Τζoν Λοκ - John Locke (29 Αυγούστου 1632 – 28 Οκτωβρίου 1704)
Αλέκος Σακελλάριος ( 13 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991 )
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Φεύγουν τα νιάτα
τα νιάτα κι η δροσιά
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μαζί τους φεύγει η ξενοιασιά.
Θέλει τραγούδι
τραγούδι και χορό
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μας περιμένει ο καιρός.
Φεύγουν τα νιάτα
κυλούν σαν το νερό
δεν σταματούν να γελούν
με τον καιρό.
Νάταν τα νιάτα
αχ να `ταν δυο φορές
θα `ταν μισές όλες οι λύπες μας
και διπλές θα ήταν οι χαρές.
Φεύγουν τα νιάτα
και φεύγει κι η ζωή
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
σαν το ανοιξιάτικο πρωί
Γεώργιος Ροϊλός ( 1867 – 28 Αυγούστου 1928 )
Προσωπογραφία στρατηγού Κωνσταντίνου Καλλάρη |
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ (1826 - 28 Αυγούστου 1911)
Μητρικὴ ἀγάπη
Μικρὸ παιδάκι, πὤμεινε δίχως ψωμὶ ὅλη μέρα,
γιατ' εἶχε σκύλλα μητρυιὰ καὶ ἀπάνθρωπο πατέρα,
ἐπῆε, καθὼς ἐνύχτωσε, στὴν ἄκρη νὰ μουλώσῃ,
ὅπου μία ψάθα καταγῆς τοὖχαν οἱ ἀνίλεοι στρώσῃ.
Τὸ μαῦρο! - ἀνίσως ἔπαιζε, κ' ἐπήδαε κ' ἐτραγούδα,
ἂν ἐκυνήγουνε μακρυὰ φευγάτη πεταλοῦδα,
ἢ, στὸ κηπάρι βλέποντας ἕνα μικρό του φίλο,
γι' αὐτὸν ὡρμοῦσε ὁλόχαρο νὰ φτάκῃ σῦκο ἢ μῆλο -
ἔδινε πάντα του ἀρκετὴ στοὺς ἄνομους αἰτία
νὰ τὸ σταυρόνουν ἄσπλαχνα μὲ τέτοια τιμωρία.
Μὴν ὅμως τότες ἔλαχε βαρύτερα νὰ σφάλῃ;
Ὀμπρὸς στὴν ἄγρια μητρυιά, ποῦ τὄχε ἀδικοβάλῃ,
σὰν ἀπὸ κλάψαις ἔχυσε τοῦ κάκου ἕνα ποτάμι,
μεγάλον ὅρκο τὸ φτωχὸ γυρεύοντας νὰ κάμῃ,
πρὶν ἄλλη οὐράνια Δύναμη στὸ νοῦ του ἡ μνήμη στείλῃ,
- μὰ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας μου! - τοῦ ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη.
Μέτρα δὲν ἔλαβε γι' αὐτὸ τῆς γυναικὸς ἡ λύσσα·
μηδὲ τὸ χιόνι πὤπεφτε, μηδ' ὁ βοριᾶς ποῦ ἐφύσα
τὴν ἐκατάφεραν ἀργὰ νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνη
γιὰ τ' ἀγγελοῦδι, πὤτρεμε δίχως θροφὴ καὶ κλίνη.
Ἔτρεμε ναί· τὰ γόνατα στὸ στῆθος ἐβαστοῦσε
ἀγκαλιασμένα δυνατά, καὶ ἀπόκρυφα βογγοῦσε·
μὸν οἱ πνιμένοι στεναγμοί, πρὶν αὖρα ἐκεῖ ξυπνήσουν,
τοῦ τάφου ἐπῆαν τῆς μάννας του τὰ μάρμαρα νὰ σχίσουν.
Μὲ γληγοράδα στοχασμοῦ πετιέται ὁλόρθη, βγαίνει
καὶ τρέχει στὸ παιδάκι της ἡ ἀχνὴ σαβανωμένη·
στὴ γῆ κοντά του ρίχνεται, μὲ πόθο τ' ἀγκαλιάζει,
τοῦ δίνει ἀμέτρητα φιλιά, κ' ἐκεῖνο δὲν τρομάζει,
τί, μόλις γιὰ προσκέφαλο παρόμοιο στῆθος ἔχει,
γλυκὰ γλυκὰ σταὶς φλέβαις του τὸ αἷμα ξανατρέχει·
δὲν ἦταν θαῦμα· τῆς μητρὸς κ' ἡ πεθαμένη ἀγκάλη
γιὰ τέκνου ἀγάπη δύνεται πύρα ζωῆς νὰ βγάλῃ.
Σὰν εἶχε ἡ δύστυχη νεκρὴ μὲ χάϊδια ξεθυμάνῃ
τὴν πρώτη χρεία τοῦ πόθου της, τ' ὡραῖο παιδάκι πιάνει
καὶ τὸ πλαγιάζει στὸ μικρὸ τοῦ κλιναριοῦ του στρῶμα,
ποῦ ἀπὸ τὴν ἅγια της εὐχὴ μοσχοβολοῦσε ἀκόμα.
Τὴν εἶδαν οἱ θεόργιστοι σὰν ἐκεῖ μέσα ἐχύθη,
καί, δίχως ναὔρουνε λαλιά, δίχως πνοὴ στὰ στήθη,
ἕνας τὸν ἄλλο ἐρώτουνε μὲ ξαφνισμένο μάτι
ἂν ἦταν ἴσκιος, ἢ τρελλὴ τῆς φαντασίας ἀπάτη,
μὸν ἀπὸ χρῶμα, πὤδειχνε τρομάρα πλέον μεγάλη,
ἐβάφη ξάφνου ἡ μία θωριὰ ξανοίγοντας τὴν ἄλλη.
Κἀνένα δὲν τοὺς ξέφυγε κἀνένα κίνημά της·
ἐκεῖθε ποὖχε στηλωθῇ σὰν ἄγγελος προστάτης,
τὴν εἶδαν ὁλογλήγορα τὸ πόδι νὰ κινήσῃ
γιὰ τὸ τραπέζι τ' ἄφθονο, ποὖχαν σκιασμένοι αφήσῃ.
Μ' ἄσπρο τὴν εἴδανε ψωμί, μὲ διαλεχτὸ προσφάϊ,
στὸ πεινασμένο ἀγῶρι της κοντὰ νὰ ξαναπάῃ.
Μόλις τὸ χόρτασε, καὶ αὐτὸ γυρμένο ἀγάλι 'γάλι
στὸ κρεββατάκι ἀκούμπησε τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
μὲ λόγια γλυκομίλητα, μὲ οὐράνια καλοσύνη,
χαϊδεύοντάς το, νὰ τοῦ πῇ τὴν ἄκουσαν εκεῖνοι:
Μὴ φοβηθῇς, καμάρι μου, μὴ φοβηθῇς, κοιμήσου!
Ἂν ὅλη νύχτα, ὡς ἤθελα, δὲ θὰ σταθῶ μαζί σου,
ἐδῶ, τριγύρω μένοντας, μ' ἀγάπη σὲ κυτάζουν
παιδάκια, ποῦ στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ψυχὴ σοῦ μοιάζουν
ὡραῖα παιδάκια μὲ φτερά, ποῦ πὤφεραν θλιμμένα
ὅσα γιὰ φόβο μέσα σου βαστοῦσες πλακωμένα.
Ἄχ! σὰ στὸν Ἅδη ἀγροίκησα ποῦ ἀφίνουν τοῦτ' οἱ δύο
τὸ πεινασμένο σῶμα σου νὰ τρέμῃ ἀπὸ τὸ κρύο,
ἐβγῆκα τρέμοντας κ' ἐγώ, τί τότες ἐκεῖ κάτου
διπλὸς μοῦ ἐφάνη τρίδιπλος ὁ πάγος τοῦ θανάτου.
Ἐσύ, ἀκριβό μου, νὰ πεινᾷς! Τόσο ἐποθοῦσα τόσο
βοήθεια δίχως ἄργητα σὲ τέτοια χρεία νὰ δώσω,
ποῦ ἐπάντεχα πῶς ἄλλαξε κάθε της νόμο ἡ φύση,
καὶ πῶς ἐδῶ στὸν κόρφο μου τὸ γάλα εἶχε γυρίσῃ.
Ὤ συφορὰ στοὺς ἄδικους, ποῦ μ' ἕνα ἢ μ' ἄλλο κρῖμα
τὸν ἅγιον ὕπνο τοῦ νεκροῦ ταράζουν καὶ στὸ μνῆμα!
Γι' αὐτοὺς ποῦ σὲ παιδεύουνε κ' ἐξύπνησαν ἐμένα
δεήσου, τέκνο μου ἀκριβό, δεήσου στὴν Παρθένα·
ἴσως κινήματα καλὰ τὰ σπλάχνα τους γνωρίσουν
κ' ἐκεῖ ποῦ ἡ τύχη μ' ἔρριξε ν' ἀναπαυτῶ μ' ἀφήσουν.
Πρέπει νὰ φύγω. Ἀπὸ μακρυὰ τῆς χαραυγῆς τ' ἀέρι
μοῦ φέρνει οὐράνια προσταγὴ νὰ πάω στ' ἀνήλια μέρη.
Σ' ἀφίνω γειά, παιδάκι μου, σ' ἀφίνω γειά, ψυχή μου!
Κλεῖσ' τὰ ματάκια σου γλυκὰ καὶ δίχως φόβο κοίμου!
Ἂν ἐγὼ πάω στὴ μαύρη γῆ, σὲ τριγυρνοῦν οἱ ἀγγέλοι,
ζάχαρη νἆναι ὁ ὕπνος σου, καὶ τ' ὄνειρό σου μέλι.
Ἡ αὐγὴ προβαίνει, δείχνοντας ἕνα ροδάτο χρῶμα,
σὰν τ' ἀγωριοῦ τὰ μάγουλα, καὶ σὰν τ' ὡραῖο του στόμα.
Λὲς ὅτι χαίρεται καὶ αὐτὴ ποῦ πᾶνε ἀνταμωμένοι
στὴν ἐκκλησία τ' ἁγιόπαιδο κ' οἱ δύο μετανοιωμένοι.
Ἔχει ἀπὸ τότες τὸ μικρὸ καὶ μάννα καὶ πατέρα.
Συζοῦν κ' οἱ τρεῖς χαρούμενοι στὴν εὐτυχιὰ ὅλη μέρα,
καὶ κάθε νύχτα τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἀτάραχη διαβαίνει,
στὴν κλίνη αὐτοὶ ἀναπαύονται, στὸ μνῆμα ἡ πεθαμένη.
Ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία
Ἀπὸ τ' Ἄργος ξεκινάει,
πρὶν ἡ αὐγὴ τ' ἀστέρια σβύσῃ,
κόσμος ἄπειρος, ποῦ πάει
στὸ Ναὸ νὰ προσκυνήσῃ.
Μύρια ζῶα ποδοβολοῦνε·
τρέχουν ἅμαξαις πολλαίς,
καὶ τὴν Ἥρα ὑμνολογοῦνε
ἀναρίθμηταις φωναίς.
Οὔτε γέρος, ποῦ στὴν κλίνη
ἔχει μήναις παραδείρῃ,
οὔτε ἀνήλικος ἀφίνει
τῆς Θεᾶς τὸ πανηγύρι.
Πῶς ἀκόμα ἐκεῖθε λείπει;
Στοῦ σπιτιοῦ της τὴν αὐλὴ
ἡ τρισέβαστη Κυδίππη
τί ζητάει; τί καρτερεῖ;
Εἶχε σύναυγα προστάξῃ,
πρὶν κἀνεὶς τὸ δρόμο πάρῃ,
νὰ τῆς φέρουν γιὰ τ' ἁμάξι
ἕνα κάτασπρο ζευγάρι·
ἀλλ' οἱ ταῦροι θὰ βοσκοῦσαν
σὲ λιβάδια μακρυνά,
καὶ θλιμμένη τὴ θωροῦσαν
δύο φιλόστοργα παιδιά.
Δὲν ἐστάθηκαν πολληώρα
σὲ μιὰν ἄνεργη ἀπορία·
νά! - τ' ἁμάξι ἀπὸ τὴ χωρά
βγαίνει, χύνεται μὲ βία·
δίχως πούπετα νὰ μείνῃ,
μὲ ἀκατάπαυτην ὁρμή,
δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφίνει,
καὶ περνάει σὰν ἀστραπή.
Ἀγκαλὰ καὶ τόσοι κρότοι
γύρω ἠχοῦνε σταὶς πεδιάδαις,
τ' ἀκοῦν πὤρχεται κ' οἱ πρῶτοι
κ' οἱ στερνοὶ προσκυνητάδες·
σταματοῦν· τὸ βλέμμα φέρνουν
ὅθε πρέπει νὰ φανῇ·
νάτο! - οἱ νέοι τ' ἁμάξι σέρνουν,
κ' εἶναι ἡ μάννα τους ἐκεῖ.
Ζήτω ἀμέτρητα βοΐζουν,
ἑνωμένα στὸν ἀέρα
μὲ φωναίς, ποῦ μακαρίζουν
τὴν καλότυχη μητέρα·
καί, ὡς περνοῦν τὰ παλληκάρια,
στὰ ἱδρωμένα τους μαλλιὰ
πέφτουν πράσινα κλωνάρια
ἀπὸ δάφνη καὶ μυρτιά.
Μὲς τὴ μέση ἀπὸ τὸ πλῆθος
ἡ Κυδίππη κατεβαίνει,
μὲ τὸν Ὄλυμπο στὸ στῆθος,
μὲ τη ὄψη δακρυσμένη·
δὲν ἀργεῖ· στὸ μέρος πάει
ποῦ λατρεύεται ἡ Θεά·
λίγα λούλουδα σκορπάει
καὶ προσεύχεται θερμά:
Μὴν ἰδῇς καθόλου ἐκεῖνο
ποῦ τολμάω νὰ δώσω τώρα·
ὅσα κλάϊματα ἐγὼ χύνω
δέξου, ἀντὶς ἀπ' ἄλλα δῶρα·
σ' ἐξορκίζω! κάμε, ὦ Θεία,
στὰ παιδιά μου νὰ δοθῇ
ἡ καλήτερη εὐτυχία
ὁποῦ βρίσκεται στὴ γῆ. -
Πῶς δεότουνε! μὲ πόση
τῆς ψυχῆς οὐράνια πύρα
καὶ τὰ μάτια εἶχε σηκώσῃ
καὶ τὸ νοῦ κατὰ τὴν Ἥρα.
Ἔκαμ' ἔπειτα νὰ φύγῃ,
καί, γυρνῶντας ταπεινά,
τὰ δύο τέκνα της ξανοίγει
χάμου ἀκίνητα – νεκρά!
Τὰ κάστρα μας
Τὶ σεισμὸς βροντοδέρνει καὶ τ’ ἂστρα;
Τὶ φωτιὰ μαύρου κόσμου εἶν’ ἐκείνη
Ποῦ ξερνοῦν τὰ θεόρατα κάστρα,
Μὲ καπνούς, μὲ λιθάρια πολλά;
Μοιάζει, ναί, τῆς φωτιᾶς ὁποῦ χύνει
Τοῦ Ἐγκελάδου τὸ πύρινο στόμα,
Σὰν ὁ ἀντάρτης ταράζεται ἀκόμα,
Μὲς τὴν Αἲτνη θαμμένος βαθυά.
Τάχα οἱ Τούρκοι πετοῦν στὸν ἀέρα,
Μὲ τυφλή, μὲ παράκαιρη βία,
ὃσα τείχη ἀποφράξαν μία μέρα
τὴ μεγάλη ἐχθρική τους ὁρμή;
Ὂχι, κόσμε! ἡ φιλόνομη Ἀγγλία
Τέτοια δόξα τοῦ Τούρκου φθονάει·
Ξαρματόνει, ἐρημάζει, χαλάει,
Πρὶν ἀφήσῃ τὴ μαύρη μας γῆ.
Μὲ χαρά, ποῦ τὴ θλίψη πλακόνει,
Ὡς ἀκούει τ’ ἀστροπέλεκα ἐκεῖνα,
Στοῦ νησιοῦ τ’ ἀκρογιάλια σιμόνει,
Καὶ τηράζει, τηράζει ὁ λαός.
Ἡ χαρά του εἶν’ ἀδύνατη ἀχτῖνα
Τῆς χαρᾶς ὁποῦ Πλάστης γροικοῦσε,
Ὃταν γύρω τὸ χάος ἐθωροῦσε,
Κ’ αἰσθανότουν πῶς θἂβγῃ τὸ φῶς.
Ναί· στὰ κάστρα, ποῦ δείχνουνε τώρα
Τῆς φθορᾶς, τοῦ πολέμου τὰ χνάρια,
Θὲ νὰ ἰδῆς, ὦ πολύπαθη χώρα,
Δοξασμένο σημάδι ἐθνικό.
Τότ’ ἐκεῖνα τὰ μαῦρα λιθάρια,
Νέα τριγύρου σκορπῶντας μαγεία,
Θὰ φανοῦν ἡ καϊμένη θυσία
Στὸν ὡραῖο τῆς Πατρίδας βωμό.
Ἦρθε ἡ μέρα! ‘Σ ἐμᾶς δὲ χωράει
Μέρα τέτοια θεόργιστο μῖσος·
Τ’ οὐρανοῦ μας τὸ χρῶμα γελάει·
Ὂλη ἀνθίζει καὶ χαίρεται ἡ γῆ.
Σῦρτε, ὦ ξένοι· φευγᾶτε, καὶ ἀνίσως
Ἀπὸ τοῦτα τὰ ἐλεύθερα μέρη
Τ’ ἀγεράκι ἓναν ἦχο σᾶς φέρῃ,
Δὲ θἆναι κατάρας βοή.
Σᾶς θωρᾶμε – στὴν ἒρημην ἂκρη,
Ὃθε πέρα μαυρίζουν οἱ λίθοι,
Μία ματιά, θολωμένη ἀπὸ δάκρυ,
Νὰ μὴ ρίξῃ δὲ λείπει κἀνείς·
Πόσο ἂ! πόσο τὰ ἐλεύθερα στήθη
Σᾶς πλακόνει ἡ παράνομη πράξη.
Ποῦ οἱ Μεγάλοι σᾶς ἒχουν προστάξῃ
Κ’ ἐνεργῆστε, κακότυχοι, ἐσεῖς!
Ὢ! τοῦ κάκου ἡ καρδιά σας φωνάζει,
Καὶ σὰν ξένο ἒργο τέτοιο μισάει·
Τῆς πατρίδας ἡ φήμη ταράζει
Κάθε πνεῦμα μὲ ζάλη σφοδρή.
Τ’ ὂνομά της γραμμένο θωράει
Μὲς τὸ βράχο ποῦ ἐδῶθε μαυρίζει,
Καὶ καθένας γι’ αὐτήνε δακρύζει,
Ὃσο πλεόν ἡ καρδιά του εἶν’ ἁγνή.
Ἂλλους χρόνους, θερμότερη λύπη
Ἀπ’ αὐτἢ ποῦ τὰ σπλάχνα σας καίει,
Μὲ ὠργισμένο, συχνὀ καρδιοχτύπι,
Μία μεγάλη αἰσθανότουν ψυχή.
Τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη της λέει
Θεῖο τραγοῦδι, ποῦ φέρνει τρομάρα,
Τὶ βροντάει τσ’ Ἀθηνᾶς ἡ κατάρα
Στὴ γενναία τοῦ Προφήτη φωνή.
Ἂν ἠμπόρειε καὶ αὐτὸς νὰ γνωρίσῃ
Τῆς Ἀγγλίας τὸ τουρκόφιλο κρῖμα,
Ἢθε ξάφνου τὸ λάκκο του ἀφήσῃ,
Σὰ βαθυὰ νὰ τὸν πλάκονε ἡ γῆ·
Καῖ, ποθῶντας τὸ πρῶτο του μνῆμα,
Ὃταν ἲσκιο δὲ ρίχνουν οἱ λόγγοι,
Θὰ κινοῦσε στ΄ ἀνδρεῖο Μεσολόγγι
Ν’ ἀναπάψῃ τὴ θεία κεφαλή.
Ὦ Νεκρὲ δοξασμένε, κἀμπόσο
Μεῖνε ἀκόμα στὸ μνῆμα ποῦ σ’ ἒχει!
Τὴν Ἑλλάδα, ποῦ ἀγάπησες τόσο,
Μ’ ἂλλη τύχη μία μέρα θὰ ίδῇς.
Ὁ Καιρός, ποῦ γιὰ σένα δὲν τρέχει,
Χτίζει ἐδῶ, παρακάτου συντρίβει·
Θεμελιόνει τὸ μαύρο καλύβι,
Τὸ παλάτι σκορπάει καταγῆς.
Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου
Η ΑΝΟΙΞΗ
Ποιὰ εἶμαι 'γὼ δὲν ἔχω χρεία
νὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες·
μὲ τὴ μόνη μου εὐωδία
φανερόνομαι ἀρκετά.
Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώρα
φεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις,
ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόρα
ξαναβλέπεται ὀμπροστά.
Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοι
ποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις,
τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι,
τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ.
Μέρα νύχτα φυλαμένα
ἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις,
ρόδα νέα, χαριτωμένα
ἐδῶ μέσα κουναρῶ.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέρα
ξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου;
Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέρα
βασιλεύω τώρα ἐγώ.
Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖρι
ὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου,
μ' ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρη
ἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ.
Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναις
βρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράω
ποῦ φωτίζονται μ' ἐκεῖναις
ἀθῷα πνεύματα πολλά.
Ἀλλ', ἀφοῦ κ' ἐγὼ τὸ μαῦρο
κρύο σκοτάδι πολεμάω,
πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρω
ἀπὸ τέτοια κατοικιά;
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τόπο! - τόπο! Μ' ἄλλα δῶρα
τὸ Φθινόπωρο προβαίνει.
Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,
καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.
Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω
τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,
τί ἐγὼ τ' ἄνθια σας ἀλλάζω
εἰς ὁλόχρυσους καρπούς.
Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα
νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,
ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,
πρώιμα χύθηκα κ' ἐγώ.
Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,
ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι
δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω
τὸν ἀτίμητο καρπό.
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,
ἂν στ' ὡραῖο σας περιβόλι
τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε
μὲ ὁλοφάνερη μορφή.
Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,
μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,
στ' ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω
μόσχους, χρώματα, ζωή.
Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.
Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια
γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;
Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,
νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
Ελιζαμπέτα Σιράνι - Elisabetta Sirani ( 8 Ιανουαρίου 1638 – 28 Αυγούστου 1665 )
Αυτοπροσωπογραφία |