ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ ( 16 Αυγούστου 1919 – 8 Αυγούστου 2003 )
ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ( 8 Αυγούστου 1930 - 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1991)
Είναι λοιπόν τόσα πολλά είκοσι χρόνια
Σ’ εμένα φαίνεται σαν να `ταν μόλις χθες
Έτσι που τη ζωή μου έχω ξοδέψει
Στα ξερονήσια και στις φυλακές
ΑΠΟ http://anemourion.blogspot.gr/2013/05/1930-1991.html |
«Πολλά μας βρήκαν/
και τα χειρότερα/
απ' τα μέσα/
Τ' απόρθητα κάστρα/
τα μεγάλα/
ποτέ δεν πέφτουν/
απ' τα έξω/
το λάλον ύδωρ/
απερίσκεπτα/
αφήσαμε να χαθεί».
Αλέξης Μινωτής ( 8 Αυγούστου 1900 - 11 Νοεμβρίου 1990 )
Αλέξης ΜΙΝΩΤΗΣ-Κατίνα ΠΑΞΙΝΟΥ αφιέρωμα στο ΕΣΤΙΝ ΟΥΝ
Κονσταντίν Στανισλάφσκι ( 17 Ιανουαρίου 1863 – 7 Αυγούστου 1938 )
Αλεξάντρ Μπλοκ ( 28 Νοεμβρίου 1880 – 7 Αυγούστου 1921)
Δώδεκα, Αλέξανδρος Μπλοκ, μτφρ. Γ. Μπλάνας 1 Μαύρη ΄ναι η νύχτα Λευκό το χιόνι. Λυσσάει ο άνεμος, λυσσάει: πάει Να σε σωριάσει Χάμω – σαρώνει Απ΄άκρη σ΄άκρη τη Θεία Πλάση! | Александр Блок, ДВЕНАДЦАТЬ 1 Черный вечер. Белый снег. Ветер, ветер! На ногах не стоит человек. Ветер, ветер — На всем Божьем свете! |
Λυσσάει, σηκώνει Ψηλά το αφράτο Χιόνι: από κάτω πάγος σκληρός Και γλιστερός. Πάτα γερά! Πρόσεχε! Έπεσε! Τον φουκαρά! | Завивает ветер Белый снежок. Под снежком — ледок. Скользко, тяжко, Всякий ходок Скользит — ах, бедняжка! |
Από σπίτι σε σπίτι Απλωμένο, το πανό γερά δεμένο: «Όλη η εξουσία στην Συντακτική!» Από κάτω μια γριά κοιτάει Δεν ξέρει τι σημαίνει Αυτό το πράγμα – μοιρολογεί! Πάει χαμένο τόσο πανί! Τόσο πανί για ένα πανό! Ένα σωρό ποδοφάσκια θα΄χα βγάλει για τα δύστυχα παιδιά, Τριγυρίζουν ξυπόλυτα, γυμνά… | От здания к зданию Протянут канат. На канате — плакат: «Вся власть Учредительному Собранию!» Старушка убивается — плачет, Никак не поймет, что значит, На что такой плакат, Такой огромный лоскут? Сколько бы вышло портянок для ребят, А всякий — раздет, разут… |
Σαν την πουλάδα η γριά Πιλαλάει μες στον χιονιά. -Βοήθα, Παρθένα μου! Οι Μπολσεβίκοι Θα μας σφάξουν σαν τα ζα!Δαγκώνει ο άνεμος! Δεν πάει πίσω η παγωνιά! Για δες εκεί στη διασταύρωση τον μπουρζουά: βαθιά χωμένη η μύτη στον γιακά. | Старушка, как курица, Кой-как перемотнулась через сугроб. — Ох, Матушка-Заступница! — Ох, большевики загонят в гроб!Ветер хлесткий! Не отстает и мороз! И буржуй на перекрестке В воротник упрятал нос. |
Ποιος να΄ναι; Η κόμη του λυτή Στους ώμους και μονολογεί! -Αληταρία! -Πάει η Ρωσία! Κάνας συγγραφέας θα΄ναι – Απ΄ αυτούς που όλο μιλάνε και μιλάνε…Μεγαλοσχήμων ίσκιος προβαίνει Μέσα στο χιόνι – πάει μουλωχτά… Δύσκολες μέρες ψωμί δε βγαίνει, Ε, σύντροφε παπά;Θυμάσαι τότε που τριγυρνούσες καμαρωτός: Μπροστά σαν τούμπανο η κοιλιά, Κι άστραφτε πάνω της σταυρός Να λάβει φώτιση ο λαός; | А это кто? — Длинные волосы И говорит вполголоса: — Предатели! — Погибла Россия! Должно быть, писатель — Вития…А вон и долгополый — Сторонкой — за сугроб… Что нынче невеселый, Товарищ поп?Помнишь, как бывало Брюхом шел вперед, И крестом сияло Брюхо на народ? |
Να μια δεσποινίς με Αστραχάν Και γυρίζει, λέει στην συνοδό της: -Κλαίγαμε, κλαίγαμε… Και ξαφνικά γλιστράει -Αμάν! Πάρ΄την κάτω σαν σακί! Πω, πω! Τι τούμπα ήταν αυτή! Δώστε ένα χέρι να σηκωθεί!Ο άνεμος παλαβώνει. Μια χαϊδεύει, μια δαγκώνει Σηκώνει φούστες και παλτά Θερίζει τους διαβάτες σαν σπαρτά. Πιάνει, σκίζει, κουρελιάζει το τεράστιο πανό «Όλη η εξουσία στην Συντακτική!» Σκορπίζουν τα λόγια από δω κι από κει. …Είχαμε κι εμείς «συντακτική» …σ΄αυτό το κτήριο, εκεί… …τα συζητήσαμε- Τα συμφωνήσαμε: Δέκα την ώρα – διανυκτέρευση ΄κοσ΄πέντε… …ντάγκα-ντάγκα… …και βουρ στο κρεβάτι με τον μάγκα… | Вон барыня в каракуле К другой подвернулась: — Ужь мы плакали, плакали… Поскользнулась И — бац — растянулась! Ай, ай! Тяни, подымай!Ветер веселый И зол, и рад. Крутит подолы, Прохожих косит, Рвет, мнет и носит Большой плакат: «Вся власть Учредительному Собранию»… И слова доносит: … И у нас было собрание… … Вот в этом здании… … Обсудили — Постановили: На время — десять, на ночь — двадцать пять… … И меньше — ни с кого не брать… … Пойдем спать… |
Αργά το βράδυ. Άδειος ο δρόμος. Ένας αλήτης βαδίζει Βαριά, σκυφτά, Ο άνεμος σφυρίζει… Ψιτ, Ομορφούλα! Είσαι για ένα Φιλί στη ζούλα;Ψωμί! Πού πάμε! Προχώρα!Μαύρος, μαύρος ουρανός. Θυμός, θυμός σκοτεινός Βράζει βαθιά στο στήθος: στυγνός, ιερός…Σύντροφε! Τα μάτια σου Πάντα ανοιχτά! | Поздний вечер. Пустеет улица. Один бродяга Сутулится, Да свищет ветер… Эй, бедняга! Подходи — Поцелуемся… Хлеба! Что впереди? Проходи!Черное, черное небо. Злоба, грустная злоба Кипит в груди… Черная злоба, святая злоба…Товарищ! Гляди В оба! |
2 Λυσσάει ο άνεμος, φτεροκοπάει το χιόνι σαν τρελό. Δώδεκα αυτοί και προχωρούν μέσα στον χαλασμό. Χιαστί των τουφεκιών μαύρα λουριά Κι όλα γύρω φωτιά…Τσιγάρο βαρύ στα χείλια οι παίδες Τους λείπουν μόνο οι χειροπέδες! Λευτεριά, λευτεριά, Διάολε, χωρίς Σταυρό! Μπαμ, μπαμ, μπαμ! Τι ψοφόκρυο είναι, σύντροφοι, αυτό! | 2 Гуляет ветер, порхает снег. Идут двенадцать человек. Винтовок черные ремни, Кругом — огни, огни, огни… В зубах — цыгарка, примят картуз, На спину б надо бубновый туз! Свобода, свобода, Эх, эх, без креста! Тра-та-та! Холодно, товарищи, холодно! |
-Αλλά ο Βάνια και η Κάτια στην ταβέρνα είναι ωραία… – Στην καλτσοδέτα, του Κέρενσκη το πληθωριστικό! -Τα κονόμησε ο Βάνια τελευταία… -Ήταν δικός μας, αλλά πήγε στον στρατό!-Κάθαρμα, Βάνια, μπουρζουά έλα αποδώ Αν σου βαστάει να δεις φιλιά!Λευτεριά, λευτεριά, Διάολε, χωρίς Σταυρό! Την κάνει η Κάτια στον Βάνια την δουλειά -κανονικά! Μπαμ, μπαμ, μπαμ! | — А Ванька с Катькой — в кабаке… — У ей керенки есть в чулке! — Ванюшка сам теперь богат… — Был Ванька наш, а стал солдат!— Ну, Ванька, сукин сын, буржуй, Мою, попробуй, поцелуй! Свобода, свобода, Эх, эх, без креста! Катька с Ванькой занята — Чем, чем занята?.. Тра-та-та! |
Όλα γύρω φωτιά… Στον ώμο τα τουφέκια κρεμασμένα… Προχωρείτε, επαναστάτες – πάντα εμπρός! Δεν κοιμάται ποτέ ο εχθρός! Σύντροφε, βάρα στο ψαχνό Την Αγία Ρωσία – Την χωραφού Την καλυβού, Την κωλαρού! Διάολε, χωρίς Σταυρό! | Кругом — огни, огни, огни… Оплечь — ружейные ремни… Революцьонный держите шаг! Неугомонный не дремлет враг!Товарищ, винтовку держи, не трусь! Пальнем-ка пулей в Святую Русь — В кондовую, В избяную, В толстозадую! Эх, эх, без креста! |
3 Καμαρωτοί οι λεβέντες μας πήγαν να πολεμήσουν Στον Κόκκινο Στρατό – Στον Κόκκινο Στρατό – Για την τιμή της εργατιάς το αίμα τους να χάσουν!Πικρός ο κόρφος σου ζωή, τ΄αχείλι σου γλυκό! Έχω μια χλαίνη κουρελιασμένη κι ένα τουφέκι αυστριακό! Τρομάζει, τρέχει, σκούζει ο μπουρζουάς. Τον κόσμο θα τον κάψουμε Στο αίμα θα το βάψουμε – Κύριε, ελέησον ημάς! | 3 Как пошли наши ребята В красной гвардии служить — В красной гвардии служить — Буйну голову сложить!Эх ты, горе-горькое, Сладкое житье! Рваное пальтишко, Австрийское ружье! Мы на горе всем буржуям Мировой пожар раздуем, Мировой пожар в крови — Господи, благослови! |
4 Το χιόνι στροβιλίζεται, ουρλιάζει ο αμαξάς, Ο Βάνια και η Κάτια προελαύνουν – Μπροστά φανάρια ηλεκτρικά… Φευγάτε, ρε, μην σας πατήσει! Χα, χα, χα!Χλαίνη στρατιωτική, βλακοφυσιογνωμία- Στρίβει, στρίβει το μουστάκι με μανία Το κατσαροτσιγκελώνει Και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά… Γεια σου Βάνια μπρατσαρά! Γεια σου Βάνια φαφλατά! Την χαζή Κάτια χουφτώνει, Και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά… Τον κοιτάζει τάχατες μου ντροπαλά: Δυο σειρές μαργαριτάρια τα δοντάκια, Αχ, εσύ,Κάτια μου, γλυκιά μου Κάτια Αχ, αφράτο μου κουκλί… | 4 Снег крутит, лихач кричит, Ванька с Катькою летит — Елекстрический фонарик На оглобельках… Ах, ах, пади!..Он в шинелишке солдатской С физиономией дурацкой Крутит, крутит черный ус, Да покручивает, Да пошучивает… Вот так Ванька — он плечист! Вот так Ванька — он речист! Катьку-дуру обнимает, Заговаривает… Запрокинулась лицом, Зубки блещут жемчугом… Ах ты, Катя, моя Катя, Толстоморденькая… |
........................................................................................
Οι Δώδεκα [απόσπασμα]
[απόδοση: Γιάννης Ρίτσος]
Πρώτος, δεύτερος, τρίτος,
τέταρτος, πέμπτος, έκτος,
έβδομος, όγδοος, ένατος,
δέκατος, ενδέκατος…
Δώδεκα.
Με βήμα σίγουρο, βαδίζουν πέρα… Πέρα…
-Τις ει; Τις ει; Έβγα όξω!
Τσιμουδιά!…
Ο άνεμος μόνο με την κόκκινη παντιέρα, παίζει μπροστά…
Μπροστά το χιόνι, στοίβες χιόνι, παγωμένο.
-Τις ει;
Ποιος είναι μες στο χιόνι; Έβγα από κει.
Τίποτα, μόνο ένα σκυλί ξεπηδισμένο
τραβάει κουτσαίνοντας, ψωριάρικο σκυλί…
-Όξω σου λέω, για ξεκουμπίσου κασιδιάρη
μ’ αυτή τη λόγχη το λαιμό σου γαργαλώ!
Κόσμε παλιέ, σκύλε μαγκούφη και ψωριάρη
χάσου από μπρος μου, αλλιώς στο χώμα σε πατώ.
Δείχνει τα δόντια, όμοιος με πεινασμένο λύκο
πεσμένη η ουρά του, μα ούτε ρούπι παρακεί.
-Σκύλε ορφανέ, σκύλε λιμάρη,
Ε, άιντε σήκω,
Έι, αποκρίσου το λοιπόν…
Τις ει; Τις ει;
Ποιος ανεμίζει εκεί την κόκκινη παντιέρα;
…Για κοίτα ντε… τι σκοτεινιά, τι σκοτεινιά…
-Ποιος με το βήμα έτσι γοργό φτάνει από πέρα
τοίχο τον τοίχο στων σπιτιώνε τη σκιά;
Δε μου γλιτώνεις
σού μυρίζεται κουμπούρα
τη ζωή σου αν θες, κάλλιο τα χέρια σου ψηλά
Έι! ΄Ει! συντρόφι, σού το λέω, θάν τα βρεις σκούρα
έβγα σού λέω
αλλιώς θα ρίξω στα στραβά,
Τραχ ταχ ταχ …
Κι αντηχεί, Θέ μου, μόνο η ηχώ, σπίτι το σπίτι…
μόνο ο σαρκασμός του ανέμου
σβήνει στου χιονιού την κοίτη…
Τραχ, ταχ, ταχ…
Τράχ, ταχ, ταχ…
Με το βήμα το πλατύ, βαδίζουν πέρα…
Πίσω, ο πεινασμένος σκύλος…
Μπρος, μ’ αιμάτινη παντιέρα
άφαντος πίσω απ’ το χιόνι…
κι ούτε σφαίρα τον λαβώνει
πάνω από την καταιγίδα
μ’ ένα βήμα πουπουλένιο
σ’ ένα σπίθισμα νιφάδων μαργαριταρένιο
με στεφάνι από άσπρα ρόδα…
σιωπηλός…
πάει μπροστά
ο Ιησούς Χριστός!