Φρίντριχ Νίτσε (15 Οκτωβρίου 1844 – 25 Αυγούστου 1900)

 

Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου1844 – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.

Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κλασικός φιλόλογος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική«παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον αρνητική φήμη του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό κύμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.

Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό). Εξ αιτίας των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού.

Αρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την παρερμηνεία των ιδεών του. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.

Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ρέκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξωνίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρίντριχ Βίλχελμ Δ΄, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.

Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών

Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου 1858 εισάχθηκε στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Παρά τη γενικευμένη αντίληψη του περιβάλλοντός του πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και γύρω στο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»

Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό

Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868

Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θεόγνιδος. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που έθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.

Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν και οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.

Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[5], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.



Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον Μέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο, Ραπάλλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).


Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)

Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.

Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.

Πέθανε στα 1900, πιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή του η πίστη ότι οι άλλοι θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα «άσματά» του: «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»

Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος ποτέ δεν έπαψαν να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Carpe " Σταγόνα ευτυχίας..."



Οι ευπρεπείς ευτελίζονται

στον αγώνα της ζωής.

Κοχλάζουν τα αιματηρά συμβάντα

στο δρόμο για την καταξίωση

του μάταιου.

Τα όρνεα περιτριγυρίζουν

κουφάρια ψυχών,

ψελλίζουν λόγια ακατάληπτα.

Η ασημαντότητα της εφήμερης καταξίωσης

κυρίευσε τον κόσμο των αχυρανθρώπων.

Ένα φύσημα ενστικτώδες απ'τα μέσα μας

αρκεί για να γκρεμίσει

την προσωρινή εγκαθίδρυση του εγώ .

Τις μέρες που έρχονται

ο άνθρωπος θα αγωνίζεται

για μια και μόνο σταγόνα ευτυχίας.

Ανυπομονώ να βρεθώ στη χώρα των συναισθημάτων.

Carpe

Η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest.dk/





Χασιμότο Γκαχό - 橋本雅邦‎ ( 21 Αυγούστου 1835 - 13 Ιανουαρίου 1908 )

 

Ο Χασιμότο Γκαχό (ιαπωνικά: 橋本雅邦‎ — Τόκιο, 21 Αυγούστου 1835 - 13 Ιανουαρίου 1908) ήταν Ιάπωνας ζωγράφος και ένας από τους τελευταίους της σχολής Κανό.
Γεννήθηκε στο Έντο (σημερινό Τόκιο). Σπούδασε ζωγραφική υπό τον Κανό Σόσενιν και επηρεάστηκε από τη δουλειά του Κανό Χογκάι. Πραγματοποίησε πολλά έργα στο παραδοσιακό στυλ της σχολής Κανό χρησιμοποιώντας χρώμα και χρυσάφι ή μονόχρωμη μαύρη μελάνη. Ο Γκαχό, παρά τις παραδοσιακές μεθόδους και θεματολογία των έργων του, σαν τον Κανό Χογκάι εισήγαγε στα έργα του στοιχεία Δυτικής τέχνης. Οι πινελιές του, οι διάφορες λεπτομέρειες και οι πρώτες προσπάθειες για την απόδοση της προοπτικής είναι όλα στοιχεία χαρακτηριστικά των καλλιτεχνικών τάσεων της εποχής στην Ιαπωνία.
Άνοιξε το πρώτο του εργαστήριο το 1860, αλλά οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές της περιόδου Μέιτζι τον ανάγκασαν να αναζητήσει άλλους τρόπους για να εξασφαλίσει τα προς το ζειν. Εργάστηκε για την παραγωγή χαρτών για το Ιαπωνικό ναυτικό και, μεταξύ άλλων, ζωγράφισε βεντάλιες.
Το 1898, ο Γκαχό με τον Οκακούρα ίδρυσαν την Σχολή Καλών Τεχνών της Ιαπωνίας , όπου και δίδαξε μέχρι και τον θάνατό του το 1908. Ως αποτέλεσμα της θέσης του ως καθηγητή στη σχολή τέχνης, ο Γκαχό είχε έναν αριθμό σημαντικών και γνωστών μαθητών όπως ο Γιοκοχάμα Ταϊκάν και ο Καγουάι Γκιικούντο. https://el.wikipedia.org/








ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΚΟΧΥΛΙΑ & ΟΣΤΡΑΚΑ : ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΤΕΧΝΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Η "Γέννηση της Αφροδίτης" του Μποτιτσέλι

Αν μελετήσει κανείς το ρόλο που έπαιξε και παίζει το κοχύλι στη ζωή του ανθρώπου, θα διαπιστώσει εύκολα ότι αυτό υπήρξε κοντά του σε κάθε στιγμή της πορείας του, από τη μακρινή αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Το όστρακο πέρασε κυρίως σαν σύμβολο ομορφιάς στην αρχαία Ελλάδα, σαν υλικό επεξεργασίας στη ρωμαϊκή εποχή, σαν θρησκευτικό σύμβολο στη βυζαντινή αυτοκρατορία, σαν οικονομική μονάδα στην προ-κολομβιανή περίοδο στην Αμερική και την Αφρική, σαν αντικείμενο Τέχνης και Αρχιτεκτονικής στην Αναγέννηση, (συμπεριλαμβανομένων και των εποχών Baroque και Rococo) και τέλος σαν βασιλικό και αριστοκρατικό προνόμιο στη βικτωριανή εποχή. Το κοχύλι βρέθηκε να παίζει ουσιαστικούς ρόλους στην ιστορία, στην οικονομία, στην αρχιτεκτονική, στις καλές τέχνες, στη θρησκεία, στη μουσική και το χορό, στη διακόσμηση, στη διαφήμιση, καθώς και στη μαγειρική. 


 Sound of the Sea - Sabin Balasa



IΣTOPIA και Κοχύλι 


Η επιστημονική μελέτη των οστράκων ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα τον 4ο π.X. αιώνα από τις εργασίες του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. O Αριστοτέλης, πρωτοπόρος ζωολόγος, φιλόσοφος και φυσιοδίφης, στην "περί ζώων ιστορία" περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια το διαχωρισμό των μαλακίων σε "μαλακόστρακα" και "οστρακόδερμα". Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, αναδύθηκε από τη θάλασσα μέσα από ένα κτένι κοντά στις ακτές της Κύπρου. 


Τον 15ο π.X. αιώνα στην Τύρο και τη Σιδώνα, ένα είδος οστράκου χρησίμευε για την πορφυρή βαφή των ενδυμάτων και αργότερα των χιτώνων των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Oι Τύριοι το ονόμασαν Murex purpura και η οικογένεια των oστράκων αυτών ονομάσθηκε Muricidae. Κατά τον Πλίνιο Γάιο η διαδικασία αφορούσε το βράσιμο κατακερματισμένων οστράκων και την εκχύλιση του χρώματος, σε συγκεκριμένους χώρους, τα "Πορφυρεία". Για ένα γραμμάριο βαφής χρειάζονταν 10.000 πορφύρες.



Τα κοχύλια κάουρι χρησιμοποιούνταν ως νόμισμα στην Κίνα και την Αφρική .Στα ελληνικά το γένος λέγεται κυπραία, στα λατινικά Cypraea. 

OIKONOMIA και Κοχύλι 

Σε αρκετά νομίσματα στην αρχαιότητα κάποιο όστρακο, συνήθως κτένι ή μύδι, απει-κονιζόταν στη μία τους όψη. Τέτοια νομίσματα μπορεί να βρει κανείς στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. 
Η ιδιότητα του όστρακου ως μέσου οικονομικής συναλλαγής στην αρχαιότητα και σε διάφορες φυλές της Αφρικής, του έδωσε την ευκαιρία να το αποκαλέ-σουν "Φυσικό Χρήμα" ("Native Money"). Το πρώτο ωοειδές μεταλλικό νόμισμα που κόπηκε στη Λυδία το 670 π.X. είχε σαν σχήμα του το όστρακο του γένους των Κυπραϊίδων (Cypraedae). Η Κυπραϊίδα Cypraea moneta χρησίμευε ως οικονομική μονάδα σε φυλές της Αφρικής. Στην ανατολική Αφρική αναφέρεται ότι "κάποτε μία σύζυγος κόστιζε δύο Κυπραϊίδες". Oι αρχαίοι Αζτέκοι πλήρωναν τον αυτοκράτορα Montesuma με όστρακα. Άραβες έμποροι και φυλές της δυτικής Αφρικής, από το Benin μέχρι το Timbuktu και γύρω από τη λίμνη Chad, χρησιμοποιούσαν όστρακα για τις αγοραπωλησίες τους: "sasipari" στη Νέα Γουινέα, "diwara" και "rongo" στα νησιά της Μαλαισίας και "wampum" στους Ινδιάνους. Το wampum χρησιμοποιήθηκε στη Virginia από Ινδιάνους της Αμερικής την εποχή 1606-1612. Ένας πήχυς wampum μήκους 18 ιντσών αντιστοιχούσε σε έξι πένες. Τα wampum ήταν δίθυρα όστρακα, κομμένα σε κυλινδρικά σχήματα. Τα άσπρου χρώματος ήταν μικρής αξίας, ενώ τα πορφυρά είχαν μεγαλύτερη αξία συναλλαγής. Χρησιμοποιούνταν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.

Bernini Triton Fountain in the Piazza Barberini in Rome

MOYΣIKH - XOPOΣ και Κοχύλι 

Πολλοί πρωτόγονοι λαοί της Αφρικής, ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιούν μικρά όστρακα σε ζωνοειδείς περιτυλίξεις του σώματός τους για ιεροτελεστίες και χορούς. Μέσα στους αιώνες το όστρακο Τρίτων (Charonia Tritonis), κοινώς "μπουρού", χρησίμευε σαν μουσικό όργανο. Το όνομα προέρχεται από το θεό της θάλασσας Τρίτωνα, γιο του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης.
Υπάρχει ένα υπέροχο άγαλμα του Τρίτωνα, έργο του Bernini, στην πλατεία Barberini της Ρώμης, το οποίο θεωρείται ένα από τα γλυπτά αριστουργήματα μπαρόκ της εποχής. 

ΘPHΣKEIA και Κοχύλι 

Το όστρακο Pecten Jacobaeus, το γνωστό μεγάλο κτένι, αποτέλεσε θρησκευτικό σύμβολο εισαχθέν από τον Απόστολο Ιάκωβο, έμβλημα που συναντάται στη γλυπτική, ζωγραφική και αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Το βρίσκει κανείς ως διακοσμητικό στοιχείο εσωτερικών και εξωτερικών χώρων καθολικών εκκλησιών ή στα ξυλόγλυπτα τέμπλα του Ιερού Oρθοδόξων Εκκλησιών. 
Κατά τη χριστιανική θρησκεία το Pecten Jacobaeus συμβόλιζε την αγνότητα, την ανάσταση, τη λύτρωση και τη συγχώρεση, ενώ κατά την εποχή Rococo (18ος αιώνας) την αισθητική, την ομορφιά και τη διακόσμηση.

 Άγιος Παύλος, Michelangelo Di Lodovico Buonarroti Simoni, 1475

APXITEKTONIKH και Κοχύλι 

Συχνά στην εποχή της Αναγέννησης και κατά τη διάρκεια των τελευταίων Ρωμαϊκών χρόνων διάφορα κυρτώματα τοίχων ή αετώματα φέρουν τη μορφή κοχυλιών.

Το "Σπίτι των Κοχυλιών" (Casa de las Conchas) στη Σαλαμάγκα της Ισπανίας κτίσθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα και είναι αφιερωμένο στον Απόστολο Ιάκωβο (St. James). Η εξωτερική του επιφάνεια είναι καλυμμένη με εκατοντάδες όστρακα σκαλισμένα σε πέτρα.



Το "Σπίτι των Κοχυλιών" Πρόσοψη  του κτιρίου 

Το "Σπίτι των Κοχυλιών" Παράθυρο στην πρόσοψη


Φαντιούθ: Το νησί στο οποίο τα πάντα είναι από κοχύλια -Σπίτια, δρόμοι, νεκροταφείο...



Nησί φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από κοχύλια. Κι όμως υπάρχει. Ονομάζεται Φαντιούθ βρίσκεται στις ακτές του Πετίτ Κοτ στη Σενεγάλη και είναι αποτέλεσμα δουλειάς αιώνων. Οι κάτοικοι της περιοχής το έφτιαξαν σιγά σιγά από τα κελύφη αχιβάδων ενώ ακόμη και σήμερα οι κάτοικοί του συλλέγουν κοχύλια και συνεχίζουν τη δημιουργία σπιτιών αλλά και πολλών άλλων αντικειμένων είτε χρηστικών είτε διακοσμητικών.

Τα πάντα στο Φαντιούθ, όπως σημειώνει το perierga.gr, είναι φτιαγμένα από κοχύλια: Τα σπίτια, οι τοίχοι, οι αυλές, οι δρόμοι ακόμη και το.... νεκροταφείο.








Οποιος αποφασίσει, πάντως, να το επισκεφθεί πρέπει να είναι προετοιμασμένος να ζήσει μια διαφορετική εμπειρία. Ολα εκεί είναι διαφορετικά ακόμη και οι ήχοι καθώς περπατά κανείς στο νησί καθώς οι δρόμοι αντηχούν στο περπάτημα των ήχο των κοχυλιών.






πηγή https://www.iefimerida.gr/



Les Atlantes de Pierre Puget

Η είσοδος του Δημαρχείου της Toulon, που χτίστηκε το 1656,φέρει στην πρόσοψή της δύο υποστυλώματα, όπου παριστάνεται ο Άτλας να αναδύεται μέσα από ένα σύμπλεγμα κοχυλιών. 


ΛOΓOTEXNIA
ΟΜΗΡΟΣ 

i.«άορ, κολεόν δε νεοπρίστου ελέφαντος αµφιδεδίκηται».
(Σπαθί µε λαβή ασηµένια που το σφίγγει από καινούργιο φίλντισι.
 Μεγάλη η αξία για εκείνον που θα το κρατήσει ).
(Οδύσσεια Οµήρου, Οδυσσέως σύστασις, Ραψωδία θ, στίχος 486-487)

ii.«Ταυτ’ άρ’ αοιδός άειδε περικλυτός. αυτάρ Οδυσσεύς πορφύρεον µέγα φάρος ελών χερσί στιβαρήσι και κεφαλής είρυσσε, κάλυψε δέ καλά πρόσωπα».
( Καθώς τραγούδαγε ο φηµισµένος αοιδός, ο Οδυσσέας µε τα δυο του χέρια πιάνει το πορφυρό του πανωφόρι, το’ φέρε πάνω από το κεφάλι του καλύπτοντας το ωραίο του πρόσωπο). (Οδύσσεια Οµήρου, Οδυσσέως σύστασις, Ραψωδία θ στίχος 102-104)

iii.«κιχήσατο δ’ ένδον εόντας η µεν επ’ εσχάρη ήστο σύν αµφιπόλοισι γυναιξίν,ηλάκατα στρωφώσ’ αλιπόρφυρα».
 (Ήταν εκείνη στην εστία καθισµένη µε τις ακόλουθες της, κλώθοντας νήµατα βαµµένα στην πορφύρα της θαλάσσης). (Οδύσσεια Οµήρου, Οδυσσεύς και Ναυσικάς οµιλίας, Ραψωδία ζ στίχος 67-70)

vi.«Αυτάρ ο πυκνόν υπ’ όφρυσι δάκρυον είβε, χλαίναν πορφυρέην αντ’ οφθαλµοίοιν ανασχών». (εδώ ο νέος στο δάκρυ πνίγηκε και σήκωσε την πορφυρή χλαµύδα τα µάτια του να κρύψει).

 πηγή ΤΑ ΟΣΤΡΑΚΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ - 30 - (Οδύσσεια Οµήρου, Ραψωδία δ, στίχος 154 -155)
http://eureka.teithe.gr/



P. Paul Rubens (1625)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΙΣΑΝΟΓΛΟΥ - [Το θλιμένο τραγούδι της αχιβάδας-ημιτόνιο]

«Υπέρκοσμο ξεμυάλισμα
ευλογεί την βραδινή παλίρροια
-θα το πάρω με το μέρος σου-
Τέτοια φαντασία
κάνει το συναίσθημα να γλιστρά κανονικά
-είναι με το μέρος σου-
Στιγμιαία συσχέτιση αγάπης
ρουφά και θρέφει μια αγέλη ψεύδους
-το μέρος μας είναι αυτό-
Υπερευσυνειδησία συστρέφεται κάτω απ’ το δέρμα-
σύννεφο ραγισμένο
-εκείνου που κάποτε ήταν αγάπη-

Είμαι άσωτος- διεφθαρμένος
και κάθε φορά
που με κοιτάς
ο λόγος μου στομώνει
σαν μαχαίρι
Ξεγλιστράς αργά απ’ την αντίληψή μου
καρδιές- δορυφόροι αγάπης φυτρώνουν στο κεφάλι
ποτέ δεν κατάλαβες την γαλαζότητα του τρόπου να/όπως
σπέρνει – χαρτογραφεί ανθοχώραφα αγάπης_

Πάρε τ’ όνειρό μου- στράγγισέ το κανονικά κι ανάστροφα
φέρε το μέσα έξω / κύλισέ το στο χώμα/ στην λάσπη/ στον ουρανό
σβούριξέ το/ αγάπησέ το/ άπλωσέ το στον πολύ ήλιο –
θα δεις/ στον ουρανό το γράφει:
Me and the dragon can chase all the pain away_

Η κάθε μας τελετουργία μας οδήγησε σε νέες διαδρομές
το βάρος του έρωτα στους ώμους μας/ φύτρωσαν φτερά
ψάρια πεταλούδες/ πεταλουδόψαρα -pantodon buchholzi
η παλίρροια την νύχτα πήρε φόρα- πήρε φόρα για νεροδράσεις
ώσπου μας πέταξε στα αγγεία μιας σπηλιάς ναρκοθετικής αγάπης
-ο άνεμος μιξαρισμένος από συνεχή βοή κόκκινης μέλισσας και
αμφίδρομης κυμάτωσης από/χωρισμού-

[καθώς η απόσπαση ενός αλκοολικού απογεύματος
θεραπεύει προσωρινά την τύφλωση με σάλια πνιγμένης ανε/μόνης
και είναι μόνη
είναι μόνη
ανε-μόνη
ότι κι αν κάνουμε μέσα μας
βουλιάζει η πόλη
είμαστε καμωμένοι από μοναξιά
κι είμαστε όλοι ανεμόνη / εσύ κι εγώ ]



Balthasar van der Ast


Βαγγέλης Αλεξόπουλος - Τα δάση

Τα δάση είναι κήποι μυστικοί
με μυρωδιές, με λευκά σεντόνια
πύλες που ανοίγουν με ψιθυρισμούς, και
υπόηχους κρότους οπλών
γυμνών νεράιδων
Τα δάση έχουν φλέβες,
μνήμη
παλιές πληγές
–κραυγές του Πάνα
στάζει το σιωπητήριο–
Τα δάση αγαπούν τον ουρανό
και τα στοιχειά
Ντύνονται χρώματα
Τις νύχτες, συλλέγουν όστρακα
Τα δάση αναγεννάνε τους νεκρούς τους.


Balthasar van der Ast — Small Sea Shells and Marine Snails 


Αρετή Γουργιώτου - ΣΤΟΥ ΚΟΧΥΛΙΟΥ ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ

Έκλεισες τα μάτια και αφέθηκες.
Στου κοχυλιού το γύρισμα ερώτων σου κρυμμένα μυστικά.
Λικνίζονται οι ανεμώνες κι αγκαλιασμένες σμίγουν με του ιππόκαμπου την λυγεράδα.
Τα φύκια φθονερά ποθούν να τον πλανέψουν με Σειρήνων γητειές.
Μα κείνος, μαγεμένος από έρωτα,
ορθόκορμος πορεύεται προς των χρωμάτων τους κήπους.

Ο κόσμος του βυθού μέσα από του κοχυλιού το γύρισμα!
Ο κόσμος της αγάπης μέσα από της καρδιάς σου τους κόρφους!
"ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ"

Νεκρή Φύση Με Όστρακα, Γεώργιος Ιακωβίδης

ii .Οστρακογεννημένη Σε όστρακο κλεισμένη άνθισε η ζωή της. Τ' ωκεανού το τρικύμισμα οι εμβρυϊκοί της ήχοι. Κοράλλια που χόρευαν κι ανεμώνες το Πρωτεϊκό της ίδωμα. Κόσμος ονείρου , με χρώματα και μελωδίες ,παιγνιδίσματα κι ιριδισμούς. Πετάριζε η καρδιά από το Κάλλος! Κι ύστερα......, ύστερα , πεθυμιά Ανάδυσης. Ειρκτή η ομορφάδα του βυθού της. Και ανεδύθη Ανάλγητα ο ήλιος στις ίριδες καρφώθηκε και της ζωής τα αστραπόβροντα την ψυχή την ανθισμένη λάβωσαν. Του Λευτερώματος το τίμημα! Και κατεδύθη. Σπλαγχνικά το όστρακο μέσα του την έκλεισε Κι οι μητρικές μουσικές γλυκονανούρισμα. Λύτρωση! Αρετή Γουργιώτου 9/3/2018.*ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ*


The Birth Of Venus Painting by William-Adolphe Bouguereau

Νάνσυ Δανέλη - Όνειρο στο κοχύλι.
Κάποτε ανέμελα ξαπλώναμε σ΄ακρογιαλιές
με όνειρα των αστεριών κι ας ήταν μεσημέρι
για έρωτες παντοτινούς μ' άδολες αγκαλιές
έρωτες που βαστούσανε όσο ένα καλοκαίρι.

Σαν δον-κιχώτες πλάθαμε όνειρα ηρωικά
πάνω στην άμμο τη ζεστή όνειρα ηδονικά
κι ας ξέραμε σε μια στιγμή το κύμα πως διαβαίνει
τα όνειρά μας πως βαθιά στη θάλασσα τα παίρνει.
Σ΄ αμμόλοφους σαν τα παιδιά όνειρα λατρεμένα
που άλλοτε τα χτίζαμε για σένα και για μένα
γινήκαν άμμος τώρα πια όνειρα ξεχασμένα
τα γκρέμισε η θάλασσα και πήγανε χαμένα.
Τώρα τα χέρια μας γυμνά στην άμμο ψηλαφίζουν
στους κόκκους της ανάμεσα για όνειρα χαμένα
κάτι κοχύλια βρίσκουμε για φυλαχτά σπασμένα
με τη βουή της θάλασσας έρωτα να θυμίζουν.
Απ΄ τ΄ όνειρο που πέθανε άλλο ξαναγεννιέται
κι άμα το πήραν τα νερά τό ΄κλεισαν στο κοχύλι
με τη βουή της θάλασσας όνειρο να πλανιέται
σ΄ όποιον τη συλλογίζεται αγάπη να του στείλει.

William Robert Symonds · Sea Nymph

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου

i.Σ' ονειρεύομαι θάλασσα


Φθίνει η μέρα
και στων ματιών σου την άκρη
η πεθυμιά ανατέλλει.
Εσύ σε μια κάμαρη στα λευκά
να προσμένεις την αυγή
γιατί τη νύχτα σε χάνω.
Σ' ονειρεύομαι θάλασσα
με δυο χείλη κοχύλια π' αναβλύζουν νερό
κι εγώ να διψώ.
Μα πώς να πιω να ξεδιψάσω;
Κουράστηκα να μετρώ τους αιώνες
κι όμως μισώ τον καιρό που περνώ μακριά σου.
Σ' ονειρεύομαι θάλασσα
να κοινωνώ τον αφρό σου
κι ας ναυαγώ κάθε δειλινό
στη μοναξιά μου.

Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου
27/5/19







Πίνακας - Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου


ii.Μετρώντας τα βήματά μου στο χρόνο σκέφτομαι, ότι λίγο με νοιάζει, αν λιώσαν τα παπούτσια μου να σε ψάχνω. Μετρώ τη γη ξυπόλυτη και σ' ανταμώνω σε κάθε ακρογιάλια. Αμμός εγώ Θάλασσα εσύ Στα νερά σου να πνίγομαι να σου γεννώ μαύρα κοχύλια Σε κάθε στεναγμό των αστεριών. Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου



O. Redon The Shell

iii Ραγισμένο κοχύλι

Σώπα μην κλαις, 
ραγισμένο κοχύλι μου. 
Σε κάθε σου δάκρυ αδειάζει πιότερο 
ο ωκεανός που κρύβεις μέσα σου. 

Σώπα μην κλαίς. 
Τη χαραγή της όψης σου με φιλιά θα σκεπάσω. 
Έμεινε ακόμα λίγο γάλα σε στήθη από καιρό ξεχασμένα 
να πιεις να λησμονήσεις. 

Σώπα μην κλαις. 
Με μιας αράχνης τον ιστό θα σου σιάξω ένα σεντόνι, 
λευκό και αέρινο σαν τα νέφη τ’ ουρανού 
για ν’ αφουγκράζεσαι τους ανέμους σαν θα περνούν σιμά σου. 

Σώπα μην κλαις.
 Άσε το δάκρυ δικό μου να ΄ναι. 
Εσύ ν’ ανασταίνεσαι στου ήλιου το γέλιο, 
αυτό που ανατέλλει μέσα μου κάθε που δένεις 
στο μόλο της δικής μου προσμονής, 
στου ονείρου τ’ανεκπλήρωτο. 
Σταυρούλα Δεκούλου Παπαδημητρίου 

Γ' Βραβείο ποίησης, Βαυρώνια 2016
Ποιητική συλλογή, Στον Αστερισμό του Ιβίσκου, Εκδόσεις Βεργίνα



Valeri Tsenov art

Οδυσσέας Ελύτης 

i.Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριά ὣς τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ὣς τη θύμηση
Ἔλυτρα χρυσά τοῦ Αὐγούστου στον μεσημεριάτικο ὕπνο
Με φύκια ἢ ὄστρακαΚι ἐκεῖνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζεις ἀκόμη στην εἰρήνη τοῦ κόλπου
τῶν νερῶν -Ἔ χ ε ι -ὁ -Θ ε ό ς.

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τα παιδόπουλα τούς ναῦτες που ἔφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τα τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ την ἀνατολή τοῦ ἥλιου
Με την ἡλικία τῆς θάλασσας στα μάτια
Και με την ὑγεία τοῦ ἥλιου στο κορμί – τί γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μέσ’ στα εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τα αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος
Ἄγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του ἔμβλημα

Με την ἄμμο στα δάχτυλα ἔκλεινα τα δάχτυλα
Με την ἄμμο στα μάτια ἔσφιγγα τα δάχτυλα
Ἤτανε ἡ ὀδύνη –
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωσα πρώτη φορά το ἀνθρώπινο βάρος σου
Το ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλό κι ἁμαρτία
Ὅπως την πρώτη μέρα μας στη γῆ
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες – Μα θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κεῖ που χαράζεται παντοτινά ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Σταν οὐρανό που φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.

Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου που κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τα χέρια σου ὅπου θα τυραννιέται ὁ Ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο το κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ το Αἰγαῖο. 

Σύνθεση - Οδυσσέας Ελύτης 

ii.Πώς να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη.... (Ήλιος ο πρώτος).

iii.Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μεσ' σ' αδειανό κοχύλι....
(Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας).

iv.Τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο...
(Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό).

v.Bουή από πελαγίσιον κόχυλα...
(Μαρία Νεφέλη).

vi.Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω ανοίξει
το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος
το μέρος της καταστροφής και του θανάτου (Μικρός Ναυτίλος).



Μουσική: Μιχάλης Τρανουδάκης Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης

vii.Το κοχύλι

Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες την άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
που να ν αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο


Bruno Di Maio art 

Ανδρέας Εμπειρίκος - Το γάλα του αιγιαλού

απόσπασμα
Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τ' άστρα ξυπνούν και φέγγουν άναυδα τη νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες των ψαράδων
Ενώ τ' αστέρια της θαλάσσης πλησιάζουν
Πρώτα λευκά και σχεδόν άχρωμα
Έπειτα κόκκινα και ζωηρά
Με τα πλοκάμια των σφαδάζοντα
Για το εφήβαιον και για τα στήθη Των νεανίδων.
Οι αμμουδιές είναι διάστικτες από κοχύλια
Μ' ένα φιλί λησμονημένο μες στα βότσαλα
Μ' ένα πουλί που κούρνιασε στα στήθη Κόρης γλυκιάς
που του μιλάει και λέγει
Πουλί καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντας το στα βυζιά της με λαχτάρα



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/