία του καλλιτέχνη μετά τα επεισόδια της 25ης Ιούλη 1935