Lighthouse Possiblity by Quint Buchholz
Φάρος ο [fáros] : 1. εγκατάσταση ισχυρού φωτιστικού σώματος πάνω σε βάση ή σε πύργο, τοποθετημένη σε επικίνδυνα σημεία για τον προσανατολισμό των πλοίων αλλά και των αεροπλάνων: Οι φάροι είναι τοποθετημένοι συνήθως σε ακτές, σε ακρωτήρια ή σε νησίδες. || Ο ~ της Aλεξάνδρειας είναι ένα από τα επτά θαύματα.
2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδέα ή γεγονός που, εξαιτίας της σπουδαιότητας και της ακτινοβολίας του, αποτελεί πηγή και αντικείμενο θαυμασμού, κέντρο για δράση ή και σημείο προσανατολισμού της: Οι Tρεις Iεράρχες, οι φάροι αυτοί του χριστιανισμού. (λόγ. έκφρ.) ~ τηλαυγής, επιτατικά, για να τονίσουμε τη σπουδαιότητα, την ακτινοβολία ενός προσώπου κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φάρος, αρχ. Φάρος (νησί στο λιμάνι της Aλεξάνδρειας, όπου χτίστηκε ο φάρος)· 2: σημδ. γαλλ. phare (στη νέα σημ.) < ελνστ. φάρος]
View of Vesuvius from the Harbour of Naples, 1791 by Pierre Joseph Petit
Μ. Αναγνωστάκης
II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλαΜάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινέςΚύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησεςΌπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματαΤους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζονταΤις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μουΤις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.( Από Πέντε μικρά θέματα )
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησεςΌπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματαΤους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζονταΤις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μουΤις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.( Από Πέντε μικρά θέματα )
Αρσινόη Βήτα - Οι φάροι στο ταξίδι της ζωής μου
Μ'αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν μαϊστράλι στην ψυχή, που αναζητούν με μιαν απέραντη υπομονή το καλό σε κάθε τι.Που δεν έχουν ανάγκη να τους πει κανείς τι να κάνουν γιατί η συνείδησή τους έχει πάντα μιαν ολοκάθαρη φωνή. Την αφουγκράζονται χωρίς να την αποκοιμίζουν.Ξέρουν τι να πράξουν ανά πάσα στιγμή και το πράττουν.Δεν προσπαθούν να ξεφύγουν, να γλιτώσουν από τις συνέπειες των πράξεών τους,των επιλογών τους.Αναμετριούνται με την ευθύνη και την αναλαμβάνουν ακέραια. Δεν κρύβονται πίσω από σαθρές δικαιολογίες για να καλύψουν τις πιθανές αποτυχίες τους και κυρίως δεν δείχνουν με το δάχτυλο τους άλλους σαν αίτιους των αποτυχιών τους.Παραδέχονται τα λάθη τους κι αν πέφτουν εφτά φορές έχουν το κουράγιο και σηκώνονται οχτώ. Είναι αυστηροί κριτές του εαυτού τους μα βλέπουν με κατανόηση τα σφάλματα των γύρω τους .Επειδή γνωρίζουν τον κόπο που απαιτείται για τη συνεχή βελτίωσή τους, επειδή γνωρίζουν τις φορές που βούτηξαν στην ατέλεια της ανθρώπινης πεπερασμένης φύσης τους.
Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που δε σκοντάφτουν στο σκοτάδι των άλλων μα διατηρούν άσβεστο το φως του σεβασμού για τους ίδιους και τους συνανθρώπους τους.
M' αρέσουν οι άνθρωποι που γνωρίζουν την έννοια της απόστασης, ποτέ πολύ κοντά, ποτέ δεν είναι πολύ μακριά, αλλά είναι έτοιμοι να είναι εκεί σε δύσκολους καιρούς.Δεν πιέζουν ποτέ τους άλλους να κάνουν χώρο γι αυτούς γιατί γνωρίζουν την αξία τους και είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι εκείνοι που πραγματικά τους εκτιμούν θα τους δώσουν χώρο στη ζωή τους. Στοχεύουν στο κοινό συλλογικό καλό κι όχι μόνον στο καλό του εαυτού τους.Αναζητούν την αιτία των παρεξηγήσεων κοιτάζοντας πρόσωπο με πρόσωπο τον άλλο, συμμετέχοντας σε έναν εποικοδομητικό διάλογο εκφράζοντας με τόλμη την όποια αντίθεσή τους.Mε ειλικρίνεια.Είναι πιστοί στις αξίες τους, πεισματάρηδες.
Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν τη σημασία της εσωτερικής χαράς.Βρίσκουν τη γαλήνη κι ακολουθούν με τη ματιά την ομορφιά του πρωινού, τη μαγεία του δειλινού, την απεραντοσύνη της θάλασσας,την ποίηση. Δημιουργούν δεν καταστρέφουν.Λειτουργούν σαν ένα μέρος του όλου, σαν ένα απειροελάχιστο κομμάτι του σύμπαντος ,τόσο αναγκαίο στη σημαντικότητά του.
Χαμογελούν,πιστεύουν βαθιά, ονειρεύονται, ζουν ευγνωμονώντας.
Αυτοί είναι φίλοι μου! Ξεχωριστοί.Με βοηθούν να δω αυτό που πραγματικά είμαι. Να επιστρέφω στον εαυτό μου με αγάπη. Βρίσκουν την ομορφιά μέσα μου , αγγίζουν απαλά την ψυχή μου.Είναι ξεχωριστοί μα εκείνοι δεν το ξέρουν, εγώ το ξέρω. Κρατούν στα χέρια την καρδιά μου που χωρίς ενδοιασμούς απόθεσα. Δεν είναι πολλοί.Πάντα ήταν λίγοι.Μα είναι οι φάροι στο ταξίδι της ζωής μου. Σηματοδοτούν, φωτίζουν, νοηματοδοτούν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο αυτό.
A.Manin. Tracker
Ν. Βρεττάκος - Ο φάρος με τα πέντε φώτα
Μελετώ να σε φέρω ως την άκρη της γης.
Ως τον κόκκινο βράχο που πέφτει στην άβυσσο.
Εκεί πέρα θα στήσω ένα φάρο: το χέρι σου.
Να φωτάει περιστρέφοντας τη νύχτα τα πέντε
πράσινα φώτα του, ενώ, στην απέναντι
όχθη ακριβώς – στη ζώνη του σύμπαντος
Howard Behrens art
Νίκος Εγγονόπουλος - Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι
Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μην καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους. Πάντως οι σκέψεις αυτών των Αλβανών δεν περνούν πέρα από τους σκαρμούς των παραθύρων. Κι' αυτό διότι Ιταλός τις, ακούων εις το όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και επαγγελλόμενος τον επιδιορθωτήν πνευστών οργάνων, προσπαθεί να εξαπατήση τους μελλονύμφους, εφαρμόζων σε παλαιού συστήματος ραπτομηχανήν Σίγγερ τέσσερα χουνιά, εκ των οποίων τα δύο γυάλινα και τ’ άλλα δύο καμωμένα από ένα οποιονδήποτε μέταλλο. Να μην ταραχθή κανείς: η εικών αύτη είναι η μόνη που εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα να ανακαλύψη το μυστικόν του φρέατος.
Από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)
The Lighthouse Keeper by Deborah Macy
Νάνσυ Δανέλη - Δίχως λιμάνι.
Κι αν φέγγουν τ΄ άστρα χρυσά στο σκοτάδι
στο θόλο τ΄ ουρανού πικρό μου βράδυ
η νύχτα αυτή απόψε με παγώνει
τυλίγει γύρω μου μαύρο σεντόνι.
Σαν δέντρο στέκομαι φθινοπωρινό
στα μάτια μου φυλλοροούν δάκρυα
που φεύγουμε ταξίδι αλαργινό
με δίχως φάρο στης ψυχής την άκρια.
Ταξίδι μες την ομίχλη του φευγιού
δίχως νόστο για τους δρόμους τ΄ ουρανού
καράβια πως τσακίζονται στα βράχια
δίχως φάρο στης ψυχής την άκρια.
Μάτια βρεμένα στον καημό ξενιτεμού
αυτιά κλεισμένα στο άκουσμα πουλιού
δίχως λιμάνι ταξίδι του φευγιού
παίρνει η ψυχή μας το δρόμο του χαμού.
Evening At Cape Hatteras Painting by Jeff Pittman
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταμεσήμερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ μοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόμα οἱ μακρινοί μας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά μπεῖς ἀπ' τό παράθυρο στή Σμύρνη
Νά μοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά Δόξα Σοι
Καί μέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιμηθῶ παράνομα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κομμάτια πέτρες τ' ἀποσπάσματα τοῦ Ἡράκλειτου.
Paul Brent art
Ο. Ελύτης - Οι κλεψύδρες του αγνώστου
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να ’ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει τα λόγια της
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να ’ναι οι γλάροι
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν’ αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!
Ανδρέας Εμπειρίκος - Η στιλβηδών
Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν
Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του
Στεκόμαστε ορθοί μεσ' στις αναλαμπές του
Το σώμα του μας κυβερνά
Το φως του μας δυναμώνει
Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του
Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
Οι πόθοι μας συναγελάζονται
Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματά τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Και η σφιγξ μάς συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.
Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν
Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
Κάποτε μοιάζουμε με την μακρινή φωνή του
Στεκόμαστε ορθοί μεσ' στις αναλαμπές του
Το σώμα του μας κυβερνά
Το φως του μας δυναμώνει
Η καρδιά μας πάλλεται μαζί του
Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
Οι πόθοι μας συναγελάζονται
Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματά τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Και η σφιγξ μάς συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.
Zhigalin-Vishnyakov. Reflections of Dusk
Εμμανουήλ Kαίσαρ - Νυχτερινή Φαντασίωση
Νύχθ' υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
Νύχθ' υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
The Lighthouse Keeper by Richard T Pranke
Νίκος Καββαδίας - Γράμμα στoν ποιητή Καίσαρα Ἐμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
................................................
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
-- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
( Απόσπασμα )
Abandoned Lighthouse - Paintings by John Lautermilch
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Charles Wysocki Lighthouse Keepers Daughter
Νίκος Καββαδίας - Black and White
Στον Μ. Καραγάτση
Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια γιὰ τον πυρετό.
Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ᾿ οι Ναγκο χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει -μου ῾πες- η υγρασία
κ᾿ η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.
Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
τὸ φανάρι του Ἄλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Άναψε στη γέφυρα το φως
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
και Marconi στείλε το S.O.S.
Lighthouse Keeper by Anne Marie Brown
Νίκος Καββαδίας
....Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
•
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή
....Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
•
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή
❃❃❃❃
...Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τα’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε...
❃❃❃❃
Ὁλονυχτιές τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις ἀναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.
Artist Dmitry Lenkov
Φώτης Κόντογλου
Κατάδικους κι ερημίτες της θάλασσας αποκαλεί τους φαροφύλακες ο Φώτης ΚόντογλουΜα αν φυλάγει ο κακότυχος απάνω σε καμμιά ξέρα, κλεισμένος μέσα σε κείνον τον μουχλιασμένον πύργο, που είναι όλα σκουριασμένα και μαδημένα από την άρμη, μέσα σε έναν τάφο πιο φρικτόν από τον τάφο, που δε βαστά μηδέ αγριάγκαθο μέσα στη γλάστρα, αυτός ο άνθρωπος, πού να πάγει να περπατήξει; Δος του λοιπόν πήγαινε κ’ έλα μέσα στη στενή φυλακή του, σουλάτσο ακατάπαυστο, ανέβασμα από το κάτω πάτωμα, και κατέβασμα από τ’ απάνω, κομπολόγι και τσιγάρα ένα κοφίνι κάθε μερόνυχτο. Καλά κ’ έχει τον νου του να ανάβει τη λουσέρνα κάθε βράδυ, κυττάζοντας χίλιες φορές το ρωλόγι, μήπως κάνει λάθος. Κι αρχίζει να γυρίζει κείνη η λάμπα, και να ρίχνει το φως της πέρα μακρυά, μέσα στο μαύρο χάος. Το φως τον ζαλίζει, μα ξαγρυπνά μην τύχει και πάθει τίποτα η μηχανή και σβήσει το φως που δείχνει τον δρόμο στα καράβια.
Η ψυχή του γίνεται με τον καιρό σαν πέτρα, σαν τον βράχο που σηκώνει τον φάρο. Στο τέλος γίνεται αδιάφορος για όλα. Δεν λογαριάζει μήτε αρρώστια, μήτε θάνατο…. (σημ.. 2).
Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες, επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1990, σ. 67.
Randy Van Beek - Admiralty Lighthouse
Εμμανουήλ Λυκούδης
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης θεωρεί ευδαιμονία για τον απόμαχο ναυτικό τη θέση του φαροφύλακα .
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης θεωρεί ευδαιμονία για τον απόμαχο ναυτικό τη θέση του φαροφύλακα .
…επί ερήμου, κυματοπλήκτου νησίδος, διέρχεται την ημέραν όλην προσβλέπων το πέλαγος, συντρόφους της μονώσεως αυτού έχων τους περιιπταμένους λάρους και την χρυσόπτερον αλκυόνα […].
Εκεί ο ναύτης ανακεφαλαιοί τον τρικυμιώδη βίον του, ου αι γλυκύπικροι αναμνήσεις εν ατελευτήτω γραμμή παρελαύνουσι προ της μνήμης του. Όταν δε πυρίνη, αλαμπής η ηλιακή σφαίρα καταδύεται ήρεμα, όταν εν μεταιχμίω του φωτός και του σκότους ιοβαφής σινδόνη, προάγγελος της νυκτός, απλούται επί των εσχατιών του ορίζοντος, ο δε έσπερος ρίπτει εν τω φωτεινώ έτι στερεώματι τας πρώτας του δειλού αυτού φωτός μαρμαρυγάς, ανέρχεται επί του πύργου του φάρου και φρουρεί το σωστικόν αυτού φως, οδηγόν και παραμυθίαν των ναυτιλλομένων (σημ. 3).
Εμμανουήλ Λυκούδης, «Αναμνήσεις από της θαλάσσης», Διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/