Τζoν Λοκ - John Locke (29 Αυγούστου 1632 – 28 Οκτωβρίου 1704)

 

Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία. 
Δοκίμια περί διακυβερνήσεως

Ο Τζoν Λοκ (John Locke,29 Αυγούστου 1632 – 28 Οκτωβρίου 1704) ήταν Αγγλος φιλόσοφος και ιατρός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πλέον σημαίνοντες στοχαστές του Διαφωτισμού και είναι ευρύτερα γνωστός ως ο Πατέρας του  Κλασικού Φιλελευθερισμού.

Ο Λοκ αποτελεί τον κύριο αντιπρόσωπο του αγγλικού κινήματος του εμπειρισμού . Μαζί με τον Ντέβιντ Χιουμ  (1711-1776) και τον  Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (1684-1753) σχηματίζει το τρίπτυχο των φιλοσόφων του αγγλικού Διαφωτισμού και του επερχόμενου εμπειρισμού.

Η πολιτική του φιλοσοφία ότι ο λαός έχει το δικαίωμα της αντίστασης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Αμερικανική Επανάσταση, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, την Γαλλική Επανάσταση  καθώς και το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλίας , και με αυτόν τον τρόπο τα Συντάγματα των περισσοτέρων φιλελευθέρων κρατών. Αυτή η πολιτική του φιλοσοφία είχε επιφανειακά τον χαρακτήρα μίας επιφανειακής επίδοσης. Είχε περιληφθεί σε δύο δοκίμια, που δημοσιεύθηκαν το 1960 με το συγκεκριμένο σκοπό να υπεραμυνθούν της επανάστασης. Από τα δοκίμια αυτά, το πρώτο όπου αντέκρουσε τον Filmer, είχε παραδοσιακό χαρακτήρα. Η δεύτερη διατριβή του όμως είχε τόση σημασία που δεν περιοριζόταν στα πράγματα του καιρού του. Ξεκινούσε από το παρελθόν, περνούσε όλη την περίοδο των εμφυλίων πολέμων, και διασταυρωνόταν με το έργο του Hooker, Ecclesiastical Polity, που συνόψιζε την πολιτική σκέψη της Αγγλίας ως την εποχή της παλινόρθωσης, και πριν από τη ρήξη μεταξύ κοινοβουλίου και βασιλιά. Χάρη στον Hooker, ο Locke γνώρισε όλη την μακρά παράδοση της μεσαιωνικής πολιτικής σκέψης, ως τον Θωμά Ακινάτη, όπου οι ηθικοί περιορισμοί της εξουσίας, η ευθύνη των ηγετών προς τις κοινότητες που κυβερνούν και η υποταγή της κυβέρνησης στους νόμους αποτελούσαν αξιώματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Locke ήταν στραμμένος προς το παρελθόν. Το κύριο χαρακτηριστικό της ιδιοφυΐας του δεν ήταν ούτε η ευρυθμία ούτε η λογική, αλλά ένας ασύγκριτος κοινός νους που μπόρεσε να περισυλλέξει τις σημαντικότερες πεποιθήσεις στη φιλοσοφία, την πολιτική, την ηθική και την παιδεία, όσες είχε κληροδοτήσει το παρελθόν στα φωτεινότερα πνεύματα της γενεάς του.

Οι απόψεις του

Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία. Δοκίμια περί διακυβερνήσεως

Ο Άγγλος φιλόσοφος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι σε φυσική κατάσταση δεν ήταν τόσο επιθετικοί, αλλά κυρίως κοινωνικοί, δημιουργικοί, λογικοί και σώφρονες. Ενδιαφέρονταν έτσι να συγκροτήσουν πολιτισμένες κοινωνίες. Γι' αυτό συνήπταν «κοινωνικό συμβόλαιο» με το κράτος  με αμοιβαίους όρους. Αποδέχονταν να περιορίσουν την ελευθερία τους και σε αντάλλαγμα το κράτος έπρεπε να εγγυηθεί για τη διασφάλιση των φυσικών τους δικαιωμάτων: της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας. Εάν το κράτος παραβίαζε το «κοινωνικό συμβόλαιο», οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να το λύσουν και να εξεγερθούν.

Η ψυχή είναι άγραφος πίνακας (tabula rasa). Δέχεται ιδέες και γνώσεις από την εμπειρία.

Οι κατηγορίες των ποιοτήτων

Ο Λοκ χώρισε τις ποιότητες των σωμάτων σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ομάδα αποδίδονται οι πρωτεύουσες ποιότητες και αφορούν σε μεγέθη κυρίως της φυσικής όπως : η έκταση, η κίνηση, η στερεότητα, ο όγκος, η μορφή, η υφή και ο αριθμός που η αντίληψη του γίνεται μόνο από το νου. Οι πρωτεύουσες ποιότητες ενυπάρχουν στα σώματα και ως εκ τούτου δεν απαιτούν για να υπάρξουν να είναι αντιληπτές. Στη δεύτερη και τρίτη ομάδα ενώνονται οι δευτερεύουσες ποιότητες που αποτελούν άμεσα αντικείμενα των αισθήσεων όπως τα χρώματα οι ήχοι και οι γεύσεις και οι δυνάμεις ή έμμεσες επιδράσεις δυνάμεων (η δύναμη της φωτιάς που τήκει τον χρυσό). Η διάκριση που κάνει ο Λοκ μεταξύ των πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων ανάγεται στην τοποθέτηση του:

Οι ιδέες των πρωτευουσών ποιοτήτων των σωμάτων είναι ομοιώματα αυτών, και τα πρότυπά τους ενυπάρχουν όντως στα ίδια τα σώματα, αλλά, οι ιδέες που παράγονται μέσα μας από τις δευτερεύουσες ποιότητες, δεν έχουν καμία απολύτως ομοιότητα με αυτές.

Ο Λοκ ως παιδαγωγός

Ο Λοκ θεωρούσε ιδανική την αγωγή που συνδυάζει τον φυσικό τρόπο ζωής, την σωματική αγωγή και την σκληραγωγία. Πίστευε πως για την διαμόρφωση του χαρακτήρα σημασία έχει περισσότερο το γενικότερο περιβάλλον και η καθημερινή τριβή με τα άτομα παρά η συστηματοποιημένη διδασκαλία. Έδινε σημασία στην αγωγή του παιδιού μικρής ηλικίας, το οποίο πρέπει είναι κοντά στον φυσικό τρόπο ζωής και μακριά από την χλιδή. Το πνεύμα του παιδιού, με άλλα λόγια, πρέπει να διατηρείται ζωντανό και ελεύθερο. Ήταν υπέρμαχος των ατομικών μαθημάτων, καθώς πίστευε πως ούτε καν δυο παιδιά δεν μπορείς να τα μεταχειριστείς με τον ίδιο τρόπο. Ο δάσκαλος που θα παραδίδει τα ιδιαίτερα μαθήματα πρέπει να είναι κυρίως κάτοχος ηθικών αρετών παρά συγκεκριμένων γνώσεων. Οι γνώσεις αξίζουν όταν τις κατέχουν άνθρωποι με σωστή συμπεριφορά, άνθρωποι όμως χωρίς ψυχική ευγένεια γίνονται κατά τον Locke «εύκολα ακόμη πιο ανόητοι και κακοί». Έβλεπε την μάθηση ως ένα χαλαρό και παιγνιώδες αντικείμενο. Το παιδί θα πρέπει να αγαπήσει αυτό που μαθαίνει και όχι να εξαναγκαστεί. «Είναι καλύτερα να μάθει το παιδί να διαβάζει ένα χρόνο αργότερα παρά να του δημιουργηθεί αποστροφή προς το διάβασμα». Τέλος θέλει μια μάθηση ανοιχτή στον κόσμο και εκτιμά την χειρωνακτική εργασία για όλους τους ανθρώπους.

Φυσικός νόμος

Για τον Λοκ, ο άνθρωπος στην φυσική του κατάσταση υπακούει μονάχα σε έναν απαράβατο και θεμελιώδη νόμο της φύσης, που τον ονομάζει φυσικό νόμο, και έχει ως στόχο την αυτοσυντήρηση και διατήρηση του αγαθού της ζωής για το άτομο (ο Χομπς είχε σταματήσει στο άτομο την αναφορά του) και την κοινωνία.Υποδηλώνει αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, που εκχωρούν τα φυσικά τους δίκαια, και στους φορείς της πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι οφείλουν να τα διαφυλάττουν. Μόνο εφόσον η πολιτική εξουσία διασφαλίζει τα φυσικά δίκαια, μπορεί να διατηρηθεί αυτή η σχέση εμπιστοσύνης.Αν το αίτημα της διασφάλισης δεν ικανοποιείται, τότε παραβιάζονται οι όροι, του καταπιστεύματος και αυτομάτως αίρεται η εμπιστοσύνη.

Η νομιμότητα της πολιτικής εξουσίας κρίνεται από το εάν και κατά πόσον τηρεί το καταπίστευμα που της εμπιστεύονται οι πολίτες. Ωστόσο, οι παραβιάσεις της αρχικής συμφωνίας από την πολιτική εξουσία δεν γίνονται πάντα με τον ξεκάθαρο τρόπο της βίαιης κατάκτησης και κατοχής. Πολλές φορές καλύπτονται από την επίφαση της νομιμότητας. Αυτό συμβαίνει όταν η εξουσία διαθέτει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της νόμιμης κυβέρνησης, αλλά στην πράξη αθετεί το καταπίστευμα. Ο Φιλελεύθερος Λοκ θέτει με σαφήνεια πέντε διαφορετικά ενδεχόμενα παραβίασης του καταπιστεύματος από μια φαινομενικά νόμιμη και δίκαιη κυβέρνηση. Η αναζήτηση αυτών των ενδεχομένων δεν έχει μόνο ιστορική αξία. Ασφαλώς είναι σημαντικό να διερευνηθεί ο τρόπος που…τα προσδιόρισε εκείνος στο πολιτικό περιβάλλον της εποχής του. Αυτό, όμως,που είναι σημαντικότερο είναι η αναγωγή των θεωρητικών σχημάτων παραβίασης του καταπιστεύματος στο πρακτικό επίπεδο της σημερινής εποχής με ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα.

1. Η πρώτη συνθήκη εμφανίζεται όταν όσοι νομοθετούν δεν είναι αυτοί που όρισαν οι πολίτες για το σκοπό αυτόν. Η εθνική κυριαρχία,όμως, δεν ανήκει στην πολιτική εξουσία ώστε να μπορεί να τη μεταβιβάσει ή να την απεμπολήσει. Υπό αυτή την έννοια, η μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε τρίτους καθιστά έκνομη την πολιτική εξουσία και δικαιολογεί την προσφυγή στην ανυπακοή.

2. Πέρα από την άμεση καταστρατήγηση της νομοθετικής εξουσίας που εμφανίζεται όταν το νομοθετικό έργο επιτελείται από φορείς που δεν έχουν οριστεί από την κοινότητα ως νομοθέτες, υπάρχει και το ενδεχόμενο παρεμπόδισης της λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας, πράξη που συνιστά έμμεση παραβίαση του καταπιστεύματος.

3. Η τρίτη συνθήκη αθέτησης του καταπιστεύματος συντελείται όταν αλλοιώνεται ο μηχανισμός εκλογής του νομοθετικού σώματος.

4. Η τέταρτη συνθήκη παραβίασης του καταπιστεύματος αφορά στην παράδοση της κοινότητας στον έλεγχο και στην εξουσία μιας ξένης δύναμης.

5. Οι προηγούμενες τέσσερις συνθήκες συνιστούν ενεργητικές παραβιάσεις του καταπιστεύματος από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχει,ωστόσο, και ένα πέμπτο ενδεχόμενο, αυτό κατά το οποίο η εξουσία παραβιάζει παθητικά το καταπίστευμα, όταν δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να εξασφαλίζει την πραγματοποίηση της βούλησης των πολιτών, παρατηρείται δηλαδή αμέλεια εφαρμογής των υπαρχόντων νόμων από την πλευρά της κυβέρνησης.

Εφόσον η εξουσία δεν περιφρουρεί την τήρηση των νόμων, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην προσπάθεια των πολιτών για επιβίωση και ευημερία.Εξωθεί, λοιπόν, εμμέσως τους πολίτες στην παρανομία. Στη χώρα μας η πολιτική τάξη είναι αυτή που, για το δικό της συμφέρον, προκάλεσε και εξέθρεψε την ανομία και τη διαφθορά -τις επιδοτήσεις, τα ρουσφέτια, τους διορισμούς- και όχι η κοινωνία. Το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτό που βυθίζει την κοινωνία στη διαφθορά, για να διαιωνίζει την εις βάρος της επιβίωση και όχι το αντίστροφο.Το βαρύ αδίκημα της εξουσίας που αφορά και στη διάχυση της ανομίας, αλλά πολύ περισσότερο στον δηλητηριώδη εθισμό της κοινωνίας σε αυτό το νοσηρό φαινόμενο,νομιμοποιεί ξεκάθαρα την άσκηση της πολιτικής ανυπακοής

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Αλέκος Σακελλάριος ( 13 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991 )

 

Ο Αλέκος Σακελλάριος ( 13 Νοεμβρίου 1913 - 28 Αυγούστου 1991 ) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Εξαιρετικά δημοφιλής και παραγωγικός, υπήρξε από τους σημαντικότερους ανανεωτές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κωμωδίας και από τους σημαντικότερους στιχουργούς του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αχαρνών. Οι νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εκτοπίστηκαν πολύ σύντομα από τις ζωηρές δημοσιογραφικές του ανησυχίες (ήδη από τα σχολικά του χρόνια υπήρξε εκδότης του "Μαθητή", της πιο μεγάλης κυκλοφορίας μαθητικής εφημερίδας της εποχής). Στη μάχιμη δημοσιογραφία μπαίνει μέσα από τη φιλολογική στήλη της Καθημερινής, μετά από ποίημα που στέλνει στον Γεώργιο Βλάχο. Εργάστηκε σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες: Ελεύθερη Ελλάδα, Ακρόπολις, Απογευματινή, Μάχη, Ελεύθερος Κόσμος, Εθνικός Κήρυξ, Ελεύθερος Τύπος κ.ά., άλλοτε ως ρεπόρτερ, άλλοτε ως χρονογράφος ή ως ευθυμογράφος. Επίσης με τον στενό συνεργάτη του Χρήστο Γιαννακόπουλο εξέδωσαν την εφημερίδα Το Εικοσιτετράωρο και τα περιοδικά Πρωτεύουσα και Σαββατοκύριακο. Διετέλεσε επίσης και διευθυντής του περιοδικού ποικίλης ύλης Εβδομάς. Μέχρι το τέλος της ζωής του χρονογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά.

Το 1935 έγραψε, κατόπιν παραγγελίας του κορυφαίου κωμικού του ελαφρού μουσικού θεάτρου της περιόδου, Πέτρου Κυριακού, το πρώτο θεατρικό του έργο, τη μουσική ηθογραφία Ο βασιλιάς του Χαλβά σε συνεργασία με τον Μήτσο Βασιλειάδη με συνθέτη τον Νίκο Χατζηαποστόλου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και καθιέρωσε κατ'ευθείαν τον νεαρό συγγραφέα.

Η συνεργασία, όμως με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (ξεκινώντας από την επιθεώρηση Παύσατε Πυρ ), ήταν αυτή που έμελλε να γράψει πραγματικά ιστορία. Οι "Διόσκουροι του ελληνικού θεάτρου" (κατά την έκφραση του γνωστού θεατρικού κριτικού Αχιλλέα Μαμάκη ) εκτός από πολυγραφότατοι, υπήρξαν και εξαιρετικά πετυχημένοι. Το σερί των επιτυχιών τους, ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και χρονογράφους της γενιάς τους να καταπιαστούν με τη θεατρική κωμωδία, αφήνοντας μια μεγάλη σειρά από έργα που παίζονται ακόμα και σήμερα.

Εξαιρετικά μεγάλη ήταν η επιτυχία του και στον κινηματογράφο, όπου ξεκίνησε αυτοδίδακτος, μετά από παρότρυνση του παραγωγού Φιλοποίμενος Φίνου. Οι ταινίες του σημείωναν ρεκόρ εισπράξεων και οι περισσότερες απ'αυτές έδειξαν και ιδιαίτερη αντοχή στον χρόνο, μέσω της τηλεόρασης. Πάνω από 20 από αυτές είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και σήμερα.

Εκτός απ'την συνεργασία του με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, δούλεψε και με τους περισσότερους -αν όχι όλους- επιθεωρησιακούς συγγραφείς της εποχής του. Έγραψε μόνος ή συνεργαζόμενος περίπου 200 θεατρικά έργα και 60 κινηματογραφικά σενάρια. Γνωστότερα απ' αυτά είναι: Οι Γερμανοί ξανάρχονται, 'Ενας ήρως με παντούφλες, Ένα βότσαλο στη λίμνη, Σάντα Τσικίτα, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Δεσποινίς ετών 39, Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Η θεία απ' το Σικάγο, Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμή, Ο Ηλίας του 16ου, Το ξύλο βγήκε απ'τον Παράδεισο, Τα κίτρινα γάντια, Αλίμονο στους νέους, Η Αλίκη στο ναυτικό, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, Χτυποκάρδια στο θρανίο, Το δόλωμα, Υπάρχει και φιλότιμο.

Έγραψε επίσης τους στίχους -μόνος, με τον Γιαννακόπουλο ή με άλλους- σε περίπου 2.000 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως «Άστα τα μαλλάκια σου», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα», «Άλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα» , «Το μονοπάτι», «Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα», «Ένα βράδυ που 'βρεχε», «Άρχισαν τα όργανα», "Έχω ένα μυστικό", "Υπομονή", "Σήκω χόρεψε συρτάκι" και πολλά άλλα. Συνεργάστηκε με ευρεία γκάμα συνθετών (από τον Νίκο Χατζηαποστόλου και τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, ως τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Γιάννη Σπανό). Ιδιαίτερα σημαντικές για το ελληνικό τραγούδι ήταν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ. Σπουδαία -και εξαιρετικά επιτυχημένα- ήταν και τα τραγούδια που έγραψε με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Η κριτική της εποχής (με εξαίρεση τον Άλκη Θρύλο) αντιμετώπισε το δίδυμο Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου ως τους σημαντικότερους απ'τους κωμωδιογράφους της γενιάς τους (επαινώντας ιδιαίτερα και τις πιο φιλόδοξες απόπειρές τους, όπως τα "Ένας Ήρως με Παντούφλες" και Η Μεγάλη Παρένθεσις). Πολλές φορές κατηγορήθηκαν για προχειρότητα, λόγω της υπερπαραγωγικότητάς τους. Η αποτίμησή τους, όμως, μετά το πέρας της εποχής τους ήταν απολύτως θετική. Αρχίζοντας μάλιστα από το 1989, έργα τους μπήκαν και στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου, κάτι που στις μέρες των μεγάλων επιτυχιών τους θα ήταν αδιανόητο.

Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε για όλες τις δημιουργικές πλευρές του με πολλά ελληνικά και ξένα βραβεία. Κατά το τέλος της ζωής του, η αφηγηματική του δεινότητα τον έκανε περιζήτητο σε τηλεοπτικές εκπομπές που μελετούσαν την εποχή του. Πολύ μεγάλη επιτυχία, άλλωστε, είχε και το βιβλίο με τις αναμνήσεις του Λες και ήταν Χτες.

Είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε δύο κόρες. Τα τελευταία χρόνια (από τα τέλη του '70 ως το 1991) ζούσε με την τρίτη σύζυγό του, Τίνα, γράφοντας (όπως έλεγε σε συνεντεύξεις του της εποχής) συνεχώς σενάρια, χρονογραφήματα και θεατρικά, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, θεατρικό και χρονογραφικό, σε αντίθεση με τα έργα των συγχρόνων του Τσιφόρου και Ψαθά, δεν εκδόθηκε ποτέ.

Πέθανε στις 28 Αυγούστου 1991 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε οικογενειακό τάφο.


Οι Γερμανοί Ξανάρχονται

Ο Θόδωρος, ένας φιλήσυχος νοικοκύρης που αγανάκτησε από την εμφύλια φαγωμάρα που διαδέχθηκε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, πέφτει για έναν μεσημεριανό υπνάκο και βλέπει στον ύπνο του, ότι οι Γερμανοί ξανάρχονται. Ένα ολοζώντανο όνειρο που θα εξελιχθεί σε εφιάλτη και θα τον ξαναγυρίσει στις μέρες που κρυφάκουγε το ραδιόφωνο που φύλαγαν στο πηγάδι. Στις μέρες της πείνας και της ανέχειας που κυριαρχούσε ο φόβος για τον Γερμανό κατακτητή. Μια τέτοια μέρα, Γερμανοί θα μπουκάρουν στην αυλή του σπιτιού του και θα τον συλλάβουν μαζί με άλλους άντρες του σπιτιού...http://www.cinehellas.com/



Ένα βότσαλο στη λίμνη

Μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιανακόπουλου, που υπήρξε μεγάλη θεατρική επιτυχία. Βασικός ήρωας είναι ο Μανώλης Σκουντρής (Βασίλης Λογοθετίδης) ο οποίος είναι δέκα χρόνια παντρεμένος με τη Βέτα (Μαίρη Λαλοπούλου). Είναι ένας ήσυχος οικογενειάρχης αλλά πολύ τσιγκούνης. Ποτέ δεν έχει χαρίσει στη γυναίκα του ούτε ένα δωράκι. Κάποιο βράδυ πηγαίνουν να διασκεδάσουν μαζί με τον συνεταίρο του, τον Γιώργο (Ευάγγελος Πρωτοπαπάς) και δύο όμορφες και κεφάτες Ελληνο-αμερικανίδες, τη Μάργκαρετ (Καίτη Λαμπροπούλου) και την Έβελυν (Ίλυα Λιβυκού). Εκεί ο Μανώλης ξοδεύει τα μαλλιά της κεφαλής του. Όμως για κακή του τύχη, η Έβελυν δεν είναι άλλη από τη Βαγγελίτσα, μια μακρινή εξαδέλφη της γυναίκας του, η οποία έρχεται την επομένη στο σπίτι τους για φαγητό. Βέβαια του κάνει τη ζωή δύσκολη, μέχρι που καταφέρνει να τον μεταπείσει και να τον κάνει ανοιχτοχέρη, κυρίως απέναντι στη γυναίκα του.


Δεσποινίς Ετών 39 

Ο Τηλέμαχος πρέπει πρώτα να παντρέψει την μεγαλύτερη από αυτόν αδελφή του Χρυσάνθη, για να μπορέσει να παντρευτεί την καλή της καρδιάς του Φωφώ. Και επειδή το ενδιαφέρον των ανδρών για τη Χρυσάνθη είναι μάλλον ανύπαρκτο, αναλαμβάνουν με τον καλό του φίλο Σταμάτη, να συντάξουν μια μικρή αγγελία για να την δημοσιεύσουν στην εφημερίδα προς αναζήτηση υποψηφίων γαμπρών.

Το ιδιαίτερα θλιβερό της φινάλε, ενόχλησε τόσο πολύ το κοινό, ώστε στο ρημέϊκ του 1968, "Ο Ρωμιός έχει Φιλότιμο", που γύρισε ο ίδιος σκηνοθέτης, αντικαταστάθηκε με happy end. Είναι η τελευταία ταινία του Σακελλάριου / Γιαννακόπουλου, που γυρίστηκε στα υπερσύγχρονα στούντιο Νάχας του Καϊρου.  http://www.cinehellas.com/



Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο

Δυο κλασικοί λατερνατζήδες, ο Πετράκης και ο Παυλάρας (Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος), βλέπουν ότι το επάγγελμά τους δεν έχει πια πέραση στην Αθήνα και παίρνουν το δρόμο για την επαρχία. Μια μέρα βρίσκονται στο πανηγύρι της Παναγιάς της Πλατανιώτισσας κι εκεί συναντούν μια όμορφη συμπαθητική κοπέλα, την Καίτη (Τζένη Καρέζη). Η κοπέλα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση γιατί το ’χει σκάσει από το σπίτι της. Ο εφοπλιστής πατέρας της θέλει να την παντρέψει μ’ έναν μεσήλικα, ενώ εκείνη αγαπάει ένα φτωχό υπάλληλο, τον Δημήτρη (Αλέκος Α-λεξανδράκης). Οι δύο καλόκαρδοι λατερνατζήδες, παρότι μαθαίνουν ότι ο πατέρας της δίνει μια μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον βρει την κόρη του, αδιαφορούν παντελώς για τα λεφτά και τη βοηθάνε με κάθε τρόπο να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά, ενώ καταφέρνουν να συμφιλιώσουν το ζευγάρι με τον πατέρα της Καίτης.



θα σε κάνω βασίλισσα

Ο Αντώνης Τσιλιβίκης (Θανάσης Βέγγος) είναι μεν ένας επιτυχημένος εργολάβος οικοδομών, αλλά ως σύζυγος είναι τσιγκούνης, παραμελεί το σπιτικό του και δεν κάνει το παραμικρό για την όμορφη γυναίκα του Ελένη (Νίκη Λινάρδου). Ο Αντώνης κατάφερε να γίνει αυτό που είναι, χάρη στα δολάρια που έστελνε τακτικά ο Πιτ Παπαθεοφιλόπουλος (Λάμπρος Κωνσταντάρας), θείος της γυναίκας του απ’ την Αμερική, επειδή εκείνη του είχε γράψει πως χήρεψε. Τώρα που ο Πιτ έρχεται στην Ελλάδα, ο Αντώνης αναγκάζεται να παραστήσει τον ενοικιαστή ενός δωματίου στο σπίτι της γυναίκας του και τα πράγματα περιπλέκονται άσχημα, όταν ο θείος της αποφασίζει να την παντρέψει μ’ έναν πλούσιο ομογενή και φίλο του. Για να αποσοβήσει μεγαλύτερο κακό και να μη χάσει την Ελένη, αναγκάζεται να την κάνει «βασίλισσα», να αφήσει την τσιγκουνιά του και να μετακομίσει οικογενειακώς σε ένα καινούργιο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας που έχτισε προσφάτως.


Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο

Ένας νεαρός φτωχός καθηγητής (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) διορίζεται ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων και έρχεται αντιμέτωπος με τα κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα. Μια όμορφη μαθήτρια (Αλίκη Βουγιουκλάκη) ταλαιπωρεί διαρκώς τον καθηγητή, κι εκείνος αναλαμβάνει να τη «συμμορφώσει». Η μαθήτρια προσπαθεί, με διάφορες μικροαπάτες, να εκδικηθεί τον καθηγητή, τελικά όμως οι δύο νέοι ερωτεύονται αλλήλους και καταλήγουν σε γάμο.http://www.tainiothiki.gr/

Τραγούδια



Από την ταινία του Αλέκου Σακελλάριου 'Χτυποκάρδια στο Θρανίο (1963)'

Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις


Φεύγουν τα νιάτα
τα νιάτα κι η δροσιά
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μαζί τους φεύγει η ξενοιασιά.

Θέλει τραγούδι
τραγούδι και χορό
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
και μας περιμένει ο καιρός.

Φεύγουν τα νιάτα
κυλούν σαν το νερό
δεν σταματούν να γελούν
με τον καιρό.

Νάταν τα νιάτα
αχ να `ταν δυο φορές
θα `ταν μισές όλες οι λύπες μας
και διπλές θα ήταν οι χαρές.

Φεύγουν τα νιάτα
και φεύγει κι η ζωή
φεύγουν τα νιάτα μας και χάνονται
σαν το ανοιξιάτικο πρωί



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Γεώργιος Ροϊλός ( 1867 – 28 Αυγούστου 1928 )

 

 Ο Γεώργιος Ροϊλός (Στεμνίτσα Γορτυνίας, 1867 – Αθήνα, 28 Αυγούστου 1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους της «Ομάδας του Μονάχου» με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ιστορικά θέματα και την προσωπογραφία. Ως καθηγητής της Ελαιογραφίας στη θέση του Ιακωβίδη από το 1910 παρέκκλινε από τις ακαδημαϊκές τάσεις (ενταγμένες σ΄ένα τυποποιημένο κώδικα προτύπων) ενδιαφερόμενος κυρίως για την ανανέωση της διδασκαλίας με την επιβολή μεγαλύτερης ελευθερίας
  Ο Ροϊλός σπούδασε ζωγραφική αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα, από το 1880 μέχρι το 1887, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1888 πήγε με υποτροφία του κληροδοτήματος Κρήτση στο Μόναχο, για να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Το 1890 πήγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του κοντά στον Μπενζαμέν Κονστάν (Benjamin Constant) και τον Πωλ Λωράνς (Paul Laurence).
  Το 1894 επέστρεψε στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα, ύστερα από το θάνατο του Σπύρου Προσαλέντη, διορίστηκε καθηγητής στην έδρα Αγαλματογραφίας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να φύγει κατόπιν το 1903 στο Λονδίνο, όπου έγινε μέλος του εκεί Καλλιτεχνικού Συνδέσμου και στη συνέχεια για άλλα δυο χρόνια στο Λίβερπουλ, όπου εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας της πόλης και πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις. Επέστρεψε στην Αθήνα ξανά το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την έδρα Ελαιογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέθανε το 1928 στην Αθήνα.
  Στους πίνακές του απεικόνισε ποικίλα θέματα: πολεμικά από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς πολέμους 1912–13 (πρωτοπόρος στο είδος αυτό μαζί με το Βασίλειο Χατζή που στρατεύθηκε στο αντιτορπιλικό «Έλλη» και την Θάλεια Φλωρά-Καραβία), ιστορικά, πορτρέτα, τοπία, κ.α.
 «Στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στρατεύθηκε και έζησε από κοντά όλη την ατμόσφαιρα του πολέμου, διάφορα επεισόδια του οποίου απεικόνισε σε πίνακες του. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ξαναβρέθηκε στο μέτωπο κρατώντας σημειώσεις και δίνοντας ζωγραφικές συνθέσεις από τα γεγονότα.»
  Ζωγραφίζοντας εκ του φυσικού τη γρήγορη εναλλαγή των πολεμικών γεγονότων μέσα στη σκόνη της μάχης οργάνωνε τη σύνθεσή του χωρίς ένα κεντρικό στοιχείο να συγκεντρώνει την προσοχή και να στατικοποιεί τον πίνακα. Για παράδειγμα, τοποθέτησε το βασιλιά Κωνσταντίνο έκκεντρα και όχι μεγαλύτερο ή επιβλητικότερο από τους άλλους. Στο πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό της «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα Εκτός από την προσωπογραφία και τις ιστορικές σκηνές, ο Ροϊλός ζωγράφισε θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα,ηθογραφίες και νεκρές φύσεις, ενώ ασχολήθηκε και με τη χαλκογραφία και τη γελοιογραφία (εφημ. Άστυ, Ρωμηός και περιοδικό Εστία). https://el.wikipedia.org




H Mάχη των Φαρσάλων(1897), ελαιογραφία σε καμβά(1901), 
Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του κατευθύνεται στην πρώτη γραμμή. Στο βάθος οι φάλαγγες του ελληνικού στρατού σε ανάπτυξη μάχης. Μπροστά, μεταφορά τραυματιών. (Λάδι σε μουσαμά, Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ).

  «Επεισόδιο από τη μάχη των Φαρσάλων». (Λάδι σε μουσαμά, Εθνική Πινακοθήκη - Ίδρυμα Ευριπ. Κουτλίδη).


Γεντζέλια». Αποκαμωμένοι στρατιώτες σε μια ανάπαυλα της μάχης. (Εθνική Πινακοθήκη).

Κωνσταντίνος ΙΒ΄, Κρέσνα 1913, Λιθογραφείο Χαρτογραφικής υπηρεσίας, 1921

Το μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου, πριν το 1925

Προσωπογραφία στρατηγού Κωνσταντίνου Καλλάρη
 Πορτραίτο ανδρός, Ελαιογραφία σε μουσαμά, 75 x 58 εκ., Ιδιωτική Συλλογή.

 Πορτραίτο ανδρός (Άγγελος Αβέρωφ), Ελαιογραφία σε μουσαμά, 43 x 47 εκ., Ιδιωτική Συλλογή.

 Πορτραίτο αγοριού,  Ελαιογραφία σε μουσαμά, 55 x 45 εκ., Ιδιωτική Συλλογή.

 Πορτραίτο κοριτσιού,  Ελαιογραφία σε μουσαμά, 55 x 45 εκ., Ιδιωτική Συλλογή.

Προσωπογραφία της μικρής Αλεξάνδρας Μέρμηγκα

 Two Children, 1912

 Προσωπογραφία Σμαράγδας Βικέλα

 Η πριγκίπισσα Υψηλάντη

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ (1826 - 28 Αυγούστου 1911)

 

Ο Γεράσιμος Μαρκοράς, γιος του κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας το γένος Βλασσοπούλου, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Φοίτησε στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο με διευθυντές τον Οριόλη και τον Κάλβο και σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και κατά την περίοδο 1849-1851 μαζί με τον αδελφό του Σπύρο στην Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το πνεύμα των έργων του Δάντη, του Αριόστο και άλλων. Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του Στυλιανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1852 και να πάρει το πτυχίο του της Νομικής από την Ιόνιο Ακαδημία. Τον ίδιο χρόνο έγινε βοηθός του Σολωμού, του οποίου υπήρξε μαθητής, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποίηση και μπήκε στον Κύκλο του, όπου γνωρίστηκε επίσης με τον Γεώργιο Καλοσγούρο και τον Ιάκωβο Πολυλά. Το 1853 ετοίμασε τις πρώτες μεταφράσεις του σε έργα των Σίλλερ και Ομήρου και το 1857 έγραψε το ποίημα Το πρώτο Ψυχοσάββατο με αφορμή το θάνατο του Σολωμού, ενώ ήταν βοηθός του Πολυλά στην έκδοση των Ευρισκομένων. Το 1854 παντρεύτηκε την κόρη του γερουσιαστή κόμη Αντώνιου Δούσμανη Αικατερίνη, η οποία πέθανε πρόωρα (1870) και ο Μαρκοράς πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με τη συντροφιά της αδελφής του. Αγωνίστηκε για την ΄Ενωση της Επτανήσου και δημοσίευσε ανώνυμα τις πολιτικές σάτιρες Ο Λέλεκας και ο Σπαρτσίνης (1863) και Απλή και καθαρεύουσα (1872) σε φυλλάδια (1863) και το ποίημα Τα κάστρα μας στην εφημερίδα του Πολυλά Αναγέννησις. Στο χώρο της εκπαιδευτικής αναγέννησης στα Επτάνησα σημαντική ήταν η προσφορά του στην Κερκυραϊκή Σχολή. Το 1875 δημοσίευσε το ποίημα Ο όρκος, εμπνευσμένο από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και απέκτησε φήμη και την προσοχή των αθηναϊκών ποιητικών κύκλων (του Παλαμά και άλλων). Το 1866 ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου γνώρισε θερμή υποδοχή από τη Β΄ Αθηναϊκή Σχολή. Το 1890 εξέδωσε μετά από έντονη προτροπή του Θεόδωρου Βελλιανίτη τη συλλογή Ποιητικά έργα, με την οποία έγινε γνωστός στην Αθήνα. Το 1892 πέθανε ο αδερφός του Σπύρος. Μεσολάβησε δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία και το 1896 επισκέφτηκε την Αθήνα, γεγονός που προκάλεσε νέες συζητήσεις για την ποίησή του στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Το 1899 κυκλοφόρησε στην Αθήνα η δεύτερη συγκεντρωτική ποιητική έκδοσή του με τίτλο Μικρά ταξίδια. Συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε ημερολόγια και περιοδικά ως το θάνατό του στην Κέρκυρα. Ο Γεράσιμος Μαρκοράς τοποθετείται στη λογοτεχνική παράδοση της Επτανησιακής Σχολής και κατέχει τον τίτλο του τελευταίου εκπροσώπου της. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία.http://www.ekebi.gr/






ΕΡΓΑ 

Μητρικὴ ἀγάπη

Μικρὸ παιδάκι, πὤμεινε δίχως ψωμὶ ὅλη μέρα,
γιατ' εἶχε σκύλλα μητρυιὰ καὶ ἀπάνθρωπο πατέρα,
ἐπῆε, καθὼς ἐνύχτωσε, στὴν ἄκρη νὰ μουλώσῃ,
ὅπου μία ψάθα καταγῆς τοὖχαν οἱ ἀνίλεοι στρώσῃ.
Τὸ μαῦρο! - ἀνίσως ἔπαιζε, κ' ἐπήδαε κ' ἐτραγούδα,
ἂν ἐκυνήγουνε μακρυὰ φευγάτη πεταλοῦδα,
ἢ, στὸ κηπάρι βλέποντας ἕνα μικρό του φίλο,
γι' αὐτὸν ὡρμοῦσε ὁλόχαρο νὰ φτάκῃ σῦκο ἢ μῆλο -
ἔδινε πάντα του ἀρκετὴ στοὺς ἄνομους αἰτία
νὰ τὸ σταυρόνουν ἄσπλαχνα μὲ τέτοια τιμωρία.
Μὴν ὅμως τότες ἔλαχε βαρύτερα νὰ σφάλῃ;
Ὀμπρὸς στὴν ἄγρια μητρυιά, ποῦ τὄχε ἀδικοβάλῃ,
σὰν ἀπὸ κλάψαις ἔχυσε τοῦ κάκου ἕνα ποτάμι,
μεγάλον ὅρκο τὸ φτωχὸ γυρεύοντας νὰ κάμῃ,
πρὶν ἄλλη οὐράνια Δύναμη στὸ νοῦ του ἡ μνήμη στείλῃ,
- μὰ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας μου! - τοῦ ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη.
Μέτρα δὲν ἔλαβε γι' αὐτὸ τῆς γυναικὸς ἡ λύσσα·
μηδὲ τὸ χιόνι πὤπεφτε, μηδ' ὁ βοριᾶς ποῦ ἐφύσα
τὴν ἐκατάφεραν ἀργὰ νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνη
γιὰ τ' ἀγγελοῦδι, πὤτρεμε δίχως θροφὴ καὶ κλίνη.
Ἔτρεμε ναί· τὰ γόνατα στὸ στῆθος ἐβαστοῦσε
ἀγκαλιασμένα δυνατά, καὶ ἀπόκρυφα βογγοῦσε·
μὸν οἱ πνιμένοι στεναγμοί, πρὶν αὖρα ἐκεῖ ξυπνήσουν,
τοῦ τάφου ἐπῆαν τῆς μάννας του τὰ μάρμαρα νὰ σχίσουν.
Μὲ γληγοράδα στοχασμοῦ πετιέται ὁλόρθη, βγαίνει
καὶ τρέχει στὸ παιδάκι της ἡ ἀχνὴ σαβανωμένη·
στὴ γῆ κοντά του ρίχνεται, μὲ πόθο τ' ἀγκαλιάζει,
τοῦ δίνει ἀμέτρητα φιλιά, κ' ἐκεῖνο δὲν τρομάζει,
τί, μόλις γιὰ προσκέφαλο παρόμοιο στῆθος ἔχει,
γλυκὰ γλυκὰ σταὶς φλέβαις του τὸ αἷμα ξανατρέχει·
δὲν ἦταν θαῦμα· τῆς μητρὸς κ' ἡ πεθαμένη ἀγκάλη
γιὰ τέκνου ἀγάπη δύνεται πύρα ζωῆς νὰ βγάλῃ.
Σὰν εἶχε ἡ δύστυχη νεκρὴ μὲ χάϊδια ξεθυμάνῃ
τὴν πρώτη χρεία τοῦ πόθου της, τ' ὡραῖο παιδάκι πιάνει
καὶ τὸ πλαγιάζει στὸ μικρὸ τοῦ κλιναριοῦ του στρῶμα,
ποῦ ἀπὸ τὴν ἅγια της εὐχὴ μοσχοβολοῦσε ἀκόμα.

Τὴν εἶδαν οἱ θεόργιστοι σὰν ἐκεῖ μέσα ἐχύθη,
καί, δίχως ναὔρουνε λαλιά, δίχως πνοὴ στὰ στήθη,
ἕνας τὸν ἄλλο ἐρώτουνε μὲ ξαφνισμένο μάτι
ἂν ἦταν ἴσκιος, ἢ τρελλὴ τῆς φαντασίας ἀπάτη,
μὸν ἀπὸ χρῶμα, πὤδειχνε τρομάρα πλέον μεγάλη,
ἐβάφη ξάφνου ἡ μία θωριὰ ξανοίγοντας τὴν ἄλλη.
Κἀνένα δὲν τοὺς ξέφυγε κἀνένα κίνημά της·
ἐκεῖθε ποὖχε στηλωθῇ σὰν ἄγγελος προστάτης,
τὴν εἶδαν ὁλογλήγορα τὸ πόδι νὰ κινήσῃ
γιὰ τὸ τραπέζι τ' ἄφθονο, ποὖχαν σκιασμένοι αφήσῃ.
Μ' ἄσπρο τὴν εἴδανε ψωμί, μὲ διαλεχτὸ προσφάϊ,
στὸ πεινασμένο ἀγῶρι της κοντὰ νὰ ξαναπάῃ.
Μόλις τὸ χόρτασε, καὶ αὐτὸ γυρμένο ἀγάλι 'γάλι
στὸ κρεββατάκι ἀκούμπησε τὸ ἀγγελικὸ κεφάλι,
μὲ λόγια γλυκομίλητα, μὲ οὐράνια καλοσύνη,
χαϊδεύοντάς το, νὰ τοῦ πῇ τὴν ἄκουσαν εκεῖνοι:

Μὴ φοβηθῇς, καμάρι μου, μὴ φοβηθῇς, κοιμήσου!
Ἂν ὅλη νύχτα, ὡς ἤθελα, δὲ θὰ σταθῶ μαζί σου,
ἐδῶ, τριγύρω μένοντας, μ' ἀγάπη σὲ κυτάζουν
παιδάκια, ποῦ στὸ πρόσωπο καὶ στὴν ψυχὴ σοῦ μοιάζουν
ὡραῖα παιδάκια μὲ φτερά, ποῦ πὤφεραν θλιμμένα
ὅσα γιὰ φόβο μέσα σου βαστοῦσες πλακωμένα.
Ἄχ! σὰ στὸν Ἅδη ἀγροίκησα ποῦ ἀφίνουν τοῦτ' οἱ δύο
τὸ πεινασμένο σῶμα σου νὰ τρέμῃ ἀπὸ τὸ κρύο,
ἐβγῆκα τρέμοντας κ' ἐγώ, τί τότες ἐκεῖ κάτου
διπλὸς μοῦ ἐφάνη τρίδιπλος ὁ πάγος τοῦ θανάτου.
Ἐσύ, ἀκριβό μου, νὰ πεινᾷς! Τόσο ἐποθοῦσα τόσο
βοήθεια δίχως ἄργητα σὲ τέτοια χρεία νὰ δώσω,
ποῦ ἐπάντεχα πῶς ἄλλαξε κάθε της νόμο ἡ φύση,
καὶ πῶς ἐδῶ στὸν κόρφο μου τὸ γάλα εἶχε γυρίσῃ.

Ὤ συφορὰ στοὺς ἄδικους, ποῦ μ' ἕνα ἢ μ' ἄλλο κρῖμα
τὸν ἅγιον ὕπνο τοῦ νεκροῦ ταράζουν καὶ στὸ μνῆμα!
Γι' αὐτοὺς ποῦ σὲ παιδεύουνε κ' ἐξύπνησαν ἐμένα
δεήσου, τέκνο μου ἀκριβό, δεήσου στὴν Παρθένα·
ἴσως κινήματα καλὰ τὰ σπλάχνα τους γνωρίσουν
κ' ἐκεῖ ποῦ ἡ τύχη μ' ἔρριξε ν' ἀναπαυτῶ μ' ἀφήσουν.

Πρέπει νὰ φύγω. Ἀπὸ μακρυὰ τῆς χαραυγῆς τ' ἀέρι
μοῦ φέρνει οὐράνια προσταγὴ νὰ πάω στ' ἀνήλια μέρη.
Σ' ἀφίνω γειά, παιδάκι μου, σ' ἀφίνω γειά, ψυχή μου!
Κλεῖσ' τὰ ματάκια σου γλυκὰ καὶ δίχως φόβο κοίμου!
Ἂν ἐγὼ πάω στὴ μαύρη γῆ, σὲ τριγυρνοῦν οἱ ἀγγέλοι,
ζάχαρη νἆναι ὁ ὕπνος σου, καὶ τ' ὄνειρό σου μέλι.

Ἡ αὐγὴ προβαίνει, δείχνοντας ἕνα ροδάτο χρῶμα,
σὰν τ' ἀγωριοῦ τὰ μάγουλα, καὶ σὰν τ' ὡραῖο του στόμα.
Λὲς ὅτι χαίρεται καὶ αὐτὴ ποῦ πᾶνε ἀνταμωμένοι
στὴν ἐκκλησία τ' ἁγιόπαιδο κ' οἱ δύο μετανοιωμένοι.
Ἔχει ἀπὸ τότες τὸ μικρὸ καὶ μάννα καὶ πατέρα.
Συζοῦν κ' οἱ τρεῖς χαρούμενοι στὴν εὐτυχιὰ ὅλη μέρα,
καὶ κάθε νύχτα τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἀτάραχη διαβαίνει,
στὴν κλίνη αὐτοὶ ἀναπαύονται, στὸ μνῆμα ἡ πεθαμένη.

Ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία
Ἀπὸ τ' Ἄργος ξεκινάει,
πρὶν ἡ αὐγὴ τ' ἀστέρια σβύσῃ,
κόσμος ἄπειρος, ποῦ πάει
στὸ Ναὸ νὰ προσκυνήσῃ.
Μύρια ζῶα ποδοβολοῦνε·
τρέχουν ἅμαξαις πολλαίς,
καὶ τὴν Ἥρα ὑμνολογοῦνε
ἀναρίθμηταις φωναίς.

Οὔτε γέρος, ποῦ στὴν κλίνη
ἔχει μήναις παραδείρῃ,
οὔτε ἀνήλικος ἀφίνει
τῆς Θεᾶς τὸ πανηγύρι.
Πῶς ἀκόμα ἐκεῖθε λείπει;
Στοῦ σπιτιοῦ της τὴν αὐλὴ
ἡ τρισέβαστη Κυδίππη
τί ζητάει; τί καρτερεῖ;

Εἶχε σύναυγα προστάξῃ,
πρὶν κἀνεὶς τὸ δρόμο πάρῃ,
νὰ τῆς φέρουν γιὰ τ' ἁμάξι
ἕνα κάτασπρο ζευγάρι·
ἀλλ' οἱ ταῦροι θὰ βοσκοῦσαν
σὲ λιβάδια μακρυνά,
καὶ θλιμμένη τὴ θωροῦσαν
δύο φιλόστοργα παιδιά.

Δὲν ἐστάθηκαν πολληώρα
σὲ μιὰν ἄνεργη ἀπορία·
νά! - τ' ἁμάξι ἀπὸ τὴ χωρά
βγαίνει, χύνεται μὲ βία·
δίχως πούπετα νὰ μείνῃ,
μὲ ἀκατάπαυτην ὁρμή,
δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφίνει,
καὶ περνάει σὰν ἀστραπή.

Ἀγκαλὰ καὶ τόσοι κρότοι
γύρω ἠχοῦνε σταὶς πεδιάδαις,
τ' ἀκοῦν πὤρχεται κ' οἱ πρῶτοι
κ' οἱ στερνοὶ προσκυνητάδες·
σταματοῦν· τὸ βλέμμα φέρνουν
ὅθε πρέπει νὰ φανῇ·
νάτο! - οἱ νέοι τ' ἁμάξι σέρνουν,
κ' εἶναι ἡ μάννα τους ἐκεῖ.

Ζήτω ἀμέτρητα βοΐζουν,
ἑνωμένα στὸν ἀέρα
μὲ φωναίς, ποῦ μακαρίζουν
τὴν καλότυχη μητέρα·
καί, ὡς περνοῦν τὰ παλληκάρια,
στὰ ἱδρωμένα τους μαλλιὰ
πέφτουν πράσινα κλωνάρια
ἀπὸ δάφνη καὶ μυρτιά.

Μὲς τὴ μέση ἀπὸ τὸ πλῆθος
ἡ Κυδίππη κατεβαίνει,
μὲ τὸν Ὄλυμπο στὸ στῆθος,
μὲ τη ὄψη δακρυσμένη·
δὲν ἀργεῖ· στὸ μέρος πάει
ποῦ λατρεύεται ἡ Θεά·
λίγα λούλουδα σκορπάει
καὶ προσεύχεται θερμά:

Μὴν ἰδῇς καθόλου ἐκεῖνο
ποῦ τολμάω νὰ δώσω τώρα·
ὅσα κλάϊματα ἐγὼ χύνω
δέξου, ἀντὶς ἀπ' ἄλλα δῶρα·
σ' ἐξορκίζω! κάμε, ὦ Θεία,
στὰ παιδιά μου νὰ δοθῇ
ἡ καλήτερη εὐτυχία
ὁποῦ βρίσκεται στὴ γῆ. -

Πῶς δεότουνε! μὲ πόση
τῆς ψυχῆς οὐράνια πύρα
καὶ τὰ μάτια εἶχε σηκώσῃ
καὶ τὸ νοῦ κατὰ τὴν Ἥρα.
Ἔκαμ' ἔπειτα νὰ φύγῃ,
καί, γυρνῶντας ταπεινά,
τὰ δύο τέκνα της ξανοίγει
χάμου ἀκίνητα – νεκρά!

Τὰ κάστρα μας


Τὶ σεισμὸς βροντοδέρνει καὶ τ’ ἂστρα;
Τὶ φωτιὰ μαύρου κόσμου εἶν’ ἐκείνη
Ποῦ ξερνοῦν τὰ θεόρατα κάστρα,
Μὲ καπνούς, μὲ λιθάρια πολλά;
Μοιάζει, ναί, τῆς φωτιᾶς ὁποῦ χύνει
Τοῦ Ἐγκελάδου τὸ πύρινο στόμα,
Σὰν ὁ ἀντάρτης ταράζεται ἀκόμα,
Μὲς τὴν Αἲτνη θαμμένος βαθυά.

Τάχα οἱ Τούρκοι πετοῦν στὸν ἀέρα,
Μὲ τυφλή, μὲ παράκαιρη βία,
ὃσα τείχη ἀποφράξαν μία μέρα
τὴ μεγάλη ἐχθρική τους ὁρμή;
Ὂχι, κόσμε! ἡ φιλόνομη Ἀγγλία
Τέτοια δόξα τοῦ Τούρκου φθονάει·
Ξαρματόνει, ἐρημάζει, χαλάει,
Πρὶν ἀφήσῃ τὴ μαύρη μας γῆ.

Μὲ χαρά, ποῦ τὴ θλίψη πλακόνει,
Ὡς ἀκούει τ’ ἀστροπέλεκα ἐκεῖνα,
Στοῦ νησιοῦ τ’ ἀκρογιάλια σιμόνει,
Καὶ τηράζει, τηράζει ὁ λαός.
Ἡ χαρά του εἶν’ ἀδύνατη ἀχτῖνα
Τῆς χαρᾶς ὁποῦ Πλάστης γροικοῦσε,
Ὃταν γύρω τὸ χάος ἐθωροῦσε,
Κ’ αἰσθανότουν πῶς θἂβγῃ τὸ φῶς.

Ναί· στὰ κάστρα, ποῦ δείχνουνε τώρα
Τῆς φθορᾶς, τοῦ πολέμου τὰ χνάρια,
Θὲ νὰ ἰδῆς, ὦ πολύπαθη χώρα,
Δοξασμένο σημάδι ἐθνικό.
Τότ’ ἐκεῖνα τὰ μαῦρα λιθάρια,
Νέα τριγύρου σκορπῶντας μαγεία,
Θὰ φανοῦν ἡ καϊμένη θυσία
Στὸν ὡραῖο τῆς Πατρίδας βωμό.

Ἦρθε ἡ μέρα! ‘Σ ἐμᾶς δὲ χωράει
Μέρα τέτοια θεόργιστο μῖσος·
Τ’ οὐρανοῦ μας τὸ χρῶμα γελάει·
Ὂλη ἀνθίζει καὶ χαίρεται ἡ γῆ.
Σῦρτε, ὦ ξένοι· φευγᾶτε, καὶ ἀνίσως
Ἀπὸ τοῦτα τὰ ἐλεύθερα μέρη
Τ’ ἀγεράκι ἓναν ἦχο σᾶς φέρῃ,
Δὲ θἆναι κατάρας βοή.

Σᾶς θωρᾶμε – στὴν ἒρημην ἂκρη,
Ὃθε πέρα μαυρίζουν οἱ λίθοι,
Μία ματιά, θολωμένη ἀπὸ δάκρυ,
Νὰ μὴ ρίξῃ δὲ λείπει κἀνείς·
Πόσο ἂ! πόσο τὰ ἐλεύθερα στήθη
Σᾶς πλακόνει ἡ παράνομη πράξη.
Ποῦ οἱ Μεγάλοι σᾶς ἒχουν προστάξῃ
Κ’ ἐνεργῆστε, κακότυχοι, ἐσεῖς!

Ὢ! τοῦ κάκου ἡ καρδιά σας φωνάζει,
Καὶ σὰν ξένο ἒργο τέτοιο μισάει·
Τῆς πατρίδας ἡ φήμη ταράζει
Κάθε πνεῦμα μὲ ζάλη σφοδρή.
Τ’ ὂνομά της γραμμένο θωράει
Μὲς τὸ βράχο ποῦ ἐδῶθε μαυρίζει,
Καὶ καθένας γι’ αὐτήνε δακρύζει,
Ὃσο πλεόν ἡ καρδιά του εἶν’ ἁγνή.

Ἂλλους χρόνους, θερμότερη λύπη
Ἀπ’ αὐτἢ ποῦ τὰ σπλάχνα σας καίει,
Μὲ ὠργισμένο, συχνὀ καρδιοχτύπι,
Μία μεγάλη αἰσθανότουν ψυχή.
Τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη της λέει
Θεῖο τραγοῦδι, ποῦ φέρνει τρομάρα,
Τὶ βροντάει τσ’ Ἀθηνᾶς ἡ κατάρα
Στὴ γενναία τοῦ Προφήτη φωνή.

Ἂν ἠμπόρειε καὶ αὐτὸς νὰ γνωρίσῃ
Τῆς Ἀγγλίας τὸ τουρκόφιλο κρῖμα,
Ἢθε ξάφνου τὸ λάκκο του ἀφήσῃ,
Σὰ βαθυὰ νὰ τὸν πλάκονε ἡ γῆ·
Καῖ, ποθῶντας τὸ πρῶτο του μνῆμα,
Ὃταν ἲσκιο δὲ ρίχνουν οἱ λόγγοι,
Θὰ κινοῦσε στ΄ ἀνδρεῖο Μεσολόγγι
Ν’ ἀναπάψῃ τὴ θεία κεφαλή.

Ὦ Νεκρὲ δοξασμένε, κἀμπόσο
Μεῖνε ἀκόμα στὸ μνῆμα ποῦ σ’ ἒχει!
Τὴν Ἑλλάδα, ποῦ ἀγάπησες τόσο,
Μ’ ἂλλη τύχη μία μέρα θὰ ίδῇς.
Ὁ Καιρός, ποῦ γιὰ σένα δὲν τρέχει,
Χτίζει ἐδῶ, παρακάτου συντρίβει·
Θεμελιόνει τὸ μαύρο καλύβι,
Τὸ παλάτι σκορπάει καταγῆς.

Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου

Η ΑΝΟΙΞΗ
Ποιὰ εἶμαι 'γὼ δὲν ἔχω χρεία
νὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες·
μὲ τὴ μόνη μου εὐωδία
φανερόνομαι ἀρκετά.

Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώρα
φεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις,
ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόρα
ξαναβλέπεται ὀμπροστά.

Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοι
ποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις,
τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι,
τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ.

Μέρα νύχτα φυλαμένα
ἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις,
ρόδα νέα, χαριτωμένα
ἐδῶ μέσα κουναρῶ.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέρα
ξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου;
Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέρα
βασιλεύω τώρα ἐγώ.

Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖρι
ὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου,
μ' ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρη
ἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ.

Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναις
βρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράω
ποῦ φωτίζονται μ' ἐκεῖναις
ἀθῷα πνεύματα πολλά.

Ἀλλ', ἀφοῦ κ' ἐγὼ τὸ μαῦρο
κρύο σκοτάδι πολεμάω,
πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρω
ἀπὸ τέτοια κατοικιά;

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τόπο! - τόπο! Μ' ἄλλα δῶρα
τὸ Φθινόπωρο προβαίνει.
Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,
καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.

Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω
τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,
τί ἐγὼ τ' ἄνθια σας ἀλλάζω
εἰς ὁλόχρυσους καρπούς.

Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα
νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,
ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,
πρώιμα χύθηκα κ' ἐγώ.

Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,
ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι
δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω
τὸν ἀτίμητο καρπό.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,
ἂν στ' ὡραῖο σας περιβόλι
τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε
μὲ ὁλοφάνερη μορφή.

Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,
μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,
στ' ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω
μόσχους, χρώματα, ζωή.

Μὲ χαρούμενα σημεῖα,
σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,
νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία
τὴν εὐγνωμονη καρδιά.

Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια
γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;
Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,
νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






Ελιζαμπέτα Σιράνι - Elisabetta Sirani ( 8 Ιανουαρίου 1638 – 28 Αυγούστου 1665 )

 

Η Ελιζαμπέτα Σιράνι (Elisabetta Sirani, Μπολόνια, 8 Ιανουαρίου 1638 – 28 Αυγούστου 1665) ήταν Ιταλίδα ζωγράφος του μπαρόκ, της σχολής της Μπολόνια.
Ήταν κόρη του επίσης καλλιτέχνη Τζοβάνι Αντρέα Σιράνι, της μπολονέζικης σχολής, μαθητή και κυρίως βοηθού του Γκούιντο Ρένι, ζωγράφου στο επάγγελμα και εμπόρου έργων τέχνης. Ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία από τέσσερα αδέλφια, με τις δύο αδερφές της, Μπάρμπαρα και Άννα – Μαρία να ακολουθούν τα βήματά της. Κατάφερε να κερδίσει τη θέση της, αν και γυναίκα, σε έναν χώρο που εκείνη την εποχή ήταν αυστηρά ανδροκρατούμενος, ενώ ο αδερφός της, Αντόνιο Μαρία, ακολουθώντας σπουδές ιατρικής, άφησε την πατρική κατοικία και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Η οικογένεια Σιράνι κατοικούσε στο νούμερο 7 της Via Urbana της Μπολόνια, με το σπίτι της να αποτελεί επίσης και ατελιέ.

Ο πατέρας της αντιλήφθηκε το ταλέντο της χάρις σε έναν οικογενειακό φίλο, τον Κάρλο Τσέζαρε Μαλβάζια. Αν και διστακτικός στην αρχή, ο Τζιοβάνι Αντρέα τελικά πείθεται και αποφασίζει να εντάξει την κόρη του, που ήταν τότε 13 ετών, στο ατελιέ του, όπου εργάζονταν ήδη ο Λορέντζο Λόλι ( 1603 – 1672 ), ο Λορέντζο Τίντι ( 1626 – 1672 ) και ο Τζούλιο Μπένζι ( 1647 – 1681 ). Η Ελιζαμπέτα ξεκινά να μαθαίνει διάφορες τεχνικές, όπως αυτή του σχεδίου, της γκραβούρας και της ζωγραφικής. Εκτός από την πρακτική άσκηση, λαμβάνει επίσης θεωρητική εκπαίδευση. Ακόμη μελετά φιλολογία, χάρις στην οικογενειακή βιβλιοθήκη.
Χάρις στα έργα του πατέρα της, η Ελιζαμπέτα λαμβάνει μια ολοκληρωμένη φιλολογική, καλλιτεχνική και επιστημονική παιδεία. Μελέτησε τις Μεταμορφώσειςτου Οβιδίου, τους Βίους του Πλουτάρχου, τη Naturalis Historia του Πλίνιου, το έργο De claris mulieribus του Βοκάκιου, τους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, καθώς και έργα πιο τεχνικού περιεχομένου σχετικά με την προοπτική και τη σύνθεση των υλικών που χρησιμοποιούνταν στη ζωγραφική. Ο Τζιοβάνι Αντρέα είχε στην κατοχή του ακόμη και γλυπτά του Μιχαήλ Αγγέλου.
Σε ηλικία 17 ετών η Σιράνι ξεκίνησε τη δημιουργία ενός καταλόγου όπου απαριθμούσε και περιέγραφε όλα της τα έργα, κάτι που μας επιτρέπει σήμερα να αναγνωρίσουμε την ταχύτητά της στην εκτέλεση τους, καθώς σε μια περίοδο δέκα ετών παρήγαγε 190 πίνακες. Ο Τζιοβάνι Αντρέα, προσβεβλημένος από αρθρίτιδα και ποδάγρα, όντας ανίκανος πλέον να ζωγραφίζει, αποσύρθηκε αναθέτοντας τη διεύθυνση του ατελιέ στην κόρη του. Η Ελιζαμπέτα λαμβάνει την πρώτη επίσημη παραγγελία της το 1658 από την Εκκλησία των Καρθουσιανών στην Μπολόνια, έναν πίνακα που θα απεικόνιζε τη Βάπτιση του Κυρίου, ώστε να κρεμαστεί μαζί με το Δείπνο που είχε δημιουργήσει ο πατέρας της πριν από έξι χρόνια.
Η καριέρα της Ελιζαμπέτα Σιράνι παίρνει την ανιούσα και έτσι καταφθάνουν πολυάριθμες παραγγελίες ιδιωτών και εκκλησιών της Μπολόνια. Πότε φτιάχνοντας ποτρέτα, πότε ζωγραφίζοντας εκκλησιαστικά ή μυθολογικά θέματα, η Σιράνι γίνεται καλλιτέχνης της μόδας. Η φήμη της ξεφεύγει από τα όρια της πόλης της Μπολόνια για να φτάσει μέχρι τη Φλωρεντία και τη Ρώμη χάρις στους πελάτες της. Δέχεται λοιπόν, την επίσκεψη του μεγάλου δούκα της Τοσκάνης, Κοσμά των Μεδίκων, στο ατελιέ της, που είχε εξελιχθεί σε πραγματική τουριστική ατραξιόν

Αυτοπροσωπογραφία
Αν και κοινωνική, δεν είχε το χρόνο να ταξιδέψει, πόσο μάλλον να ερωτευτεί, καθώς έπρεπε να φροντίσει τις ανάγκες της οικογένειας. Έζησε έτσι ως έγκλειστη, κάτω από την επιρροή ενός πατέρα που γινόταν όλο και πιο απαιτητικός. Υπήρξε χωρίς αμφιβολία κληρονόμος της μοναχής Κατερίνα Βίγκρι ( 1413 – 1463 ), διάσημης κατασκευάστριας μινιατούρας στο μοναστήρι Corpus Domini, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι των Σιράνι, και της οποίας η διαδικασία αγιοποίησης είχε συζητηθεί σε όλη την πόλη. Πρέπει να έζησε έναν πλατωνικό έρωτα με ένα μαθητή του πατέρα της, τον Τζιοβάνι Μπατίστα Τζάνι, μα οι πηγές δε συμφωνούν ούτε αναφέρουν κάτι που μπορεί πραγματικά να τεκμηριωθεί.
Το 1660, η Σιράνι ανοίγει ένα σαλόν, κατόπιν μια σχολή ζωγραφικής αποκλειστικά για γυναίκες. Την ίδια χρονιά, η Σιράνι γίνεται δεκτή από την Ακαδημία του Αγίου Λουκά της Ρώμης, αναγνώριση ιδιαίτερα σημαντική για μία γυναίκα, κάτι που της επιτρέπει να κερδίζει περισσότερα χρήματα και να αφιερώσει χρόνο στο πάθος της: τη μουσική ( έπαιζε λύρα και καταγινόταν με το τραγούδι ). Εκπαίδευσε πολυάριθμες καλλιτέχνιδες, από τις οποίες μερικές επιβίωσαν και έγιναν γνωστές στο επάγγελμα: η Βερόνικα Φοντάνα και η Τζινέβρα Καντοφόλι ανάμεσα σε άλλες.
Η Ελιζαμπέτα Σιράνι έσβησε ξαφνικά σε ηλικία 27 ετών από γαστρικό έλκος. Τάφηκε στο παρεκκλήσι Γκουιντότι της Βασιλικής του Σαν Ντομένικο της Μπολόνιας.
Επειδή υπέφερε από πόνους τη νύχτα του θανάτου της, οι γιατροί της συνέστησαν αλοιφές, αλλά δεν κατάφεραν να την σώσουν. Έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές στην κηδεία της, στις 14 Νοεμβρίου 1665, τρεις μήνες μετά το θάνατό της, κι ενώ είχε μεσολαβήσει η νεκροψία και μια δίκη ενάντια στην υπηρέτριά της η οποία κατηγορήθηκε πως τη δηλητηρίασε. Κατά τη νεκροψία, οι γιατροί παρατήρησαν διάτρηση στομάχου και κατέληξαν στο συμπέρασμα της δηλητηρίασης. Οι υποψίες έπεσαν αμέσως στην Λουκία Τολομέλλι, υπηρέτρια της Ελιζαμπέτα Σιράνι, που είχε υποβάλει την παραίτησή της μερικές ημέρες πριν το θάνατο της καλλιτέχνιδας. Η υπηρέτρια φυλακίστηκε και κατόπιν εξορίστηκε προτού επιστρέψει στη Μπολόνια κατόπιν αιτήσεως του Τζιοβάνι Αντρέα Σιράνι που τη συγχώρεσε.
Το 19ο αιώνα, η ιστορία της Ελιζαμπέτα Σιράνι ενέπνευσε τα ρομαντικά πνεύματα που της αφιέρωσαν πολλά γραπτά, ανάμεσα στα οποία μια τραγωδία, που παρουσίαζε την εκδοχή της αυτοκτονίας της κοπέλας από έρωτα. Μια δεύτερη νεκροψία πραγματοποιήθηκε από τους γιατρούς της εποχής, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ενός θανάτου από έλκος στομάχου, πιθανώς από υπερέκθεση σε πράσινη χρωστική ουσία που περιείχε αρσενικό.



"H Πορκία αυτοτραυματίζεται στο μηρό" (1664)


 Η Παναγία των Ρόδων (1661)


Κλεοπάτρα


Η Τιμόκλεια κατακρημνίζει το λοχαγό του Αλεξάνδρου του Μεγάλου σε ένα Πηγάδι (1659)


Προσωποποίηση των Αρετών


Ιουδήθ με το Κεφάλι του Ολοφέρνη


Virgin and Child, 1663


Allegory of Music


 Beatrice Cenci


 St. Joseph with the Infant Jesus


 Vincenzo Ferdinando Ranuzzi


 Battesimo di Cristo


Herodias with the Head of John the Baptist


 Head of Christ


Madonna con Bambino

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/