ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ (14 Αυγούστου 1851 – 15 Σεπτεμβρίου 1938)

 

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Πύργος Τήνου, 14 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) είναι ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεώτερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
  • Αναπαυομένη, 1931 
  • Γύψος , 49 x 158 x 60 εκ.

Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Ακαδημία Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.

Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.

  • Μικρή αναπαυομένη, 1935
  • Γύψος , 26 x 42 x 22 εκ.

Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.

  • Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη, 1933
  • Γύψος , 72 x 55 x 43 εκ.
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στοΔημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.

Το 1901, πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά, η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό εκείνη το κατέστρεφε.

Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
  • Η σκέψη, 1933
  • Γύψος , 61 x 38 x 40 εκ.

Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του, αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του, τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεοτεριστών καλλιτεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη. Τα έργα του — εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 — είναι κλασικά στην σύλληψή τους. Ωστόσο, κατά τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη, η γεωμετρικότητα αυτών των έργων προϊδεάζει νεοτερικές τάσεις.

Εκείνο πάντως που μπορεί να εκτιμήσει και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών του Χαλεπά είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων — είτε πρόκειται για έναν Σάτυρο, είτε για την Μήδεια με τα παιδιά της, είτε πρόκειται για την νεαρή Κοιμωμένη. Από αυτή την άποψη ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν. Το έργο του "Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα" (1877)είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα. Σ' αυτό το νεανικό έργο του ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.
Ταφικό μνημείο οικογένειας
 Α. Γ. Παπαδάκη



δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Από την άλλη πλευρά, αυτά που έλεγαν οι νεωτεριστές καλλιτέχνες και τεχνοκριτικοί του μεσοπολέμου — πως ήταν πρωτοπόρος σαν τον Πικάσο και τους κυβιστές και άλλα όμοια — μοιάζουν μάλλον υπερβολικά. Το γιατί ειπώθηκαν αυτές οι υπερβολές, θα πρέπει μάλλον να το αποδώσουμε στην προσπάθεια των νεωτεριστών να εδραιώσουν την δική τους στροφή προς την ψυχανάλυση, τον υπερρεαλισμό και όλες τις παρόμοιες καλλιτεχνικές τάσεις μέσα από το παράδειγμα του «αναρρώσαντος φρενοβλαβούς» Χαλεπά. Πάντως η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία έκφρασή της στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε αργότερα σε έναν εντελώς προσωπικό δημιουργό μοναδικής ποιότητας.

Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ

 

Η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ (αγγλ.: Florence Nightingale) (12 Μαΐου 1820 - 13 Αυγούστου1910) ήταν Βρετανίδα κοινωνική αναμορφώτρια. Έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης νοσηλευτικής και είχε ουσιαστική συμβολή στη στατιστική. Έγινε γνωστή για το ανθρωπιστικό, πρωτοποριακό της έργο στον τομέα της νοσηλείας. Πρώτη αυτή εισήγαγε, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), το επάγγελμα της ειδικά εκπαιδευμένης νοσοκόμας, καθώς και πλήθος μέτρα για την ορθολογική λειτουργία των νοσοκομείων (ιδίως των στρατιωτικών).
Η Φλόρενς γεννήθηκε σε μια πλούσια βρετανική οικογένεια σε μια βίλα στην Φλωρεντίαστην ιταλική επαρχία της Τοσκάνης, από την οποία έλαβε το όνομά της. Ήταν γόνος εύπορης αγγλικής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Φλωρεντία. Όταν γύρισε με τον πατέρα της στην Αγγλία, έκανε ευρύτατες σπουδές και έμαθε λατινικά και ελληνικά. Στα 20 της δήλωσε στους γονείς ότι επιθυμούσε να γίνει νοσηλεύτρια, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν με το πρόσχημα ότι ένα τέτοιο επάγγελμα δεν αρμόζει στην δική τουςκοινωνική τάξη. Όταν όμως έγινε 30 χρονών, η Φλόρενς αποφάσισε να μείνει ανύπαντρη και να σπουδάσει Νοσηλευτική στο Κάιζερσβερτ, κοντά στο Ρήνο, αλλά και σε διάφορα νοσοκομεία της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στην διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1855) ανέλαβε την θέση προϊσταμένης στο νοσοκομείο Κίνγκς Κόλλετζ. Σε λίγο καιρό όμως αναχώρησε, επικεφαλής 28 νοσοκόμων, για το μέτωπο και παρ' όλες τις δυσκολίες κατόρθωσε να αυξήσει τον αριθμό τους σε 100.


Εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο στο Σκούταρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο στέγαζε 1.500 ασθενείς κάτω από πραγματικά άθλιες συνθήκες. Το ποσοστό θνησιμότητας του νοσοκομείου είχε φτάσει το 42%, γιατί νοσηλεύονταν εκεί ασθενείς με βαριές επιδημίες (τύφοςχολέραδυσεντερία κλπ.). Παρόλα αυτά η Φλόρενς κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σώσει τους ασθενείς και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους απαλύνει τον πόνο.
Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Αγγλία και αποσύρθηκε στην προσωπική της ζωή. Πέθανε στις 13 Αυγούστου  1910.

Κριμαϊκός Πόλεμος 

Η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ είναι αρκετά δημοφιλής για τη συνεισφορά της κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Η κύρια εστίασή της πάνω σε αυτή τη συνεισφορά, άρχισε με τις αναφορές που έφταναν στη Βρετανία για τη φρικιαστική κατάσταση που βρίσκονταν οι τραυματισμένοι. Στις 21 Οκτωβρίου 1854, αυτή και ένα πλήρωμα από 38 εθελόντριες νοσοκόμες, εκπαιδευμένες από τη Νάιτινγκεϊλ και συμπεριλαμβάνοντας και την θεία της Mai Smith, στάλθηκαν (κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Sidney Herbert) στη Τουρκία, γύρω στα 545 χλμ κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, από το Μπαλακλαβά μέχρι τη Κριμαία, όπου ήταν η βάση του Βρετανικού στρατού.
Η Νάιτινγκεϊλ έφτασε νωρίς το Νοέμβριο του 1854 στο Σελιμιγιέ Μπαρράκς στο Σκουτάρι (το σημερινό Üsküdar στη Κωνσταντινούπολη). Αυτή και οι νοσοκόμες της, βρήκαν πληγωμένους στρατιώτες να είναι σε άσχημη κατάσταση μην έχοντας εκλάβει τη κατάλληλη φροντίδα. Τα φάρμακα ήταν πολύ λίγα, η υγιεινή δεν υπήρχε, και οι μαζικές μολύνσεις ήταν κάτι το συνηθισμένο, ενώ πολλές από αυτές ήταν και θανατηφόρες. Επιπλέον, δεν υπήρχε καθόλου εξοπλισμός για να παρασκευαστεί φαγητό για τους ασθενείς.
A photograph of Florence Nightingale with some nurses in London.

 Εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και αποτελεσματικότητα τόσο στο διοικητικό όσο και στο νοσηλευτικό τομέα. Μάλιστα η συνήθειά της να επιθεωρεί αυτοπροσώπως κάθε βράδυ τους θαλάμους των τραυματιών τής χάρισε το παρωνύμιο «Η κυρία με τη λάμπα».

Οι παλαιότερες αποτιμήσεις του έργου της, όπως για παράδειγμα η πρώτη έκδοση του Dictionary of National Biography (1911), ισχυρίζονται ότι η δράση της Νάιτινγκεϊλ μείωσε το ποσοστό θνησιμότητας από το 42% στο 2% χάρη στις βελτιώσεις που επέφερε η ίδια στις συνθήκες υγιεινής, αλλά και χάρη στις συχνές και επίμονες εκκλήσεις της προς τις αρχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι το ποσοστό θνησιμότητας στο νοσοκομείο της στο Σκούταρι δεν έπεσε, αντίθετα, άρχισε να αυξάνεται. Ο αριθμός των θανάτων ήταν ο μεγαλύτερος από όλα τα νοσοκομεία της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του πρώτου της χειμώνα στο Σκουτάρι 4.077 στρατιώτες πέθαναν εκεί. Δεκαπλάσιος αριθμός στρατιωτών πέθανε από αρρώστιες όπως τύφος, χολέρα και δυσεντερία παρά από τραύματα από τη μάχη. Οι συνθήκες στα τότε νοσοκομεία ήταν τόσο θανάσιμες για τους ασθενείς λόγω της πληθώρας τραυματιών και της έλλειψης αερισμού των χώρων.






ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 

Η φωτογραφία με το γραμματόσημο είναι από http://www.stampcommunity.org/







Άλφρεντ Χίτσκοκ ( 13 Αυγούστου 1899 - 29 Απριλίου 1980 )


 Ο Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ (αγγλικά: Alfred Joseph Hitchcock, 13 Αυγούστου 1899 - 29 Απριλίου 1980 ήταν Άγγλος σκηνοθέτης και παραγωγός. Συχνά αναφέρεται και ως «Άρχοντας του Σασπένς», καθώς ήταν πρωτοπόρος σε διάφορες τεχνικές, σχετικά με τα θρίλερ περιπέτειας και τα ψυχολογικά θρίλερ. Κατόπιν επιτυχημένης καριέρας στον Βρετανικό Κινηματογράφο, σε βουβές και μη ταινίες, όπου είχε τη φήμη του καλύτερου σκηνοθέτη, το 1939, δοκίμασε να γυρίσει ταινίες στο Χόλυγουντ. Ακολούθως, το 1955, έγινε Αμερικανός πολίτης.

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Ιστ Εντ του Λονδίνου και πέθανε στις 29 Απριλίου 1980 στο Λος Άντζελες. Φοίτησε αρχικά σε μία τεχνική σχολή, την School of Engineering and Navigation διδασκόμενος μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Προκειμένου να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του εργάσθηκε σε μία τηλεγραφική εταιρεία, ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Χίτσκοκ έπιασε σε δουλειά σε κινηματογραφικό στούντιο του Λονδίνου το 1920. Επρόκειτο για παράρτημα στην Αγγλική πρωτεύουσα της αμερικανικής Famous Players-Lasky της Paramount Pictures Η δουλειά του ήταν να σχεδιάζει τους τίτλους αρχής για όλες τις ταινίες του στούντιο. Μετά από δύο χρόνια του δόθηκε η ευκαιρία να καθήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Always Tell Your Wife αρρώστησε και ζητήθηκε από τον Χίτσκοκ να τον αντικαταστήσει για να ολοκληρωθεί η ταινία. Οι παραγωγοί εντυπωσιάστηκαν από το αποτέλεσμα και του αναθέσαν να γυρίσει την πρώτη του, ουσιαστικά, ταινία, που ήταν ο Αριθμός 13. Μετά από λίγο καιρό όμως το στούντιο έκλεισε. Ο Χίτσκοκ σττη συνέχεια προσλήφθηκε στην Gainsborough Pictures ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων. Το 1925 κατάφερε να σκηνοθετήσει το Pleasure Garden κι αυτό σηματοδοτεί ουσιαστικά την αρχή της καριέρας του ως σκηνοθέτη.
Μετά από μια επιτυχημένη δεκαετία του '30, με ταινίες όπως τα 39 σκαλοπάτια, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, Σαμποτάζ, με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στις ΗΠΑ. Όταν επισκέφθηκε το Χόλυγουντ το 1940, όλοι οι παραγωγοί των μεγάλων στούντιο του έκλεισαν την πόρτα γιατί πίστευαν ότι δε θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο χώρο. Τελικά, ο μεγαλο-παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ του πρόσφερε ένα επταετές συμβόλαιο. Του ανέθεσε αρχικά μια ταινία για τον Τιτανικό, αλλά το σχέδιο τελικά απορρίφθηκε και του ανέθεσε τη Ρεβέκκα. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 1940, αλλά φυσικά το Όσκαρ πήγε στον παραγωγό και όχι στον Χίτσκοκ. Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το Ψυχώ, γύριζε τη μια ταινία πίσω από την άλλη. Το 1955συμφώνησε να προλογίζει μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παρουσιάζει, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια.
Μετά την καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Ψυχώ άρχισε να σκηνοθετεί ταινίες όλο και πιο αραιά. Από το 1977 μέχρι και το θάνατό του, δούλευε πάνω στη δημιουργία ενός φιλμ με τίτλο The Short Night. Μετά το θάνατό του, ο σεναριογράφος Ντέιβιντ Φρίμαν εξέδωσε την τελική εκδοχή του σεναρίου.
Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ σκηνοθεσίας, το 1941 (Ρεβέκκα), το 1945 (Στον ίσκιο του θανάτου/Ναυαγοί) το 1946 (Νύχτα Αγωνίας), το 1955 (Σιωπηλός Μάρτυς) και το 1961 (Ψυχώ), αλλά δεν το κέρδισε ποτέ.

Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Οι πιο διάσημες ηθοποιοί που σκηνοθέτησε ήταν η Τζόαν Φοντέιν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ, η Τζάνετ Λι, η Ντόρις Ντέι, η Εύα Μαρί Σεντ, η Βέρα Μάιλς και η Τίπι Χέντρεν. Στις περισσότερες ταινίες του πάντως έχουν συμμετάσχει και οι διασημότεροι άρρενες ηθοποιοί της εποχής: Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε, Τζέιμς Στιούαρτ, Κάρι Γκραντ, Κλοντ Ρέινς, Γκρέγκορι Πεκ, Χένρι Φόντα, Σον Κόνερι, Μοντγκόμερι Κλιφτ και Πολ Νιούμαν.

Όταν ο Χίτσκοκ δεν πρόλαβε να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου Οι Διαβολογυναίκες, που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Ανρί-Ζωρζ Κλουζό το 1955, ζήτησε από τους συγγραφείς, τον Πιερ Μπουαλό και τον Τομά Ναρσεζεράκ, να του γράψουν ένα διήγημα αποκλειστικά για αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν το βιβλίο From Among the Dead, το οποίο γυρίστηκε με τον τίτλο Vertigo (Δεσμώτης του Ιλίγγου).
Ο Χίτσκοκ συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν Το Χέρι που Σκοτώνει (Shadow of a Doubt) και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών. Επίσης, ο ίδιος θεωρούσε ότι η πρώτη του ταινία αληθινά ήταν ο Ένοικος.
Ο διάσημος ζωγράφος Σαλβαδόρ Νταλί συμμετείχε στους σχεδιασμούς της σεκάνς του ονείρου που βλέπει ο Γκρέγκορι Πεκ στην ταινία Νύχτα Αγωνίας.
Η πρώτη έγχρωμη ταινία του ήταν Ο Βρόχος (Rope) το 1948, η οποία επίσης θεωρείται πειραματική και πρωτοποριακή επειδή είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου με μία κάμερα και χωρίς κανένα μοντάζ.



ΤΑΙΝΙΕΣ 
Ψυχώ -  Psycho

Ψυχώ (πρωτότυπος αγγλικός τίτλος: Psycho) είναι ο τίτλος κλασικής ταινίας τρόμου/μυστηρίου σκηνοθετημένη από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, σε σενάριο του Τζόσεφ Στέφανο. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μπλοχ, η υπόθεση της ταινίας εξελίσσεται γύρω από τους φόνους που διαπράττονται σε ένα απομονωμένο μοτέλ από έναν ψυχωτικό δολοφόνο. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία μόλις κυκλοφόρησε, και θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις κορυφαίες στο είδος της. Έχουν γυριστεί πολλές συνέχειες, καθώς και ένα ριμέικ. Το 1992 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου και το 1998 έλαβε την 18η θέση ως μιά από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.

Υπόθεση
Φοίνιξ, Αριζόνα. Δύο εραστές, η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι) και ο Σαμ Λούμις (Τζον Γκάβιν) βρίσκονται σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης και συζητούν για τα προβλήματά τους. Τα οικονομικά του Σαμ δεν τους επιτρέπουν να παντρευτούν. Δυστυχισμένη και απεγνωσμένη να βελτιώσει την κατάσταση, η Μάριον κλέβει 40.000 δολάρια μετρητά από το γραφείο στο οποίο εργάζεται. Στην συνέχεια, μαζεύει τα πράγματά της και φεύγει από την πόλη. Επισκέπτεται για τελευταία φορά το κατάστημα στο οποίο εργάζεται ο Σαμ (Καλιφόρνια), αλλά η συμπεριφορά της κινεί υποψίες στους υπόλοιπους.
Η Μάριον οδηγεί όλη τη νύχτα στην βροχή, και, εξαντλημένη, παρκάρει σε μια γωνιά του δρόμου και αποκοιμιέται μέσα στο αυτοκίνητο. Το επόμενο πρωί, συνεχίζει τον δρόμο της, αλλά ένα περιπολικό την ακολουθεί. Εκείνη θα αλλάξει αυτοκίνητο και στο τέλος οι αστυνομικοί θα την χάσουν. Το βράδυ εντοπίζει ένα μικρό μοτέλ που μοιάζει απομονωμένο, και αποφασίζει να σταματήσει εκεί.
Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ, ο Νόρμαν Μπέητς (Άντονι Πέρκινς) είναι ένας φαινομενικά συμπαθητικός και εξυπηρετικός νέος, που ζει μοναχικά στο απέναντι σπίτι μαζί με την άρρωστη μητέρα του. Η Μάριον δέχεται να δειπνήσει μαζί του, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του (την ακούει να τον μαλώνει στο σπίτι τους) και, αργότερα, αποκαμωμένη, πηγαίνει στο δωμάτιό της για να κάνει ντους, χωρίς όμως να ξέρει ότι ο Νόρμαν την παρακολουθεί από μια τρύπα στον τοίχο.
Καθώς εκείνη βρίσκεται στο ντους, μία σκοτεινή και θολή γυναικεία φιγούρα την πλησιάζει αργά. Προτού εκείνη προλάβει να αντιδράσει, η φιγούρα τραβά την κουρτίνα του μπάνιου και την μαχαιρώνει.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Νόρμαν μπαίνει στο μπάνιο και έντρομος αντικρίζει το πτώμα της νεαρής γυναίκας. Για να προστατεύσει την μητέρα του, εξαφανίζει κάθε πιθανό στοιχείο βυθίζοντας το αυτοκίνητο, το πτώμα και όλα τα υπάρχοντα της Μάριον (μαζί με τα λεφτά) σε έναν βάλτο κοντά στο μοτέλ.
Η εξαφάνιση της Μάριον, μαζί με τα λεφτά, είναι η αφορμή για να διεξαχθεί μία εντατική έρευνα. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Μίλτον Άρμπογκαστ (Μάρτιν Μπάλσαμ) προσλαμβάνεται για να την βρει. Ανακαλύπτει ότι η Μάριον είχε περάσει από το μοτέλ του Μπέητς αλλά προτού προλάβει να ενημερώσει την αδερφή της Μάριον, την Λάϊλα, ή τον Σαμ, βρίσκει και αυτός ακαριαίο θάνατο από την ίδια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα.
Όταν πλέον έχουν περάσει αρκετές ώρες χωρίς κανένα τηλεφώνημα από τον Άρμπογκαστ, οι δυο τους (Λάϊλα και Σαμ) αρχίζουν να ανησυχούν. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον μοναχικό ιδιοκτήτη του μοτέλ και αποφασίζουν να πάνε να δουν. Επισκέπτονται τον Νόρμαν σαν ανδρόγυνο και στην συνέχεια, ερευνούν εξονυχιστικά το δωμάτιο που έμενε η Μάριον, και η Λάϊλα βρίσκει ένα κομματάκι χαρτί με τον αριθμό 40,000 πάνω. Υποθέτοντας ότι η μητέρα του Νόρμαν θα γνωρίζει τι συνέβη,πηγαίνει κρυφά στο σπίτι, ενώ ο Σαμ τον απασχολεί. Οι ερωτήσεις του κάνουν τον Νόρμαν νευρικό, και τον οδηγούν στην βία. Σύντομα ο Σαμ πέφτει αναίσθητος κάτω, και ο Νόρμαν τρέχει στο σπίτι του.
Εν τω μεταξύ, η Λάϊλα ψάχνει στο κελάρι και ανακαλύπτει έντρομη πως η μητέρα του Νόρμαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σαπισμένο πτώμα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ο Νόρμαν έρχεται καταπάνω της, ντυμένος με ρούχα ίδια με της μητέρας του, και με περούκα. Καθώς είναι έτοιμος να την σκοτώσει με το μεγάλο κουζινομάχαιρο που κρατά, ο Σαμ, ο οποίος έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, τον αρπάζει και τον συγκρατεί, σώζοντας την.
Στο τέλος της ταινίας, ένας ψυχίατρος εξηγεί σ' αυτούς και στις αρχές πως η μητέρα είναι ζωντανή, τουλάχιστον στην ψυχή του Νόρμαν. Στην πραγματικότητα, όταν ο Νόρμαν την δολοφόνησε, πριν δέκα χρόνια, προσπάθησε να διαγράψει από την μνήμη του το έγκλημα, φέρνοντάς την πίσω στην ζωή. Το να διατηρεί το πτώμα της δεν ήταν αρκετό γι αυτόν, έτσι και ένα μέρος του εαυτού του υιοθέτησε την προσωπικότητά της. Μιλούσε σαν εκείνη, σκεφτόταν σαν εκείνη, και ακόμα ντυνόταν με τα ρούχα της, στην προσπάθειά του να σβήσει τις ενοχές του. Και επειδή ο Νόρμαν και η μάνα του, ενόσω εκείνη ζούσε, έτρεφαν παθολογική ζήλια ο ένας για τον άλλον, η δεύτερη προσωπικότητα στο μυαλό του, ήταν εκείνη που δολοφονούσε τις γυναίκες που πιθανώς του άρεσαν, όπως η Μάριον. Ακόμη, ο ψυχίατρος τους εξήγησε ότι όταν δύο προσωπικότητες διεκδικούν το ίδιο μυαλό, γίνεται πάλη, και μόνο μία από αυτές θα επικρατήσει.
Τα τελευταία πλάνα δείχνουν τον Νόρμαν στο κελλί του, με το μυαλό του πλέον ολότελα δοσμένο στην προσωπικότητα της μητέρας του. Χαμογελά όσο σκέφτεται πως στο τέλος οι αρχές θα καταλάβουν ότι ο Νόρμαν ήταν ο δολοφόνος, και όχι "εκείνη". Χαρακτηριστική η μοχθηρή σκέψη του: Θα δουν πως ούτε αυτή την μικρή μύγα δε μπορώ να πειράξω...



Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά - The Man Who Knew Too Much

Η ταινία Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά (αγγλ. The Man Who Knew Too Much) είναι θρίλερ παραγωγής 1956, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Τζέιμς Στιούαρτ και η Ντόρις Ντέι. Η ταινία αποτελεί επανεκτέλεση της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά (The Man Who Knew Too Much) σκηνοθετημένης επίσης από το Χίτσκοκ. Στο βιβλίο του Φρανσουά Τρυφώ του 1967, με τίτλο Hitchcock/Truffaut, το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τρυφώ τόνισε ότι η επανεκτέλεση είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου. Ο Χίτσκοκ του απάντησε: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση είναι το αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία».
Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) που ερμηνεύει η Ντέι στην ταινία. Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών του 1956

Υπόθεση

Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου κι ο έφηβος γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφθούν το Μαρακές στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν στο Μαρόκο ο Μπεν προσεγγίζεται από έναν Γάλλο, τον Λουί Μπερνάρ (Ντανιέλ Ζελέν), τον οποίο είχε συναντήσει στο λεωφορείο το οποίο τους μετέφερε στο Μαρακές κι ο οποίος τώρα είναι μεταμφιεσμένος σε Άραβα. Ο Μπερνάρ προλαβαίνει να ψιθυρίσει στο αυτί του Μπεν ότι κάποιοι σχεδιάζουν απόπειρα δολοφονίας ενός πολιτικού προσώπου στο Λονδίνου, την ώρα που ένας άγνωστος του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές για να τους αναφέρει όσα του ψιθύρισε ο άνδρας, καθώς τα άτομα που έχουν οργανώσει τη δολοφονία προσπαθούν να τον κάνουν να σιωπήσει απαγάγοντας το γιο του Χανκ. Οι απαγωγείς είναι ο Έντουαρντ (Μπέρναρντ Μάιλς) και η Λούσι Ντέιτον (Μπρέντα Ντε Μπάνζι), τους οποίους οι ΜακΚέννα γνώρισαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μην έχοντας άλλη επιλογή το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς, που πλέον έχουν φύγει από το Μαρόκο και να σώσουν τη ζωή του Χανκ

Πληροφορίες παραγωγής

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ είχε από το 1941 την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια αμερικανική εκδοχή της ταινίας του 1934 Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά. Όμως κατάφερε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία το 1956, καθώς είχε θέσει ως όρο στο συμβόλαιό του με την Paramount Pictures την επανεκτέλεση της ταινίας του 1934. Η εταιρία ήταν σύμφωνη για τη δημιουργία ενός ριμέικ που θα προσάρμοζε την υπόθεση στη δεκαετία του '50. Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για τη συγγραφή του σεναρίου το σεναριογράφο Τζον Μάικλ Χέιζ, στον οποίο έθεσε τον όρο να μη δει την εκτέλεση του 1934, ούτε να διαβάσει το σενάριό της. Ήταν ο Χίτσκοκ εκείνος που του διηγήθηκε την υπόθεση της ταινίας πάνω στην οποία πάτησε για να γράψει το σενάριο. Όταν ο σκηνοθέτης ξεκίνησε τα γυρίσματα, είχε στα χέρια του μόνο τις πρώτες σκηνές της ταινίας. Ο Χέιζ του έστειλε τις υπόλοιπες σκηνές μέσω ταχυδρομίου ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονταν.

Ο Χίτσκοκ προσέλαβε για άλλη μια φορά, ως πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Τζέιμς Στιούαρτ με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στις ταινίες Ο Βρόχος (Rope, 1948) και Σιωπηλός Μάρτυς (Rear Window, 1954). Ο σκηνοθέτης απαίτησε επίσης να ανατεθεί ο ρόλος της συζύγου του Στιούαρτ, στην ξανθιά ηθοποιό Ντόρις Ντέι, εφόσον του άρεσε η ερμηνεία της στην ταινία Όταν η Θύελλα Ξεσπά (Storm Warning, 1951). Αλλά ο Χέρμπερτ Κόλμαν της Paramount έφερε αντιρρήσεις εφόσον γνώριζε την ηθοποιό μόνο από τη δουλειά της ως τραγουδίστρια. Ο Κόλμαν πρότεινε στο Χίτσκοκ μια σειρά από πιο γνωστές ξανθές ηθοποιούς όπως η Γκρέις Κέλι, η Κιμ Νόβακ και η Λάνα Τέρνερ, ή ως εναλλακτική λύση ανέφερε τα ονόματα των μελαχρινών Άβα Γκάρντνερ, Τζιν Τίρνεϊ και Τζέιν Ράσελ, αλλά ο σκηνοθέτης παρέμεινε ανένδοτος κι η Ντέι ανέλαβε το ρόλο.
Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν στο Μαρακές, αλλά ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να αλλάξει το πρόγραμμα των γυρισμάτων για να μην συμπέσουν με το Ραμαντάν. Η Ντέι ένιωσε αποστροφή με τον τρόπο που οι ντόπιοι μεταχειρίζονταν τα ζώα και συμφώνησε να ξεκινήσει τα γυρίσματα μόνο αφότου, το συνεργείο της ταινίας έστησε ένα σταθμό όπου τάιζαν τα ζώα κοντά στο κινηματογραφικό σετ. Έπειτα η παραγωγή μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και το Λος Άντζελες όπου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα.

Μουσική

Ο συνθέτης Μπέρναρντ Χέρμαν χρησιμοποίησε ως επί το πλείστον το μουσικό θέμα του Άρθουρ Μπέντζαμιν Storm Clouds Cantata για την κλιμάκωση των σκηνών της ταινίας. Στην ταινία χρησιμοποιήθηκε επίσης το τραγούδι που έγραψαν οι Λίβινγκστον και Έβανς με τίτλο Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera) για να αναδειχτούν οι φωνητικές ικανότητες της Ντέι, που υποδυόταν μια τραγουδίστρια που έχει αποσυρθεί για να ζήσει με το σύζυγό της. Το τραγούδι έφτασε στο νούμερο 2 στον κατάλογο με τις επιτυχίες των Η.Π.Α.και στο νούμερο 1 στην Αγγλία


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Ουίλιαμ Μπλέικ - William Blake ( 28 Νοεμβρίου 1757 – 12 Αυγούστου 1827)

Να δεις τον Κόσμο σε έναν κόκκο άμμου,
και τον Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο,
να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη σου 
και την Αιωνιότητα σε μια ώρα.

Ο Ουίλιαμ Μπλέικ (αγγλ. William Blake, 28 Νοεμβρίου 1757 – 12 Αυγούστου 1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής.
Χαρακτηρίζεται συχνά ως ο «Προφήτης» της αγγλικής λογοτεχνίας και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες. Αν και στην εποχή του χλευάστηκε ως παράφρων, σήμερα τιμάται ως μεγαλοφυΐα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Ουίλιαμ Μπλέικ γεννήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο πατέρας του Τζέiμς Μπλέικ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως το τρίτο από τα συνολικά πέντε παιδιά τους, διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Μπλέηκ προς αυτή την κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο σε ηλικία δέκα ετών ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα.
 "Nebuchadnezzar" 

Από την ηλικία των δώδεκα μόλις ετών ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Τον Αύγουστο του 1772, ο χαράκτης James Basire του προσέφερε θέση μαθητευόμενου, γεγονός που θεωρείται σημαντικό στην μετέπειτα εξέλιξη του Μπλέικ. Συνολικά μαθήτευσε για επτά χρόνια και στο διάστημα αυτό εκπαιδεύτηκε σε όλες τις διαφορετικές χαρακτικές μεθόδους και τεχνικές. Παρά την κατάρτιση του, αποφάσισε να μαθητεύσει και στη σχολή ζωγραφικής της Βασιλικής Ακαδημίας, το 1779. Ένα χρόνο αργότερα, το 1780, παρουσιάστηκε δημόσια ένα υδατογράφημα του Μπλέικ, στην ετήσια έκθεση της Ακαδημίας.
Το 1782 ο Μπλέικ γνωρίστηκε με τον John Flaxman, ο οποίος επρόκειτο να γίνει προστάτης του. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την Catherine Boucher, ένα φτωχό και αναλφάβητο κορίτσι, την οποία ο Μπλέικ θα εκπαίδευε, όχι μόνο στη γραφή και την ανάγνωση, αλλά και στη χαρακτική τέχνη. Εκείνη την περίοδο, ο George Cumberland, ένας από τους ιδρυτές της εθνικής πινακοθήκης του Λονδίνου, ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μπλέiκ τα οποία και θαύμασε.
 Το αρχέτυπο του "δημιουργού"
είναι μια γνωστή εικόνα
στα φωτισμένα βιβλία
William Blake.
Εδώ, ο Μπλέηκ απεικονίζει
έναν πανίσχυρο δημιουργό
που συλλογίζεται τον κόσμο
που έχει σφυρηλατήσει.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Ουίλιαμ Μπλέικ, Poetical Sketches(Ποιητικά Σχεδιάσματα), δημοσιεύτηκε του 1783 με τη χρηματική ενίσχυση του Flaxman και του αιδεσιμότατου A. S. Mathew. Ο Ρόμπερτ Σίλιμαν Χίλiερ αναφέρει για τα ποιήματα της συλλογής αυτής: "...είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο της ιδιοφυΐας του αλλά και των επιδράσεων του από τη λυρική ποίηση της Ελισαβετιανής εποχής, από το Ουίλιαμ Σέξπιρ|Σαιξπήρειο δράμα, από το Γοτθικό ύφος, από τον Οσσιανό, από τη δίχως ρίμες "Ωδή προς την Εσπέρα" του Κόλινς και από την υψηλή ρητορική του καιρού του".
Μετά από το θάνατο του πατέρα του, το 1784, λειτούργησε ένα κατάστημα ειδών σχεδίου και ζωγραφικής, μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ. Συνεργάστηκαν με τον εκδότη Joseph Johnson, γεγονός που επέτρεψε στον Μπλέηκ να έρθει σε επαφή με σημαντικούς εκπροσώπους της αγγλικής διανόησης, όπως τον επιστήμονα Joseph Priestley, τον φιλόσοφο Richard Price, τον ζωγράφο John Henry Fuseli, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά, την φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, αλλά και τον αμερικανό θεωρητικό και επαναστάτη Tom Paine. Ο Μπλέικ έτρεφε μεγάλες ελπίδες για την αμερικανική και γαλλική Επανάσταση αλλά αργότερα απελπίστηκε με την άνοδο του Ροβεσπιέρου. Η Mary Wollstonecraft έγινε επίσης στενή φίλη του και το 1788 ο Μπλέικ εικονογράφησε το έργο της Original Stories from Real Life. Μοιράζονταν ακόμη παρόμοιες απόψεις σχετικά με τη σεξουαλική ισότητα των δύο φύλων και το θεσμό του γάμου. Ο Μπλέηκ καταδίκαζε ανοιχτά την επιβεβλημένη αγνότητα της γυναίκας και τον προκαθορισμένο γάμο.

 Η Τίγρη, ποίημα
του Μπλέηκ και
παράδειγμα
της μεθόδου εκτύπωσης
που επινόησε.
Το 1788 ο Μπλέικ άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Ιδιαίτερες λεπτομέρειες για την τεχνική του Μπλέικ δεν είναι γνωστές. Η εκτύπωση αυτή περιελάμβανε σύμφωνα με εκτιμήσεις την εξής διαδικασία: αρχικά το γράψιμο των στίχων πάνω σε πλάκες χαλκού με τη βοήθεια μελανιού και πινέλων, χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα ανθεκτικό στα οξέα μέσο. Στη συνέχεια οι πλάκες εμβαπτίζονταν σε οξύ προκειμένου να διαλυθεί ο μη επεξεργασμένος χαλκός. Στο τελικά στάδιο, οι πλάκες χρωματίζονταν με υδατοχρώματα και τοποθετούνατν μαζί ώστε να αποτελέσουν έναν ενιαίο τόμο. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Μπλέικ "Πεφωτισμένη εκτύπωση" (Illuminated printing) και συχνά τα έργα αυτής της μορφής αναφέρονται και ως "Πεφωτισμένα βιβλία". Ο Μπλέηκ χρησιμοποίησε τη "φωτισμένη" εκτύπωση για όλα τα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε. Κάθε ένα από τα "φωτισμένα" βιβλία του αποτελούσε ένα μοναδικό έργο τέχνης. Ο Μπλέικ θεωρούσε ότι η αυτόνομη δημοσίευση των βιβλίων θα μπορούσε να ελευθερώσει τον καλλιτέχνη από την τυραννία της λογοκρισίας από την εκκλησία και το κράτος. Ο μελετητής του έργου του Μπλέικ Geofrey Keynes, αναφέρει πως τα "φωτισμένα" βιβλία του Μπλέικ εμφανίζουν ομοιότητες με μεσαιωνικά χειρόγραφα που περιείχαν επίσης διακόσμηση. Σε μια επιστολή, ο Μπλέικ αναφέρει ακόμα πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο νεκρός αδελφός του Ρόμπερτ όταν πρόβαλε μπροστά του σε ένα νυχτερινό όραμα.
Το 1790 ο Μπλέικ μετακόμισε με τη γυναίκα του στο Λάμπεθ (Lambeth) όπου θα παρέμενε για περίπου δέκα χρόνια. Εκεί συνέχισε να κατασκευάζει χαρακτικά για τα ποιήματα του και να εξελίσσει τα θέματα του. Είναι η περίοδος που εκδίδει έργα όπως Το βιβλίο του Ούριζεν(1794), Ευρώπη: μία προφητεία (1794), Το Τραγούδι του Λος' (1795) καιΤο βιβλίο του Λος (1795). Παράλληλα με αυτά τα έργα, σημαντικός καρπός της ιδιαίτερα δημιουργικής του παραμονής στο Λάμπεθ ήταν καιΟι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (1790-1793).
"Grave"

Από το 1800 εως το 1803, το ζεύγος Μπλέικ έζησε στο χωριό Φέλπχαμ (Felpham) του Σάσσεξ. Σε αυτό το διάστημα, συντηρούνταν οικονομικά από τον ποιητή Ουίλιαμ Χέιλι (William Hayley) του οποίου έργα εικονογραφούσε ο Μπλέικ. Επιπλέον, την περίοδο αυτή, ο Μπλέικ συνελήφθη με αστήρικτες κατηγορίες πως σε καιρό πολέμου ενεργούσε ενάντια στη χώρα του. Είναι γεγονός πως ο Ουίλιαμ Μπλέικ ήταν πολέμιος των αξιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που αποτύπωσε σαφώς και στα ποιήματά του, ωστόσο ποτέ δεν προέβη σε αντιεξουσιαστικές ενέργειες. Η παραμονή στο Φέλπχαμ σημαδεύτηκε και από την ολοκλήρωση του ποιήματος Μίλτον (1803-1808). Αξίζει να αναφερθεί πως ο Μπλέικ θεωρούσε τον Τζον Μίλτον ως τον μεγαλύτερο των ποιητών, αν και παράλληλα πίστευε πως είχε υποπέσει και σε ολέθρια σφάλματα.
Το επόμενο σημαντικό του έργο ήταν οι εικονογραφήσεις του για μια έκδοση του Τάφου του Ρόμπερτ Μπλαιρ(Robert Blair) που εκδόθηκε το 1808 και συγκέντρωσε μεγαλύτερη προσοχή από όλα τα υπόλοιπα ποιητικά του έργα. Ωστόσο οι κριτικοί της εποχής δεν αντιμετώπισαν θετικά τις εικονογραφήσεις αλλά περισσότερο με διάθεση καχύποπτη και χλευαστική.

Chaucer's Canterbury Pilgrims Picture The Canterbury Pilgrims

Την περίοδο 1809 εως 1815 ολοκλήρωσε το τελευταίο και μακροσκελές προφητικό του βιβλίο, την Ιερουσαλήμ, ενώ αργότερα δημιούργησε και μια σειρά εικονογραφήσεων για το Βιβλίο του Ιώβ (Book of Job), που θεωρούνται ως η σημαντικότερη καλλιτεχνική παραγωγή του Μπλέικ. Το έργο του αυτό αποτέλεσε παραγγελία στις αρχές του1820 του Τζον Λίννελ (John Linnell), μέλους μιας ομάδας καλλιτεχνών που αυτοαποκαλούνταν "Αρχαίοι". Η ομάδα αυτή θαύμαζε το έργο του Μπλέικ και τον στήριξαν τόσο οικονομικά όσο και ηθικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Μετά την ολοκλήρωση της Ιερουσαλήμ ο Μπλέικ έγραψε ελάχιστη ποίηση αλλά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Εξαίρεση αποτελεί το Αιώνιο Ευαγγέλιο (The Everlasting Gospel) που ολοκληρώθηκε το 1818.https://el.wikipedia.org

Age Teaching Youth
Ακόμα και στο τέλος της ζωής του παρέμενε ακμαίος και ιδιαίτερα οξυδερκής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως προσπάθησε να μάθει ιταλικά με σκοπό να διαβάσει Δάντη. Σχεδίαζε επίσης να εικονογραφήσει τη Θεία Κωμωδία, έργο που ξεκίνησε περίπου το 1825 αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Πέθανε τον Αύγουστο του1827.
Η στάση των κριτικών απέναντι στον Ουίλιαμ Μπλέικ, την εποχή που έζησε, κυμάνθηκε από την καχυποψία και την επιφύλαξη ως την απόλυτη εχθρότητα. Ακόμα, οι οραματισμοί του Μπλέικ εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης του ποιητή. Ο Μπλέικ συχνά απογοητευόταν καθώς έβλεπε πως η δουλειά του αντιμετωπιζόταν με χλεύη. Το 1809 διοργάνωσε μια ιδιωτική έκθεση των πινάκων του με σκοπό να δημοσιοποιήσει το έργο του αλλά και να το υπερασπιστεί. Η έκθεση αυτή έτυχε ωστόσο πολύ ψυχρής υποδοχής.
When the senses are shaken 
Ενδεικτική είναι η κριτική που άσκησε η εφημερίδα The Examiner:"...ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ένας δυστυχής παράφρων, ακίνδυνος κατά τα άλλα και γι' αυτό έξω από το άσυλο, θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος αν δεν διακήρυσσαν δημόσια τον θαυμασμό τους για αυτόν πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές και ερασιτέχνες. Οι έπαινοι τους οποίους οι κύριοι αυτοί επεφύλαξαν πέρυσι στις εικονογραφήσεις του Τάφου (του Robert Blair) που φιλοτέχνησε ο δυστυχής, κατόρθωσαν να τον ωθήσουν να δημοσιοποιήσει την τρέλα του και έτσι να τον εκθέσουν και πάλι αν όχι στη χλεύη, στον οίκτο του κοινού."
Ο ίδιος ο Μπλέικ, υπερασπιζόμενος κάποτε το έργο του, παρατήρησε:"Το Υψηλό παραμένει κατ' ανάγκη σκοτεινό για τους Αδύναμους ανθρώπους. Αυτό που μπορεί να είναι σαφές για έναν ηλίθιο δεν είναι άξιο της προσοχής μου."
Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους ρομαντικούς ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι κοινή διαπίστωση των μελετητών του, πως η αξία του Μπλέικ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό μυθολογικό σύστημα.

 De antro nympharum


ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το δέντρο με το δηλητήριο

Θύμωσα με το φίλο μου:
είπα την οργή μου, η οργή μου έσβησε.
Θύμωσα με τον εχθρό μου:
δεν το είπα, η οργή μου θέριεψε.

Και την πότιζα με φόβο
Νύχτα και μέρα με τα δάκρυά μου
Με χαμόγελα την έκρυψα
και με γλυκές, απατηλές γητειές.

Μέρα και νύχτα εκείνη θέριευε,
μέχρι που γέννησε λαμπρό μήλο,
κι ο εχθρός μου το 'δε να λάμπει
κι ήξερε ότι ήτανε δικό μου.

Κλεφτά μπήκε στον κήπο μου
όταν η νύχτα είχε ρίξει τα πέπλα της
και την αυγή τον είδα με χαρά ξαπλωμένο
να κείτεται κάτω απ' το δέντρο.
πηγή

Albion Rose

Παροιμίες της Κόλασης.

Η δεξαμενή περιέχει, η πηγή ξεχειλίζει.
Να σκέπτεσαι το πρωί, να πράττεις το μεσημέρι,
vα δειπνείς το βράδυ, να κοιμάσαι τη Νύχτα.
Να περιμένεις δηλητήριο από το στάσιμο νερό.
Αυτός που δέχεται μ’ ευγνωμοσύνη έχει πλούσια σοδειά.
Η δημιουργία ενός μικρού λουλουδιού είναι μόχθος αιώνων.
Η Αφθονία είναι Ομορφιά
Οι χαρές εγκυμονούν, οι λύπες γεννάνε.
Το πουλί τη φωλιά, η αράχνη τον ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία
Μια σκέψη γεμίζει το αχανές
Πάντα λέγε ελεύθερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφεύγει.
Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες απ’ τ’ άλογα της διδαχής.
Η μηλιά ποτέ δε ρωτάει την οξιά πώς να μεγαλώσει,
ούτε το λιοντάρι το άλογο πώς να πιάσει τη λεία του.
Η ψυχή της γλυκιάς χαράς ποτέ δε λερώνεται.
Ο ανόητος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο με τον σοφό.
Αυτός που το πρόσωπό του δεν σκορπάει φως,
ποτέ του δεν θα γίνει άστρο.
Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τα έργα του χρόνου.
Τις ώρες της ανοησίας τις μετρά το ρολόι,
οι ώρες της σοφίας δεν μπορούν να μετρηθούν.
πηγή

"God Blessing the Seventh Day" 

Μια θεία εικόνα

H βαρβαρότητα έχει μια ανθρώπινη καρδιά
Ο φθόνος το σχήμα του ανθρώπινου προσώπου
Ο τρόμος είναι η θεία ανθρώπινη μορφή
H μυστικότητα το ρούχο του ανθρώπου.

Το ανθρώπινο ρούχο είναι σίδερο χυτό
H ανθρώπινη μορφή πύρινος καυστήρας
Το ανθρώπινο πρόσωπο καμίνι σφαλιστό
H ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας.
http://en-texnon.blogspot.gr/

Abel

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Τζάκσον Πόλοκ - Jackson Pollock ( 28 Ιανουαρίου 1912 – 11 Αυγούστου 1956)

 

Ο Τζάκσον Πόλοκ (Jackson Pollock, 28 Ιανουαρίου 1912 – 11 Αυγούστου 1956) ήταν Αμερικανός ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Αποτελεί έναν από τους μείζονες αλλά και δημοφιλέστερους ζωγράφους της Αμερικής.
Ο Πόλοκ γεννήθηκε στο Κόντυ του Ουαϊόμινγκ και μεγάλωσε στην Αριζόνα. Η οικογενειακή του κατάσταση κατά τα νεανικά του χρόνια περιγράφεται ως ιδιαίτερα περίπλοκη, με συχνές μετακινήσεις σε διάφορες πόλεις και πολιτείες της Αμερικής.
Το 1929 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Τόμας Χαρτ Μπένσον. Τα πρώτα έργα του Πόλοκ θεωρούνται επηρεασμένα από τους Μεξικανούς ζωγράφους Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος και Ντιέγο Ριβέρα, ωστόσο μετά από την πρώτη του επαφή με έργα του Πικάσο και των υπερρεαλιστών, οι πίνακες γίνονται περισσότερο συμβολικοί. Επιπλέον – πιθανά και λόγω του γεγονότος ότι έπασχε από κατάθλιψη την οποία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει μέσω της ψυχανάλυσης – είναι επηρεασμένος από τις ψυχολογικές θεωρίες του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Τα έργα του της περιόδου 1938-1944 είναι βασισμένα σε αυτές, αν και δεν τυγχάνουν θετικής κριτικής.
Το 1944 παντρεύεται την – επίσης ζωγράφο – Λη Κράσνερ και ένα χρόνο αργότερα μετακομίζουν στο Λονγκ Άιλαντ. Η Κράσνερ εργάζεται για τη συντήρησή τους, ενώ ο Πόλοκ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Την περίοδο αυτή, η οποία θεωρείται από τις δημιουργικότερες για τον Πόλοκ, επινοεί την τεχνική του dripping. Οι τεχνικές που αναπτύσσει καλούνται συχνά και με τον ευρύτερο όρο action painting. Παρά τον φαινομενικά τυχαίο χαρακτήρα που εμπεριέχεται στην τεχνική του, ο Πόλοκ επεξεργάζεται σχολαστικά τους πίνακές του, οι οποίοι αποτελούν ως επί το πλείστον αφηρημένες συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων (murals).






Οι πρώτοι πίνακες που ακολουθούν την τεχνική του dripping εκτίθενται για πρώτη φορά το 1948, στην Betty Friedman Gallery και τυγχάνουν καθολικής καλλιτεχνικής αναγνώρισης, αλλά και μεγάλης εμπορικής επιτυχίας. Το περιοδικό Time φιλοξενεί εκτενές άρθρο για τον Πόλοκ το1951, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον "μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό καλλιτέχνη". Οι πίνακες του Πόλοκ μετά το 1951 διαφοροποιούνται και χαρακτηρίζονται από περισσότερο σκοτεινά χρώματα.
Η καλλιτεχνική πορεία του Τζάκσον Πόλοκ διακόπηκε απότομα, καθώς σκοτώθηκε το 1956 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ενώ, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, οδηγούσε μεθυσμένος.



Η τεχνική ντρίπινγκ

Κατά την τεχνική αυτή ο Πόλοκ τοποθετούσε στο έδαφος τον καμβά και έσταζε με χαοτικό τρόπο τη μπογιά πάνω του. Λόγω της ιδιαιτερότητας του ζωγράφου, τα δημιουργήματά του αποκτούσαν φράκταλ * δομή και θεωρείται σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν από μιμητές, καθώς αντανακλούν την ιδιαίτερη εσωτερική δομή του Πόλοκ. Ο βαθμός πολυπλοκότητας μάλιστα των έργων του, που εμφανίζουν αυτή την ιδιαίτερη συμμετρία κλίμακας, μετράται με τη φράκταλ διάσταση (κατόπιν επεξεργασίας με υπολογιστή) η οποία αυξάνει συνεχώς από κάθε έργο του στο επόμενο, αντικατοπτρίζοντας την ίδια την εξέλιξη του καλλιτέχνη.


* φράκταλ :Με τον διεθνή όρο φράκταλ (fractal, ελλ. μορφόκλασμα ήμορφοκλασματικό σύνολο) στα Μαθηματικά, τη Φυσική αλλά και σε πολλές επιστήμες ονομάζεται ένα γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης, κι έτσι συχνά αναφέρεται σαν "απείρως περίπλοκο". Το φράκταλ παρουσιάζεται ως "μαγική εικόνα" που όσες φορές και να μεγεθυνθεί οποιοδήποτε τμήμα του θα συνεχίζει να παρουσιάζει ένα εξίσου περίπλοκο σχέδιο με μερική ή ολική επανάληψη του αρχικού. Χαρακτηριστικό επομένως των φράκταλ είναι η λεγόμενη αυτο-ομοιότητα (self-similarity) σε κάποιες δομές τους, η οποία εμφανίζεται σε διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης.
 Convergence, 1952

  Mural, 1943

  Reflection of the Big Dipper, 1947

 Autumn Rhythm


  Number 5

 Blue Poles



  Number 1


δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/