ΟΙ ΦΑΡΟΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Lighthouse Possiblity  by Quint Buchholz 

Φάρος ο [fáros] : 1. εγκατάσταση ισχυρού φωτιστικού σώματος πάνω σε βάση ή σε πύργο, τοποθετημένη σε επικίνδυνα σημεία για τον προσανατολισμό των πλοίων αλλά και των αεροπλάνων: Οι φάροι είναι τοποθετημένοι συνήθως σε ακτές, σε ακρωτήρια ή σε νησίδες. || Ο ~ της Aλεξάνδρειας είναι ένα από τα επτά θαύματα. 
2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδέα ή γεγονός που, εξαιτίας της σπουδαιότητας και της ακτινοβολίας του, αποτελεί πηγή και αντικείμενο θαυμασμού, κέντρο για δράση ή και σημείο προσανατολισμού της: Οι Tρεις Iεράρχες, οι φάροι αυτοί του χριστιανισμού. (λόγ. έκφρ.) ~ τηλαυγής, επιτατικά, για να τονίσουμε τη σπουδαιότητα, την ακτινοβολία ενός προσώπου κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φάρος, αρχ. Φάρος (νησί στο λιμάνι της Aλεξάνδρειας, όπου χτίστηκε ο φάρος)· 2: σημδ. γαλλ. phare (στη νέα σημ.) < ελνστ. φάρος]

View of Vesuvius from the Harbour of Naples, 1791 by Pierre Joseph Petit

Όμηρος - Ιλιάδα

Η πρώτη αναφορά στους φάρους, τους ακίνητους συντρόφους και παρατηρητές θαλασσοπόρων και ταξιδιωτών, απαντάται ήδη από τον Όμηρο, που στην Ιλιάδα γράφει:

ως δ’ ότ’ αν ποντοίο ναύτοισι φανείη 
καιομένου πυρός τόδε καίεται 
υψόθ’ ορέφσιν»


Edward Hopper - Lighthouse Sunny Day

Μ. Αναγνωστάκης 

II

Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλαΜάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινέςΚύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησεςΌπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματαΤους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζονταΤις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μουΤις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.( Από Πέντε μικρά θέματα ) 

Charles Wysocki - Dreamers

  Φωτεινή Αγγουριδάκη - Κουφογάζου - Φάρος

Ψυχή μου ελεύθερη, μα πολιορκημένη
ποιητική, που μέσ'στου Μάη τους κοσμοκαιρούς
απέθαντη περιπολείς, σαν τις ακταιωρούς
στη δίνη των ανέμων, εκεί, δεδικασμένη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θάλασσα π'αντρειώνεται, πνίγεται από σκέψεις
εντός χτυπιέται το σκαρί, θανάσιμα, φορές
ρέποντας στην καταστροφή, απ' τις περιφορές
αθώρητος ο φάρος, τη μνήμη σου να θρέψεις
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σαν ουτοπία φάνταζε, η χώρα, που κανείς
τα στάχυα της δε θέρισε, όταν καρποφορούσε
ίσκιος κρυφός, σταλιά σταλιά, σε άντρου νηνεμιά
γεννήθηκες και βύζαξες, μέσα της να δονείς
όλα εκείνα, πού'μαθες, όταν σε γαλουχούσε
αντάξια... πώς να σταθείς; ψυχή σ'απανεμιά...(;)



Lighthouse Painting by Carmen Aurariu



Ιωάννα Αθανασιάδου -Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ  

Τρεμουλιάζει η φωνή στ’ ανοιχτά τ’ ουρανού,

τ’ άλογα καλπάζουν στους ωκεανούς

το δάκρυ τους λευκό μαργαριτάρι.

Φοβερή βρυχάται η θύελλα,

τα παραθύρια σκοτεινά.

Οι ψαράδες κωπηλατούν στα μονοπάτια του πεπρωμένου τους

δίχτυα πολλά κι αόρατα ρίχνει στο δρόμο τους

η ανομολόγητη πλάνη ενός μακρινού προορισμού.
Ποιος όρισε τις διαδρομές;
Ποια ανεξήγητα μυστικά τούς ψιθυρίζουν;
Και οι δύτες ν’ αναζητούν τ’ ολόγιομο φεγγάρι που ναυάγησε
και η αναπνοή του ορίζοντα θολή.
Ο πόνος υγρό δειλινό,
τα παραμύθια δακρυσμένα απέναντι απ’ την αλήθεια.
Οι πόθοι αναρριχώνται στις φλέβες,
τα μυστικά δείχνουν τα μαχαίρια που τα λάβωσαν.
Η κερκόπορτα θρηνεί στ’ αξημέρωτα βράδια,
νεκρός ο Εφιάλτης
και η θλίψη αλυχτάει έξω απ’ τα κάστρα.
Τα γηρασμένα φρούρια παρέδοσαν τα κλειδιά τους,
η πύλη της απέραντης λεωφόρου έρημη.
Ένα πυροβολισμός ακούστηκε
κι φύλακας της μνήμης έπεσε ξέπνοος.
Αλαφιασμένα τρέχουν τ’ άλογα στα μαρμαρωμένα αλώνια,
μάτωσε ο ήλιος απ’ το ξίφος του ορίζοντα.
Οι ουρανοί ακινητούν σαν να περιμένουν τ’ αναπότρεπτα,
οι αργυραμοιβοί μετρούν τα γρόσια της προδοσίας.
Περίμενε πολύ καιρό ο Ιούδας για να γεννηθεί στις επάλξεις της άνοιξης,
φόρεσε λευκά ρούχα την ώρα που πουλούσε την ψυχή του.
Κι ο σταυρός ολοκάθαρος στο μέτωπο του ορίζοντα
και τα αργύρια τριάντα που σταύρωσαν τον Ιησού.
Τα παλικάρια χορεύουν τον χορό τον τελευταίο
το βλέμμα τους γράφει με ματωμένα γράμματα αρχαίες προφητείες.
Η αρχή και το τέλος βαδίζουν αντάμα στο μετερίζι της αθανασίας
και η σιωπή της θυσίας ανεξίτηλη.
Τα δάκρυα των μικρών χελιδονιών αδύναμα,
πώς να ξαναρχίσει το τραγούδι του καιρού;
Στα στήθη του τελευταίου φαροφύλακα κόκκινα τριαντάφυλλα,
ελεύθερες πια οι θύελλες σπάζουν στα βράχια.


Κωνσταντίνος Παρθένης - Το λιμάνι της Καλαμάτας



Αρσινόη Βήτα - Οι φάροι στο ταξίδι της ζωής μου

Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν μαϊστράλι στην ψυχή, που αναζητούν με μιαν απέραντη υπομονή το καλό σε κάθε τι.Που δεν έχουν ανάγκη να τους πει κανείς τι να κάνουν γιατί η συνείδησή τους έχει πάντα μιαν ολοκάθαρη φωνή. Την αφουγκράζονται χωρίς να την αποκοιμίζουν.Ξέρουν τι να πράξουν ανά πάσα στιγμή και το πράττουν.Δεν προσπαθούν να ξεφύγουν, να γλιτώσουν από τις συνέπειες των πράξεών τους,των επιλογών τους.Αναμετριούνται με την ευθύνη και την αναλαμβάνουν ακέραια. Δεν κρύβονται πίσω από σαθρές δικαιολογίες για να καλύψουν τις πιθανές αποτυχίες τους και κυρίως δεν δείχνουν με το δάχτυλο τους άλλους σαν αίτιους των αποτυχιών τους.Παραδέχονται τα λάθη τους κι αν πέφτουν εφτά φορές έχουν το κουράγιο και σηκώνονται οχτώ. Είναι αυστηροί κριτές του εαυτού τους μα βλέπουν με κατανόηση τα σφάλματα των γύρω τους .Επειδή γνωρίζουν τον κόπο που απαιτείται για τη συνεχή βελτίωσή τους, επειδή γνωρίζουν τις φορές που βούτηξαν στην ατέλεια της ανθρώπινης πεπερασμένης φύσης τους.

Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που δε σκοντάφτουν στο σκοτάδι των άλλων μα διατηρούν άσβεστο το φως του σεβασμού για τους ίδιους και τους συνανθρώπους τους.

M' αρέσουν οι άνθρωποι που γνωρίζουν την έννοια της απόστασης, ποτέ πολύ κοντά, ποτέ δεν είναι πολύ μακριά, αλλά είναι έτοιμοι να είναι εκεί σε δύσκολους καιρούς.Δεν πιέζουν ποτέ τους άλλους να κάνουν χώρο γι αυτούς γιατί γνωρίζουν την αξία τους και είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι εκείνοι που πραγματικά τους εκτιμούν θα τους δώσουν χώρο στη ζωή τους. Στοχεύουν στο κοινό συλλογικό καλό κι όχι μόνον στο καλό του εαυτού τους.Αναζητούν την αιτία των παρεξηγήσεων κοιτάζοντας πρόσωπο με πρόσωπο τον άλλο, συμμετέχοντας σε έναν εποικοδομητικό διάλογο εκφράζοντας με τόλμη την όποια αντίθεσή τους.Mε ειλικρίνεια.Είναι πιστοί στις αξίες τους, πεισματάρηδες.

Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν τη σημασία της εσωτερικής χαράς.Βρίσκουν τη γαλήνη κι ακολουθούν με τη ματιά την ομορφιά του πρωινού, τη μαγεία του δειλινού, την απεραντοσύνη της θάλασσας,την ποίηση. Δημιουργούν δεν καταστρέφουν.Λειτουργούν σαν ένα μέρος του όλου, σαν ένα απειροελάχιστο κομμάτι του σύμπαντος ,τόσο αναγκαίο στη σημαντικότητά του.

Χαμογελούν,πιστεύουν βαθιά, ονειρεύονται, ζουν ευγνωμονώντας.

Αυτοί είναι φίλοι μου! Ξεχωριστοί.Με βοηθούν να δω αυτό που πραγματικά είμαι. Να επιστρέφω στον εαυτό μου με αγάπη. Βρίσκουν την ομορφιά μέσα μου , αγγίζουν απαλά την ψυχή μου.Είναι ξεχωριστοί μα εκείνοι δεν το ξέρουν, εγώ το ξέρω. Κρατούν στα χέρια την καρδιά μου που χωρίς ενδοιασμούς απόθεσα. Δεν είναι πολλοί.Πάντα ήταν λίγοι.Μα είναι οι φάροι στο ταξίδι της ζωής μου. Σηματοδοτούν, φωτίζουν, νοηματοδοτούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο αυτό.


A.Manin. Tracker

Ν. Βρεττάκος  - Ο φάρος με τα πέντε φώτα

Μελετώ να σε φέρω ως την άκρη της γης.
Ως τον κόκκινο βράχο που πέφτει στην άβυσσο.
Εκεί πέρα θα στήσω ένα φάρο: το χέρι σου.
Να φωτάει περιστρέφοντας τη νύχτα τα πέντε
πράσινα φώτα του, ενώ, στην απέναντι
όχθη ακριβώς – στη ζώνη του σύμπαντος



Howard Behrens art 


Νίκος Εγγονόπουλος - Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι

Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μην καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους. Πάντως οι σκέψεις αυτών των Αλβανών δεν περνούν πέρα από τους σκαρμούς των παραθύρων. Κι' αυτό διότι Ιταλός τις, ακούων εις το όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και επαγγελλόμενος τον επιδιορθωτήν πνευστών οργάνων, προσπαθεί να εξαπατήση τους μελλονύμφους, εφαρμόζων σε παλαιού συστήματος ραπτομηχανήν Σίγγερ τέσσερα χουνιά, εκ των οποίων τα δύο γυάλινα και τ’ άλλα δύο καμωμένα από ένα οποιονδήποτε μέταλλο. Να μην ταραχθή κανείς: η εικών αύτη είναι η μόνη που εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα να ανακαλύψη το μυστικόν του φρέατος.

Από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)

The Lighthouse Keeper by Deborah Macy

Νάνσυ Δανέλη - Δίχως λιμάνι. Κι αν φέγγουν τ΄ άστρα χρυσά στο σκοτάδι στο θόλο τ΄ ουρανού πικρό μου βράδυ η νύχτα αυτή απόψε με παγώνει τυλίγει γύρω μου μαύρο σεντόνι. Σαν δέντρο στέκομαι φθινοπωρινό στα μάτια μου φυλλοροούν δάκρυα που φεύγουμε ταξίδι αλαργινό με δίχως φάρο στης ψυχής την άκρια. Ταξίδι μες την ομίχλη του φευγιού δίχως νόστο για τους δρόμους τ΄ ουρανού καράβια πως τσακίζονται στα βράχια δίχως φάρο στης ψυχής την άκρια. Μάτια βρεμένα στον καημό ξενιτεμού αυτιά κλεισμένα στο άκουσμα πουλιού δίχως λιμάνι ταξίδι του φευγιού παίρνει η ψυχή μας το δρόμο του χαμού.

Evening At Cape Hatteras Painting by Jeff Pittman

Ο. Ελύτης  - Μικρή Πράσινη Θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται 
καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ' τό παράθυρο στή Σμύρνη
Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ' ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου.


Paul Brent art


Ο. Ελύτης - Οι κλεψύδρες του αγνώστου

Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα

Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος

Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
( Απόσπασμα ) 



Φάρος Αλεξανδρούπολης -  Φωτογραφία Ζωή Δούνα 


Ανδρέας Εμπειρίκος  - Η στιλβηδών

Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν

Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του
Στεκόμαστε ορθοί μεσ' στις αναλαμπές του
Το σώμα του μας κυβερνά
Το φως του μας δυναμώνει
Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του
Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
Οι πόθοι μας συναγελάζονται
Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματά τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Και η σφιγξ μάς συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου
.


Zhigalin-Vishnyakov. Reflections of Dusk


Εμμανουήλ Kαίσαρ - Νυχτερινή Φαντασίωση 

Νύχθ' υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.

Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.

Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο, 
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,

βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του. 

Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό 
εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,

σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.

Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:

εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα 
άνθη.

Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!

Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.

Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.

Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!



The Lighthouse Keeper by Richard T Pranke

Νίκος Καββαδίας - Γράμμα στoν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ 

«Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...» 
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ 

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. 
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή, 
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, 
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη. 
................................................
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. 
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ. 
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει... 
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ. 

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. 
-- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, 
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, 
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν. 

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν, 
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες 
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα 
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες. 

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε 
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, 
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα, 
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες. 

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε, 
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε 
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε, 
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.


( Απόσπασμα ) 


Abandoned Lighthouse - Paintings by John Lautermilch

Νίκος Καββαδίας - Kuro Siwo

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.




Charles Wysocki Lighthouse Keepers Daughter


Νίκος Καββαδίας - Black and White

Στον Μ. Καραγάτση

Του  Άλμπορ το φανάρι πότε θα  φανεί;
Οι  μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε  κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που  μασάς βοτάνια γιὰ τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ᾿ οι Ναγκο  χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει -μου ῾πες- η υγρασία
κ᾿ η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που  κοιτάς με το   γυαλί,
τὸ φανάρι του Ἄλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο  Λονδίνο εγώ τη   Fanny
στο  κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την   κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα  γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του  Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
και  Marconi στείλε το  S.O.S.


 Lighthouse Keeper by Anne Marie Brown


Νίκος Καββαδίας

....Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή

❃❃❃❃

...Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τα’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε...

❃❃❃❃

Ὁλονυχτιές τον πότισες με το κρασί του  Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις   ἀναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική   πλεξίδα
κι αλάργα μας το  σκοτεινό λιμάνι του Gabes.



Artist Dmitry Lenkov 

Φώτης Κόντογλου
Κατάδικους κι ερημίτες της θάλασσας αποκαλεί τους φαροφύλακες ο Φώτης Κόντογλου

Μα αν φυλάγει ο κακότυχος απάνω σε καμμιά ξέρα, κλεισμένος μέσα σε κείνον τον μουχλιασμένον πύργο, που είναι όλα σκουριασμένα και μαδημένα από την άρμη, μέσα σε έναν τάφο πιο φρικτόν από τον τάφο, που δε βαστά μηδέ αγριάγκαθο μέσα στη γλάστρα, αυτός ο άνθρωπος, πού να πάγει να περπατήξει; Δος του λοιπόν πήγαινε κ’ έλα μέσα στη στενή φυλακή του, σουλάτσο ακατάπαυστο, ανέβασμα από το κάτω πάτωμα, και κατέβασμα από τ’ απάνω, κομπολόγι και τσιγάρα ένα κοφίνι κάθε μερόνυχτο. Καλά κ’ έχει τον νου του να ανάβει τη λουσέρνα κάθε βράδυ, κυττάζοντας χίλιες φορές το ρωλόγι, μήπως κάνει λάθος. Κι αρχίζει να γυρίζει κείνη η λάμπα, και να ρίχνει το φως της πέρα μακρυά, μέσα στο μαύρο χάος. Το φως τον ζαλίζει, μα ξαγρυπνά μην τύχει και πάθει τίποτα η μηχανή και σβήσει το φως που δείχνει τον δρόμο στα καράβια.

Η ψυχή του γίνεται με τον καιρό σαν πέτρα, σαν τον βράχο που σηκώνει τον φάρο. Στο τέλος γίνεται αδιάφορος για όλα. Δεν λογαριάζει μήτε αρρώστια, μήτε θάνατο…. (σημ.. 2).

Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες, επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1990, σ. 67.




Randy Van Beek - Admiralty Lighthouse


Εμμανουήλ Λυκούδης 
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης  θεωρεί ευδαιμονία για τον απόμαχο ναυτικό τη θέση του φαροφύλακα .
…επί ερήμου, κυματοπλήκτου νησίδος, διέρχεται την ημέραν όλην προσβλέπων το πέλαγος, συντρόφους της μονώσεως αυτού έχων τους περιιπταμένους λάρους και την χρυσόπτερον αλκυόνα […].
Εκεί ο ναύτης ανακεφαλαιοί τον τρικυμιώδη βίον του, ου αι γλυκύπικροι αναμνήσεις εν ατελευτήτω γραμμή παρελαύνουσι προ της μνήμης του. Όταν δε πυρίνη, αλαμπής η ηλιακή σφαίρα καταδύεται ήρεμα, όταν εν μεταιχμίω του φωτός και του σκότους ιοβαφής σινδόνη, προάγγελος της νυκτός, απλούται επί των εσχατιών του ορίζοντος, ο δε έσπερος ρίπτει εν τω φωτεινώ έτι στερεώματι τας πρώτας του δειλού αυτού φωτός μαρμαρυγάς, ανέρχεται επί του πύργου του φάρου και φρουρεί το σωστικόν αυτού φως, οδηγόν και παραμυθίαν των ναυτιλλομένων (σημ. 3).
 Εμμανουήλ Λυκούδης, «Αναμνήσεις από της θαλάσσης», Διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη ( Nelly's ) (23 Νοεμβρίου 1899 - 17 Αυγούστου 1998 )

 

Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη γνωστή ως Nelly's από την αγγλική υπογραφή της υπήρξε Ελληνίδα φωτογράφος με διεθνή αναγνώριση.
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι, αλλά έλαβε την πρώτη της μόρφωση στη Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά την καταστροφή του Αϊδινίου. Παρόλο που μετέβη στη Δρέσδη μαζί με τον αδελφό της για να σπουδάσει ζωγραφική, εντέλει την κέρδισε η φωτογραφία, στην οποία στράφηκε με δασκάλους τον Ούγκο Έρφουρτ διάσημο πορτρετίστα της Δρέσδης και τον Φραντς Φίλντερ.
Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα του 1924, η Έλλη Σουγιουλτζόγλου φτιάχνει το πρώτο της εργαστήριο επί της οδού Ερμού και ασχολείται με τη φωτογράφιση πορτρέτων και θεματικών ενοτήτων κατ' ιδίαν ή επί παραγγελία του ΥΠ.ΠΟ. Πρόσφυγας ουσιαστικά η Ελληνίδα φωτογράφος απαθανάτισε με ζωντάνια πορτρέτα προσφύγων αλλά και σημαντικών προσώπων της εποχής της, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ιδιαίτερη θέση στο έργο της κατέχουν οι γυμνές ή ημίγυμνες φωτογραφίσεις στην Ακρόπολη της Μόνα Πάεβα (Mona Paeva), πρώτης μπαλαρίνας της Opera Comique οι οποίες προκάλεσαν σκάνδαλο στην κοινωνία του μεσοπολέμου, όταν δημοσιεύθηκαν το 1929, στο γαλλικό περιοδικό Illustration. Στη σειρά "Παραλληλισμοί" επιχειρεί να συγκρίνει προσωπογραφικά βοσκούς και χωριατοπούλες με κούρους και κόρες για να αποδείξει τη φυλετική συνέχεια των Eλλήνων. Όταν το Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού της δικτατορίας Μεταξά της αναθέτει το 1939 να διακοσμήσει με τις φωτογραφίες της το Ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, η Σεραϊδάρη επιλέγει και χρησιμοποιεί αυτές ακριβώς τις φωτογραφίες κάνοντας ένα γιγαντιαίο κολάζ . Παρόλο που αρκετοί κριτικοί θεώρησαν τους παραλληλισμούς της αφελείς και αρκετοί τους συνέδεσαν με τη ναζιστική ιδεολογία της εποχής (το Τρίτο Ράιχ και ο "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" του Μεταξά), η ίδια η Nelly ήταν εξαιρετικά περήφανη γι'αυτούς, και μάλιστα επιθυμούσε να τους εκδώσει σε αυτόνομο λεύκωμα
Φωτογράφισε τις γιορτές του Σικελιανού και της γυναίκας του Εύας Πάλμερ το 1927 και κατ' αποκλειστικότητα το 1930, ενώ το 1936 μετέβη στο Βερολίνο για να φωτογραφίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το ξέσπασμα του Β' Π.Π. τη βρήκε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε αναγκαστικά σχεδόν 27 χρόνια από το 1939 μέχρι το 1966. «Η πόλη της Νέας Υόρκης έδωσε στη Nelly's» κατά την Κατερίνα Κοσκινά «και τη δυνατότητα να καταγράψει σημαντικές στιγμές από την οικοδόμησή της και να αποτυπώσει στιγμιότυπα από την κίνηση των δρόμων και των πλατειών της. Έτσι, με δύο σημαντικότατες φωτογραφικές σειρές, το "Easter Parade" και τους "Δρόμους", κατέπληξε το νέο δάσκαλό της και απέδειξε ότι εκτός από το να εκτελεί παραγγελίες είναι σε θέση να δώσει μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής»
Το 1966, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έμεινε με τον σύζυγό της Άγγελο Σεραϊδάρη στη Νέα Σμύρνηδιαμορφώνοντας το διαμέρισμά της σε φωτογραφικό μουσείο. Το 1989 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της.Δώρισε το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της στο Μουσείο Μπενάκη. Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ εξέδωσε πολλά λευκώματα με φωτογραφίες της και παρουσίασε τα έργο της σε πολλές εκθέσεις. H Έλλη Σεραϊδάρη πέθανε στην Αθήνα, στις 17 Αυγούστου του 1998. πηγή 
Γερμανικής – αρχικά – φωτογραφικής επιρροής, το έργο της μικρασιάτισσας Nelly’s από το Αϊδίνι χαρακτηρίζεται από κινητικότητα και ελευθερία, όπως και η ίδια η ζωή της.
Από τους Γερμανούς δασκάλους της, Hugo Erfurth και Franz Fiedler, αποκόμισε την πικτοριαλιστική τεχνική και την κλασική αισθητική. Η εγκατάστασή της στην Αθήνα το 1924, όπου ανοίγει φωτογραφικό studio στην οδό Ερμού, θα την προσανατολίσει προς μία ελληνοκεντρική και συντηρητικότερη αντιμετώπιση της θεματογραφίας. Στο πορτρέτο, στο οποίο θα εξασκηθεί σ’ όλη τη διάρκεια της φωτογραφικής της πορείας στην Ελλάδα και την Αμερική, οφείλεται η απεικόνιση της αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου αλλά και η συγκρότηση σημαντικού αρχείου της ελληνικής ομογένειας. Από το 1927 η Nelly’s περιοδεύει την ελληνική ύπαιθρο στοιχειοθετώντας το πανόραμα της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Ελληνίδα της διασποράς, συνθέτει φωτογραφικά μία Ελλάδα «ειδυλλιακή». Μέσα από τα επίσημα τουριστικά έντυπα που κυκλοφόρησαν με φωτογραφίες της στο εξωτερικό, διαμορφώθηκαν οι πρώτες βάσεις-οπτικά σύμβολα της ελληνικής «τουριστικής φιλοσοφίας».
Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί θησαυροί αποτυπώθηκαν συστηματικά από την Nelly’s: οι πειραματισμοί με το φυσικό φως και η αποτύπωση των αρχαίων ναών στη διαμνημειακή τους σχέση παραπέμπουν στις λήψεις του επίσης γερμανού φωτογράφου και μαθητή του Erfurth, Walter Hege. Oι φωτογραφίες χορού (1923-1929) στη Γερμανία, αλλά κυρίως αυτές στην Ακρόπολη, ξεχωρίζουν για τη θεματική τους συνοχή και την αναδεικνύουν σε κορυφαία φωτογράφο χορού του Μεσοπολέμου. Στην Αμερική, όπου εγκαταστάθηκε και παρέμεινε για 25 περίπου χρόνια, θα προσθέσει στο πανόραμα της θεματογραφίας της τη διαφημιστική και έγχρωμη φωτογραφία, καθώς και το φωτορεπορτάζ (Easter Parade – δρόμοι της Ν. Υόρκης), χωρίς ωστόσο να μπορέσει να ενταχθεί στις σύγχρονες τάσεις της αμερικανικής φωτογραφίας. Μετά από έναν αιώνα έντονης φωτογραφικής παρουσίας και δυναμικής διεκδίκησης της προβολής του έργου της, η Nelly’s πεθαίνει στην Αθήνα κληροδοτώντας στην ελληνική φωτογραφική ιστορία ένα έργο πολυσύνθετο, παραδειγματικό για νέους φωτογράφους, τόσο λόγω της καλλιτεχνικής όσο και της τεκμηριωτικής του αξίας.πηγή 



Παραλληλισμοί.


Παραλληλισμοί.

Από Δελφικές γιορτές ΄Αγγελου και Εύας Σικελιανού
Εύα Σικελιανού, από τις Δελφικές γιορτές.


Ηπειρώτισσες στις θημωνιές.
Ήπειρος, γύρω στο 1930

 Κρήτη 
  Κρήτη 


 Κρήτη 



Κρήτη 

ΔΕΊΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Τεντ Χιουζ ( 17 Αυγούστου 1930 – 28 Οκτωβρίου 1998 )

 

Ο Έντουαρντ Τζέιμς Χιουζ (Edward James Hughes), γνωστός ως Τεντ Χιουζ (Ted Hughes) (17 Αυγούστου 1930 – 28 Οκτωβρίου 1998), Μέλος του Τάγματος της Αξίας, ήταν Άγγλος ποιητής και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Θεωρείται από κάποιους ως ένας από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς του. Ο Χιουζ ήταν Εθνικός Ποιητής της Αγγλίας από το 1984 μέχρι το θάνατό του. Γνωστός ήταν επίσης και ο γάμος του από το 1956 μέχρι το 1963 με την Αμερικανίδα ποιήτρια Σύλβια Πλαθ, και πολλοί φεμινιστές πιστεύουν πως βοήθησε στην πρόκληση της αυτοκτονίας της Πλαθ (και επίσης της αυτοκτονίας της ερωμένης του Άσσια Γουέβιλλ). Εξερεύνησε την πολύπλοκη σχέση του με την Πλαθ στο τελευταίο βιβλίο ποιημάτων του, Γράμματα Γενεθλίων (Birthday Letters)(1998).

Ο Χιουζ γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1930 στο Mytholmroyd του δυτικού Γιορκσάιρ και μεγάλωσε ανάμεσα στις φάρμες της περιοχής. Σύμφωνα με τον Χιουζ, “Τα πρώτα έξι μου χρόνια διαμόρφωσαν τα πάντα” . Όταν ο Χιουζ ήταν επτά η οικογένειά του μετακόμισε στο Μέξμπορο (Mexboro) του Γιορκσάιρ, όπου διηύθυναν ένα μαγαζί εφημερίδων και καπνού.

Ο Χιουζ σπούδασε Αγγλικά, ανθρωπολογία και αρχαιολογία στο Κολέγιο Πεμπρόουκ στο Κέιμπριτζ, όπου γνώρισε την ποιήτρια Σύλβια Πλαθ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956 και χώρισαν το φθινόπωρο του 1962. Ο ρόλος του Χιουζ στην αυτοκτονία της Πλαθ το 1963 έχει για πολύ καιρό γίνει αντικείμενο συλλογισμών φεμινιστών κριτικών. Ως χήρος της Πλαθ, ο Χιουζ έγινε εκτελεστής της διαθήκης της και διαχειριστής της προσωπικής και λογοτεχνικής περιουσίας της Πλαθ. Επέβλεψε την έκδοση των χειρογράφων της, συμπεριλαμβανομένου του Άριελ (Ariel)(1966). Επίσης κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Πλαθ, στον οποίο καταγράφονταν τα τελευταία τρία χρόνια που πέρασαν μαζί.

Έξι χρόνια μετά το θάνατο της Πλαθ, στις 25 Μαρτίου 1969, η Άσσια Γουέβιλλ (ερωμένη του Χιουζ) αυτοκτόνησε και σκότωσε και την κόρη τους, Αλεξάντρα Τατιάνα Ελοΐζ Γουέβιλλ, με το χαϊδευτικό Shura, που είχε γεννηθεί στις 3 Μαρτίου 1965.

Τον Αύγουστο του 1970 ο Χιουζ νυμφεύτηκε την Κάρολ Όρτσαρντ, μια νοσοκόμα. Παρέμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του στις 28 Οκτωβρίου 1998. Ο Χιουζ πέθανε μετά από μια 18μηνη πάλη με καρκίνο του ήπατος.

Γραπτά

Το πρώιμο ποιητικό έργο του Χιουζ έχει τις ρίζες του στη φύση και, συγκεκριμένα, στην αθώα αγριότητα των ζώων. (Η φράση του Τέννυσον φύση, κόκκινη στα δόντια και τα νύχια (nature, red in tooth and claw) θα μπορούσε να είχε γραφεί για τον Χιουζ). Το ύστερο έργο του βασίζεται βαθιά στο μύθο και τη βαρδική παράδοση.

Η πρώτη συλλογή του Χιουζ, Hawk in thw Rain (1957) προσέλκυσε αξιοσημείωτη κριτική επιδοκιμασία. Το 1959 κέρδισε το βραβείο Galbraith που του απέφερε 5000 δολάρια. Η πιο σημαντική δουλειά του είναι ίσως το Crow(1970).

Το Tales from Ovid (1997) περιέχει μια συλλογή από ελεύθερου στίχου μεταφράσεις από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Στο Birthday Letters, ο Χιουζ έσπασε τη σιωπή του για την Πλαθ, διηγούμενος όψεις της ζωής που πέρασαν μαζί και της συμπεριφοράς του εκείνη την περίοδο. Το έργο τέχνης στο εξώφυλο είχε γίνει από την κόρη τους Φρίντα.

Πέρα από την ποίηση, ο Χιουζ έγραψε λιμπρέτα για όπερα και παιδικά βιβλία.

Ο Χιουζ ορίστηκε Εθνικός Ποιητής της Αγγλίας (επίσημος ποιητής της Βρετανικής βασίλισσας) το 1984 μετά το θάνατο του Τζον Μπέτγιεμαν (αν και αργότερα υπαινίχτηκε πως ο Χιουζ ήταν δεύτερη επιλογή για τη θέση αφού ο Φίλιπ Λάρκιν, ο προτιμώμενος υποψήφιος, αρνήθηκε, νιώθοντας πως τα ποιητικά χαρίσματά του είχαν εξαντληθεί). Ο Χιουζ υπηρέτησε στη θέση αυτή μέχρι το θάνατό του το 1998.

Τα τελικά Συλλογικά Ποιήματά (Faber & Faber) του, 1333 σελίδων, εμφανίστηκαν το 2003.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η αρκούδα

Mέσα στο τεράστιο ορθάνοιχτο κοιμισμένο μάτι του βουνού
Η αρκούδα είναι η αναλαμπή της κόρης του ματιού
Έτοιμη να ξυπνήσει
Κι αμέσως να εστιάσει.

Η αρκούδα κολλάει
Την αρχή με το τέλος
Με κόλλα από τα κόκαλα των ανθρώπων
Στον ύπνο της.

Η αρκούδα σκάβει
Όσο κοιμάται
Άπ' άκρη σ' άκρη τον τοίχο του Σύμπαντος
Μ' ενός ανθρώπου οστό.

Η αρκούδα είναι πηγάδι
Πολύ βαθύ για να λάμψει
Εκεί όπου η κραυγή σου
Χωνεύεται.

Η αρκούδα είναι ποτάμι
Όπου, όταν οι άνθρωποι σκύβουν για να πιουν,
Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.

Η αρκούδα κοιμάται
Μέσα σε ένα βασίλειο τοίχων
Μέσα σε ένα δίκτυο ποταμών.

Αυτή είναι ο βαρκάρης
Για τη χώρα των νεκρών.

Η αμοιβή της είναι τα πάντα

Μεταφράζει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

✦    ✦    ✦    ✦
Κάφκα

Και αυτός είναι μια κουκουβάγια
Μια κουκουβάγια είναι αυτός,
"Τύπος" με τατουάζ στη μασχάλη του
Κάτω από το σπασμένο φτερό
(Ζαλισμένος από τον τοίχο της λάμψης, έπεσε εκεί)
Κάτω από το σπασμένο φτερό μιας πελώριας σκιάς που συσπάται
κατά μήκος του πατώματος.
Είναι ένας άνθρωπος με απελπισμένα φτερά.Μεταφράζει η Ασημίνα Ξηρογιάννη

✦    ✦    ✦    ✦

Η τραγωδία του μήλου 

Kι έτσι την έβδομη μέρα
Το φίδι ξεκουράστηκε.
Ο Θεός πήγε σ΄αυτό.
«Έχω επινοήσει ένα νέο παιχνίδι», του είπε.

To φίδι τον κοίταξε με έκπληξη.
Στην υπόθεση παρεισδύον
Αλλά ο θεός είπε:«Bλέπεις αυτό το μήλο;
Το στίβω και το κοιτώ-Μηλίτης.»

Το φίδι ήπιε μια καλή γουλιά
Και κουλουριάστηκε παίρνοντας το σχήμα του ερωτηματικού.
Ο Αδάμ ήπιε και είπε: Να ο θεός μου!»
Η Εύα ήπιε και άνοιξε τα πόδια της

Και κάλεσε το πονηρό φίδι
Και του χάρισε ξέφρενες ηδονικές στιγμές
Ο Θεός έτρεξε και το είπε στον Αδάμ
Που σε μεθυσμένη οργή προσπάθησε να κρεμάσει τον εαυτό του στον οπωρώνα.

Το φίδι προσπαθούσε να εξηγήσει φωνάζοντας «Σταμάτα»
Αλλά το ποτό σκορπούσε τη φωνή του
Και η Εύα άρχισε να ουρλιάζει: «Βιασμός! Βιασμός!»
Και χτυπούσε με το πόδι της το κεφάλι του.

Τώρα όποτε το φίδι εμφανίζεται, αυτή ξεφωνίζει
«Εδώ έρχεται πάλι! Βοήθεια! Βοήθεια!»
Τότε ο Αδάμ σπάει μια καρέκλα στο κεφάλι του,
Και ο Θεός λέει: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος»

Και όλα πάνε στην κόλαση.
Μετάφραση: Aσημίνα Ξηρογιάννη

[Ted Hughes, Crow. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
http://frear.gr/

✦    ✦    ✦    ✦

Κόκκινο ήταν το χρώμα σου.…

Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας αιμάτινος επίδεσμος…
Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…
Κι έξω απ’ το παράθυρο
παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…
Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό
κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
τριαντάφυλλα που έκλαιγαν,
ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα
και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»

https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/

✦    ✦    ✦    ✦

Το Ολόκληρο Φεγγάρι και η μικρή Φρίντα

Ένα δροσερό μικρό απόβραδο συρρικνωμένο σ' ένα γάβγισμα σκύλου και τον κρότο απ' ένα κάδο -
Κι εσύ που αφουγκράζεσαι.
Κάποιας αράχνης ο ιστός, τεταμένος για το άγγιγμα της δροσιάς.
Ένας κουβάς ανεβασμένος, ακούνητος που ξεχειλίζει - κάτοπτρο
Για να δελεάσει ένα πρώτο αστέρι σε τρεμούλιασμα.

Οι αγελάδες πάνε σπίτι στη λωρίδα εκεί, θηλιές φτιάχνοντας στους φράχτες
με τα ζεστά τους
στεφάνια απ' την αναπνοή -
Ένα σκοτεινό ποτάμι από αίμα, πολλές μεγάλες πέτρες,
Γάλα που ισορροπεί δίχως να χυθεί.
"Φεγγάρι!" φωνάζεις ξαφνικά, "Φεγγάρι! Φεγγάρι!"

Το φεγγάρι έχει πισωπατήσει σαν καλλιτέχνης που ατενίζει έκθαμβος ένα έργο
Που έκθαμβο κοιτάζει προς αυτόν.
[μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου]

http://trenopoiisis.blogspot.com/

Νότης Περγιάλης ( 16 Αυγούστου 1920 - 10 Νοεμβρίου 2009 )


«Εμείς, σαν λαός, δε σκύψαμε το κεφάλι και ούτε πρόκειται να το σκύψουμε. Είμαστε λαός που θυμώνει και δεν ξεχνάει. Είναι ακατανόητο τι κατεργάζονται για τους λαούς. Καινούρια αίματα; Καινούριες περιπέτειες και διώξεις; Δε θα περάσουν αυτά. Υπάρχει τεράστια πείρα στους λαούς. Οι λαοί ξέρουν να αμυνθούν. Υπάρχει ο λόγος που δε σβήστηκε ακόμα ούτε από τα δέντρα, ούτε από τις πολιτείες, ούτε από τα χωριά. Αν έρθει άλλος ένας τρόπος για να καταπιέσουν τους λαούς, δε θα περάσει. Γιατί οι λαοί ξέρουν».

Ο Νότης Περγιάλης γεννήθηκε στα Ανώγεια του νομού Λακωνίας. Φοίτησε στο θεατρικό εργαστήρι του Βασίλη Ρώτα και ασχολήθηκε με την υποκριτική και τη θεατρική γραφή. Το 1948 τιμήθηκε με το βραβείο του Καλοκαιρίνειου διαγωνισμού για το έργο του "Ο πόνος γεννάει θεούς" και το 1949 το Ρεαλιστικό Θέατρο του Αιμίλιου Βεάκη παρέστησε το έργο του "Νυφιάτικο τραγούδι". Ακολούθησαν η "Ηλιογέννητη" και "Το κορίτσι με το κορδελάκι", το "Τραγούδι στο Μεσολόγγι" (που σκηνοθετήθηκε από τον Πέλο Κατσέλη στα πλαίσια των γιορτών Μεσολογγίου το 1957), το Χρυσό χάπι (που ανέβηκε από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη το 1958), οι "Μάσκες για αγγέλους", η "Αντιγόνη της κατοχής" και άλλα έργα. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας ο Περγιάλης τήρησε συγγραφική σιωπή και επανεμφανίστηκε μετά τη μεταπολίτευση με το έργο "Αυτό το δέντρο το λέγαν υπομονή", που ανέβηκε από το θίασο Νίκου Χατζίσκου - Τιτίκας Νικηφοράκη στο θέατρο Κάβα και με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το θεατρικό έργο του Νότη Περγιάλη κινείται στο χώρο του ποιητικού ρεαλισμού με έντονες επιρροές από το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, συχνή παρουσία συμβολιστικών στοιχείων και έντονη συναισθηματική και ιδεολογική φόρτιση. Έγραψε επίσης σενάρια για τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο (Κάιν, Ανοιξιάτικη Πολιτεία, Τελευταία Χριστούγεννα). Ακόμα, είχε γράψει το σενάριο και συμμετείχε ως αφηγητής στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη. Εχει εκδώσει, τέλος, νουβέλες όπως «Το κόκκινο πουλί», «Ο Ατάρ δεν πεθαίνει ποτέ», «Οταν σηκώθηκαν τα δέντρα». Στις στιχουργικές του δημιουργίες συμπεριλαμβάνονται τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη «Τι να την κάνω τη χαρά», «Ο λεβέντης», «Μπλόκο της Καισαριανής» όπως και τα "Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι" του Μάνου Χατζιδάκι και τα «Γκρεμισμένα σπίτια» του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Ως ηθοποιός ο Περγιάλης έπαιξε περισσότερο στον κινηματογράφο και λιγότερο στο θέατρο και ξεχώρισε με την παρουσία και τη συγκροτημένη τεχνική του σε δεύτερους αλλά σύνθετους ρόλους. 
Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου 2009, στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας.

Νότης Περγιάλης και Ηρώ Κυριακάκη στην ταινία "Τα κόκκινα φανάρια"



Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

• Ο πόνος γεννάει θεούς. 1948.
• Νυφιάτικο τραγούδι. 1949.
• Ηλιογέννητη. 1951.
• Το κορίτσι με το κορδελάκι. 1954.
• Τραγούδι στο Μεσολόγγι. 1957.
• Το χρυσό χάπι. 1958.
• Μάσκες για Αγγέλους. 1959.
• Η Αντιγόνη της Κατοχής. 1960.
• Το τρελό φεγγάρι. 1964.
• Αυτό το δέντρο το λέγαν υπομονή.
• Η γειτονιά του Τσέχωφ. Αθήνα, 1971.
• Η ομολογία της ταπείνωσης. 1944.
• Τα παλικάρια· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Gutenberg, 1983.
• Ο Άιχμαν και ο παπαγάλος – Ο Αζάρ δεν πεθαίνει ποτέ. Αθήνα, τυπ.Κλαπάκη, 1971.
• Το κόκκινο πουλί. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1990.


Μάνος Χατζιδάκις - Νότης Περγιάλης - Το άλογο - 1954 - (ανέκδοτο)

Από τη χρονιά του 1954 και το θεατρικό "Το άλογο του Θανάση" για το ΕΙΡ και το "Θέατρο της Κυριακής"...Την ραδιοσκηνοθεσία είχε ο Νίκος Γκάτσος οπότε οι στίχοι στο τραγούδι πιθανόν να είναι του ίδιου...Ο Θανάσης,που ακούγεται να μιλά ήταν ο Θάνος Κωτσόπουλος.Μια δραματική ιστορία από την περίοδο της γερμανικής κατοχής...

Κινηματογράφος

Συμμετείχε στις ταινίες:
Το κλειδί της ευτυχίας (1953) .... Γιαννάκης (σε σκηνοθεσία Θανάση Μεριτζή)
Το κορίτσι με τα μαύρα (1956) .... Αντώνης (σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη)
Το ταξίδι (1962) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Ηλέκτρα (1962) .... χωρικός-σύζυγος της Ηλέκτρας (σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας 1962)
Τα κόκκινα φανάρια (1963) (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη)
Οι καθώς πρέπει (1963) .... Καλογρίδης (σε σκηνοθεσία Γιώργου Δυζηκιρίκη)
Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1964) .... Μαρίνος Αντύπας (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας 1965)
Οι νέοι θέλουν να ζήσουν (1965) (σε σκηνοθεσία Νίκου Τζήμα)
Οι εχθροί (1965) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Εκείνος κι εκείνη (1967) (σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου)
Καταραμένη αγάπη (1968) .... Παντελής (σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Κωστελέτου)
Η νεράιδα και το παλικάρι (1969) .... παπάς (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά (1969) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Αγάπη για πάντα (1969) (σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη)
Σ' αγαπώ (1971) (σε σκηνοθεσία Τάκη Βουγιουκλάκη)
Η κόρη του ήλιου (1971) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Ο βάλτος (1973) .... φαροφύλακας (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Στον αστερισμό της Παρθένου (1973) .... παππούς (σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη)
Οι βάσεις και η Βασούλα (1975) .... πατέρας Βασούλας (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)
Τρελός και πάσης Ελλάδος (1983) (σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου)

Επίσης συμμετείχε στο σενάριο της ταινίας "Το ποτάμι" (1960) (σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου) και έγραψε το σενάριο της ταινίας "Αγιούπα" (1957) (σκηνοθεσία Gregg C. Tallas).

O συγγραφέας και ηθοποιός ΝΟΤΗΣ ΠΕΡΓΙΑΛΗΣ μιλάει στον Δημήτρη Λιμπερόπουλο ( ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΡΕΠΟΡΤΕΡ )


ΣΤΙΧΟΙ 


Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν’ η ζωή μας μεσημέρι βράδυ.
Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι
από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι.

Σκονισμενοι δρόμοι,η πικρη ζωή μου,
μεσα στο σκοταδι χάνω τη φωνη μου...
Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι,
έτσι είν’ η ζωή μας μεσημέρι βράδυ.


Στίχοι:Νότης Περγιάλης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος


Σκονισμένοι δρόμοι στα γυμνά σου πόδια,
σβήστηκαν τα όνειρα απ’ τα βήματά σου,
σβήστηκαν τα όνειρα απ’ τα βήματά σου.

Στα κλειστά μου μάτια γκρεμισμένα σπίτια,
στ’ ανοιχτά σου δάχτυλα άδειος ουρανός,
στ’ ανοιχτά σου δάχτυλα άδειος ουρανός.

Σκονισμένοι δρόμοι στα γυμνά σου πόδια,
σβήστηκαν τα όνειρα απ’ τα βήματά σου.




Στίχοι: Νότης Περγιάλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Ποιονε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.
Που γίνηκε μια Κυριακή
πρωί με τη δροσούλα.

Γιώργη με τη γλυκιά φωνή,
με τις φαρδιές τις πλάτες,
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και τραγούδησες
και τάραξες τη γειτονιά
ως πέρα στο Παγκράτι.

Ρεφρέν:
Ποιονε να κλάψω πρώτονε
ποιον να τραγουδήσω πρώτονε
στο μπλόκο στην Καισαριανή,
που γίνηκε μια Κυριακή.

Λευτέρη, με τα γαλανά
τα μάτια και την ομορφιά,
τους τοίχους που μπογιάτιζες
πες μου την ύστερη στιγμή
τι βρήκες και ζωγράφισες,
και το κοιτάν στη γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι;

Ρεφρέν

Γιάννη καλέ, Νίκο αδελφέ,
Δημήτρη καροτσέρη,
π’ άφησες έρμο τ’ άλογο,
να τριγυρνά στους δρόμους
και το κοιτάν στην γειτονιά
και κλαίνε στο Παγκράτι.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/